Της Yvonne Marcotte
Μετάφραση: Αλία Ζάε
Κατά την πρώιμη Αναγέννηση, οι άνθρωποι που ευτυχούσαν και ευημερούσαν στη ζωή τους κατά κανόνα ήξεραν ότι όφειλαν να ευχαριστήσουν και να τιμήσουν τον Θεό για την καλή ζωή τους. Τα περισσότερα σπίτια είχαν έναν ορισμένο χώρο στο σπίτι για να προσεύχονται οι άνθρωποι, όπου τοποθετούνταν ιερές εικόνες που βοηθούσαν τους πιστούς να επικοινωνούν με το θείο. Μια αρκετά συνηθισμένη μορφή των εικόνων του σπιτικού ιερού ήταν το τρίπτυχο – μικρά σχετικά σε μέγεθος ταμπλό σε τρία μέρη, που μπορεί να συνδέονταν με μεντεσέδες ώστε να κλείνουν όταν δεν χρησιμοποιούνταν.
Τα τρία μέρη του τρίπτυχου αποτελούν μια ενότητα. Μπορεί να αφηγούνται μια ιστορία από τη μια εικόνα στην άλλη ή τα πλαϊνά μέρη να πλαισιώνουν και να αναδεικνύουν την κεντρική εικόνα.
Αργότερα, οι εκκλησίες ανέθεταν σε ζωγράφους να φιλοτεχνήσουν μεγαλύτερα σε μέγεθος τρίπτυχα, τα οποία τοποθετούνταν πάνω από το ιερό. Καταξιωμένοι ζωγράφοι αναλάμβαναν τέτοιου είδους παραγγελίες, δημιουργώντας όμορφες και αρμονικές συνθέσεις που αποτύπωναν μια σημαντική θρησκευτική ιστορία. Το πίσω μέρος ζωγραφιζόταν επίσης, ώστε όταν το τρίπτυχο έκλεινε να φαίνονται επιπλέον σκηνές της ιστορίας.
Το κεντρικό μέρος του τρίπτυχου ήταν συνήθως μεγαλύτερο, ίσως και διπλάσιο, από τα πλαϊνά. Έτσι, όταν αυτά έκλειναν, όλες οι εικόνες προστατεύονταν πλήρως και το έργο μπορούσε να αποθηκευτεί με ασφάλεια.
Το τρίπτυχο Mérode
Το τρίπτυχο Mérode εντυπωσιάζει τους επισκέπτες του Μουσείου Met Cloisters1 στη Νέα Υόρκη με τις διαστάσεις του: είναι μόλις 60 x 120 εκ. με τα πλαϊνά φύλλα του ανοιγμένα. Τα λαμπερά, όμορφα χρώματα, η σύνθεση, η χρήση της φωτοσκίασης και της προοπτικής και η λεπτομερής απόδοση των μορφών και των διαφόρων αντικειμένων αποκαλύπτουν την ευφυΐα του ζωγράφου Ρομπέρ Καμπέν [Robert Campin, 1378-1444]. Φλαμανδικής καταγωγής και θεμελιωτής της φλαμανδικής ζωγραφικής, ο Καμπέν δημιούργησε το τρίπτυχο Μερόντ γύρω στα 1425, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που ονομάστηκε Αναγέννηση του Βορρά. Η ονομασία του έργου οφείλεται στην προηγούμενη ιδιοκτήτρια, κόμισσα Μαρί-Νικολέτ ντε Μερόντ.
