Η Τσετσενία αποτελεί συνώνυμο του πολέμου και της ανυπότακτης αντίστασης. Από τις αιματηρές συγκρούσεις της δεκαετίας του 1990 μέχρι τον σημερινό ηγέτη της, Ραμζάν Καντίροφ, η ιστορία αυτού του μικρού ορεινού τόπου στον Καύκασο είναι γεμάτη βία, τραγωδίες και παράδοξες συμμαχίες. Σήμερα, η Τσετσενία είναι μία από τις 22 αυτόνομες δημοκρατίες της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όμως πριν από λίγες δεκαετίες βρισκόταν στο επίκεντρο ενός περίπλοκου αγώνα για ανεξαρτησία. Αυτό το άρθρο εξετάζει πώς ο τσετσενικός λαός πέρασε από τον αγώνα της ελευθερίας στην αμφίθυμη υποταγή – και γιατί ο στενός δεσμός του Καντίροφ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν ίσως δεν είναι τόσο ακλόνητος όσο φαίνεται.
Ιστορικές ρίζες αντίστασης
Η Τσετσενία βρίσκεται στη βόρεια πλαγιά της οροσειράς του Μεγάλου Καυκάσου, σε μια από τις πιο δύσβατες και ορεινές περιοχές του κόσμου. Η γεωγραφική απομόνωση βοήθησε τους κατοίκους της να αποκρούουν εισβολείς επί αιώνες, διαμορφώνοντας έναν λαό περήφανο και μαχητικό. Αν και τμήμα της Ρωσίας σήμερα, οι Τσετσένοι διαφέρουν πολιτισμικά και θρησκευτικά: μιλούν μια γλώσσα του Καυκάσου (όχι συγγενική με τα σλαβικά ρώσικα) και στη μεγάλη τους πλειονότητα ασπάζονται το σουνιτικό Ισλάμ, σε αντίθεση με τον ορθόδοξο χριστιανισμό που κυριαρχεί στη Ρωσία. Η αίσθηση ξεχωριστής ταυτότητας έχει ενισχυθεί ιστορικά από τις συγκρούσεις με μεγαλύτερες δυνάμεις – αρχικά με την τσαρική Ρωσία και αργότερα με τη Σοβιετική Ένωση. Στο πέρασμα των αιώνων, οι Τσετσένοι έχτισαν μια κουλτούρα που εξυμνεί τον πολεμιστή-υπερασπιστή της πατρίδας, κάτι που παραμένει εμφανές μέχρι σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο Καντίροφ προβάλλει συχνά την εικόνα του σκληροτράχηλου άνδρα, συνεχίζοντας μια παράδοση επίδειξης δύναμης που έχει βαθιές ρίζες.

Η παρουσία των Ρώσων στον Καύκασο ξεκίνησε τον 18ο αιώνα, όταν οι Τσάροι – από τον Μέγα Πέτρο ως την Αικατερίνη Β΄– επεδίωξαν να επεκτείνουν την αυτοκρατορία προς τον νότο, αναζητώντας διέξοδο στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Όμως οι λαοί του Καυκάσου, με αιχμή του δόρατος τους ορεσίβιους Τσετσένους, προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, εξεγέρσεις όπως αυτή του σεΐχη Μανσούρ και, αργότερα, στα μέσα του 19ου αιώνα, του ιμάμη Σαμίλ, κατέδειξαν ότι η υποταγή δεν θα ερχόταν εύκολα. Η αντίσταση αντλούσε δύναμη από τρία στοιχεία: το Ισλάμ ως ενοποιητική πίστη, την επιθυμία για ανεξαρτησία και μια γλωσσική-πολιτισμική συγγένεια ανάμεσα στους διάφορους λαούς του Καυκάσου που τους έφερνε πιο κοντά μεταξύ τους απ’ ό,τι με τους σλαβικής καταγωγής Ρώσους εισβολείς. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρώσος συγγραφέας Λέων Τολστόι, ο οποίος υπηρέτησε στον Καύκασο, έγραφε με θαυμασμό για το αδάμαστο πνεύμα και τη γενναιότητα των Τσετσένων.
Τελικά, μετά από δεκαετίες μαχών, η τσαρική Ρωσία κατάφερε να επιβάλει την κυριαρχία της. Το 1873 προσαρτήθηκε επίσημα η περιοχή στην ρωσική αυτοκρατορία, όμως η δίψα των Τσετσένων για ανεξαρτησία δεν έσβησε. Ακόμη και κατά τη σοβιετική περίοδο, η φωτιά της εξέγερσης σιγόκαιγε: μεταξύ 1917 και 1937 σημειώθηκαν επανειλημμένες ταραχές και εξεγέρσεις στον Βόρειο Καύκασο. Μάλιστα, για ένα μικρό διάστημα στις αρχές της δεκαετίας του 1920, τμήματα της Τσετσενίας, του γειτονικού Νταγκεστάν και της Ινγκουσετίας βρέθηκαν de facto εκτός ελέγχου της Μόσχας, δημιουργώντας μια βραχύβια ομόσπονδη οντότητα. Αυτή η πρόκληση προς το καθεστώς προκάλεσε την οργή του Στάλιν.
Από τον Στάλιν στην εποχή της Περεστρόικα
Ο Ιωσήφ Στάλιν – Γεωργιανός στην εθνικότητα, καταγόμενος από τον πολυφυλετικό Καύκασο – γνώριζε καλά πόσο δύσκολα ελεγχόμενη ήταν η περιοχή. Εφάρμοσε λοιπόν την πάγια τακτική του «διαίρει και βασίλευε». Στο πλαίσιο διοικητικών μεταρρυθμίσεων, ανακάτεψε εθνοτικές ομάδες σε τεχνητά σχηματισμένες σοβιετικές δημοκρατίες, θρυμματίζοντας παραδοσιακές δομές. Για παράδειγμα, διέσπασε τουρκικής καταγωγής λαούς όπως οι Καρατσάι και οι Μπαλκάρ, εντάσσοντάς τους σε διαφορετικές αυτόνομες περιοχές μαζί με άλλες, άσχετες εθνότητες. Αυτές οι βίαιες συγκολλήσεις έπληξαν την πολιτισμική συνοχή και τη φυλετική δομή πολλών λαών του Καυκάσου, συμπεριλαμβανομένων των Τσετσένων.
Η κορύφωση της καταπίεσης ήρθε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1944, με πρόσχημα τη συνεργασία των Τσετσένων με τους Ναζί εισβολείς – μια ανυπόστατη κατηγορία, καθώς δεν υπήρξε τέτοια συνεργασία – ο Στάλιν διέταξε ολοκληρωτικό εκτοπισμό του τσετσενικού πληθυσμού. Μέσα σε μία νύχτα του Φεβρουαρίου 1944, περίπου 400.000 έως 500.000 Τσετσένοι (σχεδόν ολόκληρος ο λαός) φορτώθηκαν βιαίως σε τρένα και στάλθηκαν εξορία στην παγωμένη Σιβηρία και στις στέπες του Καζακστάν. Η επιχείρηση ονομάστηκε κυνικά «Επιχείρηση Φακή». Οι κακουχίες του ταξιδιού και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα μέρη αυτά οδήγησαν σε μαζικούς θανάτους: εκτιμάται ότι περίπου 200.000 εξόριστοι – σχεδόν οι μισοί – πέθαναν από πείνα, κρύο και αρρώστιες. Μόνο μετά τον θάνατο του Στάλιν, το 1957, επετράπη στους επιζώντες Τσετσένους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, που στο μεταξύ είχε ονομαστεί Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσετσενίας-Ινγκουσετίας.
