Η Κίνα απέρριψε την πρόταση του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να συμμετάσχει σε συνομιλίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία για τον περιορισμό των πυρηνικών οπλοστασίων τους, χαρακτηρίζοντας την ιδέα μη ρεαλιστική.
Το Πεκίνο απέρριψε επισήμως την πρόταση στις 27 Αυγούστου, δύο ημέρες μετά τη δήλωση του Τραμπ ότι Ουάσιγκτον και Μόσχα συζητούν τρόπους μείωσης των πυρηνικών όπλων και ότι ευελπιστούσε να συμμετάσχει και η Κίνα.
Ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, Γκούο Τζιακούν, ξεκαθάρισε σε συνέντευξη Τύπου ότι η Κίνα δεν θα λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις, επισημαίνοντας ότι η βασική ευθύνη βαραίνει τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Τραμπ είχε θέσει το ζήτημα νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, απαντώντας σε ερωτήσεις στο Οβάλ Γραφείο, παρουσία του προέδρου της Νότιας Κορέας, Λι Τζε Μιουνγκ. Ο αμερικανός πρόεδρος είπε ότι το θέμα της πυρηνικής απαγόρευσης συζητήθηκε και στη συνάντησή του με τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν στις 15 Αυγούστου στην Αλάσκα, εκφράζοντας την πρόθεσή του να ενταχθεί και η Κίνα στη διαδικασία.
Ο Τραμπ υπογράμμισε ότι «μία από τις προσπάθειες που γίνονται με τη Ρωσία και την Κίνα αφορά την αποπυρηνικοποίηση» και ότι «δεν μπορεί να επιτραπεί η διάδοση των πυρηνικών όπλων».
Η πρωτοβουλία αυτή έρχεται σε μια περίοδο που η ισχύουσα συμφωνία New START (New Strategic Arms Reduction Treaty), η οποία περιορίζει τον αριθμό των αναπτυγμένων πυρηνικών κεφαλών και εκτοξευτών, λήγει στις 5 Φεβρουαρίου 2026. Μετά την κατάρρευση της Συνθήκης INF (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty) το 2019, το New START παραμένει το μοναδικό σύμφωνο ελέγχου πυρηνικών όπλων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.
Η 10ετής συνθήκη, που ξεκίνησε το 2011 και παρατάθηκε κατά πέντε χρόνια το 2021, περιορίζει κάθε πλευρά σε όχι περισσότερες από 1.550 αναπτυγμένες πυρηνικές κεφαλές και 700 αναπτυγμένους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους (ICBMs), βαλλιστικούς πυραύλους εκτοξευόμενους από υποβρύχια και στρατηγικά βομβαρδιστικά. Επίσης θέτει όριο στον συνολικό αριθμό εκτοξευτήρων πυραύλων και βομβαρδιστικών στους 800 και προβλέπει εκτεταμένες επιθεωρήσεις.
Η διαπραγμάτευση νέας συνθήκης θεωρείται δύσκολη, καθώς η Ρωσία έχει καταστήσει σαφές ότι θέλει τη συμμετοχή και άλλων πυρηνικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία.
Οι ΗΠΑ και η Ρωσία διαθέτουν από περισσότερες από 5.000 πυρηνικές κεφαλές, ενώ η Κίνα εκτιμάται ότι διαθέτει τουλάχιστον 600, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (Stockholm International Peace Research Institute – SIPRI), αυξημένες από περίπου 500 το 2024. Η Γαλλία διαθέτει περίπου 290 κεφαλές, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο περίπου 225.
Το SIPRI σημείωσε ότι, ανάλογα με τη δομή των δυνάμεών της, η Κίνα θα μπορούσε ως το τέλος της δεκαετίας να διαθέτει αριθμό διηπειρωτικών πυραύλων αντίστοιχο με αυτόν της Ρωσίας ή των ΗΠΑ. Ακόμη κι αν φτάσει τις 1.500 κεφαλές έως το 2035, ο αριθμός αυτός θα αντιστοιχεί περίπου στο ένα τρίτο του σημερινού αμερικανικού και ρωσικού οπλοστασίου.
Η πρώτη κυβέρνηση Τραμπ είχε επίσης επιχειρήσει να εντάξει την Κίνα σε συνομιλίες πυρηνικής μείωσης, αλλά το Πεκίνο είχε απορρίψει το αίτημα.
Το 2020, ο τότε ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για τον έλεγχο των εξοπλισμών, Μάρσαλ Μπίλινγκσλι, συγκρούστηκε διαδικτυακά με κινέζους αξιωματούχους, όταν ανάρτησε φωτογραφία από άδειες θέσεις διαπραγματευτικού τραπεζιού που φαινόταν να προορίζονταν για την κινεζική αντιπροσωπεία στη Βιέννη.
Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών αντέδρασε έντονα, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ δεν είχαν δικαίωμα να τοποθετήσουν σημαίες χωρίς τη συγκατάθεση του Πεκίνου. Ο ρώσος πρέσβης στην Αυστρία αργότερα ανήρτησε δικές του φωτογραφίες, δείχνοντας ότι οι θέσεις ήταν κατειλημμένες και δεν υπήρχαν κινεζικές σημαίες στην αίθουσα.
Του Bill Pan