Η επιδίωξη του στόχου «μηδενικών εκπομπών άνθρακα» (net zero) στις δυτικές χώρες έχει οδηγήσει σε σημαντική κακοδιαχείριση κεφαλαίων και σε αναποτελεσματική αξιοποίηση πόρων, σύμφωνα με τον πρόεδρο της οργάνωσης Canadians for Nuclear Energy, Κρις Κήφερ.
Μιλώντας πρόσφατα στο συνέδριο Diggers and Dealers Mining Forum, στη Δυτική Αυστραλία, ο Κήφερ υποστήριξε ότι η Δύση χάνει ευκαιρίες ανάπτυξης, καθώς συνεχίζει να κατευθύνει μεγάλα χρηματικά ποσά στις ανανεώσιμες πηγές, παραμελώντας άλλες ενεργειακές λύσεις.
Επεσήμανε ότι ο στόχος των μηδενικών εκπομπών άνθρακα μπορεί να θεωρηθεί «ευγενής», καθώς η επίτευξή του θα σταθεροποιούσε τη μέση παγκόσμια θερμοκρασία, ωστόσο χαρακτήρισε «παράλογη» τη δέσμευση για την επίτευξή του μέχρι το 2050, καθώς οδηγεί – όπως είπε – σε τεράστιες στρεβλώσεις στη διάθεση κεφαλαίων και καθυστερήσεις στην εφαρμογή ουσιαστικών μέτρων για τον περιορισμό των εκπομπών.
Το παράδειγμα του Οντάριο
Ο Κήφερ αναφέρθηκε στο παράδειγμα του Οντάριο, στον Καναδά, το οποίο βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην πυρηνική ενέργεια, αλλά αποφάσισε να ακολουθήσει μια «πράσινη μετάβαση» εμπνευσμένη από χώρες όπως η Γερμανία. Υποστήριξε ότι η λογική για αυτό ήταν πραγματικά ανεπαρκής, διότι ουσιαστικά είχαν ήδη απομακρύνει τον άνθρακα από την ηλεκτρική τους ενέργεια – αλλά όταν συνδυάζεις ιδεολόγους και εξουσία, αυτά συμβαίνουν.
Το 2009, το Οντάριο υιοθέτησε το πρόγραμμα feed-in tariff (FIT) στο πλαίσιο του νόμου για την «Πράσινη Ενέργεια και Οικονομία», το οποίο προσέφερε γενναιόδωρες επιδοτήσεις σε ορισμένα φωτοβολταϊκά πάρκα. Το πρόγραμμα εγκαταλείφθηκε αργότερα, ωστόσο – όπως είπε – είχε σημαντικές συνέπειες για τη δημοσιονομική υγεία της επαρχίας.
Τόνισε ότι, ενώ η χονδρική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας ήταν περίπου τέσσερα σεντ ανά κιλοβατώρα, σε ορισμένους παραγωγούς ηλιακής ενέργειας καταβαλλόταν έως και ογδόντα σεντ ανά κιλοβατώρα, γεγονός που, όπως υποστήριξε, «οδήγησε σε χρεοκοπία».
Οι τιμές αυτές μειώθηκαν σταδιακά, φτάνοντας στα 29,4 σεντ τον Μάρτιο του 2016. Έκθεση του 2011 από το Ινστιτούτο C.D. Howe ανέφερε ότι οι επιδοτήσεις ανανεώσιμης ενέργειας κόστιζαν σε κάθε νοικοκυριό του Οντάριο περίπου 310 καναδικά δολάρια ετησίως, δηλαδή συνολικά 1,5 δισ. δολάρια.

Μετά από αυτή την εμπειρία, το Οντάριο επιστρέφει πλέον στην πυρηνική ενέργεια, με την κατασκευή του πρώτου μικρού αρθρωτού αντιδραστήρα στον Καναδά, συνολικού κόστους 20,9 δισ. δολαρίων. Ο αντιδραστήρας αναμένεται να παράγει 300 μεγαβάτ ηλεκτρικής ισχύος, ικανά να καλύψουν τις ανάγκες 300.000 νοικοκυριών.
Το γερμανικό παράδειγμα
Ο Κήφερ αναφέρθηκε επίσης στη Γερμανία, λέγοντας ότι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας που δυσκολεύεται με τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές. Υπογράμμισε ότι, παρά τις δαπάνες δισεκατομμυρίων για την ανάπτυξη ηλιακής και αιολικής ενέργειας, η χώρα συνεχίζει να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον άνθρακα.
Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, ο άνθρακας αντιπροσώπευε το 27% της εγχώριας παραγωγής ενέργειας στη Γερμανία το 2023. Μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, το Βερολίνο αναγκάστηκε να αυξήσει την παραγωγή ενέργειας από άνθρακα, προκειμένου να αντιμετωπίσει την ενεργειακή κρίση και την απώλεια της πρόσβασης στο ρωσικό φυσικό αέριο.

Κατά τον Κήφερ, η Γερμανία, με περίπου ενενήντα γιγαβάτ εγκατεστημένης ηλιακής ισχύος, εμφανίζει πολύ χαμηλούς συντελεστές αξιοποίησης (8-9%) και έχει οδηγηθεί σε «δραματική κακοδιαχείριση κεφαλαίων». Τόνισε ότι η χώρα προχώρησε στο κλείσιμο των πυρηνικών της αντιδραστήρων και στη συνέχιση της χρήσης άνθρακα λόγω της ρωσικής εισβολής.
Τα «ταμπού» για τις μηδενικές εκπομπές άνθρακα
Ο Κήφερ επεσήμανε ακόμη ότι στη δημόσια συζήτηση γύρω από τις μηδενικές εκπομπές άνθρακα υπάρχουν θέματα που έχουν καταστεί «ταμπού», όπως η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και η γεωμηχανική. Υποστήριξε ότι η αποφυγή τους καθυστερεί την έρευνα και την ανάπτυξη της αναγκαίας υποδομής.
Κατέληξε λέγοντας ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να στηρίζουν τις ενεργειακές πολιτικές τους στον ρεαλισμό και όχι σε ιδεολογίες. Σημείωσε ότι η θέση του δεν σημαίνει αδράνεια απέναντι στη μείωση των εκπομπών, αλλά ότι «η συλλογική αυταπάτη δεν πρόκειται να οδηγήσει στις καλύτερες πολιτικές».
Του