Παρασκευή, 28 Νοέ, 2025

Νέες μορφές ψηφιακής λογοκρισίας, μέρος β΄

Ανάλυση

Η βιβλιογραφία των τελευταίων ετών προσφέρει ένα συνεκτικό πρίσμα για να κατανοήσουμε πώς η λογοκρισία μετεξελίσσεται στο διαδίκτυο. Πανεπιστήμια, δεξαμενές σκέψης και οργανώσεις δικαιωμάτων χαρτογραφούν τα εργαλεία, τα κίνητρα και τα όρια της καταστολής του λόγου στο ψηφιακό περιβάλλον, φωτίζοντας τόσο τις κρατικές πρακτικές όσο και τον ρόλο των ιδιωτικών πλατφορμών.

Ψηφιακός αυταρχισμός

Στην πολιτική επιστήμη έχει κυριαρχήσει ο όρος «ψηφιακός αυταρχισμός» για να περιγράψει την αξιοποίηση των τεχνολογιών πληροφορικής από ανελεύθερα καθεστώτα με σκοπό την εδραίωση του ελέγχου τους. Ο όρος κέρδισε δημοφιλία μετά από προειδοποιήσεις, όπως την έκθεση Freedom House 2018 («The Rise of Digital Authoritarianism»), ότι ολοκληρωτικά μοντέλα από χώρες σαν την Κίνα και τη Ρωσία εξάγονται και γίνονται αντικείμενο μίμησης. Το μοντέλο αυτό συνδυάζει μαζική παρακολούθηση, αλγοριθμική λογοκρισία, χειραγώγηση μεθόδων ΑΙ και βιομετρική επιτήρηση (π.χ. αναγνώριση προσώπου) για την καταστολή της διαφωνίας.

Ερευνητικές ομάδες του Stanford και του Brookings έχουν τεκμηριώσει πώς αυταρχικά καθεστώτα προωθούν τεχνολογίες φιλτραρίσματος, πρότυπα «ψηφιακού κοινωνικού ελέγχου» και ρυθμιστικά σχήματα που νομιμοποιούν τη λογοκρισία πέρα από τα σύνορά τους. Ο «ψηφιακός αυταρχισμός» δεν είναι απλώς ένα σύνολο εργαλείων· είναι εξαγώγιμο πολιτικό προϊόν με σαφείς συνέπειες στα ανθρώπινα δικαιώματα στο διαδίκτυο.

Επιχειρηματολογία υπέρ και κατά της ιδιωτικής ρύθμισης

Μεγάλο μέρος της συζήτησης εστιάζει στο αν οι αποφάσεις των πλατφορμών να αφαιρούν ή να υποβαθμίζουν περιεχόμενο συνιστούν ουσιαστικά λογοκρισία. Νομικοί και επικοινωνιολόγοι όπως ο Πάβελ Σλούτσκι [Pavel Slutskiy, 2020] υποστηρίζουν πως η ιδιωτική λογοκρισία δεν είναι πραγματική λογοκρισία αλλά άσκηση δικαιώματος ιδιοκτησίας, υπογραμμίζοντας τη διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και ιδιωτικό πεδίο – εταιρείες καθορίζουν τι φιλοξενούν στους διακομιστές τους, και αυτό διαφέρει ριζικά από κρατική απαγόρευση.

Στον αντίποδα, μελέτες στον χώρο της πολιτικής επικοινωνίας τονίζουν ότι ο συγκεντρωμένος έλεγχος των κοινωνικών δικτύων μπορεί να αλλοιώσει την πολιτική συμμετοχή. Εργασία του 2024 που ανέλυσε 360 περιστατικά λογοκρισίας σε μέσα κοινωνικής δικτύωσεις σε 76 χώρες συμπεραίνει ότι ακόμη και οι δημοκρατίες δεν είναι απρόσβλητες – όταν θεωρούν ότι διακυβεύονται θέματα «ασφάλειας» ή «προστασίας πολιτών», μπορεί να επιβάλουν λογοκρισία με πολιτικά κίνητρα.

Συχνά επικαλούνται την εθνική ασφάλεια ή την καταπολέμηση μίσους, αλλά πίσω από αυτά τα προσχήματα μπορεί να κρύβεται πρόθεση φίμωσης αντιπολιτευτικών φωνών. Η έρευνα αυτή ενισχύει την άποψη ότι απαιτούνται σαφέστερα πλαίσια και έλεγχοι στην ιδιωτική ρύθμιση περιεχομένου, ώστε να μην χρησιμοποιείται καταχρηστικά ακόμη και σε δημοκρατικά καθεστώτα.

Τεχνητή νοημοσύνη και λογοκρισία

Πρόσφατες αναλύσεις επισημαίνουν ότι η πρόοδος στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής της ψηφιακής καταστολής. Οι αλγόριθμοι «μηχανικής μάθησης» καθιστούν τη λογοκρισία, την παρακολούθηση και τη διασπορά προπαγάνδας πιο εύκολες, γρήγορες, φθηνές και αποτελεσματικές για αυταρχικές κυβερνήσεις. Εφαρμογές συνομιλίας (chatbot) στην Κίνα, για παράδειγμα, έχουν ενσωματωμένα φίλτρα – αρνούνται να απαντήσουν σε «ευαίσθητες» ερωτήσεις (π.χ. για την Τιενανμέν ή το Φάλουν Γκονγκ) και αναμασούν την κομματική γραμμή σε θέματα όπως η Ταϊβάν. Η Cyberspace Administration of China έχει θεσπίσει κανόνες που απαιτούν κάθε νέα γενετική AI εφαρμογή να προάγει τις σοσιαλιστικές αξίες και να αποκλείει ανεπιθύμητο περιεχόμενο πριν καν κυκλοφορήσει.

Ο νέος υπερυπολογιστής MareNostrum5, στο Κέντρο Υπερυπολογιστών της Βαρκελώνης. Ισπανία, 15 Δεκεμβρίου 2023. (The Canadian Press/AP, Emilio Morenatti)

 

Αντίστοιχα, και οι δημοκρατικές κοινωνίες προβληματίζονται. Η ΕΕ επεξεργάζεται την Πράξη για την Τεχνητή Νοημοσύνη που, μεταξύ άλλων, βάζει φρένο σε εξαιρετικά επεμβατικές τεχνολογίες – κοινωνική βαθμολόγηση τύπου Κίνας, προληπτική αστυνόμευση, κλπ. Οι ακαδημαϊκοί καλούν σε παγκόσμιους κανόνες που θα αποτρέψουν τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης ως εργαλείο φίμωσης, αλλά προειδοποιούν ότι χωρίς διαφάνεια και δημοκρατικό έλεγχο, οι κυβερνήσεις μπορούν να χειραγωγήσουν τους αλγόριθμους για να «εξαφανίζουν» απόψεις και αλήθειες.

Διαφάνεια και λογοδοσία

Δεξαμενές σκέψης και οργανώσεις (Access Now, Electronic Frontier Foundation) τονίζουν την ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια από πλευράς πλατφορμών. Προτείνουν μέτρα όπως τη δημοσίευση αναφορών με λεπτομέρειες για πόσα αιτήματα λογοκρισίας λαμβάνουν από κυβερνήσεις και πώς ανταποκρίνονται, τους ανεξάρτητους ελέγχους των αλγορίθμων ώστε να διαπιστώνεται αν ευνοούν ή καταπνίγουν συγκεκριμένα είδη περιεχομένου και μηχανισμούς έφεσης για χρήστες των οποίων το περιεχόμενο αφαιρέθηκε.

