Η Κινεζική Κομμουνιστική ηγεσία δαπανά πάνω από πέντε δισεκατομμύρια δολάρια για να τιμήσει μια νίκη σε πόλεμο στον οποίο είχε ελάχιστη συμμετοχή, κατήγγειλε κυβερνητικός αξιωματούχος της Ταϊβάν την 1η Σεπτεμβρίου, δύο ημέρες πριν ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ επιβλέψει τη μεγάλη στρατιωτική παρέλαση για την επέτειο.
Η Σινγιού Τσενγκ, αναπληρώτρια υπουργός στο Συμβούλιο Υποθέσεων της Ηπειρωτικής Κίνας —την ταϊβανέζικη κυβερνητική υπηρεσία που διαχειρίζεται τις σχέσεις με το Πεκίνο— δήλωσε: «Η στρατιωτική παρέλαση που προγραμματίζει το Πεκίνο για τις 3 Σεπτεμβρίου, με αφορμή την ήττα της Ιαπωνίας στον Δεύτερο Σινοϊαπωνικό Πόλεμο, θα κοστίσει πάνω από 36 δισ. γιουάν. Είναι διατεθειμένοι να ξοδέψουν πάνω από 150 δισ. νέα δολάρια Ταϊβάν για να διοργανώσουν μια στρατιωτική επίδειξη, αδιαφορώντας για τα οικονομικά, εργασιακά και κοινωνικά προβλήματα της Κίνας». Η Τσενγκ εξέφρασε απορία για το πώς αντιμετωπίζουν οι ίδιοι οι Κινέζοι πολίτες αυτή την κατάσταση.
Τον Μάρτιο, η Κίνα ανακοίνωσε πως ο προϋπολογισμός άμυνας για το 2025 θα φτάσει περίπου τα 1,8 τρισ. γιουάν. Ωστόσο, αναλυτές αμυντικών θεμάτων εκτιμούν πως το επίσημο νούμερο υπολείπεται των πραγματικών στρατιωτικών δαπανών του Πεκίνου.
Η εκτίμηση της Τσενγκ συνάδει με τα στοιχεία του ταϊβανέζικου κρατικού πρακτορείου ειδήσεων, που επικαλούμενο ανώνυμους αξιωματούχους εθνικής ασφάλειας είχε αποκαλύψει ότι τα 36 δισ. γιουάν αφορούν και κρατικές αποζημιώσεις σε εργοστάσια, εργοτάξια και άλλες επιχειρήσεις του Πεκίνου που υποχρεώθηκαν σε παύση λειτουργίας πριν και κατά τη διάρκεια της παρέλασης.
Ο Δεύτερος Σινοϊαπωνικός Πόλεμος ξέσπασε το 1937, δύο χρόνια πριν από την επίσημη έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ιαπωνία παραδόθηκε στις Συμμαχικές Δυνάμεις τον Αύγουστο του 1945, με την υπογραφή της συνθήκης παράδοσης στο αμερικανικό πλοίο USS Missouri, στον κόλπο του Τόκιο, στις 2 Σεπτεμβρίου 1945.
Τον αγώνα κατά των Ιαπώνων εισβολέων είχε αναλάβει κυρίως η εθνικιστική κυβέρνηση της Κίνας, η αποκαλούμενη τότε Δημοκρατία της Κίνας, ενώ και κομμουνιστικές δυνάμεις συμμετείχαν σε επιχειρήσεις αντίστασης.
Το 1949, εν μέσω εμφυλίου πολέμου με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας αποσύρθηκε στην Ταϊβάν. Την ίδια χρονιά, το ΚΚΚ ίδρυσε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στην ενδοχώρα. Τόσο η Ταϊβάν όσο και η ηπειρωτική Κίνα τιμούν την ήττα της Ιαπωνίας στις 3 Σεπτεμβρίου.
