Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε την 1η Σεπτεμβρίου ότι «η Ινδία προσφέρθηκε να μειώσει τους δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα στο μηδέν», χαρακτηρίζοντας αυτή την απόφαση ως ένα πολυαναμενόμενο βήμα για τη διόρθωση, όπως είπε, δεκαετιών άνισης εμπορικής σχέσης.
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, ο Τραμπ τόνισε: «Η Ινδία επί χρόνια επωφελείται πουλά τεράστιες ποσότητες προϊόντων στην αμερικανική αγορά, ενώ οι αμερικανικές εταιρείες συναντούν εμπόδια για να εισέλθουν στην ινδική αγορά». Ο ίδιος απέδωσε εμπορική αδικία στους υψηλότερους δασμούς παγκοσμίως που επέβαλλε η Ινδία, χαρακτηρίζοντας το καθεστώς ως «εντελώς μονόπλευρη καταστροφή».
Παράλληλα, επέκρινε και την εξάρτηση της Ινδίας από τη ρωσική ενέργεια και τις εισαγωγές αμυντικού υλικού, σημειώνοντας: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πουλήσει ελάχιστα στην Ινδία σε σύγκριση».
Υπογράμμισε ακόμη: «Τώρα προσφέρθηκαν να μειώσουν τους δασμούς τους στο μηδέν, αλλά πλέον είναι αργά», προσθέτοντας ότι η αλλαγή θα έπρεπε να έχει εφαρμοστεί πριν από χρόνια.
Η Epoch Times έχει ζητήσει επίσημη τοποθέτηση από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ινδίας σχετικά με τα σχόλια Τραμπ και το περιεχόμενο της προσφοράς μηδενικών δασμών της Νέας Δελχί.
Σύγκρουση δασμών με την Ουάσιγκτον
Οι πρόσφατες δηλώσεις Τραμπ έρχονται εν μέσω συνεχιζόμενων εντάσεων στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Ινδίας. Η Ουάσιγκτον είχε επιβάλλει για πρώτη φορά δασμό 26% στα ινδικά προϊόντα τον Απρίλιο, ασκώντας πίεση στη Νέα Δελχί να μειώσει τα εμπόδια στο εμπόριο.
Το ποσοστό αργότερα αναθεωρήθηκε σε 25%, με τον Τραμπ να απειλεί με επιβολή επιπρόσθετου δασμού 25% λόγω της συνέχισης των αγορών ρωσικού πετρελαίου και εξοπλισμών από την Ινδία. Στη συνέχεια, επιβλήθηκε νέος επιπρόσθετος δασμός, με αποτέλεσμα οι αμερικανικοί δασμοί στα ινδικά αγαθά να φτάσουν συνολικά το 50%.
Οι δασμοί που επιβάλει η Ινδία στα αμερικανικά προϊόντα παραμένουν μόνιμη πηγή τριβής. Έκθεση του Γραφείου Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ ανέφερε ότι οι μέσοι δασμοί στα αμερικανικά προϊόντα υπερβαίνουν το 113% και αγγίζουν το 300% σε «ευαίσθητα» αγροτικά προϊόντα.
Ο μέσος όρος για το γεωργικό τομέα βρίσκεται στο 39%, ενώ οι αμερικανοί εξαγωγείς αντιμετωπίζουν και μη δασμολογικά εμπόδια, όπως αυστηρές πιστοποιήσεις γαλακτοκομικών, κανονισμούς για μη γενετικά τροποποιημένα προϊόντα (Non-GMO) και πολύπλοκες τελωνειακές διαδικασίες.
Ενεργειακές συναλλαγές με Ρωσία
Η ενεργειακή συνεργασία μεταξύ Ινδίας και Ρωσίας έχει τεθεί στο μικροσκόπιο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ο διμερής εμπορικός τζίρος πλησιάζει τα 69 δισ. δολάρια, με κυρίαρχο προϊόν το πετρέλαιο.
Σήμερα, η Ινδία καλύπτει περίπου το ένα τρίτο των εξαγωγών αργού πετρελαίου της Ρωσίας, αγοράζοντας μεγάλες ποσότητες σε μειωμένες τιμές λόγω των κυρώσεων. Οι G7 επέβαλε πλαφόν 60 δολαρίων ανά βαρέλι για το ρωσικό πετρέλαιο Urals τον Δεκέμβριο του 2024 ώστε να περιορίσει τα έσοδα της Μόσχας. Ωστόσο, καθώς οι διεθνείς τιμές πετρελαίου μειώθηκαν και το αμερικανικό West Texas Intermediate κινείται στα 65 δολάρια, η αποτελεσματικότητα του πλαφόν έχει υποχωρήσει.
Ο αναλυτής ενέργειας Άνας Αλ-Χάτζι δήλωσε στο CNBC ότι η Ινδία έχει αντικαταστήσει περίπου 932.000 βαρέλια την ημέρα ακριβότερου αργού πετρελαίου από ΗΠΑ, Νότια Αμερική και Αφρική, με φθηνότερες ρωσικές προμήθειες, συμπληρώνοντας: «Οι κυρώσεις κατά της Μόσχας έχουν αναδιαμορφώσει τις εμπορικές ροές και επηρεάσει τις αγοραστικές επιλογές της Ινδίας». Αμερικανοί αξιωματούχοι εκτιμούν ότι οι συναλλαγές αυτές συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της ρωσικής πολεμικής μηχανής.
Τον Αύγουστο, ο Τραμπ κατηγόρησε την Ινδία ότι μεταπωλεί ρωσικό πετρέλαιο με τεράστια κέρδη, επιδεικνύοντας, κατά τα λεγόμενά του, αδιαφορία για τις απώλειες στην Ουκρανία. Ο εμπορικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου Πίτερ Ναβάρο υιοθέτησε αυτή την άποψη, κάνοντας λόγο για «κερδοσκοπία» της Ινδίας και τονίζοντας ότι αυτές οι πρακτικές πλήττουν τα αμερικανικά συμφέροντα.
Η Ινδία, ωστόσο, απέρριψε τις κατηγορίες, με εκπρόσωπο του ινδικού Υπουργείου Εξωτερικών να δηλώνει: «Οι εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου αποσκοπούν στον εφοδιασμό με προσιτή ενέργεια για τα 1,5 δισ. πολίτες μας», χαρακτηρίζοντας τις επικρίσεις «αδικαιολόγητες και παράλογες».
Μόντι και Πούτιν επιδεικνύουν στενούς δεσμούς
Την 1η Σεπτεμβρίου, ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι και ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν συναντήθηκαν στη Σύνοδο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, στην Τιαντζίν της Κίνας. Ο Μόντι χαρακτήρισε τη σχέση Ινδίας-Ρωσίας «ειδική και προνομιούχα», ενώ ο Πούτιν αποκάλεσε τον Μόντι «αγαπητό φίλο» και εξήρε τις θερμές και μακρόχρονες διμερείς σχέσεις.
Αναφερόμενος στον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Μόντι επεσήμανε ότι «πρέπει να βρούμε τρόπο να τελειώσει ο πόλεμος γρήγορα και να εδραιωθεί μόνιμη ειρήνη». Ο Πούτιν αναμένεται να επισκεφθεί την Ινδία τον Δεκέμβριο για τη 23η ετήσια σύνοδο κορυφής Ινδίας-Ρωσίας, σύμφωνα με τον σύμβουλο εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας Γιούρι Ασίκωφ.