Η πρωτοβουλία Santa Clara Principles (2018) και οι νεώτεροι κανονισμοί της ΕΕ (DSA, 2022) πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση. Σκοπός είναι να περιοριστεί η αδιαφανής, αυθαίρετη λογοκρισία και να θεσπιστεί κάποιας μορφής λογοδοσία ώστε οι εταιρείες να μην δρουν ως ασυνείδητοι «ιδιώτες λογοκριτές», αλλά να εξισορροπούν υπεύθυνα την ασφάλεια με την ελευθερία του λόγου, υποκείμενες σε δημόσιο έλεγχο.

Η θεωρία του αντίθετου αποτελέσματος

Κάποιες μελέτες στην κοινωνική ψυχολογία προειδοποιούν ότι η υπερβολική λογοκρισία μπορεί να φέρει αντίθετα αποτελέσματα. Όταν οι άνθρωποι νιώθουν ότι φίμωσαν τις ιδέες τους, συχνά αντιδρούν με περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση ή μετακινούμενοι σε εναλλακτικά, ανεξέλεγκτα μέσα διάδοσης (όπως κρυπτογραφημένες πλατφόρμες και το «σκοτεινό διαδίκτυο» (dark web).

Για παράδειγμα, μια μελέτη υπέδειξε ότι όταν οι απόψεις κάποιου απορρίπτονται είτε μέσω λογοκρισίας είτε μέσω αντίθετης πληροφόρησης, υπάρχει τάση οι υποστηρικτές τους να πεισμώσουν και να συσπειρωθούν περισσότερο γύρω από αυτές. Αυτό έχει φανεί σε περιπτώσεις όπως η αντιμετώπιση θεωριών συνωμοσίας: η πλήρης απαγόρευσή τους σε δημοφιλείς πλατφόρμες οδήγησε πολλούς πιστούς να «μεταναστεύσουν» σε εξτρεμιστικά φόρουμ, καθιστώντας δυσκολότερο τον αντίλογο.

Οι ακαδημαϊκοί λοιπόν συνιστούν μια λεπτή ισορροπία· η διαγραφή πραγματικά επικίνδυνου περιεχομένου είναι αναγκαία, αλλά πρέπει να συνοδεύεται από ενίσχυση παιδείας, διαλόγου και έλεγχου των αφηγημάτων ώστε να μειώνεται η επιρροή των επικίνδυνων ιδεών, όπως και η πιθανότητα διόγκωσής τους από το αίσθημα δίωξης.

Κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες της ψηφιακής λογοκρισίας

Οι νέες μορφές λογοκρισίας στο διαδίκτυο δεν είναι αφηρημένα ζητήματα – έχουν χειροπιαστές συνέπειες σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

Επίδραση σε εκλογικές διαδικασίες

Η πρόσβαση σε ανεμπόδιστη πληροφόρηση αποτελεί κλειδί για ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Ωστόσο, σε πολλά κράτη, η τεχνική λογοκρισία και η χειραγώγηση περιεχομένου χρησιμοποιούνται για να επηρεάσουν την έκβαση των εκλογών. Σύμφωνα με το Freedom House, σε 25 από τις 41 χώρες που διεξήγαγαν ή προετοίμαζαν εθνικές εκλογές προσφάτως, οι ψηφοφόροι αναγκάστηκαν να αποφασίσουν «μέσα σε ένα περιβάλλον λογοκριμένης, στρεβλωμένης και αναξιόπιστης πληροφόρησης».

Συγκεκριμένα μοτίβα περιλαμβάνουν:

Περιορισμός της αντιπολίτευσης: Σε προεκλογικές περιόδους, κυβερνήσεις μπλοκάρουν ιστοσελίδες αντιπολιτευόμενων κομμάτων ή ανεξάρτητων ΜΜΕ, περιορίζοντας έτσι την δυνατότητα των αντιπολιτευομένων να προσεγγίσουν ψηφοφόρους. Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι σε πολλές χώρες το κυβερνών κόμμα επιβάλλει φραγή σε ειδησεογραφικές σελίδες ή πλατφόρμες επικοινωνίας της αντιπολίτευσης, ώστε να «σιγήσει» η κριτική φωνή κατά την προεκλογική εκστρατεία.

Διακοπή πρόσβασης στο διαδίκτυο την ημέρα των εκλογών: Έχει παρατηρηθεί τάση σε ανελεύθερα καθεστώτα (Ουγκάντα το 2021, Λευκορωσία το 2020) να διακόπτεται το διαδίκτυο ή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσεις τις ημέρες γύρω από την ψηφοφορία. Αυτό εμποδίζει την ανεξάρτητη ενημέρωση για παρατυπίες, καταστέλλει τον συντονισμό παρατηρητών και απομονώνει τους πολίτες.

Προπαγάνδα & παραπληροφόρηση: Παράλληλα με τη λογοκρισία, οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν στρατούς από διαδικτυακά τρολ ή φιλικά ΜΜΕ για να πλημμυρίσουν το διαδίκτυο με φιλοκυβερνητική ρητορική και θεωρίες που υπονομεύουν τους πολιτικούς αντιπάλους. Σε τουλάχιστον 21 από τις 41 χώρες με πρόσφατες εκλογές, καταγράφηκε έντονη διαδικτυακή παραπληροφόρηση από φιλοκυβερνητικούς σχολιαστές, που συχνά έσπειρε αμφιβολίες για την ακεραιότητα της ψηφοφορίας και διάβρωσε την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημοκρατική διαδικασία.

Μείωση διαφάνειας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: Την ίδια περίοδο, οι μεγάλες πλατφόρμες (Twitter, Facebook) περιόρισαν ορισμένα εργαλεία διαφάνειας πολιτικών διαφημίσεων ή δεν δημοσίευσαν έγκαιρα εκθέσεις για την αντιμετώπιση ψευδών ειδήσεων, λόγω και εσωτερικών περικοπών. Το αποτέλεσμα ήταν να δυσχεραίνεται το έργο ανεξάρτητων ερευνητών που προσπαθούσαν να αποκαλύψουν εκστρατείες επιρροής ή ψεύδη σχετικά με τις εκλογές.

Οι πρακτικές αυτές υπονομεύουν την ισότιμη συμμετοχή. Όπως σημειώνει το Freedom House, η συνδυασμένη δράση λογοκρισίας και προπαγάνδας «υποσκάπτει τη δυνατότητα των ψηφοφόρων να λάβουν ενημερωμένες αποφάσεις, να συμμετάσχουν πλήρως στην εκλογική διαδικασία και να ακουστεί η φωνή τους». Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η Τουρκία, όπου πριν τις εκλογές του 2023 φιμώθηκαν διαδικτυακά αντιπολιτευόμενες πηγές και παράλληλα διακινήθηκαν ψευδείς ειδήσεις περί νοθείας, διαβρώνοντας την εμπιστοσύνη στο αποτέλεσμα.

