Η ιστορία της Ιαπωνίας εκτείνεται από αρχαίους θρύλους μέχρι επικές συγκρούσεις που διαμόρφωσαν μια μοναδική εθνική ταυτότητα. Μύθοι για θεούς δημιουργούς, ισχυρές βασίλισσες-μάγισσες, η είσοδος μιας νέας θρησκείας και μάχες με υπερδυνάμεις της εποχής συνθέτουν ένα συναρπαστικό ψηφιδωτό. Από τη θεά του Ήλιου των ιαπωνικών μύθων ως τους αήττητους σαμουράι που απέκρουσαν τη μογγολική υπερδύναμη, η Ιαπωνία σφυρηλάτησε την ενότητά της ως ένα ξεχωριστό νησιωτικό έθνος μέσα από θρύλους και πολέμους.
Μυθικές απαρχές και θεϊκές καταβολές
Σύμφωνα με την ιαπωνική μυθολογία, στην αρχή των πάντων οι θεοί Ιζανάγκι και Ιζανάμι ανέσυραν από τον ωκεανό τα νησιά της Ιαπωνίας. Από τις σταγόνες του θεϊκού δόρατος δημιουργήθηκαν βουνά, ποταμοί και δάση. Το θεϊκό ζεύγος γέννησε την Αματεράσου, τη θεά του Ήλιου και αρχόντισσα των ουρανών. Ο εγγονός της, Νινίγκι νο Μικόто, στάλθηκε στη γη ως ο πρώτος ουράνιος ηγεμόνας της Ιαπωνίας. Μαζί του κατέβηκε και ο πατέρας του, ο τραχύς θεός των Καταιγίδων Σουσάνοο, που εκδιώχθηκε από τον παράδεισο για την ανάρμοστη συμπεριφορά του.
Οι απόγονοι της Αματεράσου και του Σουσάνοο ευημερούσαν σε διαφορετικά μέρη: οι άνθρωποι του Σουσάνοο άκμασαν στο δυτικό Ίζουμο, ενώ οι άνθρωποι του Νινίγκι ανέπτυξαν βασίλειο στα νότια. Μέσα σε τρεις γενιές απέκτησαν αρκετή δύναμη ώστε να επεκταθούν βόρεια στην κεντρική Χονσού, ιδρύοντας ένα νέο κράτος γνωστό ως Γιαματάι. Πρώτος ηγεμόνας του Γιαματάι ήταν ο αυτοκράτορας Τζίμου, που θεωρείται ο ιδρυτής μιας αυτοκρατορικής δυναστείας προορισμένης – κατά τον μύθο – να διαρκέσει για πάντα.
Οι μύθοι αυτοί καταγράφηκαν τον 8ο αιώνα από τον λόγιο Γιασουμάρο, κατ’ εντολή της αυτοκράτειρας Γκενμέι, συνδέοντας έτσι το αυτοκρατορικό γένος απευθείας με τη θεά του Ήλιου. Μέσα από αυτό το θεϊκό γενεαλογικό αφήγημα, οι Ιάπωνες εξήραν τη θεία καταγωγή των αυτοκρατόρων τους και νομιμοποίησαν την κυριαρχία τους ως πεπρωμένο, όπως ακριβώς έκανε η Αινειάδα για τους Ρωμαίους Καίσαρες.
Η βασίλισσα Χιμίκο και το πρώιμο Γιαματάι
Μετά τη μυθική αυτές αρχή, οι πρώτες ιστορικές μαρτυρίες μιλούν για μια περίοδο αναταραχής. Σύμφωνα με τα κινεζικά χρονικά, η Ιαπωνία (που οι αρχαίοι Κινέζοι ονόμαζαν «χώρα του Γουά») ταλανίστηκε από πολέμους επί δεκαετίες, ώσπου οι φυλές συμφώνησαν να αναδείξουν μια γυναίκα ως μονάρχη. Αυτή ήταν η μυστηριώδης ιέρεια-βασίλισσα Χιμίκο (ή Πίμικο), που ανέλαβε την εξουσία τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Η Χιμίκο, ανύπαντρη και ήδη σε ώριμη ηλικία, λέγεται ότι εξασκούσε μαγεία και μαγγανεία, γοητεύοντας τον λαό της. Ζούσε απομονωμένη σε ένα οχυρωμένο παλάτι, περιστοιχισμένη από 1.000 γυναίκες ακόλουθες και έναν μόνο άνδρα – τον αδελφό της, ο οποίος μετέφερε τα διατάγματά της στον λαό. Τόσο απόκοσμη ήταν η παρουσία της, που ελάχιστοι υπήκοοι είδαν το πρόσωπό της, ενώ ένοπλοι φρουροί πρόσεχαν νυχθημερόν το ανάκτορό της.
