Ο Νίκος Σκαλκώτας αποτελεί μια από τις πιο φωτεινές, αλλά ταυτόχρονα τραγικές μορφές της νεοελληνικής μουσικής δημιουργίας. Γεννημένος στη Χαλκίδα στις 21 Μαρτίου 1904 και αποβιώσας στην Αθήνα στις 19 Σεπτεμβρίου 1949, σε ηλικία μόλις 45 ετών, ο κορυφαίος αυτός συνθέτης κατάφερε να δημιουργήσει ένα εκτεταμένο έργο που συνδυάζει τις πιο προχωρημένες τεχνικές της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής κληρονομιάς. Η διεθνής αναγνώριση που απέκτησε το έργο του μετά τον θάνατό του τον κατατάσσει στους τέσσερις κορυφαίους συνθέτες του 20ού αιώνα, μαζί με τον Σένμπεργκ, τον Στραβίνσκι και τον Σοστακόβιτς.
Ο Νίκος Σκαλκώτας προήλθε από οικογένεια μουσικών, γεγονός που διαμόρφωσε καθοριστικά την πορεία του. Ο πατέρας του, ο Αλέκος Σκαλκώτας (από το αρχικό επίθετο Σκαλκώτος, το οποίο άλλαξε «χάριν ευφωνίας»), ήταν φλαουτίστας στη Φιλαρμονική της Χαλκίδας. Από την πολύ νεαρή ηλικία των πέντε ετών, ο μικρός Νίκος άρχισε τα πρώτα του βήματα στην εκμάθηση βιολιού με τον θείο του. Το 1910, η οικογένεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα για να του προσφέρει πληρέστερη μουσική μόρφωση.
Η εκπαίδευσή του στο Ωδείο Αθηνών αποδείχθηκε εξαιρετικά καρποφόρα, καθώς το 1918 αποφοίτησε με την ανώτατη διάκριση του «Χρυσού Μεταλλίου» για την ερμηνεία του στο Κοντσέρτο για βιολί του Μπετόβεν. Αυτή η πρώιμη επιτυχία αποδεικνύει όχι μόνο τις εξαιρετικές μουσικές του ικανότητες, αλλά και την ευρύτερη καλλιτεχνική του προικοδότηση, καθώς παράλληλα με τη μουσική, ασχολούνταν και με τη συγγραφή, δημοσιεύοντας ποιήματά του στο περιοδικό Νουμάς.
Το 1921 αποτέλεσε σημείο καμπής στη ζωή του Σκαλκώτα, καθώς έλαβε υποτροφία από το Ίδρυμα Αβέρωφ για ανώτερες σπουδές βιολιού στο Βερολίνο. Η μετάβασή του στη γερμανική πρωτεύουσα δεν τον οδήγησε μόνο στην εκπλήρωση του αρχικού του σχεδίου για εξειδίκευση στο βιολί, αλλά τον έφερε αντιμέτωπο με τις πιο προηγμένες μουσικές τάσεις της εποχής.
Η απόφασή του να στραφεί προς τη σύνθεση τον οδήγησε στη διδασκαλία κορυφαίων μαέστρων της γερμανικής μουσικής σκηνής, όπως οι Κουρτ Βάιλ και Φίλιπ Γιάρναχ. Ωστόσο, η πιο καθοριστική συνάντηση ήταν αυτή με τον Άρνολντ Σένμπεργκ, τον «πάπα της πρωτοπορίας», όπως τον αποκαλούσε ο ίδιος ο Σκαλκώτας. Ο Σένμπεργκ, ο θεμελιωτής του δωδεκαφθογγισμού και της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης, εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Έλληνα μαθητή του.