Όταν οι Τσετσένοι γύρισαν στα πάτρια εδάφη, βρήκαν μια κοινωνία αλλαγμένη. Στη δεκαετία που είχαν λείψει, Ρώσοι και άλλοι σλαβικής καταγωγής πληθυσμοί είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή. Οι επαναπατρισμένοι Τσετσένοι αντιμετώπισαν συχνά εχθρότητα και διακρίσεις από αυτή τη νέα πλειοψηφική, ρωσόφωνη κοινότητα. Παρά τις δυσκολίες, διατήρησαν ζωντανή την εθνική τους ταυτότητα και τη μνήμη των διώξεων. Υπό την επιφάνεια της σοβιετικής «κανονικότητας», η δυσπιστία και η δυσαρέσκεια σιγόβραζαν. Και πράγματι, προς τα τέλη του 20ού αιώνα, αυτές οι ιστορικές αδικίες επρόκειτο να πυροδοτήσουν μια νέα μεγάλη ανάφλεξη.
Στο κατώφλι της ανεξαρτησίας
Όταν διαλύθηκε το 1991 η Σοβιετική Ένωση, όλες οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες όδευσαν προς την ανεξαρτησία τους. Οι αυτόνομες περιοχές του Βόρειου Καυκάσου βρέθηκαν μπροστά σε ένα δίλημμα: θα διεκδικούσαν κι αυτές την πλήρη ανεξαρτησία ή θα παρέμεναν εντός της νέας Ρωσικής Ομοσπονδίας; Οι περισσότερες επέλεξαν να παραμείνουν με τη Μόσχα, με μια σημαντική εξαίρεση: την Τσετσενία-Ινγκουσετία. Στην αυτόνομη αυτή δημοκρατία, γρήγορα επικράτησε το ρεύμα της απόσχισης, υπό την ηγεσία ενός απρόσμενου προσώπου.
Ο Τζοχάρ Ντουντάγεφ, ένας βετεράνος υποστράτηγος της σοβιετικής Πολεμικής Αεροπορίας, ανέλαβε δράση. Ο Ντουντάγεφ είχε γεννηθεί στην εξορία του Καζακστάν και μεγάλωσε με το όνειρο της πατρίδας. Υπηρέτησε πιστά στον σοβιετικό στρατό για δεκαετίες (μάλιστα έγινε ο πρώτος Τσετσένος που έφτασε στον βαθμό του στρατηγού, διοικώντας μια μονάδα στρατηγικών βομβαρδιστικών), γεγονός που υποδήλωνε ότι το σοβιετικό καθεστώς θεωρούσε την πίστη του δεδομένη. Κι όμως, με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ο Ντουντάγιεφ παραιτήθηκε από τον στρατό, επέστρεψε στην πατρίδα του και μετατράπηκε σε φλογερό εθνικιστή πολιτικό. Τον Οκτώβριο του 1991, εκμεταλλευόμενος το κενό εξουσίας που άφησε η κατάρρευση της Μόσχας, κήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας της Ιτσκερίας (όπως ονόμασαν οι ίδιοι οι Τσετσένοι το νέο κράτος τους).

Η πρόκληση αυτή έθεσε τη Ρωσία σε συναγερμό. Ο τότε Ρώσος Πρόεδρος, Μπαρίς Γέλτσιν, αντιμετώπισε με μεγάλη ανησυχία την προσπάθεια απόσχισης. Για τη Μόσχα, η ανεξαρτησία της Τσετσενίας ήταν απαράδεκτη για τρεις βασικούς λόγους: οικονομία, γεωπολιτική, κύρος. Πρώτον, η Τσετσενία βρίσκεται πάνω στις διαδρομές κρίσιμων αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου που συνδέουν την πλούσια σε ενέργεια Κασπία Θάλασσα με τη Μαύρη Θάλασσα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο έλεγχος αυτών των αγωγών ήταν στρατηγικής σημασίας – και μια ανεξάρτητη Τσετσενία θα αποτελούσε απρόβλεπτο παράγοντα. Δεύτερον, υπήρχε ο φόβος του ντόμινο: αν η Τσετσενία αποσχιζόταν επιτυχώς, θα μπορούσαν να τη μιμηθούν και άλλες μουσουλμανικές περιοχές του ρωσικού Νότου, αποσταθεροποιώντας ολόκληρο τον Καύκασο και δίνοντας σήμα στις υπόλοιπες δημοκρατίες ότι η Μόσχα έχανε τον έλεγχο. Η Ρωσία ήθελε να διαμηνύσει ότι, παρά την κατάρρευση της σοβιετικής υπερδύναμης, η επιρροή της στα σύνορά της (τη λεγόμενη «εγγύς γειτονιά») θα παρέμενε κραταιά. Και τρίτον, υπήρχε ζήτημα γοήτρου και σταθερότητας: το Κρεμλίνο δεν μπορούσε να ανεχθεί να ξηλωθεί η κληρονομιά των τσάρων και των σοβιετικών που με τόσο κόπο είχαν κατακτήσει και κρατήσει τον Καύκασο. Σε μια εποχή που η ίδια η Ρωσία δοκιμαζόταν από οικονομικό χάος και πολιτική αβεβαιότητα (με έναν πρόεδρο, τον Γέλτσιν, ασταθή και φημισμένο για την κλίση του στο αλκοόλ), μια στρατιωτική ήττα στο μέτωπο της Τσετσενίας θα ισοδυναμούσε με ταπείνωση.
Μπροστά σε αυτά τα διακυβεύματα, η ανεξαρτησία των Τσετσένων δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Ήδη το 1992, η Ινγκουσετία – το δυτικό τμήμα της παλιάς αυτόνομης περιοχής – αποσπάστηκε ειρηνικά από την Τσετσενία και επέστρεψε στον ρωσικό έλεγχο, αφήνοντας τον Ντουντάγιεφ να σηκώσει μόνος του τη σημαία της αντίστασης. Μέχρι το 1994, η κατάσταση εντός της Τσετσενίας είχε γίνει έκρυθμη. Ο Ντουντάγιεφ κυβερνούσε στην πρωτεύουσα Γκρόζνυ, αλλά αντιμετώπιζε εσωτερική αντιπολίτευση από φιλορωσικούς τοπικούς παράγοντες, τους οποίους η Μόσχα ενίσχυε υπογείως με χρήματα, όπλα και προπαγάνδα. Η αναρχία αυξανόταν και μικρές ένοπλες συγκρούσεις ξέσπαγαν. Τον Δεκέμβριο του 1994, ο Γέλτσιν – έχοντας αποτύχει να ανατρέψει τον Ντουντάγιεφ με πραξικόπημα μέσω φιλορώσων Τσετσένων – αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον εθνικό στρατό. Προκήρυξε επιχείρηση «αποκατάστασης της συνταγματικής τάξης» και έστειλε τα τανκς στο Γκρόζνυ. Ξεκίνησε έτσι ο Α΄ Πόλεμος της Τσετσενίας.
