Αφήνοντας το σπίτι του στο Τεννεσσί, ο πρώην επιχειρηματικός διευθυντής Άντριου Πάζντερ εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες ως ο νέος πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εργάζεται για να βρει κοινό έδαφος με τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο και μακροχρόνιο σύμμαχο της Αμερικής, παρά τις πρόσφατες διαμάχες για θέματα όπως οι δασμοί, η λογοκρισία και οι στρατιωτικές δαπάνες.
Ο Πάζντερ επικυρώθηκε στη θέση του τον Αύγουστο και ξεκίνησε επίσημα την υπηρεσία του στις 11 Σεπτεμβρίου. Ως συνταξιοδοτημένος διευθύνων σύμβουλος της CKE Restaurants και ένθερμος υποστηρικτής των ελεύθερων αγορών, η επιχειρηματική του εμπειρία μπορεί να του φανεί χρήσιμη, καθώς το εμπόριο και η οικονομία βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας.
Ο Πάζντερ είπε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι η Αμερική χρειάζεται μια Ευρώπη ισχυρή οικονομικά, επειδή θέλει έναν ισχυρό εμπορικό εταίρο, μια Ευρώπη που να μπορεί να αμυνθεί και μια Ευρώπη που ίσως να είναι σε θέση να βοηθήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε διάφορες εστίες κρίσης ανά τον κόσμο.
Πρώτο θέμα στην ατζέντα του είναι η οριστικοποίηση εμπορικών και επιχειρηματικών συμφωνιών μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και ΕΕ, στη βάση του πλαισίου που είχε διαπραγματευτεί τον Ιούλιο. Αυτό περιλαμβάνει ανώτατο όριο 15% στους περισσότερους δασμούς των ευρωπαϊκών εξαγωγών, με ειδική μεταχείριση για εξαρτήματα αεροσκαφών και ορισμένα χημικά, φάρμακα και φυσικούς πόρους, καθώς και μια συμφωνία για την από κοινού προστασία της αμερικανικής και ευρωπαϊκής βιομηχανίας χάλυβα, χαλκού και αλουμινίου από αθέμιτο ανταγωνισμό.
Η συμφωνία περιλαμβάνει επίσης δέσμευση της ΕΕ να επενδύσει 600 δισεκατομμύρια δολάρια σε αμερικανικές βιομηχανίες. Ο Πάζντερ σημείωσε ότι πρόκειται για μια πολύ καλή εμπορική συμφωνία και για τις δύο πλευρές, επισημαίνοντας ότι η Αμερική κέρδισε εμφανώς, αλλά και ότι οι Ευρωπαίοι διαπραγματεύτηκαν καλά και εξασφάλισαν μια καλή συμφωνία.
Πέρα από τους δασμούς, ο Πάζντερ τόνισε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιδρούν σε ευρωπαϊκούς νόμους που, σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους, στοχοποιούν άδικα τις αμερικανικές εταιρείες. Σε αυτούς περιλαμβάνονται διατάξεις του Νόμου για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (Digital Services Act), που περιορίζει τη διαδικτυακή «ρητορική μίσους» και την «παραπληροφόρηση», καθώς και του Νόμου για τις Ψηφιακές Αγορές (Digital Markets Act), που έχει επιβάλει αντιμονοπωλιακά πρόστιμα σε αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας όπως η Meta, η Apple και η Google.
Εξήγησε ότι παρότι ο νόμος φαίνεται ουδέτερος επειδή ισχύει για εταιρείες με συγκεκριμένα επίπεδα εσόδων, στην πραγματικότητα πλήττει κυρίως αμερικανικές επιχειρήσεις.
Οι Αμερικανοί έχουν εκφράσει ανησυχίες ότι τέτοιοι ευρωπαϊκοί νόμοι όχι μόνο θα περιορίσουν την ελευθερία του λόγου στην Ευρώπη, αλλά θα αναγκάσουν τις εταιρείες τεχνολογίας των ΗΠΑ να εφαρμόσουν τα ίδια κριτήρια και στους Αμερικανούς χρήστες.

Ο Πάζντερ επεσήμανε ότι όταν εταιρείες όπως το Facebook ή το X αλλάζουν τον αλγόριθμό τους υπό την πίεση αυτών των νόμων, αυτό μπορεί να επηρεάσει τα δικαιώματα ελεύθερης έκφρασης των Αμερικανών, κάτι που δεν μπορεί να γίνει ανεκτό. Τόνισε μάλιστα ότι ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν πρόκειται να επιτρέψει σε ξένη κυβέρνηση να περιορίσει δικαιώματα ελευθερίας λόγου Αμερικανών πολιτών με τρόπους που ούτε η ίδια η αμερικανική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να επιβάλει.
