Παρασκευή, 09 Μαΐ, 2025

Το αδιέξοδο στην ειρηνευτική διαδικασία ενισχύει την προέλαση των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία

Καθώς οι προοπτικές για άμεση εφαρμογή της εκεχειρίας με διαμεσολάβηση των ΗΠΑ μεταξύ Κιέβου και Μόσχας εξανεμίζονται, οι ρωσικές δυνάμεις συνεχίζουν να σημειώνουν προόδους στο πεδίο της μάχης.

«Οι Ρώσοι επιτυγχάνουν αργά αλλά σταθερά κέρδη σε ολόκληρη τη γραμμή του μετώπου, τόσο στο Κουρσκ όσο και στο Ντονμπάς», δήλωσε στην Epoch Times ο Ρόμπερτ Πήτερς, αναλυτής αμυντικής πολιτικής στο Heritage Foundation, αμερικανικό think tank με έδρα την Ουάσιγκτον.

«Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι διαθέτουν το πλεονέκτημα τόσο σε αριθμό στρατιωτών όσο και σε πολεμοφόδια», πρόσθεσε. «Η Ουκρανία αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες σε ανθρώπινο δυναμικό και σε αμυντικά πυρομαχικά. Ουσιαστικά, δίνει μια συνεχή και δύσκολη μάχη οπισθοφυλακής.»

Στις 3 Απριλίου, το ρωσικό υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε ότι οι δυνάμεις του κατέλαβαν άλλα δύο χωριά στις περιοχές του Ντονέτσκ και της Ζαπορίζια.

«Οι μονάδες της Ομάδας Ανατολής προέλασαν βαθύτερα στις εχθρικές θέσεις, απελευθερώνοντας τον οικισμό Βεσέλε στη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ», ανέφερε σε σχετική ανακοίνωση που μετέδωσε το πρακτορείο TASS.

Το Κίεβο μέχρι στιγμής δεν έχει αναγνωρίσει αυτές τις εδαφικές απώλειες, ενώ η Epoch Times δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει ανεξάρτητα τον ισχυρισμό.

Εδώ και αρκετούς μήνες, οι ρωσικές δυνάμεις σημειώνουν διαρκώς μικρές αλλά σημαντικές νίκες, ιδίως στην περιοχή του Ντονμπάς, η οποία περιλαμβάνει το Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ, εις βάρος των ήδη εξαντλημένων ουκρανικών δυνάμεων.

Την 1η Απριλίου, η Μόσχα ισχυρίστηκε ότι οι δυνάμεις της κατέλαβαν το χωριό Ρόζλιβ, νότια της Ποκρόβσκ, βασικού στρατηγικού κόμβου των ουκρανικών logistics.

Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, ο Βλαντίμιρ Πούτιν ανέφερε ότι οι ρωσικές δυνάμεις σημειώνουν νίκες «σε καθημερινή βάση» σε ολόκληρο το μήκος του μετώπου των 960 χιλιομέτρων.

«Σε όλη τη γραμμή εμπλοκής, η στρατηγική πρωτοβουλία ανήκει πλήρως στις Ένοπλες Δυνάμεις της Ρωσίας», δήλωσε στις 28 Μαρτίου. Υποστήριξε ακόμη ότι το «99 τοις εκατό» του Λουχάνσκ και «πάνω από το 70 τοις εκατό» των περιοχών του Ντονέτσκ, της Χερσώνας και της Ζαπορίζια βρίσκονται ήδη υπό ρωσικό έλεγχο.

«Οι δυνάμεις μας προχωρούν, απελευθερώνοντας το ένα έδαφος μετά το άλλο, τη μία περιοχή μετά την άλλη», πρόσθεσε ο Πούτιν.

Ο Τιμ Ρίπλεϊ, γνωστός Βρετανός αναλυτής αμυντικών θεμάτων, επισήμανε ότι οι ρωσικές δυνάμεις σημειώνουν «σταδιακές προελάσεις σε πολλά σημεία». Αν και οι Ρώσοι καταλαμβάνουν χωριά «εδώ κι εκεί», ακόμη δεν έχουν πετύχει «μια αποφασιστική ανατροπή» στην περιοχή του Ντονμπάς, τόνισε στην Epoch Times.

«Τον Φεβρουάριο και στις αρχές Μαρτίου είχαν φτάσει πολύ κοντά στην πόλη Ποκρόβσκ, αλλά δεν την κατέλαβαν ακόμη», πρόσθεσε ο Ρίπλεϊ, συγγραφέας βιβλίων για τη ρωσική στρατιωτική στρατηγική.

«Οι Ρώσοι χρειάζονται τώρα χρόνο για να αναδιοργανωθούν και να οδηγήσουν τους Ουκρανούς σε μια κρίσιμη κατάσταση, όπου είτε θα υποχωρήσουν είτε θα κινδυνεύσουν με περικύκλωση», εκτίμησε ο ίδιος.

Το 2022, η Ρωσία εισέβαλε και προσάρτησε ντε φάκτο το Ντονέτσκ, το Λουχάνσκ, καθώς και τις περιοχές Χερσώνα και Ζαπορίζια. Έκτοτε, η Μόσχα θεωρεί και τις τέσσερις περιοχές μέρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Σε αδιέξοδο η εκεχειρία

Την ίδια ώρα, Μόσχα και Κίεβο κατηγορούν αλλήλους για παραβίαση της συμφωνίας αποχής από χτυπήματα ενεργειακών υποδομών, η οποία συμφωνήθηκε τον προηγούμενο μήνα μέσω διαβουλεύσεων με αξιωματούχους των ΗΠΑ.

Εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών δήλωσε στις 3 Απριλίου ότι, μετά την έναρξη ισχύος της συμφωνίας, το Κίεβο έχει πραγματοποιήσει πάνω από 30 επιθέσεις εναντίον ρωσικών στόχων στην ενέργεια με δυτικά όπλα.

Παράλληλα, η Ουκρανία υποστηρίζει ότι συνεχίζονται τα ρωσικά πλήγματα στις δικές της ενεργειακές εγκαταστάσεις. Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωσε πρόσφατα πως οι συνεχιζόμενες επιθέσεις «υποδηλώνουν ότι η Μόσχα περιφρονεί τη διπλωματική διαμεσολάβηση των εταίρων μας».

Οι δύο πλευρές έχουν παραδώσει στις ΗΠΑ λίστες με καταγγελίες για παραβίαση της εκεχειρίας, κατηγορίες που παραμένουν ανεξακρίβωτες από ανεξάρτητες πηγές.

Χάνεται το Κουρσκ

Μέσα στο κλίμα αυτό, η Ουκρανία χάνει το τελευταίο προγεφύρωμά της στη ρωσική περιοχή του Κουρσκ μετά από σφοδρές αντεπιθέσεις των Ρώσων, γεγονός που αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο τη θέση του Κιέβου σε πιθανές μελλοντικές διαπραγματεύσεις.

«Το Κουρσκ ήταν το ισχυρό χαρτί του Κιέβου», τόνισε ο Ρίπλεϊ. «Τώρα όμως το έχασαν.»

Πτώση στις αποδόσεις των ουκρανικών ομολόγων λόγω υποχώρησης προσδοκιών για κατάπαυση του πυρός με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ

Σημαντική πτώση σημείωσαν οι αποδόσεις των ουκρανικών κυβερνητικών ομολόγων αυτή την εβδομάδα, καθώς αμβλύνονται οι προσδοκίες για μια γρήγορη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, με τη μεσολάβηση των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το ομόλογο της Ουκρανίας σε δολάρια με λήξη το 2036 κατέγραψε πτώση 3 σεντς φτάνοντας στα 54 σεντς ανά δολάριο, ενώ τον Φεβρουάριο είχε αγγίξει τα 70 σεντς, όταν ξεκίνησαν οι συνομιλίες ΗΠΑ-Ρωσίας στη Σαουδική Αραβία.

Οι επενδυτές προετοιμάζονται για μακροχρόνια σύγκρουση

«Η αγορά αρχίζει να εκτιμά ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα», δήλωσε στο Reuters στις 31 Μαρτίου ο Καάν Νάζλι, διαχειριστής χαρτοφυλακίων αναδυόμενων αγορών στην Neuberger Berman, η οποία διαθέτει ουκρανικό χρέος.

Η ανάκαμψη των ουκρανικών ομολόγων τους προηγούμενους μήνες στηρίχθηκε στις υποσχέσεις του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να φέρει εις πέρας τις προσπάθειες για τον τερματισμό της τρίχρονης σύγκρουσης με τη Ρωσία. Τον Φεβρουάριο διεξήχθησαν κρίσιμες συνομιλίες στη Σαουδική Αραβία μεταξύ υψηλόβαθμων αξιωματούχων των ΗΠΑ και της Ρωσίας, όπου συζητήθηκαν πιθανοί τρόποι τερματισμού της σύγκρουσης.

Τον Μάρτιο, οι ΗΠΑ μεσολάβησαν για μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός, με Ρωσία και Ουκρανία να συμφωνούν να μην πραγματοποιούν επιθέσεις στις αντίστοιχες ενεργειακές υποδομές. Ωστόσο, η κατάσταση παραμένει τεταμένη καθώς οι δύο πλευρές αλληλοκατηγορούνται για παραβιάσεις της συμφωνίας.

Εντεινόμενη ένταση και κατηγορίες

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολοδίμιρ Ζελένσκι, η Ρωσία εκτόξευσε πάνω από 1.000 drones μέσα σε μία εβδομάδα κατά ουκρανικών στόχων. Από την άλλη πλευρά, η Μόσχα κατηγορεί το Κίεβο για επιθέσεις σε ρωσικές ενεργειακές εγκαταστάσεις με χρήση drones και πυραύλων.

Οι ελπίδες για την κατάπαυση του πυρός υποχώρησαν περαιτέρω μετά τις δηλώσεις του Τραμπ στις 30 Μαρτίου, όπου φάνηκε να επιρρίπτει ευθύνες στη Ρωσία για τη συνέχιση των εχθροπραξιών. «Αν η Ρωσία και εγώ δεν καταφέρουμε να επιτύχουμε συμφωνία για τη διακοπή της αιματοχυσίας, και αν θεωρώ ότι η Ρωσία φέρει την ευθύνη, τότε θα επιβάλω δευτερογενείς δασμούς σε όλο το πετρέλαιο που εξάγει η Ρωσία», προειδοποίησε.

Σε νεότερες δηλώσεις, ο Τραμπ ανέφερε πως παρά τις δυσκολίες, υπάρχει πρόοδος, «βήμα βήμα».

Σύνθετες διπλωματικές διαπραγματεύσεις και οικονομικές πιέσεις

Παράλληλα, διαπραγματεύσεις διεξάγονται για μια συμφωνία μεταλλευμάτων μεταξύ Ουκρανίας και ΗΠΑ που έχει προκαλέσει ένταση. Η Ουκρανία έχει δεχθεί πιέσεις να παραχωρήσει τα έσοδα από τους φυσικούς της πόρους για την εξόφληση χρεών πολέμου προς τις ΗΠΑ. Ο Ζελένσκι φέρεται να προσπάθησε να αποσύρει τη συμμετοχή της χώρας του από τη συμφωνία, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του Τραμπ. «Αν συνεχίσει να αποσύρεται, θα έχει σοβαρά προβλήματα», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος.

Από την πλευρά του, ο υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας, Αντρίι Σιμπίχα, τόνισε πως το Κίεβο σκοπεύει να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ ώστε να επιτευχθεί μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία.

