Στις 4 Αυγούστου, επικαλούμενη αλλαγές στην «κατάσταση της αγοράς», η Κίνα ήρε αιφνιδίως τους δασμούς της τάξεως του 80% που είχε επιβάλλει στο εισαγόμενο από την Αυστραλία κριθάρι , χωρίς να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις.
Η ανακοίνωση ήρθε μετά τα πυραυλικά πλήγματα που κατάφερε η Ρωσία τον Ιούλιο στο λιμάνι της Οδησσού στην Ουκρανία, καταστρέφοντας 60.000 τόνους γεωργικών προϊόντων που προορίζονταν για αποστολή στην Κίνα.
Είναι η διατάραξη της συγκεκριμένης πηγής εφοδιασμού σε τρόφιμα αυτό που αναγκάζει την Κίνα να στραφεί ξανά προς τους παλιότερους εταίρους της;
Μία ζώνη και ένας δρόμος που περιλαμβάνουν την Ουκρανία
Όταν το ΚΚΚ παρουσίασε την πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (BRI) το 2013, η συνεργασία στον τομέα των τροφίμων και της γεωργίας αποτελούσε σημαντική πτυχή του οράματος αυτού.
Οι επενδύσεις που έκανε το Πεκίνο στην Ουκρανία ήταν ιδιαίτερα μεγάλες, καθώς ένας από τους στόχους του ήταν η διεύρυνση των εισαγωγών τροφίμων.
Η Ουκρανία, από την οποία προέρχεται σχεδόν το 30% των κινεζικών εισαγωγών καλαμποκιού, εντάχθηκε επίσημα στην BRI το 2017.
Στο πλαίσιο της BRI, ο κρατικός όμιλος εισαγωγής και εξαγωγής γεωργικών προϊόντων της Κίνας, η COFCO (China National Cereals, Oils and Foodstuffs Corporation) κατασκεύασε έναν σύγχρονο τερματικό σταθμό για την αποθήκευση, τον καθαρισμό και την ξήρανση σιτηρών στο Μικολάιφ της Ουκρανίας, μαζί με ένα εργαστήριο για τον έλεγχο της ποιότητας.
Η εταιρεία δήλωσε τον Μάιο του 2016 ότι είχε επενδύσει 75 εκατομμύρια δολάρια (68 εκατ. ευρώ) στο εν λόγω έργο.
Τον Ιούλιο του 2020, το πρώτο απευθείας τρένο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων διέτρεξε την απόσταση που χωρίζει τη Γούχαν από το Κίεβο.
Οι εξαγωγές από το Κίεβο προς την Κίνα μέσω της σιδηροδρομικής γραμμής ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2021, με εβδομαδιαία δρομολόγια.
Ένα αντίστροφο δρομολόγιο με μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων, από την επαρχία Γκουανγκντόνγκ της νότιας Κίνας προς τον ουκρανικό τερματικό σταθμό εμπορευματοκιβωτίων Πιβντένι κοντά στην Οδησσό, είχε αρχίσει να λειτουργεί τον Ιούνιο του 2021 και αναμενόταν επίσης να έχει τακτικό πρόγραμμα δρομολογίων.
Η ανάπτυξη κινεζικών κρατικών υποδομών στην Ουκρανία την τελευταία δεκαετία είχε καταστήσει την Ουκρανία τη «φθηνότερη πηγή» σιτηρών για την Κίνα, σύμφωνα με αναφορές των κινεζικών κρατικών μέσων ενημέρωσης.
Ο Μα Γουενφένγκ, ανώτερος αναλυτής της Beijing Orient Agribusiness Consultant, δήλωσε στα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης ότι «χωρίς εισαγωγές από την Ουκρανία, οι τιμές στην εγχώρια αγορά θα αυξηθούν».
Μετά την ανακοίνωση της Ρωσίας ότι δεν θα συνεχίσει να υποστηρίζει την Πρωτοβουλία για τα Σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας, η οποία επέτρεπε στην Ουκρανία να εξάγει με ασφάλεια τα σιτηρά της, η Κίνα βρίσκεται τώρα στην ανάγκη να εξασφαλίσει άλλες πηγές σιτηρών.
«Η Κίνα θα πρέπει να αυξήσει τις εισαγωγές από τη Βραζιλία και άλλους παραδοσιακούς εταίρους, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς και η Αυστραλία», ανέφεραν τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης τον Ιούλιο.
