Στις 19 Οκτωβρίου 2025, μια τολμηρή ληστεία διαπράχθηκε στο Λούβρο, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του. Στις 9:30 το πρωί, λίγο μετά το άνοιγμα του μουσείου και μέσα σε λιγότερο από οκτώ λεπτά, οι κλέφτες διέρρηξαν την Αίθουσα του Απόλλωνα, όπου φυλάσσονται πολύτιμα βασιλικά αντικείμενα. Δύο από τους ληστές μπήκαν από ένα παράθυρο, χρησιμοποιώντας μια ανυψωτική πλατφόρμα που βρισκόταν σε φορτηγό τοποθετημένο στην πρόσοψη του Λούβρου που βλέπει προς τον Σηκουάνα. Δύο συνεργοί τους περίμεναν στο δρόμο. Μόλις μπήκαν μέσα, οι εγκληματίες έσπασαν δύο γυάλινες βιτρίνες που περιείχαν τα γαλλικά στέμματα και έκλεψαν εννέα κοσμήματα ανεκτίμητης ιστορικής αξίας. Μετά από λιγότερο από τέσσερα λεπτά στο μουσείο, διέφυγαν μέσω της ανυψωτικής πλατφόρμας του φορτηγού. Όλη η ομάδα διέφυγε με μοτοσικλέτες, κατευθυνόμενη προς έναν κοντινό αυτοκινητόδρομο.
Ένα από τα αντικείμενα που έκλεψαν, το στέμμα της αυτοκράτειρας Ευγενίας, έπεσε στο δρόμο και έτσι ανακτήθηκε. Δυστυχώς, υπέστη ζημιά καθώς το έβγαζαν από τη βιτρίνα μέσα από ένα στενό άνοιγμα, αλλά οι ειδικοί πιστεύουν ότι μπορεί να αποκατασταθεί. Τα υπόλοιπα οκτώ κοσμήματα που εκλάπησαν, αξίας περίπου 90 εκατομμυρίων ευρώ, παραμένουν αγνοούμενα, ενώ όσο περνάει ο καιρός, λιγοστεύουν οι πιθανότητες να ανακτηθούν. Οι ειδικοί προβλέπουν ότι τα πετράδια θα αφαιρεθούν από τις βάσεις τους, το μέταλλο θα λιώσει, πολλές πέτρες θα ξανακοπούν και όλα τα πολύτιμα αντικείμενα θα κυκλοφορήσουν στη διεθνή αγορά κοσμημάτων, χωρίς να είναι πλέον δυνατό να ταυτοποιηθούν.

Τα κλεμμένα κοσμήματα είναι ένα σμαραγδένιο κολιέ και σκουλαρίκια από ένα ταιριαστό σετ που ανήκε στην αυτοκράτειρα Μαρία Λουίζα, μια τιάρα με ζαφείρια, ένα κολιέ και ένα μονό σκουλαρίκι από το σετ κοσμημάτων της βασίλισσας Μαρί-Αμελί και της βασίλισσας Ορτάνς, καθώς και η καρφίτσα με φιόγκο, η τιάρα και η καρφίτσα-λειψανοθήκη της αυτοκράτειρας Ευγενίας.
Το γαμήλιο σετ της αυτοκράτειρας

Η Μαρία Λουίζα (1791–1847), κόρη του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ανιψιά της βασίλισσας Μαρίας Αντουανέττας, έγινε η δεύτερη σύζυγος του αυτοκράτορα Ναπολέοντα, το 1810. Καθώς ο νέος της ρόλος απαιτούσε εντυπωσιακά κοσμήματα μεταξύ άλλων, ο Ναπολέων παρήγγειλε πολλά πολυτελή σετ, τα λεγόμενα parures, πριν και μετά το γάμο στον Γάλλο κοσμηματοπώλη Φρανσουά-Ρενιώ Νιτό (η εταιρεία του οποίου έγινε αργότερα γνωστή ως Chaumet και παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις πιο διακεκριμένες οίκους κοσμημάτων του Παρισιού). Μερικά κομμάτια προορίζονταν για την προσωπική συλλογή της Μαρίας Λουίζας, ενώ άλλα για τα κοσμήματα του στέμματος.