Η Τσενγκ καταδίκασε τη φετινή παρέλαση σημειώνοντας πως είναι παράλογη από ιστορικής, πολιτικής και νομικής σκοπιάς. «Γνωρίζουμε όλοι πως το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν συνέβαλε στη νίκη. Εκμεταλλεύτηκε απλώς τον πόλεμο προς ίδιον όφελος», ανέφερε.
Προσέθεσε: «Όταν η Δημοκρατία της Κίνας πολεμούσε την Ιαπωνία, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν υπήρχε καν». Υπογράμμισε ότι, με βάση τον αριθμό των θυμάτων στις εθνικιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις, διαφαίνεται ποια πλευρά έδωσε τον πραγματικό αγώνα εναντίον του ιαπωνικού στρατού.
Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Άμυνας της Ταϊβάν, πάνω από τρία εκατομμύρια στρατιωτικοί και αξιωματούχοι των Εθνικιστών έχασαν τη ζωή τους στον οκταετή πόλεμο.
Η Epoch Times δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει αντίστοιχα στοιχεία για τις κομμουνιστικές απώλειες.
Η Τσενγκ εκτίμησε ότι το κινεζικό καθεστώς αξιοποιεί την παρέλαση για να προβάλει την στρατιωτική του ισχύ, με σκοπό την ενίσχυση της επιρροής της Κίνας σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. «Μέσα από τη στρατιωτική παρέλαση και τη στοίχισή της με αυταρχικά καθεστώτα όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα, διαμορφώνει μια διεθνή τάξη αντίθετη προς το δημοκρατικό στρατόπεδο των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης», σχολίασε.
Μεταξύ των 26 αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων που αναμένεται να παραστούν στην παρέλαση συγκαταλέγονται και ο Κιμ Γιονγκ-ουν, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, και ο Ιρανός πρόεδρος Μασούντ Παζεσκιαν.
Η Τσενγκ επεσήμανε επιπλέον πως η παρέλαση επιδιώκει να προωθήσει τον κινεζικό εθνικισμό, να ενισχύσει την εσωτερική αυτοπεποίθηση και να εκτρέψει την προσοχή από τον σινοαμερικανικό ανταγωνισμό, την οικονομική ύφεση και άλλα προβλήματα.
Στις 1 Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος του εθνικιστικού κόμματος Κουομιντάνγκ, Έρικ Τσου, δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Οι Κομμουνιστές πολέμησαν πράγματι στον πόλεμο, αλλά ηγέτης στον αγώνα ήταν η Δημοκρατία της Κίνας και το δικό μας κόμμα. Αυτή η ιστορία είναι σαφής και δεν μπορεί να διαστρεβλωθεί».
Στις 2 Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τι, τόνισε ενώπιον στελεχών του υπουργείου Άμυνας: «Η επιθετικότητα θα αποτύχει», με αναφορά στις ταϊβανέζικες νίκες κατά των κομμουνιστικών κινεζικών δυνάμεων το 1958, κατά τη δεύτερη κρίση στα στενά της Ταϊβάν.
Ο Λάι επεσήμανε: «Γνωρίζουμε όλοι ότι το τρέχον κλίμα ασφαλείας είναι πιο τεταμένο από ποτέ. Τα τελευταία χρόνια, οι Κινέζοι κομμουνιστές διεξάγουν διαρκώς επιχειρήσεις υψηλής έντασης με στρατιωτικά αεροσκάφη και πλοία γύρω από τα στενά της Ταϊβάν».
Το Κομμουνιστικό Κόμμα ουδέποτε κυβέρνησε την Ταϊβάν, ωστόσο τη θεωρεί αποσχισμένη επαρχία και έχει δεσμευθεί να προχωρήσει ακόμη και σε χρήση βίας για την προσάρτηση του νησιού. Στην πράξη, όμως, η Ταϊβάν λειτουργεί ως de facto ανεξάρτητο κράτος, με δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, δικό της Σύνταγμα και στρατιωτικές δυνάμεις.
Με την συμβολή του Reuters