Η Ευρώπη αντιμέτωπη με σκληρές επιλογές
Η Ευρώπη, γνωστή για τα εκτεταμένα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας προγράμματα – συμπεριλαμβανομένης της περίθαλψης, της φροντίδας παιδιών, της οικογενειακής άδειας, της στέγασης, των πανεπιστημιακών διδάκτρων, της ανεργίας και των συντάξεων – αντιμετωπίζει πλέον ένα μέλλον όπου αυτά τα συστήματα αρχίζουν να καταρρέουν, σύμφωνα με οικονομολόγους και κορυφαίους αξιωματούχους της ΕΕ.
Μέχρι το 2040, το εργατικό δυναμικό της Ευρώπης προβλέπεται να μειώνεται κατά περίπου 2 εκατομμύρια εργαζόμενους ετησίως, σύμφωνα με έκθεση του 2024 από τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας και πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι. Σε συνδυασμό με τη χαμηλή ανάπτυξη, αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει κρίσιμες αποφάσεις.
Ο Ντράγκι έγραψε ότι αν η Ευρώπη δεν γίνει πιο παραγωγική, δεν θα μπορέσει να αποτελέσει ταυτόχρονα ηγέτιδα δύναμη σε νέες τεχνολογίες, φόρο κλιματικής ευθύνης και ανεξάρτητο παίκτη στη διεθνή σκηνή. Επίσης, δεν θα μπορεί να χρηματοδοτεί το κοινωνικό της μοντέλο.
Τον Αύγουστο, ο Γερμανός καγκελάριος Φρήντριχ Μερτς προειδοποίησε ότι το κράτος πρόνοιας όπως το γνωρίζουμε δεν μπορεί πλέον να χρηματοδοτηθεί με την τρέχουσα οικονομική παραγωγή.
Παρά το γεγονός ότι η ανάπτυξη στην Ευρώπη αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια, ουσιαστικά παρέμεινε εντελώς στάσιμη από το 2008 έως το 2020, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Με επικεφαλής βιομηχανικά έθνη όπως η Γερμανία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το ΑΕΠ της ΕΕ ήταν μεγαλύτερο από αυτό της Αμερικής το 2008. Σήμερα είναι κατά 30% μικρότερο συνυπολογίζοντας το Ηνωμένο Βασίλειο, και κατά 50% μικρότερο χωρίς αυτό, σημείωσε ο Πάζντερ.
Σύμφωνα με τον Πάζντερ, η Γερμανία έχει πλέον κατά κεφαλήν ΑΕΠ χαμηλότερο από την πολιτεία της Δυτικής Βιρτζίνια, ενώ η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν χαμηλότερο από την πολιτεία του Μισσισσιπί. Παρότι η Δυτική Βιρτζίνια και το Μισσισσιπί έχουν σήμερα το χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των πολιτειών των ΗΠΑ, υπερτερούν της πλειονότητας των ευρωπαϊκών χωρών όσον αφορά την ευημερία των πολιτών τους, σύμφωνα με ανάλυση στοιχείων του ΔΝΤ που δημοσιεύθηκε στο Euronews.

Ο Πάζντερ υπογράμμισε ότι η Ευρώπη δεν παρουσιάζει την ανάπτυξη που χρειάζεται ούτε δημιουργούνται νέες μεγάλες επιχειρήσεις. Παρ’ όλα αυτά, θεωρεί ότι με τις κατάλληλες πολιτικές μπορεί να αλλάξει πορεία, εκφράζοντας εμπιστοσύνη στην παρούσα ευρωπαϊκή ηγεσία.
Αναζητώντας λύση στην «απλοποίηση»
Ο Πάζντερ σημείωσε ότι η έκθεση Ντράγκι είχε αντίκτυπο, καθώς στην ΕΕ υπάρχει κατανόηση ότι η επιβράδυνση της οικονομίας έχει επηρεάσει τόσο το συνολικό ΑΕΠ όσο και το κατά κεφαλήν.
Επεσήμανε ότι γίνονται προσπάθειες για «απλοποίηση» – τη μείωση της γραφειοκρατίας και την άρση περιορισμών για τις επιχειρήσεις.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η υπερβολική ρύθμιση αποτελεί βασικό πρόβλημα. Σύμφωνα με έκθεση του 2024 του Ευρωπαϊκού Κέντρου για τη Διεθνή Πολιτική Οικονομία, η συσσώρευση νέων κανονισμών τα τελευταία χρόνια υπήρξε τεράστια. Το ίδιο επεσήμανε και ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, δηλώνοντας ότι η ΕΕ «ρυθμίζει υπερβολικά και επενδύει ανεπαρκώς».
