Συχνά χρησιμοποιείται η γλυπτική για τη διατήρηση σπουδαίων μορφών και ιστοριών διαμέσου των αιώνων. Πιο δημοφιλή θέματά της έχουν υπάρξει οι μυθολογικές σκηνές και οι προσωπογραφίες πολιτικών ηγετών ή θρησκευτικών μορφών. Ωστόσο, δεν είναι όλα τα θέματα που νικούν τον χρόνο επιφανείς προσωπικότητες. Στην περίπτωση του Απακανθιζομένου – ή Σπινάριο – η μορφή που έχει διατηρηθεί, θαυμαστεί και αντιγραφεί πολλάκις από τα ελληνιστικά χρόνια μέχρι και τις μέρες μας είναι αυτή ενός μικρού αγοριού, το οποίο προσπαθεί να βγάλει ένα αγκάθι από το πόδι του.
Η μορφή του, καθιστή και σκυφτή πάνω από την πληγωμένη πατούσα του, βαθιά συγκεντρωμένη στην προσπάθειά της, έχει εμπνεύσει ανά τους αιώνες πολλούς καλλιτέχνες, γλύπτες και ζωγράφους, που επιχείρησαν να αναπαράγουν με ποικίλους τρόπους και υλικά όλες τις αποχρώσεις της κίνησης και των συναισθημάτων του παιδιού.
Ο παλαιότερος Απακανθιζόμενος
Η πιο γνωστή εκδοχή του Απακανθιζομένου είναι το χάλκινο γλυπτό που βρίσκεται στα Μουσεία του Καπιτωλίου στη Ρώμη. Αυτό το αριστούργημα εικάζεται ότι είναι και το πρωτότυπο, αν και είναι αρκετά πιθανόν να υπάρχουν και προγενέστερα έργα που δεν έχουν διασωθεί ή ανακαλυφθεί. Αν και ορισμένοι μελετητές τοποθετούν τη δημιουργία του περί τον 3ο αιώνα π.Χ., το ίδρυμα που το φιλοξενεί ισχυρίζεται ότι είναι πιο σωστό να θεωρήσουμε τον 1ο αιώνα π.Χ. ως εποχή της δημιουργίας του.
Από εικαστική άποψη, συνδυάζει στοιχεία από αρκετές καλλιτεχνικές περιόδους, με το σώμα του να εμφανίζει ελληνιστικές επιδράσεις από τον 3ο αι. π.Χ. και το κεφάλι να θυμίζει περισσότερο την ελληνική κλασική τέχνη του 5ου αι. π.Χ. Το βλέμμα του αγοριού είναι προσηλωμένο στην πατούσα του, όπου έχει καρφωθεί ένα αγκάθι. Τα λεπτά χαρακτηριστικά του αντιπαραβάλλονται με λυρισμό στην ένταση των μυών του.
Στην αρχαιότητα, το γλυπτό αυτό ήταν ευρέως γνωστό και ενέπνευσε πολλά αντίγραφα, αλλά στους πιο σύγχρονους χρόνους παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 12ου αιώνα, όταν βρισκόταν έξω από το Παλάτι του Λατερανού στη Ρώμη. Το 1471, ο Πάπας Σίξτος Δ΄ δώρισε τον Spinario και άλλα χάλκινα γλυπτά στον λαό της Ρώμης. Τοποθετήθηκαν στον λόφο του Καπιτωλίου, βάζοντας τα θεμέλια για τα ομώνυμα μουσεία του. Το γλυπτό αυτό αποτέλεσε κομβικό έργο για την ανάπτυξη της ιταλικής Αναγέννησης και ήταν ένα από τα έργα που αντιγράφηκαν περισσότερο εκείνη την περίοδο.
Μοναδικά χαρακτηριστικά
Ο Απακανθιζόμενος των Μουσείων του Καπιτωλίου είναι ένα μοναδικό έργο από πολλές απόψεις. Αφ’ ενός, είναι σπάνιο για ένα χάλκινο άγαλμα μεγάλης κλίμακας από την αρχαιότητα να έχει επιβιώσει άθικτο μέχρι τις μέρες μας, αφ΄ ετέρου, σε αντίθεση με τα περισσότερα γλυπτά της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη ιστορία, δεν συνδέεται με μια δεδομένη αφήγηση.
Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες σχετικά με τη στάση του αγοριού. Ορισμένες ιστορικές αναγνώσεις περιγράφουν τον Απακανθιζόμενο ως ένα πιστό βοσκόπουλο που, ενώ πηγαίνει να παραδώσει μια ανακοίνωση στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, αναγκάζεται να σταματήσει εξαιτίας ενός αγκαθιού που μπήκε στο πόδι του. Στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, λεγόταν ότι απεικονίζει τον Ασκάνιους, έναν θρυλικό Τρώα πρίγκιπα που θεωρείτο πρόγονος του Ιουλίου Καίσαρα. Σήμερα, ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι απεικονίζει απλώς ένα αγόρι που αφαιρεί ένα αγκάθι που σφηνώθηκε στο πόδι του όταν πατούσε σταφύλια την περίοδο του τρύγου.
Ένα εξαίρετο αρχαίο αντίγραφο από μάρμαρο βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Αυτή η ρωμαϊκή εκδοχή χρονολογείται από τον πρώτο αιώνα μ.Χ. και δείχνει το αγόρι καθισμένο σε έναν βράχο, ολότελα αφοσιωμένο σε αυτό που προσπαθεί να κάνει. Η απόλυτη συγκέντρωσή του αναγκάζει τον θεατή να τον κοιτάξει με ανάλογη προσήλωση. Λέγεται ότι αυτό το κομμάτι έχει βρεθεί σε ανασκαφή στον Εσκουιλίνο λόφο, έναν από τους επτά λόφους της Ρώμης. Κάποια στιγμή, είτε από τον αρχικό καλλιτέχνη είτε από άλλο χέρι αργότερα, το μάρμαρο τρυπήθηκε ώστε να περάσει σωλήνας για σιντριβάνι, μετατρέποντας το γλυπτό σε διακοσμητικό στοιχείο κήπου. Πράγματι, ένας βουκολικός κήπος είναι ένα ιδανικό περιβάλλον για τον Απακανθιζόμενο, καθώς η εικόνα του λεπτοκαμωμένου αγοριού παραπέμπει έντονα σε ένα όμορφο εξοχικό τοπίο.
Ο Απακανθιζόμενος του Antico
Στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης βρίσκεται μια αναγεννησιακή εκδοχή του Απακανθιζομένου, η οποία είναι ένας μικρός θησαυρός.
Δημιουργήθηκε από τον γλύπτη-χρυσοχόο Πιερ Τζάκοπο Αλάρι Μπονακόλσι (Pier Jacopo Alari Bonacolsi, περ.1460-1528), γνωστό και ως Antico, και θεωρείται το καλύτερο σωζόμενο δείγμα των πολλών παραλλαγών του έργου.
Είναι πιθανόν να κατασκευάστηκε για την επιφανή προστάτιδα των τεχνών Ιζαμπέλα ντ’ Έστε, η οποία με τον γάμο της έγινε μέλος της οικογένειας Γκονζάγκα, που κυβερνούσε τότε τη Μάντοβα. Ο Antico ήταν ο γλύπτης της αυλής τους. Ο καλλιτέχνης ήταν διάσημος για τις παραλλαγές των μεγάλων αρχαίων αγαλμάτων σε πολύτιμα χάλκινα αγαλματίδια.
Ο «Spinario» (Αγόρι που τραβάει ένα αγκάθι από το πόδι του) του Μητροπολιτικού Μουσείου έχει ως πρότυπο το έργο του Καπιτωλίου, αλλά διαθέτει πιο λεπτές αποχρώσεις. Πρόκειται για ένα όμορφο και εξιδανικευμένο έργο, ζωντανό και αληθοφανές.