Ο δωδεκαφθογγισμός, ως μέθοδος μουσικής σύνθεσης που στοχεύει στην οργάνωση της ατονικότητας μέσω της χρήσης επιλεγμένων διαδοχών των 12 φθόγγων του δυτικού μουσικού συστήματος, αποτελούσε επαναστατική προσέγγιση σε σχέση με τις ιεραρχικές φθογγικές σχέσεις της παραδοσιακής τονικής μουσικής. Η παραμονή του Σκαλκώτα με τον Σένμπεργκ έως το 1931 επετεύχθη χάρη σε νέα υποτροφία που του προσέφερε ο Εμμανουήλ Μπενάκης.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Βερολίνο, ο Σκαλκώτας έγραψε πάνω από 70 έργα, τα περισσότερα από τα οποία δυστυχώς χάθηκαν. Παρά την εκτίμηση που έτρεφε προς τον δάσκαλό του, ο Σκαλκώτας δεν ακολούθησε τυφλά το δωδεκαφθογγικό σύστημα του Σένμπεργκ, αλλά ανέπτυξε μια δική του απόλυτα πρωτότυπη παραλλαγή. Αυτή η ικανότητα προσαρμογής και καινοτομίας αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της μουσικής του προσωπικότητας.
Το 1931, μια έντονη συναισθηματική κρίση προκάλεσε τη διακοπή της σχέσης του με τη Γερμανίδα σύντροφό του, τη βιολονίστρια Ματίλντε Τέμκο, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, την Άρτεμη και ένα βρέφος που χάθηκε στη γέννα. Αυτό το προσωπικό τραύμα οδήγησε σε μια παρατεταμένη δημιουργική κρίση που κράτησε έως το 1935.
Τον Μάιο του 1933, ο Σκαλκώτας επέστρεψε στην Ελλάδα, τον ίδιο ακριβώς μήνα που ο δάσκαλός του Σένμπεργκ έπαιρνε τον δρόμο της εξορίας για τις ΗΠΑ, μη αντέχοντας την καταπίεση των Ναζί. Η επιστροφή του Σκαλκώτα στη γενέτειρά του όμως αποδείχθηκε απογοητευτική, καθώς από την πρώτη στιγμή αντιμετώπισε τον φθόνο και την καχυποψία του τοπικού μουσικού κυκλώματος.
Στα μουσικά πράγματα της χώρας κυριαρχούσαν άνθρωποι συντηρητικών αντιλήψεων, που σχετίζονταν με τη λεγόμενη «Εθνική Σχολή» και δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να κατανοήσουν τις νέες μουσικές προτάσεις του Σκαλκώτα. Η Ελληνική Εθνική Σχολή, με πρωτεργάτη τον Μανώλη Καλομοίρη, είχε δημιουργηθεί ως η ελληνική εκδοχή ενός πανευρωπαϊκού πολιτιστικού κινήματος που αναζητούσε μια ταυτότητα μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Οι εκπρόσωποι της Εθνικής Σχολής, συμπεριλαμβανομένων των Φιλοκτήτη Οικονομίδη, Μανώλη Καλομοίρη, Δημήτρη Μητρόπουλου και Σπύρου Φαραντάτου, ισχυρίζονταν ότι ο Σκαλκώτας έγραφε «ακαταλαβίστικη μουσική», που ήταν αντίθετη με τους κανόνες που διδάσκονταν στα ωδεία, και διέδιδαν πως ήταν τρελός. Ο μουσικολόγος και βιογράφος του Σκαλκώτα Γ. Γ. Παπαϊωάννου αποκαλεί τη συμπεριφορά τους «μεγάλη συμπαιγνία» και πιστεύει ότι το πληθωρικό ταλέντο του Σκαλκώτα θα τους επισκίαζε και θα τους εξοστράκιζε από τις ‘καρέκλες’ τους.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες, ο Σκαλκώτας δεν παρέδωσε τα όπλα. Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές για τον κορυφαίο συνθέτη, ο οποίος για να επιβιώσει δέχτηκε να παίξει βιολί σε ένα από τα τελευταία αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας και αργότερα στις Ορχήστρες της Λυρικής και της Ραδιοφωνίας. Ως αντίδοτο στην αδικία, άρχισε να συνθέτει πυρετωδώς από το 1935, και έως το 1945 είχε γράψει πάνω από 100 έργα.
