Η παρουσίαση του iPhone 17, αντί να ενθουσιάσει, προβλημάτισε τους επενδυτές – κάτι που αποτυπώθηκε άμεσα στην πορεία της μετοχής της Apple. Στις 9 Σεπτεμβρίου 2025, αμέσως μετά την εκδήλωση, η μετοχή υποχώρησε κατά ~1,5%, και την επόμενη ημέρα βυθίστηκε επιπλέον 3,2%, κλείνοντας στα $226,79 και εξαλείφοντας πάνω από 112 δισεκατομμύρια δολάρια από την αγοραία αξία της Apple. Συνολικά, η μετοχή κατέγραψε ημερήσια πτώση 3,48%, που μεταφράζεται σε απώλεια περίπου $108 δισ. κεφαλαιοποίησης σε μία μόνο συνεδρίαση. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες ημερήσιες απώλειες της Apple το τελευταίο διάστημα, γεγονός που υπογραμμίζει πόσο κρίσιμες είναι οι παρουσιάσεις προϊόντων για τη χρηματιστηριακή εικόνα της εταιρείας.
Τι κρύβεται πίσω από αυτή την αρνητική αντίδραση; Σύμφωνα με αναλυτές, η δυσαρέσκεια των επενδυτών οφείλεται στο ότι τα νέα μοντέλα δεν προσέφεραν τις ριζοσπαστικές καινοτομίες που ανέμενε η αγορά. Αντί για μια καινοτόμο αναβάθμιση, το iPhone 17 αποδείχθηκε μια συνέχεια σταδιακών βελτιώσεων: λεπτότερο design και μερικές υλικές αναβαθμίσεις, αλλά όχι κάποιο καινούργιο χαρακτηριστικό που να αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού. Πολλά από τα νέα στοιχεία – όπως το πολύ λεπτό iPhone Air – είχαν διαρρεύσει εκ των προτέρων, οπότε το στοιχείο της έκπληξης απουσίαζε, οδηγώντας στο κλασικό φαινόμενο «αγόρασε εν αναμονή, πούλησε ύστερα» (buy the rumor, sell the news). Παρά τις βελτιώσεις σε απόδοση και κάμερες και την περαιτέρω ενσωμάτωση στο οικοσύστημα της Apple, η Wall Street έκρινε ότι αυτές οι αναβαθμίσεις ήταν περιορισμένες σε σχέση με τις προσδοκίες.
Επιπλέον, συγκεκριμένοι παράγοντες αύξησαν τις ανησυχίες για την κερδοφορία της Apple. Η εταιρεία ανακοίνωσε ότι θα απορροφήσει πρόσθετους δασμούς άνω του $1 δισ. χωρίς να αυξήσει τις τιμές, κάτι που μεν ευνοεί τους καταναλωτές, αλλά πιέζει τα περιθώρια κέρδους – μια είδηση που δεν πέρασε απαρατήρητη από τους επενδυτές. Παράλληλα, κατά την παρουσίαση δεν δόθηκε έμφαση σε φιλόδοξες νέες στρατηγικές (π.χ. στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης – περισσότερα γι’ αυτό ακολούθως), γεγονός που ενίσχυσε το αίσθημα ότι η Apple πορεύεται χωρίς ξεκάθαρο όραμα για το επόμενο τεχνολογικό βήμα της. Δεν είναι τυχαίο ότι αμέσως μετά την εκδήλωση, αρκετοί οίκοι προχώρησαν σε υποβάθμιση της μετοχής: η Phillip Securities κατέταξε την Apple σε «Reduce» από «Neutral» επικαλούμενη «υπερβολική αποτίμηση» και αντίξοες συνθήκες (δασμοί, αυξημένες δαπάνες), ενώ η DA Davidson έριξε τη σύσταση σε «Neutral» από «Buy» , σχολιάζοντας πως η οικογένεια iPhone 17 στερείται της καινοτομίας που θα μπορούσε να πυροδοτήσει ένα μεγάλο κύμα αναβαθμίσεων. Με άλλα λόγια, ο χρηματιστηριακός κόσμος βλέπει ότι η Apple εξακολουθεί να βασίζεται υπερβολικά στο iPhone για τα έσοδά της, την ίδια στιγμή που οι πωλήσεις συσκευών έχουν σταθεροποιηθεί από το 2015 και ο κύκλος αναβάθμισης επιμηκύνεται.
