Τα παιδιά που είχαν την ατυχία να μαθαίνουν να παίζουν πιάνο στις αρχές του 19ου αιώνα συχνά υποβάλλονταν σε βασανιστικές μεθόδους εκπαίδευσης. Υπήρχε η χειρουργική επέμβαση που έκοβε τον ιστό ανάμεσα στα δάχτυλα για να αυξήσει την ευλυγισία τους. Υπήρχαν ελατήρια δακτύλων, μηχανές τεντώματος και ισιωτήρες καρπού. Έπειτα, υπήρχε ο ‘βασανιστής δακτύλων’ για τον οποίο ο Φρήντριχ Βικ [Friedrich Wieck], ένας ανορθόδοξος δάσκαλος πιάνου, είχε πει ότι διέπραττε ένα «δίκαιο ανοσιούργημα» στο τρίτο και τέταρτο δάκτυλο ενός μαθητή που το χρησιμοποιούσε παρά τη συμβουλή του.
Πέρα από τα σωματικά βασανιστήρια, ήταν και τα ψυχικά. Τα πυκνά εγχειρίδια οδηγιών ενστάλαζαν ανούσιες τεχνικές δεξιοτεχνίας μέσω της απομνημόνευσης δύσκολων ασκήσεων. Ένας από τους πιο αξιόλογους ειδικούς σε αυτόν τον τομέα ήταν ο καλύτερος μαθητής του Μπετόβεν, ο Καρλ Τσέρνυ [Carl Czerny]. Ο τίτλος του εγχειριδίου του – «Σαράντα καθημερινές ασκήσεις για πιάνο με προδιαγεγραμμένες επαναλήψεις για την απόκτηση και τη διατήρηση της δεξιοτεχνίας» – μπορεί να δώσει μια ιδέα για τα βάσανα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι μαθητές του.
Αυτή η μανία με το πιάνο συνδεόταν με μία πολιτιστική εξέλιξη γνωστή ως Hausmusik. Με την άνοδο της μεσαίας τάξης στη Γερμανία, οι μουσικοί χώροι άρχισαν να μετακινούνται από τις αίθουσες συναυλιών και τα μεγάλα σαλόνια στο πιο οικείο περιβάλλον του σπιτιού. Όλοι οι ευυπόληπτοι γονείς ήθελαν τα παιδιά τους να λάβουν μια καλή μουσική εκπαίδευση. Το πιάνο, [που πωλούνταν] σε λογικές τιμές, βρισκόταν στο κέντρο αυτής της αλλαγής, στριμωγμένο στα αστικά σαλόνια.
Ο Φρήντριχ Βικ δεν ήθελε καμία από αυτές τις παιδαγωγικές τρέλες. Μεγάλωσε την κόρη του, ένα παιδί-θαύμα που ονομαζόταν Κλάρα, με καθημερινή εξάσκηση σε απλές ασκήσεις, ώστε να καλλιεργήσει ένα ευαίσθητο αυτί και να παίζει με συναίσθημα. Ακόμα και όταν ένας από τους καλύτερους μαθητές του, ονόματι Ρόμπερτ Σούμαν, κλέφτηκε με τη νεαρή κοπέλα παρά τη θέληση του Φρήντριχ, η επιρροή του πατέρα παρέμεινε ισχυρή.
Φήμη και οικογένεια
Τα ημερολόγια του Ρόμπερτ και της Κλάρα Σούμαν καταγράφουν μια από τις μεγαλύτερες ιστορίες αγάπης της ιστορίας. Όπως ο Ρόμπερτ και η Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ στον τομέα της ποίησης, οι Σούμαν αντιπροσωπεύουν τη συγχώνευση του ρομαντισμού με τη δημιουργικότητα. Η συνθετική ιδιοφυΐα του Ρόμπερτ συμπληρωνόταν τέλεια με την εκτελεστική δεινότητα της Κλάρας.