Κλεισμένος στον δικό του κόσμο και αποκομμένος εντελώς από τις ευρωπαϊκές τάσεις, ανέπτυξε ένα δικό του, εντελώς προσωπικό ύφος. Το έργο του χαρακτηρίζεται από μια εκπληκτική ποικιλία και πυκνότητα εκφραστικών μέσων, αλλά και από το ενιαίο ύφος που διατρέχει το σύνολο της δημιουργίας του. Αυτός ο συνδυασμός τον καθιστά έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες του 20ού αιώνα παγκοσμίως.
Οι «36 Ελληνικοί Χοροί»: Συλλαμβάνοντας την ουσία της ελληνικής μουσικής
Το πιο γνωστό και εμβληματικό έργο του Σκαλκώτα είναι οι «36 Ελληνικοί Χοροί για Ορχήστρα», που συνέθεσε μεταξύ 1931-1936. Αυτή η σύνθεση αποτελεί πρωτοποριακό δείγμα τού πώς μπορεί να επιτευχθεί η σύνδεση της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής με τις προχωρημένες τεχνικές της δυτικής σύγχρονης μουσικής.
Οι «36 Ελληνικοί Χοροί» δεν αποτελούν απλές συμφωνικές ‘αναπλάσεις’ δημοτικών πρωτοτύπων, αλλά μια αυτόνομη, οραματική, εξερευνητική δημιουργία. Ο Σκαλκώτας δεν ακολούθησε την προσέγγιση της Εθνικής Σχολής, που απλώς αξιοποιούσε την εθνική κληρονομιά, αλλά επεδίωκε να συλλάβει την ουσία της ελληνικής δημοτικής μουσικής και να τη μεταμορφώσει με ένα τρόπο τελείως προσωπικό και πρωτοποριακό.
Το έργο περιλαμβάνει χορούς από όλη την Ελλάδα: Τσάμικος, Κρητικούς, Ηπειρωτικούς, Πελοποννησιακούς, Κλέφτικους, Σιφνέικους, Καλαματιανό, Χορό του Ζαλόγγου, Μακεδονικούς και πολλούς άλλους. Κάθε χορός διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά της περιοχής από την οποία προέρχεται, αλλά ταυτόχρονα μεταμορφώνεται μέσα από το πρίσμα της σύγχρονης ορχηστρικής γραφής του συνθέτη.
Η μουσική γλώσσα του Σκαλκώτα
Το έργο του Σκαλκώτα χωρίζεται σε τρεις δημιουργικές περιόδους. Η πρώτη περιόδος περιλαμβάνει την εποχή που βρισκόταν στη Γερμανία και χαρακτηρίζεται από αυστηρό δωδεκαφθογγισμό, με εξαιρέσεις όπως οι «36 Ελληνικοί Χοροί». Η δεύτερη περίοδος (μέχρι περίπου το 1945) χαρακτηρίζεται από έργα μεγάλης διάρκειας με ηρωικότερη διάθεση, όπως το «Κονσέρτο για πιάνο και δέκα πνευστά όργανα» και «Η επιστροφή του Οδυσσέα». Η τρίτη και τελευταία περίοδος παρουσιάζει έργα με δραματικότερη και σκυθρωπή διάθεση, όπως το λαϊκό μπαλέτο «Η θάλασσα».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ο Σκαλκώτας παρέμεινε πιστός στα νεοκλασικά ιδανικά της «Νέας Αντικειμενικότητας» (Neue Sachlichkeit) και της «απόλυτης μουσικής». Όπως ο Σένμπεργκ, καλλιέργησε επίμονα κλασικές φόρμες, αλλά ο κατάλογος των έργων του χωρίζεται σε έργα ατονικά και δωδεκαφθογγικά, και σε τονικά έργα.