Στο κεντρικό μέρος απεικονίζονται ο αρχάγγελος Γαβριήλ και η Παρθένος. Είναι η σκηνή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όταν η Μαρία μαθαίνει από τον άγγελο ότι θα γεννήσει τον Ιησού. Στην εικόνα του Καμπέν, η Μαρία δεν δείχνει να έχει αντιληφθεί ακόμα τον άγγελο, αλλά διαβάζει απορροφημένη ένα ιερό κείμενο. Φορά ένα λαμπερό κόκκινο ένδυμα, το οποίο, μαζί με το γαλανόλευκο ρούχο του αγγέλου αναδεικνύουν τις μορφές τους και τις ξεχωρίζουν από το καφέ περιβάλλον. Στο τραπέζι είναι ακουμπισμένος ένα βάζο με έναν κρίνο, σύμβολο αγνότητας. Το δωμάτιο είναι ζωγραφισμένο σύμφωνα με τους κανόνες της προοπτικής, με το σημείο φυγής στο βάθος του ορίζοντα.
Τα πλαϊνά κομμάτια συμπληρώνουν και εμπλουτίζουν την κεντρική ιστορία. Αριστερά, απεικονίζονται οι αναθέτες του έργου – ένας πλούσιος έμπορος και η γυναίκα του, οι οποίοι γονατίζουν με ευλάβεια μέσα σε έναν περιτειχισμένο κήπο. Στην πλευρά που η εικόνα ενώνεται με την κεντρική υπάρχει μια ανοιχτή πόρτα, μέσα από την οποία τα δυο πρόσωπα βλέπουν τη σκηνή που διαδραματίζεται στο δωμάτιο της Μαρίας. Ολόκληρη η αριστερή εικόνα αποδίδεται με μουντά χρώματα, που δεν αποσπούν την προσοχή από την κεντρική σκηνή. Συμπληρώνεται με πουλιά στον τοίχο και βιολέτες στο πρώτο πλάνο, αμφότερα σύμβολα της πνευματικής σοφίας, της σεμνότητας και της πίστης της Μαρίας.
Στο δεξί μέρος του τρίπτυχου, βλέπουμε τον Ιωσήφ στο εργαστήριό του. Στο πάτωμα υπάρχουν πριονίδια και ένα τσεκούρι καρφωμένο σε ένα κούτσουρο. Δεν δείχνει να γνωρίζει τι συμβαίνει στο άλλο δωμάτιο του σπιτιού του. Από το ανοιχτό παράθυρο, μπορούμε να διακρίνουμε μια ακμάζουσα πόλη της Βόρειας Ευρώπης. Και αυτή η εικόνα χαρακτηρίζεται από καφετιούς τόνους, με εξαίρεση τα κόκκινα μανίκια και το γαλάζιο τουρμπάνι του άντρα.
Το τρίπτυχο Stefaneschi
Πολύ πριν από τον Καμπέν, ο Τζότο – ένας γίγαντας της Πρώιμης Αναγέννησης – δημιούργησε ένα μεγάλο τρίπτυχο για έναν από τους πλαϊνούς βωμούς της Παλιάς Βασιλικής του Αγίου Παύλου στο Βατικανό. Κάθε κομμάτι του τρίπτυχου είναι τριγωνικό στο πάνω μέρος, με το τρίγωνο του κεντρικού τμήματος να υψώνεται ελαφρώς πάνω από τα πλαϊνά. Ο Τζότο ζωγράφισε όλες τις πλευρές του τρίπτυχου, ώστε οι μπροστά να είναι ορατές από τους πιστούς και οι πίσω από τους ιερείς, όταν αυτοί έπρεπε να εκτελέσουν τα λειτουργικά τους καθήκοντα.
Αν και η τέμπερα που χρησιμοποίησε ο Τζότο δεν είναι τόσο λαμπερή όσο τα λάδια, η μαεστρία του ζωγράφου είναι εμφανής. Με θέμα την αποστολή του Αποστόλου Πέτρου ως θεμελιωτή της Εκκλησίας του Ιησού επί γης, η αρχική του θέση ήταν στην Παλιά Βασιλική του Αγ. Πέτρου στη Ρώμη. Τώρα έχει μεταφερθεί στην Πινακοθήκη του Βατικανού, που είναι μέρος του Μουσείου του Βατικανού.
