Τρίτη, 23 Σεπ, 2025
(Εικονογράφηση: The Epoch Times, Freepik)

ΗΠΑ–Κίνα: Ο Ψυχρός Πόλεμος του 21ου αιώνα

Οι αναλυτές λένε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα βρίσκονται σε φάση «ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού» με μια ιδιαιτερότητα: οι αντίπαλοι παραμένουν στενά δεμένοι μέσω εμπορίου και χρηματοοικονομικών σχέσεων

Για δεκαετίες, η Ουάσιγκτον πόνταρε ότι το εμπόριο και η τεχνολογία θα ενσωμάτωναν την Κίνα σε μια πιο ανοιχτή διεθνή τάξη, βασισμένη σε κανόνες. Αντί γι’ αυτό, οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου συγκρούονται πλέον σχεδόν σε κάθε πεδίο – τσιπ και τεχνητή νοημοσύνη, εφοδιαστικές αλυσίδες και τεχνικά πρότυπα, τον κυβερνοχώρο και το διάστημα, ιδεολογία και επιρροή – αναδιαμορφώνοντας, κατά συνέπεια, τις συμμαχίες και την παγκόσμια οικονομία.

Οι αναλυτές το αποκαλούν «ανταγωνισμό τύπου Ψυχρού Πολέμου» με μια κρίσιμη ιδιαιτερότητα: οι δύο αντίπαλοι παραμένουν στενά δεμένοι μέσω εμπορίου και χρηματοοικονομικών σχέσεων. Αντί να κόψουν πλήρως αυτούς τους δεσμούς, κάθε πλευρά αποπειράται να τους ξανασχεδιάσει.

Η Ουάσιγκτον μιλά για «μείωση κινδύνου» και «στοχευμένη αποσύνδεση», ενώ το Πεκίνο υψώνει δικά του νομικά, ρυθμιστικά και εξαγωγικά εργαλεία που συχνά αποκλίνουν από τους παγκόσμιους κανόνες. Αυτή η διελκυστίνδα, λένε οι ειδικοί, πιθανόν να καθορίσει τη σχέση των δύο χωρών πολύ πέρα από το 2027.

Ιστορικό πλαίσιο

Το ταξίδι του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον στο Πεκίνο το 1972 έβαλε τέλος σε δεκαετίες εχθρότητας και άνοιξε τον δρόμο για την πλήρη διπλωματική αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1979.

Μέχρι τότε, η Ουάσιγκτον αναγνώριζε την κυβέρνηση της Ταϊβάν – τη Δημοκρατία της Κίνας – ως τη μοναδική νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας.

Η διπλωματική στροφή άνοιξε τον δρόμο της Κίνας προς τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001, δίνοντάς της ευρεία πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές, υπερτροφοδοτώντας την ανάπτυξη με βάση τις εξαγωγές και μετατρέποντας τη χώρα σε κεντρικό κόμβο των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων.

Η Ουάσιγκτον υπέθεσε ότι η βαθύτερη ενσωμάτωση θα ωθούσε το Πεκίνο προς μια πιο ανοιχτή, θεσμικά ρυθμισμένη και δημοκρατική κατεύθυνση. Αυτό δεν συνέβη.

Η Κίνα εξανάγκασε τις μεταφορές τεχνολογίας, έδωσε αφειδώς επιδοτήσεις σε μεγάλες κρατικά ενισχυόμενες επιχειρήσεις, μπλόκαρε ξένους ανταγωνιστές και έκλεισε τα μάτια σε εκτεταμένες κλοπές πνευματικής ιδιοκτησίας – όλα κατά παράβαση των αρχών του ΠΟΕ.

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ρίτσαρντ Νίξον, η πρώτη κυρία Πατρίσια Νίξον και ο υπουργός Εξωτερικών Ουίλλιαμ Ρότζερς επισκέπτονται το Σινικό Τείχος, κατά τη διάρκεια επίσημου ταξιδιού βόρεια του Πεκίνου. Κίνα, 24 Φεβρουαρίου 1972.  (Xinhua/AFP μέσω Getty Images)

 

Η στρατηγική απέδωσε σε ακατέργαστη ισχύ. Το ονομαστικό ΑΕΠ της Κίνας εκτινάχθηκε από περίπου 1,3 τρισ. δολάρια το 2001 σε περίπου 19,2 τρισ. δολάρια το 2025 – πάνω από δεκατετραπλάσια αύξηση.