Η βασιλεία της Χιμίκο έφερε ειρήνη σε μια προηγουμένως διαιρεμένη χώρα: με τα ξόρκια και τα τελετουργικά της κατάφερε να σταματήσει τους εμφύλιους πολέμους και να φέρει ευημερία εκεί που πριν υπήρχε ανέχεια. Η φήμη της μάλιστα ξεπέρασε τα σύνορα. Η Χιμίκο έστειλε διπλωματικές αποστολές στην ισχυρή αυτοκρατορία Γουέι, στην Κίνα, προσφέροντας δώρα όπως δούλους και πολύτιμα υφάσματα. Οι Κινέζοι, εντυπωσιασμένοι, της απέστειλαν ανεκτίμητους θησαυρούς – χάντρες, χάλκινους καθρέφτες, λάβαρα πολέμου – και, το σημαντικότερο, της παραχώρησαν επίσημη σφραγίδα που την αναγνώριζε ως «φίλη και σύμμαχο» της δυναστείας Γουέι. Οι απεσταλμένοι της τιμήθηκαν με υψηλά αξιώματα στον κινεζικό στρατό, αναγνωρίζοντας συμβολικά τη Χιμίκο ως βασίλισσα του Γουά και σύμμαχο της Κίνας. Με αυτόν τον διπλωματικό θρίαμβο, το βασίλειο του Γιαματάι [Yamatai] επιβλήθηκε στην περιοχή και η Χιμίκο εδραίωσε την ηγεμονία της στο αρχιπέλαγος.
Όταν η μεγάλη βασίλισσα πέθανε, ο λαός της την τίμησε με εξαιρετικές τιμές. Ένας τεράστιος τύμβος – κοφούν – υψώθηκε, με διάμετρο που ξεπερνούσε τα εκατό μέτρα. Μαζί της θάφτηκαν ζωντανοί εκατό άνδρες και γυναίκες υπηρέτες, για να τη συνοδεύουν αιώνια στη μετά θάνατον ζωή. Οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει πάνω από 160.000 τέτοιους τύμβους (πολλοί σε χαρακτηριστικό σχήμα κλειδαρότρυπας) σε όλη την Ιαπωνία, γεμάτους κτερίσματα και ζωγραφισμένες αναπαραστάσεις της αυλής – ενδείξεις μιας κοινωνίας που ήδη απ’ την εποχή της Χιμίκο τιμούσε ένδοξα τους ηγεμόνες της.
Η έλευση του Βουδισμού και οι πρώτες μεταρρυθμίσεις
Οι πρώτοι Ιάπωνες λάτρευαν τα πνεύματα της φύσης – τα τοπικά κάμι – μέσα από την αρχαία θρησκεία που αργότερα ονομάστηκε Σιντοϊσμός. Ωστόσο, ήδη από τον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ., η Ιαπωνία διατηρούσε στενές επαφές με την κορεατική χερσόνησο. Μέσω του εμπορίου, των γάμων μεταξύ των ευγενών, της ανταλλαγής τεχνολογίας αλλά και των συγκρούσεων, οι πολιτισμοί της Κορέας και της Ιαπωνίας ήταν αλληλένδετοι. Σε αυτό το πλαίσιο, στα μέσα του 6ου αιώνα (περ. 552 μ.Χ.), ο βασιλιάς Σονγκ του Παέκτσε – ενός από τα βασίλεια της Κορέας – έστειλε στην ιαπωνική αυλή μια σημαντική αποστολή. Το δώρο του ήταν οι διδασκαλίες του Βούδα, συνοδευόμενες από εικόνες και γραφές, προσφέροντας «την ειρήνη του Βούδα» στον αυτοκράτορα Κιμμύ της Ιαπωνίας.
