Τρεις ακτιβιστές της ομάδας Just Stop Oil, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει σε διαμαρτυρία κατά την οποία το Στόουνχεντζ ψεκάστηκε με πορτοκαλί σκόνη, κρίθηκαν αθώοι για το αδίκημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, αφού επικαλέστηκαν το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην υπεράσπισή τους.
Ο 74χρονος Ράτζαν Ναϊντού και η 23χρονη φοιτήτρια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Νίαμ Λιντς κατηγορούνταν ότι χρησιμοποίησαν δύο συσκευές ψεκασμού γεμάτες με κορν φλάουρ, ταλκ και πορτοκαλί χρωστική ουσία για να ψεκάσουν το αρχαίο μνημείο.
Το Ποινικό Δικαστήριο του Σάλσμπερι ενημερώθηκε ότι οι δύο –μαζί με τον 36χρονο ακτιβιστή Λουκ Γουάτσον– στόχευσαν το Στόουνχεντζ ως μέρος μιας συνεχιζόμενης διαμαρτυρίας της Just Stop Oil ενάντια στα ορυκτά καύσιμα, την παραμονή του θερινού ηλιοστασίου του περασμένου έτους, όπου επρόκειτο να συγκεντρωθούν περίπου 15.000 άτομα για να γιορτάσουν.
Ο Ναϊντού και η Λιντς πέρασαν τα σχοινιά που περιέβαλλαν τον χώρο και μπήκαν παράνομα στην προστατευόμενη ζώνη γύρω από το μνημείο, προτού πραγματοποιήσουν τον ψεκασμό. Ο Γουάτσον είχε προμηθευτεί τον εξοπλισμό που χρησιμοποιήθηκε και είχε οδηγήσει τους δύο άλλους στο σημείο εκείνο το πρωί.
Η εισαγγελία υποστήριξε ότι η διαμαρτυρία ήταν «προσεκτικά οργανωμένη» και ότι βιντεοσκοπήθηκε από άλλους υποστηρικτές της Just Stop Oil, οι οποίοι δημοσίευσαν το υλικό στη συνέχεια. Ο εισαγγελέας Σάιμον Τζόουνς δήλωσε πως κατά την άποψή του «όλοι τους ενήργησαν από κοινού» και ότι η πράξη αποτελούσε «ξεκάθαρο βανδαλισμό» με προφανή σκοπό να σταλεί μήνυμα.
Μετά το περιστατικό, ο Ναϊντού και η Λιντς –που φορούσαν λευκά μπλουζάκια της Just Stop Oil– κάθισαν σιωπηλοί μπροστά στους λίθους μέχρι να συλληφθούν από την αστυνομία. Το δικαστήριο ενημερώθηκε ότι οι λίθοι καθαρίστηκαν άμεσα και το συνολικό κόστος αποκατάστασης ανήλθε στις 620 λίρες.
Ο Τζόουνς επισήμανε επίσης ότι το Στόουνχεντζ είναι «ίσως ο πιο αναγνωρίσιμος και αρχιτεκτονικά εξελιγμένος προϊστορικός λίθινος κύκλος στον κόσμο», χτισμένος πριν από περίπου 5.000 χρόνια, και τόνισε ότι αποτελεί προστατευόμενο αρχαίο μνημείο το οποίο προσελκύει επισκέπτες από όλο τον κόσμο για εκπαιδευτικούς και πνευματικούς λόγους.
Οι κατηγορίες και η υπεράσπιση
Οι τρεις κατηγορούμενοι αρνήθηκαν ότι προκάλεσαν ζημιά σε προστατευόμενο μνημείο ή ότι προέβησαν σε δημόσια ενόχληση στις 19 Ιουνίου 2024. Η δεύτερη κατηγορία βασιζόταν σε νέα διάταξη του νόμου για την Αστυνομία, το Έγκλημα, τις Ποινές και τα Δικαστήρια του 2022, που είχε προκαλέσει κύμα διαμαρτυριών «Kill the Bill» σε όλη τη χώρα.
Οι κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν ότι συμμετείχαν στη διαμαρτυρία, αλλά επικαλέστηκαν ως υπεράσπιση «εύλογη αιτία» και τα δικαιώματά τους σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δηλαδή το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και στη διαμαρτυρία.
