Το Λονδίνο έναντι της υπόλοιπης Βρετανίας
Το Λονδίνο παραμένει μια μητρόπολη ευημερίας, αλλά η λάμψη του δεν απλώνεται στην υπόλοιπη χώρα. Η μητροπολιτική περιοχή της πρωτεύουσας παράγει σχεδόν το μισό του ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου, παρότι φιλοξενεί μόνο περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού. Αν αποκοπτόταν η οικονομική ισχύς του Λονδίνου, το βιοτικό επίπεδο στο Ηνωμένο Βασίλειο θα έπεφτε κατά περίπου 14% – αρκετά ώστε η χώρα να συγκρίνεται με τις φτωχότερες πολιτείες των ΗΠΑ.
Με άλλα λόγια, εκτός του Λονδίνου, η Βρετανία αντιμετωπίζει σοβαρή οικονομική υστέρηση. Τα τελευταία δέκα χρόνια ήταν ιδιαίτερα δύσκολα: το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών έμεινε στάσιμο, ενώ το κόστος ζωής αυξήθηκε αισθητά, διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Παράλληλα, η παραγωγικότητα βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα – από τις χαμηλότερες μεταξύ των μεγάλων οικονομιών – και η στέγαση έχει γίνει δυσβάσταχτη, με το Ηνωμένο Βασίλειο να καταγράφει τον υψηλότερο αριθμό αστέγων στον ανεπτυγμένο κόσμο.
«Χαμένη δεκαετία» εισοδημάτων και παραγωγικότητας
Η ρίζα πολλών προβλημάτων εντοπίζεται στην οικονομική κρίση του 2008 και στις πολιτικές που ακολούθησαν. Μετά τη διάσωση των βρετανικών τραπεζών το 2008 (με κρατικό δανεισμό ~£141 δισ.), επιβλήθηκε αυστηρή λιτότητα αντί για επενδυτικές κοινωνικές πολιτικές. Για τα νοικοκυριά, οι συνέπειες υπήρξαν οδυνηρές: τα πραγματικά εισοδήματα μειώθηκαν και παρέμειναν στάσιμα για τα επόμενα 15 χρόνια – μια περίοδος που χαρακτηρίζεται ως «χαμένη δεκαετία» για την ευημερία των πολιτών.
Ενδεικτικά, ήδη από το 2007 το μέσο βρετανικό νοικοκυριό ήταν ελαφρώς φτωχότερο (κατά 8%) από το νορβηγικό και λίγο πίσω (6%) από το αμερικανικό. Σήμερα, μετά την κρίση και τη δεκαετή στασιμότητα, ένα βρετανικό νοικοκυριό υστερεί περίπου 20% σε εισόδημα από ένα νορβηγικό και 16% από ένα αμερικανικό αντίστοιχο. Η πτώση του βιοτικού επιπέδου γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στη μεσαία τάξη.
Την ίδια περίοδο, η παραγωγικότητα της εργασίας σημείωσε ανησυχητική καθίζηση. Πριν το 2008, η παραγωγικότητα στο ΗΒ αυξανόταν περίπου 2% τον χρόνο, όμως μετά την κρίση η τάση αυτή ανατράπηκε. Η έλλειψη επενδύσεων σε τεχνολογία, υποδομές και δεξιότητες άφησε την παραγωγικότητα στάσιμη.
Σήμερα, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει τον δεύτερο χαμηλότερο ρυθμό παραγωγικότητας μεταξύ των χωρών της G7 – ενώ πριν το 2008 βρισκόταν στη 2η θέση, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ. Ο συνδυασμός σταθερών ή μειομένων πραγματικών εισοδημάτων και χαμηλής παραγωγικότητας εξηγεί πολλά από τα δομικά προβλήματα της βρετανικής οικονομίας, που μοιάζει να παλεύει για την επιβίωσή της.
Τρεις διαδοχικές κρίσεις εκτινάσσουν χρέος και κόστος ζωής
Πέρα από τις εγχώριες αδυναμίες, τρεις διαδοχικές κρίσεις τη δεκαετία του 2020 επιβάρυναν δραματικά τη χώρα. Το Brexit υπήρξε το πρώτο σοκ: η αβεβαιότητα και οι νέοι περιορισμοί έπληξαν τις επενδύσεις, με την Τράπεζα της Αγγλίας να εκτιμά ότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις μειώθηκαν κατά 25% την περίοδο 2016-2021 λόγω του Brexit.