Η εισαγωγή του Βουδισμού προκάλεσε ανάμεικτες αντιδράσεις. Η πανίσχυρη οικογένεια Σόγκα, που είχε στενούς δεσμούς με την Κορέα, υποστήριξε ένθερμα τη νέα πίστη. Ο πατριάρχης τους, Σόγκα νο Ιναμέ, βλέποντας στον Βουδισμό και μία ευκαιρία να ενισχύσει τη δική του εξουσία, γίνεται ο πρώτος Ιάπωνας αριστοκράτης που «σήκωσε το λάβαρο του Βούδα». Άλλοι όμως ευγενείς – όπως η φατρία Μονονομπέ – αντέδρασαν, θεωρώντας ότι προσβάλλει τους παραδοσιακούς θεούς του Σίντο. Πράγματι, λίγο μετά την άφιξη των βουδιστικών εικόνων, μια τρομερή επιδημία έπληξε την Ιαπωνία. Οι αντίπαλοι του Σόγκα έσπευσαν να κατηγορήσουν τον «ξένο» θεό για τη συμφορά, πείθοντας τον αυτοκράτορα ότι οι παλαιοί θεοί είχαν οργιστεί. Ο αυτοκράτορας, φοβισμένος, διέταξε την καταστροφή των πρώτων βουδιστικών ναών και την εκδίωξη των μοναχών.
Ωστόσο, ο σπόρος του Βουδισμού δεν έμελλε να ξεριζωθεί. Οι Σόγκα τελικά επικράτησαν στους παλατιανούς αγώνες εξουσίας και λίγες δεκαετίες αργότερα ένας φωτισμένος νεαρός πρίγκιπας πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Ο πρίγκιπας Σοτόκου (574-622 μ.Χ.), ανιψιός της αυτοκράτειρας Σουίκο, υπήρξε αυτός που καθιέρωσε τον Βουδισμό στην Ιαπωνία. Σύμφωνα με την παράδοση, σε μια κρίσιμη μάχη, ο Σοτόκου έφτιαξε πρόχειρα τέσσερις μικρές εικόνες των Τεσσάρων Ουράνιων Βασιλέων (βουδιστικών θεοτήτων), και προσευχήθηκε σε αυτές να του χαρίσουν τη νίκη, όπως και έγινε. Ευγνώμων, ο πρίγκιπας τήρησε την υπόσχεσή του και όταν ανέλαβε την αντιβασιλεία υπό την αυτοκράτειρα Σουίκο, ανακήρυξε τον Βουδισμό επίσημη θρησκεία της Ιαπωνίας.
Υπό την καθοδήγηση του Σοτόκου, η Ιαπωνία γνώρισε εκτεταμένο εκσυγχρονισμό κατά τα πρότυπα της Κίνας. Ιδρύθηκαν βουδιστικοί ναοί, εστάλησαν επίσημες πρεσβείες στην αυτοκρατορική Κίνα της δυναστείας Σουί, υιοθετήθηκε το κινεζικό ημερολόγιο και ο Σοτόκου συνέταξε το περίφημο Σύνταγμα των 17 άρθρων. Αυτό το πρώτο «σύνταγμα» της Ιαπωνίας, εμπνευσμένο από τον Βουδισμό και τον Κομφουκιανισμό, έθεσε αρχές ηθικής και διοίκησης για τους ευγενείς. Επιπλέον, λέγεται πως ο ίδιος ο Σοτόκου εισήγαγε τον όρο «Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου» (Νιχόν ή Νιπόν) για το ιαπωνικό κράτος – μια ποιητική ονομασία που τόνιζε την ταυτότητα της Ιαπωνίας απέναντι στην ηπειρωτική Κίνα, τη «Χώρα του Μεσαίου Βασιλείου».
Ίδρυση ενιαίου κράτους και «Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου»
Οι μεταρρυθμίσεις του πρίγκιπα Σοτόκου και της αυτοκράτειρας Σουίκο έβαλαν τα θεμέλια για μια πιο κεντρική κρατική εξουσία. Βάζοντας τέλος στους φυλετικούς πολέμους του παρελθόντος, η Αυλή των Γιαμάτο καθιέρωσε την ισχύ της στα τρία κύρια νησιά – Χονσού, Κιούσου και Σικόκου – υποτάσσοντας φυλές όπως τους άγριους Έμις στα βόρεια και τους κατοίκους των νοτίων νησιών. Ο Σοτόκου τιμάται ιστορικά ως «πατέρας του ιαπωνικού έθνους» για το όραμά του να ενώσει την Ιαπωνία υπό μια κεντρική διοίκηση. Με το τέλος της περιόδου αστάθειας, η χώρα άρχισε να ταυτίζεται πλέον ξεκάθαρα με το όνομα Νιπόν (Ιαπωνία) – τη γη απ’ όπου ανατέλλει ο ήλιος.