Η Ρωσία, μέσω του εκπροσώπου της Προεδρίας, Ντμίτρι Πεσκόφ, υπογράμμισε πως, παρά την πολυπλοκότητα της κατάστασης, συνεχίζονται οι επαφές με την Ουάσιγκτον, με στόχο την εξεύρεση λύσης.

«Τα θέματα που συζητούμε σχετικά με την κρίση στην Ουκρανία απαιτούν πρόσθετη προσπάθεια και συνεχή επεξεργασία», δήλωσε ο Πεσκόφ στις 1 Απριλίου.

Πρόκληση για σταθερότητα

Η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα και οι καθυστερήσεις στις διπλωματικές πρωτοβουλίες ασκούν πιέσεις τόσο στην ουκρανική οικονομία όσο και στην ευρύτερη γεωπολιτική σκηνή. Καθώς η σύγκρουση φαίνεται να παρατείνεται, το κόστος για τις εμπλεκόμενες χώρες, καθώς και για την παγκόσμια ενεργειακή πολιτική, συνεχώς αυξάνεται.

Η Ευρώπη ανησυχεί καθώς οι ΗΠΑ εξετάζουν την άρση των κυρώσεων στη Ρωσία

Την περασμένη εβδομάδα, Αμερικανοί και Ρώσοι αξιωματούχοι πραγματοποίησαν μαραθώνιες συνομιλίες στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας, με στόχο την επίτευξη συμφωνίας εκεχειρίας μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας στη Μαύρη Θάλασσα.

Μετά τις συνομιλίες, ο Λευκός Οίκος φάνηκε να σηματοδοτεί την προθυμία του να άρει ορισμένους περιορισμούς στις ρωσικές εξαγωγές γεωργικών προϊόντων και λιπασμάτων — πάγιο αίτημα της Ρωσίας — στο πλαίσιο μιας συμφωνίας εκεχειρίας.

Ο πρώην αξιωματούχος του Λευκού Οίκου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, πρέσβης Μάθιου Μπράιζα, δήλωσε στην Epoch Times ότι φαίνεται σαφές πως η αμερικανική κυβέρνηση εξετάζει τρόπους να επιτύχει για τη Ρωσία άρση των κυρώσεων, στο πλαίσιο κάποιας συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.

Σε ανακοίνωση της 25ης Μαρτίου, ο Λευκός Οίκος ανέφερε ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν να διασφαλίσουν την ασφαλή ναυσιπλοΐα, να αποκλείσουν τη χρήση βίας και να αποτρέψουν τη χρήση εμπορικών πλοίων για στρατιωτικούς σκοπούς στη Μαύρη Θάλασσα.

Στην ίδια ανακοίνωση, επισημάνθηκε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βοηθήσουν στην αποκατάσταση της πρόσβασης της Ρωσίας στις διεθνείς αγορές για εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και λιπασμάτων, θα μειώσουν το κόστος θαλάσσιας ασφάλισης και θα διευκολύνουν την πρόσβαση σε λιμάνια και συστήματα πληρωμών για τέτοιες συναλλαγές.

Αντίστοιχη ανακοίνωση εξέδωσε το Κρεμλίνο την ίδια ημέρα, επαναλαμβάνοντας τις δύο βασικές δεσμεύσεις. Ωστόσο, σε αντίθεση με τη δήλωση των ΗΠΑ, η Μόσχα τόνισε ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν να προχωρήσουν στην εφαρμογή της Πρωτοβουλίας της Μαύρης Θάλασσας.

Η εν λόγω συμφωνία, η οποία είχε επιτρέψει στην Ουκρανία να εξάγει σιτηρά μέσω της Μαύρης Θάλασσας, είχε αρχικά συναφθεί το καλοκαίρι του 2022 με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ και της Τουρκίας. Έναν χρόνο αργότερα, η Ρωσία αρνήθηκε να την ανανεώσει, υποστηρίζοντας ότι δεν είχαν τηρηθεί οι όροι που της επέτρεπαν να εξάγει τα δικά της σιτηρά και λιπάσματα. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, είχε δηλώσει κατά τη λήξη της συμφωνίας στις 17 Ιουλίου 2023 ότι το σκέλος που αφορούσε τη Ρωσία δεν είχε εφαρμοστεί, με αποτέλεσμα την ακύρωση της ανανέωσής της.

Κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, η Ουκρανία είχε καταφέρει να εξάγει δεκάδες εκατομμύρια τόνους σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας, παρά τις συνεχιζόμενες εχθροπραξίες με τη Ρωσία. Από την αρχή, ωστόσο, η Μόσχα διαμαρτυρόταν ότι το δεύτερο σκέλος της συμφωνίας — ένα μνημόνιο συνεννόησης μεταξύ Ρωσίας και ΟΗΕ — δεν εφαρμοζόταν επαρκώς.

Το εν λόγω μνημόνιο προέβλεπε την απομάκρυνση των εμποδίων για τις ρωσικές εξαγωγές σιτηρών και λιπασμάτων. Παρόλα αυτά, και ενώ η συμφωνία παρέμενε σε ισχύ, η Μόσχα κατηγορούσε επανειλημμένα την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες ότι εμποδίζουν τις ρωσικές αγροτικές εξαγωγές, παραβιάζοντας τους όρους της συμφωνίας.

Στη δήλωση της 25ης Μαρτίου, το Κρεμλίνο ανέφερε ότι η επιδιωκόμενη εκεχειρία στη Μαύρη Θάλασσα θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο εάν αρθούν οι περιορισμοί στη Rosselkhozbank (Ρωσική Αγροτική Τράπεζα) και σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που εμπλέκονται στο διεθνές εμπόριο τροφίμων και λιπασμάτων, επανασυνδεθούν με το σύστημα SWIFT και ανοίξουν αντίστοιχοι λογαριασμοί ανταπόκρισης.

Επιπλέον, η Ρωσία απαίτησε την άρση των περιορισμών στις χρηματοδοτικές συναλλαγές, καθώς και την κατάργηση των κυρώσεων στις ρωσικές εταιρείες παραγωγής και εξαγωγής τροφίμων και λιπασμάτων.

Το Κρεμλίνο ζήτησε επίσης την άρση των κυρώσεων στα ρωσικά πλοία που μεταφέρουν τρόφιμα και λιπάσματα, καθώς και την έγκριση της εισαγωγής γεωργικού εξοπλισμού από τη Ρωσία.

Σύμφωνα με τον Πεσκόφ, οι απαιτήσεις αυτές είναι σχεδόν ίδιες με εκείνες που περιλαμβάνονταν στην αρχική Πρωτοβουλία της Μαύρης Θάλασσας για τα Σιτηρά (Black Sea Grain Initiative-BSGI), επισημαίνοντας ότι αυτή τη φορά πρέπει να διασφαλιστεί η δικαιοσύνη. Σε δηλώσεις του, στις 26 Μαρτίου, τόνισε ότι οι διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ θα συνεχιστούν.

Εμπορικά πλοία, μέρος της συμφωνίας για τα σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας, περιμένουν να περάσουν το στενό του Βοσπόρου, στις 31 Οκτωβρίου 2022. (Umit Bektas/Reuters/File Photo)

 

Την ίδια ημέρα, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο ανέφερε ότι η Ουάσιγκτον θα αξιολογήσει τα ρωσικά αιτήματα. Όπως δήλωσε στους δημοσιογράφους, μετά τη συνάντηση στο Ριάντ, οι Ρώσοι παρουσίασαν έναν κατάλογο προϋποθέσεων, τον οποίο οι ΗΠΑ θα εξετάσουν και θα υποβάλουν στον Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Μπράιζα σημείωσε ότι οι ΗΠΑ φαίνεται να υποστηρίζουν πλέον τη διευκόλυνση των ρωσικών εξαγωγών από τη Μαύρη Θάλασσα, ιδίως όσον αφορά τα λιπάσματα και τα σιτηρά. Ανέφερε επίσης ότι αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την άρση των κυρώσεων στη ρωσική αγροτική τράπεζα.

Η Ευρώπη αντιστέκεται

Αντιδρώντας στους ρωσικούς όρους, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι κατηγόρησε τη Μόσχα ότι προσθέτει αιτήματα για την άρση των κυρώσεων στη συμφωνία εκεχειρίας που βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση. Μιλώντας σε δημοσιογράφους στο Παρίσι, στις 26 Μαρτίου, δήλωσε ότι η Ρωσία θέτει όρους σχετικά με τις κυρώσεις στην αμερικανική πλευρά, ενώ εξέφρασε την ελπίδα ότι οι διαπραγματευτές των ΗΠΑ θα παραμείνουν σταθεροί απέναντι στα ρωσικά αιτήματα. Υπογράμμισε, επίσης, ότι η Ουκρανία έχει επιδείξει ανθεκτικότητα και τόνισε πως είναι σημαντικό οι εταίροι της να επιδείξουν τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο ανθεκτικότητας.

Την ίδια ημέρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τοποθετήθηκε επί του θέματος, επισημαίνοντας ότι η πλήρης αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων από την ουκρανική επικράτεια παραμένει βασική προϋπόθεση για την άρση ή τη χαλάρωση των κυρώσεων. Σε σχετική δήλωση, η εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα εξωτερικών υποθέσεων και πολιτικής ασφαλείας, Ανίττα Χίππερ, ανέφερε ότι η άνευ όρων αποχώρηση όλων των ρωσικών στρατευμάτων από το σύνολο της ουκρανικής επικράτειας θα αποτελούσε μία από τις κύριες προϋποθέσεις για την τροποποίηση ή την άρση των κυρώσεων.

Ωστόσο, ο συγκεκριμένος όρος δεν θεωρείται αποδεκτός από τη Μόσχα, η οποία το 2022 προσάρτησε τέσσερις περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας, τις οποίες θεωρεί πλέον τμήμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους, στις 27 Μαρτίου, ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ φάνηκε να αποκλείει κάθε βραχυπρόθεσμο ενδεχόμενο άρσης των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Μετά από συνάντηση με Ευρωπαίους ηγέτες στο Παρίσι, δήλωσε ότι η χρονική στιγμή δεν είναι κατάλληλη για άρση των κυρώσεων, υποστηρίζοντας μάλιστα το αντίθετο.

Παρόλα αυτά, στις 27 Μαρτίου, εκπρόσωπος του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών ανέφερε ότι η Μόσχα και η Ουάσιγκτον εξετάζουν το πλαίσιο μιας «νέας συμφωνίας», το οποίο, όπως δήλωσε, βρίσκεται σε φάση συζητήσεων, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων Tass.

Σύμφωνα με τον Μπράιζα, δεν υπάρχει τρόπος να ξεπεραστεί το αδιέξοδο μεταξύ του ρωσικού αιτήματος για άρση των κυρώσεων και της άρνησης της ΕΕ να το δεχτεί, εκτός εάν η Ρωσία αποσύρει πλήρως τις δυνάμεις της από την Ουκρανία. Εκτίμησε ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν προσπαθεί να αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τις διαφορές μεταξύ της Ουάσιγκτον και των Ευρωπαίων συμμάχων της. Πρόσθεσε ακόμη ότι δεν πιστεύει πως ο Πούτιν επιθυμεί να σταματήσει τις εχθροπραξίες, σημειώνοντας πως ο Ρώσος πρόεδρος δεν έχει μετριάσει τις απαιτήσεις που είχε διατυπώσει ακόμη και πριν από την εισβολή στην Ουκρανία.

