Ονομάστηκαν έτσι από την όαση Φαγιούμ, λίγο έξω από το Κάιρο, στην οποία πρωτοανακαλύφθηκαν το 1615 από τον Ιταλό περιηγητή Πιέτρο ντελλα Βάλλε. Πολύ αργότερα, τον 19ου αιώνα, αγγλικές και γαλλικές αρχαιολογικές ανασκαφές σε αιγυπτιακές νεκροπόλεις, όπως η Χαουάρα και η Μέμφιδα, έφεραν στο φως περισσότερα.
Αν και χρονολογούνται από τους τρεις πρώτους αιώνες μ.Χ., είναι ταυτόχρονα έργα απολύτως σύγχρονα. Αν και προορίζονταν για ταφική χρήση, εντυπωσιάζουν με τη ζωντάνια τους.
Τα πορτραίτα Φαγιούμ, ζωγραφικές απεικονίσεις σε ξύλο νεκρών προσώπων, φιλοτεχνήθηκαν είτε πριν από το θάνατο του μοντέλου είτε αμέσως μετά.
Η χρήση τους συνδέεται με τα ταφικά έθιμα της Αιγύπτου, που απαιτούσαν τη συντήρηση του νεκρού σώματος, προκειμένου ο νεκρός να μπορέσει να το χρησιμοποιήσει και στον άλλο κόσμο.
Όσο κι αν τα έθιμα αυτά θεωρούνταν βάρβαρα από τους Πτολεμαίους και αργότερα από τους Ρωμαίους, που κυριάρχησαν στη χώρα τους τρεις τελευταίους π.Χ. και τους τρεις πρώτους μ.Χ. αιώνες αντίστοιχα και που προσπάθησαν να τα καταπολεμήσουν, οι πιστοί της Ίσιδας και του Σεράπιδος συνέχιζαν να τα τηρούν με ευλάβεια.
Δεν ήταν ασυνήθιστο τα πορτραίτα να φιλοτεχνούνται εκ του φυσικού, ενώ ο εικονιζόμενος βρισκόταν εν ζωή, να καδράρονται και να κοσμούν το σπίτι. Με το θάνατό του, η κορνίζα αφαιρούνταν και το πορτραίτο ενσωματωνόταν στη μούμια.
Τοποθετούνταν σε εμφανές σημείο στη μούμια του νεκρού σώματος, περίπου εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται το κεφάλι. Παλαιότερα, στη θέση τους έμπαινε μια μάσκα στυλιζαρισμένη σύμφωνα με την αιγυπτιακή τεχνοτροπία. Σιγά σιγά η επιρροή της ελληνιστικής τέχνης αυξήθηκε και οι μάσκες αντικαταστάθηκαν από ρεαλιστικές απεικονίσεις των προσώπων. Απόηχο της αιγυπτιακής τέχνης αποτελούν τα τονισμένα μάτια.
Πράγματι, το πιο έντονο και χαρακτηριστικό στοιχείο των Φαγιούμ είναι τα μάτια και το βλέμμα τους. Είναι μαγνητικό και βαθύ. Επιστεγασμένο από χοντρές γραμμές φρυδιών, δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Είναι κυρίως αυτό το βλέμμα που συνδέει τα πορτραίτα Φαγιούμ με το τώρα και με τους σύγχρονους θεατές τους.
Η Άγκαθα Κρίστι συμπύκνωσε με μεγάλη ακρίβεια τα χαρακτηριστικά των πορτραίτων Φαγιούμ, περιγράφοντας μια Ισπανίδα σε κάποιο βιβλίο της: «Μαύρα μαλλιά, μελαψό δέρμα, μάτια βαθιά, σκοτεινά σαν τη νύχτα… τα θλιμμένα και περήφανα μάτια των Μεσογειακών».
Μια καλλιτεχνική γέφυρα
Η καλλιτεχνική αξία των Φαγιούμ είναι μεγάλη, αν και δεν είχε αναγνωριστεί από την αρχή ως τέτοια, και σαν ζωγραφικά έργα καθεαυτά, αλλά και σαν συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην ελληνική ζωγραφική της αρχαιότητας και τη βυζαντινή αγιογραφία, που αποτυπώνουν και μεταφέρουν την ελληνικότητα διαμέσου των αιώνων.