Ο Antico δείχνει το αγόρι να τραβάει ένα αγκάθι από τη φτέρνα του, αντί από το μπροστινό μέρος της πατούσας του. Το ανασηκωμένο πόδι έχει καμπυλωμένα δάχτυλα που δείχνουν να αναμένουν τον σωματικό πόνο, ενώ το άλλο πόδι ισορροπεί στο έδαφος, αγγίζοντάς το ελάχιστα. Το λείο σώμα του, το οποίο δεν είναι γωνιώδες όπως στο γλυπτό του Καπιτωλίου, έρχεται σε αντίθεση με τον τραχύ κορμό δέντρου που χρησιμοποιεί το αγόρι ως κάθισμα. Τα σγουρά μαλλιά του παιδιού είναι επιχρυσωμένα και τα μάτια του επάργυρα.
Στον κατάλογο «Italian Renaissance and Baroque Bronzes in the Metropolitan Museum of Art», η επιμελήτρια Ντενίζ Άλλεν γράφει:
«Η καμπύλη της πλάτης του αγοριού επαναλαμβάνεται στο βαθύ τόξο της σπονδυλικής στήλης και αντανακλάται στις κυματοειδείς προεξοχές της βραχώδους βάσης στην οποία κάθεται το παιδί. Η εξαίσια συγχορδία μεταξύ γραμμής και μορφής κλείνει με τη χαριτωμένη ενορχήστρωση της χειρονομίας, του βλέμματος και της στάσης που επικεντρώνεται στα δάχτυλα του αγοριού, καθώς αυτά αιωρούνται προσεκτικά πάνω από την αιχμή του αγκαθιού που είναι μπηγμένο στη φτέρνα του.»
Το έργο αυτό σχεδιάστηκε για να φαίνεται από κάτω, οπότε θα τοποθετούνταν σε ράφι πάνω από το επίπεδο των ματιών. Λόγω του μικρού του μεγέθους, προοριζόταν επίσης να κρατιέται στο χέρι για προσεκτικότερη ενατένιση.
Ο Απακανθιζόμενος συνέχισε να ασκεί ισχυρή επιρροή στις τέχνες καθ’ όλη τη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα. Οι επισκέπτες της Ρώμης απέτιαν φόρο τιμής στο χάλκινο γλυπτό του Καπιτωλίου στο πλαίσιο του Grand Tour. Αντίγραφα συνέχισαν να κυκλοφορούν ευρέως, ενώ η μορφή του σκυφτού αγοριού βρήκε άρχισε να εμφανίζεται και σε σχέδια και πίνακες ζωγραφικής.
Παράδειγμα αποτελεί ο πίνακας του Pieter Claesz «Νεκρή φύση vanitas με τον Απακανθιζόμενο» (περ. 1596/97–1660), μία περίπλοκη ελαιογραφία που βρίσκεται στο Rijksmuseum, στο Άμστερνταμ. Αυτό το έργο αποτελεί μία σύνθεση ποικίλων αντικειμένων, τα οποία ο καλλιτέχνης έχει αποδώσει με μεγάλη φροντίδα και τα οποία όλα παραπέμπουν στις τέχνες και τις επιστήμες. Πάνω από ένα σύνολο που αποτελείται από μία πανοπλία, μουσικά όργανα, ένα τετράδιο σχεδίου, συγγράμματα και εργαλεία ζωγραφικής μεταξύ άλλων, δεσπόζει η λευκή φιγούρα ενός εκμαγείου του Απακανθιζομένου.
Σύμφωνα με τον πρώην επιμελητή του Rijksmuseum Γιαν Πιετ Φίλντ Κοκ, «συχνά οι ζωγράφοι του βορρά του 16ου και του 17ου αιώνα χρησιμοποιούσαν παρόμοια εκμαγεία και αντίγραφα ως μοντέλα για τους πίνακές τους, τα οποία πρέπει να θεωρούσαν ιδανικά δείγματα κλασικής τέχνης».
Στα χρόνια της δόξας του, ο Ναπολέων θέλησε να κάνει δικό του τον γνήσιο Απακανθιζόμενο. Έτσι, το 1798, το γλυπτό του Καπιτωλίου παρέλασε στους δρόμους του Παρισιού μαζί με άλλα αριστουργήματα τέχνης που λεηλατήθηκαν από τον Βοναπάρτη. Μετά την ήττα του αυτοκράτορα, ο Απακανθιζόμενος επέστρεψε στη Ρώμη, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα.
Επιμέλεια: Αλία Ζάε