Παρασκευή, 26 Απρ, 2024
Λωράν ντε λα Υρ, «Αλληγορία της μουσικής», 1649. Λάδι σε καμβά. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

Ιεραρχώντας τη μουσική (και όχι μόνο) εμπειρία

Ας δούμε δύο φράσεις:

«Η γάτα μου η Ρόζι έχει πυκνό γκρίζο τρίχωμα και υγρή κρύα μύτη.»

«Ρόζι τρίχωμα μου πυκνό έχει κρύα και γκρίζο η γάτα υγρή Η μύτη.»

Η πρώτη είναι μια συνηθισμένη φράση που μεταφέρει πληροφορίες για μια γάτα με πυκνό γκρίζο τρίχωμα και υγρή κρύα μύτη, που τη λένε Ρόζι και ανήκει σε εμένα. Η δεύτερη φράση αποτελείται από τις ίδιες λέξεις, αλλά τοποθετημένες με τέτοιον τρόπο που δεν βγαίνει κανένα νόημα. Όποιος προσπαθήσει να τη διαβάσει, θα βρεθεί αντιμέτωπος με δυσεπίλυτα προβλήματα. Αργά ή γρήγορα θα θελήσει να τις βάλει σε μια πιο λογική διάταξη.

Φανταστείτε τι θα πάθαινε η ελληνική γλώσσα αν έπρεπε ξαφνικά να αψηφήσουμε το συντακτικό και να μιλάμε με τον δεύτερο τρόπο και θα πάρετε μια ιδέα για αυτό που συνέβη στην κλασική μουσική στα μέσα περίπου του 20ου αιώνα.

Τις δύο δεκαετίες μετά από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η μουσική σχολή που επικράτησε ήταν η λεγόμενη  «ατονική μουσική», η οποία οργανώθηκε με τα συστήματα του «δωδεκαφθογγισμού» και, περαιτέρω, του «σειραϊσμός», σύμφωνα με τα οποία οι νότες μπορούσαν να διευθετούνται με οποιονδήποτε τρόπο, ασχέτως αν η μουσική φράση που προέκυπτε έβγαζε νόημα ή όχι, αρκεί η σύνθεση να μην υπονοούσε τονικές μουσικές  δομές. Μετά από 20 χρόνια ακρόασης των νέων (κυριολεκτικά α-νόητων) έργων, το κοινό εγκατέλειψε ολοκληρωτικά οτιδήποτε καινούριο. Η κλασική μουσική μετατράπηκε σε μουσείο έργων που προηγήθηκαν της 12τονικής. Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, πλήθος μεγάλων συνθετών εμπλούτισε το κλασικό ρεπερτόριο, από τον Σεργκέι Ραχμάνινοφ και τον Ιγκόρ Στραβίνσκι μέχρι τον Κλωντ Ντεμπυσί και Ααρών Κόπλαντ. Στο δεύτερο μισό, τα ταλέντα που αναδείχθηκαν ήταν ελάχιστα.

Ακόμα δεν γνωρίζουμε αν ο 21ος αιώνας έχει να δώσει σπουδαίες συνθέσεις. Τα τελευταία 30 χρόνια,  «νέα μουσική» σημαίνει Μαντόνα, Ντρέικ, Αντέλ, Τζέι-Ζ κλπ.

Τι συνέβη; Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό της μουσικής που εγκατέλειψε η ατονική, ακολουθώντας μια θετικιστική διάθεση για κομψότητα;

Η μουσική ως άπειρες ιεραρχίες

Μισέλ-Μπαρτελεμί Ολιβιέ, «Ο Μότσαρτ δίνει ένα κοντσέρτο στο Σαλόνι των Τεσσάρων Γυαλιών, στο Παλάτι του Ναού, στην αυλή του πρίγκηπα ντε Κόντι», 1770. Λάδι σε καμβά. Παλάτι Βερσαλλιών, Γαλλία.(Public Domain)

 

Η ιεράρχηση ορίζει τη σημασία των πραγμάτων σε σχέση με άλλα πράγματα.

Μουσική ιεραρχία σημαίνει ότι ορισμένοι τόνοι μιας δεδομένης κλίμακας είναι σημαντικότεροι από άλλους. Αν παίξουμε στην κιθάρα τη συγχορδία του Ντο, θα ακούσουμε τρεις τόνους που συνδέονται μεταξύ τους με μια απλή ιεραρχική σχέση, η οποία αποκαλείται βάση (Ντο), τρίτη (Μι) και πέμπτη (Σολ). Αν αφαιρέσουμε την πέμπτη, που είναι η λιγότερο σημαντική από τις τρεις, η αίσθηση του Ντο ματζόρε παραμένει. Αν αφαιρέσουμε και την τρίτη, θα μας μείνει μόνο το Ντο, αλλά το αυτί μας θα συνεχίσει να αισθάνεται τη συγχορδία που υπαινισσόμαστε. Πώς έτσι; Φυσικός νόμος. Μια δονούμενη χορδή πάλλεται σε τμήματα που ανακλούν τις ιεραρχικές σχέσεις που περιγράψαμε.

