Η κρίση που πλήττει την αγορά ακινήτων στην Κίνα επιδεινώνεται, καθώς καταγράφονται σημαντικές μειώσεις σε πωλήσεις, επενδύσεις και κερδοφορία. Τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν στις 31 Ιουλίου από την China Index Academy δείχνουν ότι οι συνολικές πωλήσεις των 100 κορυφαίων κατασκευαστών της χώρας ανήλθαν σε 2,07 τρισ. γουάν (περίπου 285 δισ. δολάρια) στο επτάμηνο του 2025, σημειώνοντας πτώση 13,3% σε ετήσια βάση. Ο ρυθμός πτώσης μάλιστα έχει επιταχυνθεί σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο, διευρυνόμενος κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα. Μόνο τον Ιούλιο, οι πωλήσεις υποχώρησαν κατά 18,2% σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2024.
Σύμφωνα με το ερευνητικό ινστιτούτο E-house China, 41 από τις 65 εισηγμένες κατασκευαστικές εταιρείες στην εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά (A-shares) αναμένουν ζημίες για το πρώτο εξάμηνο του έτους.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Vanke, που θεωρούνταν στο παρελθόν βαρόμετρο για τον κλάδο. Η εταιρεία προβλέπει ζημιές μεταξύ 10 και 12 δισ. γουάν (1,39–1,67 δισ. δολάρια), μεγαλύτερες ακόμη και από τις απώλειες των 9,85 δισ. γουάν (1,37 δισ. δολάρια) που κατέγραψε την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Κατά κρατικά μέσα ενημέρωσης, πρόκειται για τη μεγαλύτερη ζημία στον κλάδο.
Πίεση δέχονται και άλλες μεγάλες εταιρείες, όπως η China Fortune Land Development και η Gemdale Group, οι οποίες εκτιμούν ζημίες 5,5–7,5 δισ. γουάν (765 εκατ. – 1 δισ. δολάρια) και 3,4–4,2 δισ. γουάν (474–585 εκατ. δολάρια) αντίστοιχα.
Η κατάσταση της Vanke θεωρείται ιδιαιτέρως κρίσιμη, παρά τις ανακατατάξεις στη διοίκησή της μετά το κινεζικό νέο έτος και τη μετατόπιση του μοντέλου διοίκησης από επαγγελματικά στελέχη σε άμεσο έλεγχο από κρατικές επιχειρήσεις. Παρότι η εταιρεία έλαβε χρηματοδοτική στήριξη άνω των 21 δισ. γουάν (2,93 δισ. δολάρια) από τη Shenzhen Metro και άλλους κρατικούς επενδυτές, οι συμβασιοποιημένες πωλήσεις της κατέρρευσαν σχεδόν κατά 50% στο πρώτο εξάμηνο του 2025 – από 127,3 δισ. γουάν (17,75 δισ. δολάρια) σε 69,1 δισ. γουάν (9,63 δισ. δολάρια). Η ρευστότητά της παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη.
Την ίδια στιγμή, αυξάνονται οι αμφιβολίες στην κινεζική κοινωνία για την αξιοπιστία των επίσημων στοιχείων. Πολλοί χρήστες του διαδικτύου και άτομα από τον χώρο των κτηματομεσιτικών εκφράζουν ανοιχτά δυσπιστία, υποστηρίζοντας ότι τα κρατικά στατιστικά εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες και δεν αντανακλούν την πραγματική κατάσταση στην αγορά.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με την China Index Academy, η μέση τιμή πώλησης νεόδμητων κατοικιών από τους κορυφαίους 100 κατασκευαστές αυξήθηκε κατά 2,6% τον Ιούλιο σε ετήσια βάση. Ωστόσο, οι τιμές στις μεταχειρισμένες κατοικίες μειώθηκαν κατά 7,3%. Σε κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σχολιαστές επεσήμαναν ότι η αυξανόμενη απόκλιση μεταξύ των δύο κατηγοριών υποδηλώνει στρεβλώσεις στα στοιχεία. Υποστηρίζουν ότι οι πραγματικές τιμές συναλλαγών στη δευτερογενή αγορά είναι σημαντικά χαμηλότερες από τις επίσημες και παρέχουν πιο ακριβή εικόνα για τη ζήτηση και τη δυνατότητα αγοράς κατοικίας από τα νοικοκυριά.