Στο κεντρικό τμήμα, απεικονίζεται ο Απόστολος Πέτρος καθισμένος σε θρόνο και πλαισιωμένος από αγίους. Μπροστά από τους αγίους βρίσκεται και ο χορηγός της εικόνας, ο Καρδινάλιος Στεφανέσκι. Στο αριστερό τμήμα, εικονίζονται οι απόστολοι Παύλος και Ιάκωβος. Στα δεξιά, ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος και ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού Ευαγγελιστής Ιωάννης (Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος). Το τρίπτυχο είναι τοποθετημένο πάνω σε μια πρεντέλλα, ένα είδος βάσης συνηθισμένο την εποχή εκείνη.
Στο πίσω μέρος του τρίπτυχου Στεφανέσκι, ο Τζότο έχει ζωγραφίσει τον Ιησού καθισμένο σε θρόνο περιτριγυρισμένο από αγγέλους. Εδώ, ο Καρδινάλιος Στεφανέσκι στέκεται στο δεξί του πόδι. Στα αριστερά, απεικονίζεται ο θάνατος του Αποστόλου Πέτρου και στα δεξιά ο θάνατος του Αποστόλου Παύλου. Στην πρεντέλλα εικονίζονται η Παρθένος με το θείο Βρέφος, με έναν άγγελο σε κάθε πλευρά του θρόνου τους, και οι 12 απόστολοι μοιρασμένοι δεξιά και αριστερά από τον θρόνο.
Παρατηρούμε ότι ο Καρδινάλιος Στεφανέσκι αποτυπώνεται και στις δυο όψεις του τρίπτυχου. Στην πρόσθια όψη, όπου ο Άγιος Γεώργιος τον συστήνει στον Απόστολο Παύλο, φορά τα επίσημα άμφιά του. Στην πίσω όψη, η ενδυμασία του είναι απλή, για να φαίνεται ως μέλος των εκκλησιαστικών αξιωματούχων και για να τους θυμίζει ότι όλοι τους είναι ταπεινοί υπηρέτες του Θεού. Ο ζωγράφος και γνωστός ιστορικός της Αναγέννησης Τζόρτζο Βαζάρι αναφέρει την ικανότητα του Τζότο να αναπαράγει πιστά τις μορφές, όπως φαίνεται κι από την εικόνα του Καρδιναλίου.
Ο Καρδινάλιος κρατά μια μικρογραφία του τρίπτυχου πάνω στο οποίο είναι ζωγραφισμένος, κάτι που στην τέχνη αποκαλείται φαινόμενο Ντρόστε ή mise en abyme, όπου ο πίνακας εμφανίζεται μέσα στον εαυτό του σε μικρότερο μέγεθος.
Ο «Ευαγγελισμός» των Μέμμι και Μαρτίνι
Το τρίπτυχο των καταξιωμένων ζωγράφων του Ύστερου Μεσαίωνα Σιμόνε Μαρτίνι και Λίππο Μέμμι παρουσιάζει τον Ευαγγελισμό και δυο αγίους. Το έργο αποτελεί μέρος μιας σειράς τεσσάρων μεγάλων τρίπτυχων που φιλοτεχνήθηκαν για τον Καθεδρικό της Σιένα, προς τιμήν των Αγίων Ανσάνο, Σαμπίνο του Σπολέτο, Κρεσένσιο και Βίκτορ, που είναι οι τέσσερεις προστάτες άγιοι της πόλης. Όπως και οι Βυζαντινές εικόνες, χρησιμοποιεί χρυσό στο φόντο για να συμβολίσει το Ουράνιο Βασίλειο και έχει ενσωματωμένα διάφορα ξυλόγλυπτα διακοσμητικά στοιχεία στα επιμέρους τμήματά του. Τα τρία μέρη χωρίζονται μεταξύ τους από χρυσαφένιους, στριφογυριστούς στύλους. Το κεντρικό μέρος έχει υπερδιπλάσιο μέγεθος από τα πλαϊνά.