Περίπου το 60% των προχωρημένων έργων του ακολουθά ένα δικής του επινόησης δωδεκαφθογγικό σύστημα, ενώ το 40% ανήκει σε άλλα σειραϊκά, ‘ελεύθερα’ συστήματα σύνθεσης. Εκτός από τα προχωρημένα (ατονικά) έργα του, που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 85% της παραγωγής του, περίπου ένα 12% αφορά σε απλούστερα, τονικά και τροπικά έργα.
Η οικογενειακή ζωή και τα τελευταία χρόνια
Το 1946 παντρεύτηκε την πιανίστρια Μαρία Παγκαλή, και ένα χρόνο αργότερα ήρθε στη ζωή ο γιος τους Αλέκος, που αργότερα διακρίθηκε ως ζωγράφος. Ακολούθησε μια νέα περίοδος δημιουργικής σιωπής, αλλά από το 1949 άρχισε να συνθέτει με τους παλιούς του ρυθμούς νέα έργα και να ενορχηστρώνει παλαιότερα.
Το νήμα της ζωής του κόπηκε ξαφνικά στις 19 Σεπτεμβρίου 1949 από μια περισφιγμένη κήλη που την είχε αμελήσει. Ήταν μόλις 45 ετών. Δύο ημέρες μετά τον θάνατό του γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του, Νίκος, που τον γνωρίζουμε ως πρωταθλητή Ελλάδας στο σκάκι.
Τα τελευταία 16 χρόνια της ζωής του, από το 1933 που γύρισε στην Ελλάδα, ο Νίκος Σκαλκώτας γνώρισε την αδιαφορία και την περιφρόνηση, με αποτέλεσμα να κλειστεί στον εαυτό του και να πεθάνει άσημος και στην αφάνεια.
Η μετά θάνατον αναγνώριση και η παγκόσμια επιρροή
Ο Σκαλκώτας ανακαλύφθηκε ως συνθέτης μετά τον θάνατό του, χάρη στην πρωτοβουλία φίλων και θαυμαστών του, όπως οι Γ.Γ. Παπαϊωάννου και Γιώργος Χατζηνίκος, που ίδρυσαν την «Εταιρεία Φίλων Σκαλκώτα» για να διαφυλάξουν και να διαδώσουν το έργο του, το οποίο περιλαμβάνει πάνω από 170 έργα (κοντσέρτα, συμφωνικές σουίτες, μουσική δωματίου, χορούς και τραγούδια).
Σήμερα, ο Νίκος Σκαλκώτας θεωρείται ένας από τους σημαντικούς συνθέτες του 20ού αιώνα. Ο Αυστροβρετανός μουσικολόγος και κριτικός Χανς Κέλερ αναφέρει ως κορυφαίους συνθέτες του 20ού αιώνα τα τέσσερα «Σ»: Σένμπεργκ, Στραβίνσκι, Σκαλκώτας και Σοστακόβιτς. Πολλές από τις μεγάλες ορχήστρες του κόσμου έχουν ηχογραφήσει και συνεχίζουν να ηχογραφούν έργα του Σκαλκώτα.
Ο Σκαλκώτας στάθηκε από τους ελάχιστους Έλληνες συνθέτες της γενιάς του που είχε το ψυχικό σθένος να βαδίσει αντίθετα στο ρεύμα του άμεσου περιβάλλοντός του, υπηρετώντας την τέχνη του χωρίς ίχνος προσωπικής φιλοδοξίας. Κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα νέο κεφάλαιο στα νεότερα είδη μουσικής σύνθεσης, το οποίο εκ των υστέρων αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντικό.
