Την 1η Οκτωβρίου του 331 π.Χ., σε μια απέραντη πεδιάδα ανάμεσα στις πόλεις της Μοσούλης και του Αρμπίλ στο σημερινό βόρειο Ιράκ, συγκρούστηκαν οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις της εποχής: οι στρατιές του Μακεδόνα βασιλιά Αλεξάνδρου και της Περσικής Αυτοκρατορίας υπό τον Δαρείο Γ΄. Η μοίρα του περσικού κράτους και η περσική κυριαρχία στην Ανατολή κρέμονταν από το αποτέλεσμα αυτής της εκστρατείας.
Ο περσικός στρατός, όπως περιγράφεται στις αρχαίες πηγές, αριθμούσε πάνω από ένα εκατομμύριο πεζούς, 40.000 ιππείς, δεκάδες χιλιάδες δρεπανηφόρα άρματα και περίπου 50 πολεμικούς ελέφαντες. Σε αυτήν τη συντριπτική υπεροχή σε ανθρώπινο δυναμικό, ο Αλέξανδρος είχε να αντιτάξει περίπου 40.000 οπλίτες και 7.000 ιππείς, με πυρήνα τις διακεκριμένες φάλαγγες των Μακεδόνων και το ιππικό των εταίρων του. Ο εξοπλισμός των Μακεδόνων ήταν ανώτερος σε ποιότητα και η πειθαρχία τους αξεπέραστη, ενώ ο ίδιος ο Αλέξανδρος, πάντα ετοιμοπόλεμος και θαρραλέος, ηγήθηκε προσωπικά της δεξιάς πτέρυγας.
Η μάχη ξεκίνησε με την παραδοσιακή παράταξη: ο περσικός κεντρικός σχηματισμός αποτελούνταν από τους επίλεκτους πεζούς, οι πτέρυγες καλύπτονταν από ιππικό και άρματα. Ο Αλέξανδρος σχημάτισε την τάξη του σε σφήνα, ώστε να είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί την ευελιξία του ελιγμού. Μετά από μια πρόφαση επιθετικής κίνησης της δεξιάς πτέρυγας, τράβηξε προς τα μέσα τις περσικές δυνάμεις, δημιουργώντας ρήγμα στην ευάλωτη αριστερή πτέρυγα του Δαρείου. Σε εκείνο το σημείο, η φάλαγγα εισχώρησε με ασυγκράτητη ορμή, ενώ ταυτόχρονα οι εταίροι ιππείς κυκλώσανε περιστατικά την περσική διάταξη. Η ψυχολογική πίεση, ενισχυμένη από την απροθυμία των Περσών να αντιμετωπίσουν πρόσωπο με πρόσωπο τους Μακεδόνες οπλίτες, οδήγησε σε κατάρρευση της συνοχής του περσικού στρατού. Ο Δαρείος, βλέποντας την υπεροχή του να καταρρέει, εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης χωρίς να ολοκληρώσει την αναμέτρηση και τράπηκε σε φυγή.
Το θέαμα των χιλιάδων νεκρών και τραυματισμένων περσικών στρατιωτών και η απώλεια του άρματος του Δαρείου συντάραξαν τις ψυχές των αντιπάλων. Αντίθετα, οι απώλειες των Μακεδόνων ήταν ελάχιστες, αποδεικνύοντας το υπέρτερο σχέδιο και την πειθαρχία τους. Μετά τη μάχη, ο Αλέξανδρος βρήκε στα κιτρινισμένα σπαθιά και στις σάπιες περσικές στολές πλούτο ανεκτίμητο: δεκάδες τάλαντα χρυσού και πολύτιμα αντικείμενα, που συνέβαλαν στη διεύρυνση της επιρροής του στη Μεσόγειο και την Ανατολή.
Μέσα σε λίγες ημέρες έφτασε στο θρυλικό παλάτι της Βαβυλώνας, όπου τιμήθηκε ως «Μεγάλος Βασιλεύς» και εδραίωσε τη θέση του ως κυρίαρχος της περσικής αυτοκρατορίας. Η νίκη του στη Μάχη των Γαυγαμήλων δεν ήταν μια απλή νίκη σε πεδίο μάχης, αλλά σηματοδότησε τη ρήξη με το παλιό, πλούσιο αλλά αδύναμο πολιτισμικό και πολιτικό σύστημα των Περσών και άνοιξε το δρόμο στη διάχυση του ελληνισμού έως τα πέρατα της Ασίας. Η ενσωμάτωση των ελληνικών ιδεών, τεχνών και διοίκησης σε περιοχές όπως η Περσία, η Βαβυλωνία και η Αίγυπτος δημιούργησε έναν νέο κόσμο – μια εποχή της οποίας η ελληνική γλώσσα έγινε πυλώνας και γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ των ετερόκλητων πολιτισμών.