Ένα τέτοιο προσωπικό σετ κοσμημάτων, με εξαιρετικά σμαράγδια, προσφέρθηκε από τον Ναπολέοντα στη νύφη του με την ευκαιρία του γάμου τους. Αποτελούνταν από ένα διάδημα, ένα κολιέ, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια και μια χτένα. Όταν ο Ναπολέων εξορίστηκε στην Έλβα, το 1814, η Μαρία Λουίζα επέστρεψε στη Βιέννη παίρνοντάς μαζί της τα κοσμήματά της, τα οποία αργότερα κληροδότησε σε διάφορους συγγενείς. Η σμαραγδένια σειρά κληροδοτήθηκε στον ξάδελφό της Λεοπόλδο Β΄, Μεγάλο Δούκα της Τοσκάνης. Οι απόγονοί του κράτησαν τα κοσμήματα μέχρι το 1953, οπότε τα πούλησαν στη Van Cleef & Arpels.
Ο κοσμηματοπώλης αφαίρεσε τα σμαράγδια από το διάδημα και τα επανατοποθέτησε, πουλώντας τα σε διαφορετικά άτομα, διασκορπίζοντας έτσι την ιστορία τους. Οι χαμένες πέτρες του διαδήματος αντικαταστάθηκαν με τυρκουάζ και το κομμάτι αποκτήθηκε από την Αμερικανίδα συλλέκτρια Μάρτζορι Μέρριγουέδερ Ποστ για το Σμιθσόνιαν. Σήμερα, βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Ουάσιγκτον.

Το κολιέ, με 32 σμαράγδια και 1.138 διαμάντια, και τα σκουλαρίκια διατηρήθηκαν στην αρχική τους κατάσταση από την Van Cleef & Arpels. Πριν ενταχθούν στη συλλογή του Λούβρου, το 2004, βρίσκονταν στην κατοχή της βαρόνης Έλι ντε Ρότσιλντ.

Ζαφείρια και διαμάντια
Το κλεμμένο σετ ζαφειριών έχει υποστεί αρκετές τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια των αιώνων και έχει φορεθεί από πολλές βασίλισσες. Η πρώτη γνωστή ιδιοκτήτρια ήταν η βασίλισσα Ορτάνς της Ολλανδίας (1783-1837), θετή κόρη του Ναπολέοντα. Σύμφωνα με μια αβάσιμη ιστορία, τα πολύτιμα ζαφείρια της Κεϋλάνης ήταν μέρος της συλλογής της μητέρας της, της αυτοκράτειρας Ιωσηφίνας, και ίσως να χρονολογούνται ακόμη και από την εποχή της Μαρίας Αντουανέττας.

Το σετ αγόρασε από την Ορτάνς ο μελλοντικός βασιλιάς Λουδοβίκος-Φίλιππος Α΄ της Γαλλίας για την Ιταλίδα σύζυγό του, βασίλισσα Μαρί-Αμελί (1782-1866). Με τη σειρά της, η βασίλισσα χάρισε τα κοσμήματα στα εγγόνια της όταν παντρεύτηκαν. Το σετ παρέμεινε στην οικογένεια της Ορλεάνης μέχρι το 1985, όταν το Λούβρο αγόρασε την τιάρα, το κολιέ, τα σκουλαρίκια, μια μεγάλη καρφίτσα και δύο μικρές καρφίτσες από τον Ανρί ντ’ Ορλεάν, κόμη του Παρισιού, για 5 εκατομμύρια φράγκα. Το ποσό ήταν μικρότερο από αυτό που θα είχαν αποφέρει στην ελεύθερη αγορά, αλλά ο κόμης ήθελε να παραμείνουν στη Γαλλία. Βρίσκονταν στο Λούβρο για 40 χρόνια, μέχρι τη ληστεία.
Η τιάρα περιλαμβάνει πέντε κύρια αρθρωτά στοιχεία, με το καθένα να είναι στολισμένο με ένα μεγάλο ζαφείρι. Το κομμάτι έχει συνολικά 24 ζαφείρια και 1.083 διαμάντια.

Το κόσμημα για το κεφάλι μπορεί να αποσυναρμολογηθεί και να δώσει πολλές καρφίτσες. Αυτό φαίνεται σε ένα πορτρέτο της Μαρίας-Αμελίας, όπου τα κομμάτια της τιάρας κοσμούν τη φούστα του φορέματός της.

Το κολιέ, με οκτώ ζαφείρια συμπληρωμένα με διαμάντια, είναι δειγμα εξαιρετικής χειροτεχνίας. Όλοι οι κρίκοι του είναι αρθρωτοί, που σημαίνει ότι κατασκευάστηκε με εύκαμπτα μέρη που επιτρέπουν την κίνηση. Αυτό το χαρακτηριστικό προσδίδει δυναμισμό στο κόσμημα. Τα σκουλαρίκια έχουν κρεμαστά ζαφείρια σε σχήμα briolette. Μόνο το ένα σκουλαρίκι εκλάπη.

