Η αμερικανική ηγεσία, στην προσπάθειά της να ανακόψει την κινεζική άνοδο και απειλή στον οικονομικό, τεχνολογικό και στρατιωτικό τομέα, λαμβάνει μια σειρά μέτρων με στόχο τον περιορισμό των κινεζικών φιλοδοξιών για παγκόσμια ηγεμονία.
Στο πρώτο μέρος του άρθρου, εξετάστηκαν οι συνέπειες των μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση Μπάιντεν για τον έλεγχο των εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας, καθώς και η σημερινή κατάσταση της κινεζικής οικονομίας.
Αποδέσμευση από τους κινδύνους
Ρητορικά, η Ουάσιγκτον έχει επανειλημμένα αποκηρύξει τις προθέσεις της να αποσυνδεθεί από την Κίνα, προτιμώντας τον όρο «αποδέσμευση από τους κινδύνους» για να περιγράψει τα μέτρα που έχει λάβει για να μειώσει την εξάρτηση από την Κίνα για σημαντικές προμήθειες.
Τους τελευταίους μήνες, τέσσερεις ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν πραγματοποιήσει υψηλού προφίλ ταξίδια στην Κίνα σε προσπάθειες να αναθερμάνουν τους εμπορικούς και αμυντικούς δεσμούς.
Η χρήση του όρου «αποδέσμευση από τους κινδύνους» έχει δύο οφέλη, είπε ο κος Γκρατσέφο, οικονομικός αναλυτής για την Κίνα και συνεργάτης της Epoch Times: αφ’ ενός, την αποφυγή απροκάλυπτων συγκρούσεων με την Κίνα και αφ’ ετέρου, τη συμμετοχή των Ευρωπαίων συμμάχων. Τελικά, είπε, είναι «ευκολότερο να κάνεις τους Ευρωπαίους να αποδεχτούν μια λέξη όπως “αποδέσμευση από τους κινδύνους” παρά “αποσύνδεση”».
Σημείωσε ότι κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής της G7 στη Χιροσίμα τον Μάιο, τα κορυφαία βιομηχανικά έθνη συμφώνησαν σε ένα «κοινό σύνολο εργαλείων» για την αντιμετώπιση των οικονομικών εκβιασμών της Κίνας και την οικοδόμηση της ανθεκτικότητας της αλυσίδας εφοδιασμού.

«Αυτό είναι – το πουλήσαμε», είπε ο κος Γκρατσέφο. «Αυτό είναι τεράστιο. Πρόκειται για τις επτά πιο σημαντικές χώρες και είμαστε όλοι μαζί».
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) διέκοψε τις στρατιωτικές επικοινωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες τον Αύγουστο του 2022 με αφορμή το ταξίδι της τότε προέδρου της Βουλής Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν. Έκτοτε αρνείται να αποκαταστήσει την επικοινωνία.
Σε μια σπάνια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της Κίνας κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι διασκεδάζουν τηρώντας μια «διπρόσωπη» στρατηγική, η οποία είναι «καταδικασμένη να αποτύχει».
Το υπουργείο ανέφερε, μεταξύ ενός καταλόγου παραπόνων, τις πρόσφατες πωλήσεις στρατιωτικού υλικού των ΗΠΑ στην Ταϊβάν, μια πρώτη στρατιωτική μεταφορά στο δημοκρατικό νησί, στο πλαίσιο ενός προγράμματος που συνήθως προορίζεται για κυρίαρχα έθνη. Είπε επίσης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «προκαλούν προβλήματα» στο Θιβέτ και στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και «κακολογούν» την κινεζική οικονομία.

Οποιαδήποτε συνάντηση μεταξύ του κου Σι και του προέδρου Τζο Μπάιντεν στο Σαν Φρανσίσκο στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του APEC τον Νοέμβριο θα εξαρτηθεί από το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες «δείξουν επαρκή ειλικρίνεια», διαβεβαίωσε το υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας, δηλώνοντας παράλληλα ότι είναι «αδύνατο» για το καθεστώς να «ευθυγραμμιστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Η άρνηση των ευθυνών είναι μια πάγια τακτική του καθεστώτος, αν και παραμένουν ερωτήματα σχετικά με το αν οι απειλές του θα πιάσουν τόπο αυτήν τη φορά.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν τονίζει την ανάγκη για «έντονη διπλωματία παράλληλα με έντονο ανταγωνισμό». Ακόμη και καθώς οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ συναλλάσσονται με την Κίνα, ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει θέσει περιορισμούς για τις επενδύσεις σε τεχνολογίες υψηλής τεχνολογίας, όπως η κβαντική πληροφορική, η μικροηλεκτρονική, οι προηγμένοι ημιαγωγοί και η τεχνητή νοημοσύνη, ένα θέμα το οποίο κήρυξε «εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης».