Επιδράση σε κοινωνικές διαδηλώσεις και εξεγέρσεις

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αναδειχθεί σε βασικά εργαλεία για την οργάνωση διαδηλώσεων, κινημάτων και εξεγέρσεων – από την Αραβική Άνοιξη μέχρι τα σύγχρονα κινήματα #MeToo ή διαμαρτυρίες κατά αυταρχικών μέτρων. Συνεπώς, οι κυβερνήσεις που στοχοποιούνται από τη λαϊκή δυσαρέσκεια καταφεύγουν συχνά σε ψηφιακή καταστολή για να περιορίσουν το κύμα διαμαρτυρίας.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, μετά τον θάνατο της 22χρονης Mahsa (Jhina) Amini τον Σεπτέμβριο 2022, σφοδρές αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις ξέσπασαν σε όλο το Ιράν. Οι διαδηλωτές βασίζονταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να συντονίσουν δράσεις και να διαδώσουν βίντεο – γυναίκες που έκαιγαν τα χιτζάμπ τους έγιναν παγκόσμια σύμβολα αντίστασης. Οι αρχές απάντησαν με βίαιη καταστολή στον δρόμο και ψηφιακή συσκότιση. Η πρόσβαση στο διαδίκτυο διακόπηκε για μέρες ολόκληρες σε περιοχές όπως η Τεχεράνη και το ιρανικό Κουρδιστάν, ενώ δημοφιλείς εφαρμογές (Instagram, WhatsApp) μπλοκαρίστηκαν πανεθνικά.

Ένας ερευνητής περιέγραψε ότι «η διακοπή πρόσβασης στο διαδίκτυο πρέπει να γίνει αντιληπτή ως προέκταση της βίας και καταστολής που συμβαίνει στον φυσικό χώρο» – ουσιαστικά η κυβέρνηση μετέφερε την καταστολή και στο ψηφιακό πεδίο, για να αποτρέψει τη διάχυση του κινήματος πέρα από τα σύνορα και να δυσκολέψει την εσωτερική οργάνωση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι διαδηλωτές αποκόπηκαν από μέσα επικοινωνίας, η ενημέρωση του έξω κόσμου για την έκταση της καταστολής περιορίστηκε, και πολλοί ακτιβιστές στοχοποιήθηκαν μέσω παρακολούθησης στις εναλλακτικές πλατφόρμες όπου κατέφυγαν.

Όταν ο στρατός ανέτρεψε τη δημοκρατική κυβέρνηση της Μιανμάρ το 2021, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες βγήκαν στους δρόμους και ταυτόχρονα εξέφρασαν διαδικτυακά την αντίστασή τους. Οι νέες αρχές επέβαλαν αμέσως διακοπή πρόσβασης στο διαδίκτυο κάθε βράδυ, απέκλεισαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, Twitter) και έκλεισαν εντελώς το δίκτυο δεδομένων κινητής τηλεφωνίας επί μήνες. Αυτό παρέλυσε τον συντονισμό του κινήματος πολιτικής ανυπακοής και έδωσε χρόνο στη χούντα να εφαρμόσει στρατιωτικό νόμο.

Έκτοτε, η Μιανμάρ έχει επιβάλει ένα από τα πιο αυστηρά καθεστώτα λογοκρισίας, με μόνιμη φραγή δεκάδων ιστοσελίδων ειδήσεων, συλλήψεις ανθρώπων για διαδικτυακά σχόλια και πρόσφατα την απαγόρευση των VPN. Οι πολίτες αναφέρουν ότι αυτό έχει οδηγήσει σε ένα καθεστώς φόβου – πολλοί φοβούνται να αναρτήσουν οτιδήποτε, ενώ το κίνημα πέρασε σε εφαρμογές κρυπτογραφημένων μηνυμάτων και του «σκοτεινού διαδικτύου» (dark web) για να διαφύγει της παρακολούθησης.

Η Ινδία, αν και δημοκρατία, χρησιμοποιεί επιλεκτικά διακοπές internet για να καταστείλει αναταραχές. Στο Κασμίρ, όπου υπάρχει αποσχιστικό κίνημα, τα τελευταία χρόνια οι αρχές διακόπτουν την πρόσβαση στο διαδίκτυο σχεδόν κάθε φορά που ξεσπούν διαδηλώσεις ή συγκρούσεις. Το 2019-20, μάλιστα, επέβαλαν στο Κασμίρ τη μεγαλύτερη συνεχή διακοπή πρόσβασης στο διαδίκτυο που έχει καταγραφεί σε δημοκρατική χώρα: σχεδόν 7 μήνες αποκλεισμού.

Αυτό το «ψηφιακό μπλακάουτ» είχε σοβαρές κοινωνικές συνέπειες όπως οικονομική απομόνωση (ανεστάλησαν ηλεκτρονικές συναλλαγές, επιχειρήσεις κατέρρευσαν) και εκπαιδευτικό αποκλεισμό (οι μαθητές δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν διαδικτυακά μαθήματα), πέρα από το προφανές φίμωμα της πολιτικής έκφρασης. Ακτιβιστές χαρακτηρίζουν αυτή την πρακτική ως «ομαδική τιμωρία» ενός ολόκληρου πληθυσμού και παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Γενικό συμπέρασμα είναι πως η ψηφιακή λογοκρισία χρησιμοποιείται από τα κράτη για να προλάβει ή να περιορίσει κοινωνικές εκρήξεις. Αν και ενίοτε οι αρχές ισχυρίζονται ότι τα μέτρα αυτά λαμβάνονται για «λόγους δημόσιας ασφάλειας» ή για να σταματήσει η διάδοση βίας, στην πράξη φιμώνουν και απομονώνουν τις φωνές διαμαρτυρίας. Αυτό έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα· οι κοινωνίες συνηθίζουν σε ένα καθεστώς όπου η πληροφόρηση δεν είναι ποτέ δεδομένη, ενώ εδραιώνεται ένα κλίμα φόβου και αυτολογοκρισίας ακόμη και όταν το διαδίκτυο είναι ανοιχτό.

Περιορισμός του λόγου ακτιβιστών και δημοσιογράφων

Ίσως η πιο απτή ανθρώπινη συνέπεια της λογοκρισίας είναι ο διωγμός μεμονωμένων ανθρώπων – ακτιβιστών, δημοσιογράφων, καλλιτεχνών – για όσα λένε διαδικτυακά. Η ψηφιακή εποχή έχει δώσει βήμα σε πλήθος νέων φωνών, αλλά τα αυταρχικά καθεστώτα έχουν απαντήσει με επιθετικές διώξεις.

Το Freedom House (2024) κατέγραψε ότι σε 3 από κάθε 4 χώρες της μελέτης του, χρήστες του διαδικτύου συνελήφθησαν για μη βίαιες εκφράσεις τους στο διαδίκτυο. Σε 43 χώρες μάλιστα, άνθρωποι δέχθηκαν σωματικές επιθέσεις ή και δολοφονήθηκαν ως αντίποινα για διαδικτυακή τους δραστηριότητα – αριθμός ρεκόρ, που αναδεικνύει την αυξημένη στοχοποίηση ψηφιακών φωνών.