Η αλλαγή κλίματος είναι εμφανής: η Apple παραμένει μια πανίσχυρη εταιρεία με τεράστια βάση χρηστών και κερδοφορία, όμως οι επενδυτές γίνονται όλο και πιο ευαίσθητοι σε ενδείξεις ότι η εποχή των εντυπωσιακών αλμάτων έχει παρέλθει. Η πτώση της μετοχής ανέδειξε το ερώτημα αν η εταιρεία θα συνεχίσει να προσφέρει πραγματική καινοτομία ή απλώς μικρές σταδιακές αλλαγές. Το γεγονός ότι μέσα σε δύο μέρες «εξατμίστηκαν» πάνω από 100 δισ. δολάρια αξίας επιβεβαιώνει πόσο ακριβό μπορεί να αποδειχτεί το τίμημα της απογοήτευσης.
Έχει «τελματώσει» η καινοτομία της Apple;
Μετά από κάθε μείζονα παρουσίαση, επανέρχεται το ερώτημα: μήπως η Apple έχει χάσει την αιχμή της καινοτομίας που κάποτε τη χαρακτήριζε; Η φράση «τελμάτωσε» ακούγεται όλο και συχνότερα, τόσο από αναλυτές όσο και από ένα μέρος των καταναλωτών. Πράγματι, η εταιρεία που πριν μια δεκαετία καθοδηγούσε το ρεύμα των smartphone με τολμηρές αποφάσεις, σήμερα φαίνεται να ακολουθεί μια πιο συντηρητική πορεία.
Η αντίδραση στο iPhone 17 ανέδειξε αυτή την αντίληψη. Οι επενδυτές δεν προβληματίστηκαν μόνο από το ίδιο το προϊόν, αλλά και από τη γενικότερη στρατηγική της Apple. Ο ρυθμός καινοτομίας έχει επιβραδυνθεί: τα τελευταία χρόνια οι αλλαγές στα νέα iPhone – αν και τεχνικά αξιοσημείωτες – είναι ως επί το πλείστον βελτιωτικές και όχι ανατρεπτικές. Για παράδειγμα, η εταιρεία διατηρούσε ουσιαστικά τον ίδιο σχεδιασμό από το iPhone 11 (2019) μέχρι και το iPhone 16, πριν φρεσκάρει την εμφάνιση φέτος. Καινοτομίες λογισμικού όπως το Face ID, το iMessage ή το App Store είχαν θέσει νέα πρότυπα στην εποχή τους· αντίστοιχα μεγάλες ιδέες όμως δεν έχουν εμφανιστεί πρόσφατα στο iPhone. Οι περισσότεροι χρήστες αντιλαμβάνονται τις ετήσιες αναβαθμίσεις ως «λίγο καλύτερη κάμερα, λίγο ταχύτερο επεξεργαστή και ίσως νέα υλικά», αντί για κάτι που αλλάζει ριζικά την εμπειρία τους. Αυτό δημιουργεί την αίσθηση κορεσμού.
Ιδιαίτερα στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ ή AI), πολλοί θεωρούν ότι η Apple υστερεί έναντι του ανταγωνισμού. Αναλυτές της Wall Street επισημαίνουν ότι η Apple βρίσκεται πίσω από άλλους γίγαντες της Σίλικον Βάλλεϋ στην ενσωμάτωση ΤΝ στα προϊόντα της – ειδικά απέναντι στη Google, που ήδη έχει εξοπλίσει τα κορυφαία Pixel smartphone με πληθώρα λειτουργιών βασισμένων σε ΤΝ. Οι χρήστες και οι επενδυτές ανέμεναν στην παρουσίαση του 2025 να ακούσουν για τη φιλόδοξη πλατφόρμα «Apple Intelligence» (μια σουίτα γενετικών αλγορίθμων ΤΝ που είχε προαναγγελθεί από το 2024) και για μια πλήρως ανανεωμένη Siri. Ωστόσο, ο Τιμ Κουκ και οι συνεργάτες του μόλις που αναφέρθηκαν επιδερμικά στις δυνατότητες γενετικής ΤΝ στα νέα iPhone. Η μεγάλη αναβάθμιση της Siri αναβλήθηκε για το 2026, αφήνοντας την Apple «πίσω» σε σύγκριση με ανταγωνιστές που προχωρούν επιθετικά στο πεδίο αυτό. Για μια εταιρεία που έχτισε το προφίλ της ως καινοτόμος, το να φαίνεται ουραγός στην «κούρσα της ΤΝ» αποτελεί πλήγμα στην αντίληψη των επενδυτών. Όπως χαρακτηριστικά σχολίασε διαχειριστής κεφαλαίων, «η Apple ουσιαστικά δεν καινοτομεί… παραμένει πίσω στον τομέα της ΤΝ και η αγορά είναι λίγο επιφυλακτική».