Τον 8ο αιώνα, η διαδικασία οικοδόμησης ενός κράτους κορυφώθηκε με την ίδρυση μιας μόνιμης πρωτεύουσας κατά τα κινεζικά πρότυπα. Μέχρι τότε, η βασιλική αυλή μετακινούνταν μετά τον θάνατο κάθε αυτοκράτορα, θεωρώντας τον προηγούμενο τόπο μολυσμένο από τον θάνατο. Όμως, καθώς η Ιαπωνία σταθεροποιήθηκε, οι ηγεμόνες αποφάσισαν να μιμηθούν την Κίνα και να ιδρύσουν μια σταθερή αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Το 710 μ.Χ. εγκαθίδρυσαν την πρωτεύουσα Χέιτζο-κιο (σημερινή Νάρα), μια πόλη, εμπνευσμένη από την κινεζική Τσανγκάν. Για πρώτη φορά, η Ιαπωνία απέκτησε όλα τα γνωρίσματα οργανωμένου κράτους: διοικητικούς θεσμούς, διπλωματικές σχέσεις, μόνιμη πρωτεύουσα και ένα εδραιωμένο αυτοκρατορικό οικοδόμημα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι χρονικογράφοι, «η χώρα δεν ήταν πια απλώς το κρατίδιο των Γιαμάτο – είχε μεταμορφωθεί στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, την Ιαπωνία».
Συγκρούσεις με Κίνα και Κορέα: Η μάχη για την κορεατική χερσόνησο
Παρά την πολιτισμική υιοθέτηση πολλών στοιχείων από τους γείτονες, η Ιαπωνία δεν απέφυγε τη στρατιωτική εμπλοκή στα γεωπολιτικά δράματα της Ανατολικής Ασίας. Τον 7ο αιώνα, η κορεατική χερσόνησος σπαρασσόταν από πολέμους μεταξύ των βασιλείων της. Η Ιαπωνία είχε παραδοσιακά στενή φιλία με το βασίλειο Παέκτσε (Baekje) στη νοτιοδυτική Κορέα – από όπου είχε έρθει και ο Βουδισμός. Όταν όμως το 660 μ.Χ. το Παέκτσε κατακτήθηκε από κοινού από το ανερχόμενο κορεατικό βασίλειο Σίλλα και την κοσμοκράτειρα Κίνα (της δυναστείας Τανγκ), πολλοί ευγενείς του Παέκτσε κατέφυγαν στην Ιαπωνία ζητώντας βοήθεια.
Η Ιαπωνία αποφάσισε να αναμιχθεί δυναμικά για να αποκαταστήσει τον έκπτωτο σύμμαχό της. Το 663 μ.Χ., μια τεράστια ιαπωνική δύναμη – 800 πλοία φορτωμένα με δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες – απέπλευσε προς την Κορέα, μεταφέροντας τον εξόριστο πρίγκιπα του Παέκτσε και τις ελπίδες του για αναβίωση του βασιλείου του. Οι Ιάπωνες σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στον ποταμό Μπαένγκμα (Baengma), έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τα στρατεύματα του Σίλλα και των Τανγκ. Αρχικά υπήρχε αισιοδοξία – οι συγκεντρωμένες δυνάμεις έμοιαζαν ακαταμάχητες και η αντεπίθεση ξεκίνησε με ενθουσιασμό.
Όμως, η πολεμική μηχανή των Τανγκ είχε στήσει ενέδρα. Καθώς ο ιαπωνικός στόλος προχωρούσε γεμίζοντας το ποτάμι, κινεζικά πυρπολικά πλοία όρμησαν αιφνιδιαστικά από κρυμμένο λιμάνι. Βέλη με φωτιά έπεσαν σαν βροχή πάνω στα ξύλινα σκάφη, προκαλώντας πανικό και καταστροφή. Οι Ιάπωνες και οι σύμμαχοί τους παρακολουθούσαν έντρομοι τον στόλο τους να λαμπαδιάζει και να βυθίζεται. Ταυτόχρονα, από την ξηρά, το επίλεκτο ιππικό Χουαράνγκ του Σίλλα – πολεμιστές εκπαιδευμένοι από την παιδική τους ηλικία να πολεμούν μέχρι θανάτου – περικύκλωσε τις δυνάμεις του Παέκτσε. Οι ελαφρά οπλισμένοι Ιάπωνες αγρότες-στρατιώτες δεν μπόρεσαν να αντέξουν την πίεση: πολλοί τράπηκαν σε φυγή προς τους λόφους, όπου κυνηγήθηκαν ανελέητα από τους ιππείς του εχθρού. Η Μάχη του ποταμού Μπαένγκμα (γνωστή και ως μάχη του Χακουσουκινοέ) έληξε με οδυνηρή ήττα. Κανένα θαύμα δεν έσωσε το Παέκτσε – η ανασύστασή του απέτυχε οριστικά και οι εναπομείναντες πολεμιστές του συνέχισαν μόνο έναν μάταιο ανταρτοπόλεμο στα βουνά για λίγα χρόνια.