Ο Πρώτος Πόλεμος της Τσετσενίας (1994–1996)
Η σύρραξη που ακολούθησε υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή. Ο ρωσικός στρατός εισήλθε στη μικρή δημοκρατία με τη σιγουριά ότι θα κατέπνιγε την αντίσταση σε χρόνο μηδέν. Στα χαρτιά, η υπεροχή των Ρώσων ήταν συντριπτική: μια υπερδύναμη με ένοπλες δυνάμεις περίπου 2 εκατομμυρίων στρατιωτών απέναντι σε λίγες δεκάδες χιλιάδες Τσετσένων ανταρτών. Όμως η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ διαφορετική. Ο ρωσικός στρατός του 1994 ήταν ένας γίγαντας με πήλινα πόδια – εξοπλισμένος μεν με άρματα και αεροπορία, αλλά πεπαλαιωμένος, αποδιοργανωμένος και με στρατιώτες ανεπαρκώς εκπαιδευμένους (η τελευταία μεγάλη τους εμπειρία ήταν ο πόλεμος στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του ’80, που κι εκείνος είχε λήξει με φιάσκο). Επιπλέον, η φύση του πολέμου στην Τσετσενία έμελλε να είναι ιδιαιτέρως δύσκολη: μάχες υψηλής έντασης μέσα σε πόλεις και χωριά, όπου οι αντάρτες γνώριζαν καλά το έδαφος και μπορούσαν να χτυπούν τα ευάλωτα ρωσικά στρατεύματα με ανταρτοπόλεμο. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Ρώσοι σύντομα αναγκάστηκαν να θυμηθούν το παλιό ρητό: «για να νικήσεις έναν Τσετσένο, χρειάζεσαι έναν άλλον Τσετσένο». Δηλαδή, μόνο με προδοσία εκ των έσω ή με τη βοήθεια τοπικών συμμάχων θα μπορούσαν να επικρατήσουν.
Η προέλαση προς το Γκρόζνυ εξελίχθηκε σε εφιάλτη. Οι Τσετσένοι αυτονομιστές, αν και ολιγάριθμοι, πολέμησαν λυσσαλέα. Ενέδρες, ελεύθεροι σκοπευτές και αντιαρματικά όπλα μέσα στους στενούς δρόμους της πρωτεύουσας προκάλεσαν βαριές απώλειες στους Ρώσους. Σε απάντηση, ο ρωσικός στρατός επέλεξε να ισοπεδώσει την πόλη με συνεχείς βομβαρδισμούς και πυροβολικό. Το άλλοτε ακμαίο Γκρόζνυ μετατράπηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες σε έναν σωρό από ερείπια. Χιλιάδες άμαχοι παγιδεύτηκαν στα υπόγεια, χωρίς νερό και τρόφιμα, ενώ γύρω τους τα κτήρια γκρεμίζονταν. Μέσα σε έναν μήνα από την εισβολή, ό,τι είχε απομείνει από την πόλη τελικά έπεσε στα χέρια των Ρώσων. Ωστόσο, η κατάληψη του Γκρόζνυ δεν έφερε το τέλος του πολέμου όπως ήλπιζε το Κρεμλίνο. Οι Τσετσένοι αντάρτες, αφού πολέμησαν όσο μπορούσαν στην πόλη, οπισθοχώρησαν οργανωμένα στα βουνά. Από εκεί συνέχισαν τον αγώνα με ανταρτοπόλεμο, ενώ η ρωσική δύναμη βρέθηκε καθηλωμένη να ελέγχει μια κατεστραμμένη πρωτεύουσα αλλά όχι την ύπαιθρο.

Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν αιματηροί και για τις δύο πλευρές. Στα χαλάσματα του Γκρόζνυ, αλλά και σε άλλες μάχες, οι απώλειες συσσωρεύονταν. Υπολογίζεται ότι συνολικά σκοτώθηκαν πάνω από 100.000 άνθρωποι, αριθμός που αντιστοιχούσε σχεδόν στο 10% του πληθυσμού της Τσετσενίας. Μεταξύ αυτών ήταν χιλιάδες άμαχοι, ενώ περίπου 200.000 Τσετσένοι έγιναν πρόσφυγες αναζητώντας καταφύγιο στις γειτονικές περιοχές, κυρίως στο Νταγκεστάν και την Ινγκουσετία. Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια πολέμου, πάνω από το ένα τρίτο του τσετσενικού λαού είτε είχε σκοτωθεί είτε είχε εκτοπιστεί. Η φρίκη ήταν τέτοια που ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) χαρακτήρισε το αιματοκύλισμα «αδιανόητη καταστροφή». Για τη Ρωσία, η σύγκρουση αυτή έγινε ένα τραυματικό μάθημα: η παγκόσμια υπερδύναμη είχε ταπεινωθεί από έναν μικρό, φτωχό αλλά αποφασισμένο αντίπαλο, δημιουργώντας μνήμες ενός άλλου «Βιετνάμ».
Την άνοιξη του 1996, οι Τσετσένοι πέτυχαν ένα καίριο πλήγμα που άλλαξε τη ροή των γεγονότων. Τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς, ο Ντουντάγιεφ – ηγέτης και σύμβολο της αντίστασης – εντοπίστηκε από τις ρωσικές υπηρεσίες και σκοτώθηκε όταν ένας καθοδηγούμενος πύραυλος έπληξε το σημείο απ’ όπου συνομιλούσε μέσω δορυφορικού τηλεφώνου. Την ηγεσία των αυτονομιστών ανέλαβε αμέσως ο στενός του συνεργάτης, ο στρατηγός Ασλάν Μασχάντοφ, ένας ικανός αξιωματικός που συνέχισε ακάθεκτος τον αγώνα. Μάλιστα, ο Μασχάντοφ προχώρησε σε μια τολμηρή κίνηση: αντεπιτέθηκε και ξαναμπήκε στο Γκρόζνυ τον Αύγουστο του 1996, την ώρα που οι ρωσικές δυνάμεις είχαν αρχίσει να εφησυχάζουν.
Η εικόνα ήταν σχεδόν σουρεαλιστική: οι Ρώσοι, που νόμιζαν πως είχαν «κλειδώσει» τον έλεγχο της πόλης, βρέθηκαν ξαφνικά περικυκλωμένοι από τους αντάρτες μέσα στα ίδια τους τα φυλάκια. Όπως το έθεσε κάποιος, ήταν σαν «κλέφτης που μπαίνει σε ένα κατάστημα για να το λεηλατήσει, μόνο και μόνο για να κλειδωθεί μέσα από τον ιδιοκτήτη». Χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες παγιδεύτηκαν και ουσιαστικά κρατήθηκαν όμηροι από τους Τσετσένους. Αυτή η ταπεινωτική κατάσταση ανάγκασε το Κρεμλίνο να διαπραγματευτεί. Το τέλος του πρώτου πολέμου σφραγίστηκε με τη Συμφωνία του Χασαβιούρτ (στο Χασαβιούρτ του Νταγκεστάν) τον Αύγουστο του 1996. Σύμφωνα με αυτήν, οι ρωσικές δυνάμεις θα αποσύρονταν προσωρινά από την Τσετσενία και το καθεστώς της περιοχής θα καθοριζόταν αργότερα, αφήνοντας δηλαδή μετέωρο το θέμα της ανεξαρτησίας. Οι αυτονομιστές πανηγύρισαν μια πύρρειο νίκη: είχαν κερδίσει χρόνο και de facto αυτονομία, όμως η χώρα τους ήταν ερείπια και η κυριαρχία τους διεθνώς μη αναγνωρισμένη. Ο πόλεμος σταμάτησε, αλλά η ειρήνη που ακολούθησε ήταν εύθραυστη και γεμάτη νέες προκλήσεις.
