Όσο δύσκολο κι αν είναι να διευθύνεις ένα ανεξάρτητο μέσο ενημέρωσης, υπάρχει μια εταιρεία που το κάνει ακόμα πιο δύσκολο. Το όνομά της είναι NewsGuard. Η εταιρεία ισχυρίζεται ότι βαθμολογεί το διαδικτυακό περιεχόμενο των μέσων ενημέρωσης, μεταξύ άλλων, ως προς την αξιοπιστία του, αλλά μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι δεν κάνει μόνο αυτό. Το επιχειρηματικό της μοντέλο λειτουργεί ως μοχλός πίεσης και λογοκρισίας στους ειδησεογραφικούς οργανισμούς. Μια έρευνα της Epoch Times αποκάλυψε ανησυχητικά ζητήματα όσον αφορά την ποιότητα των αναλύσεων της NewsGuard και την ατζέντα που κρύβεται πίσω από αυτές.
Οι «αναλυτές» της NewsGuard, που ιδρύθηκε το 2018, αξιολογούν και να βαθμολογούν τις αναρτήσεις των δημιουργών διαδικτυακού περιεχομένου, «για να βοηθήσουν τους αναγνώστες να έχουν ένα διευρυμένο πλαίσιο για τις ειδήσεις που διαβάζουν στο διαδίκτυο». Οι αξιολογήσεις εμφανίζονται ως μικρά σήματα με βαθμολογίες δίπλα στα αποτελέσματα αναζήτησης.
Αυτό, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μόνο ένα μικρό μέρος της εικόνας. Η ευρύτερη εικόνα δείχνει ότι η πιο σημαντική λειτουργία της NewsGuard αφορά τις σχέσεις της με τις διαφημιστικές εταιρείες, οι οποίες κατευθύνονται να διακόψουν την προώθηση των δημιουργών περιεχομένου που δεν ευνοούνται από τις αξιολογήσεις των «αναλυτών» της εταιρείας. Έτσι, τα εταιρικά, φιλικά προς το κατεστημένο μέσα ενημέρωσης τείνουν να λαμβάνουν υψηλές βαθμολογίες, ενώ τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό το κατεστημένο τείνουν να λαμβάνουν χαμηλές βαθμολογίες, ακόμη και αν τηρούν υψηλά δημοσιογραφικά πρότυπα.
Η Epoch Times έστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ερωτήσεις σχετικά με τα προϊόντα, τις δραστηριότητες, το προσωπικό και τη χρηματοδότηση της εταιρείας, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση.
Υποκειμενικά κριτήρια
Η NewsGuard παρουσιάζεται ως αντικειμενική και αμερόληπτη. Οι αξιολογήσεις της, σύμφωνα με την ίδια, μετρούν την ποιότητα των μέσων ενημέρωσης με βάση εννέα κριτήρια, συμπεριλαμβανομένης της διαφάνειας της συγγραφής και της πνευματικής ιδιοκτησίας και της τήρησης των συνηθισμένων δημοσιογραφικών κανόνων, όπως η έκδοση διορθώσεων και η επισήμανση των άρθρων γνώμης. Στην πράξη, ωστόσο, η βαθμολογία εξαρτάται κυρίως από το κατά πόσον τα μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν περιεχόμενο που, κατά τη γνώμη της NewsGuard, είναι αληθινό.
Το πρώτο κριτήριο εξετάζει αν το αναλυόμενο μέσο ( ή «στόχος») δημοσιεύει επανειλημμένα ψευδείς ισχυρισμούς. Ένα άλλο εξετάζει αν δημοσιεύει ειδήσεις «υπεύθυνα». Αλλά αυτός που δεν πληροί το πρώτο κριτήριο, δεν πληροί ούτε και το δεύτερο, εξηγεί η NewsGuard στην ιστοσελίδα της. Το τρίτο κριτήριο είναι κατά πόσον το μέσο χρησιμοποιεί ακριβείς τίτλους.
Και πάλι, αν ο τίτλος λέει κάτι που η NewsGuard θεωρεί αναληθές, αυτό μετράει ως αποτυχία. Ένα άλλο κριτήριο εξετάζει την πολιτική της τακτικής διόρθωσης των λαθών – ή αυτών που η NewsGuard θεωρεί λάθη. Μαζί, αυτά τα τέσσερα κριτήρια αντιστοιχούν σε περισσότερους από 60 πόντους, από τους 100 της βαθμολογίας.