Την ανάπτυξη συνόδευσε μια πιο επιθετική στάση. Κινεζικές κρατικά υποστηριζόμενες ομάδες κυβερνοεισβολέων παραβίασαν αμερικανικές κυβερνητικές υπηρεσίες, εταιρείες και κρίσιμες υποδομές, ενώ επιχειρήσεις επιρροής διείσδυσαν σε πανεπιστήμια, δεξαμενές σκέψης και μέσα ενημέρωσης, κατευθύνοντας την πολιτική και τη δημόσια γνώμη υπέρ του Πεκίνου.

Στα παραπάνω προστίθεται και η πλημμύρα πρόδρομων ουσιών φαιντανύλης από την Κίνα που τροφοδοτεί την αμερικανική κρίση οπιοειδών – κάτι που ορισμένοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ αποκαλούν μορφή «πολέμου χωρίς περιορισμούς».

Στρατηγική στροφή της Ουάσιγκτον

Η αλλαγή στο σκεπτικό των ΗΠΑ ήρθε το 2017, όταν η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας της κυβέρνησης Τραμπ χαρακτήρισε την Κίνα κορυφαίο ανταγωνιστή και στρατηγικό αντίπαλο. Αυτή η εκτίμηση συνέχισε να καθοδηγεί την πολιτική της χώρας τόσο υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν όσο και υπό την τρέχουσα κυβέρνηση Τραμπ.

Η συμπεριφορά του Πεκίνου μετά την ένταξη στον ΠΟΕ ανάγκασε την Ουάσιγκτον σε σκληροπυρηνικό «τεχνοεθνικισμό και εμπορικό προστατευτισμό», όπως είπε στην εφημερίδα The Epoch Times ο Πήτερ Σ. Γ. Τσόου (Peter C. Y. Chow), καθηγητής οικονομικών στο City College της Νέας Υόρκης.

Αυτή η νέα στάση παράγει πλέον μια σταθερή ακολουθία μέτρων. Στις 20 Αυγούστου, η Microsoft περιόρισε την κινεζική πρόσβαση στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για τρωτά σημεία κυβερνοασφάλειας, επικαλούμενη ανησυχίες εθνικής ασφάλειας. Μια εβδομάδα αργότερα, το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι κλείνει μια «χαραμάδα» που επέτρεπε σε ορισμένους ξένους κατασκευαστές τσιπ να στέλνουν εργαλεία των ΗΠΑ στην Κίνα χωρίς άδειες.

Ο Κινέζος πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ συναντά τον συνιδρυτή της Microsoft Μπιλ Γκέιτς στο κυβερνητικό συγκρότημα Τζονγκνανχάι στο Πεκίνο, στις 3 Νοεμβρίου 2017. (Thomas Peter-Pool/Getty Images)

 

Στις 12 Σεπτεμβρίου, το υπουργείο Εμπορίου δημοσίευσε νέα λίστα ελέγχου εξαγωγών που κατονόμασε 23 κινεζικές εταιρείες που βοηθούν ρωσικά ή κινεζικά στρατιωτικά προγράμματα. Παράλληλα, τιμώρησε δύο κινεζικούς μεσάζοντες για αγορά αμερικανικού εξοπλισμού κατασκευής τσιπ για τον κορυφαίο κινεζικό κατασκευαστή SMIC, σηματοδοτώντας προθυμία να τιμωρηθούν τόσο οι μεσάζοντες όσο και οι τελικοί χρήστες.

Από την 1η Οκτωβρίου, θα εφαρμοστεί υποχρεωτική εκπαίδευση για την ασφάλεια της έρευνας σε επιστήμονες που χρηματοδοτούνται από το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών και το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ.

Το Πεκίνο απαντά

Στις 22 Αυγούστου, οι ρυθμιστικές Αρχές σκλήρυναν τον έλεγχο της εξόρυξης και επεξεργασίας σπάνιων γαιών, επεκτείνοντας τα όρια ποσοστώσεων και σε εισαγόμενα υλικά και απαιτώντας μηνιαίες αναφορές που δίνουν στις Αρχές πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα αποστολών – επίπεδο ελέγχου που ανησυχεί τους ξένους κατασκευαστές.

