Έλληνας αξιωματικός του Πεζικού και ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων, ο Ιωάννης Βελισσαρίου συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες στρατιωτικές φυσιογνωμίες της νεότερης Ελλάδας. Έμεινε γνωστός ως «Μαύρος Καβαλλάρης», επειδή ίππευε ένα εντυπωσιακό μαύρο άλογο.
Γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1861 στο Πλοέστι της Ρουμανίας, από Έλληνες γονείς με καταγωγή από την Κύμη Ευβοίας. Από μικρή ηλικία μελετούσε την Ελληνική Επανάσταση και εμπνεόταν από τα επαναστατικά μηνύματα του Ρήγα Φεραίου, ενώ είχε ιδιαίτερη κλίση στη γλωσσομάθεια.
Σε ηλικία 16 ετών εγκατέλειψε τη Ρουμανία για να καταταγεί εθελοντής στον ελληνικό στρατό, όμως απορρίφθηκε λόγω ηλικίας. Μετέβη τότε στην Αίγυπτο, όπου διέμενε μία θεία του, και φοίτησε για τρία χρόνια στο Γαλλικό Κολλέγιο. Το 1880 επέστρεψε στην Αθήνα και έγινε δεκτός στον στρατό ως εθελοντής. Έπειτα εισήλθε στη Σχολή Υπαξιωματικών, από την οποία αποφοίτησε το 1887 ως Ανθυπολοχαγός Πεζικού.

Στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 απέκτησε ηρωική φήμη χάρη στη γενναία άμυνά του στη διάβαση της Μελούνας, όπου παρέμεινε στη θέση του μέχρι να λάβει γραπτή διαταγή υποχώρησης, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις είχαν ήδη αποσυρθεί. Λίγο αργότερα, στη μάχη της Δερβέν-Φούρκας, κάλυψε με επιτυχία την υποχώρηση των ελληνικών τμημάτων, προκαλώντας σύγχυση στον Τούρκο διοικητή, ο οποίος πίστεψε ότι αντιμετώπιζε πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Για τη δράση του τιμήθηκε από τον διάδοχο Κωνσταντίνο και προήχθη διαδοχικά σε υπολοχαγό και λοχαγό.
Το 1899 έθεσε υποψηφιότητα ως βουλευτής Κύμης, χωρίς επιτυχία. Το 1907 διορίστηκε διοικητής της Αστυνομίας Σκοπέλου, λόγω έλλειψης αξιωματικών Χωροφυλακής. Εκεί γνώρισε τη σύζυγό του, Χαρίκλεια, με την οποία απέκτησε έναν γιο, που όμως πέθανε σε ηλικία δύο ετών. Το 1909 συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδή, υπηρετώντας παράλληλα ως φρούραρχος.
Με την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου τοποθετήθηκε ως ταγματάρχης διοικητής του 3ου Τάγματος του 4ου Συντάγματος. Στη μάχη του Σαρανταπόρου (9 Οκτωβρίου 1912) προωθήθηκε ταχύτατα, πέρασε στα μετόπισθεν του εχθρού και συνέβαλε αποφασιστικά στην υποχώρηση των οθωμανικών δυνάμεων. Η έντονη διαφωνία του με τον συνταγματάρχη Παπακυριαζή τον οδήγησε να ζητήσει μετάθεση. Ο επιτελάρχης Βίκτωρ Δούσμανης έκανε δεκτό το αίτημά του και τον τοποθέτησε διοικητή του 9ου Τάγματος του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων.
Στο μέτωπο της Ηπείρου πρωταγωνίστησε στην πολιορκία των Ιωαννίνων. Στις 7 Ιανουαρίου 1913, κατά την επίθεση στο Μπιζάνι, προέλασε με το τάγμα του, παρακάμπτοντας τις οχυρώσεις και φτάνοντας να απειλεί την πόλη. Παρά τον τραυματισμό του στο πόδι συνέχισε να μάχεται, ώσπου η αιμορραγία τον κατέβαλε. Στρατιωτικοί όπως ο Θεόδωρος Πάγκαλος υποστήριξαν ότι, αν δεν τραυματιζόταν, τα Ιωάννινα θα καταλαμβάνονταν ήδη από την πρώτη επίθεση.
Στη δεύτερη επίθεση, στις 19 Φεβρουαρίου 1913, τα ευζωνικά τάγματα των Βελισσαρίου και Ιατρίδη διείσδυσαν από τα βόρεια, αποκόπτοντας τη μοναδική δίοδο διαφυγής των Οθωμανών. Το ίδιο βράδυ, ο Βελισσαρίου συνάντησε την αντιπροσωπεία που μετέφερε την επιστολή παράδοσης του Εσάτ Πασά και τη συνόδευσε ο ίδιος στο ελληνικό στρατηγείο, όπου ο διάδοχος Κωνσταντίνος τον συνεχάρη θερμά, λέγοντας τη διάσημη φράση: «Είσαι άξιος ραπίσματος, αλλά και φιλήματος. Εγώ αρκούμαι εις το φίλημα».
Στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο πολέμησε στη μάχη του Κιλκίς-Λαχανά και αργότερα στην κοιλάδα της Κρέσνας. Στις μάχες γύρω από την Άνω Τζουμαγιά σημειώθηκαν οι πιο αιματηρές συγκρούσεις του πολέμου. Σε ευθεία γραμμή απέχει 20 χιλιόμετρα από τη Σόφια. Οι απώλειες και για τα δύο εμπόλεμα μέρη ήταν τρομακτικές. Στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες τη θεωρούν ως την πιο σκληρή και αιματηρή μάχη των Βαλκανικών Πολέμων. Στις 13 Ιουλίου 1913, στην Κρέσνα, μαχόμενος όρθιος για να εμψυχώσει τους άνδρες του, τραυματίστηκε θανάσιμα από βουλγαρική οβίδα. Λέγεται ότι άφησε την τελευταία του πνοή ψιθυρίζοντας: «Στη Σόφια!»
Ο θάνατός του συγκλόνισε τον ελληνικό στρατό. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος φέρεται να είπε: «Ήταν επόμενο. Τέτοιοι ήρωες δεν ζουν πολύ». Στο συλλυπητήριο τηλεγράφημα προς τη σύζυγό του, τη Χαρίκλεια, έγραφε τα εξής: «Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων».