Ο πρώην πρέσβης της Τουρκίας στη Ρωσία, Χαλίλ Ακιντζί, ανέφερε ότι εάν η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφασίσει να άρει τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, είναι απίθανο να λάβει υπ’ όψιν τις αντιδράσεις της Ευρώπης. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν χρειάζεται να πείσει τους Ευρωπαίους, καθώς δεν ακολουθεί τους γενικούς κανόνες. Ανέφερε, επίσης, ότι εάν έχει τη δυνατότητα να το πράξει, θα το κάνει, σημειώνοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ελέγχουν το σύστημα πληρωμών SWIFT, κάτι που τους δίνει τη δυνατότητα να καταργήσουν πολλές από τις κυρώσεις.

Τέλος, ο Ακιντζί υπενθύμισε ότι παρότι η Τουρκία είχε διαμεσολαβήσει στη σύναψη της Πρωτοβουλίας της Μαύρης Θάλασσας για τα Σιτηρά (BSGI) το 2022, αυτή τη φορά δεν διαδραματίζει αντίστοιχο ρόλο. Όπως εξήγησε, η Τουρκία είναι ιδιαίτερα απασχολημένη αυτή την περίοδο, αναφερόμενος στις διαδηλώσεις που ξέσπασαν μετά τη σύλληψη του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος ανήκει στην αντιπολίτευση.

Με πληροφορίες από το Reuters

Βαρύ πλήγμα στη Σούμι: Ρωσική πυραυλική επίθεση με δεκάδες τραυματίες

Η πυραυλική επίθεση σημειώθηκε στην πόλη Σούμι, κοντά στα σύνορα της Ουκρανίας με τη Ρωσία, με αποτέλεσμα εκτεταμένες καταστροφές σε κατοικίες και σχολικά συγκροτήματα. Ο κυβερνήτης της περιοχής Σούμι, Βολοντίμιρ Αρτιούχ, ανακοίνωσε ότι μεταξύ των τραυματιών βρίσκονται και παιδιά.

«Δύο σχολεία χτυπήθηκαν άμεσα από τους πυραύλους», είπε χαρακτηριστικά ο Αρτιούχ σε τηλεοπτική δήλωση. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι χάρη στην έγκαιρη εκκένωση των μαθητών στα καταφύγια, δεν υπήρξαν σοβαρότεροι τραυματισμοί ή απώλειες ζωών μεταξύ των παιδιών. «Είμασταν παρόντες όταν οι διασώστες απομάκρυναν με ασφάλεια τους μαθητές», σημείωσε ο κυβερνήτης.

Ο προσωρινός δήμαρχος της Σούμι, Αρτέμ Κομπζάρ, ανέφερε στο κανάλι του στο Telegram ότι, εκτός των κατοικημένων περιοχών, χτυπήθηκε και μια βιομηχανική μονάδα, χωρίς ωστόσο να δώσει περισσότερες πληροφορίες για την ταυτότητά της.

Σφοδρές αντιδράσεις από το Κίεβο

Ο Ουκρανός Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι καταδίκασε δριμύτατα την επίθεση των ρωσικών δυνάμεων, κατηγορώντας τη Μόσχα ότι «παρατείνει τον πόλεμο και συνεχίζει να βασανίζει όχι μόνο τον λαό μας, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο». Σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του, ο Ζελένσκι κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να αναλάβει «αποφασιστική δράση» προκειμένου να σταματήσει η Ρωσία τις εχθροπραξίες.

Όξυνση της έντασης εν μέσω συνομιλιών

Η επίθεση εκδηλώθηκε την ίδια μέρα που υψηλά ιστάμενοι Αμερικανοί και Ρώσοι αξιωματούχοι συναντήθηκαν στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας με στόχο να συμφωνηθεί μια κατάπαυση πυρός στην Ουκρανία. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας, Αντρίι Σίμπιχα, κατήγγειλε την αντίφαση αυτή: «Η Ρωσία υποκρίνεται ειρηνευτικές προθέσεις στις διεθνείς συνομιλίες, ενώ ταυτόχρονα εξαπολύει βάναυσες επιδρομές σε κατοικημένες περιοχές».

Η Μόσχα από την πλευρά της επιμένει ότι χρησιμοποιεί αποκλειστικά όπλα ακριβείας, με στόχο στρατιωτικής αξίας εγκαταστάσεις, απορρίπτοντας τις κατηγορίες περί στοχευμένης επίθεσης σε πολίτες.

Κλιμάκωση συγκρούσεων στη συνοριακή περιοχή Κουρσκ-Σούμι

Η περιοχή Σούμι γειτνιάζει με τη ρωσική επαρχία Κουρσκ, όπου τις τελευταίες εβδομάδες σημειώνονται έντονες μάχες. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, κατηγόρησε πρόσφατα την Ουκρανία για επίθεση σε σταθμό αερίου στην περιοχή Σούτζα του Κουρσκ, κάτι που όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά ο ουκρανικός στρατός, αποδίδοντας την ευθύνη στις ίδιες τις ρωσικές δυνάμεις.

Ο Ρώσος αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών, Ροντιόν Μιρόσνικ, δήλωσε πως ρωσικές δυνάμεις επιχειρούν την εγκατάσταση ζώνης ασφαλείας εντός της ουκρανικής περιοχής Σούμι, προκειμένου να εμποδίσουν τις ουκρανικές δυνάμεις να πλήξουν ξανά υποδομές στο έδαφος της Ρωσίας.

Προβληματισμός για τη διπλωματία και τις ειρηνευτικές προοπτικές

Η συνεχιζόμενη κλιμάκωση των επιθέσεων αμφισβητεί έντονα τις προοπτικές που διαμορφώνονται από τις διεθνείς συνομιλίες στη Σαουδική Αραβία, καθιστώντας δυσκολότερη οποιαδήποτε συμφωνία εκεχειρίας μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών.

Η ουκρανική πλευρά καλεί σε άμεση και σαφή δέσμευση της Μόσχας για τερματισμό των επιθέσεων ενάντια σε αμάχους, ενώ το Κρεμλίνο καταγγέλλει την ουκρανική πλευρά για ανάλογες ενέργειες.

Η ένταση στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα, ιδιαίτερα στις περιοχές Κουρσκ και Σούμι, αναμένεται να εξακολουθήσει να επηρεάζει αρνητικά τις διεθνείς προσπάθειες για ειρήνευση, με τις τοπικές κοινωνίες να παραμένουν τα μεγάλα θύματα της συνεχιζόμενης σύγκρουσης.

Η Αρμενία επικυρώνει το Καταστατικό της Ρώμης, περιπλέκοντας περαιτέρω τις σχέσεις με τη Μόσχα

Το κοινοβούλιο της Αρμενίας ψήφισε υπέρ της επικύρωσης του Καταστατικού της Ρώμης, εγκρίνοντας έτσι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ), σε μια κίνηση που σίγουρα θα φέρει σε αντίθεση τη Ρωσία, η οποία εδώ και καιρό θεωρεί την Αρμενία περιφερειακό σύμμαχο.

«Το ψήφισμα [για την επικύρωση] εγκρίθηκε», δήλωσε ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου Αλέν Σιμονιάν μετά την ψηφοφορία της 3ης Οκτωβρίου, η οποία μεταδόθηκε ζωντανά στο διαδίκτυο.

Εξήντα νομοθέτες ψήφισαν υπέρ, ενώ 22 ψήφισαν κατά. Εάν ο πρόεδρος της Αρμενίας εγκρίνει την απόφαση, αυτή θα τεθεί επισήμως σε ισχύ μετά από 60 ημέρες.

Νωρίτερα φέτος, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν για φερόμενα εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία.

Η Μόσχα, η οποία δεν αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, απορρίπτει κατηγορηματικά τον ισχυρισμό.

Αρμένιοι νομοθέτες που υποστήριξαν την απόφαση επιμένουν ότι δεν στρέφεται κατά της Ρωσίας.

Αντιθέτως, ισχυρίζονται ότι έχει ως στόχο να βοηθήσει την Αρμενία να καταδικάσει εγκλήματα πολέμου που φέρεται να διαπράχθηκαν από το Αζερμπαϊτζάν, τον μακροχρόνιο εχθρό της Αρμενίας.

Οι νομοθέτες που ψήφισαν κατά της κίνησης, από την πλευρά τους, λένε ότι η απόφαση δεν είναι προς το συμφέρον της Αρμενίας και ότι έχει ως στόχο να εξυπηρετήσει ευρύτερους γεωπολιτικούς στόχους.

Ο πρωθυπουργός της Αρμενίας Νικόλ Πασινιάν και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν σφίγγουν τα χέρια στη σύνοδο κορυφής της CSTO στο Ερεβάν, 23 Νοεμβρίου 2022. (Hayk Baghdasaryan/Photolure μέσω Reuters)

Οι αντιτιθέμενοι στην κίνηση αυτή κατηγορούν επίσης την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Νικόλ Πασινιάν ότι θέτει σε κίνδυνο τη συμμαχία δεκαετιών της Αρμενίας με τη Ρωσία.

Από το 1991, η Αρμενία είναι μέλος του Οργανισμού του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO), μιας στρατιωτικής συμμαχίας έξι χωρών υπό την ηγεσία της Μόσχας.

Η επικύρωση του Καταστατικού της Ρώμης σημαίνει ότι η Αρμενία -παρά τη συμμετοχή της στην CSTO- θα πρέπει να συλλάβει τον κ. Πούτιν εάν επισκεφθεί ποτέ τη χώρα.

«Περιττό να πούμε ότι δεν θα θέλαμε να υπάρχει κάποιος λόγος για τον [Ρώσο] πρόεδρο να επιλέξει να μην επισκεφθεί την Αρμενία», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ όταν ρωτήθηκε σχετικά με την απόφαση στις 3 Οκτωβρίου.

Την ίδια ημέρα, το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS επικαλέστηκε ανώνυμη πηγή του υπουργείου Εξωτερικών, η οποία προειδοποίησε ότι η κίνηση αυτή θα είχε πιθανότατα «εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις» στις σχέσεις Ρωσίας-Αρμενίας.

Το Καταστατικό της Ρώμης, που θεσπίστηκε για πρώτη φορά το 1998, διαθέτει σήμερα 123 υπογράφοντα κράτη, στα οποία δεν περιλαμβάνεται η Αρμενία.

Τεταμένες σχέσεις

Η κίνηση της Αρμενίας έρχεται στο πλαίσιο των όλο και πιο τεταμένων σχέσεων μεταξύ της Μόσχας και του Ερεβάν, της πρωτεύουσας της Αρμενίας.

Στα μέσα Σεπτεμβρίου, η Αρμενία φιλοξένησε δυνάμεις του αμερικανικού στρατού για 10 ημέρες κοινών στρατιωτικών ασκήσεων.

Οι ασκήσεις εξόργισαν τη Μόσχα, η οποία εξακολουθεί να θεωρεί την Αρμενία σύμμαχο και θεωρεί την περιοχή του Νοτίου Καυκάσου ως την πίσω αυλή της.

Ωστόσο, ήταν η συνεχιζόμενη διένεξη της Αρμενίας με το Αζερμπαϊτζάν για την περιοχή Ναγκόρνο-Καραμπάχ που αποτελεί σημείο αιχμής, η οποία έφερε την διπλωματική κρίση στο αποκορύφωμά της.

Από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Αρμενία έχει εμπλακεί σε δύο μεγάλους πολέμους με το Αζερμπαϊτζάν για την ορεινή περιοχή.

Ενώ το Ναγκόρνο-Καραμπάχ κατοικείται κυρίως από Αρμένιους, αναγνωρίζεται διεθνώς ως τμήμα του Αζερμπαϊτζάν.

Στις 19 Σεπτεμβρίου, το Αζερμπαϊτζάν πραγματοποίησε μια επιτυχημένη στρατιωτική επίθεση για να επιβάλει τον έλεγχό του στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και να αφοπλίσει τις αυτονομιστικές ομάδες των Αρμενίων.

