Σε ηλικία 9 ετών, η Γιοχάννα Μαρία Λιντ [Johanna Maria Lind] τραγούδησε ενώπιον ενός δασκάλου μουσικής για να γίνει δεκτή στο Βασιλικό Θέατρο της Στοκχόλμης, στη Σουηδία. Ο δάσκαλος δάκρυσε από την ομορφιά της νεανικής φωνής και η μικρή Λιντ έλαβε υποτροφία για να γίνει μαθήτρια του Βασιλικού Δραματικού Θεάτρου όπου έμαθε τα στοιχεία της όπερας – ηθοποιία, χορό και τραγούδι.
Το 1833, περίπου τέσσερα χρόνια μετά την αρχική ιδιωτική παράσταση, η Λιντ έδωσε άλλες 22 παραστάσεις. Η πλέον έφηβη πρωτοπόρος φωνή κινούνταν γοργά προς την κεντρική σκηνή. Το 1837, της δόθηκε το πρώτο της ετήσιο συμβόλαιο. Αλλά ήταν το 1838, που υποδύθηκε έναν από τους πρωταγωνιστικούς της ρόλους στο έργο «Der Freischütz» του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ στη Βασιλική Όπερα της Σουηδίας, που το αστέρι της εκτοξεύθηκε και ανακηρύχθηκε η «αγαπημένη του Σουηδικού κοινού».
Σύντομα, όμως, θα ήταν η αγαπημένη ολόκληρης της Ευρώπης.
Μια παράξενη ευκαιρία
Ενώ η έφηβη Σουηδή έκανε όνομα σε όλη την γενέτειρα χώρα της, μία παράδοξη προσφορά έγινε σε ένα νεαρό Αμερικανό μανάβη, τον Φινέας Τέιλορ Μπάρνουμ. Ένας πελάτης του τού μίλησε σχετικά με μια γυναίκα ονόματι Τζόις Χεθ, η οποία σύμφωνα με τον πελάτη ήταν 161 ετών και ήταν η νοσοκόμα του Τζορτζ Ουάσιγκτον.
Αμέσως του κίνησε την περιέργεια, έτσι ο Μπάρνουμ έσπευσε στη Μασονική Στοά στη Φιλαδέλφεια όπου η Χεθ εκτίθετο. Όταν την είδε, σκέφτηκε πως από την εμφάνιση της «θα μπορούσε κάλλιστα χαρακτηριστεί ακόμη και χιλίων ετών». Χίλια ήταν επίσης και η τιμή που ζητούσε ο ιδιοκτήτης της Χεθ, Ρ.Ο. Λίντσαιη. Ο Μπάρνουμ ο οποίος είχε μόνο 500 δολάρια, πούλησε το μερίδιο του από το μανάβικο, επέστρεψε και αγόρασε τη Χεθ. Ήταν η αρχή του παράξενου επαγγέλματος του ως «Πρίγκηψ των Αγύρτηδων».
Ισχυριζόμενος πως η Χεθ γεννήθηκε στη Μαδαγασκάρη το 1674, η διαφήμιση του Μπάρνουμ την παρουσίαζε ως «τη δούλα του Ογκουστίν Ουάσιγκτον (τον πατέρα του στρατηγού Ουάσιγκτον) και την πρώτη που έβαλε ρούχα στο νεογέννητο βρέφος, το οποίο τις μεταγενέστερες ημέρες οδήγησε του ηρωικούς πατέρες στην δόξα, τη νίκη και την ελευθερία. Για να χρησιμοποιήσω τα ίδια της τα λόγια όταν μιλούσε για τον ένδοξο Πατέρα της χώρας μας, ‘τον ανέθρεψε’».
Αυτός ο παράλογος ισχυρισμός – ή αγυρτεία – φαίνεται εξωφρενικός, παρόλα αυτά οι ακραίοι ισχυρισμοί του προσέλκυσαν πλήθη και μαζί με αυτά έσοδα, και έτσι ξεκίνησε η συλλογή του Μπάρνουμ με αξιοπερίεργα, η οποία εν συνεχεία θα σαγήνευε τη χώρα και τον κόσμο.
Ο Μπάρνουμ γνώριζε καλά πως τα πράγματα που προκαλούσαν έκπληξη έφερναν επίσης και κέρδη. Το 1841, ο Μπάρνουμ έκανε άλλη μια, πολύ μεγαλύτερη επένδυση, σε ακίνητα αυτή τη φορά. Για 12.000 δολάρια τότε (περίπου 392.000 ευρώ), αγόρασε το Αμερικανικό Μουσείο από τον Δρα Τζον Σκούντερ Τζούνιορ.
