Οι ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας απηύθυναν κοινό κάλεσμα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση να αποσύρει τη νομοθεσία που επιβάλλει αυστηρούς ελέγχους στις εφοδιαστικές αλυσίδες μεγάλων εταιρειών.
Ο λόγος για την Οδηγία Εταιρικής Δέουσας Επιμέλειας για τη Βιωσιμότητα (CSDDD), που εγκρίθηκε τον Μάιο του 2024 και εισάγει υποχρεωτικές ρήτρες σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προστασίας του περιβάλλοντος για όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις – εντός και εκτός ΕΕ – που ξεπερνούν συγκεκριμένα οικονομικά μεγέθη. Η εφαρμογή της έχει προγραμματιστεί για το 2027.
Την έντονη αντίδρασή τους έχουν εκφράσει μεγάλες γαλλικές επιχειρήσεις, οι οποίες ζητούν την επ’ αόριστον «πάγωμα» της οδηγίας. Θεωρούν πως οι απαιτήσεις για παρακολούθηση και λογοδοσία σε ολόκληρη την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα θα επιφέρουν επιπλέον κόστος και γραφειοκρατία, σε μια περίοδο που ήδη αντιμετωπίζουν διεθνείς ανταγωνιστικές πιέσεις.
Στο πλευρό τους στέκονται ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν και, από γερμανικής πλευράς, ο Φρήντριχ Μερτς, πρόεδρος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), παροτρύνοντας την Κομισιόν να επανεξετάσει το μέτρο.
Η CSDDD προβλέπει ότι, από το 2027, όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως εθνικότητας, που δραστηριοποιούνται στην ευρωπαϊκή αγορά και έχουν τζίρο άνω ενός συγκεκριμένου ορίου, θα είναι υποχρεωμένες να παρακολουθούν συστηματικά και να αναφέρουν οποιεσδήποτε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή περιβαλλοντικών συμφωνιών σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού τους. Η εξέλιξη αυτή έχει εγείρει αντιδράσεις, ιδίως από τον επιχειρηματικό κόσμο που χαρακτηρίζει το πλαίσιο υπερβολικά αυστηρό και δύσκολο στην εφαρμογή.
Η συζήτηση αυτή έρχεται σε μια κρίσιμη συγκυρία για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, όπου ζητούμενο είναι η εξισορρόπηση μεταξύ ηθικής εταιρικής λειτουργίας και οικονομικής βιωσιμότητας. Στο επίκεντρο βρίσκεται το ερώτημα αν τέτοιες ρυθμίσεις περιορίζουν τον ανταγωνισμό ή αν, αντίθετα, λειτουργούν ως καταλύτης για μια πιο υπεύθυνη επιχειρηματική δραστηριότητα παγκοσμίως.