Οι άγιοι που εικονίζονται είναι ο Άγιος Ανσάνος στα αριστερά και η Αγία Μαργαρίτα (γνωστή και ως Αγία Μάξιμα) στα δεξιά, η οποία λέγεται ότι ήταν αυτή που προσηλύτισε τον Ανσάνο. Ψηλά, στα τελειώματα των αψίδων, υπάρχουν μικρότερες απεικονίσεις των προφητών Ιερεμία, Ιεζεκιήλ, Ησαΐα και Δανιήλ, μέσα σε στρογγυλά πλαίσια (τόντι).
Στο κεντρικό μέρος του τρίπτυχου, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ κρατά ένα κλαδί ελιάς, σύμβολο ειρήνης και δείχνει προς το περιστέρι – Άγιο Πνεύμα που κατεβαίνει από τη μάντορλα (μεγάλο κυκλικό σύμβολο του Παραδείσου) που σχηματίζει μια ομάδα αγγέλων. Τα λόγια του προς τη Μαρία είναι γραμμένα στα λατινικά: «Χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία
ὁ Κύριος μετά σοῦ».
Τα ενδύματα του Γαβριήλ αντανακλούν την ανάπτυξη του εμπορίου με την Άπω Ανατολή εκείνη την εποχή, καθώς ο μανδύας του φέρει σχέδια χαρακτηριστικά της Μογγολικής Αυτοκρατορίας. Το βάζο με τους κρίνους στο κέντρο συμβολίζει την αγνότητα της Παρθένου. Ενώ η προοπτική απόδοση του πατώματος προς το βάθος της εικόνας προοιωνίζει την εμφάνιση της προοπτικής στη ζωγραφική, 150 χρόνια αργότερα.
Το τρίπτυχο Πορτινάρι
Το 1475, ο τραπεζίτης Τομμάσο Πορτινάρι ανέθεσε στον Φλαμανδό ζωγράφο Χούγκο φαν ντερ Χους να ζωγραφίσει ένα κρεμαστό τρίπτυχο για το παρεκκλήσι του νοσοκομείου Αγία Μαρία Νουόβα, στη Φλωρεντία. Το θέμα του είναι η Γέννηση του Χριστού και η προσκύνηση των ποιμένων.
Τα μεγέθη των μορφών αντιστοιχούν στο πόσο σημαντική είναι η κάθε μια. Στο κεντρικό μέρος του τρίπτυχου βρίσκεται ο νεογέννητος Ιησούς περιτριγυρισμένος από τη Μαρία, τον Ιωσήφ, αγγέλους και τρεις ποιμένες που Τον προσκυνούν γονατιστοί. Το βρέφος δεν είναι σε κούνια αλλά στο πάτωμα, σύμφωνα – όπως φημολογείται – με ένα όραμα της Αγίας Μπρίτζετ της Σουηδίας. Κάτω από μια αχτίδα, ένας άγγελος ανακοινώνει τον ερχομό του Πρίγκιπα της Ειρήνης στους βοσκούς.
Στο φόντο του κεντρικού μέρους, ο ζωγράφος απεικονίζει μια προγενέστερη στιγμή της ιστορίας της Γέννησης, όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία ήταν καθ’ οδόν προς τη Βηθλεέμ, κάτι που επαναλαμβάνει και στο δεξί τμήμα του τρίπτυχου, περιλαμβάνοντας στο βάθος της σύνθεσης τους τρεις Μάγους που ταξιδεύουν ψάχνοντας τον Σωτήρα.
Στο αριστερό τμήμα του τρίπτυχου, είναι ζωγραφισμένος ο Πορτινάρι με τους δυο γιους του, τον Αντόνιο και τον Πιτζέλλο, καθώς και οι προστάτες άγιοί τους: ο Άγιος Αντώνιος (με την καμπάνα) και ο Άγιος Θωμάς (με το δόρυ). Στο δεξί τμήμα, βρίσκονται η σύζυγος του Πορτινάρι, Μαρία ντι Φραντσέσκο Μπαροντσέλλι, και η κόρη τους Μαργαρίτα, μαζί με τις προστάτιδες αγίες τους, Αγία Μαρία τη Μαγδαληνή (που κρατά ένα βάζο με αλοιφή) και Αγία Μαργαρίτα (με το βιβλίο και τον δράκο). Οι ανθρώπινες μορφές είναι πολύ μικρότερες από αυτές των αγίων.