Η επιχείρηση τερματίστηκε μέσα σε 24 ώρες, αφού οι ηγέτες των αυτονομιστών συμφώνησαν σε συμφωνία κατάπαυσης του πυρός με τη μεσολάβηση της Μόσχας.

Εκείνη την εποχή, ο κ. Πασινιάν επανέλαβε τους ισχυρισμούς ότι η Ρωσία, η οποία έχει ειρηνευτικές δυνάμεις στην περιοχή από το 2020, δεν έκανε αρκετά για να σταματήσει την «επιθετικότητα» του Αζερμπαϊτζάν.

Πρόσφυγες από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ κατά την άφιξή τους στο συνοριακό χωριό Κορνιντζόρ της Αρμενίας, στις 27 Σεπτεμβρίου 2023. (Irakli Gedenidze/Reuters)

Μετά την επίθεση, οι Αρμένιοι άρχισαν να εγκαταλείπουν μαζικά το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, επικαλούμενοι τον φόβο διώξεων από τις αρχές του Αζερμπαϊτζάν.

Ο κ. Πασινιάν κατηγόρησε για την προφανή ανθρωπιστική κρίση το ειρηνευτικό απόσπασμα της Ρωσίας, το οποίο, όπως είπε, «έμεινε άπραγο» κατά τη διάρκεια της επίθεσης του Αζερμπαϊτζάν.

Στις 24 Σεπτεμβρίου, ο κ. Πασινιάν δήλωσε ότι η Αρμενία αποφάσισε να επικυρώσει το Καταστατικό της Ρώμης επειδή η «στρατηγική εταιρική σχέση» της με τη Ρωσία δεν ήταν αρκετή «για να διασφαλίσει την εξωτερική της ασφάλεια».

Το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας περιέγραψε τις δηλώσεις αυτές ως «προσπάθεια μετατόπισης της ευθύνης για τις αποτυχίες της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής [του Ερεβάν], επιρρίπτοντας την ευθύνη στη Μόσχα».

Μετά την κοινοβουλευτική ψηφοφορία της 3ης Οκτωβρίου, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου κ. Πεσκόφ εξέφρασε επίσης την αντίθεσή του με τους ισχυρισμούς του κ. Πασινιάν.

«Διαφωνούμε απολύτως με τον ισχυρισμό του πρωθυπουργού ότι η απόφαση της Αρμενίας να προσχωρήσει στο Καταστατικό της Ρώμης οφειλόταν στην ανεπάρκεια της CSTO και της αρμενορωσικής εταιρικής σχέσης», δήλωσε.

«Οι περισσότεροι Αρμένιοι κατανοούν ότι η CSTO και η αρμενο-ρωσική εταιρική σχέση είναι απαραίτητες αυτή τη στιγμή», πρόσθεσε ο κ. Πεσκόφ.

Η Μόσχα έσπευσε επίσης να επισημάνει ότι το Ναγκόρνο-Καραμπάχ αναγνωρίζεται διεθνώς -ακόμη και από τον ίδιο τον κ. Πασινιάν- ως τμήμα του Αζερμπαϊτζάν.

Αν και το Αζερμπαϊτζάν δεν είναι μέλος της CSTO, διατηρεί στενές σχέσεις με τη Ρωσία.

«Φλερτάροντας» με το Ερεβάν

Ορισμένοι Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν υποστηρίξει ότι η Ουάσιγκτον επιδιώκει να δελεάσει την Αρμενία να απομακρυνθεί από τη συμμαχία της με τη Μόσχα με στόχο να δημιουργήσει «ερείσματα» στον Νότιο Καύκασο.

Ο ισχυρισμός αυτός φαίνεται να έχει κάποια βάση.

Σε ακρόαση της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας στις 14 Σεπτεμβρίου, ο Γιούρι Κιμ, εκτελών χρέη βοηθού υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ για Ευρωπαϊκές και Ευρασιατικές Υποθέσεις, ζήτησε ανοιχτά να ενταθούν οι προσπάθειες για να «πειστεί» η Αρμενία να συνταχθεί με τη Δύση.

Την περασμένη εβδομάδα, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ ισχυρίστηκε ότι «ορισμένοι αξιωματούχοι» στο Ερεβάν -μια προφανής αναφορά στον κ. Πασινιάν- προσπαθούσαν να θέσουν την Αρμενία σε φιλοδυτική πορεία.

«Υπάρχουν πολλοί [στην αρμενική κυβέρνηση] που επιθυμούν να χάσουν τη Ρωσία και να κάνουν νέους φίλους», είπε.

Την παραμονή της κοινοβουλευτικής ψηφοφορίας της Αρμενίας, ο κ. Λαβρόφ απάντησε στις υπόνοιες του Ερεβάν ότι η Αρμενία θα μπορούσε τελικά να αποφασίσει να αποχωρήσει από την CSTO.

«Εάν, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι Αρμένιοι ηγέτες, έχοντας απογοητευτεί από τη Ρωσία και την CSTO, θα αναζητήσουν τώρα εταίρους ασφαλείας αλλού, αυτή είναι δική τους κυρίαρχη επιλογή», είπε.

Αναφερόμενος στην κυβέρνηση του κ. Πασινιάν, πρόσθεσε: «Ελπίζω μόνο ότι η μακραίωνη σχέση μεταξύ του ρωσικού και του αρμενικού λαού δεν θα καταστραφεί από μια προσωρινή διοίκηση».

Κοσσυφοπέδιο: Θανατηφόρα ανταλλαγή πυρών αναζωπυρώνει τις εντάσεις μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας

Ο πρόεδρος του Κοσσυφοπεδίου Βιόσα Οσμάνι κατηγόρησε το Βελιγράδι για τη φονική ανταλλαγή πυρών που ξέσπασε στις αρχές της εβδομάδας μεταξύ ομάδας ενόπλων και της τοπικής αστυνομίας στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο, κοντά στα σερβικά σύνορα.

«Η [ένοπλη] ομάδα απλώς άσκησε τις προθέσεις και τα κίνητρα της Σερβίας ως χώρας και του [Σέρβου προέδρου Αλεξάνταρ] Βούτσιτς ως ηγέτη της», δήλωσε η κα. Οσμάνι σε συνέντευξή της στο Reuters στις 28 Σεπτεμβρίου.

«Το Κοσσυφοπέδιο δέχεται επίθεση», πρόσθεσε.

Ο πρόεδρος της Σερβίας, ωστόσο, απορρίπτει τους ισχυρισμούς ότι το Βελιγράδι εμπλέκεται με κάποιον τρόπο στο περιστατικό, οι συνθήκες του οποίου παραμένουν καλυμμένες με ασάφεια.

«Γιατί αυτό [το περιστατικό] να είναι επωφελές για το Βελιγράδι;» δήλωσε ο κ. Βούτσιτς στο Reuters στις 28 Σεπτεμβρίου.

«Η Σερβία δεν θέλει πόλεμο», είπε, προσθέτοντας ότι το Βελιγράδι θα ξεκινήσει τη δική του έρευνα για να καθορίσει ποιος ήταν υπεύθυνος.

Στις 24 Σεπτεμβρίου, η αστυνομία του Κοσσυφοπεδίου ενεπλάκη σε πολύωρη ανταλλαγή πυροβολισμών με ομάδα ενόπλων στο βόρειο χωριό Μπάνισκα του Κοσσυφοπεδίου.

Κάποια στιγμή, οι ένοπλοι οχυρώθηκαν σε ένα σερβικό ορθόδοξο μοναστήρι.

Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου γιορτάζουν την ημέρα που ο πρωθυπουργός τους ανακήρυξε το Κοσσυφοπέδιο «ανεξάρτητο, κυρίαρχο και δημοκρατικό κράτος», στη Μιτρόβιτσα της Σερβίας, στις 17 Φεβρουαρίου 2008. (Carsten Koall/Getty Images)

 

Μέχρι να τελειώσει η συμπλοκή, ένας Κοσοβάρος αστυνομικός -μαζί με τρεις από τους ενόπλους- ήταν νεκρός.

Σύμφωνα με τις αρχές του Κοσσυφοπεδίου, οι περισσότεροι από τους δράστες κατάφεραν να διαφύγουν στη γειτονική Σερβία.

Η τοπική αστυνομία φέρεται να συνέλαβε τρία άτομα σε σχέση με το περιστατικό, το οποίο η Πρίστινα εξακολουθεί να ερευνά.

Η κα. Οσμάνι κατηγόρησε το Βελιγράδι ότι προσπαθεί να υποδαυλίσει τις εντάσεις στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο, όπου ζουν περίπου 50.000 Σέρβοι.

«Αυτό που θα έλεγα στον πρόεδρο Βούτσιτς είναι να σταματήσει να τα βάζει με το Κόσοβο», δήλωσε. «Το Κοσσυφοπέδιο θα υπερασπιστεί την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την κυριαρχία του με οποιοδήποτε τίμημα».

Ασαφείς περιστάσεις

Μέχρι στιγμής, καμία ομάδα δεν έχει αναλάβει την ευθύνη για το περιστατικό. Ούτε έχουν δημοσιοποιηθεί τα κίνητρα των ενόπλων.

Ωστόσο, η Πρίστινα ισχυρίζεται ότι διαθέτει αποδείξεις που υποδηλώνουν ότι οι ένοπλοι υποστηρίζονταν από το Βελιγράδι.

«Έχουμε πέσει θύματα επίθεσης από τη Σερβία και όλοι πρέπει να το αντιμετωπίσουν ως κάτι τέτοιο», δήλωσε η κα. Οσμάνι.

Σέρβοι αξιωματούχοι, ωστόσο, αμφισβητούν αυτή την εκδοχή των γεγονότων.

Σύμφωνα με τον κ. Βούτσιτς, το περιστατικό ήταν μια αστυνομική επιχείρηση κατά των Σέρβων της περιοχής, η οποία πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την ειρηνευτική δύναμη του ΝΑΤΟ για το Κοσσυφοπέδιο (KFOR).

«Ποια ύποπτα εγκλήματα θα μπορούσαν να είναι αυτά, είναι ένα ερώτημα για τον εισαγγελέα», δήλωσε.

Αυτοκινούμενα οβιδοβόλα 155 χιλιοστών του σερβικού στρατού κοντά στη διοικητική γραμμή με το Κοσσυφοπέδιο, στη νότια Σερβία, στις 26 Δεκεμβρίου 2022. (Υπηρεσία Τύπου του σερβικού υπουργείου Άμυνας μέσω AP)

 

Ο κ. Βούτσιτς έχει κατηγορήσει στο παρελθόν την Πρίστινα, και ιδιαίτερα τον πρωθυπουργό του Κοσσυφοπεδίου Άλμπιν Κούρτι, για υποκίνηση βίας κατά του σερβικού πληθυσμού της περιοχής.

Ο κ. Κούρτι, μαζί με άλλους αξιωματούχους του Κοσσυφοπεδίου, αρνείται τον ισχυρισμό αυτό.

Η Μόσχα, η οποία διατηρεί στενές σχέσεις με το Βελιγράδι, φαίνεται να υποστηρίζει την άποψη της Σερβίας.

«Η χθεσινή αιματοχυσία είναι άμεσο αποτέλεσμα της πολιτικής του [πρωθυπουργού] Κούρτι για την υποκίνηση συγκρούσεων και την εκκαθάριση της περιοχής από τους [εθνοτικούς] Σέρβους», δήλωσε η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα στις 25 Σεπτεμβρίου.

