Της Amelia Worsley
Μετάφραση: Αλία Ζάε
Είναι η μοναξιά η σύγχρονη malaise μας;
Σύμφωνα με τον τέως στρατιωτικό χειρουργό Βίβεκ Μέρθι, η παθολογία που συναντούσε συχνότερα στα χρόνια της υπηρεσίας του «δεν ήταν κάποια πάθηση της καρδιάς ή ο διαβήτης. Ήταν η μοναξιά».
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η χρόνια μοναξιά «ισοδυναμεί με το κάπνισμα 15 τσιγάρων την ημέρα» και ότι «ευθύνεται για περισσότερους θανάτους από την παχυσαρκία».
Καθώς η μοναξιά θεωρείται πια ένα ζήτημα δημόσιας υγείας – ακόμα και επιδημία – γίνονται έρευνες για τα αίτια που την προκαλούν και για πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης.
Ενώ έγραφα ένα βιβλίο σχετικά με το πώς έχουν αντιμετωπίσει οι ποιητές της Ρομαντικής περιόδου τη μοναξιά, ανακάλυψα ότι πρόκειται για μια σχετικά νέα έννοια και ότι κάποτε θεραπευόταν αρκετά εύκολα. Ωστόσο, όπως με την πάροδο του χρόνου έχει αλλάξει το περιεχόμενό της, η εύρεση λύσεων έχει γίνει δυσκολότερη.
Ανατρέχοντας στην καταγωγή της λέξης – και κατανοώντας πώς έχει αλλάξει το νόημά της – ίσως βρούμε νέους τρόπους να προσεγγίσουμε τη σύγχρονη μοναξιά.
Οι κίνδυνοι των μοναχικών τόπων
Αν και η μοναξιά μοιάζει να είναι ένα διαχρονικό, οικουμενικό βίωμα, οι ρίζες της μάλλον βρίσκονται στα τέλη του 16ου αιώνα, όταν σηματοδοτούσε τον κίνδυνο του να είναι κανείς πολύ μακριά από τους άλλους.
Την πρώιμη εποχή της σύγχρονης Βρετανίας, το να απομακρύνεται κάποιος από την κοινότητα σήμαινε να εγκαταλείπει και την προστασία που αυτή παρείχε. Τα μακρινά δάση και βουνά ενέπνεαν φόβο: Μια ερημιά ήταν ένα μέρος που έκρυβε επικίνδυνα συναπαντήματα, αλλά καμία βοήθεια απέναντι σε αυτά.
Για να τρομάξουν επαρκώς το ποίμνιό τους ώστε να μείνει μακριά από την αμαρτία, οι ιερείς που έγραφαν τα κηρύγματα ζητούσαν από τον κόσμο να φανταστούν τους εαυτούς τους χαμένους σε έρημους, μοναχικούς τόπους («lonelinesses») – όπως στην κόλαση, στον τάφο, ή σε κάποια έρημο.
Ωστόσο, μέχρι και τα μέσα του 17ου αιώνα, οι λέξεις «μοναξιά» και «μοναχικός» σπάνια εμφανίζονταν σε γραπτά κείμενα. Το 1674, ο φυσιοδίφης Τζον Ρέυ συνέταξε ένα γλωσσάριο λέξεων που σπάνια χρησιμοποιούνται. Στη λίστα του συμπεριέλαβε και τη λέξη «μοναξιά», ορίζοντάς την ως όρο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μέρη και ανθρώπους που βρίσκονται «μακριά από γείτονες».
Το επικό ποίημα του Μίλτον «Χαμένος Παράδεισος» («Paradise Lost») παρουσιάζει έναν από τους πρώτους μοναχικούς χαρακτήρες της βρετανικής λογοτεχνίας: τον Σατανά. Πηγαίνοντας από την Κόλαση στον Παράδεισο, προκειμένου να βάλει σε πειρασμό την Εύα, ο Σατανάς πρέπει να περάσει από έρημους τόπους – να περπατήσει «μοναχικά βήματα». Όμως ο Μίλτον δεν γράφει για τα συναισθήματα του Σατανά. Αυτό που περιγράφει είναι το πέρασμά του από την απόλυτη ερημιά, έναν τόπο ανάμεσα στην Κόλαση και τον Παράδεισο, που κανένας άγγελος δεν είχε μέχρι τότε τολμήσει να διασχίσει.
