Τον περασμένο Οκτώβριο, το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) «εξαφάνισε» έναν άνθρωπο εξαιτίας της πίστης του στην πνευματική άσκηση Φάλουν Γκονγκ. Η μητέρα του δεν ειδοποιήθηκε παρά μόνο τον Φεβρουάριο για το που βρισκόταν, μήνες δηλαδή μετά από την αρχική του σύλληψη.
Σύμφωνα με όσα γράφει το Minghui.org, ιστότοπος με έδρα τις ΗΠΑ που συλλέγει και δημοσιεύει νέα και πληροφορίες για τη δίωξη του Φάλουν Γκονγκ στην Κίνα, ο Λι Τζιγκάνγκ, ιδιωτικός δάσκαλος από την πόλη Τσάνγκσα της επαρχίας Χουνάν στην κεντρική Κίνα, συνελήφθη από την τοπική αστυνομία τα μεσάνυχτα της 27ης Οκτωβρίου 2020.
Περίπου 20 αστυνομικοί εισέβαλλαν στο σπίτι του Λι και τον συνέλαβαν μαζί με όσους άλλους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ που έτυχε να είναι παρόντες, αναφέρει το Minghui. Επίσης, το σπίτι του ερευνήθηκε.
Στη μητέρα του η αστυνομία είπε ότι ο γιος της είναι υπό κράτηση σε ειδικό χώρο (residential surveillance), αλλά δεν ανέφερε μια συγκεκριμένη διεύθυνση. Τελικά, την ενημέρωσαν στις 5 Φεβρουαρίου 2021 ότι ο Λι βρίσκεται στο Κέντρο Κράτησης της πόλης Τσάνγκσα.
Κατά τη διάρκεια της κράτησής του στον «ειδικό χώρο», ο Λι υπέστη βασανιστήρια που του προκάλεσαν σωματικές βλάβες, σύμφωνα με το Minghui. Όταν μεταφέρθηκε στο Κέντρο Κράτησης Τσάνγκσα, το σώμα του ήταν πολύ αδύναμο.
Το ΚΚΚ χρησιμοποιεί ένα σύστημα γνωστό ως «Κράτηση σε Ειδικό Χώρο Καθορισμένης Τοποθεσίας» («Residential Surveillance at a Designated Location») για την προφυλάκιση κρατούμενων συνείδησης, κριτικών και πολιτικών στόχων σε μυστικές τοποθεσίες, όπου κρατούνται σε απομόνωση και χωρίς τη δυνατότητα επικοινωνίας μέχρι και 6 μήνες. Η αστυνομία επιτηρεί αυτούς τους χώρους, όπου τα βασανιστήρια, σύμφωνα με ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι κοινός τόπος.
Οι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ είναι στο επίκεντρο των διώξεων του ΚΚΚ για περισσότερο από δύο δεκαετίες. Αυτή η σχολή, που ονομάζεται και Φάλουν Ντάφα, αποτελείται από διαλογιστικές ασκήσεις και από ένα σύνολο ηθικών διδασκαλιών που βασίζονται στις αρχές «Αλήθεια, Καλοσύνη, Ανεκτικότητα». Η δημοτικότητά του εκτοξεύτηκε στην Κίνα τη δεκαετία του 1990, φτάνοντας τους 70-100 εκατομμύρια οπαδούς, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Κίνας εκείνης της εποχής. Νοιώθοντας τη μεγάλη δημοτικότητα του Φάλουν Γκονγκ ως απειλή, το ΚΚΚ ξεκίνησε το 1999 μια εκστρατεία εξάλειψης της άσκησης, με φυλακίσεις, βασανιστήρια, κράτηση σε στρατόπεδα εργασίας, ακόμα και με τη βίαιη συγκομιδή των ζωτικών οργάνων των ασκούμενων για να χρησιμοποιηθούν σε μεταμοσχεύσεις.
Ο Λι, κάτοχος διδακτορικού τίτλου στους υπολογιστές από το Εθνικό Πανεπιστήμιο Αμυντικής Τεχνολογίας, είχε ήδη συλληφθεί αρκετές φορές επειδή ασκούσε Φάλουν Γκονγκ.
Το 2000, είχε καταδικαστεί σε ενάμιση χρόνο κράτηση σε στρατόπεδο εργασίας. Τρία χρόνια αργότερα, καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση. Το 2010, στάλθηκε και πάλι σε στρατόπεδο εργασίας για δύο χρόνια.
Το Minghui αναφέρει ότι τη νύχτα της σύλληψής του, τον Απριλίου του 2010, ο Λι οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα Τσιαογί της πόλης Τσάνγκσα, όπου αυτός και άλλοι ασκούμενοι βασανίστηκαν και ανακρίθηκαν μέχρι το πρωί. Οι αστυνομικοί δεν σταμάτησαν να χτυπούν και να κακοποιούν λεκτικά τον Λι, παρά μόνο όταν κουράστηκαν.
Όταν τον επισκέφθηκε η οικογένειά του στο κέντρο κράτησης δέκα μέρες αργότερα, είχε πληγές σε όλο του το σώμα. Υπήρχαν επίσης ορατές πληγές στα μάτια του, στα αυτιά του και στα χέρια του, όπως και ένας λεκές από αίμα σε μέγεθος παλάμης στο χοντρό ύφασμα του παντελονιού του.
Ο Λι απέκτησε επίσης έναν άσχημο βήχα ύστερα από τον ξυλοδαρμό, που του προκαλούσε πόνο στο στήθος και την πλάτη εμποδίζοντάς τον τις νύχτες να κοιμηθεί.
Συγγενής του Λι είπε επίσης στο Minghui ότι όλα αυτά τα χρόνια της δίωξης, ο Λι υπέστη βασανιστήρια, ξυλοδαρμούς, στέρηση ύπνου για μεγάλες χρονικές περιόδους, στέρηση τροφής και εγκλεισμό σε μικρό, σιδερένιο κλουβί.