Ακόμη και αν η NewsGuard δεν μπορεί να βρει κάτι αμφισβητήσιμο, μπορεί να αφαιρέσει πόντους αν ο στόχος δεν αντιπροσωπεύει επαρκώς τις απόψεις που θα ήθελε να δει η εταιρεία.
Τέτοιοι πάροχοι περιεχομένου «επιλέγουν εξωφρενικά γεγονότα ή ιστορίες για να προωθήσουν απόψεις», υποστηρίζει.
Εν τω μεταξύ, απαιτούνται τουλάχιστον 60 βαθμοί για να εκδώσει η NewsGuard την αξιολόγηση «αξιόπιστο».
Αυτή η μεθοδολογία γίνεται ιδιαίτερα προβληματική όταν η ίδια η NewsGuard κάνει λάθος στα γεγονότα. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της πανδημίας COVID-19, η εταιρεία θεώρησε ψευδή την άποψη ότι ο ιός SARS-CoV-2 διέρρευσε από ένα εργαστήριο της Γούχαν στην Κίνα. Εάν ένα ειδησεογραφικό πρακτορείο με άριστη βαθμολογία αναφερόταν υπεύθυνα στις εκτεταμένες έμμεσες ενδείξεις που υποδείκνυαν διαρροή από εργαστήριο, κινδύνευε να καταβαραθρώσει η NewsGuard τη βαθμολογία του και να το χαρακτηρίσει λαθεμένα ως «αναξιόπιστη» πηγή που «παραβιάζει σοβαρά τα βασικά δημοσιογραφικά πρότυπα».
Το θέμα της προέλευσης του COVID-19 ήταν μια σπάνια περίπτωση στην οποία η NewsGuard εξέδωσε τελικά μια διόρθωση, αν και έφτασε μόνο μέχρι το σημείο να πει ότι η υπόθεση της διαρροής από το εργαστήριο δεν μπορούσε να αποκλειστεί εντελώς.
Ενώ ελέγχει την αξιοπιστία των άλλων, η NewsGuard φαίνεται πως προωθεί τις δικές της απόψεις. Υπήρξαν πολλά παραδείγματα όπου μέσα ενημέρωσης βρέθηκαν στο στόχαστρο της NewsGuard επειδή δημοσίευσαν απόψεις που αμφισβητούσαν τις ορθόδοξες απόψεις του κατεστημένου σε θέματα όπως η κλιματική αλλαγή, η ασφάλεια των εμβολίων, οι περιορισμοί του COVID-19, ο πόλεμος στην Ουκρανία, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και άλλα. Σε αυτά τα θέματα, η NewsGuard φαίνεται να ενεργεί ως φρουρός της κυρίαρχης αφήγησης, απαιτώντας από τους δημιουργούς περιεχομένου να τηρούν τη γραμμή.
«Είχα συναλλαγές μαζί τους, όπου ήταν πολύ προφανές ότι κάθε άλλο παρά αντικειμενικοί ήταν», δήλωσε ο Τζον Τίλμαν, πρόεδρος του μη κερδοσκοπικού ιδρύματος Franklin Foundation, το οποίο διαχειρίζεται το ειδησεογραφικό πρακτορείο The Center Square.
Τα μέσα που παίρνουν χαμηλή αξιολόγηση από τη NewsGuard τείνουν συνήθως να βρίσκονται στη δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος.
Το Media Research Center (MRC), ένα συντηρητικό παρατηρητήριο των μέσων ενημέρωσης, ανέφερε σε έκθεση του 2021 ότι η NewsGuard έδινε στα αριστερίζοντα πρακτορεία βαθμολογία 22 μονάδες υψηλότερη κατά μέσο όρο από ό,τι στα δεξιά. Η έκθεση βασίστηκε σε μια ανασκόπηση των βαθμολογιών της NewsGuard για περισσότερα από 50 μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία, που ταξινομήθηκαν ως αριστερά ή δεξιά από την AllSides, εταιρεία που μετρά την προκατάληψη των μέσων ενημέρωσης με βάση τυφλές μελέτες περιεχομένου και συντακτικές κριτικές.