Το ανερχόμενο Σουηδικό αστέρι
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, η καριέρα της Λιντ επιταχυνόταν. Το 1840, διορίστηκε τραγουδίστρια της Αυλής από τον Βασιλιά Κάρολο Γιόχαν ΙΕ΄, και έγινε επίσης μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής της Σουηδίας. Η Λιντ μελέτησε υπό την καθοδήγηση του καταξιωμένου Μανουέλ Πατρίθιο Ροντρίγκεζ Γκαρθία στο Ωδείο του Παρισιού και όχι μόνο το τραγούδι της τελειοποιήθηκε, αλλά κατά την διάρκεια των 11 μηνών, πιστεύεται πως ο Γκαρθία έσωσε τη φωνή της από μόνιμη βλάβη.
Το 1844, της ζητήθηκε να τραγουδήσει για τη στέψη του Όσκαρ Α΄ στον Καθεδρικό Ναό της Στοκχόλμης. Αυτή ήταν επίσης η χρονιά που η νεαρή σοπράνο έκανε περιοδεία έξω από τη Σουηδία. Τα επόμενα χρόνια, έδωσε παραστάσεις στη Γερμανία, την Αυστρία και την Αγγλία, αφιερώνοντας αρκετούς μήνες για να μάθει γερμανικά για τις παραστάσεις της στο Βερολίνο. Είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη «Νόρμα» του Βινσέντζο Μπελλίνι τον Δεκέμβρη του 1844 στην Όπερα του Βερολίνου και ακολούθησε η παράσταση του Τζακόμο Μάιερμπεερ «Ein Feldlager in Schlesien» με τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Βιέλκα. Αυτή την περίοδο, γνώρισε τον Φέλιξ Μέντελσον, έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες, και οι δυο τους ήταν πολύ κοντά έως τον θάνατό του το 1847.
Μετά το βιεννέζικο ντεμπούτο της στη «Νόρμα», το κοινό ήταν τόσο ερωτευμένο με τις παραστάσεις της που έγινε υποχρεωτική η χρήση συνοδείας από έφιππους αστυνομικούς για να φύγει από το θέατρο. Όταν έφτασε στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 1847, ήταν πλέον γνωστή στην Ευρώπη ως το «Σουηδικό Αηδόνι». Αποδείχθηκε πολύ ταιριαστό ψευδώνυμο. Όταν έκανε το ντεμπούτο της στο Θέατρο της Αυτού Μεγαλειότητας Της ως Αλίκη στο έργο του Μάιερμπεερ «Robert le Diable», ξεπέρασε κάθε προσδοκία, όπως σημείωσε ένας κριτικός.
«Είναι αδύνατον με τη χρήση της ανθρώπινης γλώσσας να μεταφέρουμε το πώς πραγματικά είναι η φωνή της Τζένι Λιντ, επειδή είναι τόσο υπέρμετρα όμορφη – τόσο ανώτερη από οποιαδήποτε φωνή – καθώς συνδυάζει την τελειότητα όλων των φωνών, δεν υπάρχει κάποιο μέτρο με το οποίο να μπορεί να συγκριθεί», έγραψε ο κριτικός της όπερας. «Στην πραγματικότητα, συνιστά από μόνη της μέτρο σύγκρισης.»
Ήταν η αρχή μιας διετούς καριέρας στο Λονδίνο.
Ένα παλάτι και μια συνταξιοδότηση
Καθώς η Λιντ είχε γίνει το «Σουηδικό Αηδόνι» της Ευρώπης, ο Μπάρνουμ είχε γίνει ο «μεγαλύτερος θιασάρχης» της Αμερικής. Το Αμερικανικό Μουσείο του Μπάρνουμ είχε γίνει, και θα παρέμενε για τα επόμενα χρόνια, η μεγαλύτερη ατραξιόν της Νέας Υόρκης, φτάνοντας να διαθέτει περίπου 850.000 αξιοπερίεργα εκθέματα. Οι ευρωπαϊκές περιοδείες του Μπάρνουμ ενίσχυσαν τη δημοτικότητα των παραστάσεων του, καθώς ταξίδεψε στην Ισπανία, τη Γαλλία και την Αγγλία το 1844, και συναντήθηκε με τις βασιλικές οικογένειες σε κάθε μια από αυτές τις χώρες.