Η εξαίσια τιάρα της Ευγενίας
Η κομψή Ισπανίδα αυτοκράτειρα Ευγενία (1826-1920) ήταν πρωτοπόρος της μόδας στα μέσα του 19ου αιώνα. Ως σύζυγος του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ; , γιου της βασίλισσας Ορτάνς και αδελφού του Ναπολέοντα Α΄, η Ευγενία αρεσκόταν στα πολυτελή φορέματα και κοσμήματα. Λίγο μετά το γάμο της, ο ζωγράφος της υψηλής κοινωνίας Φραντς Ξάβερ Βίντερχαλτερ δημιούργησε μια επίσημη ολόσωμη προσωπογραφία της. Το πρωτότυπο πιθανότατα χάθηκε κατά τη διάρκεια μιας πυρκαγιάς το 1871, αλλά σώζονται πολλά αντίγραφα.

Το έργο δείχνει την αυτοκράτειρα να φοράει μια υπέροχη τιάρα με μαργαριτάρια και διαμάντια που χρονολογείται από το 1853, την οποία κατασκεύασε ο αυλικός κοσμηματοπώλης Αλεξάντρ-Γκαμπριέλ Λεμονιέ κατά παραγγελία του Ναπολέοντα Γ΄ για γαμήλιο δώρο στη μέλλουσα σύζυγό του. Ο Λεμονιέ χρησιμοποίησε μαργαριτάρια από ένα σετ κοσμημάτων που είχε αρχικά φτιαχτεί για τη Μαρία Λουίζα. Η τιάρα αποτελείται από 212 φυσικά μαργαριτάρια και 1.998 διαμάντια.

Το 1870, η Ευγενία εξορίστηκε στην Αγγλία και ο Ναπολέων Γ΄ την ακολούθησε τον επόμενο χρόνο. Όπως είχε κάνει και η Μαρία Λουίζα, φεύγοντας από τη Γαλλία πήρε μαζί της τα προσωπικά της κοσμήματα. Η τιάρα, που θεωρούνταν μέρος των κοσμημάτων του στέμματος, έμεινε πίσω. Το 1887, πραγματοποιήθηκε στο Λούβρο μια μνημειώδης δημοπρασία κοσμημάτων από τα κοσμήματα του στέμματος της χώρας. Η Γ΄ Γαλλική Δημοκρατία, η κυβέρνηση που είχε αντικαταστήσει τη Β΄ Γαλλική Αυτοκρατορία του Ναπολέοντα Γ΄, ήταν επιφυλακτική ως προς το να κρατήσει αυτά τα ισχυρά σύμβολα της βασιλείας στην κατοχή της, καθώς θα μπορούσαν να εμπνεύσουν την αποκατάσταση της μοναρχίας. Σχεδόν όλα τα κοσμήματα της συλλογής πωλήθηκαν, συμπεριλαμβανομένης της τιάρας της αυτοκράτειρας Ευγενίας. Την τιάρα απέκτησε, το 1890, η γερμανική αριστοκρατική οικογένεια Thurn und Taxis, στην οποία παρέμεινε περνώντας από γενιά σε γενιά, πριν πωληθεί το 1992 στο Sotheby’s για 3.719.430 ελβετικά φράγκα (περίπου 360.000 ευρώ). Αγοράστηκε για να εκτεθεί στο Λούβρο.

Η ανακτηθείσα κορώνα της Ευγενίας εμφανίζεται επίσης στο πορτρέτο του Βίντερχαλτερ , τοποθετημένη πάνω σε ένα μαξιλαράκι. Η ζωγραφική της απόδοση ωστόσο διαφέρει από το πραγματικό αντικείμενο, καθώς όταν οΒίντερχαλτερ ζωγράφισε τον πίνακα, ο Λεμονιέ δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει την κορώνα. Ως αποτέλεσμα, ο Βίντερχαλτερ εργάστηκε βάσει των σχεδίων του κοσμηματοποιού. Οι οκτώ αψίδες σε σχήμα αετού της τελικής κορώνας είναι διανθισμένες με διαμαντένιες παλμέτες – αυτοκρατορικά σύμβολα αμφότερα. Στην κορυφή των αψίδων βρίσκεται ένας διαμαντένια σφαίρα με έναν σταυρό.

Η κορώνα είχε δημιουργηθεί και εκτεθεί στην Παγκόσμια Έκθεση του 1855. Η Γ΄ Δημοκρατία την επέστρεψε στην αυτοκράτειρα το 1875 και εκείνη την κληροδότησε στην πριγκίπισσα Μαρία-Κλοτίλδη Ναπολέοντα, κόρη του διορισμένου διαδόχου του αποθανόντος γιου της. Εντάχθηκε στη συλλογή του Λούβρου το 1988.
Καρφίτσα-φιόγκος