Ο Σατανάς περιγράφει τη μοναχικότητά του με όρους τρωτότητας: «Εκ μέρους των πορεύομαι σε τούτο ταξείδι / το άχαρο μονάχος μου, ο ένας υπέρ όλων / εκτίθεμαι, με βήματα μοναχικά τραντάζω / τ’ άπατο χάσμα των βυθών μέσω κενού απεράντου…»*
Το δίλημμα της σύγχρονης μοναξιάς
Αν και πλέον, για τον σύγχρονο άνθρωπο, η φύση είναι ένα μέρος περιπέτειας και απόλαυσης, ο φόβος της ερημιάς παραμένει. Όμως, έχει μεταφερθεί μέσα στις πόλεις.
Κάποιοι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα προσπαθώντας να αναβιώσουν τις γειτονιές. Έρευνες δείχνουν άνοδο του αριθμού των ατόμων που ζουν μόνοι και της διάλυσης των οικογενειακών και κοινοτικών δομών.
Η τέως πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέυ είχε θέσει ως στόχο την «καταπολέμηση» της μοναξιάς και είχε διορίσει μάλιστα και υπουργό ειδικά γι’ αυτό. Υπάρχει ακόμα και φιλανθρωπική εκστρατεία με την ονομασία «Εκστρατεία κατά της μοναξιάς».
Αλλά η προσπάθεια για τη θεραπεία της μοναξιάς είναι υπεραπλουστευτική για το σύγχρονο νόημά της.
Όταν, τον 17ο αιώνα η μοναξιά σχετιζόταν κυρίως με τον χώρο εκτός πόλης ή κοινότητας, η λύση δινόταν απλά με την επιστροφή στην κοινωνία.
Όμως, τώρα η μοναξιά έχει εσωτερικευθεί – και αυτό κάνει τη θεραπεία της πολύ δυσκολότερη. Καθώς βρίσκεται πια εντός μας, ακόμα και μέσα στους ανθρώπους που ζουν σε πόλεις που σφύζουν από ζωή, η λύση δεν βρίσκεται πάντα στη σωματική εγγύτητα ή την παρέα με τους άλλους.
Η σύγχρονη μοναξιά δεν αφορά τη φυσική μας απόσταση από τους άλλους. Είναι μάλλον μια συναισθηματική/νοητική κατάσταση κατά την οποία νιώθουμε αποκομμένοι από τους άλλους – χωρίς να είμαστε κατ’ ανάγκη.
Ακόμα και εν μέσω συντροφιάς φίλων ή μαζί με τον/την αγαπημένο/η μας, μπορεί να έχουμε το αίσθημα της μοναξιάς. Η ερημιά βρίσκεται μέσα μας.
Εποικίζοντας την εσωτερική μας ερημιά
Αν και πλέον, για τον σύγχρονο άνθρωπο, η φύση είναι ένα μέρος περιπέτειας και απόλαυσης, ο φόβος της ερημιάς παραμένει. Όμως, έχει μεταφερθεί μέσα στις πόλεις.
Κάποιοι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα προσπαθώντας να αναβιώσουν τις γειτονιές. Έρευνες δείχνουν άνοδο του αριθμού των ατόμων που ζουν μόνοι και της διάλυσης των οικογενειακών και κοινοτικών δομών.
Η τέως πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέυ είχε θέσει ως στόχο την «καταπολέμηση» της μοναξιάς και είχε διορίσει μάλιστα και υπουργό ειδικά γι’ αυτό. Υπάρχει ακόμα και φιλανθρωπική εκστρατεία με την ονομασία «Εκστρατεία κατά της μοναξιάς».
Αλλά η προσπάθεια για τη θεραπεία της μοναξιάς είναι υπεραπλουστευτική για το σύγχρονο νόημά της.
Όταν, τον 17ο αιώνα η μοναξιά σχετιζόταν κυρίως με τον χώρο εκτός πόλης ή κοινότητας, η λύση δινόταν απλά με την επιστροφή στην κοινωνία.
Όμως, τώρα η μοναξιά έχει εσωτερικευθεί – και αυτό κάνει τη θεραπεία της πολύ δυσκολότερη. Καθώς βρίσκεται πια εντός μας, ακόμα και μέσα στους ανθρώπους που ζουν σε πόλεις που σφύζουν από ζωή, η λύση δεν βρίσκεται πάντα στη σωματική εγγύτητα ή την παρέα με τους άλλους.
Η σύγχρονη μοναξιά δεν αφορά τη φυσική μας απόσταση από τους άλλους. Είναι μάλλον μια συναισθηματική/νοητική κατάσταση κατά την οποία νιώθουμε αποκομμένοι από τους άλλους – χωρίς να είμαστε κατ’ ανάγκη.