Οι Ιάπωνες, συνειδητοποιώντας την έκταση της καταστροφής, έστειλαν πλοία για να περισυλλέξουν όσους επιζώντες πρόσφυγες του Παέκτσε μπορούσαν. Εκατοντάδες ευγενείς και απλοί άνθρωποι μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Ιαπωνία, όπου ενσωματώθηκαν στην κοινωνία – τα επώνυμα και η πολιτιστική κληρονομιά τους επιζούν έως σήμερα, μαρτυρώντας αυτό το κύμα μετοίκησης. Η ήττα του 663 μ.Χ. αποδείχθηκε καθοριστική: η Ιαπωνία, τραυματισμένη από την ανάμειξη στους ηπειρωτικούς πολέμους, αποφάσισε να αποτραβηχτεί από την κορεατική χερσόνησο. «Δεν θα ήταν πλέον δεμένη με την ήπειρο», γράφουν οι χρονικογράφοι – αντιθέτως, θα στρεφόταν προς τα μέσα, στα δικά της ζητήματα. Οι σχέσεις με το Σίλλα ψυχράνθηκαν σε σημείο που δεν θα ξαναγίνονταν ποτέ τόσο εγκάρδιες όσο πριν. Η Ιαπωνία άρχισε να κοιτάζει τον εαυτό της ως ξεχωριστό κόσμο, μαθαίνοντας ίσως από αυτή την οδυνηρή εμπειρία να αποφεύγει ανοιχτές συγκρούσεις με τις μεγάλες γειτονικές δυνάμεις.
Η εμφάνιση των σαμουράι και ο φεουδαρχικός κόσμος
Καθώς περνούσαν οι αιώνες, η κεντρική εξουσία της αυτοκρατορικής αυλής άρχισε να φθίνει. Την περίοδο Χεϊάν (794-1185 μ.Χ.), οι αριστοκράτες του Κυότο ζούσαν βυθισμένοι σε τελετουργίες και καλλιτεχνικές απολαύσεις, την ώρα που στην επαρχία ανέτειλε μια νέα δύναμη: οι πολεμικές φατρίες των σαμουράι. Γύρω στον 10ο με 11ο αιώνα, μακριά από την πρωτεύουσα, ισχυρές οικογένειες πολεμιστών είχαν αρχίσει να συσπειρώνονται, παρέχοντας ένοπλη υπηρεσία ως υποτελείς σε ισχυρούς αφέντες. Ο όρος σαμουράι σημαίνει «αυτός που υπηρετεί» – και πράγματι, οι πολεμιστές αυτοί υπηρετούσαν πιστά έναν άρχοντα. Σύντομα όμως η επιρροή τους έγινε τόσο μεγάλη, που αντί να υπηρετούν, άρχισαν να ελέγχουν την εξουσία. Μέχρι τον 12ο αιώνα, οι πιο ισχυροί σαμουράι οίκοι επηρέαζαν καθοριστικά το αυτοκρατορικό δικαστήριο, ορίζοντας διαδόχους και αξιώματα.