Σε αυτά προστίθενται και οι ευρωπαϊκές ενεργειακές δεσμεύσεις, στο πλαίσιο της Συμφωνίας των Παρισίων του 2015, για τη μετάβαση από το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον άνθρακα σε αιολική και ηλιακή ενέργεια, ενώ χώρες όπως η Γερμανία έκλεισαν και τα πυρηνικά τους εργοστάσια.
Ο Πάζντερ σχολίασε ότι η Ευρώπη απομακρύνεται από καύσιμα που στηρίζουν την ανάπτυξη σε ΗΠΑ και Κίνα, σημειώνοντας ότι η Κίνα χρησιμοποιεί κάθε διαθέσιμη πηγή ενέργειας για να είναι ανταγωνιστική στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, ενώ οι ΗΠΑ σχεδιάζουν να προσθέσουν 100 γιγαβάτ ενέργειας κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ.

Εντούτοις, η ενεργειακή μετάβαση αύξησε την εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Στις 23 Σεπτεμβρίου, ο Τραμπ μιλώντας στον ΟΗΕ επέκρινε τη συνεχιζόμενη χρηματοδότηση της Ρωσίας μέσω πωλήσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου, ακόμα και από συμμάχους του ΝΑΤΟ.
Η ΕΕ έχει δεσμευτεί να τερματίσει τις εισαγωγές ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) έως την 1η Ιανουαρίου 2027. Για την ανακούφιση από τις υψηλές τιμές, οι ΗΠΑ θα προμηθεύσουν την Ευρώπη με προϊόντα LNG, πετρελαίου και πυρηνικής ενέργειας αξίας 750 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα στα επόμενα τρία χρόνια.
Παρότι ορισμένες χώρες αποφεύγουν τη χρήση πυρηνικής ενέργειας, άλλες, όπως η Γαλλία, εξακολουθούν να βασίζονται σε αυτήν και πλέον αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως «καθαρή» πηγή λόγω των χαμηλών εκπομπών CO2.
Ο Πάζντερ παρατήρησε ότι η Ευρώπη δεν έχει καταφέρει ακόμη να στηρίξει μια βιομηχανική οικονομία μόνο με ανανεώσιμες πηγές, αλλά με την προσθήκη της πυρηνικής ενέργειας ίσως στο μέλλον να το επιτύχει.
Αναζητώντας κοινό έδαφος
Παρά τις διαφωνίες, υπάρχουν πολλοί τομείς όπου ΗΠΑ και Ευρώπη συγκλίνουν, όπως η λήξη του πολέμου στην Ουκρανία –που αποτελεί «μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες του προέδρου», σύμφωνα με τον Πάζντερ – καθώς και οι ανησυχίες για την Κίνα.
Εξήγησε ότι πολλές από τις απειλές που αντιμετωπίζει η Αμερική είναι ίδιες με αυτές που αντιμετωπίζει η Ευρώπη από την Κίνα, την οποία χαρακτήρισε μερκαντιλιστική δύναμη που χρησιμοποιεί την οικονομική της ισχύ για να επιβάλει συμπεριφορές, αδιαφορώντας για τους κανόνες.
Ανέφερε το παράδειγμα της απόφασης της Κίνας να σταματήσει τις εξαγωγές σπάνιων γαιών και σχετικών μαγνητών, ζωτικών για αυτοκινητοβιομηχανία, αεροναυπηγική, ημιαγωγούς και στρατιωτική βιομηχανία, γεγονός που οδήγησε σε αναστολή παραγωγής σε ευρωπαϊκά εργοστάσια.
Τόνισε ότι η Κίνα θα αποσταθεροποιήσει οικονομίες αν αυτό την εξυπηρετεί, θα ρίξει προϊόντα στην Ευρώπη αν δεν μπορεί να τα ρίξει στις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα τη Ρωσία στον πόλεμο στην Ουκρανία.

Αναλαμβάνοντας τον νέο του ρόλο, ο Πάζντερ ανέφερε ότι η κοινή επιχειρηματική εμπειρία που μοιράζεται με τον Τραμπ σημαίνει ότι συνεργάζονται εύκολα στις διαπραγματεύσεις.
Επεσήμανε ότι βρίσκει τον Αμερικανό πρόεδρο εύκολο στη συνεργασία, ειλικρινή και πρόθυμο να ακούσει, να κατανοήσει και να στηρίξει, όταν χρειάζεται, και τον περιέγραψε ως άνθρωπο ο οποίος παραμένει ο ίδιος είτε στον Λευκό Οίκο είτε σε μια συνέντευξη είτε σε μια προσωπική στιγμή, χαρακτηρίζοντάς τον «πολύ ειλικρινή και πολύ καλό».
Του Kevin Stocklin