Το ζευγάρι ήταν γόνιμο και με έναν άλλο, πιο κυριολεκτικό, τρόπο: απέκτησαν οκτώ παιδιά μαζί. Ήταν φυσικό ότι αυτά τα παιδιά θα είχαν ένα ‘κληρονομικό δικαίωμα’ στη μουσική. Αλλά όταν οι δύο μεγαλύτερες κόρες τους, η Μαρί και η Ελίζ, ήταν έτοιμες να αρχίσουν να μαθαίνουν πιάνο, ο Ρόμπερτ βρήκε τα υπάρχοντα εγχειρίδια οδηγιών ανεπαρκή. Έτσι, επιχείρησε να γράψει ο ίδιος ένα, θυμούμενος τα λογικά μαθήματα που του είχε δώσει ο πεθερός του, ο Φρήντριχ.
Το «Album für die Jugend» («Άλμπουμ για τους νέους»), έργο 68, ήταν επαναστατικό: ήταν ο πρώτος οδηγός πιάνου που γράφτηκε ρητά για παιδιά. Σε μια επιστολή προς τον φίλο του Καρλ Ράινεκε, με ημερομηνία 6 Οκτωβρίου 1848, ο Ρόμπερτ εκμυστηρεύτηκε ότι έγραψε το πρώτο κομμάτι της συλλογής για τα έβδομα γενέθλια της Μαρίας, «και μετά το ένα έφερε το άλλο». Τα κομμάτια της συλλογής «είναι ιδιαίτερα αγαπητά στην καρδιά μου», έγραφε, «και είναι πραγματικά μέρος της οικογενειακής ζωής».
Πολλά από τα τραγούδια είναι εμπνευσμένα από συγκεκριμένα γεγονότα. Ο Ρόμπερτ αφιέρωσε το «Humming Song» (Το μουρμουριστό τραγούδι) στον μικρό γιο του. Το «First Sorrow» (Πρώτη λύπη) θρηνούσε τον θάνατο του κατοικίδιου της οικογένειας, ενός φλώρου. Το «Little Morning Wanderer» (Μικρός περιπατητής του πρωινού) δραματοποιεί τα βήματα της μικρής Μαρίας, που την πηγαίνουν για πρώτη φορά στο σχολείο. Ο «Άγριος καβαλάρης» μιμείται το παιχνίδι ενός παιδιού που φαντάζεται ότι ιππεύει ένα άλογο, πέφτοντας πάνω στα έπιπλα. Κάθε κομμάτι έχει την ποιότητα ενός σύντομου λυρικού ποιήματος και παρουσιάζει με φαντασία μια εξιδανικευμένη στιγμή της παιδικής ηλικίας.
Αν και το άλμπουμ χωρίζεται σε δύο μέρη, το πρώτο για μικρά παιδιά και το δεύτερο για μεγάλους, η διαδικασία της ενηλικίωσης δεν ήταν τότε τόσο συγκεκριμένη όσο είναι σήμερα. Τα λίγο πιο απαιτητικά κομμάτια [του πρώτου μέρους] θα τα έπαιζαν πολλοί έφηβοι.
Το «Τραγούδι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς»
Το τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ είναι το «Sylvesterlied» ή «Τραγούδι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς». Σε αντίθεση με πολλά από τα κομμάτια του α’ μέρους, δεν συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο γεγονός της ζωής των παιδιών του Σούμαν. Ούτε, όπως πολλά κομμάτια του β’ μέρους, αναφέρεται σε άλλα μουσικά έργα ούτε απεικονίζει μια σκηνή από τη λογοτεχνία. Πρόκειται για ένα εντελώς πρωτότυπο έργο, το οποίο πιθανότατα είχε γραφτεί ως εορταστικό επιστέγασμα της συλλογής.
Όντας το τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ, προορίζεται για προχωρημένους αρχάριους. Το θέμα της Πρωτοχρονιάς υποδηλώνει ότι ο μαθητής είναι έτοιμος να γυρίσει σελίδα και να προχωρήσει σε πιο απαιτητικές παρτιτούρες. Δεδομένου ότι αντιπροσωπεύει το τελευταίο επίπεδο εκπαίδευσης που προσφέρει το βιβλίο, είναι κατάλληλα εορταστικό με έναν ήπιο τρόπο, που αντανακλά την ευγένεια της νεότητας.