Η Newsguard επέκρινε την έκθεση της MRC, με τον ισχυρισμό ότι επιλέχθηκαν τα μέσα που περιλήφθησαν στην έρευνα και ότι το δείγμα ήταν πολύ μικρό. Η MRC ανταπάντησε ότι ο κατάλογος περιελάμβανε όλα τα ειδησεογραφικά πρακτορεία που εξετάστηκαν από την AllSides.
Όταν η MRC επανέλαβε τη μελέτη στα τέλη του 2022, η διαφορά είχε αυξηθεί στις 25 μονάδες.
«Σε αντίθεση με τους μεγάλους οργανισμούς που ελέγχουν τα γεγονότα, η NewsGuard τουλάχιστον ανταποκρίνεται στο όνομά της, καθώς είναι ο φύλακας των ειδήσεων της αριστεράς», γράφει ο Ματ Παλούμπο, ερευνητής του συντηρητικού podcast «The Dan Bongino Show», στο επερχόμενο βιβλίο του «Fact-Checking the Fact-Checkers» («Ελέγχοντας τους ελεγκτές»).
Τον Νοέμβριο του 2019, η NewsGuard επικοινώνησε με τον ιστότοπο RealClearInvestigations (RCI), αμφισβητώντας τη χρήση ανώνυμων πηγών για την αποκάλυψη της φερόμενης ταυτότητας του πληροφοριοδότη που ξεκίνησε την παραπομπή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Το RCI απάντησε ρωτώντας το NewsGuard αν αναφέρεται στους New York Times, τη Washington Post, το CNN, το NBC ή το BuzzFeed αμφισβητώντας τη χρήση ανώνυμων πηγών. Σύμφωνα με πληροφορίες, η NewsGuard δεν απάντησε.
Όταν η συντηρητική εκπαιδευτική πλατφόρμα PragerU πήρε κόκκινη σήμανση από τη NewsGuard, η διευθύνουσα σύμβουλος της PragerU Μαρίσα Στράιτ (Marissa Streit) προσπάθησε να διορθώσει την κατάσταση καλή τη πίστη, όπως δήλωσε.
«Πιστεύαμε πραγματικά ότι ήταν λάθος», δήλωσε στον ιδρυτή της PragerU Ντένις Πράγκερ κατά τη διάρκεια συνέντευξης στο podcast του.
Ως απάντηση [από τη NewsGuard], έλαβε «ουσιαστικά έναν κατάλογο απαιτήσεων», είπε.
Η NewsGuard ήθελε η PragerU να σταματήσει να επικρίνει τις καραντίνες ως επιλογή αντιμετώπισης του COVID-19, να σταματήσει να αμφισβητεί την ασφάλεια των εμβολίων COVID-19, να σταματήσει να μιλάει για οποιαδήποτε θεραπεία COVID-19 που δεν υποστηρίζεται από την κυβέρνηση, να σταματήσει να αμφισβητεί τη σοβαρότητα της κλιματικής αλλαγής – κλπ, κλπ.
«Η απαίτησή τους ουσιαστικά ήταν να μας υπαγορεύουν τι είδους περιεχόμενο επιτρέπεται και τι όχι να ανεβάζουμε», είπε.
Η NewsGuard απαίτησε επίσης μια λίστα με τους χορηγούς της PragerU, την οποία η μη κερδοσκοπική οργάνωση αρνήθηκε να μοιραστεί, φοβούμενη ότι οι χορηγοί θα στοχοποιούνταν.
«Θέλουν να σπιλώσουν αυτούς τους ανθρώπους. Αυτός είναι ο μόνος λόγος που θέλουν τα ονόματά τους», δήλωσε ο κος Πράγκερ.
Η κα Στράιτ προσπάθησε να κάνει κάποιες αλλαγές για να ικανοποιήσει ορισμένες από τις απαιτήσεις της NewsGuard και να δει πώς θα ανταποκρινόταν.
«Οι στόχοι άλλαζαν συνεχώς. Κάθε φορά που κάναμε μια αλλαγή, ήθελαν κι άλλες», είπε.