Μεταξύ πολέμων: Αναρχία και εξτρεμισμός
Τα αμέσως επόμενα χρόνια (1996–1999) η Τσετσενία προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της μέσα σε ένα σκηνικό χάους. Η οικονομία της περιοχής είχε καταστραφεί ολοσχερώς, οι υποδομές ήταν διαλυμένες και δεν υπήρχε διεθνής βοήθεια ή σχέδιο ανοικοδόμησης. Η Μόσχα αρνήθηκε να καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις ή έστω τα μερίδια από τα έσοδα των αγωγών πετρελαίου που διέρχονταν παραδοσιακά από το έδαφος της Τσετσενίας. Αντιθέτως, οι Ρώσοι επιτάχυναν την κατασκευή ενός νέου αγωγού (του Μπακού–Νοβοροσίσκ), σχεδιασμένου επίτηδες να παρακάμπτει την Τσετσενία, στερώντας της και αυτό το εισόδημα.
Μέσα σε αυτό το κενό εξουσίας και χρημάτων, δύο φαινόμενα γιγαντώθηκαν στη μεταπολεμική Τσετσενία. Το πρώτο ήταν η έξαρση του οργανωμένου εγκλήματος. Ορισμένοι πολέμαρχοι από την εποχή των πολέμων για την ανεξαρτησία, προκειμένου να επιβιώσουν, στράφηκαν σε εγκληματικές δραστηριότητες. Συγκροτήθηκαν ένοπλες συμμορίες που ασχολούνταν με λαθρεμπόριο, διακίνηση πετρελαίου, αλλά και απαγωγές προσώπων έναντι λύτρων, μια ‘επιχείρηση’ που γρήγορα εξελίχθηκε σε μάστιγα. Πολιτικοί αντίπαλοι, επιχειρηματίες, ακόμη και ξένοι δημοσιογράφοι ή εργαζόμενοι σε ΜΚΟ έγιναν στόχοι απαγωγής. Υπολογίζεται πως μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια σημειώθηκαν πάνω από 1.300 απαγωγές στην Τσετσενία. Τα λύτρα και τα κέρδη από τις εγκληματικές δραστηριότητες χρηματοδοτούσαν τους πολεμάρχους, ενώ μέρος αυτών των χρημάτων διοχετευόταν και στο διεφθαρμένο ρωσικό στρατό μέσω του λεγόμενου «ρωσόφωνου υποκόσμου», δημιουργώντας μια νοσηρή συνενοχή μεταξύ ορισμένων Τσετσένων και Ρώσων μαφιόζων.

Το δεύτερο φαινόμενο που αναδύθηκε ήταν η είσοδος του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Ενώ ιστορικά το Ισλάμ των Τσετσένων ήταν μετριοπαθές και επηρεασμένο από τοπικές παραδόσεις, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 άρχισαν να καταφθάνουν στη χώρα κηρύγματα και χρήματα από τον αραβικό κόσμο, ιδιαίτερα από σαλαφιστικούς κύκλους. Πλούσιοι δωρητές από τη Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες του Κόλπου, καθώς και δίκτυα που συνδέονταν με την Αλ Κάιντα, έστειλαν οικονομική βοήθεια και ιεροκήρυκες του Ουαχαβιτισμού (μιας αυστηρής, φονταμενταλιστικής εκδοχής του σουνιτικού Ισλάμ). Το μήνυμά τους έβρισκε πρόσφορο έδαφος σε μια νεολαία απογοητευμένη και θυμωμένη, που ζούσε ανάμεσα σε ερείπια, χωρίς μέλλον. Σύντομα άρχισαν να ξεφυτρώνουν ένοπλες ομάδες τζιχαντιστών εντός της Τσετσενίας, παράλληλα με τους εθνικιστές αντάρτες.
Καταλύτης σε αυτή τη μεταστροφή ήταν και ο ερχομός ορισμένων βετεράνων Τσετσένων της διασποράς. Πολλοί Τσετσένοι είχαν φύγει στο εξωτερικό τα προηγούμενα χρόνια, στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη κυρίως. Μετά τον πόλεμο, μερικοί επέστρεψαν για να βοηθήσουν. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν ορισμένοι που είχαν ζήσει σε αραβικές χώρες, όπως στην Ιορδανία, οι οποίοι έφεραν μαζί τους συνδέσμους με τον ισλαμιστικό εξτρεμισμό. Αυτοί οι ‘μεσάζοντες’ ουσιαστικά λειτούργησαν ως γέφυρα μεταξύ των Τσετσένων ανταρτών και των διεθνών τζιχαντιστικών δικτύων. Και μέσω αυτών, προσκλήθηκε στην Τσετσενία μια εμβληματική μορφή του παγκόσμιου τζιχάντ: ο εμίρης Χατάμπ.
Ο Χατάμπ (γνωστός και ως Σαμίρ Σαλάχ Αμπντουλλάγεβιτς αλ Σουβάιλιμ) ήταν ένας Άραβας μαχητής, βετεράνος του πολέμου του Αφγανιστάν, όπου πολέμησε τους Σοβιετικούς, και φημολογείται ότι είχε διασυνδέσεις με τους κύκλους του Οσάμα μπιν Λάντεν. Έφτασε στην Τσετσενία το 1995, αρχικά με το πρόσχημα του δημοσιογράφου, αλλά γρήγορα ενεπλάκη ενεργά στην εκπαίδευση των ντόπιων μαχητών. Με χρήματα και όπλα που διοχέτευε η Αλ Κάιντα και άλλοι υποστηρικτές μέσω των σαλαφιστών, ο Χατάμπ δημιούργησε ένα δίκτυο εντός της Τσετσενίας που προωθούσε μια ευρύτερη ατζέντα: όχι απλώς την ανεξαρτησία της Τσετσενίας, αλλά την κήρυξη γενικού τζιχάντ σε όλο τον Βόρειο Καύκασο, με στόχο την εκδίωξη της «άπιστης» Ρωσίας και την ίδρυση ενός ισλαμικού χαλιφάτου στην περιοχή. Ο Χατάμπ δεν έκρυβε τις προθέσεις του: σε αντίθεση με τον Μασχάντοφ και άλλους εθνικιστές που ενδιαφέρονταν κυρίως για μια αυτόνομη Τσετσενία, εκείνος έβλεπε τον αγώνα ως μέρος μιας παγκόσμιας τζιχαντιστικής επανάστασης.
Αυτή η ιδεολογική διαφοροποίηση δημιούργησε εντάσεις και υποψίες και μέσα στο ίδιο το στρατόπεδο των Τσετσένων. Ορισμένοι παλαιότεροι αυτονομιστές ηγέτες, αν και μουσουλμάνοι, δεν έβλεπαν με καλό μάτι την ακραία ερμηνεία του Ισλάμ που έφερναν οι ξένοι μαχητές. Ωστόσο, άλλοι – ιδίως νεότεροι και πιο απελπισμένοι από τη φτώχεια και το χάος – προσχώρησαν με ενθουσιασμό. Ένας από τους πιο διαβόητους Τσετσένους πολεμάρχους, ο Σαμίλ Μπασάγεφ, σύμμαχος του Μασχάντοφ στον πρώτο πόλεμο, σταδιακά ευθυγραμμίστηκε με τον Χατάμπ. Μαζί συγκρότησαν ένα επικίνδυνο δίδυμο: ο Μπασάγεφ έφερνε την τοπική εμπειρία και φήμη ως ήρωας πολέμου, ενώ ο Χατάμπ έφερνε πόρους, διεθνείς επαφές και μια φλογερή ισλαμιστική ιδεολογία.