Δύο οικογένειες ξεχώρισαν: οι Τάιρα (Heike) και οι Μιναμότο (Genji). Αρχικά οι Τάιρα, υπό τον χαρισματικό ηγέτη τους, Τάιρα νο Κιγιομόρι, επικράτησαν και πέτυχαν κάτι πρωτοφανές: ανέβασαν στον χρυσαφένιο θρόνο έναν δικό τους απόγονο, τον ανήλικο αυτοκράτορα Αντόκου. Ωστόσο, η κυριαρχία των Τάιρα δεν έμελλε να διαρκέσει. Οι εξόριστοι Μιναμότο, με επικεφαλής τον φιλόδοξο Μιναμότο νο Γιοριτόμο, ανασυγκροτήθηκαν στην ανατολική Ιαπωνία και ξεκίνησαν την αντεπίθεση. Το 1180 ξεσπά ο φονικός εμφύλιος γνωστός ως Πόλεμος Γκενπέι (Genpei War). Μετά από αρκετές μάχες, ήρθε η αποφασιστική σύγκρουση: η Μάχη του Κουρικάρα (1183) όπου οι λιγότεροι αλλά πανούργοι Μιναμότο επικράτησαν επί της τεράστιας στρατιάς των Τάιρα χρησιμοποιώντας πολεμικά τεχνάσματα (λέγεται πως άφησαν μαινόμενα βόδια με δάδες να τρέξουν κατά του εχθρού, σκορπώντας το χάος). Οι Τάιρα υπέστησαν ολέθρια ήττα – χιλιάδες πολεμιστές τους σκοτώθηκαν, ενώ οι επιζώντες μαζί με τον αυτοκράτορα εγκατέλειψαν το Κυότο.
Η τελική πράξη παίχτηκε το 1185 στη ναυμαχία του Νταν-νο-ούρα, στα ανοιχτά της δυτικής Ιαπωνίας. Εκεί οι Μιναμότο συνέτριψαν ό,τι είχε απομείνει από τους Τάιρα σε μια αιματηρή θαλάσσια σύγκρουση. Όταν κατάλαβε ότι όλα είχαν χαθεί, η γιαγιά του αυτοκράτορα Αντόκου πήδηξε στη θάλασσα παίρνοντας μαζί της το εξάχρονο παιδί – προτιμώντας τον θάνατο από την αιχμαλωσία. Με τον τραγικό αυτό επίλογο, ο οίκος των Τάιρα εξοντώθηκε ολοκληρωτικά.
Νικητής του εμφυλίου, ο Γιοριτόμο δεν διεκδίκησε για τον εαυτό του τον αυτοκρατορικό θρόνο – σεβάστηκε τον θεσμό του αυτοκράτορα ως θρησκευτική και πολιτισμική κεφαλή. Αντίθετα, πέτυχε κάτι πιο ουσιαστικό: το 1192 του απονεμήθηκε ο τίτλος του σογκούν (στρατηγού), καθιστώντας τον de facto κυβερνήτη της χώρας. Ο Γιοριτόμο εγκατέστησε την έδρα της εξουσίας του μακριά από το παλάτι του Κυότο, στη δική του βάση, την πόλη Καμακούρα, στην ανατολική Ιαπωνίας. Έτσι ιδρύθηκε το σογκουνάτο Καμακούρα, η πρώτη κυβέρνηση των σαμουράι, παραγκωνίζοντας την παλιά αριστοκρατία. Η πραγματική δύναμη πλέον βρισκόταν στα χέρια των πολεμιστών. Για τα επόμενα 700 χρόνια (έως το 1868), η Ιαπωνία θα κυβερνιόταν από σαμουράι ηγεμόνες (τους σογκούν), ενώ ο αυτοκράτορας θα παρέμενε μεν ιερό σύμβολο, αλλά χωρίς κοσμική εξουσία.
Μογγολικές εισβολές: Η Ιαπωνία κατά της αυτοκρατορίας του Κουμπλάι Χαν
Στα τέλη του 13ου αιώνα, η Ιαπωνία βρέθηκε αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη εξωτερική απειλή στην ιστορία της: τη Μογγολική Αυτοκρατορία. Ο Κουμπλάι Χαν – εγγονός του θρυλικού Τζένγκις Χαν και αυτοκράτορας της Κίνας – έχοντας επεκτείνει την κυριαρχία του σε όλη την Ασία μέχρι την Ευρώπη, έστρεψε το βλέμμα του και στον ανατολικό ωκεανό. Το 1266, ο Κουμπλάι απέστειλε επιστολή στον «Βασιλιά της Ιαπωνίας», ζητώντας υποταγή και σύναψη φιλικών σχέσεων, προειδοποιώντας ότι διαφορετικά «θα οδηγηθούν τα πράγματα σε πόλεμο, κάτι που κανείς δεν επιθυμεί». Όμως, η κυβέρνηση των χότζο (αντιβασιλείς του σογκούν) αγνόησε προκλητικά αυτές τις επιστολές. Όλοι στην Ιαπωνία υποτίμησαν τη δύναμη των Μογγόλων – αγνοούσαν ότι η αυτοκρατορία τους εκτεινόταν από τη Μαντζουρία ως την Πολωνία.