Στην Κίνα, πληθώρα δημοσιογράφων, νομικών και blogger έχουν φυλακιστεί με κατηγορίες όπως «υποκίνηση ανατρεπτικής προπαγάνδας». Εκτός από την περίπτωση του blogger Σου Τζιγιόνγκ [Xu Zhiyong], το 2023 συνέβη κάτι τραγικό. Ο Σουν Λιν [Sun Lin], βετεράνος δημοσιογράφος και ακτιβιστής, πέθανε μετά από ξυλοδαρμό από την κινεζική αστυνομία – φέρεται ότι τον είχαν στοχοποιήσει λόγω αναρτήσεών του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσεις που επέκριναν τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Οι κινεζικές αρχές προσπάθησαν να λογοκρίνουν κάθε διαδικτυακή αναφορά στον θάνατό του, ώστε να μην γίνει σύμβολο αντίστασης.

Στη Ταϊλάνδη, μια νεαρή ακτιβίστρια υπέρ της δημοκρατίας καταδικάστηκε το 2024 σε 25 χρόνια φυλάκιση για 18 αναρτήσεις της στο X που θεωρήθηκαν προσβλητικές για τον βασιλιά – βάσει του αυστηρού νόμου lèse-majesté. Η ποινή σοκάρει, αλλά καταδεικνύει πώς η ψηφιακή έκφραση αντιμετωπίζεται με νόμους άλλοτε φτιαγμένους για τον αναλογικό κόσμο.

Στη Σαουδική Αραβία, το 2022 έγινε διεθνώς γνωστή η υπόθεση της Σάλμα αλ Σεμπάμπ [Salma al-Shehab]· μια φοιτήτρια και μητέρα που καταδικάστηκε σε 34 χρόνια φυλάκισης επειδή αναδημοσίευσε αναρτήσεις ακτιβιστών και επέκρινε το καθεστώς στο Twitter. Η ποινή της – από τις πιο βαριές που έχουν επιβληθεί για διαδικτυακή έκφραση – έστειλε μήνυμα τρόμου σε οποιονδήποτε θα σκεφτόταν να ασκήσει διαδικτυακή κριτική στο βασίλειο.

Σε απολυταρχικά καθεστώτα όπως η Βόρεια Κορέα ή η Ερυθραία, οποιοσδήποτε πιαστεί να διαδίδει ανεξάρτητα πληροφορίες (π.χ. στέλνοντας νέα σε ξένους ιστότοπους μέσω κινητού) κινδυνεύει με εξοντωτικές ποινές, ακόμη και θάνατο. Αυτές οι χώρες κρατούν το λαό τους σε ψηφιακό σκοτάδι – ό,τι δεν ελέγχεται από το καθεστώς θεωρείται αυτομάτως εχθρικό.

Η στοχοποίηση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ένα κλίμα αυτολογοκρισίας. Δημοσιογράφοι σε χώρες όπως η Ρωσία και η Τουρκία συχνά επιβάλλουν οι ίδιοι περιορισμούς στα κείμενά τους στο διαδίκτυο, υπό τον φόβο διώξεων με νόμους περί «ψευδών ειδήσεων» ή «προσβολής του έθνους». Ακόμη και σε δημοκρατίες, παρατηρείται ότι δημόσια πρόσωπα διστάζουν να εκφραστούν ανοιχτά στο διαδίκτυο όταν κυριαρχεί πολωμένη ατμόσφαιρα ή συστηματική «κουλτούρα ακύρωσης» (cancel culture), που είναι μια μορφή κοινωνικής λογοκρισίας δια στιγματισμού.

Εν τέλει, η νέου τύπου λογοκρισία πλήττει πρωτίστως τους ακτιβιστές και τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους – αυτούς δηλαδή που η φωνή τους είναι κρίσιμη για την κοινωνική αλλαγή. Σε αρκετές περιπτώσεις, βέβαια, η προσπάθεια φίμωσής τους πυροδοτεί διεθνείς αντιδράσεις και κυρώσεις – μετά τις εκτελέσεις δύο νέων στο Ιράν για αναρτήσεις τους, επιβλήθηκαν κυρώσεις σε Ιρανούς αξιωματούχους από δυτικές χώρες. Μακροπρόθεσμα, όμως, η αποδυνάμωση των ακτιβιστικών φωνών μέσω λογοκρισίας στερεί από την κοινωνία έναν ζωτικό μηχανισμό λογοδοσίας της εξουσίας.

Νέες μορφές ψηφιακής λογοκρισίας, μέρος α΄

Ανάλυση

Στην ψηφιακή εποχή, η λογοκρισία λαμβάνει νέες μορφές και εξελίσσεται σε παγκόσμια κλίμακα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται συνεχής επιδείνωση της ελευθερίας του διαδικτύου παγκοσμίως· το Freedom House κατέγραψε 13ο συνεχόμενο έτος υποχώρησης της διαδικτυακής ελευθερίας το 2023. Οι κυβερνήσεις και οι ψηφιακές πλατφόρμες αναπτύσσουν μηχανισμούς ελέγχου περιεχομένου, από το μπλοκάρισμα ιστοτόπων και την παρακολούθηση επικοινωνιών μέχρι την αφαίρεση αναρτήσεων και την αλγοριθμική καταστολή.

Κρατικές πρακτικές ψηφιακής λογοκρισίας

Σε όλο τον κόσμο, οι κυβερνήσεις αξιοποιούν ποικίλες τεχνικές για να ελέγξουν το διαδικτυακό περιεχόμενο και τη ροή της πληροφορίας. Η κρατική ψηφιακή λογοκρισία εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, οι οποίοι κυμαίνονται από τεχνολογικά μέτρα έως νομικές απαγορεύσεις.

Μία από τις πιο συνηθισμένες μεθόδους είναι το φιλτράρισμα και ο αποκλεισμός ιστοτόπων. Μέσω εθνικών «τειχών προστασίας» ή λιστών αποκλεισμένων σελίδων, πολλά καθεστώτα περιορίζουν την πρόσβαση σε ενημερωτικούς ιστότοπους, αντιπολιτευτικά μέσα ή ξένες διαδικτυακές πλατφόρμες.

Εξίσου διαδεδομένη είναι η παρακολούθηση και το φιλτράρισμα περιεχομένου. Προηγμένα εργαλεία επιτήρησης δικτύων και τεχνολογίες βαθιάς επιθεώρησης πακέτων (Deep Packet Inspection – DPI) επιτρέπουν τον εντοπισμό λέξεων-κλειδιών που θεωρούνται «ανεπιθύμητες» και την άμεση παρεμπόδιση του αντίστοιχου περιεχομένου.

Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η νομοθεσία, καθώς πολλές χώρες έχουν θεσπίσει νόμους που ποινικοποιούν την κριτική προς την κυβέρνηση ή τη διάδοση «ψευδών ειδήσεων». Οι διατάξεις αυτές χρησιμοποιούνται για την επιβολή αυστηρών ποινών σε πολίτες εξαιτίας διαδικτυακών τους αναρτήσεων.

