Καθώς στις 3 Μαΐου γιορτάστηκε η Παγκόσμια Ημέρα Ελευθερίας του Τύπου, οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF) δημοσίευσαν τον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου για το 2024.
Η Κίνα κατατάσσεται σχεδόν στην τελευταία θέση – 172η μεταξύ 180 χωρών και περιφερειών – διατηρώντας παράλληλα τα πρωτεία παγκοσμίως από το προηγούμενο έτος στη φυλάκιση δημοσιογράφων.
Η RSF, η διεθνής μη κυβερνητική οργάνωση που εδρεύει στο Παρίσι και εργάζεται για τη διασφάλιση της ελευθερίας της πληροφόρησης, αναφέρει στην έκθεσή της ότι «εκτός από την κράτηση περισσότερων δημοσιογράφων από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο», το κινεζικό καθεστώς «συνεχίζει να ασκεί αυστηρό έλεγχο στα κανάλια πληροφόρησης, εφαρμόζοντας πολιτικές λογοκρισίας και επιτήρησης για τη ρύθμιση του διαδικτυακού περιεχομένου και τον περιορισμό της διάδοσης των πληροφοριών που θεωρούνται ευαίσθητες ή αντίθετες προς την κομματική γραμμή».
Η RSF επεσήμανε επίσης στην έκθεση ότι «στην Κίνα φυλακίζονται περισσότεροι δημοσιογράφοι από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, έχοντας επί του παρόντος υπό κράτηση περισσότερους από 100».
Σε σύγκριση με την περσινή χρονιά, όπου κατείχε την 179η (προτελευταία) θέση, η Κίνα φέτος βρίσκεται λίγο πιο ψηλά στην κατάταξη. Ωστόσο, η έκθεση αναφέρει ότι ο μόνος λόγος γι’ αυτή τη μικρή ανοδική κίνηση είναι η επιδείνωση της κατάστασης σε άλλες χώρες και περιοχές, όπως στο Αφγανιστάν που ελέγχεται από τους Ταλιμπάν, και όχι οποιαδήποτε βελτίωση στην ίδια την Κίνα.
Το Χονγκ Κονγκ – το οποίο ελέγχεται από το κινεζικό καθεστώς – επίσης ανέβηκε στην 135η θέση, η οποία είναι υψηλότερη από την 140η θέση που κατείχε το 2023. Ωστόσο, η βαθμολογία της ελευθερίας του μειώθηκε κατά 1,8 μονάδες από το 44,86 του περασμένου έτους «λόγω της αύξησης των διώξεων των δημοσιογράφων βάσει του νόμου περί εθνικής ασφάλειας που επέβαλε το Πεκίνο το 2020», αναφέρει η έκθεση. Η RSF εξηγεί: «Η άνοδος ορισμένων χωρών στον Δείκτη είναι παραπλανητική στο βαθμό που η βαθμολογία τους μειώθηκε και η άνοδος του Δείκτη ήταν αποτέλεσμα της πτώσης των χωρών που προηγουμένως βρίσκονταν πάνω από αυτές».
Πάνω από 100 Κινέζοι συγγραφείς στη φυλακή
Εν τω μεταξύ, η PEN America από τη Νέα Υόρκη δημοσίευσε τον δείκτη Freedom to Write Index 2023.
Η έκθεση, που δημοσιεύθηκε την 1η Μαΐου, επεσήμανε επίσης ότι η Κίνα παραμένει ο μεγαλύτερος διώκτης συγγραφέων και διανοούμενων στον κόσμο ξεπερνώντας τις 100 φυλακίσεις το 2023.
Μεταξύ των 107 συγγραφέων που φυλακίστηκαν, οι 50 ήταν διαδικτυακοί σχολιαστές που δημοσιεύουν τις απόψεις τους για μια σειρά από κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά θέματα σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Η έκθεση ανέφερε ότι η κινεζική κυβέρνηση χρησιμοποιεί την ασαφή κατηγορία της «πρόκλησης διενέξεων και προβλημάτων» για να τους συλλάβει και να τους φυλακίσει.
Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Σενγκ Σουέ, με έδρα τον Καναδά, δήλωσε στους Epoch Times στις 4 Μαΐου ότι οι αριθμοί που δημοσιεύονται από αυτούς τους διεθνείς οργανισμούς είναι το ελάχιστο που διαρρέει στον έξω κόσμο από τον αυστηρό έλεγχο των πληροφοριών από το ΚΚΚ.
«Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι δημοσιογράφοι στην Κίνα έχουν διωχθεί μέχρι θανάτου, πόσοι έχουν συλληφθεί κρυφά, καταδικαστεί, διωχθεί και βασανιστεί», δήλωσε η κα Σενγκ. «Ολόκληρο το σύστημα του ΚΚΚ είναι ένα κρατικο-τρομοκρατικό καθεστώς, που σημαίνει ότι όχι μόνο η κεντρική επιτροπή του ΚΚΚ είναι ένα αυταρχικό και απολυταρχικό σύστημα, [αλλά] όλα τα επίπεδα της εξουσίας του λειτουργούν ως ένα δικτατορικό και τυραννικό καθεστώς. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατο για τον έξω κόσμο να γνωρίζει πολλά. Είναι δύσκολο να συγκεντρωθούν στατιστικά στοιχεία. Για να είμαι ειλικρινής, ακόμη και ο [ηγέτης του ΚΚΚ] Σι Τζινπίνγκ δεν γνωρίζει.»