Οι Ιάπωνες όχι μόνο αρνήθηκαν να απαντήσουν, αλλά το 1271 κακομεταχειρίστηκαν μια ακόμη μογγολική πρεσβεία. Ο Κουμπλάι δεν συγχώρεσε την αλαζονεία τους και διέταξε εισβολή. Το 1274, ένα πρώτο μογγολικό εκστρατευτικό σώμα από ~30.000 Μογγόλους, Κινέζους και Κορεάτες στρατιώτες αποβιβάστηκε στο νησί Κιούσου (Βόρειο Κιούσου). Οι Ιάπωνες σαμουράι που έσπευσαν στις ακτές για άμυνα βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν εντελώς νέο τρόπο πολέμου. Οι Μογγόλοι δεν μονομαχούσαν ένας-προς-έναν αναζητώντας ευγενή αντίπαλο – αντιθέτως, παρέταξαν συγκροτημένες φάλαγγες, εξαπέλυσαν ομοβροντίες βελών με τα τόξα τους και χρησιμοποίησαν πρωτόγνωρα για τους Ιάπωνες όπλα όπως εκρηκτικές βόμβες που έσκαγαν με κρότο. Οι σαμουράι, συνηθισμένοι σε τελετουργικές προκλήσεις πριν τη μάχη, σάστισαν: πριν προλάβουν καν να φωνάξουν τα ονόματά τους, μια βροχή από μογγολικά βέλη τούς θέρισε. Πολλοί έπεσαν νεκροί στην πρώτη κιόλας σύγκρουση και οι υπόλοιποι υποχώρησαν σοκαρισμένοι.
Οι Μογγόλοι προέλασαν λεηλατώντας την περιοχή της Χακάτα στο Βόρειο Κιούσου. Κι όμως, σαν από θαύμα, δεν έμειναν για πολύ. Μετά από μόλις μία ημέρα μαχών, ένας ξαφνικός κυκλώνας (ο οποίος στα ιαπωνικά καταγράφηκε ως «θείος άνεμος» – καμικάζι) έπληξε τον στόλο των εισβολέων. Πολλά μογγολικά πλοία βυθίστηκαν και ο υπόλοιπος στόλος, αποδεκατισμένος, απέπλευσε άρον-άρον για την Κορέα. Η Ιαπωνία είχε σωθεί, απρόσμενα. Ο νεαρός τότε σογκούν, Χότζο Τοκιμούνε, συνειδητοποιώντας πόσο τυχεροί στάθηκαν, διέταξε αμέσως την ενίσχυση της άμυνας. Κατασκευάστηκαν οχυρωματικά τείχη κατά μήκος των ακτών του Κιούσου, στήθηκαν παρατηρητήρια και κινητοποιήθηκαν όλοι οι σαμουράι, καθώς ήταν βέβαιο πως ο εχθρός θα επέστρεφε δριμύτερος.
Πράγματι, ο ταπεινωμένος Κουμπλάι Χαν ορκίστηκε εκδίκηση. Οι προετοιμασίες για μια δεύτερη, πολύ μεγαλύτερη εισβολή ξεκίνησαν. Το σχέδιο προέβλεπε δύο στόλους: έναν από την Κορέα (~900 πλοία) και έναν από την Κίνα (~3.500 πλοία), με συνολικά 140.000 στρατιώτες – το μεγαλύτερο αποβατικό σώμα στην ιστορία έως και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντιμέτωπος με αυτή τη ζοφερή προοπτική, ο Τοκιμούνε αγωνιούσε για την τύχη της χώρας του. Αναζήτησε πνευματική καθοδήγηση από έναν σοφό Κινέζο Ζεν μοναχό ονόματι Μουγκάκου Σόγκεν, ο οποίος είχε καταφύγει στην Ιαπωνία μετά την κατάκτηση της Νότιας Κίνας από τους Μογγόλους. Ο Μουγκάκου τον συμβούλευσε να βρει τη γαλήνη μέσα του μέσω του διαλογισμού. Λέγεται πως όταν ο Τοκιμούνε ξεπέρασε το φόβο του, αναφώνησε «Κάτσου!» (Νίκη!), αποφασισμένος να πολεμήσει μέχρις εσχάτων.