Κατηγόρησε τον κ. Κούρτι ότι «κλιμακώνει την κατάσταση» με σκοπό «να ασκήσει δυτική πίεση στο Βελιγράδι για να το αναγκάσει να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου».

Η Σερβία απέσυρε τις δυνάμεις της από το Κοσσυφοπέδιο το 1999 μετά από 78 ημέρες βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ εναντίον της τότε Γιουγκοσλαβίας, μέρος της οποίας ήταν η Σερβία.

Το 2008, το Κοσσυφοπέδιο -με την υποστήριξη των ΗΠΑ- κήρυξε την ανεξαρτησία του από τη Σερβία, με την οποία μοιράζεται σύνορα μήκους 380 χιλιομέτρων. Αλλά δεκάδες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και πέντε κρατών μελών της ΕΕ, δεν αναγνώρισαν ποτέ την κίνηση αυτή.

Η Μόσχα, η οποία μοιράζεται βαθύτατους πολιτιστικούς, εθνοτικούς και θρησκευτικούς δεσμούς με το Βελιγράδι, εξακολουθεί επίσης να θεωρεί το Κοσσυφοπέδιο ως τμήμα της Σερβίας. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, το Βελιγράδι αντιτίθεται στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας λόγω της συνεχιζόμενης εισβολής της στην ανατολική Ουκρανία.

Οι εθνοτικοί Σέρβοι στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο αντιτίθενται επίσης στην ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου και εξακολουθούν να βλέπουν το Βελιγράδι -και όχι την πρωτεύουσα του Κοσσυφοπεδίου Πρίστινα- ως έδρα της εξουσίας.

Συγκρούσεις Σέρβων με την KFOR

Το προσωπικό της KFOR έχει έρθει και στο παρελθόν σε σύγκρουση με τους Σέρβους της περιοχής.

Τον Μάιο ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ του προσωπικού της KFOR και Σέρβων διαδηλωτών μετά από αμφιλεγόμενες τοπικές εκλογές.

Το Βελιγράδι απάντησε στις συγκρούσεις, οι οποίες άφησαν δεκάδες τραυματίες και στις δύο πλευρές, αναπτύσσοντας μονάδες του σερβικού στρατού κοντά στα σύνορα με το Κοσσυφοπέδιο.

Το ΝΑΤΟ ανέβασε τους τόνους ανακοινώνοντας σχέδια ενίσχυσης της αποστολής KFOR, η οποία αριθμεί περίπου 4.000 άτομα, με 700 επιπλέον στρατιώτες.

Εκείνη την εποχή, η Μόσχα δήλωσε την «άνευ όρων υποστήριξή» της προς τη Σερβία.

«Τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα των Σέρβων του Κοσσυφοπεδίου πρέπει να γίνουν σεβαστά και να διασφαλιστούν», είχε δηλώσει εκπρόσωπος του Κρεμλίνου.

Το Κοσσυφοπέδιο δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Αλλά η υπουργός Εξωτερικών του δήλωσε πέρυσι ότι ελπίζει να δει τη χώρα να εντάσσεται στο πρόγραμμα «Εταιρική Σχέση για την Ειρήνη» του ΝΑΤΟ το 2023.

Η κίνηση αυτή θεωρείται ευρέως ως ένα σκαλοπάτι προς την πλήρη ένταξη στο ΝΑΤΟ.

Στις 29 Σεπτεμβρίου, το ΝΑΤΟ ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να στείλει έναν απροσδιόριστο αριθμό πρόσθετου προσωπικού της KFOR στην περιοχή υπό το φως των «πρόσφατων εντάσεων».

«Από τον Μάιο, έχουμε ενισχύσει την παρουσία και τη στάση της KFOR», ανέφερε η δυτική συμμαχία σε ανακοίνωσή της.

«Μόλις χθες, το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο ενέκρινε πρόσθετες δυνάμεις για την αντιμετώπιση της τρέχουσας κατάστασης», συμπλήρωσε.

Δεκάδες άτομα συνελήφθησαν από τις τουρκικές αρχές για φερόμενες σχέσεις με το PKK

Οι τουρκικές αρχές έχουν συλλάβει δεκάδες άτομα για τα οποία υπάρχουν υποψίες ότι έχουν δεσμούς με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), δήλωσε ο υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας στις 18 Φεβρουαρίου.

Τις τελευταίες ημέρες έχουν συλληφθεί συνολικά 282 ύποπτοι σε πολλές επαρχίες, μεταξύ άλλων στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, σύμφωνα με τον Τούρκο υπουργό Εσωτερικών Αλί Γερλικαγιά. «Είμαστε αποφασισμένοι να εξαλείψουμε την τρομοκρατία σε όλες τις μορφές της και να διασφαλίσουμε την ειρήνη, την ενότητα και την ασφάλεια του έθνους μας», είπε σε δηλώσεις του, τις οποίες επικαλείται το κρατικό τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu.

Σε δήλωση που αναρτήθηκε στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X, ο Γερλικαγιά δήλωσε ότι τα άτομα που συνελήφθησαν ήταν ύποπτα για βοήθεια στη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της ομάδας, τη διανομή υλικού υπέρ του PKK και τη συμμετοχή σε «βίαιες διαμαρτυρίες». Σύμφωνα με τον υπουργό Εσωτερικών, η καταστολή πραγματοποιήθηκε σε συντονισμό με τη Γενική Διεύθυνση Ασφαλείας της Τουρκίας, τις δικαστικές αρχές και τις τοπικές αστυνομικές αρχές. Κατά τη διενέργεια των επιδρομών, οι δυνάμεις ασφαλείας κατέσχεσαν έναν αριθμό παράνομων πυροβόλων όπλων, συμπεριλαμβανομένων δύο πολυβόλων τύπου AK-47, είπε.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, το PKK διεξάγει ένοπλη εξέγερση κατά του τουρκικού κράτους, πραγματοποιώντας συχνές επιθέσεις τόσο σε στρατιωτικούς όσο και σε πολιτικούς στόχους. Από καιρό θεωρείται τρομοκρατική ομάδα από την Άγκυρα, τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον. Τον Οκτώβριο του 2024, ένοπλοι του PKK επιτέθηκαν στην έδρα τουρκικής αμυντικής οργάνωσης στην Άγκυρα, αφήνοντας πίσω τους πέντε νεκρούς, μαζί με τους δράστες. Η Τουρκία απάντησε με αεροπορικές επιδρομές σε θέσεις του PKK στο βόρειο Ιράκ, όπου εδρεύει η οργάνωση, και στη βόρεια Συρία, όπου το συριακό παρακλάδι της οργάνωσης – το YPG – διατηρεί σημαντική παρουσία.

Το πρόσφατο κύμα συλλήψεων έρχεται εν μέσω συνομιλιών μεταξύ κυβερνητικών αξιωματούχων και του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, του φυλακισμένου ηγέτη του PKK, με στόχο τον τερματισμό της ένοπλης εξέγερσης της ομάδας που συνεχίζεται εδώ και δεκαετίες.

Η αντιπολίτευση αντιδρά

Σύμφωνα με ορισμένα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, μεταξύ των συλληφθέντων περιλαμβάνονται αρκετά μέλη του κόμματος της αντιπολίτευσης και δημοσιογράφοι.

Το πρακτορείο ειδήσεων Bianet της Τουρκίας, που πρόσκειται στην αντιπολίτευση, ανέφερε ότι μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και μέλη του φιλοκουρδικού κόμματος DEM, του Σοσιαλιστικού Κόμματος Επανίδρυσης και του Εργατικού Κόμματος. Μια μικρή μερίδα των κομμάτων της αντιπολίτευσης καταδίκασαν τις συλλήψεις και απαίτησαν την άμεση απελευθέρωση ορισμένων κρατουμένων, ανέφερε το Bianet.

Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το συνδικάτο των Τούρκων δημοσιογράφων κατήγγειλε επίσης το κύμα συλλήψεων, υποστηρίζοντας ότι αρκετοί δημοσιογράφοι είχαν συλληφθεί άδικα. «Δεν δεχόμαστε ότι [οι δημοσιογράφοι] τίθενται υπό κράτηση μέσω κατ’ οίκον επιδρομών αντί να κληθούν στο αστυνομικό τμήμα», ανέφερε το συνδικάτο. Σύμφωνα με τους επικριτές, η κυβέρνηση έχει προσπαθήσει να δικαιολογήσει τις συλλήψεις προσώπων και ομάδων της αντιπολίτευσης κατηγορώντας τους ψευδώς ότι έχουν διασυνδέσεις με το PKK.

Η κυβέρνηση αρνείται τους ισχυρισμούς, λέγοντας ότι οι συλλήψεις είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας.

Στις 15 Φεβρουαρίου, οι τουρκικές αρχές απομάκρυναν έναν τοπικό δήμαρχο στην ανατολική επαρχία Βαν, διορίζοντας αργότερα έναν περιφερειακό κυβερνήτη στη θέση του. Ο δήμαρχος, μέλος του κόμματος DEM, καταδικάστηκε για «παροχή βοήθειας σε ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση» – μια αναφορά στο PKK. Σε ανακοίνωσή του, το κόμμα DEM, το οποίο κατέχει 57 έδρες στο 600μελές κοινοβούλιο της Τουρκίας, χαρακτήρισε την αιφνίδια απομάκρυνση του δημάρχου ως «πλήγμα στη θέληση του λαού».

Από τις αρχές του περασμένου έτους που διεξήχθησαν οι τοπικές εκλογές, οκτώ δήμαρχοι που πρόσκεινται στο κόμμα DEM έχουν απομακρυνθεί από τα καθήκοντά τους μετά από καταδίκες που σχετίζονται με την τρομοκρατία. Μέσα στην ίδια περίοδο, δύο δήμαρχοι που πρόσκεινται στο CHP, το κύριο κόμμα της τουρκικής αντιπολίτευσης, έχουν επίσης απομακρυνθεί από τα καθήκοντά τους υπό παρόμοιες συνθήκες. Την περασμένη εβδομάδα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταδίκασε την απομάκρυνση των δημάρχων που πρόσκεινται στην αντιπολίτευση ως «παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της δημοκρατίας».

Η Άγκυρα, ωστόσο, απορρίπτει τις επικρίσεις, λέγοντας ότι όποιος διαπιστώνεται ότι έχει διασυνδέσεις με την τρομοκρατία δεν θα έπρεπε να του ανατίθεται η ανάληψη κυβερνητικών θέσεων.

Με πληροφορίες από το Reuters

Πρόσκληση του PKK για αφοπλισμό: Ελπίδες και αμφιβολίες για Τουρκία

Η πρόσκληση του ηγέτη του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK) για τερματισμό της ένοπλης σύγκρουσης με την Τουρκία θα μπορούσε, αν υλοποιηθεί, να έχει σημαντικές συνέπειες για την περιοχή, σύμφωνα με Τούρκους ειδικούς.

Ο Οϊτούν Ορχάν, αναλυτής για τη Μέση Ανατολή στην Άγκυρα, ανέφερε στην Epoch Times ότι για πρώτη φορά ο ηγέτης του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν κάλεσε την οργάνωση να εγκαταλείψει την ιστορική της απαίτηση για κουρδική αυτονομία στην περιοχή. Προσέθεσε επίσης ότι ο Οτσαλάν απέρριψε τη χρήση βίας ως μέσο για την επίτευξη των στόχων της οργάνωσης.

Στα τέλη του περασμένου μήνα, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο οποίος παραμένει έγκλειστος σε φυλακή της Τουρκίας, εξέδωσε μια πολυαναμενόμενη δήλωση καλώντας τους μαχητές του PKK να παραδώσουν τα όπλα τους. Στη δήλωσή του, ανέφερε ότι «καλεί σε παραίτηση από τα όπλα», ενώ το μήνυμα μεταδόθηκε μέσω του κουρδικού κόμματος DEM.