Στη συνέχεια, η πανδημία COVID-19 ανάγκασε την κυβέρνηση να δανειστεί περίπου £280 δισ. επιπλέον για να στηρίξει την οικονομία σε συνθήκες ιστορικά χαμηλών επιτοκίων. Το δημόσιο χρέος διογκώθηκε, αν και προσωρινά το χαμηλό κόστος δανεισμού περιόρισε την πίεση. Όμως ακολούθησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, που προκάλεσε ενεργειακή κρίση. Με τις ροές ρωσικού αερίου και πετρελαίου να διακόπτονται, οι τιμές της ενέργειας εκτοξεύθηκαν και το κόστος ζωής πήρε απότομη ανιούσα σε όλη την Ευρώπη.
Το σοκ ήταν ιδιαίτερα αισθητό στη Βρετανία: οι λογαριασμοί θέρμανσης προβλέφθηκε ότι θα τριπλασιαστούν τον χειμώνα για τα νοικοκυριά. Η κυβέρνηση επενέβη ξανά, διαθέτοντας ένα από τα μεγαλύτερα πακέτα επιδότησης στην Ευρώπη για να ανακουφίσει τους πολίτες. Υπολογίζεται ότι £60-100 δισ. προστέθηκαν στο δημόσιο χρέος ως έκτακτη στήριξη για την ενέργεια. Παρότι έτσι αποφεύχθηκαν τα χειρότερα για τα νοικοκυριά, η Βρετανία κατέγραψε τη μεγαλύτερη ετήσια άνοδο χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ιστορία της.
Ο πληθωρισμός έφτασε σε υψηλά δεκαετιών, αναγκάζοντας την Τράπεζα της Αγγλίας να αυξήσει απότομα τα επιτόκια. Για τους πολίτες, αυτό σήμαινε απότομες αυξήσεις στις δόσεις στεγαστικών δανείων. Για το κράτος, σήμαινε ότι οι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους εκτοξεύθηκαν: από £40 δισ. ετησίως πριν την ενεργειακή κρίση σε περίπου £100 δισ. σήμερα.
Το επιπλέον αυτό κόστος (£60 δισ.) ισοδυναμεί σχεδόν με ολόκληρο τον ετήσιο προϋπολογισμό άμυνας της χώρας. Πλέον, η πληρωμή τόκων είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κονδύλι δαπανών του βρετανικού δημοσίου, στερώντας πολύτιμους πόρους από άλλες δημόσιες υπηρεσίες. Με λίγα λόγια, η οικονομική στήριξη στην κρίση της Ουκρανίας – όσο αναγκαία κι αν ήταν – κλόνισε την οικονομία του ΗΒ, επιβαρύνοντάς την με ένα δυσθεώρητο κόστος.
Μειωμένο εργατικό δυναμικό και «κρυφή» ανεργία
Ενώ οι περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες είδαν το εργατικό τους δυναμικό να ανακάμπτει μετά τα lockdown, η Βρετανία ξεχωρίζει αρνητικά: η απασχόληση δεν επανήλθε στα προ πανδημίας επίπεδα και παραμένει χαμηλή. Επίσημα, η ανεργία κινείται σε μόλις ~4,4%, ποσοστό χαμηλό ιστορικά (περίπου 1,5 εκατομμύριο άτομα).
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πιο ανησυχητική. Υπάρχει ένα τεράστιο τμήμα πληθυσμού – περίπου 11 εκατομμύρια άνθρωποι – που δεν εργάζονται αλλά ούτε καταγράφονται ως άνεργοι. Η κυβέρνηση τούς χαρακτηρίζει «οικονομικά ανενεργούς» παρά ανέργους, διότι δεν αναζητούν εργασία ενεργά.
Σύμφωνα με την Υπηρεσία Εθνικών Στατιστικών (ONS), οι λόγοι διαφέρουν: περίπου 2,1 εκατ. είναι νέοι 16-24 ετών που σπουδάζουν, 3,5 εκατ. είναι άτομα άνω των 50 που έχουν φύγει από την εργασία λόγω ασθένειας ή πρόωρης συνταξιοδότησης, και τουλάχιστον 1 εκατ. είναι ενήλικες 25-49 ετών που απέχουν από την αγορά εργασίας για οικογενειακούς λόγους (π.χ. φροντίδα παιδιών ή συγγενών).