Ακόμα και εν μέσω συντροφιάς φίλων ή μαζί με τον/την αγαπημένο/η μας, μπορεί να έχουμε το αίσθημα της μοναξιάς. Η ερημιά βρίσκεται μέσα μας.
Εποικίζοντας την εσωτερική μας ερημιά
Η έλλειψη προφανούς θεραπείας για τη μοναξιά μάς κάνει να τη θεωρούμε ιδιαιτέρως επικίνδυνη.
Ωστόσο, ίσως το μυστικό να βρίσκεται στην αντίπερα όχθη: ίσως να μην πρέπει να προσπαθούμε να την καταπολεμήσουμε, αλλά αντ’ αυτού να μάθουμε να ελισσόμαστε στα κενά της, να συνομιλούμε με τις αντιφάσεις της και να αναζητούμε αυτούς που νιώθουν το ίδιο.
Ενώ παραμένει σημαντικό να ανακαλύπτουμε το πώς κάποιες ομάδες ανθρώπων (πχ οι ηλικιωμένοι, τα Αμέα και άλλες ευπαθείς ομάδες) οδηγούνται σε απομόνωση και πάσχουν από αυτή, πρέπει επίσης να βρούμε τρόπους να αφαιρέσουμε το αρνητικό στίγμα από την κατάσταση της μοναξιάς.
Ίσως η αναγνώριση της μοναξιάς ως μια βαθιά και ενίοτε μη αναστρέψιμη εμπειρία αντί για πάθηση, να βοηθήσει τους ανθρώπους –ιδίως τους μοναχικούς ανθρώπους- να την αντιληφθούν ως κάτι λιγότερο ασυνήθιστο ή κακό και να την αποδεχτούν ευκολότερα.
Αν θέλουμε να δούμε την «επιδημία της μοναξιάς» ως κάτι περισσότερο από μια «επιδημία απομόνωσης», θα πρέπει να προσπαθήσουμε να φανταστούμε κατ’ αρχάς γιατί μπορεί κάποιοι άνθρωποι να αισθάνονται εσωτερικά σαν έρημοι τόποι.
Κάθε άνθρωπος βιώνει διαφορετικά τη μοναξιά, και ίσως μερικοί να δυσκολεύονται να περιγράψουν αυτό που νιώθουν. Όπως έγραψε και ο συγγραφέας Τζόζεφ Κόνραντ: «Ποιος ξέρει πώς είναι η πραγματική μοναξιά – όχι η συμβατική λέξη αλλά ο γυμνός τρόμος; Ακόμα και για τους ίδιους τους μοναχικούς φορά μια μάσκα.» Η γνώση του πώς οι άλλοι βιώνουν τη μοναξιά, ίσως συμβάλλει στην άμβλυνση των αποπροσανατολιστικών αισθημάτων που περιγράφει ο Κόνραντ.
Η λογοτεχνία μπορεί επίσης να μετριάσει την αίσθηση της εσωτερικής ερημιάς. Δεν χρειάζεται να διαβάζουμε βιβλία σχετικά με τη μοναξιά, αν και υπάρχουν πολλά τέτοια, από τον «Φράνκενσταϊν» μέχρι τον «Αόρατο άνθρωπο». Το διάβασμα προσφέρει στον αναγνώστη την ευκαιρία να συνδεθεί με χαρακτήρες εξίσου μοναχικούς. Επιπλέον, βοηθά τον μοναχικό νου να νιώσει «κατοικημένος».
Στη λογοτεχνία βρίσκουμε και παραδείγματα για το πώς να είμαστε μόνοι μαζί. Οι Βρετανοί Ρομαντικοί ποιητές συχνά αντέγραφαν ο ένας τη μοναξιά του άλλου, με παραγωγικά και ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Όταν μοιραζόμαστε τη μοναξιά μας, μπορούμε να δημιουργήσουμε μια κοινότητα, είτε το μοίρασμα γίνεται σε διαπροσωπικά τετ-α-τετ είτε μέσω γραπτών κειμένων. Αν και η μοναξιά είναι εξαιρετικά φθοροποιός, δεν είναι πια ταυτόσημη με την απομόνωση.
Όπως έγραψε και ο ποιητής Όσιαν Βουόνγκ [Ocean – Ωκεανός – Vuong], «η μοναξιά δεν παύει να είναι χρόνος που περνάμε με τον κόσμο».
Αυτό το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο The Conversation.
* Από τη μετάφραση του Αθανάσιου Δ. Οικονόμου («Ο απολεσθείς Παράδεισος» του Τζων Μίλτων, εκδόσεις Οδός Πανός 2015), σελ. 85