Τρίτη, 01 Ιούλ, 2025

Ο Πούτιν ενέκρινε 25ετές σχέδιο για την ενίσχυση της ρωσικής ναυτικής ισχύος

Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν ενέκρινε πρόσφατα μια νέα, μακροπρόθεσμη ναυτική στρατηγική διάρκειας 25 ετών, με στόχο την αποκατάσταση της θέσης της Ρωσίας ως κορυφαίας ναυτικής δύναμης, σύμφωνα με δηλώσεις του Νικολάι Πατρούσεφ, ανώτερου συμβούλου του Κρεμλίνου.

Όπως ανέφερε ο Πατρούσεφ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Argumenty i Fakti, το στρατηγικό αυτό κείμενο καθορίζει τις βασικές απαιτήσεις για τη μελλοντική σύνθεση του ρωσικού πολεμικού στόλου και τις κύριες αποστολές του τόσο σε περίοδο ειρήνης όσο και σε περίοδο πολέμου. Υποστήριξε ότι το έγγραφο απαντά στο ερώτημα ποια πρέπει να είναι η ναυτική ισχύς της Ρωσίας, ώστε η χώρα να μπορεί να υπερασπίζεται αποτελεσματικά τα συμφέροντά της στη διεθνή θαλάσσια σφαίρα.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η απόφαση για την εκπόνηση της νέας στρατηγικής ελήφθη τον Ιούλιο του περασμένου έτους, ενώ το σχετικό προσχέδιο καταρτίστηκε από το ρωσικό υπουργείο Άμυνας σε συνεργασία με άλλους ομοσπονδιακούς φορείς και οργανισμούς. Ο Πούτιν ενέκρινε το τελικό έγγραφο στις 30 Μαΐου, όπως δήλωσε ο Πατρούσεφ στη συνέντευξή του, η οποία δημοσιεύτηκε στις 9 Ιουνίου.

Ο ίδιος υπογράμμισε ότι η απόφαση αυτή καταδεικνύει πως η ανάπτυξη ενός ισχυρού και σύγχρονου πολεμικού στόλου παραμένει μία από τις βασικές προτεραιότητες της Μόσχας. Τόνισε επίσης πως πρόκειται για την πρώτη φορά στη σύγχρονη ρωσική ιστορία που υιοθετείται στρατηγικό σχέδιο τέτοιας εμβέλειας, προσθέτοντας ότι η θέση της Ρωσίας ως μεγάλης ναυτικής δύναμης του κόσμου αποκαθίσταται σταδιακά.

Σύμφωνα με τον Πατρούσεφ, το έγγραφο περιλαμβάνει αξιολόγηση της παγκόσμιας στρατιωτικοπολιτικής κατάστασης, καταγραφή πιθανών μελλοντικών εστιών έντασης, καθώς και σύγκριση της ισχύος των κύριων ναυτικών δυνάμεων διεθνώς. Περιγράφει επίσης την τρέχουσα κατάσταση και τις δυνατότητες του ρωσικού ναυτικού, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία από την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», όπως αποκαλεί η Μόσχα την εισβολή στην Ουκρανία το 2022.

Έκτοτε, το ρωσικό ναυτικό έχει υποστεί σημαντικές απώλειες, ιδιαίτερα στη Μαύρη Θάλασσα. Ο ρωσικός Στόλος της Μαύρης Θάλασσας, μία από τις σημαντικότερες ναυτικές δυνάμεις της χώρας, εδρεύει στη χερσόνησο της Κριμαίας, την οποία η Ρωσία προσάρτησε από την Ουκρανία το 2014 μετά από δημοψήφισμα. Ο μεγαλύτερος στόλος της Ρωσίας, ο Βόρειος Στόλος, επιχειρεί από τη Σεβερομόρσκ, κοντά στη Θάλασσα του Μπάρεντς.

Ισχυρή δύναμη

Παρά τις απώλειες, η Ρωσία εξακολουθεί να θεωρείται η τρίτη ισχυρότερη ναυτική δύναμη παγκοσμίως, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Σύμφωνα με διαθέσιμα ανοικτά δεδομένα, το ρωσικό ναυτικό αριθμεί περίπου 160.000 ενεργό προσωπικό και περισσότερα από 220 πολεμικά πλοία, καθώς και δεκάδες υποβρύχια — μεταξύ των οποίων αρκετά πυρηνοκίνητα με δυνατότητα εκτόξευσης βαλλιστικών πυραύλων.

Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία πριν από τρία χρόνια, η Ρωσία έχει αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες σε επίπεδα που δεν έχουν καταγραφεί από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Ο Πατρούσεφ επισήμανε ότι η νέα ναυτική στρατηγική δίνει έμφαση στην ανάπτυξη τεχνολογικών καινοτομιών, που θα επιτρέψουν στο ρωσικό ναυτικό να υπερέχει έναντι των αντίστοιχων ξένων δυνάμεων.

Ρώσος στρατιώτης βάλλει από πολεμικό πλοίο κατά τη διάρκεια ναυτικών ασκήσεων σε άγνωστη τοποθεσία, σε φωτογραφία από βίντεο που κυκλοφόρησε στις 30 Ιουλίου 2024. (Ρωσικό Υπουργείο Άμυνας/Δωρεά μέσω Reuters)

 

Όπως ανέφερε στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων TASS της Ρωσίας, η στρατηγική προβλέπει την κατασκευή πλοίων με τακτικά και τεχνικά χαρακτηριστικά ικανά να ξεπερνούν εκείνα των ξένων στόλων, καθώς και την προώθηση καινοτόμων τεχνολογιών — μεταξύ αυτών, την αύξηση του αριθμού των ρωσικών ναυτικών ρομποτικών συστημάτων.

Ο Πατρούσεφ έχει διατελέσει επικεφαλής τόσο της ρωσικής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (FSB) όσο και του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας. Εκτός από στενός συνεργάτης του Πούτιν, είναι σήμερα πρόεδρος του νεοσυσταθέντος Ναυτικού Συμβουλίου της Ρωσίας. Σύμφωνα με το πρακτορείο TASS, το Ναυτικό Συμβούλιο ιδρύθηκε πέρυσι με στόχο την ενίσχυση της ρωσικής ναυτικής ισχύος, την ανάπτυξη της Βόρειας Θαλάσσιας Οδού (που συνδέει την Ευρασία με την Ασία-Ειρηνικό), και τη διασφάλιση της ρωσικής πρόσβασης σε παγκόσμιες θαλάσσιες οδούς.

Με πληροφορίες του Reuters

ΗΠΑ: Στήριξη του σχεδίου ενσωμάτωσης ξένων μαχητών στον μετα-Άσαντ συριακό στρατό

Η αμερικανική κυβέρνηση δια του ειδικού απεσταλμένου της για τη Συρία, Τόμας Μπαράκ, εξέφρασε τη στήριξη της στο σχέδιο ενσωμάτωσης χιλιάδων ξένων Ισλαμιστών μαχητών στις τάξεις του ανασυγκροτούμενου συριακού στρατού μετά την αναμενόμενη αποχώρηση του καθεστώτος Άσαντ. Παράλληλα, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να υποστηρίζουν την ενσωμάτωση κουρδικών πολιτοφυλακών στη νέα στρατιωτική διάρθρωση της Συρίας.

Απαντώντας σε ερώτηση στις 2 Ιουνίου σχετικά με τη στάση της Ουάσιγκτον απέναντι στο εν λόγω σχέδιο της Δαμασκού, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Τουρκία και ειδικός απεσταλμένος για τη Συρία, Τόμας Μπαράκ, δήλωσε εμφατικά πως «η Ουάσιγκτον στηρίζει το σχέδιο», διευκρινίζοντας ωστόσο πως η εφαρμογή του πρέπει να γίνει «με διαφάνεια». Η προωθούμενη στρατηγική αφορά την απορρόφηση μαχητών που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ένοπλη αντιπαράθεση με το προηγούμενο καθεστώς, πολλοί εκ των οποίων προέρχονται από το εξωτερικό και ανήκουν σε ισλαμιστικές ομάδες που συμμετείχαν στον ευρύτερο συριακό εμφύλιο.

Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ, δια στόματος του ίδιου αξιωματούχου, επανέλαβαν την επιθυμία τους για την ένταξη των κουρδικών πολιτοφυλακών –κυρίως του SDF (Syrian Democratic Forces), όπου κυριαρχεί η YPG– στη μετα-Άσαντ σύνθεση του συριακού στρατού, στο πλαίσιο μιας νέας εθνικής ενότητας που θα εγγυηθεί την ασφάλεια και τη σταθερότητα στη χώρα.

Η συριακή κρίση, με δεκάδες ξένους μαχητές να πολεμούν στο έδαφός της τα τελευταία δεκατρία χρόνια, έχει οδηγήσει σε πλείστες προτάσεις για την «απορρόφηση» εκτός συνόρων δυνάμεων στην εθνική στρατιωτική δομή της χώρας μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ. Πρόκειται για μια σύνθετη και δυνητικά αμφιλεγόμενη προσπάθεια, καθώς εμπλέκονται –πέραν των Σύρων ανταρτών– ισλαμιστές και μισθοφόροι από διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, αλλά και κουρδικά στοιχεία που φιλοδοξούν σε νέο πολιτικό και στρατιωτικό ρόλο.

Η θέση των ΗΠΑ, όπως την εξέφρασε ο Τόμας Μπαράκ, εστιάζει στην ανάγκη να καταστούν όλες οι διαδικασίες αξιόπιστες και διαφανείς, με στόχο την αποφυγή νέων κύκλων βίας και την ενίσχυση του μεταβατικού στρατιωτικού σχήματος. Η ενσωμάτωση πρώην αντιμαχόμενων στοιχείων σε ενιαία δομή εκτιμάται πως θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά για μελλοντικές συγκρούσεις, υπό προϋποθέσεις συνεκτικής ηγεσίας και διεθνούς εποπτείας.