Το φιτίλι του Δεύτερου Πολέμου
Όπως αποδείχθηκε, όλο αυτό που συντελούνταν στην Τσετσενία ήταν ένα μπαρουτοβάρελο έτοιμο να εκραγεί. Χρειαζόταν μόνο μια σπίθα – κι αυτή δεν άργησε να έρθει. Την άνοιξη του 1999, στην γειτονική επαρχία του Νταγκεστάν, έκανε την εμφάνισή της μια ένοπλη ισλαμιστική εξέγερση. Ένας ντόπιος κληρικός, ο Μπαγκάουντιν Μαγομέντοφ, αυτοανακηρύχθηκε «εμίρης» και κάλεσε σε τζιχάντ για την απελευθέρωση του Καυκάσου από τους Ρώσους, ανακοινώνοντας μάλιστα τη δημιουργία ενός υποτιθέμενου «Ισλαμικού Κράτους του Νταγκεστάν». Ο Μπασάγεφ και ο Χατάμπ βρήκαν εδώ την ευκαιρία που έψαχναν: συμμάχησαν με τους ντόπιους ισλαμιστές και, τον Αύγουστο του 1999, οδήγησαν εκατοντάδες ένοπλους μαχητές σε εισβολή στο Νταγκεστάν, καταλαμβάνοντας προσωρινά μερικά χωριά στα σύνορα με την Τσετσενία.
Αυτή η κίνηση ήταν η απόλυτη πρόκληση για τη Ρωσία και εξόργισε τη ρωσική ηγεσία. Δεν επρόκειτο πλέον για έναν αποσχιστικό ‘εμφύλιο’ εντός μιας επαρχίας, αλλά για ευθεία ισλαμιστική επίθεση σε ρωσικό έδαφος. Επιπλέον, το 1999, η Ρωσία δεν ήταν πια η παραπαίουσα δύναμη του 1994. Είχε νέο ηγεμόνα που αναζητούσε ένα θριαμβευτικό βάφτισμα του πυρός. Ο ανερχόμενος Βλαντίμιρ Πούτιν, πρώην αξιωματούχος της KGB, μόλις είχε γίνει πρωθυπουργός (και σύντομα θα γινόταν και πρόεδρος μετά την παραίτηση Γέλτσιν στο τέλος του έτους). Ο Πούτιν χρειαζόταν μια νίκη για να εδραιώσει το κύρος του ως δυναμικός ηγέτης της μεταγελτσινικής Ρωσίας. Η κατάσταση στον Καύκασο τού πρόσφερε ακριβώς αυτή την ευκαιρία.

Παράλληλα με την κρίση στο Νταγκεστάν, μια σειρά μυστηριωδών και φρικαλέων γεγονότων μέσα στη Ρωσία έγειραν την πλάστιγγα αποφασιστικά υπέρ του πολέμου. Τον Σεπτέμβριο του 1999, βομβιστικές επιθέσεις συγκλόνισαν τρεις ρωσικές πόλεις (τη Μόσχα, το Μπουϊνάκσκ και το Βόλντοντονσκ), με στόχο πολυκατοικίες και εκατοντάδες θύματα μεταξύ αθώων πολιτών. Ο τρόμος και η οργή κατέκλυσαν τη ρωσική κοινή γνώμη. Οι αρχές έσπευσαν να κατηγορήσουν τους Τσετσένους εξτρεμιστές γι’ αυτές τις επιθέσεις, παρουσιάζοντάς τες ως «απάντηση» των τρομοκρατών στην επέμβαση του στρατού στο Νταγκεστάν. Αυτό το κύμα τρόμου έδωσε στο Κρεμλίνο το τέλειο πρόσχημα να κηρύξει εκ νέου πόλεμο στην «παράνομη κυβέρνηση» της Τσετσενίας.
Ωστόσο, μέχρι και σήμερα, ορισμένοι ερευνητές και επικριτές του Πούτιν υποστηρίζουν ότι τα πράγματα ίσως δεν είναι τόσο απλά. Υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι οι βομβιστικές αυτές ενέργειες ήταν προβοκάτσια από τις ίδιες τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, με στόχο να δικαιολογηθεί η επανέναρξη του πολέμου. Ένα περιστατικό στην πόλη Ριαζάν ενισχύει αυτές τις θεωρίες: εκεί, κάτοικοι ανέφεραν ύποπτες κινήσεις σε υπόγειο πολυκατοικίας και η αστυνομία ανακάλυψε έναν εκρηκτικό μηχανισμό, ο οποίος – όπως αποκαλύφθηκε αργότερα – συνδεόταν με άτομα της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (FSB). Οι αρχές ισχυρίστηκαν πως επρόκειτο για άσκηση, όμως πολλοί πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα απέτρεψαν μια ακόμη τρομοκρατική επίθεση που είχε στηθεί ως προβοκάτσια. Όπως και να ’χει, το κλίμα στη Ρωσία το φθινόπωρο του 1999 ήταν τέτοιο που η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού στήριξε την ιδέα της αποφασιστικής δράσης. Η ανάμνηση της ταπεινωτικής ήττας του ’96, ο φόβος για τη διάλυση της χώρας και η δίψα για εκδίκηση μετά τις βόμβες δημιούργησαν ένα περιβάλλον όπου ο Πούτιν είχε λυμένα τα χέρια.
Ο Δεύτερος Πόλεμος και η επιστροφή της Μόσχας (1999–2000)
Τον Οκτώβριο του 1999, λίγες μόλις εβδομάδες μετά τις βομβιστικές επιθέσεις, η Ρωσία εξαπέλυσε μαζική στρατιωτική επιχείρηση στην Τσετσενία, σηματοδοτώντας την έναρξη του Β΄ Πολέμου της Τσετσενίας. Αυτή τη φορά, το Κρεμλίνο είχε διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος και υιοθέτησε μια πιο μεθοδική και αδυσώπητη στρατηγική. Περίπου 30.000 στρατιώτες συγκεντρώθηκαν στα βόρεια σύνορα της Τσετσενίας, οι οποίοι άρχισαν να προωθούνται σταδιακά, σχηματίζοντας έναν κλοιό από τρεις πλευρές (βορρά, ανατολή και δύση). Σε λίγες εβδομάδες, επιπλέον ενισχύσεις ανέβασαν τη δύναμη σε 50.000 άνδρες. Η προέλαση ήταν οργανωμένη και αργή, με προσεκτικό ‘σκούπισμα’ κάθε περιοχής που καταλαμβανόταν. Αντίθετα με τον πρώτο πόλεμο, που επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στο Γκρόζνυ αφήνοντας την ύπαιθρο στα χέρια των ανταρτών, αυτή τη φορά οι Ρώσοι φρόντιζαν να εξουδετερώνουν κάθε αντίσταση σε χωριά και βουνά, σφίγγοντας τον κλοιό και ωθώντας τους αντάρτες όλο και πιο νότια προς τα γεωργιανά σύνορα.