Οι περιορισμοί είναι «πιθανότατα μόνον η κορυφή του παγόβουνου» όσον αφορά το τι πρόκειται να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, δήλωσε στην Epoch Times ο Κλετ Γουίλεμς, ανώτερος συνεργάτης του Γεωοικονομικού Κέντρου του Ατλαντικού Συμβουλίου. Ο κος Γουίλεμς, ο οποίος ήταν επικεφαλής των εμπορικών διαπραγματεύσεων με την Κίνα στον Λευκό Οίκο του Τραμπ, πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν πρόκειται να επανεξετάσει τους ελέγχους της μετά από ένα χρόνο για να εκτιμήσει πώς θα μπορούσαν να επεκταθούν.
Υπό το πρίσμα της απαγόρευσης των τσιπ τον Οκτώβριο του 2022 και του νόμου CHIPS and Science ύψους 280 δισεκατομμυρίων δολαρίων που υπογράφηκε τον περασμένο Αύγουστο -από τα οποία το ένα πέμπτο πηγαίνει στους ημιαγωγούς- η μεγαλύτερη κατασκευάστρια εταιρεία τσιπ στον κόσμο, η Taiwan Semiconductor Manufacturing Co., δεσμεύτηκε να τριπλασιάσει τις επενδύσεις της στην Αριζόνα σε συνολικά 40 δισεκατομμύρια δολάρια και να ανοίξει ένα δεύτερο εργοστάσιο.
Ο Λευκός Οίκος έδωσε τον Αύγουστο εντολή στις ομοσπονδιακές υπηρεσίες να χρησιμοποιούν μόνο υλικά εγχώριας παραγωγής για έργα υποδομής που χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση, στο πλαίσιο του νόμου του 2021 «Build America, Buy America».
Οι πολυεθνικές εταιρείες συμμορφώνονται με το μήνυμα.
Η ομάδα λόμπι Reshoring Initiative εκτιμά ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις πραγματοποίησαν περισσότερες από 364.000 προσλήψεις το 2022, αυξημένες κατά 53% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Οι τομείς της κατασκευής τσιπ και των μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων αποτελούσαν περισσότερο από το ήμισυ των θέσεων εργασίας.

Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα υποχώρησαν εν τω μεταξύ κατά 87% σε 4,9 δισεκατομμύρια δολάρια την περίοδο Απριλίου-Ιουνίου, η σημαντικότερη ετήσια πτώση από το 1998, σύμφωνα με τα στοιχεία του Αυγούστου από την Κρατική Διοίκηση Συναλλάγματος της Κίνας.
«Τα αμερικανικά μέτρα κάνουν τους ανθρώπους να το σκέφτονται καλά» πριν επενδύσουν στην Κίνα, δήλωσε ο κος Γουίλεμς, αλλά αυτό οφείλεται και στην ίδια την Κίνα εν μέρει.
Η πολιτική μηδενικού COVID που επέβαλε το καθεστώς, κλείνοντας ολόκληρες συνοικίες για μια χούφτα περιστατικών θετικών στον ιό, οι απειλές του στην Ταϊβάν, τα αυστηρά μέτρα στον τεχνολογικό τομέα, η επιδρομή σε δύο αμερικανικές εταιρείες στη Σαγκάη και ο πρόσφατα διευρυμένος νόμος κατά της κατασκοπείας που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις συνήθεις επιχειρηματικές δραστηριότητες, έχουν συμβάλει σε ένα εχθρικό περιβάλλον που, σύμφωνα με τα λόγια της κας Ραϊμόντο, καθιστούν την Κίνα «μη επενδύσιμη».
Στο ευρύτερο μέτρο της επενδυτικής εμπιστοσύνης, η Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη έξοδο εκατομμυριούχων στον κόσμο, καθώς εκτιμάται ότι 13.500 πλούσιοι Κινέζοι επιδιώκουν να μεταναστεύσουν φέτος.
Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται, σύμφωνα με την κα Ραϊμόντο, σε καλό δρόμο για να αποκτήσουν «ένα μεγάλο, βαθύ, κορυφαίο στον κόσμο οικοσύστημα ημιαγωγών» μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
«Ήδη ηγούμαστε παγκοσμίως στον σχεδιασμό ημιαγωγών. Μπορείτε να το δείτε αυτό με τα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης. Είμαστε πρωτοπόροι στον κόσμο στο λογισμικό», δήλωσε σε πρόσφατη εμφάνισή της στα μέσα ενημέρωσης.
Της Eva Fu
Επιμέλεια: Αλία Ζάε