Η επιχειρηματική του ζωή είχε γίνει ένα πορτραίτο παράξενης υπερβολής, και γιατί όχι και η ζωή του στο σπίτι; Τι καλύτερος τρόπος από το να εκθέσει την παράξενη υπερβολή του από το να αντικατοπτρίσει τις υπερβολές που συνάντησε κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής του περιοδείας; Το 1846, εμπνευσμένος από το Βασιλικό Περίπτερο του Βασιλιά Γεωργίου Δ΄, ο Μπάρνουμ προσέλαβε έναν αρχιτέκτονα για να σχεδιάσει ένα σινο-τουρκικό παλάτι, το οποίο ύστερα από δυο χρόνια θα αποτελούσε την νέα του έπαυλη στο Μπρίτζπορτ του Κονέκτικατ, επονομαζόμενη Ιρανιστάν. Το σπίτι του θα λειτουργούσε και ως ατραξιόν, καθώς οι άνθρωποι συχνά επισκέπτονταν το σπίτι και τις γύρω περιοχές. «Οι πύλες είναι μόνιμα ανοιχτές και όταν ο καιρός είναι καλός οι επισκέπτες μπορούν, σχεδόν κάθε στιγμή, να οδηγήσουν ή να περπατήσουν στην περιοχή αυτού του επίγειου παραδείσου», ανέφερε ο Νιου Γιορκ Χέραλντ (New York Herald).
Αυτό το «ασιατικό παλάτι της Αμερικής», με το πάρτι εγκαινίων του το Νοέμβρη του 1848, ολοκληρώθηκε ενώ η Λιντ προετοιμαζόταν για την τρίτη σεζόν στο Θέατρο της Αυτού Μεγαλειότητός Της, η οποία θα κορυφώνονταν με την «τελευταία παράσταση όπερας της δεσποινίδος Τζένι Λιντ» στις 10 Μαΐου 1849. Ήταν μετά από αυτή την παράσταση που η Λιντ ανακοίνωσε την απόσυρσή της. Η Βασίλισσα Βικτώρια, η οποία την παρακολούθησε, της χάρισε ένα αηδόνι στολισμένο με πολύτιμους λίθους.
Αν και η Ευρώπη τιμούσε την ένδοξη καριέρα της Λιντ, το όνομα της μετά βίας ακουγόταν στο αμερικάνικο κοινό. Το 1849, ήταν άγνωστη στις ΗΠΑ. Το 1850, όμως, αυτό θα άλλαζε δραματικά.
Η αρχή της ‘λιντομανίας’
Ο Μπάρνουμ, γνωρίζοντας για την απόσυρση της Λιντ, έστειλε έναν αντιπρόσωπο σε αυτήν με μια πρόσκληση. Η εικόνα στο πάνω μέρος του γράμματος ήταν αυτή του Ιρανιστάν. Η εικόνα κέντρισε το ενδιαφέρον της, αλλά ήταν η πρότασή του που την έπεισε να έρθει στην Αμερική. Αντίθετα με τις πολλές άλλες προτάσεις για περιοδείες που είχε λάβει αφού αποσύρθηκε, του Μπάρνουμ ήταν η πιο γενναιόδωρη. Μέσα από διαπραγματεύσεις, ο Μπάρνουμ συμφώνησε να προσλάβει τον διευθυντή της ορχήστρας της, τον συνθέτη της, τον πιανίστα της και την 60μελή της ορχήστρα, καθώς και να πληρώσει τα έξοδα τους για το Α΄ κατηγορίας ταξίδι τους. Η Λιντ θα λάμβανε 1.000 δολάρια για κάθε παράσταση (περίπου 37.000 ευρώ με σημερινά χρήματα). Η Λιντ συμφώνησε με την προσφορά του Μπάρνουμ και υπέγραψε συμβόλαιο διάρκειας 18 μηνών, με τον όρο πως κάθε μέλος της συμφωνίας μπορούσε να λήξει το συμβόλαιο νωρίτερα αν ήθελε.
Ο Μπάρνουμ, όπως ήταν γνωστό, αμέσως άρχισε να διαφημίζει την άφιξη του «Σουηδικού Αηδονιού» στις ακτές της Αμερικής. Δεν διαφήμιζε μονάχα τις ικανότητες της στο τραγούδι και τη φήμη της ως το μεγαλύτερο αστέρι της Ευρώπης, αλλά και το φιλανθρωπικό της πνεύμα, δηλώνοντας πως η Λιντ «θεωρεί της υψηλές καλλιτεχνικές της δυνάμεις ως ένα δώρο από τον ουρανό, για την αγαλλίαση των βασάνων και των δυστυχιών, και πως η κάθε σκέψη και πράξη της είναι φιλάνθρωπη».
