Η καταδίκη του πρώην μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης στο Χονγκ Κονγκ, Τζίμμυ Λάι, βάσει νόμου περί εθνικής ασφάλειας που συντάχθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ), προκάλεσε καταδίκες από κυβερνήσεις και βουλευτές σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι χαρακτήρισαν την απόφαση πολιτικά υποκινούμενη και ως κατάλυση του κράτους δικαίου στην περιοχή.
Ο Λάι, έντονος επικριτής του ΚΚΚ, αντιμετωπίζει πλέον ισόβια κάθειρξη, αφού κρίθηκε ένοχος για δύο κατηγορίες «συνωμοσίας για σύμπραξη με ξένες δυνάμεις» βάσει του νόμου περί εθνικής ασφάλειας που επιβλήθηκε από το Πεκίνο, καθώς και για τρίτη κατηγορία «στάσης» βάσει νόμου της αποικιοκρατικής περιόδου.
Η ετυμηγορία ενοχής εκδόθηκε στις 15 Δεκεμβρίου από τριμελές σώμα δικαστών εθνικής ασφάλειας, οι οποίοι είχαν επιλεγεί από τη φιλοκινεζική κυβέρνηση της πόλης, στο Δικαστήριο Πλημμελειοδικών του Γουέστ Κάουλουν, στο Χονγκ Κονγκ.
Ο Λάι είχε δηλώσει αθώος και για τις τρεις κατηγορίες.
Η ακρόαση για την επιμέτρηση της ποινής αναμένεται να ξεκινήσει στις 12 Ιανουαρίου. Η επιβολή της ποινής θα γίνει αργότερα, σύμφωνα με την κυβέρνηση της πόλης. Όπως ανέφερε ο δικηγόρος του, Ρόμπερτ Πανγκ, ο Λάι θα αποφασίσει αν θα ασκήσει έφεση μετά την ανακοίνωση της ποινής.
Ο Λάι, ο οποίος πάσχει από διαβήτη και καρδιακά προβλήματα, βρίσκεται φυλακισμένος στο Χονγκ Κονγκ από τον Δεκέμβριο του 2020. Σύμφωνα με την οικογένειά του και τη νομική του ομάδα, έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος αυτού του διαστήματος σε απομόνωση.
Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφερε ότι ο Λάι, ο οποίος είναι Βρετανός υπήκοος, στοχοποιήθηκε από το Χονγκ Κονγκ και το Πεκίνο επειδή «άσκησε ειρηνικά το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης». Η υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Ιβέτ Κούπερ, δήλωσε σε ανάρτησή της στο X ότι το Ηνωμένο Βασίλειο καταδικάζει τη πολιτικά υποκινούμενη δίωξη του Τζίμμυ Λάι που οδήγησε στην ετυμηγορία ενοχής, και ότι συνεχίζει να ζητά την άμεση απελευθέρωσή του, κάθε αναγκαία θεραπεία και πλήρη πρόσβαση σε ανεξάρτητους επαγγελματίες υγείας.
Την ίδια στάση υιοθέτησε και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, ο διπλωματικός βραχίονας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Υπηρεσία ανέφερε σε ανακοίνωσή της ότι η δίωξη είναι πολιτικά υποκινούμενη και ενδεικτική της διάβρωσης της δημοκρατίας και των θεμελιωδών ελευθεριών στο Χονγκ Κονγκ μετά την επιβολή του νόμου περί Εθνικής Ασφάλειας το 2020, επαναλαμβάνοντας την έκκληση για την άμεση και άνευ όρων απελευθέρωση του Λάι.
Ο νόμος περί εθνικής ασφάλειας ποινικοποίησε ομιλίες ή ενέργειες που κρίνονται αποσχιστικές, ανατρεπτικές ή τρομοκρατικές, καθώς και εκείνες που θεωρείται ότι συνιστούν σύμπραξη με ξένες δυνάμεις κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος. Οι ποινές μπορεί να φτάσουν έως και τα ισόβια.

Πέντε χρόνια μετά την έναρξη ισχύος του δρακόντειου νόμου, η πρώην βρετανική αποικία έχει μετατοπιστεί προς μεγαλύτερο αυταρχισμό· φιλοδημοκρατικοί ακτιβιστές και βουλευτές έχουν φυλακιστεί ή έχουν αυτοεξοριστεί, ανεξάρτητες εφημερίδες και διαδικτυακές πύλες έχουν κλείσει και εξέχουσες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών έχουν διαλυθεί.
Στις 14 Δεκεμβρίου, το Δημοκρατικό Κόμμα, το παλαιότερο φιλοδημοκρατικό κόμμα του Χονγκ Κονγκ, ψήφισε τη διάλυσή του εν μέσω της πολιτικής καταστολής από το ΚΚΚ.
Ταϊβάν
Η καταδίκη του μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης στο Χονγκ Κονγκ άφησε την Ταϊβάν και τη διεθνή κοινότητα σε «βαθιά λύπη και απογοήτευση», όπως δήλωσε το Συμβούλιο Υποθέσεων Ηπειρωτικής Κίνας στην Ταϊπέι της Ταϊβάν.