Αν ευσταθούν οι αναφορές για μεγαλύτερες από τις επίσημες μειώσεις τιμών, η πτώση των πωλήσεων κατά 13,3% δείχνει ότι ακόμη και η μείωση του κόστους δεν αρκεί για να τονώσει το αγοραστικό ενδιαφέρον.
Καθίζηση καταγράφεται και στις επενδύσεις. Η Στατιστική Υπηρεσία της Κίνας ανακοίνωσε ότι το πρώτο εξάμηνο του 2025 οι επενδύσεις στην αγορά ακινήτων ανήλθαν σε 4,66 τρισ. γουάν (περίπου 649 δισ. δολάρια), μειωμένες κατά 11,2% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024. Οι επενδύσεις σε οικιστικά ακίνητα – το μεγαλύτερο ποσοστό του συνόλου – έπεσαν κατά 10,4%, φτάνοντας τα 3,57 τρισ. γουάν (497 δισ. δολάρια). Για σύγκριση, το 2023 οι συνολικές επενδύσεις στον κλάδο είχαν ανέλθει στα 11 τρισ. γουάν (1,53 τρισ. δολάρια).
Σε όλους τους βασικούς δείκτες – κερδοφορία εταιρειών, τιμές κατοικιών (νέων και παλαιών), πωλήσεις και επενδύσεις – ο κλάδος φαίνεται να βιώνει γενικευμένη ύφεση, σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα σταθεροποίησης που προβάλλουν τα κρατικά μέσα.
Πτώση τιμών και απώλεια εμπιστοσύνης
Σε ηχητικό απόσπασμα πρόσφατης συνέντευξής του που κυκλοφόρησε ευρέως, ο οικονομολόγος Σιανγκ Σονγκζούο (Xiang Songzuo) ανέφερε ότι η προηγούμενη «άνθηση» της αγοράς ακινήτων τροφοδοτήθηκε κυρίως από τη ζήτηση τελικών χρηστών και τις επενδυτικές προσδοκίες. Ωστόσο, καθώς οι επενδυτές έχουν πλέον υποστεί μεγάλες ζημίες – με πολλά ακίνητα να αξίζουν λιγότερο από την τιμή αγοράς τους – η επενδυτική δραστηριότητα έχει σχεδόν εκλείψει. Η ζήτηση των τελικών χρηστών, όπως είπε, δεν επαρκεί για να στηρίξει τις τιμές.
Εκτίμησε επίσης ότι η υποχώρηση των τιμών κατοικιών είναι αναπόφευκτη και ότι «όλοι θα κληθούν να πληρώσουν το τίμημα». Σημείωσε ότι όταν ένα σπίτι χάνει την αξία του, όταν οι αποδόσεις των μετοχών είναι αναιμικές και οι μισθοί δεν αυξάνονται, η καταναλωτική διάθεση επηρεάζεται αρνητικά.
Αντίστοιχη άποψη διατύπωσε και ο Τζανγκ Σιαοτζίνγκ (Zhang Xiaojing), διευθυντής του Institute of Finance at the Chinese Academy of Social Sciences (Ινστιτούτου Χρηματοοικονομικών του Κινεζικού Κέντρου Κοινωνικών Επιστημών), σε πρόσφατη συνέντευξή του σε κινεζικά μέσα ενημέρωσης. Επισήμανε ότι τα νοικοκυριά της εργατικής τάξης, για τα οποία η κατοικία συχνά αντιπροσωπεύει το 60% έως 70% της συνολικής περιουσίας τους, πλήττονται ιδιαίτερα από την πτώση της αξίας των ακινήτων, σε αντίθεση με τα πιο εύπορα στρώματα που παραμένουν λιγότερο εκτεθειμένα. Για τα χαμηλότερα εισοδήματα, υπογράμμισε, η πτώση των τιμών συνιστά άμεση και απτή μείωση του οικογενειακού πλούτου.
Της Olivia Li
Με τη συμβολή του Fang Xiao