Η ιστορία της δυτικής μουσικής από το 1500 έως το 1950 περίπου ήταν η ιστορία της εμβάθυνσης και του εμπλουτισμού των μουσικών ιεραρχιών, που είναι γνωστή ως αρμονικές σειρές, όπου το Ντο της Ντο συγχορδίας μπορεί να είναι η πέμπτη της Φα συγχορδίας ή η τρίτη της Λα ύφεσης συγχορδίας κ.ο.κ. Η ιεραρχική θέση κάθε τόνου άλλαζε αναλόγως της κλίμακας. Ένας μόνο τόνος υπαινισσόταν μυριάδες πιθανές σχέσεις.

Δεν υπήρχε μόνο μία τονική ιεραρχία, αλλά ένα ευρύτατο δίκτυο αλληλένδετων ιεραρχιών, τις οποίες αντιπροσώπευαν τα 24 ματζόρε και μινόρε κλειδιά του τονικού συστήματος. Αυτό το σύστημα έδινε στους συνθέτες τη δυνατότητα να εξερευνούν έναν σχεδόν άπειρο αριθμό ιεραρχικών σχέσεων μεταξύ των τόνων.

Από τον Μπαχ και τον Μότσαρτ έως τον Βάγκνερ, τον Τσαϊκόφσκι και τον Μάλερ, δεν αμφισβητήθηκε ποτέ ότι οι αρμονικές σειρές ήταν μια απτή πραγματικότητα με σαφείς επιπτώσεις στον τονικό ήχο. Οι πειραματισμοί που ξεκίνησαν με τον Ντεμπυσί, τον Στραβίνσκι κ.ά. έσπρωξαν αυτές τις επιπτώσεις σε ανεξερεύνητες έως τότε περιοχές, αλλά κανείς δεν αρνήθηκε ποτέ ότι ένας μόνο τόνος εμπεριέχει απεριόριστες δυνατότητες για ιεραρχικές σχέσεις με τους άλλους τόνους.

Κανείς, μέχρι τον Άρνολντ Σένμπεργκ.

‘Δωδεκακοφθογγισμός’

Πομπέο Μπατόνι, «Ο Χρόνος προστάζει τα Γηρατειά να καταστρέψουν την Ομορφιά», περ. 1746. Λάδι σε καμβά. Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. (Public Domain)

 

Μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι περίπλοκες τονικές/ιεραρχικές σχέσεις είχαν φτάσει στο ζενίθ τους. Για έναν συνθέτη, ένα πολύ ικανό και δυνατό συνθέτη, αυτό παραήταν. Έπρεπε να βρεθεί ένα νέο σύστημα, για να αντικαταστήσει το παλιό. Ένα απλούστερο σύστημα, που θα ήταν ευκολότερο στον χειρισμό, χωρίς τις ατελείωτες αμφισημίες της τονικής ιεράρχησης. Έτσι, το 1923, ακριβώς έναν αιώνα πριν, ο Άρνολντ Σένμπεργκ διακήρυξε ότι οι συνθέτες πρέπει να εγκαταλείψουν το αξίωμα ότι ένας τόνος υπαινίσσεται, με μαθηματική βεβαιότητα, μια ιεραρχία άλλων και να υιοθετήσουν ένα άλλο σύστημα που αρνείται απόλυτα αυτήν τη σχέση.

Αποκάλεσε το νέο σύστημα «Μέθοδο σύνθεσης με δώδεκα μόνον αναμεταξύ τους σχετιζόμενους φθόγγους». Ένας από τους κανόνες του ήταν ότι ένας συνθέτης δεν έπρεπε να ξαναχρησιμοποιήσει έναν φθόγγο (ή τόνο) μέχρι να χρησιμοποιηθούν και οι υπόλοιποι 11. Έτσι, η Ντο αντί να είναι η βάση του Ντο ματζόρε ή η πέμπτη του Φα, ήταν απλώς ένας μεμονωμένος τόνος, που μπορούσε να ακολουθηθεί από οποιονδήποτε από τους άλλους φθόγγους, με οποιαδήποτε σειρά. Επρόκειτο για ηθελημένο σαμποτάζ της ιεράρχησης που ήταν εγγενής στην τονική μουσική, μια ευθεία άρνηση του απλού γεγονότος  ότι ένας φθόγγος εμπεριέχει νύξεις ποικίλων τονικών ιεραρχιών.