Λιγότερο από δύο εβδομάδες αργότερα, το Πεκίνο ανακοίνωσε έρευνα για καταστρατήγηση στις εισαγωγές οπτικών ινών από τις ΗΠΑ, έπειτα ξεκίνησε διπλές έρευνες για ύποπτο ντάμπινγκ από Αμερικανούς προμηθευτές αναλογικών τσιπ και για υποτιθέμενη διάκριση εναντίον κινεζικών εταιρειών.

Στις 15 Σεπτεμβρίου, οι ρυθμιστικές Αρχές βάθυναν τον αντιμονοπωλιακό έλεγχο της εξαγοράς της Mellanox Technologies από την Nvidia, εντείνοντας την πίεση στον αμερικανικό τεχνολογικό κολοσσό. Σχεδόν κάθε εβδομάδα, η μία πλευρά σφίγγει τους ελέγχους στις εξαγωγές, τις εξετάσεις ασφάλειας ή τα νομικά εμπόδια, και η άλλη απαντά με δικά της εργαλεία.

Ιδεολογικό χάσμα

«Δεν μπορείς να συμβιβάσεις τον συγκεντρωτικό αυταρχικό έλεγχο με τη σύγχρονη δημοκρατική διακυβέρνηση», είπε στην Epoch Times ο Ντέηβυ Τζ. Ουόνγκ (Davy J. Wong), οικονομολόγος με έδρα τις ΗΠΑ. «Οι δύο αξίες δεν μπορούν να συνυπάρξουν, άρα η σύγκρουση ισχύος είναι αναπόφευκτη».

Η δημοκρατία εκτιμά τη διαφάνεια και την καινοτομία από τη βάση προς τα πάνω, προσέθεσε, ενώ το μονοκομματικό κράτος της Κίνας δίνει αξία στην ταχύτητα και τη συνοχή. Αυτή η συνοχή υπηρετεί έναν σκοπό, είπε ο καθηγητής διεθνούς επιχειρηματικότητας Σεν Ρονγκτσίν (Shen Rongqin) του Πανεπιστημίου Γιορκ στον Καναδά. «Για το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, η επιβίωση του καθεστώτος έχει απόλυτη προτεραιότητα – ακόμη και εις βάρος της οικονομίας ή των συνθηκών ζωής του λαού», είπε.

Οι προτεραιότητες δεν θα μπορούσαν να απέχουν περισσότερο, πρόσθεσε ο Χένρυ Λι (Henry Li), οικονομολόγος και αναλυτής της Κίνας με έδρα το Μέρυλαντ. «Για την Ουάσιγκτον, το ύψιστο κριτήριο είναι η εθνική ευημερία· για το Πεκίνο, η εξουσία», δήλωσε.

Οποιαδήποτε υπόνοια αδυναμίας, τόνισε, θεωρείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας υπαρξιακή απειλή, γι’ αυτό αισθάνεται υποχρεωμένο να αντιμετωπίζει την Ουάσιγκτον και να προβάλει ισχύ. Αν αυτή η ισχύς αμφισβητηθεί, προειδοποίησε, «το Κόμμα δεν θα διστάσει να καταφύγει σε μέτρα εξόντωσης, ακόμη και αυτοκαταστροφικά». Υπενθύμισε την εκδήλωση αυτής της νοοτροπίας το 1989, όταν δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες και εκατοντάδες τεθωρακισμένα κατέστειλαν ειρηνικούς φιλοδημοκρατικούς διαδηλωτές στην πλατεία Τιενανμέν.