Η επίθεση συνοδεύτηκε από αδυσώπητους βομβαρδισμούς. Ο ρωσικός στρατός δεν δίστασε να ισοπεδώσει ολοσχερώς ολόκληρες κωμοπόλεις που θεωρήθηκαν προπύργια των ανταρτών. Οι αναφορές για μαζικές θηριωδίες είναι πολυάριθμες: ομαδικοί τάφοι με δεκάδες πτώματα, συνοπτικές εκτελέσεις υπόπτων ως αυτονομιστών στον δρόμο, άμαχοι που πέθαιναν από ασιτία και το ψύχος καθώς οι μάχες τούς εγκλώβιζαν και διέκοπταν κάθε ανεφοδιασμό. Μέσα σε μόλις εννέα μήνες σκληρού πολέμου, η αντίσταση των Τσετσένων κατέρρευσε. Το Γκρόζνυ – για δεύτερη φορά μέσα σε μια δεκαετία – μετατράπηκε σε σωρό ερειπίων. Στις 6 Φεβρουαρίου 2000, οι ρωσικές δυνάμεις ανακοίνωσαν την ‘απελευθέρωση’ της πρωτεύουσας. Δημοσιογράφοι που μπήκαν στην πόλη περιέγραφαν μια αποκάλυψη: η αείμνηστη Ρωσίδα ρεπόρτερ Άννα Πολιτκόφσκαγια, που κάλυπτε τον πόλεμο, τη χαρακτήρισε τότε «τερατώδες συνονθύλευμα από καμμένα σπίτια, ερείπια και τάφους». Το τίμημα σε ανθρώπινες ζωές ήταν πάλι βαρύ, αν και μικρότερο από τον πρώτο πόλεμο. Περισσότεροι από 5.000 Ρώσοι στρατιώτες σκοτώθηκαν (επίσημα στοιχεία), ενώ οι απώλειες των Τσετσένων – μαχητών και αμάχων – είναι δύσκολο να υπολογιστούν, αλλά σίγουρα ήταν πολλές χιλιάδες. Αυτή τη φορά, όμως, η ρωσική κοινή γνώμη δεν συγκλονίστηκε το ίδιο όπως το 1994-96. Ο Πούτιν είχε φροντίσει να θέσει τα μεγάλα ρωσικά μέσα ενημέρωσης υπό κρατικό έλεγχο ή λογοκρισία, παρουσιάζοντας τον πόλεμο ως θρίαμβο κατά της τρομοκρατίας και αποφεύγοντας να δείξει τις εικόνες των φερέτρων.
Τον Μάιο του 2000, με τον πόλεμο ουσιαστικά κερδισμένο, η Μόσχα προχώρησε στο επόμενο βήμα: επανέφερε επίσημα την Τσετσενία υπό ομοσπονδιακή διοίκηση. Ο Πούτιν δεν αρκέστηκε στη στρατιωτική νίκη, αλλά ήθελε να εξασφαλίσει και ότι δεν θα υπάρξει τρίτος γύρος εξέγερσης. Για να το επιτύχει, χρειαζόταν έναν αξιόπιστο ντόπιο σύμμαχο, κάποιον από την ίδια την τσετσενική κοινωνία που θα μπορούσε να κυβερνήσει τη δημοκρατία ως εκπρόσωπος της Μόσχας και ταυτόχρονα να έχει κάποια απήχηση στους ντόπιους ώστε να περιορίσει το αντάρτικο. Η επιλογή του ήταν ένας άνθρωπος που είχε ήδη κάνει το μεγάλο άλμα από την ανταρσία στην υποταγή: ο φιλορώσος κληρικός Αχμάντ Καντίροφ.
Οι Καντίροφ: Από αντάρτες σε τοποτηρητές του Κρεμλίνου
Ο Αχμάντ Καντίροφ δεν ήταν τυχαίος: είχε υπάρξει μουφτής (ανώτατος ισλαμικός κληρικός) των αυτονομιστών κατά τον πρώτο πόλεμο. Δηλαδή, αρχικά πολέμησε υπέρ της ανεξαρτησίας. Ήταν μεγαλύτερης ηλικίας από πολλούς άλλους ηγέτες και διέφερε στο ότι εξέφραζε επιφυλάξεις για την αυξανόμενη επιρροή των φανατικών ισλαμιστών στην τσετσενική αντίσταση. Κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας του 1996-99, ο Καντίροφ ήρθε σε ρήξη με το στρατόπεδο των Μπασάγεφ-Χατάμπ και λοιπών τζιχαντιστών. Όταν ξεκίνησε ο δεύτερος πόλεμος το φθινόπωρο του 1999, ο Αχμάντ Καντίροφ πήρε μια τολμηρή (και για πολλούς προδοτική) απόφαση: άλλαξε στρατόπεδο και τάχθηκε στο πλευρό των Ρώσων. Μαζί του συμμάχησε και ο νεαρός γιος του, Ραμζάν Καντίροφ. Πατέρας και γιος συγκρότησαν μια ομάδα πιστών που λιποτάκτησαν από τις δυνάμεις των αυτονομιστών και σχημάτισαν μια νέα παραστρατιωτική δύναμη, υπό ρωσική αιγίδα, γνωστή ως Καντιροφτσού (δηλαδή «οι άνθρωποι του Καντίροφ»). Αυτή η ομάδα έμελλε να εξελιχθεί σε κάτι σαν προσωπική φρουρά της οικογένειας Καντίροφ, αλλά και δύναμη κρούσης της Μόσχας στην περιοχή.
Από τη σκοπιά του Πούτιν, ο Αχμάντ Καντίροφ ήταν η ιδανική λύση για την ‘εξημέρωση’ της Τσετσενίας. Γνώριζε εκ των έσω το αυτονομιστικό κίνημα, είχε το ισλαμικό κύρος του πρώην μουφτή και, το σημαντικότερο, είχε αποδείξει την αφοσίωσή του στο Κρεμλίνο πολεμώντας στον δεύτερο πόλεμο στο πλευρό των ομοσπονδιακών δυνάμεων. Τον Ιούνιο του 2000, ο Πούτιν τον διόρισε προσωρινό επικεφαλής της διοίκησης στην Τσετσενία, ουσιαστικά ως νέο κυβερνήτη. Η αποστολή του Καντίροφ ήταν να φέρει την τάξη και να πείσει τον πληθυσμό να αποδεχτεί την επιστροφή της ρωσικής κυριαρχίας. Για να το καταφέρει, του δόθηκε πρωτοφανής ελευθερία κινήσεων και γενναία χρηματοδότηση για ανοικοδόμηση – ή, τουλάχιστον, έτσι διατεινόταν η Μόσχα.
Η πραγματικότητα ήταν ότι μεγάλο μέρος της σταθερότητας που πέτυχαν οι Καντίροφ βασίστηκε στη μέθοδο του καρότου και του μαστίγιου. Από τη μια, ο Αχμάντ Καντίροφ φρόντισε να εξαγοράσει την πίστη όσων πρώην ανταρτών ήταν διατεθειμένοι να συμβιβαστούν, εντάσσοντάς τους στη νέα δύναμη ασφαλείας ή στη διοίκηση. Από την άλλη, εφάρμοσε σκληρή καταστολή εναντίον όσων εξακολούθησαν τον αγώνα. Οι Καντιροφτσού έγιναν διαβόητοι για τις έκνομες μεθόδους τους: εξαφανίσεις υπόπτων, βασανισμοί και εκτελέσεις φέρονται να έγιναν καθημερινό φαινόμενο στα πρώτα χρόνια της νέας τάξης πραγμάτων. Παρά τις καταγγελίες οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Πούτιν έκλεινε τα μάτια όσο ο εκλεκτός του διατηρούσε την περιοχή ήρεμη.