Σε περιόδους πολιτικής έντασης, διαδηλώσεων ή εκλογών, οι αρχές προχωρούν συχνά σε διακοπές της πρόσβασης στο διαδίκτυο ή στον αποκλεισμό επιμέρους εφαρμογών επικοινωνίας. Πρόκειται για ένα από τα πιο ακραία μέτρα ελέγχου της πληροφορίας. Μόνο το 2022, καταγράφηκαν τουλάχιστον 187 περιπτώσεις διακοπής του διαδικτύου σε 35 χώρες, αριθμός που αποτέλεσε παγκόσμιο ρεκόρ.

Οι πρακτικές αυτές αναδεικνύουν το εύρος και τη συστηματικότητα της κρατικής ψηφιακής λογοκρισίας. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται χαρακτηριστικά παραδείγματα χωρών όπου η κυβερνητική παρέμβαση στην ενημέρωση είναι ιδιαίτερα έντονη.

Κίνα

Η Κίνα διατηρεί ένα από τα πιο εκτεταμένα και προηγμένα συστήματα ψηφιακής λογοκρισίας παγκοσμίως, γνωστό ως «Μεγάλο Τείχος Προστασίας της Κίνας» (Great Firewall). Μέσω αυτού, οι κινεζικές αρχές αποκλείουν την πρόσβαση σε χιλιάδες ιστοτόπους και διεθνείς πλατφόρμες, όπως η Google, το Facebook και το Χ, ενώ φιλτράρουν παράλληλα «ευαίσθητες» λέξεις-κλειδιά και θεματικές που θεωρούνται ανεπιθύμητες από το καθεστώς.

Η Κυβερνοδιοίκηση της Κίνας (CAC) έχει αναλάβει κεντρικό ρόλο στην ψηφιακή εποπτεία, ενσωματώνοντας τους στόχους λογοκρισίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) σε αλγορίθμους προτάσεων περιεχομένου και σε εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ). Οι κανονισμοί απαιτούν από τις διαδικτυακές πλατφόρμες να προωθούν τις λεγόμενες «σοσιαλιστικές αξίες» και να αποφεύγουν κάθε αναφορά σε ζητήματα που το καθεστώς θεωρεί πολιτικά ή κοινωνικά «ευαίσθητα».

Η κρατική καταστολή επεκτείνεται και στο επίπεδο της ποινικής δίωξης. Οι κινεζικές αρχές συλλαμβάνουν και καταδικάζουν διαδικτυακούς ακτιβιστές και bloggers που εκφράζουν αντίθετες απόψεις. Ενδεικτικά, ο εξέχων αντιφρονών Σου Τζιγιόνγκ (Xu Zhiyong) καταδικάστηκε το 2023 σε 14 χρόνια φυλάκιση, εξαιτίας κειμένων και διαδικτυακών του αναρτήσεων που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση.

Η Κίνα κατατάσσεται σταθερά στην τελευταία θέση παγκοσμίως ως προς την ελευθερία του διαδικτύου για 9η συνεχή χρονιά.

Ρωσία

Από το 2019, η Ρωσία εφαρμόζει τον λεγόμενο νόμο του «κυρίαρχου διαδικτύου», ο οποίος επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου την εγκατάσταση κρατικών συσκευών φιλτραρίσματος (γνωστών ως σύστημα TSPU) στα δίκτυά τους. Το μέτρο αυτό δίνει στις αρχές τη δυνατότητα να ελέγχουν κεντρικά την κυκλοφορία δεδομένων και να περιορίζουν την πρόσβαση σε διαδικτυακό περιεχόμενο.

Μετά την εισβολή στην Ουκρανία το 2022, η ρωσική κυβέρνηση ενίσχυσε περαιτέρω τη λογοκρισία, μπλοκάροντας την πρόσβαση σε ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και απαγορεύοντας ξένες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook και το Instagram. Οι αρχές υποστήριξαν ότι με τον τρόπο αυτόν αντιμετωπίζουν έναν «πληροφοριακό πόλεμο» που, όπως ισχυρίζονται, διεξάγεται από τη Δύση.

Σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τον ψηφιακό έλεγχο, η ρωσική κυβέρνηση έχει ανακοινώσει επενδυτικό σχέδιο ύψους περίπου 660 εκατομμυρίων δολαρίων για την περίοδο 2025–2030, με στόχο την αναβάθμιση του συστήματος TSPU και τον σχεδόν πλήρη αποκλεισμό των υπηρεσιών VPN, τις οποίες χρησιμοποιούν οι πολίτες για να παρακάμψουν τους περιορισμούς. Παρά τα συνεχή μέτρα, εκατομμύρια Ρώσοι εξακολουθούν να προσφεύγουν σε VPN και άλλες τεχνικές λύσεις, προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε περιεχόμενο που έχει τεθεί υπό απαγόρευση.

Ιράν

Το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν εφαρμόζει ένα από τα πιο αυστηρά συστήματα διαδικτυακού φιλτραρίσματος παγκοσμίως. Μέσω του εθνικού φίλτρου, χιλιάδες ιστότοποι και πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης -μεταξύ των οποίων το Facebook, το Twitter και το YouTube- παραμένουν μόνιμα αποκλεισμένοι, περιορίζοντας σημαντικά την ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση και την επικοινωνία.

Σε περιόδους κοινωνικών αναταραχών, οι ιρανικές αρχές περιορίζουν δραστικά την ταχύτητα του διαδικτύου ή προχωρούν σε πλήρη διακοπή της σύνδεσης σε περιοχές όπου σημειώνονται διαδηλώσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι κινητοποιήσεις που ξέσπασαν μετά τον θάνατο της Mahsa Amini το 2022, όταν το διαδίκτυο κόπηκε σε τμήματα της Τεχεράνης και του Κουρδιστάν, ενώ οι πλατφόρμες Instagram και WhatsApp αποκλείστηκαν πλήρως. Στόχος των μέτρων αυτών ήταν να εμποδιστεί η οργάνωση των διαδηλωτών και να περιοριστεί η διάδοση πληροφοριών στο εσωτερικό και το εξωτερικό.

Σύμφωνα με την οργάνωση Freedom House, το Ιράν κατέγραψε την μεγαλύτερη παγκόσμια επιδείνωση στην ελευθερία του διαδικτύου την περίοδο 2022–2023, ακριβώς λόγω αυτών των πρακτικών. Η διαδικτυακή δραστηριότητα των πολιτών βρίσκεται υπό στενή επιτήρηση, με πολλούς Ιρανούς χρήστες να συλλαμβάνονται και να αντιμετωπίζουν σοβαρές κατηγορίες, όπως «προσβολή του Ισλάμ» ή «προπαγάνδα κατά του κράτους». Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι διώξεις αυτές έχουν οδηγήσει ακόμη και σε εξαιρετικά βαριές ποινές, ενισχύοντας το κλίμα φόβου και αυτολογοκρισίας στο διαδίκτυο.