Ο Αϊχάν Ντογκανέρ, πρώην Τούρκος διπλωμάτης που έχει υπηρετήσει στη Συρία και τον Λίβανο, ανέφερε ότι η δήλωση του Οτσαλάν είχε δημιουργήσει «ένα αίσθημα προσεκτικής αισιοδοξίας». Παρόλο που ο Ντογκανέρ ανέφερε ότι η ειρηνική διαδικασία υποστηρίζεται από όλα τα πολιτικά κόμματα και τις οργανώσεις της τουρκικής κοινωνίας, σημείωσε ότι θα απαιτηθούν δύσκολες διαπραγματεύσεις για να γίνει πραγματικότητα.

Από τη δεκαετία του 1980, το PKK του Οτσαλάν διεξάγει ένοπλο αγώνα εναντίον του τουρκικού κράτους, πραγματοποιώντας επιθέσεις εναντίον πολιτικών και στρατιωτικών στόχων. Η Τουρκία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν το PKK τρομοκρατική οργάνωση.

Στις 1 Μαρτίου, η ηγεσία του PKK, που εδρεύει στην περιοχή του Καντίλ στο βόρειο Ιράκ, αντέδρασε θετικά στην πρόσκληση του Οτσαλάν για αφοπλισμό. Σε ανακοίνωσή της, ανέφερε ότι «θα τηρήσουμε τις αναγκαίες συνθήκες της πρόσκλησης και θα την υλοποιήσουμε». Η ιστορική αυτή κίνηση προς τον τερματισμό της σύγκρουσης, σύμφωνα με το PKK, μπορεί να «επιτευχθεί μόνο υπό την πρακτική ηγεσία του Οτσαλάν».

Ο Ντογκανέρ ανέφερε ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες στην πλευρά του PKK και επεσήμανε ότι η πιο σημαντική παράμετρος είναι η ηγεσία του Καντίλ, η οποία έχει συμφωνήσει με την πρόσκληση του Οτσαλάν. Ανέφερε ότι «μια περιθωριακή ομάδα εντός του PKK μπορεί να προκαλέσει αναταραχές», αλλά τόνισε ότι το 2025 δεν είναι δυνατόν το PKK να συνεχίσει τον αγώνα του με την ίδια φιλοσοφία.

Διαδηλωτές κρατούν φωτογραφία του φυλακισμένου ηγέτη του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, σε συγκέντρωση για την παρακολούθηση ζωντανής ανάγνωσης της δήλωσής του στο Ντιγιάρμπακρ της Τουρκίας, στις 27 Φεβρουαρίου 2025. (Metin Yoksu/AP)

 

Ιστορικό βήμα

Ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, που ίδρυσε το PKK το 1978 με σκοπό την ίδρυση ενός κουρδικού κράτους στην περιοχή, είχε στη συνέχεια μετριάσει τις θέσεις του, καλώντας για κουρδική αυτονομία στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας. Το 1999, ο Οτσαλάν συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές και έκτοτε κρατείται σε φυλακή κοντά στην Κωνσταντινούπολη.

Παρά την πολυετή φυλάκισή του, ο Οτσαλάν εξακολουθεί να θεωρείται ο de facto ηγέτης του PKK. Σύμφωνα με τον Ορχάν, ο Οτσαλάν διατηρεί σημαντική «επιρροή και εξουσία» στους υποστηρικτές του κουρδικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένων μελών του κόμματος DEM της Τουρκίας, έτσι το μήνυμά του αναμένεται να έχει αντίκτυπο.

Ο Ορχάν ωστόσο εξέφρασε την άποψη ότι είναι υπερβολικά αισιόδοξο να πιστεύει κανείς ότι η πρόσκληση του Οτσαλάν θα οδηγήσει στην πλήρη διάλυση του PKK και τον τερματισμό των ένοπλων δραστηριοτήτων του. Παρόλα αυτά, εκτίμησε ότι η κίνηση του Οτσαλάν θα δημιουργήσει μια σαφή διάκριση μεταξύ εκείνων που εξακολουθήσουν να υποστηρίζουν τον ένοπλο αγώνα κατά του τουρκικού κράτους και αυτών που θα υποστηρίξουν μια καθαρά πολιτική προσέγγιση.

Η πρόσκληση του Οτσαλάν για αφοπλισμό έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως το Ιράκ και το Ιράν. Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χαρακτήρισε την κίνηση ως μια ευκαιρία για «να κάνουμε ένα ιστορικό βήμα στην κατεύθυνση […] της κατάρριψης του τείχους της τρομοκρατίας».

Ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ηγέτης του «Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης» και σύμμαχος του Ερντογάν, εξήρε την θετική ανταπόκριση της ηγεσίας του PKK στην πρόσκληση του Οτσαλάν, υπογραμμίζοντας ότι «σε αυτό το κρίσιμο περιβάλλον […] έχει ανοιχτεί ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας για την Τουρκία».

Την επόμενη μέρα, ο συνπρόεδρος του κόμματος DEM, Τουντζέρ Μπακιρχάν, δήλωσε ότι η ευκαιρία που δημιουργείται δεν πρέπει να «χαθεί». Αμέσως μετά την έκδοση της πρόσκλησης του Οτσαλάν, η αναπληρώτρια πρόεδρος του κόμματος DEM, Γκιουλιστάν Κιλίτς Κότσιγιτ, ανέφερε ότι ο αφοπλισμός του PKK θα πρέπει να συνοδευτεί από «δημοκρατικοποίηση» εκ μέρους της τουρκικής κυβέρνησης. Η Κότσιγιτ τόνισε ότι «η κυβέρνηση θα πρέπει […] να κάνει βήματα για δημοκρατικοποίηση τώρα», προσθέτοντας ότι «αυτό είναι το αίτημά μας ως πολίτες αυτής της χώρας».

Ο Ορχάν, ωστόσο, σημείωσε ότι η κουρδική αυτονομία στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας ή κάποιο είδος «ομοσπονδιακού» συστήματος παραμένει «εκτός συζήτησης» για την Τουρκία. Ανέφερε, ωστόσο, ότι η Άγκυρα είναι έτοιμη να «χαλαρώσει την πίεση» προς τα κουρδικά πολιτικά κινήματα στην Τουρκία, εφόσον αυτά αποστασιοποιηθούν από το PKK.

Διαδηλωτές πραγματοποιούν συγκέντρωση που διοργανώνει το DEM κατά της συνεχιζόμενης απομόνωσης του φυλακισμένου ιδρυτή του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, στο Ντιγιάρμπακιρ της Τουρκίας, στις 13 Οκτωβρίου 2024. (Ilyas Akengin/AFP μέσω Getty Images)

 

Επιπτώσεις της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας στην περιοχή

Η ειρηνευτική πρωτοβουλία είχε ξεκινήσει τον περασμένο Οκτώβριο, όταν ο Μπαχτσελί, ο οποίος είναι αμετάκλητος εχθρός του ΡΚΚ, κάλεσε τον Οτσαλάν να δώσει εντολή στους υποστηρικτές του να καταθέσουν τα όπλα, αναφέροντας ότι οι τουρκικές αρχές θα εξετάσουν το ενδεχόμενο απελευθέρωσης του Οτσαλάν.

Μία ημέρα μετά την πρόταση του Μπαχτσελί, ένοπλοι του ΡΚΚ επιτέθηκαν στο γραφείο του τουρκικού αμυντικού ομίλου στην Άγκυρα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέντε άτομα, μαζί με τους δράστες. Η Τουρκία αντέδρασε με δύο ημέρες αεροπορικών επιθέσεων σε θέσεις του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ, ενώ πραγματοποίησε πλήγματα και σε θέσεις του ΡΚΚ στη βόρεια Συρία, περιοχή όπου το YPG, ο συριακός βραχίονας του ΡΚΚ, διατηρεί σημαντική παρουσία.

Τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία, ως μέλος του ΝΑΤΟ, έχει διεξάγει πολλές επιθέσεις στο βόρειο Ιράκ με στόχο την εξουδετέρωση του ΡΚΚ, ενώ έχει επίσης εισβάλει στη βόρεια Συρία, όπου οι τουρκικές δυνάμεις συνεχίζουν τις επιχειρήσεις κατά του YPG, το οποίο η Άγκυρα θεωρεί ταυτόσημη με το ΡΚΚ.

Το Ιράκ και η Συρία, οι οποίες συνορεύουν με τη νοτιοανατολική Τουρκία, φιλοξενούν μεγάλους κουρδικούς πληθυσμούς. Η Τουρκία κατηγορεί το ΡΚΚ και το YPG ότι επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια αυτόνομη περιοχή στην περιοχή, από την οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να εξαπολύουν επιθέσεις σε τουρκικούς στόχους.

Σύμφωνα με το τουρκικό υπουργείο Άμυνας, οι διασυνοριακές στρατιωτικές επιχειρήσεις συνεχίζονται και στις δύο χώρες, παρά τη θετική αντίδραση του ΡΚΚ στην έκκληση του Οτσαλάν. Εκπρόσωπος του υπουργείου Άμυνας δήλωσε στις 6 Μαρτίου ότι συνολικά 26 τρομοκράτες εξουδετερώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, περιλαμβανομένων αυτών στη βόρεια Ιρακ και Συρία.

Ο ίδιος εκπρόσωπος πρόσθεσε ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα συνεχίσουν τις «δραστηριότητες σάρωσης και εκκαθάρισης στην περιοχή» και ότι θα «επιμείνουν στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας μέχρι να μην παραμείνει ούτε ένας τρομοκράτης».

Ο Ντογανέρ σημείωσε ότι η Άγκυρα «φαίνεται να απαιτεί τη μονομερή αποστρατικοποίηση του ΡΚΚ». Πρόσθεσε ωστόσο ότι το ΡΚΚ θα απαιτήσει την απελευθέρωση του Οτσαλάν και άλλων κρατουμένων και ότι θα πρέπει να βρεθεί μια μέση λύση. Τόνισε επίσης ότι «είναι αδύνατο για όλα τα μέρη να πετύχουν ακριβώς αυτό που θέλουν».

Ο Ορχάν ανέφερε ότι το ΡΚΚ δεν έχει δεσμευτεί πλήρως στην αποστρατικοποίηση, καθώς έχει δηλώσει μόνο κατάπαυση του πυρός. Στρατιωτικά, η Τουρκία θεωρεί ότι το ΡΚΚ βρίσκεται ήδη σε αδιέξοδο. Σημείωσε ότι η Άγκυρα δεν ενδιαφέρεται για μια μονομερή κατάπαυση του πυρός και ότι «μέχρι το ΡΚΚ να καταθέσει τα όπλα», η Τουρκία θα συνεχίσει να ασκεί πίεση στην ομάδα.

Κούρδοι μαχητές του YPG συνομιλούν με μέλη των αμερικανικών δυνάμεων στην πόλη Νταρμπασίγια, στη Συρία, στις 29 Απριλίου 2017. (Rodi Said /Reuters)

 

Σύνθετες δυναμικές στη Συρία

Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο καθώς το YPG συνεργάζεται στενά με τις αμερικανικές δυνάμεις που είναι ανεπτυγμένες στη βόρεια Συρία, όπου επιχειρεί υπό την αιγίδα των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF). Το SDF ιδρύθηκε το 2015 με σκοπό να βοηθήσει τις αμερικανικές δυνάμεις στη Συρία, οι οποίες υπολογίζονται σε περίπου 2.000 στρατιώτες, στον αγώνα κατά του ISIS.

