Ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Σωκράτης (470-399 π.Χ.) πίστευε ότι η αυτάρκεια είναι το κλειδί για μια καλή ζωή. Και ότι η καλή ζωή εξαρτάται από την αρετή μας, η οποία βρίσκεται υπό τον έλεγχό μας.
Ο φίλος του Σωκράτη, Αντισθένης (455-365 π.Χ.) θεμελίωσε τη φιλοσοφία του κυνισμού, βασισμένη πάνω στην ελευθερία καθώς και το ιδεώδες της αυτάρκειας του Σωκράτη, και στην πεποίθηση ότι αυτές οι αρχές μπορούν να συνειδητοποιηθούν μέσω κακουχιών και σκληρού μόχθου.
Ο Διογένης (404-323 π.Χ.), ο οποίος έθεσε σε εφαρμογή τη φιλοσοφία αυτή, δήλωσε ότι ο μόνος τρόπος να είμαστε πραγματικά αυτάρκης και ελεύθεροι είναι να κατανοήσουμε την αληθινή ανθρώπινη φύση μας, η οποία πίστευε ότι έρχεται σε αντίθεση με την ανθρώπινη κοινωνία. Ως εκ τούτου, για να κατανοήσουμε τον εαυτό μας, πρέπει να απομακρύνουμε όλες τις περιττές παγίδες και τις αφύσικες επιθυμίες που μας παραχωρεί η κοινωνία.
Η ρίζα της λέξης κυνικός προέρχεται από το κύων + ικός που σημαίνει αυτός που έχει σκυλίσια συμπεριφορά. Οι θεωρίες διαφέρουν για το πώς ακριβώς και γιατί οι κυνικοί χρησιμοποίησαν αυτή τη λέξη για τον τρόπο ζωής τους. Κάποιοι λένε επειδή ο σκύλος είναι αδιάντροπος. Ήταν σίγουρα μια περιγραφή που ο Διογένης υιοθέτησε στη συμπεριφορά του.
Ο Διογένης έζησε μια απλή ζωή έξω από τα κοινωνικά δρώμενα και τις εθιμοτυπίες στους δρόμους της Αθήνας. Κοιμόταν μέσα σε ένα βαρέλι κρασιού και έτρωγε, έπινε και αφόδευε στον δρόμο, χωρίς να νοιάζεται για την απόκρυψη των φυσικών αναγκών του σώματός του.
Αν και κάποιες από τις πράξεις του μπορεί να φαίνονταν περίεργες, ο κυνικός στόχος ήταν να βελτιώσει τη ζωή των ανθρώπων και να την ευθυγραμμίσει με τη λογική, τη φύση και την αρετή.
Οι κυνικοί επίσης εκτιμούσαν την ελευθερία του λόγου. Για παράδειγμα, καθώς πίστευαν στη λογική, μιλούσαν δημόσια ενάντια σε θεωρίες ή σκέψεις που δεν είχαν ορθολογική βάση.
Ιστορικά ανέκδοτα με τον Διογένη
Ακούγοντας μια μέρα κάποιον να χορδίζει μια άρπα, ο Διογένης του είπε, «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;».
Μια μέρα ο Διογένης είδε ένα αγόρι να πίνει νερό από το ποτάμι με τη χούφτα του και αναφώνησε: «Μου δίδαξε ότι έχω ένα αχρείαστο σκεύος» και πέταξε το μοναδικό σκεύος που είχε, ένα σπασμένο κέλυφος που χρησιμοποιούσε ως κύπελλο .
Καθώς λιαζόταν ο Διογένης, τον πλησίασε ο Μέγας Αλέξανδρος και στάθηκε μπροστά του λέγοντάς: «Τί χάρη θές να σου κάνω;» και ο Διογένης με λογοπαίγνιο απαντά «Αποσκότησων με». Βγάλε με δηλαδή από το σκότος, την λήθη, και δείξε μου την αλήθεια. Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, η απάντηση του μπορεί και να εννοηθεί εώς «Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο», καθώς οι κυνικοί πίστευαν πώς η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη λιτότητα, στη ζεστασιά του ήλιου και δεν ζητεί τίποτα από τα υλικά πλούτη.
«Αν δεν ήμουν ο Αλέξανδρος, θα ήθελα να είμαι ο Διογένης», δήλωσε ο Μέγας Αλέξανδρος. Ίσως ο Αλέξανδρος, για πρώτη φορά αντιλήφθηκε την έννοια της αληθινής δύναμης μέσα στον Διογένη, ο οποίος ζούσε πιστός στις πεποιθήσεις του και δεν είχε ανάγκη τίποτα και κανέναν.