Επειδή ως κρεμαστό τρίπτυχο προοριζόταν να κλείνει, ο φαν ντερ Χους έπρεπε να ζωγραφίσει και τις πίσω όψεις των πλαϊνών τμημάτων. Εδώ, χρησιμοποίησε την τεχνική grisaille (γκριζάιγ / μονοχρωμία σε γκρι ή άλλους ουδέτερους τόνους), που δίνει στην εικόνα ανάγλυφη όψη και απεικόνισε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ και τη Μαρία τη στιγμή του Ευαγγελισμού.
Ο «Πιονιέρος» του ΜακΚούμπιν
Η δομή του τρίπτυχου δεν παύει να εμπνέει τους καλλιτέχνες. Το έργο «Ο πιονιέρος», του Αυστραλού ζωγράφου Φρέντερικ ΜακΚούμπιν (1855-1917), αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας που εγκαθίσταται σε ένα δάσος της Αυστραλίας.
Η αφήγηση ξεκινά από το αριστερό τμήμα του τρίπτυχου, όπου βλέπουμε μια γυναίκα καθισμένη σε ένα πυκνό και παλιό δάσος, βυθισμένη σε σκέψεις. Στο βάθος, διακρίνεται ο σύζυγός της που προσπαθεί να ανάψει φωτιά και η καρότσα που είναι το προσωρινό τους σπίτι.
Στο κεντρικό τμήμα ο άντρας και η γυναίκα απεικονίζονται μαζί. Φαίνεται να έχει περάσει χρόνος, γιατί τώρα στο βάθος (μεγαλύτερο από αυτό της πρώτης εικόνας) βλέπουμε αντί για την καρότσα ένα σπίτι, το οποίο χτίζει ο άντρας. Η γυναίκα κρατά το μωρό τους αγκαλιά και συζητά με τον άντρα της, που μοιάζει να έχει σταματήσει λίγο τη δουλειά του για να ξεκουραστεί.
Στο τρίτο μέρος, αριστερά, βλέπουμε έναν άντρα να γονατίζει μπροστά από ένα τάφο. Κι άλλος χρόνος έχει περάσει, αλλά ο ζωγράφος δεν μας δίνει αρκετά στοιχεία για να καταλάβουμε με ακρίβεια. Ο άντρας μπορεί να είναι ο ίδιος ο πιονιέρος ή το μωρό του που μεγάλωσε ή ακόμα κι ένας άγνωστος που ανακάλυψε τον μοναχικό τάφο κατά τύχη. Στο βάθος, που είναι ακόμα μεγαλύτερο και το άνοιγμα του δάσους αυτή τη φορά φτάνει μέχρι τη θάλασσα, διακρίνεται μια πόλη, ίσως η Μελβούρνη.
Το έργο είναι ζωγραφισμένο εκ του φυσικού όσον αφορά το τοπίο, σε ένα μέρος του Μάουντ Μάσεντον [Mount Macedon], που βρίσκεται κοντά στο σπίτι του ζωγράφου. Αποπνέει μια ήσυχη αισιοδοξία, για μια ευημερία που προκύπτει από τη σκληρή δουλειά.
Όταν ένας ζωγράφος συνδυάζει την τεχνική επιδεξιότητα με την πνευματικότητα, η δομή του τρίπτυχου τον βοηθά με ιδανικό τρόπο να αφηγηθεί μια ευρύτερη ιστορία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Παράρτημα του Metropolitan Museum of Art και μοναδικό μουσείο των ΗΠΑ αφιερωμένο στην ευρωπαϊκή τέχνη και αρχιτεκτονική του Μεσαίωνα.