Η Κίνα μείωσε τα αποθεματικά της σε αμερικανικούς τίτλους του Δημοσίου στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 16 και πλέον ετών, συνεχίζοντας μια τάση σταδιακής συρρίκνωσης των τοποθετήσεών της στο αμερικανικό χρέος που διαρκεί ήδη πάνω από μια δεκαετία. Σύμφωνα με νέα στοιχεία του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, τα κινεζικά αποθέματα μειώθηκαν κατά περίπου 8 δισ. δολάρια, διαμορφούμενα στα 757,2 δισ. δολάρια τον Απρίλιο, από 765,4 δισ. ένα μήνα πριν. Πρόκειται για μείωση κατά 13 δισ. δολάρια σε σχέση με πέρυσι. Αφού διατηρούσε για χρόνια τον τίτλο του μεγαλύτερου κατόχου αμερικανικού χρέους παγκοσμίως, η Κίνα βρίσκεται πλέον στην τρίτη θέση, πίσω από την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Αν και τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών επιβεβαιώνουν τη μακροπρόθεσμη πτωτική πορεία των κινεζικών τοποθετήσεων, οι στρατηγικοί αναλυτές της JPMorgan Chase προειδοποιούν ότι οι αριθμοί ίσως να παρουσιάζουν μια στρεβλή εικόνα. Όπως επεσήμαναν σε σημείωμά τους στις 25 Απριλίου, «η Κίνα επιδιώκει να εμφανίζει μειωμένες τοποθετήσεις, καθώς πολιτικά δεν την εξυπηρετεί να φανεί ότι συνεχίζει να αυξάνει τα αποθεματικά της ή να επενδύει τις πλεονασματικές της αποταμιεύσεις στο κρατικό χρέος του βασικού γεωπολιτικού της αντιπάλου». Υποστηρίζουν ότι το Πεκίνο αποκρύπτει μέρος του χαρτοφυλακίου του μέσω «σκιωδών αποθεμάτων», δηλαδή τοποθετήσεων που δεν εγγράφονται ευθέως στον ισολογισμό της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας ή που πραγματοποιούνται διαμέσου κρατικών τραπεζών.
Αναλυτές της αγοράς εξέφρασαν τον φόβο ότι το κινεζικό καθεστώς ξεπούλησε ομόλογα εν μέσω των αναταραχών του Απριλίου. Η ανησυχία αυτή επανέρχεται διαρκώς την τελευταία δεκαετία, με οικονομικούς παρατηρητές να προειδοποιούν ότι το Πεκίνο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις μαζικές πωλήσεις αμερικανικών ομολόγων ως οικονομικό όπλο, προκαλώντας αστάθεια στις παγκόσμιες χρηματαγορές και εκτίναξη των επιτοκίων.
Το χειρότερο σενάριο φάνηκε να πλησιάζει τον Απρίλιο, όταν η μεταβλητότητα επικράτησε στην αμερικανική αγορά ομολόγων, με την απόδοση του δεκαετούς τίτλου να καταγράφει έντονες διακυμάνσεις αμέσως μετά την ανακοίνωση του Ντόναλντ Τραμπ για ένα νέο κύμα δασμών παγκοσμίως. Αν και οι ξένοι επενδυτές μείωσαν ελαφρώς τις τοποθετήσεις τους, τα τελευταία στοιχεία για τις διεθνείς χρηματορροές δείχνουν ότι οι πωλήσεις δεν ήταν αρκετά εκτεταμένες ώστε να εξηγούν τους έντονους κλυδωνισμούς της αγοράς.
Ο Λώρενς Γκίλλουμ, επικεφαλής στρατηγικής σταθερού εισοδήματος στην LPL Financial, ανέφερε σε σημείωμα προς την Epoch Times ότι «κατά τη γνώμη μας, υπάρχουν πολλοί λόγοι για τη διόρθωση στις τιμές των αμερικανικών ομολόγων, με κυριότερο τη βίαιη απομόχλευση. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν σημειώθηκαν πωλήσεις από ξένους επίσημους φορείς – απλώς δεν θεωρούμε ότι αυτές είναι η βασική αιτία της διόρθωσης.»
Ο Ματίας Ντιτβάιλερ, επικεφαλής ομολόγων στην UBS, σχολίασε πως «ο κόσμος επανεξετάζει το αμερικανικό χρέος. Για χρόνια, οι ΗΠΑ κατάφεραν να διατηρούν χαμηλές τις αποδόσεις των ομολόγων λόγω του ιδιαίτερου καθεστώτος τους ως αποθεματικό περιουσιακό στοιχείο και της πρωτοκαθεδρίας του δολαρίου». Προσέθεσε σε έκθεση της 16ης Ιουνίου: «Η αντίληψη της απόλυτης ασφάλειας και εγγύησης πλέον αμφισβητείται, ανεξαρτήτως της τροπής που θα πάρει το θέμα των δασμών».