Μαχητές των SDF υπό κουρδική ηγεσία ανεμίζουν σημαίες από όχημα κατά τη διάρκεια πομπής αυτοκινητοπομπής καθώς εγκαταλείπουν το Χαλέπι της Συρίας, στις 9 Απριλίου 2025. Mohamad Daboul/Middle East Images/AFP μέσω Getty Images

 

Το αμερικανικό σχέδιο για ενσωμάτωση ξένων δυνάμεων και Κούρδων μαχητών στη συριακή στρατιωτική δομή έχει προκαλέσει ανάμεικτες αντιδράσεις στην περιοχή. Λίγες ημέρες νωρίτερα, ευρωπαϊκά δημοσιεύματα έκαναν λόγο για άρση των οικονομικών κυρώσεων της ΕΕ στη Συρία, εξέλιξη που δείχνει μετατόπιση στις δυτικές προσεγγίσεις. Αντίθετα, χώρες όπως η Τουρκία διατηρούν σοβαρές επιφυλάξεις, ιδιαίτερα έναντι της θεσμικής αναβάθμισης των κουρδικών οργανώσεων που θεωρούν συγγενείς με το ΡΚΚ.

Παράλληλα, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα της διαχείρισης πιθανών ριζοσπαστικών τάσεων που εμπεριέχουν πολλές ξένες μαχητικές ομάδες. Ειδικοί σε ζητήματα ασφάλειας επισημαίνουν τον κίνδυνο διαιώνισης ακραίων ιδεολογιών εάν δεν υπάρξουν σαφείς εγγυήσεις και προγράμματα επανένταξης υπό διεθνή παρακολούθηση.

Η στήριξη των ΗΠΑ σε μια τέτοια μεταβατική αρχιτεκτονική ασφάλειας παγιώνει την πρόθεση παρατεταμένης αμερικανικής επιρροής στη διαμόρφωση του νέου συριακού κράτους, επιδιώκοντας ταυτόχρονα τη σταθερότητα μέσω συμπερίληψης πρώην αντιμαχομένων. Ωστόσο, η επιτυχία ή αποτυχία του σχεδίου θα εξαρτηθεί από τον βαθμό διαφάνειας, την ικανότητα διαχείρισης αντικρουόμενων συμφερόντων μεταξύ εθνοθρησκευτικών ομάδων και την αποδοχή από γειτονικά κράτη.

Για τη συριακή κοινωνία, η ένταξη μαχητών διαφορετικής προέλευσης συνιστά πρόκληση ενότητας και ασφάλειας, ενώ για τις περιφερειακές δυνάμεις αποτελεί τεστ ανθεκτικότητας των ισορροπιών στην πολύπαθη περιοχή. Παράλληλα, η αμερικανική επιμονή στην ενσωμάτωση των Κούρδων αναμένεται να δημιουργήσει επιπρόσθετες εντάσεις με τους περιφερειακούς συμμάχους της Ουάσιγκτον.

Καθώς οι διεργασίες για τη «μετα-Άσαντ» Συρία επιταχύνονται, το αμερικανικό «πράσινο φως» στην ενσωμάτωση ξένων και κουρδικών δυνάμεων ανοίγει τον δρόμο για μια νέα στρατιωτική δομή στη χώρα. Το εγχείρημα ωστόσο απαιτεί λεπτούς χειρισμούς, διαφάνεια και διεθνή εποπτεία, ώστε να διασφαλίσει πραγματική ασφάλεια, πολιτική συνοχή και αποτροπή νέων συγκρούσεων σε μια από τις πλέον ευαίσθητες περιοχές της Μέσης Ανατολής.

Δεκάδες πτώματα σε νοσοκομείο της Λιβύης μετά από συγκρούσεις αντίπαλων πολιτοφυλακών

Τουλάχιστον 58 αγνώστου ταυτότητας πτώματα εντοπίστηκαν σε νοσοκομείο της Τρίπολης μετά από πρόσφατες συγκρούσεις μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων στη δυτική Λιβύη, σύμφωνα με τις τοπικές αρχές.

Όπως ανέφερε το υπουργείο Εσωτερικών της χώρας, έχουν ξεκινήσει έρευνες για την ταυτοποίηση των πτωμάτων, με 23 από αυτά να έχουν ήδη εξεταστεί. Στην ίδια ανακοίνωση, τονιζόταν ότι ελήφθησαν όλα τα απαραίτητα νομικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της τεκμηρίωσης στοιχείων και της συλλογής δειγμάτων.

Τα πτώματα εντοπίστηκαν στις 19 Μαΐου σε νοσοκομείο που ελεγχόταν από τοπική πολιτοφυλακή, της οποίας ο ηγέτης σκοτώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα σε επίθεση από αντίπαλη ένοπλη οργάνωση. Μέχρι πρόσφατα, η περιοχή Αμπού Σαλίμ βρισκόταν υπό τον έλεγχο του λεγόμενου «Μηχανισμού Στήριξης της Σταθερότητας» (Stabilization Support Apparatus – SSA).

Στις 12 Μαΐου, ο επικεφαλής του SSA, Αμπντελγκανί Κικλί —γνωστός και ως Γκανίουα— σκοτώθηκε στην Τρίπολη από μέλη της αντίπαλης ένοπλης οργάνωσης «Ταξιαρχία 444».

Παράλληλα, μονάδες του SSA σε άλλες περιοχές της δυτικής Λιβύης δέχθηκαν επίθεση και υπέστησαν ήττα από ένοπλες ομάδες που φέρονται να είναι ευθυγραμμισμένες με τον πρωθυπουργό Αμπντελχαμίντ Αλ Ντμπεϊμπά, επικεφαλής της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας (Government of National Unity- GNU) με έδρα την Τρίπολη.

Την επόμενη ημέρα, σφοδρές συγκρούσεις ξέσπασαν στην Τρίπολη μεταξύ πολιτοφυλακών που υποστηρίζουν τον Ντμπεϊμπά και της ένοπλης ομάδας «Δύναμη Ειδικής Αποτροπής» (γνωστής και ως Rada), η οποία αντιτίθεται στον πρωθυπουργό.

Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τουλάχιστον οκτώ άμαχοι σκοτώθηκαν κατά τις συγκρούσεις.

Μετά από δύο ημέρες έντασης, το υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε ότι τακτικές δυνάμεις, σε συντονισμό με τις αρμόδιες υπηρεσίες ασφαλείας, έλαβαν μέτρα για την αποκατάσταση της τάξης, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης ουδέτερων μονάδων.

Σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών, τα πτώματα εντοπίστηκαν στο Νοσοκομείο Αμπού Σαλίμ, το οποίο βρίσκεται στη πυκνοκατοικημένη ομώνυμη συνοικία της Τρίπολης. Δύο ημέρες νωρίτερα, εννέα ακόμη αγνώστου ταυτότητας πτώματα είχαν βρεθεί στο Νοσοκομείο Αλ Χάντρα της ίδιας περιοχής, όπως ανέφεραν οι αρχές.

Η εξουδετέρωση του SSA φαίνεται να ενίσχυσε τη θέση του Ντμπεϊμπά, ο οποίος παραμένει επικεφαλής της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης και θεωρείται σύμμαχος της Τουρκίας.

Όπως και το GNU, ο SSA λειτουργούσε στο πλαίσιο του Προεδρικού Συμβουλίου που σχηματίστηκε το 2021 μέσα από μια πολιτική διαδικασία υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Την ίδια χρονιά, οι προγραμματισμένες εκλογές δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω συνεχιζόμενων διαφωνιών μεταξύ αντίπαλων παρατάξεων, γεγονός που επέτρεψε στον Ντμπεϊμπά να παραμείνει στην εξουσία.

Αιτήματα για παραίτηση του πρωθυπουργού

Στις 16 Μαΐου, τρεις υπουργοί της GNU υπέβαλαν αιφνιδίως την παραίτησή τους, την ώρα που εκατοντάδες διαδηλωτές είχαν συγκεντρωθεί στην Πλατεία των Μαρτύρων της Τρίπολης, ζητώντας την αποχώρηση του Ντμπεϊμπά και τη διεξαγωγή εκλογών. Οι διαδηλωτές τον κατηγόρησαν ότι αδυνατεί να αποκαταστήσει την ηρεμία στην πρωτεύουσα και να περιορίσει την επιρροή των ένοπλων ομάδων.

Την ίδια ημέρα, η Αποστολή του ΟΗΕ στη Λιβύη εξέφρασε ανησυχία για τη συνεχιζόμενη βία, καλώντας όλες τις πλευρές να διασφαλίσουν την προστασία του άμαχου πληθυσμού της Τρίπολης.

Λίβυοι διαδηλωτές συγκεντρώνονται στην πλατεία Μαρτύρων για να ζητήσουν την παραίτηση της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, στην Τρίπολη της Λιβύης, στις 16 Μαΐου 2025. (AFP μέσω Getty Images)

 

Σε τηλεοπτικό του διάγγελμα στις 17 Μαΐου, ο Ντμπεϊμπά ανέφερε ότι η εξάλειψη των ένοπλων ομάδων που λειτουργούν εκτός κρατικού ελέγχου αποτελεί «ένα συνεχιζόμενο έργο». Υπογράμμισε, επίσης, ότι δεν πρόκειται να υπάρξει επιείκεια απέναντι σε όποιον συνεχίζει να εμπλέκεται σε φαινόμενα διαφθοράς ή εκβιασμού. Στόχος της κυβέρνησης, όπως είπε, είναι η δημιουργία μιας Λιβύης απαλλαγμένης από πολιτοφυλακές και διαφθορά.

Σε ανακοίνωση που εξέδωσε το γραφείο του στις 18 Μαΐου, υπογραμμίστηκε ότι η GNU επιδιώκει την «εξάλειψη των ένοπλων σχηματισμών που δεν υπάγονται σε αστυνομικές ή στρατιωτικές δομές».

Η Λιβύη παραμένει σε κατάσταση σχετικής αστάθειας από το 2011, όταν μια εξέγερση με τη στήριξη του ΝΑΤΟ οδήγησε στην ανατροπή και τον θάνατο του Μουάμαρ Καντάφι. Από το 2014, η χώρα έχει διαιρεθεί μεταξύ δύο αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων: της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας στη δυτική Λιβύη και του στρατηγού Χαλίφα Χάφταρ, που διατηρεί τον έλεγχο της ανατολικής Λιβύης.

Με πληροφορίες από το Reuters

Διορία 10 ημερών από τη Δαμασκό για την ένταξη ενόπλων ομάδων στις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας

Η νέα ισλαμιστική κυβέρνηση της Συρίας, που ανέλαβε την εξουσία μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ τον περασμένο Δεκέμβριο, κάλεσε όλες τις ανεξάρτητες ένοπλες ομάδες να ενταχθούν στις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας εντός δέκα ημερών, διαφορετικά θα αντιμετωπίσουν κυρώσεις, σύμφωνα με ανακοίνωση του Σύρου υπουργού Άμυνας, Μούρχαφ Αμπού Κάσρα.

Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση που εκδόθηκε το βράδυ της 17ης Μαΐου, ο Αμπού Κάσρα δήλωσε ότι «στρατιωτικές μονάδες» έχουν ήδη ενταχθεί σε ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο υπό κυβερνητικό έλεγχο.

Ο ίδιος τόνισε την ανάγκη να προχωρήσουν και οι υπόλοιπες μικρότερες στρατιωτικές ομάδες στην ένταξή τους στο υπουργείο Άμυνας «εντός μέγιστου χρονικού διαστήματος δέκα ημερών», ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία ενοποίησης και οργάνωσης.

Η ανακοίνωση δεν διευκρίνιζε ποιες ομάδες αφορά τελικά το τελεσίγραφο, ενώ εκτιμάται ότι δεν στρέφεται κατά των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), κουρδο-αραβικής ένοπλης συμμαχίας που υποστηρίζεται από την Ουάσιγκτον και ελέγχει μεγάλο μέρος της βορειοανατολικής Συρίας.

Ήδη από τον Μάρτιο, ο SDF είχε υπογράψει συμφωνία με τη Δαμασκό για την ένταξη των μαχητών της στις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας, καθώς και για την παράδοση του ελέγχου των περιοχών και θεσμών που διαχειρίζεται στο συριακό κράτος.

Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, είχε τότε χαιρετίσει τη συμφωνία, δηλώνοντας ότι η Ουάσιγκτον παραμένει προσηλωμένη σε μια πολιτική μετάβαση στη Συρία «με πειστική και μη σεχταριστική διακυβέρνηση, ως τη βέλτιστη οδό για την αποφυγή νέας σύγκρουσης».

Ωστόσο, στις 15 Μαΐου, η Τουρκία—η οποία θεωρεί τον SDF τρομοκρατική οργάνωση—δήλωσε πως οι όροι της συμφωνίας δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί στην πράξη.

Όπως ανέφερε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, έπειτα από συναντήσεις με τον Ρούμπιο και τον Σύρο ομόλογό του στην Αττάλεια, «αναμένουμε την υλοποίηση αυτών των βημάτων». Ο Φιντάν υπογράμμισε ότι «για να επιτευχθεί σταθερότητα στη Συρία, απαιτείται μια συνολική κυβέρνηση και μία ενιαία, νόμιμη ένοπλη δύναμη».

Συνεχιζόμενη βία

Το καθεστώς του Σύρου προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ ανατράπηκε τον Δεκέμβριο από επίθεση ανταρτών με επικεφαλής την οργάνωση Χεζμπ Ταχρίρ Αλ Σαμ (HTS), σουνιτική ένοπλη ομάδα με παρελθόν συνδεδεμένο με την Αλ Κάιντα.

Έκτοτε, η νέα κυβέρνηση υπό την HTS έχει επιχειρήσει να εδραιώσει τον έλεγχό της και να ενοποιήσει τις πολυδιασπασμένες ένοπλες ομάδες υπό κρατική διοίκηση.

Λίγο μετά την ανατροπή του προηγούμενου καθεστώτος, σουνιτικές ένοπλες οργανώσεις που είχαν πολεμήσει κατά του Άσαντ—συμπεριλαμβανομένης της HTS—συμφώνησαν να ενταχθούν στο κρατικό σύστημα ασφάλειας.

Απόφοιτοι των δυνάμεων γενικής ασφάλειας της Συρίας υπό τη νέα διοίκηση της χώρας παρευρίσκονται σε τελετή στην , στις 12 Φεβρουαρίου 2025. (Aaref Watad/AFP μέσω Getty Images)

 

Ωστόσο, στη Συρία εξακολουθούν να δρουν ανεξάρτητες ένοπλες ομάδες, κάποιες εκ των οποίων στηρίζουν τη νέα κυβέρνηση, ενώ άλλες της εναντιώνονται.

Τον Μάρτιο, σουνίτες μαχητές στην επαρχία Λαττάκειας σκότωσαν εκατοντάδες μέλη της κοινότητας των Αλαουιτών, θρησκευτικής μειονότητας από την οποία κατάγεται η οικογένεια Άσαντ.

Τον Απρίλιο, δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν στη νότια Συρία, ύστερα από συγκρούσεις ανάμεσα σε σουνίτες ενόπλους και μέλη της μειονότητας των Δρούζων.

Στις 17 Μαΐου, συριακές δυνάμεις ασφαλείας πραγματοποίησαν επιχειρήσεις κατά στόχων που συνδέονται με την τρομοκρατική οργάνωση ISIS στο Χαλέπι, κατά τις οποίες, σύμφωνα με τις αρχές, σκοτώθηκαν τρία μέλη της οργάνωσης.

Το υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε επίσης τον θάνατο ενός μέλους των δυνάμεων ασφαλείας και τη σύλληψη άλλων τεσσάρων υπόπτων.

Την επόμενη ημέρα, τρεις αστυνομικοί σκοτώθηκαν όταν παγιδευμένο αυτοκίνητο εξερράγη κοντά σε αστυνομικό τμήμα στην επαρχία Ντέιρ Εζ Ζορ, σύμφωνα με το συριακό κρατικό πρακτορείο SANA.

Μέχρι την ώρα δημοσίευσης δεν είχε υπάρξει ανάληψη ευθύνης για την επίθεση.

Στο μεταξύ, κατά την επίσκεψή του στη Σαουδική Αραβία στις 13–14 Μαΐου, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ συναντήθηκε με τον Άχμεντ Αλ Σαρά, μεταβατικό ηγέτη της Συρίας και επικεφαλής της HTS.

Μετά τη συνάντηση, ο Τραμπ ανακοίνωσε την άρση των μακροχρόνιων αμερικανικών κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στο καθεστώς Άσαντ.

Ο Σύρος υπουργός Εσωτερικών, Άνας Χατάμπ, δήλωσε ότι η απόφαση αυτή θα συμβάλει στην «εδραίωση της ασφάλειας και της σταθερότητας και στην προώθηση της κοινωνικής ειρήνης στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή».

Με πληροφορίες του Reuters

Ιρανο-ευρωπαϊκές επαφές για το πυρηνικό ζήτημα, στην Κωνσταντινούπολη

Σημαντική συνάντηση αναμένεται να πραγματοποιηθεί στις 16 Μαΐου, στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ αξιωματούχων από το Ιράν και τις τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες — τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία — προκειμένου να εξεταστεί η προοπτική αναβίωσης της συμφωνίας για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Την επικείμενη συνάντηση επιβεβαίωσε ο Ιρανός υφυπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αραγκοτσί, τονίζοντας τη σημασία των συνομιλιών, οι οποίες συμπίπτουν χρονικά με παράλληλες διαβουλεύσεις μεταξύ Ιράν και ΗΠΑ στο Ομάν.

Κατά την επικείμενη σύνοδο, οι Ιρανοί διπλωμάτες θα συνομιλήσουν με τους Ευρωπαίους ομολόγους τους από το λεγόμενο «E3», με αντικείμενο τη διαμόρφωση των όρων μίας  νέας συμφωνίας που διαπραγματεύονται Τεχεράνη και Ουάσιγκτον. Η ανακοίνωση έρχεται έπειτα από την αναβολή προηγούμενης προγραμματισμένης συνάντησης για τις 2 Μαΐου.

Η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία — γνωστές συλλογικά ως «E3» — αποτελούσαν βασικούς εταίρους της αρχικής συμφωνίας (JCPOA) που υπεγράφη το 2015, μαζί με το Ιράν, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα. Η συμφωνία προέβλεπε περιορισμούς στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα με αντάλλαγμα τη σταδιακή άρση των κυρώσεων.

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον αποχώρησε μονομερώς από τη συμφωνία, επαναφέροντας σκληρές κυρώσεις κατά του Ιράν.

Σύμφωνα με σχετικό ψήφισμα του ΟΗΕ που επικύρωσε το JCPOA, οι τρεις ευρωπαϊκές χώρες διατηρούν τη δυνατότητα επαναφοράς κυρώσεων έως τις 18 Οκτωβρίου — μια διαδικασία που είναι γνωστή ως «μηχανισμός επαναφοράς» ή «snapback».

Με αφορμή αυτό το ενδεχόμενο, ο Αραγκοτσί προειδοποίησε στις 11 Μαΐου το Λονδίνο, το Παρίσι και το Βερολίνο ότι τυχόν ενεργοποίηση του «snapback» θα επιδεινώσει τις εντάσεις. «Η θέση του Ιράν είναι ξεκάθαρη», τόνισε σε άρθρο του στη γαλλική εβδομαδιαία Le Point. «Έχουμε ειδοποιήσει όλα τα μέρη του JCPOA ότι τυχόν κατάχρηση του μηχανισμού θα έχει συνέπειες – όχι μόνο το τέλος της ευρωπαϊκής εμπλοκής στη συμφωνία, αλλά και κλιμάκωση της έντασης που μπορεί να αποβεί μη αναστρέψιμη.»

Στις 14 Μαΐου, και το τουρκικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Anadolu επιβεβαίωσε τη διεξαγωγή των συνομιλιών στην Κωνσταντινούπολη στο επίπεδο αναπληρωτών ΥΠΕΞ, επικαλούμενο ιρανικά μέσα ενημέρωσης.

Νέο κεφάλαιο στις «δύσκολες» συνομιλίες με τις ΗΠΑ

Από την αρχή της θητείας του στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ επεδίωξε τη διαπραγμάτευση μιας ανανεωμένης πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν, με το Ομάν να παίζει ρόλο διαμεσολαβητή. Ήδη στις 11 Μαΐου, πραγματοποιήθηκε τέταρτος γύρος συνομιλιών Ιράν-ΗΠΑ στο Μουσκάτ, σε στενή συνεννόηση με τις ευρωπαϊκές χώρες για το ζήτημα των κυρώσεων, παρά το γεγονός ότι η E3 δεν συμμετέχει άμεσα στις διαπραγματεύσεις.

Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα επισημάνει ότι θα πρέπει να αποτραπεί η απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ιράν, ακόμη και με χρήση στρατιωτικής βίας εάν καταρρεύσουν οι διαπραγματεύσεις. Η Τεχεράνη, από την πλευρά της, διαμηνύει ότι το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας αφορά αποκλειστικά ειρηνικούς σκοπούς.