Ένας ακόμη λόγος που ενισχύει την αίσθηση στασιμότητας είναι η έλλειψη νέων κατηγοριών στα προϊόντα της. Μετά το iPhone (2007) και το iPad (2010), το μοναδικό εντελώς νέο προϊόν της Apple την περασμένη δεκαετία ήταν το Apple Watch (2015) και τα AirPod. Αν και επιτυχημένα, κανένα δεν είχε τον αντίκτυπο του iPhone. Οι φήμες γύρω από το Apple Car συνεχίζουν να πηγαινοέρχονται χωρίς κανένα χειροπιαστό αποτέλεσμα, ενώ το πολλά υποσχόμενο σετ μικτής πραγματικότητας Vision Pro, που ανακοινώθηκε το 2023, έχει ήδη κυκλοφορήσει στην αγορά – ωστόσο, η πορεία του μέχρι στιγμής δεν έχει στεφθεί με ευρύτερη επιτυχία, καθώς παραμένει προϊόν για ένα περιορισμένο κοινό λόγω του υπέρογκου κόστους.
Έτσι, η Apple εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το iPhone (που συνεισφέρει σχεδόν το ήμισυ των εσόδων της εταιρείας). Αυτό σημαίνει ότι η επιβράδυνση στην ανάπτυξη του iPhone αντανακλά άμεσα στην οικονομική της πορεία. Όταν, λοιπόν, οι πωλήσεις iPhone παρουσιάζουν κορεσμό και οι τιμές της μετοχής βασίζονται στην προσδοκία συνεχούς ανάπτυξης, εύλογα δημιουργούνται αμφιβολίες για το κατά πόσο η Apple μπορεί να διατηρήσει το momentum.
Από πλευράς καταναλωτών, η εικόνα είναι πιο σύνθετη. Η Apple εξακολουθεί να χαίρει τεράστιας εκτίμησης από εκατομμύρια χρήστες, οι οποίοι παραμένουν πιστοί στο ισχυρό brand. Για πολλούς, το οικοσύστημα υπηρεσιών και συσκευών της (App Store, iMessage, iCloud, Apple Watch κ.ά.) αποτελεί λόγο παραμονής στην πλατφόρμα ανεξάρτητα από το πόσο επαναστατικό είναι κάθε νέο iPhone. Ωστόσο, ακόμα και ανάμεσα στους φανατικούς πελάτες, υπάρχει η παραδοχή ότι «τα τελευταία μοντέλα μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους». Οι καινοτομίες βιτρίνας που κάποτε έφερναν εντυπωσιακά νέα χαρακτηριστικά ανά διετία έχουν αραιώσει. Το κοινό πλέον ενθουσιάζεται πιο δύσκολα: χαρακτηριστικό είναι ότι λανσαρίσματα όπως η θύρα USB-C στο iPhone 15 (2023) – που υπό άλλες συνθήκες θα εκλαμβανόταν ως σημαντική αλλαγή – αντιμετωπίστηκαν μάλλον χλιαρά, καθώς θεωρήθηκαν επιβεβλημένα από τη νομοθεσία παρά δείγμα πρωτοπορίας της Apple. Όλα αυτά συντελούν σε μια γενικότερη αντίληψη «στασιμότητας» σε επίπεδο προϊόντος.
Βεβαίως, αξίζει να επισημανθεί ότι η έννοια του «τέλματος» είναι σχετική. Η τεχνολογική εξέλιξη στα smartphone συνολικά έχει επιβραδυνθεί γιατί η αγορά ωρίμασε: όχι μόνο η Apple, αλλά και οι ανταγωνιστές της (Samsung, Google κ.ά.) δυσκολεύονται να παρουσιάσουν κάτι αληθινά πρωτόγνωρο κάθε χρόνο. Η Apple, πιστή στη φιλοσοφία της, προτιμά να μην παρασύρεται από τις διάφορες τάσεις (π.χ. δεν έχει λανσάρει ακόμα αναδιπλούμενο τηλέφωνο όπως άλλοι κατασκευαστές) αν δεν πιστεύει ότι μπορούν να προσφέρουν κορυφαία εμπειρία. Αντί να ρισκάρει με ημιτελείς «καινοτομίες για το θεαθήναι», επιλέγει να τελειοποιεί σταδιακά τα στοιχεία που γνωρίζει ότι έχουν απήχηση (κάμερες, οθόνες, chip, λογισμικό). Ωστόσο, ενώ αυτή η στρατηγική τής εξασφαλίζει σταθερή ποιότητα, δίνει και «πάτημα» στην κριτική ότι η εταιρεία παίζει εκ του ασφαλούς και δεν ενθουσιάζει όπως παλιά.