Τουρκία

Διατηρεί νομικό πλαίσιο που επιτρέπει προληπτικό μπλοκάρισμα περιεχομένου και ιστοτόπων ειδήσεων. Το 2022 πέρασε ευρύ «Νόμο περί παραπληροφόρησης» που επικρίνεται ως εργαλείο λογοκρισίας. Έχει ιστορικό προσωρινών φραγών σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατά κρίσεις. Τον Φεβρουάριο 2023, μετά τον καταστροφικό σεισμό, το Twitter αποκλείστηκε προσωρινά προκαλώντας αντιδράσεις ότι η κυβέρνηση φίμωσε επικριτικές φωνές. Επίσης, παραμονές εκλογών του 2023, το Twitter συμμορφώθηκε με δικαστικές εντολές περιορίζοντας περιεχόμενο επικριτών της κυβέρνησης στην Τουρκία.

Ινδία

Παρότι δημοκρατία, είναι παγκόσμιος «πρωταθλητής» στις διακοπές του διαδικτύου. Το 2022 πραγματοποιήθηκαν 84 τοπικές διακοπές πρόσβασης στο διαδίκτυο στην Ινδία (κυρίως στο Κασμίρ), αριθμός υπερδιπλάσιος από κάθε άλλη χώρα. Οι αρχές χρησιμοποιούν τις διακοπές πρόσβασης στο διαδίκτυο ως «όπλα ελέγχου και ασπίδες ατιμωρησίας» για να αντιμετωπίσουν διαδηλώσεις και συγκρούσεις, προκαλώντας σοβαρές συνέπειες και στην οικονομική και κοινωνική ζωή των πολιτών (χαρακτηριστικό παράδειγμα το «ψηφιακό απαρτχάιντ» που καταγγέλλουν οι κάτοικοι στο Κασμίρ.

Μιανμάρ

Μετά το πραξικόπημα του 2021, η στρατιωτική χούντα έχει εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς μαζικής ψηφιακής λογοκρισίας και παρακολούθησης. Το 2023, η Μυανμάρ ισοβάθμησε την Κίνα ως το χειρότερο περιβάλλον διαδικτυακής ελευθερίας. Οι αρχές φυλακίζουν χιλιάδες πολίτες ως διαδικτυακούς «αντιφρονούντες» και έχουν εισαγάγει νέες τεχνολογίες που μπλοκάρουν σχεδόν πλήρως τα VPN κόβοντας μία από τις τελευταίες «διόδους» των πολιτών για απρόσκοπτη πρόσβαση στο διαδίκτυο.

Βόρεια Κορέα

Αποτελεί ακραία περίπτωση ολικής ψηφιακής απομόνωσης. Οι πολίτες δεν έχουν πρόσβαση στο παγκόσμιο διαδίκτυο· αντ’ αυτού χρησιμοποιούν ένα κρατικά ελεγχόμενο εσωτερικό διαδίκτυο (Intranet). Οποιαδήποτε διαρροή ανεξάρτητης πληροφορίας τιμωρείται αυστηρά, καθιστώντας το καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ ένα από τα πλέον κλειστά στον κόσμο.

Σύμφωνα με το Freedom House (Freedom on the Net 2024), συνολικά 41 χώρες από τις 72 που μελετώνται μπλόκαραν ιστοσελίδες με πολιτικό, κοινωνικό ή θρησκευτικό περιεχόμενο μέσα στο τελευταίο έτος κάλυψης. Η τάση αυτή αντικατοπτρίζει μια παγκόσμια πραγματικότητα όπου όχι μόνο οι αυταρχικές κυβερνήσεις αλλά ακόμη και δημοκρατίες εφαρμόζουν τεχνικές λογοκρισίας συχνά με το πρόσχημα της «εθνικής ασφάλειας» ή της «καταπολέμησης παραπληροφόρησης».

Ο συνδυασμός τεχνικών λογοκρισίας με χειραγώγηση περιεχομένου, π.χ. τα άτομα που προκαλούν σκόπιμα συγκρούσεις, ένταση ή αναστάτωση σε διαδικτυακές συζητήσεις του κυβερνοχώρου και η κρατική προπαγάνδα, δημιουργεί ένα ολοένα πιο ελεγχόμενο και μονομερές πληροφοριακό περιβάλλον σε πολλά μέρη του κόσμου.

Λογοκρισία από ιδιωτικές ψηφιακές πλατφόρμες

Εκτός από τα κράτη, σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη λογοκρισία διαδραματίζουν και οι μεγάλες ιδιωτικές πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και τεχνολογίας. Παρότι αυτές θεωρητικά προωθούν την ελεύθερη έκφραση, στην πράξη εφαρμόζουν πολιτικές περιεχομένου που οδηγούν σε αφαίρεση αναρτήσεων, αποκλεισμό χρηστών ή απόκρυψη πληροφοριών. Επιπλέον, οι πλατφόρμες συχνά συνεργάζονται -ή υπόκεινται σε πιέσεις- με κυβερνήσεις για τον περιορισμό περιεχομένου. Ακολουθούν οι βασικές πρακτικές λογοκρισίας στις οποίες επιδίδονται οι ψηφιακές πλατφόρμες:

Πολιτικές περιεχομένου και αφαίρεση αναρτήσεων

Οι πλατφόρμες όπως το Facebook, το X, το YouTube και το TikTok διαθέτουν εκτενή Κανόνες Κοινότητας που απαγορεύουν περιεχόμενο θεωρούμενο επιβλαβές· ρητορική μίσους, προτροπή σε βία, τρομοκρατική προπαγάνδα, παραπληροφόρηση σχετικά με δημόσια θέματα (υγεία, εκλογές).

Η επιβολή αυτών των κανόνων γίνεται μέσω αυτοματοποιημένων συστημάτων και ανθρώπινων συντονιστών. Το αποτέλεσμα είναι η μαζική αφαίρεση περιεχομένου σε καθημερινή βάση. Για παράδειγμα, η Meta ανέφερε ότι μόνο σε ένα τρίμηνο του 2021 αφαίρεσε πάνω από 31 εκατομμύρια δημοσιεύσεις από το Facebook λόγω ρητορικής μίσους· αριθμός που δείχνει το τεράστιο εύρος του ιδιωτικού «φιλτραρίσματος» περιεχομένου. Παρόμοια, το YouTube και το Twitter κατεβάζουν εκατομμύρια βίντεο ή tweets που παραβιάζουν τις πολιτικές τους.

Εκτός από την απομάκρυνση αναρτήσεων, οι πλατφόρμες επιβάλλουν και αναστολές ή αποκλεισμούς λογαριασμών για σοβαρές ή επανειλημμένες παραβιάσεις. Μία από τις πιο προβεβλημένες περιπτώσεις ήταν ο μόνιμος αποκλεισμός του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, από το Twitter και το Facebook το 2021, με επίκληση τον κίνδυνο υποκίνησης βίας. Αυτό το γεγονός τροφοδότησε τη δημόσια συζήτηση για το κατά πόσο οι εταιρείες τεχνολογίας θα έπρεπε να έχουν τέτοια ισχύ στο δημόσιο λόγο -με ορισμένους να επαινούν την απόφαση ως υπεύθυνη στάση, και άλλους να την καταδικάζουν ως λογοκρισία πολιτικής φωνής σε ιδιωτική πλατφόρμα.