Υποστήριξαν ότι επρόκειτο για ειρηνική διαμαρτυρία, ότι τα δικαιώματα των άλλων δεν παρεμποδίστηκαν ουσιαστικά, ότι επιλέχθηκε με προσοχή το είδος της σκόνης ώστε να μη βλάψει το μνημείο και ότι δεν υπήρξε καμία μόνιμη ζημιά στους λίθους. Επίσης τόνισαν ότι η διαμαρτυρία τους ενάντια στα ορυκτά καύσιμα αποτελούσε νόμιμο και θεμιτό σκοπό.
Ο δικαστής Πολ Ντάγκντεϊλ εξήγησε στους ενόρκους ότι έπρεπε να εκτιμήσουν «πού βρίσκεται η ισορροπία» στην υπόθεση και αν η καταδίκη θα συνιστούσε «δυσανάλογη παρέμβαση» στα δικαιώματα των κατηγορουμένων. Ο ίδιος υπογράμμισε ότι σε κάθε κοινωνία υπάρχουν απόψεις με τις οποίες συμφωνούμε και άλλες με τις οποίες διαφωνούμε, αλλά η ουσία μιας ελεύθερης κοινωνίας είναι ότι όλοι δικαιούνται να εκφράζουν τις απόψεις τους, ακόμη και όταν αυτές δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.
Τόνισε επίσης ότι όποιος διαφωνεί με τις ενέργειες ή τις παραλείψεις της κυβέρνησης έχει δικαίωμα να διαμαρτύρεται, επισημαίνοντας ότι αυτή είναι η βάση της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου και ότι «υπάρχουν περιπτώσεις όπου η προστασία αυτών των δικαιωμάτων σημαίνει πως μια πράξη που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν παράνομη, μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη από το δικαστήριο».
Η απόφαση και οι αντιδράσεις
Μετά από έξι ώρες διαβουλεύσεων, το σώμα των ενόρκων έκρινε τον Ναϊντού, την Λιντς και τον Γουάτσον –κατοίκους του Μπέρμιγχαμ, του Μπεντφορντσάιρ και του Έσσεξ αντίστοιχα– αθώους και για τις δύο κατηγορίες.
Μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας, οι τρεις κατηγορούμενοι αγκαλιάστηκαν μέσα στο εδώλιο και στη συνέχεια πανηγύρισαν μαζί με συγγενείς και φίλους που βρίσκονταν στην αίθουσα.
Η δικηγόρος Φραντσέσκα Κοτσιάνι, από το νομικό γραφείο Hodge Jones & Allen, δήλωσε ότι οι πελάτες της ένιωσαν «τεράστια ανακούφιση» με την απόφαση, η οποία τους αθώωσε πλήρως. Επισήμανε ότι η κατηγορία για δημόσια ενόχληση, η οποία υποστήριζε πως η διαμαρτυρία τους θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρή αναστάτωση ή ενόχληση στο κοινό, ήταν «εντελώς αβάσιμη» και «προσβολή του δικαιώματός τους στη διαμαρτυρία».
Πρόσθεσε ότι η απόφαση των ενόρκων αποτελεί αναγνώριση του δικαιώματος στην ειρηνική διαμαρτυρία, το οποίο, όπως είπε, «είναι και πρέπει να παραμείνει θεμέλιος λίθος της δημοκρατικής κοινωνίας μας, παρότι βλέπουμε ολοένα και συχνότερα να υπονομεύεται».
Η Νίαμ Λιντς, που σήμερα είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια οικολογίας και διατήρησης στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ, δήλωσε ότι επιθυμεί έναν πιο δίκαιο και σωστό κόσμο και ότι όταν κάποιος βλέπει «κάτι που αγαπά να καταστρέφεται», είναι φυσικό να προσπαθεί να το προστατεύσει, ακόμη κι αν οι πράξεις του είναι μικρές. Επεσήμανε ότι «αρνείται κατηγορηματικά να μείνει αδρανής και να παρακολουθεί τον κόσμο να καίγεται».
Ο ξυλουργός Λουκ Γουάτσον πρόσθεσε ότι, αν και χαίρεται για την απόφαση, θεωρεί πως οι δύο εβδομάδες της δίκης αποτέλεσαν «σπατάλη δημόσιου χρήματος», αφού μια υπόθεση που αφορούσε ζημιά αξίας 620 λιρών θα έπρεπε να είχε εκδικαστεί σε κατώτερο δικαστήριο.
Πηγή: PA MEDIA