Όταν η σχολιάστρια του PragerU Αμάλα Εκπουνόμπι έκανε ένα podcast στο οποίο αμφισβητούσε τα κίνητρα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η NewsGuard απαίτησε να κατέβει το βίντεο, είπε η κα Στράιτ.
Κατά την άποψη του κου Πράγκερ, η NewsGuard δεν σέβεται την αναζήτηση της αλήθειας μέσω των διαφορετικών απόψεων.
«Ακόμα δεν βλέπω τι είπαμε που να είναι παραπληροφόρηση – [επρόκειτο για μια γνώμη με την οποία] οι άνθρωποι μπορούν να διαφωνήσουν», είπε.
Η κακή βαθμολογία έκανε τον πάροχο φιλοξενίας βίντεο του PragerU, το JW Player, να το εγκαταλείψει, δήλωσε η κα Στράιτ.
Από τότε, η PragerU έχει ξεκινήσει μια διαδικτυακή συλλογή υπογραφών κατά της NewsGuard.
«Είναι ισχυροί με έναν πολύ κακό, κακόβουλο, μοχθηρό, καταστροφικό τρόπο», δήλωσε ο κος Πράγκερ.
Η NewsGuard έχει υποστηρίξει ότι η διαδικασία της είναι δίκαιη, επειδή επικοινωνεί με τα μέσα που αξιολογεί, ζητά τα σχόλιά τους, τα οποία και περιλαμβάνει στην αξιολόγηση.
Ωστόσο, με βάση την εμπειρία της PragerU, φαίνεται ότι αυτή η τακτική μπορεί κάλλιστα να είναι μια απλή τυπική διαδικασία και ότι τα όποια επιχειρήματα παρουσιάζουν τα κανάλια δεν επηρεάζουν την τελική βαθμολογία. Αργά ή γρήγορα, όπως φαίνεται, τα στοχευμένα κανάλια απλά εγκαταλείπουν την προσπάθεια και αρχίζουν να γράφουν ό,τι ζητά η NewsGuard.
Ο Άντονυ Γουάτς και ο Τσαρλς Ρόττερ (Anthony Watts, Charles Rotter) διευθύνουν το WattsUpWithThat.com, ένα ιστολόγιο που αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Κατά την άποψή τους, η NewsGuard δεν ενεργεί καλόπιστα.
«Επικεντρώνονται σκόπιμα στην καταστροφή της αξιοπιστίας των ιστότοπων που δεν τους αρέσουν», δήλωσε ο κος Γουάτς, συνεργάτης του Ινστιτούτου Heartland, στην Epoch Times.
Νωρίτερα φέτος, ο Ζακ Φίσμαν, υπάλληλος της NewsGuard, επικοινώνησε με τον κο Γουάτς σχετικά με διάφορα άρθρα. Ένα από αυτά ανέφερε ότι η σύλληψη της ακτιβίστριας για το κλίμα Γκρέτα Τούνμπεργκ ήταν «σκηνοθετημένη». Ο κος Φίσμαν διαφώνησε με αυτό, λέγοντας ότι επρόκειτο για πραγματική σύλληψη. Αλλά ο κος Γουάτς εξήγησε ότι μιλούσε για τον τρόπο με τον οποίο συνελήφθη η δις Τούνμπεργκ. Ένα βίντεο που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο έδειχνε ότι οι αστυνομικοί που τη συνέλαβαν πόζαραν για φωτογραφίες κρατώντας την, ενώ εκείνη χαμογελούσε και γελούσε πριν την απομακρύνουν.
«Καταλήγει να είναι μια διαφωνία με τον ελεγκτή», δήλωσε ο κος Γουάτς.
«Εφαρμόζουν ένα είδος πιστοληπτικού παιχνιδιού», είπε ο κος Ρόττερ. «Είναι σαν [να λένε], “Βρήκαμε αυτή τη μελέτη που αντικρούει αυτό που είπε αυτό το άτομο, άρα κάνετε λάθος”.»
Αλλά ακόμη και αν αυτά που ο κος Φίσμαν βρήκε ήταν πραγματικά λάθη, ήταν πολύ ασήμαντα για να οδηγήσουν στην αμφισβήτηση της αξιοπιστίας ολόκληρου του ιστολογίου, όπως έκανε η NewsGuard.