Ο Αραγκοτσί χαρακτήρισε τις φετινές συνομιλίες στο Ομάν «δύσκολες», ιδιαίτερα όσον αφορά το ζήτημα του εμπλουτισμού ουρανίου, και κάλεσε τους Αμερικανούς διαπραγματευτές να προσέλθουν με περισσότερο ρεαλιστικές θέσεις. Ο Τραμπ, μιλώντας σε δημοσιογράφους στις 12 Μαΐου, κράτησε πιο διαλλακτικό τόνο δηλώνοντας: «Η Τεχεράνη δείχνει σύνεση. Θέλουμε το Ιράν να ευημερεί, να γίνει μεγάλο, αλλά δεν μπορεί να έχει πυρηνικά όπλα.»

Ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν Αμπάς Αρακτσί (α) συναντά τον ομόλογό του από το Ομάν (δ) πριν από τις συνομιλίες με τον απεσταλμένο των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή Στηβ Γουίτκοφ στο Μουσκάτ. Ομάν, 12 Απριλίου 2025. (Υπουργείο Εξωτερικών του Ιράν μέσω AP)

 

«Νομίζω πως έχουν κατανοήσει ότι είμαι αποφασισμένος και μέχρι στιγμής υιοθετούν λογική στάση», προσέθεσε ο Αμερικανός πρόεδρος. Ωστόσο, την επόμενη ημέρα, σκλήρυνε εκ νέου το λόγο του, χαρακτηρίζοντας το Ιράν ως τη «χειρότερη αποσταθεροποιητική δύναμη στη Μέση Ανατολή» και αποδίδοντάς του την ευθύνη για τη γενικότερη περιφερειακή ένταση. «Αν η ιρανική ηγεσία απορρίψει τον κλάδο ελαίας που της προσφέραμε… δεν θα έχουμε άλλη επιλογή παρά να επιβάλουμε μέγιστη πίεση», δήλωσε από το Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας.

Ο Αραγκοτσί, απαντώντας, χαρακτήρισε παραπλανητικές τις τοποθετήσεις Τραμπ. «Είναι οι ΗΠΑ που φρενάρουν την πρόοδο του Ιράν μέσω των κυρώσεων», επεσήμανε ο Ιρανός αξιωματούχος.

Με πληροφορίες από το Reuters

Απών ο Σύρος προσωρινός πρόεδρος από τη Σύνοδο Κορυφής της Βαγδάτης

Σύμφωνα με επίσημες ανακοινώσεις της συριακής κρατικής τηλεόρασης Ekhbariya, ο προσωρινός πρόεδρος της Συρίας, Άχμεντ αλ Σαράα, δεν θα συμμετάσχει στη Σύνοδο Κορυφής του Αραβικού Συνδέσμου στη Βαγδάτη στις 17 Μαΐου. Αντ’ αυτού, την ηγεσία της συριακής αντιπροσωπείας αναλαμβάνει ο υπουργός Εξωτερικών Ασάντ αλ Σιμπανί, όπως έγινε γνωστό τη Δευτέρα 12 Μαΐου.

Η εξέλιξη αυτή έρχεται ως απάντηση σε κύμα έντονων αντιδράσεων από σιιτικούς πολιτικούς κύκλους και διαδηλωτές στο Ιράκ, οι οποίοι εναντιώνονται στη συμμετοχή του αλ Σαράα επικαλούμενοι το παρελθόν του σε σουνιτικές εξτρεμιστικές οργανώσεις που αναδύθηκαν μετά την αμερικανική εισβολή το 2003. Ο αλ Σαράα, παράλληλα με τον ρόλο του ως προσωρινού προέδρου, ηγείται της οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), η οποία θεωρείται τρομοκρατική και έχει ιστορικούς δεσμούς με την αλ Κάιντα.

Το φθινόπωρο του περασμένου έτους, η HTS καθοδήγησε αντικαθεστωτική επίθεση με την υποστήριξη της Τουρκίας, οδηγώντας στην ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ έπειτα από πολυετή διακυβέρνηση. Ένα μήνα μετά την αποπομπή Άσαντ, οι ηγέτες των ανταρτών όρισαν τον αλ Σαράα ως μεταβατικό πρόεδρο για «αόριστο» χρονικό διάστημα.

Από τη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων του, ο αλ Σαράα έχει πραγματοποιήσει επισκέψεις και έχει λάβει τη στήριξη ορισμένων περιφερειακών δυνάμεων, όπως της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Μπαχρέιν. Στα μέσα Απριλίου επισκέφθηκε το Κατάρ, όπου συνάντησε τον εμίρη Ταμίμ μπιν Χαμάντ αλ Θανί — υποστηρικτή της HTS — καθώς και τον Ιρακινό πρωθυπουργό Μοχάμεντ αλ Σουντανί. Κατά τη συνάντηση αυτή, ο αλ Σουντανί ζήτησε από τον αλ Σαράα να προστατεύσει τις συριακές μειονότητες που βρίσκονται στο στόχαστρο της σεχταριστικής βίας μετά την πτώση Άσαντ και κάλεσε τη Δαμασκό να αναλάβει δράση κατά του ISIS, ο οποίος διατηρεί ακόμη παρουσία σε Ιράκ και Συρία.

Ο Σαουδάραβας πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν χαιρετά τον προσωρινό πρόεδρο της Συρίας Άχμεντ αλ Σαράα κατά την άφιξή του στο βασιλικό παλάτι στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας, στις 2 Φεβρουαρίου 2025. (Υπουργείο Τύπου της Σαουδικής Αραβίας μέσω AP)

 

Στο ίδιο ταξίδι, ο αλ Σουντανί προσκάλεσε τον αλ Σαράα να παραστεί στην επικείμενη σύνοδο στη Βαγδάτη. Η κίνηση προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από σιιτικές φατρίες του Ιράκ, οι οποίες κατηγορούν τον αλ Σαράα για προσχεδιασμένες επιθέσεις κατά σιιτικών στόχων κατά το διάστημα που δρούσε με την αλ Κάιντα. Μάλιστα, 57 σιίτες βουλευτές του ιρακινού κοινοβουλίου υπέγραψαν αίτημα προς τον πρωθυπουργό να αποσύρει την πρόσκληση και να απαγορεύσει την έλευση του αλ Σαράα στη Βαγδάτη.

Σε ανακοίνωσή του στο δικτυακό πρακτορείο Rudaw με έδρα το Ερμπίλ, το σιιτικό κόμμα Ισλαμικό Νταουά τόνισε πως «το αίμα των Ιρακινών δεν μπορεί να είναι τόσο φθηνό ώστε να προσκαλούνται ή να καλωσορίζονται στη Βαγδάτη αυτοί που το έχυσαν».

Διαδηλώσεις στη Βασόρα

Στις 13 Μαΐου, το Rudaw μετέδωσε ότι η ανακοίνωση περί συμμετοχής του αλ Σαράα στη σύνοδο προκάλεσε οργισμένες διαδηλώσεις στη σιιτική πόλη της Βασόρα. «Όχι στον Τζολανί! Όχι στην τρομοκρατία!», φώναζαν οι διαδηλωτές, καθώς ο αλ Σαράα ήταν γνωστός παλαιότερα ως Μοχάμεντ αλ Τζολανί και είχε πολεμήσει στο πλευρό της αλ Κάιντα στο Ιράκ μετά την αμερικανική εισβολή.

Παρά τη σθεναρή στήριξή του από σουνιτικούς περιφερειακούς «παίκτες» όπως Τουρκία, Κατάρ και Σαουδική Αραβία —χώρες που είχαν διαχρονικά στηρίξει τους Σύριους αντικαθεστωτικούς — ο αλ Σαράα και η HTS παραμένουν βαθιά αντιδημοφιλείς στους σιιτοκρατούμενους κύκλους του Ιράκ, εκεί όπου η επιρροή του Ιράν είναι έντονη. Ούτε η Βαγδάτη ούτε η Ουάσιγκτον έχουν αναγνωρίσει επίσημα την προσωρινή συριακή κυβέρνηση υπό τον αλ Σαράα.

Σε αντίθεση με αυτό το κλίμα, αρκετοί σουνίτες πολιτικοί του Ιράκ έχουν εκφράσει στήριξη στην HTS και τον αλ Σαράα, χαιρετίζοντας την αρχικά προγραμματισμένη συμμετοχή του στη σύνοδο. Με έμμεση αναφορά προς φιλοϊρανικά στοιχεία, ο επικεφαλής της σουνιτικής κοινοβουλευτικής παράταξης, Ράαντ αλ Νταχλακί, μίλησε για «κύκλους» που επιχειρούν να παρεμποδίσουν την προσπάθεια της Βαγδάτης για τη θέση που δικαιούται στον αραβικό κόσμο.

Με πληροφορίες από το Reuters

Νέος εμπορικός διάδρομος Κίνας-Ευρώπης αναδύεται εν μέσω γεωπολιτικών ανακατατάξεων

Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Πεκίνο, ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίεφ υπέγραψε συμφωνία στρατηγικής εταιρικής σχέσης με τον Κινέζο ομόλογό του, Σι Τζινπίνγκ. Η συμφωνία προβλέπει ενίσχυση της συνεργασίας σε σειρά τομέων, με έμφαση στις μεταφορές και τη διασυνδεσιμότητα στην ευρύτερη περιοχή.

Οι δύο ηγέτες υπέγραψαν επίσης δευτερεύουσα συμφωνία για τις «διεθνείς πολυτροπικές μεταφορές», με στόχο την ανάπτυξη εμπορικών διαδρόμων — μέσω Αζερμπαϊτζάν — που θα συνδέουν την Κίνα με τις ευρωπαϊκές αγορές.

Σε κοινή δήλωση που εκδόθηκε στις 23 Απριλίου, οι δύο πλευρές εξέφρασαν την πρόθεση να συνεργαστούν — τόσο μεταξύ τους όσο και με άλλες χώρες της περιοχής — για τη βελτίωση των διαδικασιών τελωνειακού εκτελωνισμού και της αποτελεσματικότητας των μεταφορών φορτίων, ώστε να δημιουργηθούν ασφαλείς, σταθερές και απευθείας διαδρομές ταχείας σύνδεσης Κίνας–Ευρώπης μέσω Κασπίας.

Κεντρικός άξονας του σχεδίου διασυνδεσιμότητας είναι ο Διηπειρωτικός Διάδρομος Μεταφορών Κασπίας (Trans-Caspian International Transport Route – TITR), γνωστός και ως Μεσαίος Διάδρομος. Ο διάδρομος εκτείνεται σε περίπου 5.000 χιλιόμετρα και διασχίζει την Κίνα και αρκετά ευρασιατικά κράτη, ενσωματώνοντας σιδηροδρομικές, οδικές και θαλάσσιες μεταφορές.