Αλγόριθμοι προώθησης/καταστολής

Μια πιο δυσδιάκριτη αλλά εξίσου σημαντική μορφή λογοκρισίας από πλατφόρμες είναι η αλγοριθμική υποβάθμιση περιεχομένου. Οι ροές ειδήσεων και οι μηχανές αναζήτησης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν προβάλλουν όλα τις αναρτήσεις ισότιμα· αντιθέτως, χρησιμοποιούν αλγόριθμους που αποφασίζουν τι θα δει κατά προτεραιότητα ο χρήστης. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στις εταιρείες να «θάβουν» περιεχόμενο χωρίς να το διαγράφουν, μια πρακτική γνωστή και ως «περιορισμός προώθησης» (shadow banning).

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το TikTok. Πηγές το 2019 αποκάλυψαν ότι το κινεζικών συμφερόντων TikTok είχε μυστικές κατευθυντήριες γραμμές λογοκρισίας για τους συντονιστές του. Σύμφωνα με αυτές, απαγορευμένα θέματα όπως η σφαγή στην Πλατεία Τιενανμέν, η ανεξαρτησία του Θιβέτ ή η πνευματική άσκηση Φάλουν Γκονγκ έπρεπε είτε να διαγράφονται πλήρως είτε να επισημαίνονται ως «ορατά μόνο στον δημιουργό».

Με τον τελευταίο αυτόν χειρισμό, το επίμαχο βίντεο μένει μεν ανεβασμένο, αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ σε άλλους χρήστες μέσω της αλγοριθμικής ροής -ουσιαστικά θάβεται, χωρίς ο δημιουργός να γνωρίζει ξεκάθαρα ότι λογοκρίθηκε. Αυτό το είδος κρυφής λογοκρισίας σημαίνει πως οι χρήστες ενδέχεται να αγνοούν ότι κάποια αναρτήσή τους έχει κατασταλεί, νομίζοντας ίσως ότι απλώς δεν έγινε δημοφιλής.

Μια εικόνα δείχνει εφαρμογές μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην οθόνη ενός iPad, στις 26 Φεβρουαρίου 2024. (Joe Raedle/Getty Images)

 

Πέραν των πολιτικά ευαίσθητων θεμάτων, το TikTok φέρεται να λογόκρινε αλγοριθμικά και κοινωνικό/πολιτισμικό περιεχόμενο. Μελέτες δείχνουν ότι αναφορές στην καταπίεση των Ουιγούρων στην Κίνα, ακόμη και ορισμένα βίντεο διαδηλώσεων στις ΗΠΑ υποβαθμίζονταν ή αφαιρούνταν από την πλατφόρμα. Συνολικά, το TikTok -η πρώτη κινεζική πλατφόρμα με παγκόσμια απήχηση περίπου 1 δισ. χρηστών- ακολουθεί μια πολύ επιθετική πολιτική λογοκρισίας μέσω αλγορίθμων, σε βαθμό που αναλυτές τη χαρακτηρίζουν «βαρύ χέρι» στη ρύθμιση συγκριτικά με τα δυτικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Άλλες πλατφόρμες επίσης κατηγορούνται για περιορισμό προώθησης. Πολλοί χρήστες του Twitter και του Instagram έχουν ισχυριστεί ότι οι εταιρείες περιόριζαν σιωπηρά την ορατότητα των αναρτήσεών τους, ιδίως αν αυτές κρίνονταν «ακατάλληλες» ή παραβίαζαν ήπια τις πολιτικές. Αν και οι εταιρείες αρνούνται επισήμως τον περιορισμό προώθησης, αναγνωρίζουν ότι εφαρμόζουν πολιτική «ελευθερία του λόγου, όχι όμως ελευθερία πρόσβασης», δηλαδή ενδέχεται να αφήσουν μια ανάρτηση αλλά να μειώσουν την προώθησή της μέσω των αλγορίθμων τους. Με αυτόν τον τρόπο, οι πλατφόρμες ισχυρίζονται ότι δεν φιμώνουν εντελώς κανέναν, ταυτόχρονα όμως ασκούν έλεγχο στο πόσα άτομα θα προσεγγίσει κάθε δημοσίευση.

Συμμόρφωση των πλατφορμών σε κυβερνητικές απαιτήσεις

Ένα κρίσιμο -και συχνά αμφιλεγόμενο- ζήτημα είναι η σχέση των ιδιωτικών πλατφορμών με τις κυβερνήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εταιρείες επιλέγουν να αφαιρούν ή να αποκλείουν περιεχόμενο ύστερα από αιτήματα κρατών, προκειμένου να συνεχίσουν να λειτουργούν στις αγορές τους. Αυτό θέτει το δίλημμα μεταξύ της τήρησης της τοπικής νομοθεσίας και του σεβασμού της ελευθερίας της έκφρασης.

Twitter/X

Υπό τη νέα διοίκηση του Έλον Μασκ (τέλη 2022 και μετά), το Twitter δήλωσε υπέρμαχο της ελευθερίας λόγου, όμως τα δεδομένα δείχνουν ότι αύξησε δραματικά τη συμμόρφωση σε αιτήματα λογοκρισίας κυβερνήσεων. Το πρώτο εξάμηνο μετά την εξαγορά από τον Μασκ, η εταιρεία δέχτηκε 971 κυβερνητικές εντολές και υπάκουσε πλήρως στο 83% αυτών (808 αιτήματα) -από περίπου 50% συμμόρφωση πριν.

Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται αιτήματα από αυταρχικές κυβερνήσεις όπως της Τουρκίας και της Ινδίας. Δύο ημέρες πριν τις εκλογές του Μαΐου 2023 στην Τουρκία, το Twitter μπλόκαρε την πρόσβαση σε ορισμένους λογαριασμούς επικριτικούς προς τον πρόεδρο Ερντογάν -οι αναρτήσεις τους ήταν ορατές εκτός Τουρκίας αλλά όχι εντός.

Στην Ινδία, το Twitter συμμορφώθηκε με κυβερνητική εντολή να διαγράψει αναρτήσεις και συνδέσμους σχετικά με ένα ντοκιμαντέρ του BBC επικριτικό για τον πρωθυπουργό Μόντι. Ο Μασκ υπερασπίστηκε αυτές τις ενέργειες λέγοντας ότι «δεν μπορούμε να υπερβούμε τους νόμους μιας χώρας» και ότι προτιμά να λογοκρίνει ορισμένο περιεχόμενο παρά να διακινδυνεύσει τη φυλάκιση του προσωπικού της εταιρείας ή την πλήρη απαγόρευση του Twitter στη συγκεκριμένη χώρα.

Αυτές οι αποφάσεις ωστόσο δημιουργούν προηγούμενο ιδιωτικής λογοκρισίας που ευθυγραμμίζεται με κυβερνητικές βουλές, ιδιαίτερα ανησυχητικό σε προεκλογικές περιόδους όταν η πληροφόρηση των ψηφοφόρων είναι κρίσιμη.

Facebook (Meta)

Το Facebook ιστορικά διακηρύσσει τη δέσμευσή του στην ελευθερία έκφρασης, ωστόσο σε ορισμένες αυταρχικές χώρες έχει κάνει υποχωρήσεις για να αποφύγει τη διακοπη. Στο Βιετνάμ, για παράδειγμα, η κυβέρνηση έχει ασκήσει τεράστια πίεση. Το 2020, το Ανόι απείλησε να μπλοκάρει πλήρως το Facebook αν δεν «φιλτράριζε» περισσότερο αντικυβερνητικό περιεχόμενο.