Ο κος Φίσμαν έθεσε υπόψη του κου Γουάτς τρία ή τέσσερα άρθρα με ισχυρισμούς που μπόρεσε να αντικρούσει. Όμως ο ιστότοπος έχει αναρτήσει δεκάδες χιλιάδες άρθρα. Η ίδια η NewsGuard δηλώνει ότι οι αξιολογήσεις της δεν θα πρέπει να αντανακλούν μόνο την αντικειμενικότητα ενός μικρού αριθμού συγκεκριμένων κομματιών από το σύνολο του περιεχομένου.
«Οι βαθμολογίες μας δεν σημαίνουν ότι ένας ιστότοπος με κακή βαθμολογία δεν θα κάνει ποτέ ένα καλό άρθρο ή ότι ένας ιστότοπος με ισχυρή βαθμολογία δεν θα κάνει ποτέ λάθος», δήλωσε στο Breitbart ο Ματ Σκιμπίνσκι, γενικός διευθυντής της NewsGuard.
Η NewsGuard έχει υποστηρίξει ότι αυτό που εξετάζει είναι τα δημοσιογραφικά κριτήρια – όταν επισημαίνει λάθη, αυτά διορθώνονται;
Αλλά ο κος Γουάτς δεν αρνήθηκε να διορθώσει λάθη. Η άποψή του ήταν ότι αυτά [που επεσήμανε η NewsGuard] δεν ήταν λάθη, αλλά μάλλον θέματα νόμιμης διαφωνίας και γνώμης.
«Αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν ρομπότ. Είναι πολύ δύσκολο να συζητήσει κανείς μαζί τους», δήλωσε ο κος Ρόττερ.
Φρουρός του κατεστημένου
Σύμφωνα με τον Μάικ Μπενζ, πρώην επικεφαλής του ψηφιακού γραφείου στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και νυν επικεφαλής του Ιδρύματος για την Ελευθερία στο Διαδίκτυο, η NewsGuard αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης βιομηχανίας λογοκρισίας που εμφανίστηκε τα τελευταία έξι περίπου χρόνια. Οι παίκτες του κλάδου δεν είναι πρωτίστως κομματικοί, σημείωσε, αλλά μάλλον υπέρ του κατεστημένου. Τα δεξιά μέσα μπορούν να λάβουν υψηλές βαθμολογίες από τη NewsGuard – εφόσον ακολουθούν τις αφηγήσεις του κατεστημένου σε συγκεκριμένα θέματα.
Ο κλάδος γεννήθηκε ως απάντηση στο κύμα λαϊκισμού που σάρωσε τη Δύση από το 2015, ξεκινώντας με το Brexit και την εκλογή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και συνεχίζοντας με σημαντικούς λαϊκιστές ηγέτες σε άλλες χώρες, όπως η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία και ο Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία, εξήγησε ο κος Μπενζ.
Το κατεστημένο, πρόσθεσε ο κος Μπενζ, κατηγόρησε τα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης, περιλαμβανομένων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, για το γεγονός ότι οι πολίτες ψήφισαν τους «λάθος» ανθρώπους.
«Από τη δεκαετία του 1940 μέχρι σήμερα, υπάρχει αυτή η διακομματική αντίληψη για την εξωτερική πολιτική», είπε. “Υπήρχε αυτός ο μονοκομματικός άξονας που διαλύθηκε από την άνοδο ελεύθερων και ανεμπόδιστων ειδήσεων στο διαδίκτυο, των οποίων η δημοτικότητα αυξήθηκε τόσο, ώστε τα φιλικά προς το κράτος εθνικής ασφάλειας μέσα ενημέρωσης, όπως οι New York Times, η Washington Post, και τα μεγάλα κανάλια όπως τα CBS, ABC, NBC, δεν διαδραμάτιζαν πλέον καθοριστικό ρόλο στις εκλογές σε όλο τον κόσμο, όπως παλαιότερα, ιδίως στις ΗΠΑ και στην ΕΕ.