Κατά τη διάρκεια αγρυπνίας με κεριά στο Πάρκο Βικτώρια στο Χονγκ Κονγκ, ένας άνδρας κρατά εικόνα με τον διάσημο «Tank Man» που στάθηκε απέναντι στα κινεζικά στρατιωτικά τανκ στην πλατεία Τιενανμέν στις 5 Ιουνίου 1989. Χονγκ Κονγκ, 4 Ιουνίου 2020.  (Anthony/AFP μέσω Getty Images)

 

Οι ηγέτες των ΗΠΑ αντιμετωπίζουν διαφορετικές εσωτερικές προκλήσεις, σημείωσε ο Τσόου. Αν η οικονομία κλονιστεί, οι Αμερικανοί ψηφοφόροι μπορούν να τιμωρήσουν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στις κάλπες, περιορίζοντας το πόσο μακριά μπορεί να πιέσει η Ουάσιγκτον πριν οι απώλειες θέσεων εργασίας ή ο πληθωρισμός γίνουν πολιτικές ευθύνες.

Το εγχειρίδιο του Πεκίνου: Δέσμευση, καθυστέρηση, επαναδιαπραγμάτευση

Παρά το ιδεολογικό χάσμα, η Κίνα εξακολουθεί να βασίζεται στη ζήτηση των ΗΠΑ για τις εξαγωγές της, δίνοντας στην Ουάσιγκτον μοχλό πίεσης. Αλλά το Πεκίνο έχει μάθει πώς να αμβλύνει αυτό το πλεονέκτημα.

Η αντεπίθεση του Πεκίνου, είπε ο Ουόνγκ, είναι «δέσμευση, καθυστέρηση, επαναδιαπραγμάτευση»: η Κίνα προσφέρει τακτικές παραχωρήσεις, καθυστερεί στην εφαρμογή, και μετά επιστρέφει ζητώντας νέους όρους. Ο Λι βλέπει αυτό το σενάριο να επαναλαμβάνεται στις τρέχουσες εμπορικές συνομιλίες, καθώς οι Κινέζοι διαπραγματευτές φαίνονται συνεργάσιμοι αλλά συμβάλλουν με ελάχιστες ουσιαστικές προτάσεις.

Μέχρι στιγμής, το Πεκίνο έχει υποσχεθεί να αναιρέσει κάποιους ανταποδοτικούς δασμούς, να χαλαρώσει περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών και να δημιουργήσει έναν «μηχανισμό διαβούλευσης» για συνεχή διάλογο – βήματα που αφορούν μέτρα που το ίδιο το Πεκίνο είχε επιβάλει πρόσφατα και που δεν έχουν μακροπρόθεσμη δέσμευση.

Το μοτίβο θυμίζει τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις της εμπορικής συμφωνίας «Φάσης Ένα» 2018-2020, όταν οι πολυδιαφημισμένες δεσμεύσεις του Πεκίνου να αυξήσει τις αγορές αμερικανικής σόγιας και τεχνολογίας δεν υλοποιήθηκαν ποτέ πλήρως, είπε ο Λι.

Ο Λι υποστηρίζει ότι το Πεκίνο τραβάει την υπόθεση μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ το 2026, ελπίζοντας ότι οποιαδήποτε αλλαγή στο Κογκρέσο θα περιορίσει τον Τραμπ, ενώ παράλληλα διοχετεύει χρήματα στις εγχώριες εφοδιαστικές αλυσίδες για να μειώσει την εξάρτηση από τις ΗΠΑ.

Εργαζόμενοι σε αποθήκη της εταιρείας ταχυμεταφορών Weijiang International, η οποία συνεργάζεται τον κινεζικό διαδικτυακό κολοσσό ηλεκτρονικών αγορών Temu, στο Γκουανγκτζού. Επαρχία Γκουανγκντόνγκ, Κίνα, 12 Αυγούστου 2025. (Adek Berry/AFP μέσω Getty Images)

 

Ωστόσο, το περιθώριο κινήσεων της Κίνας στενεύει, σημείωσε ο Τσόου, αφού η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων, η εκρηκτική ανεργία νέων και η αδύναμη κατανάλωση έχουν υπονομεύσει την ελκυστικότητά της ως μαγνήτη ξένων κεφαλαίων. Μια έρευνα του 2025 του Συμβουλίου Επιχειρήσεων ΗΠΑ-Κίνας έδειξε ότι μόνο το 48% των αμερικανικών εταιρειών σχεδιάζει να επενδύσει στην Κίνα το 2025 – πτώση ιδιαιτέρως απότομη από το 80% του 2024.