Το SDF είναι εξοπλισμένο, εκπαιδευμένο και υποστηριζόμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες το θεωρούν «συνεργάτη αξιόπιστο στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας». Αυτή η συνεργασία έχει προκαλέσει εντάσεις με την Άγκυρα, η οποία έχει επανειλημμένα καλέσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να σταματήσουν να υποστηρίζουν την ομάδα.

Στις 27 Φεβρουαρίου, ο Μαζλούμ Αμπντί, διοικητής του SDF, καλωσόρισε την έκκληση του Οτσαλάν προς το ΡΚΚ να καταθέσει τα όπλα, αναφέροντας ότι η κίνηση θα έχει θετικές συνέπειες για την περιοχή. Παρόλα αυτά, πρόσθεσε ότι η έκκληση του Οτσαλάν αφορά μόνο το ΡΚΚ και όχι το SDF, επομένως «δεν έχει σχέση με εμάς στη Συρία».

Αντίθετα, στις δηλώσεις τους οι Τούρκοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι όλες οι Κουρδικές ένοπλες ομάδες στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του SDF, πρέπει να καταθέσουν τα όπλα. Ένας εκπρόσωπος του κυβερνώντος AKP δήλωσε στις 28 Φεβρουαρίου ότι «ανεξαρτήτως του ονόματος που χρησιμοποιεί, η τρομοκρατική οργάνωση [ΡΚΚ] πρέπει να καταθέσει τα όπλα και να αποστρατικοποιηθεί, μαζί με όλες […] τις παραφυάδες της στο Ιράκ και στη Συρία».

Ο Ορχάν ανέφερε ότι όλες αυτές οι ομάδες θεωρούνται από την Τουρκία «διαφορετικοί κλάδοι του ΡΚΚ». «Η Τουρκία θεωρεί το YPG και το ΡΚΚ ταυτόσημα», είπε. «Το YPG ιδρύθηκε από το ΡΚΚ και οι διοικητές του, συμπεριλαμβανομένου του Αμπντί, είναι κεντρικά μέλη του ΡΚΚ.» Ο Αμπντί, Σύρος Κούρδος, εντάχθηκε στο ΡΚΚ το 1990 και ήταν προσωπικός φίλος του Οτσαλάν πριν από τη σύλληψη του τελευταίου από τις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας το 1999.

Ο Ντογανέρ ανέφερε ότι η Άγκυρα επιθυμεί το ΡΚΚ και όλες οι συνδεδεμένες με αυτό οργανώσεις να καταθέσουν τα όπλα. Εκτός από το ΡΚΚ, το YPG και το SDF, η Άγκυρα θεωρεί το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης της Συρίας, την Ένωση Κουρδικών Κοινοτήτων και το Ιρανικό Κόμμα Ελεύθερης Ζωής του Κουρδιστάν ως «μέρη του ίδιου οργανισμού».

Με πληροφορίες από το Reuters

Ισραηλινά πολεμικά αεροσκάφη πλήττουν στόχους στη Συρία, προκαλώντας την αντίδραση της Μόσχας

Η Ρωσία καταδίκασε τον νέο γύρο ισραηλινών αεροπορικών επιδρομών στη Συρία – τον δεύτερο σε λιγότερο από μία εβδομάδα – που σύμφωνα με τις πληροφορίες σκότωσε αρκετούς αμάχους και έναν Ιρανό αξιωματικό στις 3 Ιουνίου.

«Η Μόσχα καταδικάζει σθεναρά αυτές τις επιθετικές ενέργειες, οι οποίες συνιστούν κατάφωρη παραβίαση της κυριαρχίας της Συρίας και των βασικών κανόνων του Διεθνούς Δικαίου», ανέφερε σε ανακοίνωσή του το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών.

Περιγράφοντας τα πλήγματα ως «απαράδεκτα», το υπουργείο κάλεσε την ηγεσία του Ισραήλ να «εγκαταλείψει αυτή τη φαύλη πρακτική που απειλεί να αποσταθεροποιήσει ολόκληρη τη Μέση Ανατολή».

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Ιουνίου, ισραηλινά πολεμικά αεροσκάφη έπληξαν πολλαπλές θέσεις κοντά στην πόλη Χαλέπι, στα βορειοδυτικά της Συρίας.

Σύμφωνα με το συριακό πρακτορείο ειδήσεων SANA, οι αεροπορικές επιδρομές άφησαν πίσω τους «έναν αριθμό αμάχων» νεκρούς και προκάλεσαν σημαντικές υλικές ζημιές.

Τα ιρανικά μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν αργότερα ότι ένα μέλος του Σώματος των Φρουρών της Επανάστασης της Τεχεράνης σκοτώθηκε επίσης στην επίθεση.

Οι Epoch Times δεν μπόρεσαν να επαληθεύσουν ανεξάρτητα τις αναφορές, ενώ το Ισραήλ, από την πλευρά του, δεν έχει αναγνωρίσει τα πλήγματα.

Από τότε που ξέσπασε η εμφύλια σύγκρουση στη Συρία το 2011, το Ιράν διατηρεί στρατιωτική παρουσία στη ρημαγμένη από τον πόλεμο χώρα, υποστηρίζοντας την κυβέρνηση του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ.

Το 2015, η Ρωσία, η οποία θεωρεί το Ιράν ως βασικό περιφερειακό της σύμμαχο, ανέπτυξε επίσης δυνάμεις στη Συρία μετά από πρόσκληση της Δαμασκού.

Ο τελευταίος γύρος αεροπορικών επιδρομών ήταν η δεύτερη αναφερόμενη ισραηλινή επίθεση σε θέσεις στη Συρία σε λιγότερο από μία εβδομάδα.

Στις 29 Μαΐου, το Ισραήλ φέρεται να πραγματοποίησε σειρά αεροπορικών επιδρομών σε στόχους στην κεντρική Συρία και στην παράκτια πόλη Μπανίγια.

Σύμφωνα με το SANA, οι επιθέσεις είχαν στόχο ένα κτίριο κατοικιών στην πόλη Μπανίγια, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένα παιδί και να τραυματιστούν 10 κάτοικοι.

Το πρακτορείο επικαλείται στρατιωτική πηγή που υποστήριξε ότι η αεροπορική επίθεση του Ισραήλ προήλθε «από την κατεύθυνση του λιβανέζικου εδάφους».

ZoomInImage
Μια ιρανική σημαία κρέμεται από τα ερείπια της ιρανικής πρεσβείας στη Δαμασκό, που καταστράφηκε από το ισραηλινό χτύπημα την 1η Απριλίου 2024. (Firas Makdesi/REUTERS)

 

Το Ισραήλ, σύμφωνα με την πάγια πολιτική του, απέφυγε να σχολιάσει το περιστατικό.

Ένας αξιωματούχος του ρωσικού υπουργείου Άμυνας, ωστόσο, εμφανίστηκε αργότερα να επιβεβαιώνει τα πλήγματα.

«Δύο ζεύγη ισραηλινών F-16 πραγματοποίησαν πλήγματα σε εγκαταστάσεις στρατιωτικής υποδομής στην επαρχία Χομς [της Συρίας] με […] πυραύλους», ανέφερε ο υποστράτηγος Γιούρι Ποπόφ σε δήλωσή του στις 30 Μαΐου.

«Το ένα έπεσε στην πόλη Μπανίγια, σκοτώνοντας ένα παιδί, τραυματίζοντας 10 πολίτες και προκαλώντας ζημιές σε ένα κτίριο κατοικιών», διευκρίνησε.

Από την ίδρυσή του το 1948, το Ισραήλ έχει εμπλακεί σε τρεις μεγάλες συγκρούσεις με τη Συρία, με την οποία παραμένει ακόμη τεχνικώς σε εμπόλεμη κατάσταση.

Από το 2011 δε, πραγματοποιεί πλήγματα σε συριακούς στόχους με αυξανόμενη συχνότητα.

Στα τέλη του περασμένου έτους, τα διεθνή αεροδρόμια της Δαμασκού και του Χαλεπίου δέχθηκαν ταυτόχρονη επίθεση από ισραηλινά πολεμικά αεροσκάφη, με αποτέλεσμα να καταστραφούν οι διάδρομοι προσγείωσης και να ακυρωθούν οι προγραμματισμένες πτήσεις.

Το Ισραήλ κατηγορεί το Ιράν – και τη λιβανέζικη σύμμαχό του, Χεζμπολάχ – ότι οργανώνουν διασυνοριακές επιθέσεις κατά του Ισραήλ από το εσωτερικό του συριακού εδάφους.

Φόβοι για κλιμάκωση

Οι επιθέσεις σε στόχους στο εσωτερικό της Συρίας έχουν αυξηθεί από τον Οκτώβριο, όταν το Ισραήλ ξεκίνησε μια ευρεία επίθεση – η οποία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη – κατά της Λωρίδας της Γάζας.

Την 1η Απριλίου, ισραηλινά πολεμικά αεροσκάφη έπληξαν το προξενείο του Ιράν στη Δαμασκό, σκοτώνοντας επτά υψηλόβαθμους Ιρανούς στρατιωτικούς και έξι Σύρους υπηκόους.

Ήταν η πρώτη φορά που μια ξένη διπλωματική αποστολή στη Συρία δέχθηκε επίθεση, σηματοδοτώντας μια δραματική αλλαγή στον πόλεμο του Ισραήλ με τους περιφερειακούς εχθρούς του.

Η επίθεση στο προξενείο καταδικάστηκε από τα περισσότερα κράτη της περιοχής, περιλαμβανομένων του Ιράκ, της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Πακιστάν.

Ακόμη και αξιωματούχοι των ΗΠΑ, οι οποίοι συνήθως υπερασπίζονται το δικαίωμα του Ισραήλ στην «αυτοάμυνα», εξέφρασαν ανησυχία για τις πιθανές επιπτώσεις της επίθεσης.

«Ανησυχούμε για οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει επέκταση της σύγκρουσης [μεταξύ του Ισραήλ και των εχθρών του]», είχε δηλώσει τότε εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών.

Η Μόσχα, από την πλευρά της, χαρακτήρισε την επίθεση ως «απολύτως απαράδεκτη», με τη ρωσική πρεσβεία στην Τεχεράνη να κάνει λόγο για «σοβαρή παραβίαση των διεθνών κανόνων».

Δύο εβδομάδες αργότερα, η Τεχεράνη απάντησε στο χτύπημα στο προξενείο της, εκτοξεύοντας περισσότερα από 300 μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους εναντίον στρατιωτικών στόχων στο Ισραήλ.

Το ιρανικό μπαράζ δεν προκάλεσε θύματα, με τους περισσότερους εισερχόμενους πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη να αναχαιτίζονται από το αμυντικό σύστημα «Σιδερένιος Θόλος» του Ισραήλ.

Η Τεχεράνη, εν τω μεταξύ, δεν έχει ακόμη απαντήσει στην επίθεση του Ισραήλ της 3ης Ιουνίου κοντά στο Χαλέπι, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες σκότωσε έναν Ιρανό στρατιωτικό αξιωματικό.

Αλλά την ίδια ημέρα, η ομάδα Χεζμπολάχ του Λιβάνου ισχυρίστηκε ότι εκτόξευσε μια μοίρα μη επανδρωμένων αεροσκαφών εναντίον ενός στρατιωτικού στρατηγείου στο βόρειο Ισραήλ.

Ισχυρίστηκε επίσης ότι εκτόξευσε δεκάδες ρουκέτες σε θέσεις στα κατεχόμενα από το Ισραήλ υψίπεδα του Γκολάν.