Όσον αφορά την Κίνα, η προσπάθεια περιορισμού της έκθεσής της στο αμερικανικό χρέος έχει λάβει πολύπλευρη μορφή. Αφότου έφτασε στο ιστορικό υψηλό των 1,317 τρισ. δολαρίων τον Νοέμβριο του 2013, οι συνολικές κινεζικές τοποθετήσεις σε αμερικανικά ομόλογα έχουν μειωθεί σταδιακά κατά 42%. Για να μειώσει την εξάρτηση από τις ΗΠΑ και να περιορίσει οικονομικούς ή γεωπολιτικούς κινδύνους, η Κίνα έχει διαφοροποιήσει τα συναλλαγματικά της αποθεματικά. Πέρα από τα αμερικανικά στοιχεία ενεργητικού, το απόθεμα των 3,6 τρισ. δολαρίων περιλαμβάνει πλέον σημαντικές ποσότητες άλλων νομισμάτων και χρυσού. Ωστόσο, η ανακατανομή αυτή, η οποία υλοποιείται κυρίως από τη Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας, λειτουργεί και ως μέτρο διαχείρισης νομίσματος για τη σταθεροποίηση του γουάν. Η στρατηγική μοιάζει να αποδίδει: από την αρχή της χρονιάς, το γουάν στο εξωτερικό έχει ενισχυθεί κατά 2% έναντι του δολαρίου, ενώ στο εσωτερικό κατέγραψε άνοδο 1,7%.
Τα τελευταία χρόνια, η διαφορά αποδόσεων μεταξύ αμερικανικών και κινεζικών κρατικών ομολόγων έχει διευρυνθεί, δημιουργώντας πιέσεις στην ισοτιμία του γουάν. Ενδεικτικά, η απόδοση του αμερικανικού δεκαετούς ξεπερνά το 4,4%, ενώ το κινεζικό αντίστοιχο κινείται κάτω από το 1,7%. Υψηλότερες αποδόσεις αμερικανικών ομολόγων, θεωρητικά, θα όφειλαν να καθιστούν πιο ελκυστικά τα δολαριοποιημένα περιουσιακά στοιχεία για τους ξένους επενδυτές, ενθαρρύνοντας εξερχόμενες χρηματορροές. Αυτό θα ασκούσε πιέσεις για υποτίμηση του γουάν, κυρίως στις εξωχώριες αγορές όπου το νόμισμα διακινείται πιο ελεύθερα.
Η απόκλιση στις αποδόσεις δίνει διαφορετικές προοπτικές στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες παγκοσμίως: άνοδος των αποδόσεων συνήθως υποδηλώνει ισχυρό οικονομικό περιβάλλον, πτώση των αποδόσεων πιο αβέβαιες προσδοκίες. Στις ΗΠΑ, το εκτιμητικό μοντέλο GDP Now της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Ατλάντα αναμένει ανάπτυξη 3,4% στο δεύτερο τρίμηνο. Εν τω μεταξύ, οι εμπορικές αβεβαιότητες στέλνουν μεικτά σήματα για την κινεζική οικονομία, αν και οι περισσότεροι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι οι προοπτικές παραμένουν θετικές.
Το 2025, μέχρι σήμερα, έχει σημαδευτεί από μια σειρά καταλυτικών γεγονότων που προκύπτουν σχεδόν κάθε μήνα. Ωστόσο, τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η αμερικανική οικονομία αντεπεξέρχεται συγκριτικά καλά. Ο Λιν Σονγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της ING, σχολίασε σε σημείωμα της 16ης Ιουνίου: «Αποδολαριοποίηση – την τελευταία δεκαετία, η Κίνα πρωτοστατεί σε μια παγκόσμια εκστρατεία για τη μείωση της εξάρτησης από το δολάριο».
Η αποδολαριοποίηση αφορά τη συστηματική μείωση του ρόλου του αμερικανικού νομίσματος στο διεθνές εμπόριο και τα κρατικά αποθεματικά και έχει ενισχυθεί τα πρόσφατα χρόνια, αν και το momentum υποχώρησε μετά τις απειλές Τραμπ ότι όσες χώρες υιοθετήσουν αντιαμερικανική στάση θα αντιμετωπίσουν σκληρούς δασμούς. Αμέσως μετά τη νίκη του στις εκλογές του 2024, ο Αμερικανός πρόεδρος προειδοποίησε πως θα επιβάλει δασμούς 100% στα κράτη-μέλη των BRICS — ενός μπλοκ που περιλαμβάνει τις Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική κ.ά. — σε περίπτωση που επιχειρήσουν να αντικαταστήσουν το δολάριο.
Ο Τραμπ δήλωσε: «Θα απαιτήσουμε από αυτές τις κατά τα φαινόμενα εχθρικές χώρες να δεσμευτούν ότι δεν θα δημιουργήσουν νέο νόμισμα BRICS ούτε θα στηρίξουν άλλο νόμισμα για να αντικαταστήσει το ισχυρό δολάριο. Ειδάλλως, θα αντιμετωπίσουν δασμούς 100%», σε ανάρτησή του στις 30 Νοεμβρίου στην πλατφόρμα Truth Social, συμπληρώνοντας: «Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα οι BRICS να εκτοπίσουν το δολάριο από το διεθνές εμπόριο ή αλλού. Και όποια χώρα το προσπαθήσει, να αποχαιρετήσει την Αμερική.»
Το ζήτημα της αποδολαριοποίησης έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, καθώς έχει επισκιαστεί από πιο άμεσες εμπορικές και δασμολογικές εξελίξεις. Ωστόσο, ακόμη κι αν το Πεκίνο εξακολουθεί να επιχειρεί να υποσκάψει την ηγεμονία του δολαρίου, οι κινήσεις του μάλλον αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να διαταράξουν τις παγκόσμιες χρηματαγορές. Τα στοιχεία του Απριλίου από την Εταιρεία Παγκόσμιας Διατραπεζικής Χρηματοοικονομικής Τηλεπικοινωνίας (SWIFT) καταδεικνύουν ότι το δολάριο παραμένει κυρίαρχο μέσο διεθνών πληρωμών, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το ήμισυ του συνόλου των συναλλαγών.