Η εταιρεία αρχικά υπέκυψε αυξάνοντας τη λογοκρισία «αντικρατικών» αναρτήσεων για τοπικούς χρήστες. Όταν αργότερα της ζητήθηκε να επεκτείνει ακόμη περισσότερο τις διαγραφές, στελέχη του Facebook αποκάλυψαν ότι οι αρχές απέσυνδεσαν τους τοπικούς servers της εταιρείας ως πίεση μέχρι να συμμορφωθεί.

Σύμφωνα με στοιχεία του 2023–24, το Facebook κατέβασε περίπου 9.000 αναρτήσεις ετησίως στο Βιετνάμ ύστερα από κυβερνητικά αιτήματα, συμμορφούμενο σε άνω του 90% των αιτημάτων αυτών. Παρόμοια υψηλή συμμόρφωση (90%+) εμφανίζουν και η Google (YouTube) και το TikTok στο Βιετνάμ, αφαιρώντας χιλιάδες «αντικομμουνιστικές» ή «αντικρατικές» δημοσιεύσεις κατ’ εντολή της κυβέρνησης.

Διεθνείς οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία έχουν επικρίνει τη Meta ότι «βάζει το κέρδος πάνω από τα ανθρώπινα δικαιώματα» στη συγκεκριμένη χώρα, συναινώντας σε αυθαίρετη λογοκρισία για να μην χάσει μια αγορά περίπου$1 δισ. δολαρίων.

YouTube (Google)

Το YouTube εφαρμόζει επίσης μπλοκάρισμα βίντεο σε τοπικό επίπεδο αν λάβει νόμιμα αιτήματα (π.χ. περιεχόμενο που παραβιάζει τον τουρκικό νόμο ή τον γερμανικό νόμο περί ρητορικής μίσους). Το TikTok, πέρα από την εσωτερική του λογοκρισία, έχει φανεί πρόθυμο να ικανοποιήσει κυβερνήσεις σε διάφορες αγορές ώστε να αποφύγει αποκλεισμούς.

Η Apple και η Google αφαιρούν εφαρμογές από τα app stores όταν κυβερνήσεις το απαιτούν. Χαρακτηριστικά, εφαρμογές αντιφρονούντων αφαιρέθηκαν από τα κινεζικά App Store. Γενικά, οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας συχνά ισορροπούν μεταξύ αρχών ελευθερίας και νομικών/εμπορικών πιέσεων σε κάθε χώρα.

«Ιδιωτική» λογοκρισία και τα όρια της ελευθερίας έκφρασης

Η λογοκρισία που ασκούν οι ιδιωτικές πλατφόρμες εγείρει ολοένα και πιο σύνθετα ερωτήματα. Είναι άραγε εξίσου επιζήμια με την κρατική λογοκρισία ή αποτελεί απλώς τη νόμιμη άσκηση των δικαιωμάτων μιας εταιρείας πάνω στην ψηφιακή της «ιδιοκτησία»;

Από νομική άποψη, στις περισσότερες δημοκρατικές χώρες οι διατάξεις που προστατεύουν την ελευθερία του λόγου -όπως η Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών- ισχύουν αποκλειστικά για τις κρατικές αρχές και δεν δεσμεύουν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Έτσι, ορισμένοι ακαδημαϊκοί, μέσα από μια οπτική δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, υποστηρίζουν ότι όταν μια πλατφόρμα αφαιρεί ή περιορίζει περιεχόμενο, δεν πρόκειται για λογοκρισία με την κλασική έννοια, αλλά για τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματός της να ελέγχει το τι προβάλλεται στους δικούς της διακομιστές. Με άλλα λόγια, υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε μια κρατική απαγόρευση που εμποδίζει κάποιον να εκφραστεί οπουδήποτε και σε μια ιδιωτική εταιρεία που απλώς αρνείται να φιλοξενήσει συγκεκριμένο λόγο στην πλατφόρμα της.

Ωστόσο, πολλοί αμφισβητούν αυτή τη διάκριση, επισημαίνοντας ότι ορισμένες ελάχιστες πλατφόρμες ελέγχουν πλέον σχεδόν ολόκληρο το παγκόσμιο δημόσιο βήμα. Έρευνες δείχνουν ότι ο τρόπος με τον οποίο οι συντονιστές αποφασίζουν να αφαιρέσουν περιεχόμενο επηρεάζει άμεσα τις πληροφορίες που λαμβάνουν εκατομμύρια χρήστες, με πιθανές επιπτώσεις στη δημοκρατική διαδικασία. Ιδίως όταν μια πλατφόρμα λειτουργεί μονοπωλιακά σε έναν τομέα επικοινωνίας, η απόφαση να αποκλείσει συγκεκριμένες απόψεις μπορεί στην πράξη να στερήσει από αυτές την πρόσβαση στο κοινό. Έτσι, διαμορφώνεται ένα παράδοξο: ιδιωτικές εταιρείες να λαμβάνουν αποφάσεις με βαθύ δημόσιο αντίκτυπο.

Στη δημόσια συζήτηση έχει αναδειχθεί και το ζήτημα της «διακριτικής μεροληψίας». Ορισμένες πολιτικές ομάδες -κυρίως συντηρητικές στις Ηνωμένες Πολιτείες- κατηγορούν τα κοινωνικά δίκτυα ότι περιορίζουν δυσανάλογα τις δικές τους φωνές. Από την άλλη, υπάρχουν και όσοι θεωρούν ότι οι ίδιες εταιρείες δεν κάνουν αρκετά για να ανακόψουν τη ρητορική μίσους ή την παραπληροφόρηση. Έρευνες, όπως αυτές του Pew Research Center, δείχνουν ότι δεν υπάρχει σαφής απόδειξη συστημικής ιδεολογικής μεροληψίας, ωστόσο η έλλειψη διαφάνειας στις διαδικασίες αφαίρεσης περιεχομένου τροφοδοτεί τη δυσπιστία των χρηστών.

Ως απάντηση, έχουν προταθεί πρωτοβουλίες διαφάνειας όπως οι Αρχές της Santa Clara και η Πράξη Ψηφιακών Υπηρεσιών (DSA) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που επιβάλλουν στις πλατφόρμες υποχρέωση ενημέρωσης για τις πρακτικές αφαίρεσης περιεχομένου, δικαιώματα ένστασης των χρηστών και τακτικές αναφορές σχετικά με την εποπτεία των αναρτήσεων.

Η λογοκρισία από ιδιωτικές πλατφόρμες συνιστά ένα νέο υβρίδιο εξουσίας. Ενώ δεν προέρχεται από κυβερνήσεις, μπορεί να έχει παρόμοιο αντίκτυπο στην ελευθερία του λόγου. Το αν οι εταιρείες αυτές θα συνεργαστούν ή θα αντισταθούν στις κρατικές πιέσεις για περιορισμό περιεχομένου, εξαρτάται συχνά από την κοινωνική πίεση και τη δημόσια εικόνα τους. Το αποτέλεσμα παραμένει ανοιχτό και συνεχίζει να διαμορφώνει το μέλλον της ελεύθερης έκφρασης στο διαδίκτυο.