«Πιστεύω ακράδαντα ότι η Κίνα είναι η χώρα στην οποία η ελευθερία του Τύπου και η ελευθερία του λόγου διώκονται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο», πρόσθεσε η κα Σενγκ. «Το πολιτικό της σύστημα της επιτρέπει να το κάνει σε αυτόν τον βαθμό.»
Ο Λάι Τζιανπίνγκ, Κινέζος δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαμένει σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, δήλωσε στους Epoch Times στις 4 Μαΐου ότι η ελευθερία του Τύπου και η ελευθερία του λόγου στην Κίνα, περιλαμβανομένου του Χονγκ Κονγκ, στην πραγματικότητα μειώνονται και περιστέλλονται ακόμα περισσότερο:
«Ο λόγος για τον οποίο το ΚΚΚ συνεχίζει να αυστηροποιεί τον έλεγχο του λόγου είναι κυρίως επειδή αντιμετωπίζει όλο και πιο βαθιές και πρωτοφανείς πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις. Η κυβερνητική του θέση απειλείται και θέλει να διατηρήσει τη μονοκομματική δικτατορία και τη δικτατορία του ενός ανδρός. Ως εκ τούτου, επαυξάνει τον έλεγχό του σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Έτσι, [η καταστολή] της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας του Τύπου αποτελούν κορυφαίες προτεραιότητες για το ΚΚΚ και είναι οι πιο σημαντικές πτυχές της κοινωνικής ζωής που πρέπει να ελέγξει.»
Η δημοσιογραφία των πολιτών στην Κίνα
Οι Κινέζοι ερασιτέχνες δημοσιογράφοι αποτελούν επίσης στόχους της καταστολής και των διώξεων του κινεζικού καθεστώτος.
Η δημοσιογράφος-πολίτης Τζανγκ Τζαν καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης επειδή ανέφερε την αλήθεια για την επιδημία COVID-19 στη Γούχαν το 2020. Η ποινή της θα ολοκληρωθεί στις 13 Μαΐου. Η RSF καλεί τη διεθνή κοινότητα να δώσει προσοχή και να ασκήσει πίεση στο Πεκίνο, ώστε να μπορέσει να ανακτήσει πλήρως την ελευθερία της, σε δελτίο Τύπου που εξέδωσε τον περασμένο μήνα. Η κα Τζανγκ βραβεύτηκε με το Βραβείο Θάρρους της RSF το 2021.
Ο ερασιτέχνης δημοσιογράφος Φανγκ Μπιν από τη Γούχαν αποφυλακίστηκε για έναν χρόνο, αλλά συνεχίζει να αντιμετωπίζει την παρενόχληση των αρχών του ΚΚΚ. Επί του παρόντος, αντιμετωπίζει έξωση, ενώ έχει διακοπεί η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και νερού στην κατοικία του και η αστυνομία της Γούχαν ασκεί πιέσεις στον ιδιοκτήτη του. Μπορεί σύντομα να αναγκαστεί να ζήσει στον δρόμο.
Τον Φεβρουάριο του 2020, κατά τη διάρκεια της επιδημίας του COVID-19 στη Γούχαν, ο κος Φανγκ δημοσίευσε βιντεοσκοπημένες αναφορές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποκαλύπτοντας τον τεράστιο αριθμό των θανάτων εκείνη την περίοδο και προσελκύοντας ευρεία διεθνή προσοχή. Αργότερα, συνελήφθη από την τοπική αστυνομία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών για «διαπληκτισμούς και πρόκληση προβλημάτων».
Ο κος Λάι δήλωσε: «Οι δημοσιογράφοι-πολίτες αποτελούν βασικό κρίκο του [οικοσυστήματος] της ελευθερίας του Τύπου. Δεν καταπιέζονται μόνο τα [κινεζικά] επίσημα μέσα ενημέρωσης, η ελευθερία του λόγου και η ελευθερία του Τύπου των επίσημων δημοσιογράφων, αλλά καταστέλλονται και οι ιδιώτες δημοσιογράφοι-πολίτες, και μάλιστα πιο σοβαρά.
»Υπάρχουν όλο και λιγότεροι τομείς στους οποίους μπορούν να κάνουν ρεπορτάζ και να παρεμβαίνουν και δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου χώρος γι’ αυτούς. Επειδή το ΚΚΚ θέλει να μονοπωλήσει ολόκληρο το σύστημα του λόγου και το δικαίωμα του λόγου, ουσιαστικά δεν υπάρχει χώρος για να επιβιώσουν οι δημοσιογράφοι-πολίτες.»
Η κα Σενγκ δήλωσε ότι, σε αυτό το σημείο, «δεν υπάρχουν πια δημοσιογράφοι-πολίτες στην Κίνα. Όταν μιλάμε για την ελευθερία του Τύπου, την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης κλπ στην Κίνα, το Κομμουνιστικό Κόμμα μας έχει δώσει την καλύτερη απάντηση – έχει ήδη δηλώσει ότι τα μέσα ενημέρωσης είναι η φωνή του».
Του Alex Wu
Επιμέλεια: Αλία Ζάε