Ο σύμβουλος εμπορίου του Λευκού Οίκου Πίτερ Ναβάρο δήλωσε ότι ο κόσμος έχει πλέον συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της κυριαρχίας της Κίνας στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Όπως είπε σε εκδήλωση του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων στις 17 Οκτωβρίου, «αυτή είναι η κατάσταση σήμερα· ο κόσμος έχει αλλάξει θεμελιωδώς με βάση όσα έχουμε δει, και δεν θα μείνει πλέον αμέτοχος».
Τα σχόλιά του δείχνουν μια εμφανή μεταστροφή στη διεθνή στάση σε σχέση με την περίοδο που υπηρετούσε στην πρώτη κυβέρνηση Τραμπ. Το 2017, ο Ναβάρο υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στην απόφαση της τότε κυβέρνησης να διεξαγάγει εννεάμηνη έρευνα για τη βιομηχανική βάση άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών. Η τελική έκθεση των 146 σελίδων, που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του επόμενου έτους, χαρακτήριζε την Κίνα «σημαντικό και αυξανόμενο κίνδυνο για την προμήθεια υλικών και τεχνολογιών που θεωρούνται στρατηγικής και κρίσιμης σημασίας για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ».
Η έκθεση επεσήμανε ότι, όσον αφορά κρίσιμα ενεργειακά υλικά για πυρομαχικά και πυραύλους, συχνά «δεν υπάρχει άλλη πηγή ή εναλλακτικό υποκατάστατο». Και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει τέτοια επιλογή, το κόστος και ο χρόνος είναι αποτρεπτικοί—μερικές φορές φθάνοντας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια ανά περίπτωση.
Ο Ναβάρο ανέφερε ότι η καθημερινή του ανησυχία ήταν αν οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν επαρκείς ποσότητες μαγνητών, φαρμάκων ή ρουλεμάν—«οτιδήποτε χρειάζεται η χώρα»—επικαλούμενος ότι μια μικρή παράλειψη μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη καταστροφή. Τόνισε ότι «δεν μπορείς να προβάλεις ισχύ αν έχεις παραδώσει την παραγωγή· δεν μπορείς να αποτρέψεις την επιθετικότητα όταν οι αλυσίδες εφοδιασμού σου περνούν μέσα από τα λιμάνια του αντιπάλου· και δεν μπορείς να ηγηθείς του ελεύθερου κόσμου αν δεν μπορείς να παράγεις ό,τι χρειάζεται ο ελεύθερος κόσμος».
Σύμφωνα με τον Ναβάρο, η οικονομική επιθετικότητα του κινεζικού καθεστώτος είναι πλέον αδύνατον να αγνοηθεί. «Η δουλειά μου είναι πολύ ευκολότερη τώρα, γιατί δεν χρειάζεται να πείσω κανέναν πια», σχολίασε, προσθέτοντας ότι «το αξιοσημείωτο είναι πως δεν αφορά μόνο το ζήτημα των μαγνητών ή μόνο εμάς—είναι ολόκληρος ο κόσμος».
Μία εβδομάδα νωρίτερα, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε ανακοινώσει πρόσθετο δασμό 100 τοις εκατό στις εισαγωγές από την Κίνα, επικαλούμενος τους «επιθετικούς» περιορισμούς του Πεκίνου στις σπάνιες γαίες, οι οποίες χρησιμοποιούνται σχεδόν σε όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές και το κινεζικό καθεστώς κατέχει σχεδόν μονοπωλιακή θέση. Ο Τραμπ αναγνώρισε ότι οι υψηλοί δασμοί δεν είναι βιώσιμοι μακροπρόθεσμα, ωστόσο σημείωσε πως δεν έχει άλλη επιλογή. Εξήγησε ότι «τον ανάγκασαν να το κάνει», προσθέτοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να επιδιώκουν μια «δίκαιη συμφωνία». Επισήμανε επίσης ότι «η Κίνα μάς εξαπατά από την πρώτη μέρα».
Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ επιβεβαίωσε στις 18 Οκτωβρίου ότι θα συναντηθεί με κινεζική αντιπροσωπεία στη Μαλαισία την επόμενη εβδομάδα, προκειμένου να προετοιμαστεί η επικείμενη σύνοδος κορυφής ΗΠΑ–Κίνας στη Νότια Κορέα. Δήλωσε σε δημοσιογράφους, κατά τη διάρκεια διμερούς συνάντησης μεταξύ του Τραμπ και του προέδρου της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «ελπίζουν πως η Κίνα θα δείξει τον ίδιο σεβασμό που δείξαμε εμείς» και εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο πρόεδρος Τραμπ, λόγω της σχέσης του με τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, «θα μπορέσει να επαναφέρει τα πράγματα σε καλό δρόμο».
Ο Τραμπ υπογράμμισε ότι οι δασμοί έχουν ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση των Ηνωμένων Πολιτειών και ότι αναμένει από τη σύνοδο «μια συμφωνία επωφελή και για τις δύο πλευρές». Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι «πρέπει να γίνει κατανοητό πως ποτέ δεν πήραμε τίποτα από την Κίνα· για πολλά χρόνια ήταν μονόδρομος».
Ο Μπέσεντ είχε προειδοποιήσει νωρίτερα ότι αν το Πεκίνο αρνηθεί να αποτελέσει αξιόπιστο εμπορικό εταίρο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ίσως αναγκαστούν να προχωρήσουν σε αποσύνδεση των οικονομιών τους.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δείξει ετοιμότητα να συντονιστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την αντιμετώπιση της κινεζικής κυριαρχίας στις σπάνιες γαίες. Ο υπουργός Εξωτερικών της Δανίας, Λαρς Ράσμουσεν, δήλωσε ότι «πρόκειται για έναν τομέα κοινού ενδιαφέροντος με τους φίλους μας στις Ηνωμένες Πολιτείες· αν μείνουμε ενωμένοι, μπορούμε να ασκήσουμε πολύ μεγαλύτερη πίεση στην Κίνα ώστε να ενεργήσει δίκαια».