Οι φθόγγοι δεν ακούγονταν πλέον ως μέρη μιας μελωδικής ροής διαμορφούμενης από εγγενείς, επάλληλες ιεραρχικές σχέσεις, αλλά έπρεπε να θεωρούνται απομονωμένες αντιλήψεις:  ξεχωριστοί τόνοι, που συνδέονταν μόνο μέσω της εγγύτητας του ενός προς τον άλλον.

Τι αποτέλεσμα έχει αυτή η μουσική στον ακροατή; Σύγχυση και κόπωση. Το αυτί προσπαθεί να ανακαλύψει τις σχέσεις τις οποίες γνωρίζει ότι υπάρχουν εγγενώς στους μουσικούς ήχους, αλλά το ατονικό σύστημα, το οποίο είναι φτιαγμένο ειδικά για να παρεμποδίζει αυτές τις σχέσεις, μας καταδικάζει στην αποτυχία. Τελικά, εγκαταλείπουμε την προσπάθεια. Ήταν το ατονικό σύστημα παράνοια; Ναι, αλλά ήταν καθαρόαιμη παράνοια.

Από τον 17ο αιώνα και μετά, μια ριζοσπαστική αμφιβολία διαπερνά και χαρακτηρίζει τη δυτική σκέψη. Μπορεί να ήταν ο Καρτέσιος αυτός που την κωδικοποίησε, αλλά στην πραγματικότητα, είχε παρεισφρήσει πολύ πριν. Παραδείγματος χάριν, τον 16ο αιώνα έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής ένας Ελληνο-ρωμαίος φιλόσοφος του 2ου αιώνα, ο Σέξτος ο Εμπειρικός, ακραίος σκεπτικιστής που ουσιαστικά αρνήθηκε όλη τη γνώση (εκτός φυσικά από τη γνώση ότι όλη η γνώση είναι άκυρη). Στην πραγματεία του «Ενάντια στους μουσικούς» αρνήθηκε ακόμα και τη σχέση μεταξύ των δονήσεων του αέρα και του ήχου. «Ναι», έγραψε «υπάρχουν οι ήχοι και υπάρχουν και οι δονήσεις. Αλλά πώς μπορεί να αποδειχθεί ότι οι μεν προκαλούν τους δε;»

Προσωπογραφία του Γάλλου φιλοσόφου Ρενέ Ντεκάρτ (Καρτέσιος), αγνώστου καλλιτέχνη, περ. 1649-1700. Λάδι σε καμβά. Μουσείο Λούβρου, Παρίσι. (Public Domain)

 

Η διάσημη ρήση του Καρτέσιου «Σκέπτομαι, άρα υπάρχω» ήταν μια προσπάθεια να αποσοβηθεί ο σκεπτικισμός που κέρδιζε έδαφος, ωστόσο θέτοντας στη βάση του συστήματός του την αμφιβολία και έχοντας ως κυρίαρχη αντίληψη την ύπαρξη ενός στοχαστή, ο Καρτέσιος καθόρισε για αιώνες τη φιλοσοφία ως αμφιβολία. Η αλήθεια έγινε κάτι κλεισμένο μέσα σε κάθε άτομο, άσχετο με τις πραγματικότητες που υπήρχαν έξω από αυτό. Ο Καρτέσιος είχε πει κάποτε ότι οι άνθρωποι που περπατούν στον δρόμο δεν είναι κατ’ ανάγκη άνθρωποι, αλλά μπορεί να είναι και μηχανές που παριστάνουν τους ανθρώπους. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι;

Ο Σένμπεργκ, πάλι, ισχυρίστηκε ότι οι συνδυασμοί των φθόγγων γίνονταν βάσει μιας ιεραρχίας που θεωρούνταν εγγενής, η οποία όμως ίσως είναι και τυχαία. Και είπε: Ας τους χρησιμοποιήσουμε έτσι, λοιπόν.