Σε λειτουργία από το 2017, ο TITR αποτελεί εναλλακτική επιλογή έναντι του Βόρειου Διαδρόμου, ο οποίος συνδέει την Κίνα με την Ευρώπη μέσω Ρωσίας και Λευκορωσίας.

Αντιθέτως, ο Μεσαίος Διάδρομος ξεκινά από το λιμάνι Λιανγιουνγκάνγκ στην Κίνα και, μέσω του Καζακστάν, φθάνει στα λιμάνια Ακτάου και Κουρίκ στις ακτές της Κασπίας. Από εκεί, διασχίζει τη θάλασσα για να καταλήξει στον Νότιο Καύκασο και, μέσω Αζερμπαϊτζάν, Γεωργίας και Τουρκίας, συνεχίζει προς την Ανατολική Ευρώπη.

Το Πεκίνο εντάσσει τον Μεσαίο Διάδρομο στην ευρύτερη Πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI), η οποία στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση της κινεζικής επιρροής προς τη Δύση, περιλαμβάνοντας την Κεντρική Ασία και τον Νότιο Καύκασο.

Ο Γιασάρ Σαρί, ειδικός σε θέματα Ευρασίας και καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Ιμπν Χαλντούν της Κωνσταντινούπολης, ανέφερε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι «η Κίνα αναζητά τρόπους για να προωθήσει τα προϊόντα της στις ευρωπαϊκές αγορές» και, υπό τις παρούσες γεωπολιτικές συνθήκες, «η πιο εύκολη οδός είναι ο Μεσαίος Διάδρομος».

Όπως είπε, αυτός είναι ο λόγος που το Πεκίνο επενδύει σημαντικά σε σειρά έργων καθ’ όλο το μήκος της διαδρομής, ενώ διεξάγει συνομιλίες και με την Τουρκία για τη χρηματοδότηση της κατασκευής σιδηροδρομικής γραμμής που θα διασχίζει τον Βόσπορο μέσω της Τρίτης Γέφυρας της Κωνσταντινούπολης.

Η ταχεία ανάπτυξη του Μεσαίου Διαδρόμου έχει προκαλέσει, σύμφωνα με αναλυτές, και έναν άτυπο ανταγωνισμό ανάμεσα στο Πεκίνο και την Ευρώπη, καθώς και οι δύο πλευρές επιδιώκουν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους και να ενισχύσουν την επιρροή τους στην Κεντρική Ασία.

Η αναλύτρια γεωπολιτικών θεμάτων Άνα Μαρία Έβανς σημείωσε ότι η Κίνα εξακολουθεί να αποτελεί μείζονα επενδυτικό εταίρο σε διάφορα έργα κατά μήκος του διαδρόμου. Όπως δήλωσε, το Πεκίνο έχει συμβάλει καθοριστικά στην ανάπτυξη των σιδηροδρομικών συνδέσεων Κίνας-Κιργιζίας-Ουζμπεκιστάν και Καζακστάν, στη σιδηροδρομική γραμμή Μπακού-Τιφλίδας-Καράς , καθώς και στον εκσυγχρονισμό των λιμανιών της Κασπίας.

Αγώνας επιρροής

Ο Μεσαίος Διάδρομος περιγράφεται συχνά ως ένας νέος Δρόμος του Μεταξιού, προσφέροντας στα συμμετέχοντα κράτη τη δυνατότητα να επωφεληθούν από το τεράστιο όγκο του εμπορίου Κίνας-Ευρώπης, ο οποίος εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 800 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.

Το Αζερμπαϊτζάν, λόγω της στρατηγικής του θέσης ανάμεσα στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία, επιδιώκει να αναδειχθεί σε βασικό διαμετακομιστικό κόμβο της διαδρομής μέσω Κασπίας. Λίγο πριν από το ταξίδι του στο Πεκίνο, ο πρόεδρος Αλίεφ χαρακτήρισε τον Μεσαίο Διάδρομο ως «την πλέον ανταγωνιστική οδό μεταφοράς αγαθών μεταξύ Κίνας και Ευρώπης», προσθέτοντας ότι η σημασία του «αυξάνεται ραγδαία».

Σύμφωνα με τον ίδιο, πάνω από 375.000 τόνοι φορτίου διήλθαν από τον Μεσαίο Διάδρομο μεταξύ Κίνας και Αζερμπαϊτζάν το 2024 — σημειώνοντας αύξηση 86% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Μια ρωσική πλωτή αποβάθρα ρυμουλκείται μέσω του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη. Τουρκία, 18 Σεπτεμβρίου 2024. (Yoruk Isik/Reuters)

 

Ο Ρίτσαρντ Σπούνερ, ειδικός σε θέματα Κεντρικής Ασίας που εδρεύει στην Αστάνα του Καζακστάν, ανέφερε στην Epoch Times ότι το λιμάνι του Μπακού αποτελεί τον βασικό κόμβο του Μεσαίου Διαδρόμου — «το κύριο καραβάν-σεράι (σταθμός ανάπαυσης)», όπως το αποκάλεσε χαρακτηριστικά στέλεχος της αζερικής πρωτεύουσας.

Σύμφωνα με τον Σπούνερ, ο οποίος είναι μέλος του συμβουλευτικού συμβουλίου του Caspian Policy Center (Κέντρου Πολιτικής για την Κασπία) με έδρα την Ουάσιγκτον, ο Μεσαίος Διάδρομος είναι ωφέλιμος τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Κίνα, με το Αζερμπαϊτζάν να αποτελεί ίσως τον μεγαλύτερο ωφελούμενο αυτής της συγκυρίας. Όπως υπογράμμισε, η στρατηγική συμφωνία συνεργασίας ανάμεσα στο Μπακού και το Πεκίνο αναμένεται να διασφαλίσει ότι ο κεντρικός ρόλος του Αζερμπαϊτζάν στον Μεσαίο Διάδρομο θα συνεχίσει να αποφέρει σημαντικά οφέλη και στο μέλλον.

Στην άλλη πλευρά της Κασπίας, το Καζακστάν ελπίζει επίσης να επωφεληθεί από την αυξανόμενη εμπορευματική ροή μέσω της διαδρομής. Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της χώρας Κασίμ Τζομάρτ Τοκάγεφ τον Ιανουάριο, «ο διαμετακομιστικός χαρακτήρας αποτελεί για εμάς σημαντικό πλεονέκτημα στον διεθνή ανταγωνισμό για τη μεταφορά φορτίων» και αυτό το πλεονέκτημα, όπως είπε, «πρέπει να αξιοποιηθεί πλήρως και αποτελεσματικά».

Ο Τοκάγεφ πρόσθεσε ότι απαιτείται επίσπευση της ανάπτυξης του Trans-Kazakhstan Railway Corridor (Σιδηροδρομικού Διαδρόμου Διαμέσου Καζακστάν), ο οποίος αποτελεί βασικό τμήμα της διαδρομής Κίνας-Ευρώπης μέσω Κασπίας. Τον Μάρτιο, τοπικά μέσα μετέδωσαν ότι η κυβέρνηση του Καζακστάν επιδιώκει την αύξηση της ετήσιας διακίνησης φορτίων μέσω του Μεσαίου Διαδρόμου στα 10 εκατομμύρια τόνους.

Ένα πλοίο περνά μπροστά από τον διάσημο πύργο Γαλατά της Κωνσταντινούπολης καθώς πλέει στον Βόσπορο, στις 2 Μαΐου 2025. (Chris McGrath/Getty Images)

 

Ο Μεσαίος Διάδρομος σχεδιάστηκε ήδη από την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, ως μέσο σύνδεσης της Κεντρικής Ασίας και του Νοτίου Καυκάσου τόσο με την Ευρώπη όσο και με την Κίνα. Το 2013, το Καζακστάν, το Αζερμπαϊτζάν και η Γεωργία υπέγραψαν συμφωνία — στην οποία προσχώρησε αργότερα και η Κίνα — για τη δημιουργία επίσημης επιτροπής συντονισμού του υπό διαμόρφωση διαδρόμου.

Το επόμενο έτος, ολοκληρώθηκε η σιδηροδρομική γραμμή Trans-Kazakhstan, η οποία παρέχει απευθείας σύνδεση της Κίνας με τη δυτική ακτή της Κασπίας. Το 2017, τέθηκε σε λειτουργία και η σιδηροδρομική γραμμή Μπακού-Τιφλίδας-Καράς (Baku-Tbilisi-Kars — BTK), η οποία επιτρέπει τη διέλευση σιδηροδρομικών εμπορευματικών συρμών μέσα από τα Καυκάσια Όρη.

Το 2019, εμπορευματική αμαξοστοιχία χρησιμοποίησε τον Μεσαίο Διάδρομο και τη νέα γραμμή BTK για να μεταφέρει φορτίο από την κινεζική πόλη Σιαν έως την Πράγα, μέσα σε μόλις 18 ημέρες.

Παράκαμψη της Ρωσίας

Η ρωσική εισβολή στην ανατολική Ουκρανία, το 2022, έστρεψε την Ευρώπη προς τον Μεσαίο Διάδρομο προκειμένου να  περιοριστεί η εξάρτησή της από τον Βόρειο Διάδρομο, ο οποίος διέρχεται από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία — χώρα-κλειδί για τη Μόσχα. Ο Βόρειος Διάδρομος, που επίσης συνδέει την Κίνα με την Ευρώπη, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο εκτεταμένο ρωσικό σιδηροδρομικό δίκτυο, με επίκεντρο τη γραμμή του Υπερσιβηρικού.

Σύμφωνα με την Άνα Μαρία Έβανς, προσκεκλημένη αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας, ο Μεσαίος Διάδρομος αποκτά αυξανόμενη σημασία για τους ευρωπαϊκούς στόχους διαφοροποίησης των εμπορικών οδών και ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των εφοδιαστικών αλυσίδων, με φόντο την αστάθεια που προκαλεί η σύρραξη Ρωσίας-Ουκρανίας.