Εν τω μεταξύ, η σκληροπυρηνική πτέρυγα των Τσετσένων αυτονομιστών δεν έμεινε άπραγη. Αφού έχασαν στον συμβατικό πόλεμο, στράφηκαν σε τρομοκρατικές ενέργειες που σόκαραν τη Ρωσία και τον κόσμο, σε μια προσπάθεια να πλήξουν τον εχθρό και να κρατήσουν ζωντανό τον αγώνα τους. Τον Οκτώβριο του 2002, μια ομάδα περίπου 40 βαριά οπλισμένων Τσετσένων ανταρτών εισέβαλε στο Θέατρο Ντουμπρόβκα της Μόσχας κατά τη διάρκεια παράστασης, παίρνοντας ως ομήρους 850 θεατές. Οι απαιτήσεις τους ήταν η απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από την Τσετσενία. Η ομηρία κράτησε δύο εφιαλτικά μερόνυχτα, με όλο τον κόσμο να παρακολουθεί. Τελικά, οι ρωσικές ειδικές δυνάμεις Spetsnaz επέλεξαν μια αμφιλεγόμενη λύση: διοχέτευσαν αναισθητικό αέριο εντός της αίθουσας για να εξουδετερώσουν τους τρομοκράτες. Ωστόσο, η δόση και οι συνθήκες ήταν τέτοιες που προκάλεσαν τον θάνατο όχι μόνο όλων των δραστών, αλλά και 179 αθώων ομήρων. Το περιστατικό έληξε με βίαιη επέμβαση, αλλά το σοκ ήταν τεράστιο.

Λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2004, συνέβη κάτι ακόμα πιο φρικτό: η σφαγή του Μπεσλάν. Σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Οσετίας (μιας άλλης ρωσικής δημοκρατίας στον Καύκασο), την πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς, μια ομάδα Τσετσένων και Ινγκουσετιανών ενόπλων κατέλαβε ένα δημοτικό σχολείο γεμάτο παιδιά και γονείς, κρατώντας πάνω από 1.100 ομήρους. Οι απαιτήσεις τους σχετίζονταν με την ανεξαρτησία της Τσετσενίας. Μετά από τρεις ημέρες αγωνίας, οι ρωσικές δυνάμεις ασφαλείας επέδραμαν στο σχολείο. Ακολούθησε χάος και αιματοχυσία: περίπου 330 άτομα σκοτώθηκαν, εκ των οποίων τα μισά ήταν μικρά παιδιά, κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών και τις εκρήξεις. Ήταν μια από τις πλέον μαύρες σελίδες στην ιστορία των σύγχρονων συγκρούσεων, με την ευθύνη να βαραίνει τόσο τους αδίστακτους τρομοκράτες όσο και τις ρωσικές αρχές για τον χειρισμό της κρίσης.
Μετά το Μπεσλάν, ο Πούτιν εμφανίστηκε ακόμη πιο ανυποχώρητος. «Δείξαμε αδυναμία, και άνθρωποι αθώοι πλήρωσαν τις συνέπειες», δήλωσε, εννοώντας ότι οποιαδήποτε ολιγωρία του κράτους απέναντι στους αυτονομιστές εκλαμβάνεται από αυτούς ως ευκαιρία να χτυπήσουν. Η Μόσχα σκλήρυνε περαιτέρω τη στάση της παντού. Στην Τσετσενία, όμως, η σύγκρουση είχε ήδη αρχίσει να φθίνει, όχι λόγω στρατιωτικού ήθους αλλά επειδή οι αντάρτες είχαν πια αποδεκατιστεί.
Το τέλος του πολέμου και η εποχή Ραμζάν Καντίροφ
Στο μεταξύ, ένα άλλο γεγονός ήρθε να επιβεβαιώσει το ότι οι Καντίροφ είχαν αναδειχθεί σε αναντικατάστατους συμμάχους του Κρεμλίνου: το Σύνταγμα του 2003. Τον Μάρτιο του 2003, κατόπιν πρωτοβουλίας της ρωσικής Δούμας, διεξήχθη δημοψήφισμα στην Τσετσενία (εν μέσω στρατιωτικής κατοχής βέβαια) για ένα νέο τοπικό σύνταγμα. Εκεί ορίστηκε ρητά ότι η Τσετσενική Δημοκρατία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, τερματίζοντας και συνταγματικά κάθε συζήτηση περί ανεξαρτησίας. Λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 2003, έγιναν εκλογές και ο Αχμάντ Καντίροφ – χωρίς πραγματικούς αντιπάλους – ορκίστηκε πρόεδρος της Τσετσενίας, νομιμοποιώντας έτσι πλήρως τον ρόλο του με τη σφραγίδα της λαϊκής εντολής (αν και οι συνθήκες της εκλογής αμφισβητούνται από διεθνείς παρατηρητές).
Την ίδια περίοδο, οι άλλοτε κραταιοί αντάρτες είχαν φτάσει στο ναδίρ τους. Ο ένας μετά τον άλλον, οι ηγέτες της αντίστασης έπεφταν. Τον Μάρτιο του 2005, ο Ασλάν Μασχάντοφ – ο πρώην πρόεδρος της αυτονομιστικής Τσετσενίας – εντοπίστηκε από τις ρωσικές ειδικές δυνάμεις και σκοτώθηκε σε μια κρυψώνα στο χωριό Τουλστόι-Γιουρτ. Λίγο νωρίτερα, τον Ιούλιο του 2004, ο Σαμίλ Μπασάγεφ – ο άνθρωπος πίσω από το Μπεσλάν, σύμφωνα με τις ρωσικές αρχές – σκοτώθηκε κι αυτός, όταν ανατινάχθηκε η αυτοκινητοπομπή του (υπάρχουν εικασίες ότι επλήγη από κατευθυνόμενη βόμβα του ρωσικού στρατού). Στο προσκήνιο απέμεινε μόνο μια νέα γενιά εξτρεμιστών, με πιο διεθνιστική ισλαμιστική ιδεολογία. Ο Ντόκου Ουμάροφ, που ανέλαβε τα ηνία της αποδεκατισμένης αντίστασης το 2006, προσπάθησε να ενώσει τα υπολείμματα των Τσετσένων ανταρτών με άλλες ομάδες τζιχαντιστών στον Καύκασο, αυτοανακηρύσσοντας το 2007 ένα «Εμιράτο του Καυκάσου». Ήταν μια απελπισμένη προσπάθεια να δοθεί νέο στίγμα στον αγώνα – μετατοπίζοντας το ύφος από εθνικοαπελευθερωτικό σε ανοιχτά τζιχαντιστικό. Όμως αυτή η πρωτοβουλία δεν απέφερε ουσιαστικούς καρπούς, καθώς δεν απέκτησε μαζική υποστήριξη. Ο Ουμάροφ, κυνηγημένος στα βουνά χωρίς σημαντική δύναμη, πέθανε τελικά το 2013 υπό ασαφείς συνθήκες (φημολογείται ότι δηλητηριάστηκε, μια μέθοδος ‘εξουδετέρωσης’ αρκετά δημοφιλής στις ρωσικές υπηρεσίες).