Η καρφίτσα σε σχήμα φιόγκου της Ευγενίας, κατασκευής Φρανσουά Κράμερ, αποτελείται από 2.438 διαμάντια και έχει το εντυπωσιακό ύψος των 23 εκατοστών περίπου. Κατασκευάστηκε το 1855 και προσαρμόστηκε το 1864. Με ένα δεξιοτεχνικό σχέδιο, είναι μια γλυπτική ‘κορδέλα’, με ασύμμετρες πλεξούδες που τελειώνουν με φούντες με αρθρωτά κρόσσια και πέντε δέσμες διαμαντιών να κρέμονται ελεύθερα από την κορδέλα, «en pampille», που σημαίνει ότι καταλήγουν σε σχήμα παγοκρύσταλλου.
Πωλήθηκε επίσης στη δημοπρασία του 1887 (ήταν το νούμερο πέντε του καταλόγου), σε έναν κοσμηματοπώλη για λογαριασμό της «βασίλισσας» της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης της Χρυσής Εποχής, Κάρολαϊν Άστορ, για 42.200 φράγκα (πάνω από 7.000 ευρώ) της εποχής. Το 1902, αγοράστηκε από τον Δούκα του Ουέστμινστερ για τον γάμο της κόρης του με τον έβδομο Κόμη Μπόουτσαμπ. Η σύζυγος του όγδοου κόμη την πούλησε σε έναν έμπορο πολύτιμων λίθων της Νέας Υόρκης, το 1980. Όταν η συλλογή του εμπόρου επρόκειτο να πωληθεί το 2008 στο Christie’s, το Λούβρο ήταν αποφασισμένο να φέρει την καρφίτσα πίσω στη Γαλλία. Καθώς η δημοπρασία τελικά ακυρώθηκε, το μουσείο διαπραγματεύτηκε μια ιδιωτική πώληση του κομματιού για το ποσό των 10,7 εκατομμυρίων δολαρίων.
Βασιλική καρφίτσα-λειψανοθήκη

Η καρφίτσα-λειψανοθήκη της Ευγενίας ήταν ένα από τα λίγα κοσμήματα της κορώνας που δεν δημοπρατήθηκαν από την Γ΄ Δημοκρατία. Αντ’ αυτού, προστέθηκε στη συλλογή του Λούβρου. Το όνομά της είναι λανθασμένο, καθώς δεν υπάρχει χώρος στο κομμάτι για να φιλοξενήσει ένα λείψανο. Οι μελετητές υποθέτουν ότι η θήκη της καρφίτσας μπορεί να προοριζόταν για αυτή τη χρήση. Η καρφίτσα κατασκευάστηκε το 1855 από τον Άλφρεντ Μπαπστ, η οικογένεια του οποίου ήταν βασιλικοί κοσμηματοποιοί για γενιές. Κάτω από τη ροζέτα στην κορυφή της καρφίτσας υπάρχουν δύο μεγάλα διαμάντια σε σχήμα καρδιάς. Αυτές οι σημαντικές πέτρες μπορούν να αναχθούν στον καρδινάλιο Ζυλ Μαζαρέν. Ο Μαζαρέν, πρωθυπουργός της Γαλλίας, συγκέντρωσε μια θρυλική συλλογή από 18 σπάνια διαμάντια στα μέσα του 17ου αιώνα. Μετά το θάνατό του, τα άφησε στον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄ και στα γαλλικά βασιλικά κοσμήματα. Τα διαμάντια με αριθμούς 17 και 18 χρησιμοποιήθηκαν από τον βασιλιά ως κουμπιά για τα παλτά του και, αιώνες αργότερα, χρησιμοποιήθηκαν για την Ευγενία.
Τον 20ό αιώνα, θρηνώντας για την απώλεια της γαλλικής ιστορίας από την πώληση του 1887, το Λούβρο άρχισε να αγοράζει τα βασιλικά κοσμήματα. Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι τα οκτώ κλεμμένα κοσμήματα αφαιρέθηκαν από ένα μέρος που προοριζόταν ειδικά για την προστασία τους προς όφελος της δημόσιας έκθεσης. Η θλίψη που προκάλεσε αυτή η κλοπή δεν αφορά μόνο την απώλεια διαμαντιών, ζαφειριών, σμαραγδιών και μαργαριταριών, αλλά και τις ιστορίες που φέρουν τα συγκεκριμένα κοσμήματα, τα οποία αποτελούσαν ζωντανές μαρτυρίες της δεξιοτεχνίας, της ομορφιάς, της εξουσίας, της πολιτικής και του ρομαντισμού, αφού όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν πλέον φύγει. Μέρος της γαλλικής πολιτιστικής κληρονομιάς, η κλοπή τους δεν είναι μόνο κλοπή από το Λούβρο και τον γαλλικό λαό, αλλά και από τους πολίτες του κόσμου που αγαπούν και εκτιμούν την ιστορία.