Σε αντίθεση με την Ελληνική Εθνική Σχολή, που επεδίωκε τη δημιουργία μιας εθνικής μουσικής βασισμένης στη συνδυασμένη χρήση γερμανικού ρομαντισμού και ελληνικών μοτίβων, ο Σκαλκώτας ανέπτυξε μια πολύ πιο σύνθετη και καινοτόμο προσέγγιση. Χρησιμοποίησε στοιχεία της ελληνικής δημοτικής μουσικής μέσα από την τονική, ατονική και δωδεκάφθογγη μουσική γραφή. Το σύνολο όλων αυτών των μουσικών ιδιωμάτων, καθώς και οι ποικίλες αισθητικές κατευθύνσεις στο έργο του, αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό το πνεύμα της μουσικής του 20ού αι., κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι η ποικιλία στα μέσα έκφρασης και οι συνεχείς εναλλαγές των στυλ.
Η πρωτοποριακή του προσέγγιση στη χρήση της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής τον διαφοροποιεί ριζικά από τους συγχρόνους του συνθέτες της Εθνικής Σχολής. Ενώ εκείνοι αρκούνταν στην επιφανειακή αξιοποίηση εθνικών μοτίβων, ο Σκαλκώτας επεδίωκε να διεισδύσει στην ουσία της ελληνικής μουσικής παράδοσης και να τη μεταμορφώσει μέσω των πιο προηγμένων τεχνικών της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Αυτή η ιδιάζουσα σύνθεση παράδοσης και μοντερνισμού κατέστησε το έργο του διαχρονικά επίκαιρο και διεθνώς αναγνωρίσιμο.
Σήμερα, το έργο του Νίκου Σκαλκώτα αποτελεί αντικείμενο μελέτης και εκτέλεσης από μουσικούς και ορχήστρες σε όλον τον κόσμο. Τα έργα του, ιδίως οι «36 Ελληνικοί Χοροί», εκτελούνται τακτικά σε μεγάλες αίθουσες συναυλιών και φεστιβάλ. Η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, που έχει καταστατικό στόχο τη συστηματική ενασχόληση με τη νεοελληνική έντεχνη μουσική δημιουργία, παρουσιάζει τακτικά το έργο του Σκαλκώτα.
Ο Βύρων Φιδετζής, γνωστός για την έρευνά του στο πεδίο της νεοελληνικής μουσικής, πραγματοποίησε το 1990 την α’ παγκόσμια δισκογράφηση και το 1997 την α’ δημόσια εκτέλεση των 36 χορών στο σύνολό τους ως ενιαίου έργου, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διάδοση και κατανόηση του έργου του Έλληνα συνθέτη.
Η επιρροή του Σκαλκώτα εκτείνεται πέρα από τα στενά όρια της ελληνικής μουσικής παραγωγής. Το έργο του αποτελεί παράδειγμα επιτυχημένης σύνθεσης τοπικών παραδοσιακών στοιχείων με διεθνείς μοντερνιστικές τάσεις, κάτι που τον καθιστά σημείο αναφοράς για συνθέτες που αναζητούν παρόμοιες συνθέσεις σε άλλες μουσικές παραδόσεις. Η πρωτοποριακή χρήση της δωδεκαφθογγικής τεχνικής, προσαρμοσμένης στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, αποτελεί μοναδικό πρότυπο στη διεθνή μουσική βιβλιογραφία.
Η ζωή και το έργο του Νίκου Σκαλκώτα αποτελούν μια τραγική, αλλά ταυτόχρονα εμπνευσμένη ιστορία καλλιτεχνικής αφοσίωσης και δημιουργικής υπεροχής. Παρά την ‘αδιαφορία’ που βίωσε κατά τη ζωή του, η κληρονομιά του παραμένει ζωντανή και συνεχίζει να εμπνέει νέες γενιές μουσικών και ερευνητών. Ο Σκαλκώτας απέδειξε ότι η αληθινή τέχνη μπορεί να υπερβεί τα στενά όρια του χώρου και του χρόνου, δημιουργώντας έργα που μιλούν σε όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από την προέλευση και τη μουσική τους παιδεία.