Η ώρα της αλήθειας ήρθε το 1281. Οι Μογγόλοι εμφανίστηκαν ξανά στα ανοικτά του Κιούσου με δύο τεράστιους στόλους, όπως είχαν σχεδιάσει. Ο στόλος από την Κορέα έφτασε νωρίτερα, τον Ιούνιο, και συγκρούστηκε με τους Ιάπωνες στην ακτή της Χακάτα. Αυτή τη φορά, οι σαμουράι – καλύτερα προετοιμασμένοι και οχυρωμένοι πίσω από τείχη – κατάφεραν να αποκρούσουν τις αρχικές απόπειρες απόβασης. Όμως ο κίνδυνος παρέμενε τεράστιος: εκατοντάδες εχθρικά πλοία αγκυροβόλησαν στα ανοιχτά, περιμένοντας τον στόλο από την Κίνα, ώστε να συντονίσουν ένα δυνατό χτύπημα.
Για εβδομάδες, οι δύο πλευρές ήταν σε αδιέξοδο. Οι Ιάπωνες έκαναν νυχτερινές επιθέσεις με μικρά σκάφη, εισβάλλοντας σε μογγολικά πλοία, σκοτώνοντας τα πληρώματα και βάζοντας φωτιά – ένας απελπισμένος αλλά αποτελεσματικός ναυτικός ανταρτοπόλεμος. Οι εισβολείς άρχισαν να αποδεκατίζονται από αρρώστιες μέσα στα πλοία τους, καθώς η αναμονή παρατεινόταν και το νερό λίμναζε στα αμπάρια. Τελικά, αργά το καλοκαίρι, ο ενισχυμένος κινεζικός στόλος των Μογγόλων έφτασε· η αποφασιστική μάχη φαινόταν πια αναπόφευκτη. Μπροστά στην επικείμενη σύγκρουση, ο απόστρατος αυτοκράτορας Καμεγιάμα λέγεται πως προσέφερε προσευχή στην θεά Αματεράσου στο ιερό της στο Ίσε, ικετεύοντας για τη σωτηρία του έθνους.
Και τότε, σαν απάντηση από τους ουρανούς, συνέβη το αναπάντεχο: ένας απρόσμενος φονικός κυκλώνας χτύπησε τον στόλο των Μογγόλων το βράδυ μιας ήρεμης καλοκαιρινής ημέρας του Αυγούστου. Οι άνεμοι ούρλιαξαν και κύματα ψηλότερα από κατάρτια σάρωσαν τα πάντα. Τα πλοία συγκρούονταν μεταξύ τους ή εκσφενδονίζονταν στα βράχια. Στα μάτια των Ιαπώνων, ήταν ο ίδιος ο Σουσάνοο, ο θεός των καταιγίδων, που υπάκουσε στις προσευχές της αδελφής του, Αματεράσου, για να σώσει τη χώρα των παιδιών της. Όταν η καταιγίδα κόπασε, η ανίκητη αρμάδα του Μεγάλου Χαν είχε γίνει ένας σωρός από συντρίμμια και πτώματα που ξεβράζονταν στις ακτές του Κιούσου. Η δεύτερη μογγολική εισβολή είχε συντριβεί ολοκληρωτικά.
Η νίκη αυτή – ελέῳ θεών, κατά την ιαπωνική πίστη – υπήρξε σημείο καμπής. Οι μογγολικές απώλειες ήταν τέτοιες που η αυτοκρατορία τους δεν ανέκαμψε ποτέ πλήρως (στην Κίνα, η δυναστεία Γιουάν του Κουμπλάι θα έπεφτε λιγότερο από έναν αιώνα αργότερα). Για την Ιαπωνία, όμως, η σημασία ήταν ανυπολόγιστη. Ενωμένη απέναντι στον ξένο κίνδυνο, η χώρα βγήκε από τη δοκιμασία με ισχυρότερη συνείδηση της μοναδικής της μοίρας. Όπως σχολίασαν οι χρονικογράφοι της εποχής, τα νησιά που παλαιότερα σπαράσσονταν από τις συγκρούσεις αντίπαλων φατριών βίωσαν για πρώτη φορά το συναίσθημα ότι αποτελούν ένα έθνος ενωμένο απέναντι σε κοινό εχθρό. Η Ιαπωνία – η γη που προστάτεψαν οι θεοί με τον «θείο άνεμο» – θα συνέχιζε την ιστορική της πορεία αδέσμευτη και περήφανη.