Κάθε εμπειρία είναι ιεραρχική

Ζαν Φρανσουά ντε Τρουά, «Αλληγορία του Χρόνου που ξεσκεπάζει την Αλήθεια», 1733, λάδι σε καμβά. Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. (Public Domain)

 

Η απόρριψη εκ μέρους του Σένμπεργκ της αλήθειας των ιεραρχιών που είναι εγγενείς στην τονική μουσική ήταν ουσιαστικά η εφαρμογή των θεωριών του Σέξτου του Εμπειρικού και του Καρτέσιου στη μουσική. Η ισοπέδωση των ιεραρχικών σχέσεων είναι ο θρίαμβος του σκεπτικισμού. Όμως, κάθε αισθητική εμπειρία είναι ιεραρχική. Όταν βλέπουμε, π.χ., διακρίνουμε αυτό που είναι κοντά από αυτό που βρίσκεται στο βάθος. Όταν οσφραινόμαστε, οι αδένες μας βιάζονται να κατατάξουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν με τον κατάλληλο ιεραρχικά τρόπο. Κι όταν ακούμε τονικούς ήχους, είναι φυσικό και αναπόφευκτο να οργανώνουμε ιεραρχικά αυτά που ακούμε.

Όταν αρνούμαστε την ιεράρχηση, όπως έκανε η ατονική μουσική, η μόνη γνήσια αντίδραση που μπορεί να έχει ο ακροατής είναι η σύγχυση και η αγανάκτηση, όπως όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια σχιζοφρενική συμπεριφορά. Η αναλογία δεν είναι τυχαία ή υποτιμητική. Η αντίληψη του σχιζοφρενούς για την πραγματικότητα είναι «μια συνεχής διαδικασία υποκατάστασης της μίας μεμονωμένης, στατικής αντίληψης με την επόμενη», σύμφωνα με τον Βρετανό ψυχίατρο Ιαιν ΜακΓκίλκριστ στο βιβλίο του «The Matter with Things», τόμος 2. Το άκουσμα της ατονικής μουσικής είναι κυριολεκτικά μουσική σχιζοφρένια.

Μπορεί να απαντήσετε «Ε, και λοιπόν; Αυτά ήταν τον περασμένο αιώνα. Τώρα προχωρήσαμε παρακάτω, η μουσική βρίσκεται αλλού». Ναι, αλλά έχετε παρατηρήσει πού; Η ατονική μουσική κυριάρχησε για δύο δεκαετίες, δηλητηριάζοντας τις μουσικές πηγές απ’ όπου θα έπιναν οι επερχόμενες γενιές. Το κοινό χάθηκε και το ποσοστό των νέων έργων κλασικής μουσικής μειώθηκε κατά πολύ. Ενώ κάποτε οι εν ζωή κλασικοί συνθέτες ήταν γνωστοί και τα έργα τους παίζονταν, οι σύγχρονοι κλασικοί συνθέτες σήμερα είναι παντελώς άγνωστοι και η μουσική τους δεν παίζεται σχεδόν καθόλου.

Θύμα του 12φθογγισμού ήταν και η ‘δημοφιλής’ μουσική. Ενώ μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα, η δημοφιλής μουσική στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ αντλούσε από την κλασική μουσική την αρμονική της γλώσσα, ακόμα και πολλές μελωδικές χειρονομίες από τα κοντσέρτα και τις συμφωνίες που παίζονταν, μετά από την 20ετή βασιλεία του 12τονικού συστήματος η σχέση της δημοφιλούς με την κλασική μουσική ατόνησε. Από τη δεκαετία του ΄60 και ύστερα, η δημοφιλής μουσική παίρνει τον δικό της δρόμο, που την έχει οδηγήσει στην επαναληπτικότητα του χιπ χοπ και τα κυκλικά μοτίβα της Αντέλ.

Η ιστορία της κλασικής μουσικής και η επίθεση στην ιεράρχηση των τόνων, με όλα τα καταστροφικά της αποτελέσματα, δεν ήταν παρά ένα πρελούδιο στις τωρινές αντι-ιεραρχικές επιθέσεις που δέχονται η ηθική και οι κοινωνικές συνθήκες. Οι ηθικές αρχές θεωρούνται τώρα «όλες  ίδιες» και καμία δεν είναι σημαντικότερη από τις άλλες. Οι κοινωνικές διαφορές πρέπει επίσης να εξαλειφθούν, ώστε να απαλειφθεί και η ιεράρχηση των ανθρώπων σε σχέση με την παραγωγή. Άντρες και γυναίκες θεωρούνται επίσης το ίδιο και εναλλάξιμοι.

Στην πολιτισμική παρακμή που έφερε η επίθεση κατά της ιεράρχησης, η κλασική μουσική ήταν πρωτοπόρος.

 

Του KENNETH LAFAVE

Μετάφραση: Αλία Ζάε

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

Σχολιάστε