Ωστόσο, ο οικονομολόγος Ντέιβι Τζουν Γουόνγκ πιστεύει ότι η απώλεια που προκύπτει από την αβεβαιότητα κατά τη διάρκεια του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν είναι και τόσο σημαντική.
«Ο αντίκτυπος είναι πιθανότατα μικρότερος από 5%, δεν είναι τόσο σημαντικό όσο φαντάζεται [ο κόσμος]», δήλωσε στην κινεζική έκδοση της εφημερίδας The Epoch Times.
Η εμμονή με την επισιτιστική ασφάλεια που φαίνεται να έχουν τα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης, είπε, πιθανότατα εξυπηρετεί περισσότερο προπαγανδιστικούς σκοπούς του καθεστώτος. Για να πεισθεί το κοινό για την ανάγκη της αύξησης των εισαγωγών, οι Κινέζοι της ηπειρωτικής Κίνας ακούνε ότι η Κίνα ίσως απειλείται με μια επισιτιστική κρίση.
Τα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης έχουν επανειλημμένα δημοσιοποιήσει τον ισχυρισμό ενός αναλυτή με έδρα το Πεκίνο ότι το ποσοστό αυτάρκειας της Κίνας σε τρόφιμα μειώθηκε από 93,6% σε 65,8% μεταξύ 2000 και 2020. Η ανάλυση υποστήριξε ότι τα αποθέματα τροφίμων της Κίνας είναι πιθανό να φθάσουν στο χαμηλότερο σημείο τους, περίπου στο 58,8% της εγχώριας ζήτησης περίπου μέχρι το 2030.
Ο Γουόνγκ λέει ότι τα μηνύματα της κρατικής προπαγάνδας δεν σχετίζονται τόσο με τα αποθέματα τροφίμων της Κίνας, αλλά μάλλον με τους φόβους του καθεστώτος ότι η Δύση θα μπορούσε να ανταποδώσει την εκβιαστική στάση που εφάρμοζε η Κίνα τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποιώντας συχνά τους γεωργικούς δασμούς ως εργαλείο πίεσης και ως μέρος μιας στρατηγικής παγκόσμιου ανταγωνισμού.
Πάρτε για παράδειγμα την πρόσφατη μείωση των δασμών στο αυστραλιανό κριθάρι. Το Πεκίνο είχε επιβάλλει υψηλούς δασμούς στο αυστραλιανό κριθάρι το 2020 – οι οποίοι συνίσταντο σε δασμό αντιντάμπινγκ 73,6% και δασμό κατά των επιδοτήσεων 6,9% – ως αντίδραση στις εκκλήσεις της τότε υπουργού Εξωτερικών της Αυστραλίας Μαρίζ Πέιν για ανεξάρτητη έρευνα σχετικά με την προέλευση του COVID-19.
Το καθεστώς μπορεί επίσης να φοβάται το ενδεχόμενο να περιορίσει η Δύση τις προμήθειες τροφίμων του.
Αυξάνοντας τις εισαγωγές σιτηρών
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Κίνας, η παραγωγή σιτηρών της Κίνας έφτασε στην ποσότητα-ρεκόρ των 686,53 εκατομμυρίων τόνων το 2022, παρά τις φυσικές καταστροφές, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και τη διακοπή της φύτευσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Αυτό δεν φαίνεται να έχει αμβλύνει την ανησυχία του Πεκίνου για την επισιτιστική ασφάλεια.
Εδώ και χρόνια, οι εισαγωγές σιτηρών της Κίνας αυξάνονται αλματωδώς. Οι εισαγωγές καλαμποκιού, για παράδειγμα, έχουν αυξηθεί περισσότερο από 20 φορές από το 2010.
Οι εισαγωγές τόσο του καλαμποκιού όσο και του σιταριού έφτασαν στο ζενίθ τους τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους. Ωστόσο, μεγάλο μέρος των αυξανόμενων εισαγωγών σιτηρών και σόγιας της Κίνας χρησιμοποιείται για ζωοτροφές, σύμφωνα με ανάλυση της Gro Intelligence.
Ήδη από το 2013, οι αυξανόμενες εισαγωγές της Κίνας οδήγησαν το Συμβούλιο Γεωργίας της Ταϊβάν να εκδώσει προειδοποίηση ότι απώτερος στόχος του ΚΚΚ είναι «η διατάραξη της παγκόσμιας αγοράς εφοδιασμού τροφίμων».
Η ατζέντα
Ειδικοί έχουν πει στην Epoch Times ότι οι ανησυχίες που εκφράζει δημοσίως το ΚΚΚ για την επισιτιστική ασφάλεια αντανακλούν περισσότερο την έλλειψη εμπιστοσύνης του στον ανταγωνισμό με τις φιλελεύθερες δημοκρατίες – τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά.