Ο κυβερνητικός φορέας της Ταϊβάν, ο οποίος είναι αρμόδιος για την εποπτεία των σχέσεων με το Πεκίνο, ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ διακηρύσσει διαρκώς ότι «αφηγείται καλά την ιστορία του Χονγκ Κονγκ», όμως καμία αφήγηση δεν μπορεί να καλύψει το γεγονός ότι καταπνίγει την ελευθερία του λόγου και διώκει φιλοδημοκρατικούς ακτιβιστές.
Η απόφαση κατά του Λάι λειτουργεί ουσιαστικά ως «διακήρυξη» προς τον κόσμο ότι οι ελευθερίες, η δημοκρατία και η δικαστική ανεξαρτησία στο Χονγκ Κονγκ έχουν «διαβρωθεί συστηματικά».
Το ΚΚΚ θεωρεί την Ταϊβάν, μια αυτοδιοικούμενη δημοκρατία, ως μέρος της επικράτειάς του και έχει προτείνει στην Ταϊβάν το πλαίσιο «μία χώρα, δύο συστήματα», παρόμοιο με εκείνο που είχε υποσχεθεί να εφαρμόσει στο Χονγκ Κονγκ έως το 2047. Η ιδέα αυτή απορρίφθηκε από τον πρόεδρο της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, ο οποίος έχει δεσμευτεί να διατηρήσει το κατεστημένο με αξιοπρέπεια και να υπερασπιστεί την ελευθερία του νησιωτικού κράτους.
Οικογένεια
Ο Σεμπαστιέν Λάι, γιος του φυλακισμένου εκδότη, απηύθυνε έκκληση για επείγουσα βοήθεια με στόχο την απελευθέρωση του πατέρα του, ο οποίος έγινε 78 ετών στις 8 Δεκεμβρίου.
Μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου στο Λονδίνο, ο Σεμπαστιέν Λάι χαρακτήρισε «σπαρακτική» τη «ραγδαία» επιδεινούμενη υγεία του πατέρα του, λέγοντας ότι ο πρώην επιχειρηματίας έχασε 10 κιλά μόνο μέσα στον τελευταίο χρόνο.

Λίγο μετά την έκδοση της απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο του Χονγκ Κονγκ, δήλωσε ότι έχει έρθει η ώρα να υπάρξει δράση πίσω από τα λόγια και ότι η απελευθέρωση του πατέρα του πρέπει να τεθεί ως προϋπόθεση για στενότερες σχέσεις με την Κίνα.
Βουλευτές
Περίπου 76 βουλευτές από 30 χώρες εξέδωσαν κοινή δήλωση, καλώντας κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο να καταδικάσουν την «παρωδία δικαιοσύνης».
Στη δήλωση, μέλη της Διακοινοβουλευτικής Συμμαχίας για την Κίνα ανέφεραν ότι, αν η Σινο-Βρετανική Κοινή Διακήρυξη και άλλα δεσμευτικά κείμενα του διεθνούς δικαίου είχαν τηρηθεί από το Πεκίνο, αυτή η δίωξη δεν θα μπορούσε ποτέ να προχωρήσει.
Οι ίδιοι υποστήριξαν ότι η οδύνη του Τζίμμυ Λάι οφείλεται, εν μέρει, στην αποτυχία της διεθνούς κοινότητας να επιβάλει τις νομικές υποχρεώσεις της Κίνας.
Οι βουλευτές κάλεσαν τις κυβερνήσεις τους να καταστήσουν σαφές ότι οι σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου θα έχουν «συνέπειες».
Τόνισαν επίσης ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί η κανονικότητα στις σχέσεις με ένα κράτος που διώκει αθώους ανθρώπους με κατασκευασμένες κατηγορίες.
Αντιδράσεις της G7
Οι υπουργοί Εξωτερικών του Καναδά και άλλων χωρών της G7 καταγγέλλουν την απόφαση εις βάρος του Τζίμμυ Λάι. Οι υπουργοί της G7, μεταξύ των οποίων και η υπουργός Εξωτερικών Ανίτα Ανάντ, ανέφεραν σε ανακοίνωσή τους ότι ανησυχούν για την «επιδείνωση των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και της αυτονομίας στο Χονγκ Κονγκ».
Στην ίδια ανακοίνωση, σημείωσαν ότι η ελευθερία της έκφρασης και της γνώμης, καθώς και οι ελευθερίες των μέσων ενημέρωσης, κατοχυρώνονται στη νομοθεσία του Χονγκ Κονγκ. Οι υπουργοί της G7 κάλεσαν τις αρχές του Χονγκ Κονγκ να απελευθερώσουν τον Λάι και να τερματίσουν παρόμοιες διώξεις.
Το Χονγκ Κονγκ απορρίπτει τους ισχυρισμούς ότι η δίκη του Λάι ήταν πολιτικά υποκινούμενη.
Της Dorothy Li
Με πληροφορίες από την Canadian Press