Οι δυτικές οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας έχουν ενισχύσει περαιτέρω την αναζήτηση εναλλακτικών ανατολικο-δυτικών εμπορικών διαδρομών — μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και ο Μεσαίος Διάδρομος. Όπως σημείωσε η Έβανς, οι διεθνείς κυρώσεις έχουν υπονομεύσει σημαντικά το πλεονέκτημα της Ρωσίας ως χώρας διέλευσης εμπορευμάτων· μέχρι το 2023, ο όγκος του εμπορίου προς τη Δύση μέσω του Βόρειου Διαδρόμου είχε μειωθεί κατά 50% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Η ίδια απέδωσε την πτώση αυτή στο αυξημένο ρυθμιστικό κόστος, στις ασφαλιστικές επιβαρύνσεις και στη συμμόρφωση με το καθεστώς κυρώσεων σε περιοχές υψηλού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των ρωσικών και λευκορωσικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η Έβανς υπογράμμισε ότι η ρωσική εισβολή και τα αντίμετρα της Δύσης υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες αποσταθεροποίησης του Βόρειου Διαδρόμου ως βασικού άξονα Κίνας-Ευρώπης.

Στο ίδιο χρονικό διάστημα, τα εμπορευματικά φορτία κατά μήκος του Μεσαίου Διαδρόμου αυξήθηκαν κατακόρυφα. Σύμφωνα με την επιτροπή συντονισμού του διαδρόμου που εδρεύει στην Αστάνα, ο ετήσιος όγκος αυξήθηκε από 586.000 τόνους το 2021 σε πάνω από 3,3 εκατομμύρια τόνους το 2024. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτίμησε πρόσφατα ότι, με τις κατάλληλες υποδομές, οι μεταφορές μέσω του Μεσαίου Διαδρόμου θα μπορούσαν να φθάσουν τα 11 εκατ. τόνους έως το 2030.

Χάρτης των οικονομικών διαδρόμων της πρωτοβουλίας του Πεκίνου «Μία ζώνη, ένας δρόμος». (Κυβερνητικός ιστότοπος του HKTDC)

 

Την ίδια ώρα, η παραδοσιακή θαλάσσια διαδρομή μέσω της Ερυθράς Θάλασσας και της Διώρυγας του Σουέζ — ο άλλος κύριος ανταγωνιστής του Μεσαίου Διαδρόμου — έχει πληγεί σοβαρά από τις επιθέσεις των Χούθι εναντίον εμπορικών πλοίων.

Η Έβανς επεσήμανε πως ένα σημαντικό ποσοστό εμπορικών πλοίων αναγκάστηκε να αλλάξει πορεία, περιπλέοντας την Αφρική αντί να διέρχεται από τη Διώρυγα του Σουέζ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την ίδια, να χάσει η Αίγυπτος περίπου το 60% των εσόδων της από τη Διώρυγα, ενώ το κόστος ασφάλισης, καυσίμων και ανθρώπινου δυναμικού αυξήθηκε αισθητά λόγω των μεγαλύτερων χρόνων μεταφοράς και των αυξημένων κινδύνων ασφαλείας.

Παρά τις θετικές ενδείξεις για τον Μεσαίο Διάδρομο, ο Βόρειος εξακολουθεί — τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα — να παραμένει η κύρια αρτηρία για τις εμπορευματικές ροές Κίνας–Ευρώπης. Το 2024, σχεδόν το 90% των εμπορευμάτων μεταξύ Κίνας και Ευρώπης μετακινήθηκε μέσω Ρωσίας, ενώ λιγότερο από 10% ακολούθησε τη διαδρομή του Μεσαίου Διαδρόμου, σύμφωνα με τον Eurasian Rail Alliance Index (Δείκτης Σιδηροδρομικής Συμμαχίας Ευρασίας).

Η Έβανς παρατήρησε ότι ο όγκος μεταφορών στον Μεσαίο Διάδρομο αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά 60% μέσα στο 2024. Συμπλήρωσε, όμως, ότι η συγκεκριμένη οδός δεν έχει ακόμη καταστεί μία πλήρως λειτουργική εναλλακτική λύση απέναντι στον Βόρειο Διάδρομο, καθώς το συνολικό φορτίο και η μεταφορική της ικανότητα παραμένουν μικρότερα. Όπως επεσήμανε, οι υπάρχουσες προβλέψεις ενδέχεται να μεταβληθούν αν λήξει η ρωσο-ουκρανική σύρραξη και αρθούν οι κυρώσεις.

Ο Ρίτσαρντ Σπούνερ εκτίμησε ότι η ανάδειξη του Μεσαίου Διαδρόμου ως αξιόπιστης εναλλακτικής θα ενισχυθεί σταδιακά, καθώς τα εμπλεκόμενα κράτη εντείνουν τις προσπάθειές τους για την άρση των εμποδίων και την ενίσχυση της δυναμικότητας, ιδίως στα λιμάνια του Ακτάου και του Κουρίκ στο Καζακστάν και του Μπακού στο Αζερμπαϊτζάν.

Προειδοποίησε, ωστόσο, ότι η ενίσχυση του Μεσαίου Διαδρόμου δεν σημαίνει απαραίτητα την υπέρβαση του Βορείου, ο οποίος εξακολουθεί να προσφέρει την ταχύτερη σύνδεση μεταξύ Κίνας και Ευρώπης, με λιγότερα σύνορα και άρα μειωμένη πολυπλοκότητα στη διαμετακόμιση.

Πρόσκληση από τις Βρυξέλλες

Ο Μεσαίος Διάδρομος είναι μικρότερος κατά περίπου 2.000 χιλιόμετρα από τον Βόρειο. Ωστόσο, λόγω του πολυτροπικού χαρακτήρα του — δηλαδή της ανάγκης συνδυασμού σιδηροδρομικών, οδικών και θαλάσσιων μεταφορών — οι χρόνοι διέλευσης επιμηκύνονται σημαντικά. Παρά το ότι η Βόρεια διαδρομή είναι μακρύτερη, εξασφαλίζει διαμετακόμιση εντός περίπου δύο εβδομάδων· στον Μεσαίο Διάδρομο, το ίδιο ταξίδι μπορεί να διαρκέσει τρεις εβδομάδες ή και περισσότερο.

Η λειτουργία του Μεσαίου Διαδρόμου περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι διέρχεται από πολλά κράτη, τα οποία διαθέτουν διαφορετικά νομικά, διοικητικά και τελωνειακά καθεστώτα. Η Έβανς ανέφερε ότι η απουσία ρυθμιστικής και τεχνολογικής εναρμόνισης μεταξύ των επιμέρους χωρών αποτελεί βασική πρόκληση για την ανάδειξή του σε πλήρως λειτουργικό παγκόσμιο εμπορικό δίκτυο. Διαφορετικές τελωνειακές πρακτικές, δασμολογικά καθεστώτα, πολιτικές ασφάλισης, διαδικασίες διασυνοριακού ελέγχου και τεκμηρίωσης δημιουργούν υψηλά έμμεσα κόστη.

Παράλληλα, σημαντικές είναι και οι υποδομές που υπολείπονται, ιδιαίτερα στα λιμάνια Ακτάου, Κουρίκ και Μπακού, τα οποία καλούνται να αντεπεξέλθουν στην αυξημένη ζήτηση. Ο Σπούνερ ανέφερε ότι καταγράφονται ελλείψεις σε πορθμεία μεταξύ Καζακστάν και Αζερμπαϊτζάν, ενώ οι καθυστερήσεις και το αυξημένο κόστος διαχείρισης φορτίων παραμένουν εμπόδιο.

Επιπλέον, σύμφωνα με τον ίδιο, το διαφορετικό εύρος σιδηροτροχιών ανάμεσα στην Τουρκία και την Ευρώπη με τις πρώην σοβιετικές χώρες απαιτεί εγκατάσταση προσαρμοζόμενων αξόνων ή αλλαγή βαγονιών στα σύνορα, προσθέτοντας χρονοκαθυστέρηση και κόστος.

Ο Σπούνερ υπογράμμισε ότι σήμερα ο Μεσαίος Διάδρομος παραμένει κατά 5 έως 7 ημέρες πιο αργός και ελαφρώς πιο ακριβός από τις προπολεμικές διαδρομές μέσω Ρωσίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, μόνο η Κεντρική Ασία απαιτεί επενδύσεις ύψους περίπου 18,5 δισ. ευρώ σε υποδομές για τον εκσυγχρονισμό του διαδρόμου.

Η Έβανς εκτίμησε ότι τα ελλείμματα σε υποδομές συνιστούν σοβαρό εμπόδιο για την ανταγωνιστικότητα έναντι άλλων διαδρομών· η ανομοιογένεια στις σιδηροτροχιές επιβαρύνει τις μεταφορές, ενώ οι ανεπαρκείς λιμενικές εγκαταστάσεις προκαλούν συμφόρηση και καθυστερήσεις.

Ωστόσο, η Κίνα δεν είναι η μόνη δύναμη που επιδιώκει να αξιοποιήσει τον Μεσαίο Διάδρομο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επίσης έντονο ενδιαφέρον για την αναδυόμενη διαδρομή, την οποία ήδη χρησιμοποιούν μεγάλες ευρωπαϊκές μεταφορικές εταιρείες. Το 2022, η δανέζικη Maersk εγκαινίασε σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει διάφορες περιοχές της Κίνας με την Ευρώπη μέσω του Μεσαίου Διαδρόμου.

Το 2023, στο πλαίσιο της Global Gateway Initiative (Πρωτοβουλίας «Παγκόσμια Πύλη»), ευρωπαϊκοί χρηματοπιστωτικοί φορείς επένδυσαν 10 δισ. ευρώ για τη βιώσιμη σύνδεση της Κεντρικής Ασίας με την Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δήλωσε ότι οι επενδύσεις στοχεύουν στη μετατροπή του Μεσαίου Διαδρόμου σε μια σύγχρονη, πολυτροπική και αποδοτική εμπορική οδό, με στόχο τη σύνδεση των δύο περιοχών εντός 15 ημερών.

Η πρωτοβουλία «Παγκόσμια Πύλη» ξεκίνησε το 2021 με σκοπό τη χρηματοδότηση υποδομών παγκοσμίως και θεωρείται ως απάντηση της ΕΕ στην κινεζική πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος».

Ο Σπούνερ εκτίμησε ότι τόσο το Πεκίνο όσο και οι Βρυξέλλες ανταγωνίζονται για επιρροή στην Κεντρική Ασία και επιδιώκουν να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες για επιχειρηματική ανάπτυξη. Σημείωσε πως τον περασμένο μήνα, στην πρώτη Σύνοδο ΕΕ-Κεντρικής Ασίας στη Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν, η ΕΕ ανακοίνωσε νέο πακέτο 12 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 3 δισ. αφορούν την ανάπτυξη υποδομών μεταφορών.

Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε τότε ότι στόχος είναι η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των δύο περιοχών, προσθέτοντας ότι έργο-ορόσημο αποτελεί ο Trans-Caspian Transport Corridor (Διάδρομος Μεταφορών Διαμέσου της Κασπίας).

Ο Γιασάρ Σαρί υποστήριξε ότι η Ευρώπη, όπως και η Κίνα, στοχεύει στην ενίσχυση της επιρροής της στην Κεντρική Ασία και στη διαμόρφωση του αναπτυσσόμενου δικτύου διαδρομών· συμπλήρωσε ότι οι Βρυξέλλες δεν επιθυμούν να αφήσουν τον απόλυτο έλεγχο του διαδρόμου στο Πεκίνο.

Η Έβανς, επικαλούμενη στοιχεία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ανέφερε ότι πάνω από το 40% των πρόσφατων επενδύσεων στην Κεντρική Ασία προέρχονται από την ΕΕ. Συμπέρανε ότι οι Βρυξέλλες ανταγωνίζονται για γεωπολιτική επιρροή στην περιοχή, αν και το Πεκίνο έχει ήδη σημαντικό προβάδισμα σε στρατηγικές συμφωνίες και οικονομική συνεργασία.

Ο Σπούνερ προσέθεσε ότι κινεζικός βιομηχανικός όμιλος, η Xinfa Group, δεσμεύτηκε πρόσφατα να επενδύσει 15 δισ. δολάρια για την κατασκευή ολοκληρωμένου βιομηχανικού πάρκου κοντά στην Παβλοντάρ του Καζακστάν, με δραστηριότητες σε εξορύξεις άνθρακα, βωξίτη, χαλκού και ασβεστόλιθου.

Κατά την εκτίμησή του, οι χώρες της Κεντρικής Ασίας ωφελούνται από το αυξανόμενο ενδιαφέρον της ΕΕ και της Κίνας για τον Μεσαίο Διάδρομο, αν και — όπως σημείωσε — είναι μη ρεαλιστικό να αναμένει κανείς ότι η Ευρώπη μπορεί να ανταγωνιστεί την Κίνα ως προς την οικονομική της ισχύ στην περιοχή.

Δύο ημέρες μετά την επίσκεψη του Αζέρου προέδρου στο Πεκίνο, η επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Κάγια Κάλας επισκέφθηκε το Μπακού, όπου είχε συνομιλίες με τον Ιλχάμ Αλίεφ και άλλους αξιωματούχους. Σε κοινή συνέντευξη Τύπου στις 25 Απριλίου, η Κάλας ανακοίνωσε ότι οι Βρυξέλλες και το Μπακού συμφώνησαν να επανεκκινήσουν τις διαπραγματεύσεις για νέα συμφωνία συνεργασίας, περιγράφοντας το Αζερμπαϊτζάν ως «σημαντικό εταίρο» και δηλώνοντας πως επίκεντρο των συνομιλιών ήταν η ενίσχυση του εμπορίου και της διασυνδεσιμότητας.

Επίσημη επίσκεψη του Σύρου ηγέτη στο Παρίσι: Πρώτο βήμα για διεθνή αναγνώριση

Tην πρώτη του επίσημη επίσκεψη στην Ευρώπη έκανε ο ηγέτης της Συρίας Αχμέτ αλ Σαράα, έπειτα από την ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ μετά την επιτυχή επίθεση ανταρτών στα τέλη της περασμένης χρονιάς.

Ο αλ Σαράα έχει προγραμματισμένη συνάντηση με τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν στο Παρίσι. Στο επίκεντρο των συνομιλιών τους αναμένεται να βρεθεί το μέλλον της ταλαιπωρημένης από τον πόλεμο Συρίας, η ασφάλεια και κυριαρχία της χώρας, καθώς και η προστασία των μειονοτήτων που έχουν βρεθεί τελευταία στο στόχαστρο ένοπλων επιθέσεων.

Επιπλέον, οι δύο ηγέτες αναμένεται να εξετάσουν τη συνεργασία ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος (ISIS), όπως και τη δυτική οικονομική στήριξη προς το νέο καθεστώς μετά τον Άσαντ.

Υπενθυμίζεται ότι ο Μπασάρ αλ Άσαντ ανετράπη τον περασμένο Δεκέμβριο από αντάρτικη επίθεση με τη στήριξη της Τουρκίας, υπό την καθοδήγηση της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), οργάνωσης που ξεπήδησε από το δίκτυο της αλ Κάιντα.

Η HTS, που θεωρείται τρομοκρατική οργάνωση διεθνώς, ηγείται πλέον της προσωρινής κυβέρνησης της Συρίας. Ο επικεφαλής της, αλ Σαράα, διατελεί μεταβατικός ηγέτης της χώρας.

Παρά το παρελθόν του με την αλ Κάιντα, ο αλ Σαράα εξακολουθεί να βρίσκεται υπό καθεστώς κυρώσεων, όμως για τις ανάγκες της επίσκεψής του στο Παρίσι εξασφάλισε εξαίρεση από τα Ηνωμένα Έθνη.

Η επίσκεψη θεωρείται κομβικής σημασίας, καθώς η προσωρινή κυβέρνηση του αλ Σαράα αναζητά διεθνή κύρος. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, η Ουάσιγκτον δεν έχει προχωρήσει σε επίσημη αναγνώριση της νέας ηγεσίας στη Δαμασκό.

Οι ΗΠΑ, επιπλέον, διατηρούν σε ισχύ τις κυρώσεις που είχαν επιβάλει από την εποχή Άσαντ, χωρίς μέχρι τώρα να δείχνουν διάθεση άρσης τους.

Λίγο πριν την άφιξη του αλ Σαράα, ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, Ζαν Νοέλ Μπαρό, ξεκαθάρισε πως το Παρίσι θα κρίνει τη νέα κυβέρνηση της Συρίας από τις πράξεις της. «Δεν δίνουμε λευκή επιταγή», τόνισε χαρακτηριστικά σε τηλεοπτική του τοποθέτηση, θέτοντας ως βασικές προϋποθέσεις την προστασία των μειονοτήτων και την ενεργή συμπόρευση στον αγώνα κατά του ISIS. «Αν η Συρία κατέρρεε σήμερα, θα στρώναμε ουσιαστικά το κόκκινο χαλί στο Ισλαμικό Κράτος», υπογράμμισε ο Μπαρό.

Κυρώσεις, ανοίγματα και η στάση των ΗΠΑ

Η Γαλλία είχε καλωσορίσει την ανατροπή Άσαντ τον περασμένο Δεκέμβριο και από τότε επιχειρεί να αποκαταστήσει τις διπλωματικές σχέσεις με τη νέα, μεταβατική κυβέρνηση. Τον προηγούμενο μήνα, μάλιστα, το Παρίσι διόρισε επιτετραμμένο και μικρή διπλωματική ομάδα στη Δαμασκό, σε μια κίνηση που σηματοδοτεί ένα πρώτο βήμα για πιθανό άνοιγμα της πρεσβείας.

Το 2012, έπειτα από την κλιμάκωση της βίας στη Συρία, το Παρίσι και άλλες δυτικές πρωτεύουσες είχαν διακόψει τις σχέσεις με τη Δαμασκό, καθώς αρκετές αντάρτικες ομάδες τότε λάμβαναν διεθνή υποστήριξη.

Οι δυνάμεις ασφαλείας της Συρίας υπό την ηγεσία του HTS αναπτύσσονται σε μια περιοχή κοντά στη Δαμασκό μετά την έκρηξη της θρησκευτικής βίας. Συρία, 30 Απριλίου 2025. (Bakr Alkasem/AFP μέσω Getty Images)

 

Στα επόμενα χρόνια, η Συρία βυθίστηκε στη δίνη του εμφυλίου και των ξένων επεμβάσεων, με την Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες και το Λονδίνο να επιβάλουν σκληρές οικονομικές κυρώσεις κατά του καθεστώτος.

Μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Άσαντ και του στρατού πριν από έξι μήνες, η ΕΕ έχει ήδη άρει μέρος αυτών των κυρώσεων — ενώ άλλες αναμένεται να λήξουν την 1η Ιουνίου.

Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά το κόστος της ανοικοδόμησης της Συρίας να ξεπεράσει τα 250 δισεκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας την άρση των κυρώσεων ζήτημα ζωτικής σημασίας για το νέο καθεστώς.

Ωστόσο, η μετα-Άσαντ Συρία είναι αντιμέτωπη με σοβαρές προκλήσεις: οι διαρκείς εδαφικές πιέσεις από το Ισραήλ και οι επαναλαμβανόμενοι ισραηλινοί βομβαρδισμοί σε θέσεις της παλιάς στρατιωτικής δομής, δημιουργούν κλίμα ανασφάλειας και στρατηγικής αβεβαιότητας.

Παράλληλα, εκατοντάδες Αμερικανοί στρατιώτες παραμένουν ανεπτυγμένοι στη βορειοανατολική Συρία, συνεργαζόμενοι με κουρδικές δυνάμεις ως μέρος της διεθνούς συμμαχίας κατά του Ισλαμικού Κράτους.

Πρόσφατες δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων άφησαν να εννοηθεί πως η κυβέρνηση Τραμπ εξετάζει το ενδεχόμενο μερικής αποχώρησης αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία μέσα στους επόμενους μήνες. «Ακολουθούμε μια προσεκτική, σταδιακή διαδικασία προσαρμογής, που θα μειώσει τον αριθμό των Αμερικανών στρατιωτών στη Συρία σε κάτω από χίλιους τους επόμενους μήνες», ανέφερε σε ανακοίνωσή του στις 18 Απριλίου ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου Σον Παρνέλ.

Με πληροφορίες από το Reuters

Επίθεση ουκρανικών drone σε Μόσχα και Κουρσκ – Εντείνεται η ασφάλεια στην πρωτεύουσα

Λίγες ώρες πριν την έναρξη των εορτασμών για την 80ή επέτειο της αντιφασιστικής νίκης, η Μόσχα βρέθηκε για ακόμη μια φορά στο στόχαστρο ουκρανικών drone, προκαλώντας αναστάτωση στις ρωσικές αρχές και προσωρινές διακοπές πτήσεων σε βασικά αεροδρόμια της πρωτεύουσας. Όπως ανακοίνωσε ο δήμαρχος της Μόσχας, Σεργκέι Σομπιάνιν, τουλάχιστον 19 μη επανδρωμένα αεροσκάφη καταρρίφθηκαν από τα ρωσικά συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας, ενώ, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, δεν προκλήθηκαν θύματα ούτε σοβαρές υλικές ζημιές.