Πολλά από τα έργα αυτά είναι μικρά αριστουργήματα τεχνικής και καλλιτεχνικής έκφρασης. Ο τρόπος που δουλεύτηκαν οι λεπτομέρειες, που αποδίδεται ο εσωτερικός κόσμος του κάθε μοντέλου, τα διακοσμητικά στοιχεία και η μεγάλη αισθαντικότητα των ζωγράφων, που πέτυχαν να δώσουν τέτοια ζωντάνια στα έργα τους, δείχνει υψηλότατο καλλιτεχνικό επίπεδο.
Η τεχνική που χρησιμοποιούταν ήταν κυρίως η εγκαυστική σε ξύλο, όπου το χρώμα αναμειγνύεται με λιωμένο κερί και κατόπιν απλώνεται στη ζωγραφική επιφάνεια. Η όλη διαδικασία απαιτεί ταχύτητα, για να μην προλάβει να κρυώσει το κερί. Είναι μια δύσκολη τεχνική, η οποία όμως χαρίζει αθανασία στη λαμπρότητα των χρωμάτων.
Τα ιδιαίτερα στοιχεία της ελληνιστικής ζωγραφικής παράδοσης, όπως ο ρεαλισμός, η όψη των τριών τετάρτων, οι φωτοσκιάσεις και η αίσθηση του όγκου, που είχε φέρει στην Αίγυπτο ο ζωγράφος Απελλής τον 4ο π.Χ. αιώνα, μετουσιώθηκαν με την πάροδο του χρόνου και την αλλαγή του πνευματικού υπόβαθρου που έφερε η διάδοση και σταδιακή επικράτηση του Χριστιανισμού.
Οι καλλιτέχνες άρχισαν να δέχονται όλο και περισσότερες παραγγελίες από χριστιανούς και για ένα διάστημα τα Φαγιούμ και οι χριστιανικές εικόνες συνυπήρχαν. Τον 4ο όμως αιώνα μ.Χ., όταν ο Θεοδόσιος Α΄ ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου, άρχισαν διώξεις των «εθνικών» και των ειδωλολατρών στην Αίγυπτο και τη Συρία και πολλοί ναοί καταστράφηκαν. Οι διώξεις έπαυσαν μετά από τέσσερα χρόνια, κατά τα οποία όμως ο Χριστιανισμός είχε ισχυροποιήσει τη θέση του και είχε επιβληθεί ως επίσημη θρησκεία.
Το 1998 διοργανώθηκε στο Ηράκλειο έκθεση και Συμπόσιο με τίτλο «Από τα Πορτραίτα του Φαγιούμ στις Απαρχές της Τέχνης των Βυζαντινών Εικόνων». Η έκθεση παρουσιάστηκε στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου για έναν μήνα και κατόπιν μεταφέρθηκε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Φιλοξενούσε εκθέματα από την εποχή του Χριστού έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. από μουσεία της Βρετανίας, της Ουκρανίας και της Ελλάδας και από ιδιωτικές συλλογές και σκοπός της ήταν να καταδείξει ότι τα πορτραίτα Φαγιούμ κατάγονται από την αρχαία ελληνική τέχνη και ότι είναι προάγγελοι της βυζαντινής ζωγραφικής.
Η επίδραση των Φαγιούμ είναι εμφανής και σε κατοπινούς Έλληνες καλλιτέχνες που είχαν μελετήσει τη βυζαντινή αγιογραφία, όπως ο Γκρέκο την Αναγέννηση ή πιο σύγχρονοι όπως ο Κόντογλου και ο μαθητής του Τσαρούχης. Κοινός παρονομαστής, η ελληνικότητα.
Τα περισσότερα πορτραίτα Φαγιούμ σήμερα βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές και σε μουσεία του εξωτερικού: στο Λονδίνο (Βρετανικό Μουσείο), το Παρίσι (Λούβρο), το Βερολίνο (Altes Museum), τη Μόσχα (Μουσείο Πούσκιν) και τη Νέα Υόρκη (Μετροπόλιταν). Στην Ελλάδα, υπάρχουν μόνο δυο στο Μουσείο Μπενάκη και ένα στο Αρχαιολογικό Μουσείο.
ΠΗΓΕΣ
https://projects.ics.forth.gr/isl/fayum/
http://users.sch.gr/izogakis/ta-portreta-fagioum-ke-i-techniki-tou/
https://commons.wikimedia.org/wiki/Fayum_mummy_portraits