«Η NewsGuard ουσιαστικά προέκυψε το 2017 από αυτή τη σούπα, καθώς το κράτος ασφαλείας και διάφοροι καιροσκόποι και από τις δύο πλευρές του πολιτικού χώρου – ιδιαίτερα η νεοσυντηρητική πτέρυγα του GOP και σχεδόν όλο το Δημοκρατικό Κόμμα, εκτός από την αντιπολεμική αριστερά – ενώθηκαν με διάφορα στοιχεία του κράτους εθνικής ασφάλειας, περιλαμβανομένου του Πενταγώνου, του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και των υπηρεσιών πληροφοριών, για να καταστρώσουν ουσιαστικά ένα σχέδιο που θα τερμάτιζε τη δημοτικότητα και τη διαθεσιμότητα των εναλλακτικών ειδήσεων στο διαδίκτυο.»
Ο κος Τίλμαν κατέληξε σε ένα παρόμοιο συμπέρασμα.
«Αυτό που πραγματικά προσπαθούν να κάνουν είναι να ελέγξουν την πληροφόρηση, επειδή δεν τους αρέσει ο εκδημοκρατισμός της πληροφόρησης», είπε.
Το συμβουλευτικό σώμα της NewsGuard είναι γεμάτο με φιλοκαθεστωτικές προσωπικότητες. Το πιο αξιοσημείωτο μέλος της είναι ο στρατηγός Μάικλ Χέιντεν, πρώην επικεφαλής της CIA και της NSA – ένας «κορυφαίος κυνηγός του κράτους εθνικής ασφάλειας», όπως το έθεσε ο κος Μπενζ.
Ο λογαριασμός του κου Χέιντεν στο Twitter δείχνει απροκάλυπτη περιφρόνηση για τον Τραμπ και τους υποστηρικτές του. Ένα tweet που μοιράστηκε παρομοίαζε τους οπαδούς του Τραμπ με την τρομοκρατική ομάδα των Ταλιμπάν, ένα άλλο τους παρομοίαζε με τους ναζί και ένα άλλο πάλι ζητούσε την απομάκρυνση διακεκριμένων Ρεπουμπλικανών βουλευτών, περιλαμβανομένων του γερουσιαστή Τεντ Κρουζ (R-Texas), του βουλευτή Ματ Γκέιτζ (R-Fla.) και της βουλευτού Μάρτζορι Τέιλορ-Γκριν (R-Ga.).
Άλλοι σύμβουλοι της NewsGuard είναι ο Άντερς Φογκ Ράσμουσεν, πρώην γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο Άρνε Ντάνκαν, πρώην υπουργός Παιδείας υπό την κυβέρνηση Ομπάμα, ο Ντον Μπερ, πρώην εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου του Κλίντον, και ο Τομ Ριτζ, ο πρώτος επικεφαλής του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, υπό την προεδρία του Τζορτζ Μπους.
Πέρυσι, η NewsGuard προωθήθηκε από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ.
Η εμβέλειά της εκτείνεται πέρα από τα αμερικανικά σύνορα στον Καναδά, την Αυστραλία, την Ευρώπη και σε όλο και περισσότερα μέρη του κόσμου, με προφανή στόχο την παγκόσμια, πανταχού παρούσα κάλυψη.
Οι αξιολογήσεις της χρησιμοποιούνται επίσης από άλλα τμήματα της βιομηχανίας λογοκρισίας, όπως είναι οι ερευνητές και οι πράκτορες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, οι οποίοι αναπτύσσουν εργαλεία για τον εντοπισμό και την αμφισβήτηση ανεπιθύμητων απόψεων στο διαδίκτυο.
Μιλώντας για τους κινδύνους της παραπληροφόρησης στην αναφορά της για το 2022, η NewsGuard δήλωσε ότι «ερευνητές που χρησιμοποίησαν τα δεδομένα αξιοπιστίας πηγών της NewsGuard διαπίστωσαν ότι αντικαθεστωτικά δίκτυα διέδωσαν περιεχόμενο από μεγάλο αριθμό ιστότοπων με κόκκινη βαθμολογία NewsGuard κατά τη διάρκεια των γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών του 2021, διαδίδοντας ειδικά περιεχόμενο κατά του εμβολιασμού, κατά της καραντίνας και κατά της προστασίας του κλίματος».
Μπορείτε να διαβάσετε το β΄μέρος εδώ.
Του Petr Svab
Επιμέλεια: Αλία Ζάε