«Ο πατέρας μου, πρέπει να ξέρεις, ήταν παλικάρι με ουρά. Μη με κοιτάζεις εμένα. Εγώ ‘μαι ξεφυσίδι. Χαρτωσιά δεν πιάνω μπροστά του. Αυτός ήταν από τους παλιούς Έλληνες που λένε. Έπιανε τη χέρα σου και σού ‘σπαζε τα κόκαλα. Εγώ μπορώ και μιλώ συσταζούμενα σαν άνθρωπος κάπου κάπου. Μα ο πατέρας μου μούγκριζε, χλιμίντριζε και τραγουδούσε. Σπάνια έβγαινε από το στόμα του στρωτός ανθρώπινος λόγος.
Αυτός λοιπόν είχε όλα τα πάθη. Μα τά ‘κοψε όλα, με το σπαθί. Κάπνιζε σα φουγάρο. Ένα πρωί σηκώθηκε, πήγε στο χωράφι ν΄αλετρίσει, έφτασε, ακούμπησε στο φράχτη, έχωσε, θεριακλής όπως ήταν, με λαχτάρα το χέρι του στη ζώνη, να βγάλει την καπνοσακούλα, να στρίψει ένα τσιγάρο πριν πιάσει δουλειά. Τραβάει την καπνοσακούλα, άδεια, πανί με πανί. Είχε ξεχάσει να τη γεμίσει στο σπίτι.
Άφρισε από το κακό του, μούγκρισε. Και μονομιάς, μ’ ένα πήδο, στράφηκε πίσω κι άρχισε να τρέχει κατά το χωριό. Τον είχε, βλέπεις, κυριέψει το πάθος. Μα ξαφνικά, εκεί πού ‘τρεχε -ο άνθρωπος, σου λέω, είναι μυστήριο- στάθηκε, ντράπηκε, έβγαλε την καπνοσακούλα, την έκανε με τα δόντια του χίλια κομμάτια και την τσαλαπάτησε λυσσασμένος.
– Άτιμη, άτιμη! μούγκριζε. Πουτάνα!
Κι από την ώρα εκείνη, σε όλη του τη ζωή, δεν έβαλε τσιγάρο στο στόμα του.
Έτσι κάνουν τα παλικάρια, αφεντικό. Καληνύχτα!»
Αλέξης Ζορμπάς, δια χειρός Νίκου Καζαντζάκη, από το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Πρώτη έκδοση 1946.