Η Λιν Γιαλίνγκ, συνεργάτις ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Έρευνας Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας με έδρα την Ταϊβάν, δήλωσε ότι οι ανησυχίες του καθεστώτος για την επισιτιστική ασφάλεια αντικατοπτρίζουν κυρίως έλλειψη εμπιστοσύνης.
«Η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας σιτηρών στο παρελθόν, αλλά ο Σι θέλει να κρατά αυτός το μπολ με το ρύζι – δηλαδή τους παγκόσμιους πόρους τροφίμων. Αυτό δεν αφορά πραγματικά την επισιτιστική ασφάλεια, αλλά μάλλον την αίσθηση ανασφάλειας και αβεβαιότητας του ίδιου του καθεστώτος, ιδίως ενόψει του εμπορικού πολέμου με τις Ηνωμένες Πολιτείες και των αυξανόμενων συγκρούσεων με τους συμμάχους των ΗΠΑ», δήλωσε.
Η κα Λιν πιστεύει ότι η κινεζική ηγεσία θέλει να μειώσει την εξάρτησή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Ανησυχoύν πραγματικά ότι η Δύση θα περιορίσει τον ανεφοδιασμό τους με τρόφιμα», είπε.
Ο Γκου Μιν (ψευδώνυμο), ερευνητής αγροτικών προϊόντων με έδρα την Κίνα, δήλωσε ότι ενώ οι απλοί άνθρωποι αισθάνονται ήδη ανασφαλείς στην Κίνα, οι [αυξανόμενες] εισαγωγές τροφίμων πηγάζουν στην πραγματικότητα από την ανησυχία του ΚΚΚ για τα συναλλαγματικά αποθέματα της Κίνας.
«Η κινεζική παραγωγή σιτηρών δεν έχει αλλάξει και δεν υπάρχει παγκόσμια έλλειψη τροφίμων. Ως εκ τούτου, θα έλεγα ότι πρόκειται μάλλον για ένα θέμα ασφάλειας και ανησυχίας για τα κινεζικά συναλλαγματικά αποθέματα», δήλωσε ο κος Γκου σχετικά με τις αυξανόμενες προμήθειες σιτηρών της Κίνας.
Ο Γουάνγκ Γουεϊλούο, γνωστός Κινέζος υδρολόγος και ειδικός στη χρήση γης και τον σχεδιασμό, είχε δηλώσει προηγουμένως στο NTD TV ότι η Κίνα δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει επισιτιστική κρίση όσο είναι πρόθυμη να εισάγει τρόφιμα με τα συναλλαγματικά της αποθέματα. Αν όχι, «θα μπορούσε να συμβεί οποιαδήποτε καταστροφή», είπε θυμίζοντας τον Μεγάλο Λιμό που έλαβε χώρα στην Κίνα μεταξύ 1959 και 1961.
Ο Τσιου Γουαντζούν, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Northeastern της Βοστώνης, δήλωσε ότι, όσον αφορά το ΚΚΚ, το ζήτημα της επισιτιστικής ασφάλειας συνδέεται με τον στόχο του για παγκόσμια στρατηγική κυριαρχία.
Ακόμη και όσον αφορά την οικονομική ισχύ της Κίνας, λόγω του μεγάλου ποσού των συναλλαγματικών αποθεμάτων της, η Κίνα έχει πράγματι τη δυνατότητα να διεξάγει διεθνές εμπόριο σιτηρών για να θρέψει τον πληθυσμό της, είπε.
Ωστόσο, το Πεκίνο προσκρούει σε εμπόδια στις σχέσεις του με τους μεγάλους διεθνείς εξαγωγείς σιτηρών, όπως ο Καναδάς, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αυστραλία. «Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα ψυχολογικό ζήτημα για το καθεστώς», δήλωσε ο κος Τσιου.
Το ελεύθερο εμπόριο, περιλαμβανομένων των εισαγωγών και εξαγωγών σιτηρών, είναι διεθνώς αλληλοεξαρτώμενο, πρόσθεσε. «Είναι ελεύθερο, δίκαιο και βασίζεται στην αμοιβαία υποστήριξη.»
Αλλά αυτό ακριβώς είναι το σημείο όπου το ΚΚΚ χωλαίνει, παρατήρησε.
Της Mary Hong, με τη συμβολή των Song Tang και Yi Ru
Επιμέλεια: Αλία Ζάε