Το 2007 έφερε μια αλλαγή φρουράς και μια συνέχιση δυναστείας ταυτόχρονα: τον Μάιο εκείνης της χρονιάς, ο Ραμζάν Καντίροφ – σε ηλικία μόλις 30 ετών – ανέλαβε επίσημα πρόεδρος της Τσετσενίας, διαδεχόμενος τον πατέρα του. Ο Αχμάντ Καντίροφ δεν ήταν πια εν ζωή· είχε δολοφονηθεί το 2004 σε βομβιστική επίθεση σε στάδιο του Γκρόζνυ (την ευθύνη της οποίας ανέλαβε ο Μπασάγεφ). Όμως ο Ραμζάν είχε ήδη ασκήσει ουσιαστική εξουσία στο παρασκήνιο μετά τον θάνατο του πατέρα του. Μέσα στα χρόνια 2004-2007, ο νεαρός Καντίροφ – σκληραγωγημένος και ο ίδιος, έχοντας επιβιώσει από απόπειρες δολοφονίας και πολεμικές κακουχίες – καθάρισε το πεδίο από πιθανούς ανταγωνιστές, παγίωσε τον έλεγχο των δυνάμεών του και εξασφάλισε την εύνοια της Μόσχας. Όταν ανέλαβε και επίσημα, οι μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις είχαν ήδη σταματήσει. Σταδιακά, η Ρωσία περιόρισε τις δυνάμεις της στην περιοχή και το 2009 κήρυξε επισήμως το τέλος της «αντιτρομοκρατικής επιχείρησης» στην Τσετσενία, κρίνοντας ότι είχαν αποκατασταθεί οι συνθήκες ομαλότητας.
Πράγματι, εκείνη την περίοδο υπολογιζόταν ότι είχαν απομείνει ενεργοί λιγότεροι από 500 ένοπλοι αντάρτες, κρυμμένοι σε απομονωμένες αγροτικές περιοχές και στα βουνά. Κάποιοι πιστεύουν ότι μικροί πυρήνες βρίσκονται ακόμη εν υπνώσει, έτοιμοι να αναδυθούν αν αλλάξουν οι συνθήκες. Προς το παρόν, όμως, όσο ο Καντίροφ κυβερνά και διατηρεί την υποστήριξη του Κρεμλίνου, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά την τάξη πραγμάτων. Το μοντέλο «τοπικός ισχυρός άνδρας με απόλυτες εξουσίες, πιστός στη Μόσχα» φαίνεται να έχει φέρει ένα τέλος στον κύκλο αίματος – με τίμημα τις ελευθερίες των πολιτών.
Ευρεία αυτονομία υπό τη σκιά του Κρεμλίνου
Σήμερα η Τσετσενία υπό τον Ραμζάν Καντίροφ απολαμβάνει ένα καθεστώς σχεδόν μοναδικό στη Ρωσία. Ο Καντίροφ κυβερνά ως μικρός «ηγεμόνας» στη δημοκρατία του, έχοντας εξασφαλίσει έναν άρρητο συμβιβασμό με τον Βλαντίμιρ Πούτιν: όσο παραμένει απόλυτα πιστός και κρατάει την περιοχή ήρεμη, θα έχει ελευθερία κινήσεων όπως κανένας άλλος τοπικός άρχοντας στη ρωσική επικράτεια. Και πράγματι, η ελευθερία δράσης που απολαμβάνει φαίνεται πρωτοφανής. Ο Καντίροφ έχει δικό του σώμα ασφαλείας (τους Καντιροφτσού), που λογοδοτεί περισσότερο στον ίδιο παρά στις ομοσπονδιακές αρχές. Επίσης, διαχειρίζεται τεράστια κονδύλια από τη Μόσχα (η Τσετσενία χρηματοδοτείται αδρά από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό ως αντιστάθμισμα για τις καταστροφές) με ελάχιστη διαφάνεια και έλεγχο.

Αυτή η ιδιότυπη «αυτοκρατορία εντός της αυτοκρατορίας» έχει επιτρέψει στον Καντίροφ να ξαναχτίσει το Γκρόζνυ από τα ερείπια, μεταμορφώνοντάς το από πόλη-φάντασμα του πολέμου σε μια βιτρίνα μεγαλεπήβολων έργων. Στην πρωτεύουσα υψώνονται πλέον σύγχρονοι ουρανοξύστες και μνημεία που δοξάζουν τη νέα τάξη. Το 2008 εγκαινιάστηκε ένα φαραωνικό τέμενος, το Μεγάλο Τζαμί Αχμάτ Καντίροφ, αφιερωμένο στον εκλιπόντα πατέρα του ηγέτη – ένα επιβλητικό οικοδόμημα με τέσσερις μιναρέδες, που αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ισλαμικές ιερές δομές στην Ευρώπη. Ακόμη πιο φιλόδοξο είναι το έργο Πύργος Αχμάτ: ένας υπερ-ουρανοξύστης ύψους 435 μέτρων με 102 ορόφους, που αναμένεται να κυριαρχήσει στον ορίζοντα του Γκρόζνυ. Το κόστος του έργου εκτιμάται σε 1 δισεκατομμύριο δολάρια – και κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα από πού προέρχεται αυτή η χρηματοδότηση, γεγονός που προκαλεί ποικίλες εικασίες. Το σύνθημα πάντως που προβάλλεται παντού είναι ενδεικτικό: «Αχμάτ – Δύναμη» (Akhmat Sila, στα ρωσικά). Το όνομα του πατέρα του Καντίροφ έχει αναγορευθεί σε σύμβολο ισχύος και νομιμοποίησης της τοπικής εξουσίας.
Παράλληλα, ο Ραμζάν Καντίροφ έχει χτίσει και μια εικόνα ‘χαλίφη’ στο μικρό του βασίλειο. Διατηρεί ενεργή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ιδιαίτερα πριν αυτά απαγορευτούν διεθνώς, συνήθιζε να κοινοποιεί στο Instagram σκηνές από την προσωπική του ζωή, προπονήσεις πολεμικών τεχνών, συλλογές από γρήγορα αυτοκίνητα, ακόμα και τούς εξωτικούς ζωολογικούς του κήπους). Παρουσιάζεται ως ευσεβής μουσουλμάνος και ταυτόχρονα ως πιστός στρατιώτης του Πούτιν. Οι επικριτές του – που εντός Τσετσενίας σπάνια τολμούν να σηκώσουν κεφάλι, αφού κινδυνεύουν άμεσα – τον κατηγορούν για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προσωποπαγές καθεστώς. Έχουν γίνει διεθνώς γνωστές καταγγελίες για διώξεις και βασανισμούς αντιφρονούντων, και ‘εξαφανίσεις’ πολιτών, θέματα για τα οποία ο Καντίροφ δέχθηκε ερωτήσεις σε συνεντεύξεις και αντέδρασε με χλευασμό ή άρνηση. Παρόλα αυτά, εντός της Ρωσίας ο λόγος του είναι νόμος στη δημοκρατία του, και το Κρεμλίνο τον αντιμετωπίζει με ένα μείγμα ανάγκης και καχυποψίας: είναι ταυτόχρονα πολύτιμος αλλά και επικίνδυνος αν ξεφύγει από τον έλεγχο.