Το κομμάτι είναι γραμμένο για να παιχτεί σε tempo moderato, σε λα μείζονα, την οποία ο συνθέτης χρησιμοποιεί για να αναπτύξει το κύριο θέμα. Η εναρκτήρια μουσική φράση δείχνει πώς εισάγει ποικιλία τόσο σε αυτό το κομμάτι όσο και στη μεγαλύτερη συλλογή. Ξεκινά από ένα χαμηλό Μι σε mezzoforte. Ύστερα, η μελωδία ανεβαίνει, με αποκορύφωμα μια συγχορδία λα μείζονα, ακολουθούμενη από μια σημείωση για fortepiano: μια άλλη, πιο δυνατή συγχορδία φα δίεση ελάσσονα, που πέφτει σε ένα μόνο απαλό σι και στη συνέχεια ανεβαίνει και πάλι στη συγχορδία λα μείζονα. Σε αυτή την απλή αλλά εκλεπτυσμένη φράση, ο Σούμαν εναλλάσσει μελωδία και αρμονία, κρεσέντο και ντεκρεσέντο, για να διαμορφώσει την υφή του κομματιού με έναν δυναμικό και γοητευτικό ρυθμό που κρατά τόσο τους ακροατές όσο και τους ερμηνευτές σε εγρήγορση.
Η πορεία του «Άλμπουμ για τους νέους»
Το «Άλμπουμ για τους νέους» γνώρισε πρωτοφανή εμπορική επιτυχία, της οποίας ο ίδιος ο Σούμαν ήταν μάρτυρας μόνο στην αρχή. Το 1854, έξι χρόνια μετά την κυκλοφορία του έργου, υπέστη ψυχική κατάρρευση και εισήλθε σε ψυχιατρείο. Στις 14 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, στη δίνη της διπολικής διαταραχής, έγραψε στην Κλάρα ζητώντας της «περισσότερες λεπτομέρειες για τα παιδιά. Παίζουν ακόμα Μπετόβεν, Μότσαρτ και κομμάτια από το ‘Jugendalbum’ μου;»
Ο Ρόμπερτ πέθανε λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα. Ωστόσο, η Κλάρα έζησε για άλλες τέσσερεις δεκαετίες, συνεχίζοντας την κληρονομιά του συζύγου της και συντηρώντας με επιτυχία την πολυμελή οικογένειά της ως περιοδεύουσα πιανίστρια συναυλιών. Η Μαρί ήταν η προσωπική βοηθός της, ενώ η Ελίζ έπαιζε με την Κλάρα στη σκηνή.
Η Μαρί και η Ελίζ έζησαν μέχρι τον 20ό αιώνα, πεθαίνοντας με διαφορά ενός έτους η μία από την άλλη. Ως εκτελέστρια της μουσικής περιουσίας των γονέων τους, η Μαρί κράτησε ζωντανή την κληρονομιά τους. Είδε το «Άλμπουμ για τους νέους» να βγαίνει σε 16 εκδόσεις μόνο τον 19ο αιώνα, τα κομμάτια του να διασκευάζονται για κάθε υπάρχον όργανο και να ενσωματώνονται σε αμέτρητα άλλα εγχειρίδια οδηγιών. Στον νέο αιώνα, το έργο του Σούμαν διατηρεί τη δύναμή του, χωρίς σημάδια εξασθένησης.
Στο «Συμβουλές για Νέους Μουσικούς» («Rules and Maxims for Young Musicians»), που γράφτηκαν για να συνοδεύσουν το άλμπουμ, ο Σούμαν λέει το εξής: «Δεν πρέπει ποτέ να παίζετε κακές συνθέσεις και δεν πρέπει ποτέ να τις ακούτε όταν δεν είστε απολύτως αναγκασμένοι να το κάνετε».
Το «Τραγούδι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς» είναι ένας φόρος τιμής στις δοκιμασίες της νεανικής ολοκλήρωσης και στην ιδέα της ανανέωσης. Είναι επίσης ένα απολαυστικό κομμάτι.