Αυτή η «εξαφανισμένη» δεξαμενή εργατικού δυναμικού ασκεί σοβαρή πίεση στην οικονομία: λιγότεροι εργαζόμενοι σημαίνει λιγότερα φορολογικά έσοδα για το κράτος και μεγαλύτερη επιβάρυνση στα κοινωνικά επιδόματα, ενώ παράλληλα μειώνεται η καταναλωτική δύναμη στην αγορά.
Μετανάστευση για κάλυψη κενών και κοινωνικές εντάσεις
Για να αντιμετωπίσει την έλλειψη εργατικών χεριών, το Λονδίνο έλαβε μια αμφιλεγόμενη απόφαση: άνοιξε περισσότερο την πόρτα στη μετανάστευση εργαζομένων. Βρετανοί νομοθέτες χαλάρωσαν τους περιορισμούς, προσελκύοντας εργατικό δυναμικό από το εξωτερικό – με ιδιαίτερη παρουσία από τη Νότια Ασία και την υποσαχάρια Αφρική – ώστε να καλυφθούν τα κενά σε διάφορους τομείς.
Οι νέοι μετανάστες πράγματι βοήθησαν να συνεχίσει η λειτουργία πολλών επιχειρήσεων, όμως η μαζική εισροή εργατικού δυναμικού είχε παράπλευρες επιπτώσεις. Πυροδότησε κοινωνικές εντάσεις και φόβους σε μερίδα του πληθυσμού. Ορισμένοι πολίτες αισθάνονται ανασφάλεια μπροστά στην ταχεία αλλαγή του δημογραφικού τοπίου, ενώ πολιτικοί με αντιμεταναστευτική ρητορική εκμεταλλεύονται το κλίμα αυτό προς ίδιον όφελος.
Τον Αύγουστο του 2024 σημειώθηκαν μάλιστα εκτεταμένες διαδηλώσεις και ταραχές κατά των μεταναστών σε πάνω από 20 πόλεις της χώρας. Αν και αυτές οι εκρήξεις οργής φαίνεται να κορυφώθηκαν και να υποχώρησαν, τα βαθύτερα αίτιά τους – η οικονομική ανασφάλεια και η αίσθηση αδικίας – παραμένουν και θα χρειαστεί χρόνος για να αντιμετωπιστούν.
Μια οικονομία που υποχωρεί, με εξαίρεση το Λονδίνο
Συνολικά, η πρόσφατη οικονομική πορεία του Ηνωμένου Βασιλείου μοιάζει με αλυσίδα κρίσεων σε συνεχή εξέλιξη. Κάθε νέα κρίση χτίζει πάνω στην προηγούμενη, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο δεν διαφαίνεται άμεση ανακούφιση. Οι αποφάσεις του παρελθόντος – από τη λιτότητα μετά το 2008 μέχρι το Brexit – διαμόρφωσαν μια εύθραυστη βάση. Πάνω σε αυτήν, τα διαδοχικά σοκ της πανδημίας και του πολέμου έφεραν τη βρετανική οικονομία σε οριακό σημείο.
Πρόκειται για μια κατάσταση που η χώρα «έστρωσε μόνη της το κρεβάτι και τώρα καλείται να κοιμηθεί σε αυτό», όπως εύστοχα περιγράφεται. Παρά ταύτα, αξίζει να σημειωθεί ότι η ιστορία κάθε έθνους έχει κύκλους ακμής και παρακμής – και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποτελεί εξαίρεση.
Το Λονδίνο εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στις πλουσιότερες και πιο καινοτόμες πόλεις του πλανήτη, λειτουργώντας ως η ατμομηχανή που κρατά τη χώρα σε κίνηση. Οι αναλυτές εκτιμούν πως αργά ή γρήγορα η βρετανική οικονομία θα βρει κάποια ισορροπία και θα βελτιωθεί η κατάσταση. Μέχρι τότε, όμως, η εικόνα θυμίζει μια οικονομία σε υποχώρηση – σχεδόν «τρίτου κόσμου» – που επιβιώνει επισκιαζόμενη από την αίγλη του Λονδίνου.