Σχολιασμός
Κάθε φορά που το Πεκίνο ανακοινώνει μέτρα στήριξης της κινεζικής οικονομίας, περιλαμβάνει στις εξαγγελίες του και τη μείωση των επιτοκίων ή άλλες μορφές νομισματικής χαλάρωσης. Ωστόσο, σύμφωνα με αναλυτές, η οικονομία δεν χρειάζεται μόνο νομισματική ώθηση, ενώ ακόμη και σε αυτόν τον τομέα, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας (People’s Bank of China – PBOC) φέρεται να μην προσφέρει ουσιαστική συμβολή στην προσπάθεια τόνωσης. Εκτιμάται μάλιστα ότι δεν ανταποκρίνεται επαρκώς ούτε στις προσδοκίες του πολιτικού καθεστώτος.
Αναλυτές επισημαίνουν ότι η εικόνα αυτή επιβεβαιώθηκε και τον Μάιο, όταν η PBOC συμμορφώθηκε με το αίτημα του Πεκίνου για νομισματική χαλάρωση, αλλά με τόσο περιορισμένο τρόπο, ώστε θεωρήθηκε σχεδόν αμελητέα. Η κίνηση στην οποία τελικά προχώρησε η Τράπεζα ήταν μια μείωση της τάξης του 0,1 της μονάδας στα επιτόκια. Ξεκίνησε στις αρχές του μήνα με αυτή τη μικρή μείωση του επιτοκίου των συμφωνιών επαναγοράς διάρκειας επτά ημερών και συνέχισε με μειώσεις ίδιου μεγέθους στο επιτόκιο αναφοράς δανεισμού – το βασικό επιτόκιο δανεισμού ενός έτους – και στις πενταετείς λήξεις.
Για μια οικονομία που, όπως αναγνωρίζει και το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ), έχει άμεση ανάγκη τόνωσης της καταναλωτικής ζήτησης και των επενδύσεων από την πλευρά των επιχειρήσεων, οι αλλαγές αυτές χαρακτηρίζονται ως κατώτερες των περιστάσεων. Πρόκειται, κατά τους ίδιους σχολιαστές, για συνέχεια μιας μακρόχρονης τάσης. Από τον Δεκέμβριο του 2021, όταν η PBOC ξεκίνησε να στηρίζει την πολιτική ώθησης της οικονομίας, οι μειώσεις των επιτοκίων δεν ξεπέρασαν αθροιστικά τις 0,8 ποσοστιαίες μονάδες – από το 3,8% στο 3,0%. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μείωσης, δηλαδή, δεν υπερβαίνει τις 0,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ανάλυση, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς μια τέτοια περιορισμένη μεταβολή θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιαστικά τη συμπεριφορά των δανειοληπτών και των τραπεζών ή να ενθαρρύνει την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Αντιπαραβάλλουν, μάλιστα, τη στάση της PBOC με αυτήν της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), η οποία – αν και αντιμετωπίζει σαφώς ηπιότερες πιέσεις – μείωσε τα αμερικανικά επιτόκια κατά μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα μέσα στο διάστημα Σεπτέμβριος 2024-Φεβρουάριος 2025.
Η αδράνεια της PBOC προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη απορία, αν ληφθεί υπόψη ότι η κινεζική οικονομία παρουσιάζει πλέον τάσεις αποπληθωρισμού. Σε συνθήκες πληθωρισμού, οι δανειολήπτες αποπληρώνουν τα δάνειά τους με χρήματα μικρότερης πραγματικής αξίας από αυτήν που δανείστηκαν. Το 2021, όταν ξεκίνησε η προσπάθεια νομισματικής χαλάρωσης, ο ετήσιος πληθωρισμός τιμών παραγωγού άγγιζε το 10%, επιτρέποντας στους δανειολήπτες να αποπληρώσουν με χρήμα που είχε χάσει περίπου 10% της αγοραστικής του αξίας. Με το βασικό επιτόκιο στο 3,8%, το πραγματικό κόστος δανεισμού ήταν τότε αρνητικό, περίπου στο -6%.
Σήμερα, όμως, ο πληθωρισμός έχει μετατραπεί σε αποπληθωρισμό – σχεδόν -3% ετησίως – με αποτέλεσμα οι δανειολήπτες να καλούνται να αποπληρώνουν με χρήμα που έχει αυξημένη αγοραστική δύναμη. Ακόμη και μετά τις μειώσεις επιτοκίων, το πραγματικό κόστος δανεισμού υπολογίζεται πλέον κοντά στο 6%.
Η εξέλιξη αυτή αποθαρρύνει σαφώς τη ζήτηση για δανεισμό, την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Κατά τους αναλυτές, η PBOC θα έπρεπε να είχε οδηγήσει τα επιτόκια ακόμη και κάτω από το μηδέν, προκειμένου να ανακτήσει τα κίνητρα δανεισμού που υπήρχαν το 2021. Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτική της κρίνεται ακόμη πιο ανεπαρκής απ’ ό,τι δείχνουν οι αριθμοί.
Με άλλα λόγια, η νομισματική πολιτική στην Κίνα χαρακτηρίζεται σήμερα περισσότερο περιοριστική παρά επεκτατική. Αντί να στηρίξει τις προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος να αναζωογονήσει την οικονομία και να αντισταθμίσει την κρίση στον τομέα των ακινήτων και τη συνεπακόλουθη απώλεια εμπιστοσύνης, η PBOC φαίνεται να λειτουργεί ανασταλτικά. Η αποτυχία της αυτή θεωρείται ακόμη πιο ανησυχητική – έως και επικίνδυνη – σε μια περίοδο κατά την οποία οι πιέσεις από τους δασμούς των ΗΠΑ και ο εντεινόμενος διεθνής ανταγωνισμός καθιστούν τη στήριξη της οικονομίας πιο επιτακτική από ποτέ.
Του Milton Ezrati