Ο Μπάρνουμ βομβάρδισε τις πόλεις της Αμερικής με συνεχείς διαφημίσεις, περιλαμβανομένου ενός πολύ έξυπνου κόλπου στην εφημερίδα New York Daily Tribune, στην οποία έγραψε ένα γράμμα υποδυόμενος τον συνθέτη της Λιντ, Ιούλιο Μπένεντικτ. Το γράμμα δήλωνε πως «η δεσποινίς Λιντ ανυπομονεί να δώσει ένα καλωσόρισμα στην Αμερική με τη μορφή ενός εθνικού τραγουδιού, το οποίο, αν μπορέσω να αποκτήσω το ποίημα ενός από τους πρώτης τάξεως λογοτέχνες σας, θα το μετατρέψω σε μουσική, την οποία και θα τραγουδήσει». Το έργο του ποιητή της Φιλαδέλφειας Μπάγιαρντ Τέιλορ επιλέχτηκε από 700 συμμετοχές και ως αρχικό μουσικό κομμάτι έγινε το αγαπημένο της περιοδείας.
Τον καιρό που το καράβι της Λιντ έφτασε το λιμάνι της Νέας Υόρκης την 1η Σεπτεμβρίου 1850, η ιδιοφυής διαφημιστική καμπάνια του Μπάρνουμ ήταν σε πλήρη ανάπτυξη και η ‘λιντομανία’ σε πλήρη εξέλιξη. Περίπου 30 με 40 χιλιάδες άτομα έφθασαν στο λιμάνι για να υποδεχθούν τη Λιντ. Η πρώτη της παράσταση προγραμματίστηκε για τις 11 Σεπτεμβρίου στο Castle Garden, και προηγήθηκε της Μεγάλης Δημοπρασίας Εισιτηρίων της Εναρκτήριας Παράστασης της Τζένι Λιντ. Η παράσταση, που ήταν sold-out, ήταν απλά το πρελούδιο για τις σχεδόν 100 παραστάσεις που δόθηκαν σε περισσότερες από 15 πόλεις στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Έδωσε παραστάσεις ακόμα και στην Αβάνα της Κούβας.
Το μάρκετινγκ του Μπάρνουμ άνοιξε τον δρόμο για την άφιξη της Λιντ σε όλη τη χώρα. Χιλιάδες συνωστίζονταν σε οποιαδήποτε πόλη σταματούσε το τραίνο της Λιντ. Η εικόνα του Σουηδικού Αηδονιού βρισκόταν σχεδόν παντού, καθώς οι έμποροι κατασκεύαζαν και πουλούσαν «από πούρα Τζένι Λιντ έως σταντ ραπτικής, γάντια, φουλάρια, καπέλα και αρώματα».
Αγάπη και αποχωρισμός
Κατά τη διάρκεια της περιοδείας, ο Μπένεντικτ επέστρεψε στο Λονδίνο και αντικαταστάθηκε από τον Όττο Γκόλντσμιντ, έναν μαθητή του Μέντελσον. Η Λιντ και ο Γκόλντσμιντ έτρεφαν στοργή ο ένας για τον άλλο πολύ πριν την άφιξή του. Καθώς η περιοδεία έφτανε στο τέλος της, ο Γκόλντσμιντ, που ήταν Εβραίος, προσηλυτίστηκε και βαφτίστηκε τον Δεκέμβριο του 1851. Οι δυο τους παντρεύτηκαν στη Βοστώνη στις 5 Φεβρουαρίου 1852. Αυτό το ρομαντικό τέλος επέδειξε πως η Αμερικανική περιοδεία ήταν επιτυχής με πολλούς τρόπους. Στην πραγματικότητα, ο Μπάρνουμ σιγουρεύτηκε πως η επιτυχία θα απέδιδε περισσότερο κέρδος στη Λιντ παρά σε αυτόν με το να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους του συμβολαίου νωρίτερα στην αρχή της περιοδείας ώστε η Λιντ να μπορεί να λαμβάνει μερίδιο από κάθε της παράσταση.
Η περιοδεία απέδωσε περίπου 700.000 δολάρια (περίπου 26 εκατομμύρια ευρώ με σημερινά δεδομένα), με την τελική παράσταση να λαμβάνει χώρα στις 24 Μαΐου 1852 στο Castle Ground. Πέντε ημέρες αργότερα, στις 29 Μαΐου 1852, η Λιντ θα έπλεε από την Νέα Υόρκη πίσω στην Ευρώπη, έχοντας κατακτήσει τις καρδιές των Αμερικανών φιλόμουσων.
Του Dustin Bass
Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ
Επιμέλεια: Αλία Ζάε