Σύμφωνα με την ομάδα, τα πυρά εξαπολύθηκαν σε αντίποινα για προηγούμενη ισραηλινή επίθεση που σκότωσε ένα μέλος της Χεζμπολάχ και δύο Λιβανέζους πολίτες.

Στις 4 Ιουνίου, ο ισραηλινός στρατός και οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης αγωνίστηκαν να περιορίσουν τεράστιες πυρκαγιές στα βόρεια της χώρας που προκλήθηκαν από τη διασυνοριακή επίθεση της Χεζμπολάχ.

«[Οι ισραηλινές] δυνάμεις έχουν αποκτήσει τον έλεγχο των θέσεων της πυρκαγιάς και, σε αυτό το στάδιο, δεν κινδυνεύει καμία ανθρώπινη ζωή», ανέφερε ο στρατός σε ανακοίνωσή του.

Του  Adam Morrow, με πληροφορίες από το Reuters

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Συνεχίζουν να οξύνονται οι σχέσεις Πολωνίας-Ουκρανίας – Η Μόσχα λέει ότι το Κίεβο «χάνει συμμάχους»

Οι αυξανόμενες τριβές μεταξύ Κιέβου και Βαρσοβίας – σχετικά με τις εξαγωγές σιτηρών και τις μεταφορές όπλων – είναι ένα σημάδι ότι η Ουκρανία «χάνει συμμάχους», σύμφωνα με επιφανή Ρώσο νομοθέτη.

«Οι Ευρωπαίοι γραφειοκράτες … συνειδητοποιούν σταδιακά πόσο κοστίζει στις χώρες τους -και στους ίδιους- να υποστηρίζουν τον [Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ] Ζελένσκι», δήλωσε στις 20 Σεπτεμβρίου ο Λεονίντ Σλούτσκι, επικεφαλής της επιτροπής διεθνών υποθέσεων της ρωσικής Κρατικής Δούμας.

Ο ισχυρισμός του κ. Σλούτσκι συνέπεσε με την ανακοίνωση του Πολωνού πρωθυπουργού Ματέους Μοραβιέτσκι ότι η Βαρσοβία θα σταματήσει να παρέχει όπλα για την πολεμική δράση της Ουκρανίας.

«Δεν μεταφέρουμε πλέον όπλα στην Ουκρανία, διότι τώρα εξοπλίζουμε την Πολωνία με πιο σύγχρονα όπλα», δήλωσε ο κ. Μοραβιέτσκι σε δηλώσεις του στον πολωνικό Τύπο.

Η Βαρσοβία διευκρίνισε αργότερα ότι θα συνεχίσει να προμηθεύει την Ουκρανία με όπλα και πυρομαχικά -αλλά μόνο αυτά που έχουν ήδη συμφωνηθεί.

Από τότε που η Ρωσία εξαπέλυσε την εισβολή της στην ανατολική Ουκρανία στις αρχές του περασμένου έτους, η Βαρσοβία ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του Κιέβου.

Η Πολωνία ήταν μεταξύ των πρώτων χωρών που παρείχαν στην Ουκρανία μαχητικά αεροσκάφη και σήμερα φιλοξενεί περισσότερους από 1 εκατομμύριο Ουκρανούς πρόσφυγες.

Αλλά τους τελευταίους μήνες, οι τριβές μεταξύ Βαρσοβίας και Κιέβου έχουν αυξηθεί λόγω μιας μακροχρόνιας διαμάχης για τις εξαγωγές σιτηρών.

Ο πρόεδρος της Πολωνίας Αντρέι Ντούντα μιλάει σε εκδήλωση στην Γκντίνια της Πολωνίας, στις 22 Ιουλίου 2022. (Mateusz Sloddowski/AFP via Getty Images)

 

Την περασμένη εβδομάδα, οι εντάσεις ξέσπασαν όταν η Πολωνία, μαζί με την Ουγγαρία και τη Σλοβακία, επέβαλαν μονομερείς απαγορεύσεις σε εισαγόμενα ουκρανικά σιτηρά.

Οι τρεις χώρες προχώρησαν σε αυτό το βήμα αφού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αρνήθηκε να επεκτείνει την προϋπάρχουσα απαγόρευση για τα ουκρανικά σιτηρά σε πέντε κράτη της ΕΕ, στα οποία περιλαμβάνονταν επίσης η Ρουμανία και η Βουλγαρία.

Οι απαγορεύσεις αποσκοπούν στην προστασία των τοπικών γεωργών από την εισροή ουκρανικών σιτηρών μετά την κατάρρευση μιας σημαδιακής συμφωνίας για τα σιτηρά μεταξύ Κιέβου και Μόσχας.

Με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ και της Τουρκίας πέρυσι, η συμφωνία είχε επιτρέψει στην Ουκρανία να συνεχίσει να εξάγει σιτηρά -παρά τις εχθροπραξίες- μέσω της Μαύρης Θάλασσας.

Αλλά στα μέσα Ιουλίου, η Ρωσία ανέστειλε μονομερώς τη συμφωνία, λέγοντας ότι δεν είχαν εκπληρωθεί βασικά μέρη της συμφωνίας.

Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι παρίσταται στην 78η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη στις 19 Σεπτεμβρίου 2023. (Ed Jones/AFP via Getty Images)

 

Το Κίεβο, εν τω μεταξύ, έχει καταθέσει επίσημη καταγγελία στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου με την ελπίδα να δει τις απαγορεύσεις εισαγωγής να ανατρέπονται.

Έχει επίσης απειλήσει να επιβάλει τους δικούς του περιορισμούς στα εισαγόμενα προϊόντα της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, εάν οι δύο χώρες αρνηθούν να ανατρέψουν τις απαγορεύσεις εισαγωγής τους.

Ο κ. Μοραβιέτσκι, από την πλευρά του, έχει προειδοποιήσει το Κίεβο ότι αν επιλέξει να κλιμακώσει τη διαμάχη, η Βαρσοβία θα «προσθέσει περισσότερα προϊόντα στην απαγόρευση των [ουκρανικών] εισαγωγών».

Σκληρά λόγια στον ΟΗΕ

Μιλώντας ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 19 Σεπτεμβρίου, ο κ. Ζελένσκι κατήγγειλε τις απαγορεύσεις εισαγωγών σε σχόλια που φάνηκε να απευθύνονται στην Πολωνία.

«Είναι ανησυχητικό να βλέπουμε πώς κάποιοι στην Ευρώπη παίζουν την αλληλεγγύη [με την Ουκρανία] σε ένα πολιτικό θέατρο», δήλωσε ο κ. Ζελένσκι.

«Μπορεί να φαίνεται ότι παίζουν τον δικό τους ρόλο, αλλά στην πραγματικότητα βοηθούν να στηθεί το σκηνικό για λογαριασμό της Μόσχας», πρόσθεσε, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι απαγορεύσεις εισαγωγών εξυπηρετούν την ενίσχυση της θέσης της Ρωσίας.

Σε μια ένδειξη της ταχείας επιδείνωσης των σχέσεων, η προγραμματισμένη συνάντηση μεταξύ του κ. Ζελένσκι και του Πολωνού προέδρου Αντρέι Ντούντα, ο οποίος επίσης συμμετείχε στη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης, δεν υλοποιήθηκε.

Ο κ. Ντούντα εξόργισε περαιτέρω το Κίεβο όταν μιλώντας στο περιθώριο της συνέλευσης, χαρακτήρισε την Ουκρανία ως «άνθρωπο που πνίγεται».

Η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα στην ετήσια συνέντευξη Τύπου του υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ για τον ετήσιο απολογισμό του 2019. (The Canadian Press/AP/Alexander Zemlianichenko)

 

«Ένας άνθρωπος που πνίγεται έχει τεράστια δύναμη λόγω φόβου και αδρεναλίνης και μπορεί να καταλήξει να πνίξει τον διασώστη», δήλωσε στους δημοσιογράφους.

«Είναι λίγο σαν την κατάσταση μεταξύ Πολωνίας και Ουκρανίας», πρόσθεσε. «Η Ουκρανία, που δέχεται ρωσική επίθεση, βρίσκεται σε δύσκολη θέση και αρπάζει τα πάντα.

«Πρέπει να φροντίσουμε τα δικά μας συμφέροντα και θα το κάνουμε αποτελεσματικά και αποφασιστικά», διαβεβαίωσε ο κ. Ντούντα, ο οποίος θα βρεθεί αντιμέτωπος με εθνικές εκλογές τον επόμενο μήνα.

Το υπουργείο Εξωτερικών της Πολωνίας κάλεσε αργότερα τον πρέσβη της Ουκρανίας στη Βαρσοβία για να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του για τα σχόλια του κ. Ζελένσκι στη Γενική Συνέλευση.

Σύμφωνα με το υπουργείο, ο πρέσβης ενημερώθηκε ότι «η άσκηση πίεσης στην Πολωνία σε πολυμερή φόρουμ ή η αποστολή καταγγελιών σε διεθνή δικαστήρια δεν είναι κατάλληλες μέθοδοι για την επίλυση διαφορών μεταξύ των χωρών μας».

Το υπουργείο Εξωτερικών της Ουκρανίας, εν τω μεταξύ, εξέφρασε την αντίθεσή του για τα σχόλια του κ. Ντούντα περί «πνιγμένου ανθρώπου», χαρακτηρίζοντάς τα «ανάρμοστα».

Η Μόσχα κατηγορεί συλλογικά τη Δύση

Οι Ρώσοι παρατηρητές, εν τω μεταξύ, παρακολουθούν στενά την κλιμακούμενη διαμάχη μεταξύ της Ουκρανίας και της Πολωνίας – μέλους του ΝΑΤΟ.

«Καθώς η κατάρρευση του αντιρωσικού σχεδίου [της Δύσης] γίνεται όλο και πιο εμφανής, το Κίεβο αρχίζει να χάνει συμμάχους», δήλωσε ο κ. Σλούτσκι, ο οποίος ηγείται του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος της Ρωσίας, στο Telegram.

«Ο πρόεδρος Ντούντα αρνήθηκε να συναντήσει τον Ζελένσκι στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και συνέκρινε την Ουκρανία με έναν ‘πνιγμένο’ που θα παρασύρει και άλλους στη δίνη», πρόσθεσε.

Η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα συμφώνησε με τα σχόλια του κ. Ντούντα, αλλά δήλωσε ότι έλειπε «μια μικρή λεπτομέρεια».

«Ήταν η Βαρσοβία -και άλλοι που υποστήριξαν την αλλαγή καθεστώτος στη χώρα- που βοήθησαν να πέσει η Ουκρανία στο νερό», σημείωσε η ίδια.

Πιθανότατα αναφερόταν στην «επανάσταση του Μαϊντάν» στην Ουκρανία το 2014, η οποία υποστηρίχθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους.

Το γεγονός αυτό οδήγησε στην απομάκρυνση του Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανούκοβιτς, ο οποίος ήταν γνωστό ότι είχε καλές σχέσεις με τη Ρωσία. Σύντομα αντικαταστάθηκε από τον Πέτρο Ποροσένκο, ο οποίος έθεσε τη χώρα σε μια σαφώς πιο φιλοδυτική πορεία.

Η Μόσχα θεωρεί την απότομη μετάβαση της εξουσίας ως «πραξικόπημα» που υποστηρίχθηκε από τη Δύση και ως την κύρια αιτία της τρέχουσας σύγκρουσης στην Ουκρανία.

«Με τέτοιους “διασώστες”», διαβεβαίωσε η κ. Ζαχάροβα, «ο “πνιγμένος” δεν έχει καμία ελπίδα».