«Το Πεκίνο ίσως θελήσει να ελαχιστοποιήσει τη ζημιά από τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ», προειδοποίησε ο Τσόου, «ή να βρεθεί αντιμέτωπο με σοβαρότερη οικονομική κρίση στο εσωτερικό».

Επικείμενοι δευτερογενείς δασμοί στην Κίνα

Η Κίνα και η Ινδία βοήθησαν να διατηρηθεί η ρωσική οικονομία ζωντανή μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, αυξάνοντας τις αγορές ρωσικού πετρελαίου ακόμη και όταν πολλές χώρες τις μείωσαν ή τις διέκοψαν.

Μέχρι το 2025, η Κίνα είχε γίνει ο μεγαλύτερος αγοραστής ορυκτών καυσίμων της Ρωσίας, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 40% των εσόδων από εξαγωγές της Μόσχας, αντισταθμίζοντας μεγάλο μέρος της επίδρασης των δυτικών κυρώσεων.

Σε απάντηση, το Κογκρέσο – με διακομματική ψήφο – παραχώρησε στον πρόεδρο Τραμπ την εξουσία να επιβάλει κυρώσεις και δασμούς σε χώρες που βοηθούν τη Ρωσία. Ο πρόεδρος έχει επίσης παροτρύνει αξιωματούχους της ΕΕ να επιβάλουν δασμούς έως 100% σε κινεζικά και ινδικά αγαθά και έχει δώσει σήμα ότι η Ουάσιγκτον θα δράσει συντονισμένα.

Εμπορευματοκιβώτια στοιβάζονται καθώς γερανοί εκφορτώνουν φορτηγά πλοία στο λιμάνι του Λος Άντζελες στο Σαν Πέδρο. Καλιφόρνια, ΗΠΑ, 15 Απριλίου 2025. (Patrick T. Fallon/AFP μέσω Getty Images)

 

Το Πεκίνο απάντησε με τα δικά του μέσα πίεσης. Κατά τις τεταμένες συνομιλίες του Μαΐου και του Ιουνίου, περιόρισε τις εξαγωγές βαρέων σπάνιων γαιών – απαραίτητων για κάθε είδος σύγχρονης τεχνολογίας, από πυραύλους και οχήματα μέχρι κινητά τηλέφωνα – προκειμένου να αποσπάσει παραχωρήσεις.

«Αυτός ο στραγγαλισμός λειτούργησε», είπε ο Σεν. Η Ουάσιγκτον χαλάρωσε κάποιους δασμούς και μετρίασε ορισμένους ελέγχους στα τσιπ, επιτρέποντας στις Nvidia και AMD να πουλήσουν στην Κίνα υποβαθμισμένα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης, H20 και MI308, με αντάλλαγμα προμήθεια 15% επί των εσόδων.

Ο Σεν υποστηρίζει ότι η συμφωνία στην πραγματικότητα ευνοεί τις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή κρατά τους Κινέζους προγραμματιστές «κλειδωμένους» στο οικοσύστημα Compute Unified Device Architecture της Nvidia, καθυστερώντας έτσι τις εγχώριες εναλλακτικές τους.

Το κατά πόσο αυτή η συμφωνία θα τηρηθεί από το Πεκίνο παραμένει αβέβαιο. Οι αναλυτές αναμένουν ότι οι εντάσεις θα αναζωπυρωθούν αν δεν υπάρξουν συγκεκριμένες συμφωνίες έως τις 10 Νοεμβρίου, οπότε λήγει και η παράταση της προθεσμίας για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών. «Κάθε πλευρά αξιοποιεί τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα ως όπλο», είπε ο Σεν. «Αυτό το μοτίβο γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο».

Με δευτερογενείς δασμούς ή χωρίς, κάθε πλευρά επιστρατεύει τα ισχυρότερα όπλα της – την τεχνολογία η Ουάσιγκτον, τις σπάνιες γαίες το Πεκίνο – σε ένα κλιμακούμενο μοτίβο που ολοένα και περισσότερο θυμίζει Ψυχρό Πόλεμο, συμπλήρωσε ο Σεν.

Του Sean Tseng

Με τη συμβολή του Gu Xiaohua

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

ΣΧΕΤΙΚΑ

Σχολιάστε