Μετά την επίθεση, επιβλήθηκαν «προσωρινά περιοριστικά μέτρα» στα διεθνή αεροδρόμια Βνούκοβο, Ντομοντέντοβο, Σερεμέτιεβο και Ζουκόφσκι, μετέδωσε το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS τη Δευτέρα. Στη συνέχεια, η ίδια πηγή μετέδωσε πληροφορίες για τέσσερις νεκρούς και φωτιά σε πολυκατοικία στα νοτιοδυτικά της Μόσχας, χωρίς σαφή επιβεβαίωση για το αν το περιστατικό σχετίζεται με ουκρανικό drone.

Το ρωσικό υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε, επίσης, ότι επιπλέον drones εξουδετερώθηκαν σε διάφορα σημεία της χώρας, μεταξύ άλλων στις περιοχές Μπριάνσκ, Βορόνεζ, Πένζα, Καλούγκα και Μπέλγκοροντ. Η ουκρανική πλευρά μέχρι στιγμής δεν έχει σχολιάσει για τα περιστατικά αυτά, τα οποία η Epoch Times δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει ανεξάρτητα.

Η ασφάλεια στη Μόσχα έχει ενισχυθεί σημαντικά εν όψει των εορτασμών για τα 80 χρόνια από τη νίκη επί της ναζιστικής Γερμανίας, που θα κορυφωθούν στις 9 Μαΐου. Την περασμένη εβδομάδα, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ανακοίνωσε μονομερή κατάπαυση του πυρός διάρκειας τριών ημερών, ζητώντας σεβασμό με την ευκαιρία της επετείου. Η εκεχειρία, σύμφωνα με τον ίδιο, ξεκινά στις 8 Μαΐου και λήγει στις 10 του μηνός. Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι επέκρινε τη ρωσική πρόταση, ζητώντας τουλάχιστον μηνιαία και άνευ όρων παύση των εχθροπραξιών, όπως είχε προτείνει και η Ουάσιγκτον. Η Μόσχα, πάντως, επιμένει ότι στόχος της είναι μια συνολική διευθέτηση της σύγκρουσης και όχι απλώς μια προσωρινή διακοπή.

Στις 6 Μαΐου, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, προειδοποίησε ότι η Ρωσία θα απαντήσει αν το Κίεβο παραβιάσει την εκεχειρία. «Δεν θα υπάρξουν εχθροπραξίες», επανέλαβε στους δημοσιογράφους, όπως μεταδίδει το TASS. «Εάν όμως το καθεστώς του Κιέβου δεν ανταποκριθεί και συνεχίσει τις επιθέσεις κατά των θέσεών μας ή εγκαταστάσεων, θα υπάρξει απάντηση.»

Από το 2022, οπότε και ξεκίνησε η ρωσική εισβολή στην ανατολική και νοτιοανατολική Ουκρανία, το Κίεβο έχει εξαπολύσει αρκετές επιθέσεις με drone στο έδαφος της Μόσχας. Η πιο σοβαρή σημειώθηκε τον Μάρτιο, με τρεις νεκρούς και 17 τραυματίες.

Χτύπημα σε υποσταθμό ηλεκτρισμού στο Κουρσκ – Δύο τραυματίες

Λίγες ώρες πριν από τη νέα επίθεση σε βάρος της Μόσχας, ουκρανική εκτόξευση προκάλεσε ζημιές σε υποσταθμό ηλεκτρικής ενέργειας στη δυτική ρωσική περιφέρεια της Κουρσκ, όπως επιβεβαίωσε ο περιφερειάρχης Αλεξάντερ Χινστέιν. Σύμφωνα με ανάρτησή του στο Telegram, δύο πολίτες τραυματίστηκαν και μέρος των μετασχηματιστών υπέστη σημαντικές φθορές, ενώ σημειώθηκαν διακοπές ρεύματος στο Ριλσκ, κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία.

Ο κος Χινστέιν, απευθυνόμενος στους κατοίκους, τόνισε: «Ο εχθρός συνεχίζει, μέσα στην απελπισία του, να πλήττει την περιοχή μας. Σας παρακαλούμε να λαμβάνετε τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας». Υπενθυμίζεται ότι τον Αύγουστο του 2023 οι Ουκρανοί είχαν εξαπολύσει επιχείρηση πέραν των συνόρων, καταλαμβάνοντας προσωρινά έκταση στην περιφέρεια του Κουρσκ. Τον περασμένο μήνα, η ρωσική στρατιωτική ηγεσία διαβεβαίωσε ότι όλες οι ουκρανικές δυνάμεις απομακρύνθηκαν πλήρως από το Κουρσκ, ενώ έχει ξεκινήσει η διαμόρφωση «ζώνης ασφαλείας» εντός της ουκρανικής περιφέρειας Σούμι.

Το Κίεβο, ωστόσο, δεν έχει αποδεχθεί επισήμως την απώλεια του ελέγχου αυτών των εδαφών, με τον πρόεδρο Ζελένσκι να επιμένει σε δηλώσεις του πως ουκρανικές μονάδες παραμένουν ενεργές τόσο στο Κουρσκ όσο και στην όμορη περιοχή του Μπέλγκοροντ. Ακόμη, στη χθεσινή ενημέρωσή του, το ουκρανικό γενικό επιτελείο έκανε λόγο για συνεχιζόμενες μάχες στο Κουρσκ, με ουκρανικές δυνάμεις να αποκρούουν επανειλημμένες ρωσικές επιθέσεις.

Την ίδια ημέρα, η περιφερειακή διοίκηση του Κουρσκ ενημέρωνε μέσω Telegram για την απομάκρυνση αμάχων από μεθοριακές περιοχές, εξαιτίας της αύξησης των επιθέσεων με drone. Οι πληροφορίες και των δύο πλευρών παραμένουν αδύνατο να επαληθευτούν ανεξάρτητα.

Ισραηλινές επιδρομές κοντά στο προεδρικό μέγαρο της Συρίας με στόχο την προστασία των Δρούζων

Με αεροπορικά πλήγματα που πραγματοποιήθηκαν σε μικρή απόσταση από το προεδρικό μέγαρο της Δαμασκού, το Ισραήλ προχώρησε αυτή την εβδομάδα σε μία σαφή επίδειξη ισχύος με την αιτιολογία της προστασίας της θρησκευτικής μειονότητας των Δρούζων. Η επιδρομή πραγματοποιήθηκε στις 2 Μαΐου, με τις ισραηλινές Αρχές να διευκρινίζουν ότι στόχος ήταν η αποτροπή περαιτέρω επιθέσεων εναντίον των Δρούζων από τη νέα συριακή ηγεσία.

Η Δαμασκός χαρακτήρισε τον βομβαρδισμό «επικίνδυνη κλιμάκωση», σε μια ατμόσφαιρα όπου οι εντάσεις μεταξύ Συρίας και Ισραήλ βρίσκονται σε διαρκή άνοδο. Από την ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ τον περασμένο Δεκέμβριο από δυνάμεις ανταρτών, το Ισραήλ έχει εντείνει τη στρατιωτική του δράση επί συριακού εδάφους, χτυπώντας στόχους σε πολλά σημεία της χώρας και στέλνοντας στρατό για να διασφαλίσει βάσεις κοντά στα σύνορα, αποτρέποντας έτσι την κατάληψή τους από εχθρικές παρατάξεις.

Το νέο συριακό καθεστώς συγκροτείται από μέλη της Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ-Σαμ (HTS), μια σουνιτική ισλαμιστική οργάνωση που χαρακτηρίζεται τρομοκρατική στη Δύση. Από τότε που ανέλαβαν την εξουσία, πασχίζουν να εμφανιστούν ως ενωτικοί έναντι των εθνοθρησκευτικών μειονοτήτων, την ώρα που επιδιώκουν μεγαλύτερο έλεγχο σε όλα τα εδάφη της χώρας.

Στο στόχαστρο βρίσκεται ιδιαίτερα η κοινότητα των Δρούζων, που ακολουθεί δική της θρησκευτική παράδοση με ρίζες στον ισλαμικό κόσμο, αν και οι πιστοί της δεν αυτοπροσδιορίζονται ως μουσουλμάνοι. Η νέα ηγεσία στη Συρία επιχειρεί να ενισχύσει τον έλεγχό της επί των Δρούζων, εντάσσοντας τις δικές τους δυνάμεις ασφάλειας υπό άμεση κρατική εποπτεία και τοποθετώντας μη-Δρούζους αξιωματούχους στην περιοχή τους, νότια της Δαμασκού.

Τις τελευταίες εβδομάδες, βίντεο που κυκλοφορούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καταγράφουν επιθέσεις των συριακών δυνάμεων ασφαλείας εναντίον μελών της μειονότητας των Αλαουιτών, με την οποία οι Δρούζοι διατηρούσαν χαλαρές συμμαχίες επί εποχής Άσαντ. Τα επεισόδια αυτά έχουν οδηγήσει σε εκατοντάδες νεκρούς και έχουν εντείνει τους φόβους ότι οι κυρίαρχες ισλαμιστικές δυνάμεις θα επιχειρήσουν να καταστείλουν τις μειονότητές τους.

Ανησυχία προκάλεσε και το πρόσφατο αιματηρό επεισόδιο στην επαρχία Σουέιντα, περιοχή όπου ζει η πλειονότητα των Δρούζων της Συρίας, με τις συγκρούσεις να αφήνουν πίσω τους αρκετούς νεκρούς. Το γραφείο του πρωθυπουργού του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, είχε ήδη από τον Μάρτιο επισημάνει πως το Ισραήλ θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να προστατεύσει τους Δρούζους από διώξεις, ενώ έχει ήδη πραγματοποιήσει επιχειρήσεις και αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας προς αυτή την κατεύθυνση.

Μετά τα χτυπήματα της Παρασκευής, ο Νετανιάχου μαζί με τον υπουργό Άμυνας, Ισραέλ Κατζ, δήλωσαν ότι η ενέργεια αυτή «στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα προς το συριακό καθεστώς: Δεν θα επιτρέψουμε την ανάπτυξη συριακών δυνάμεων νότια της Δαμασκού, ούτε να απειληθεί η κοινότητα των Δρούζων». Από την πλευρά της αντιπολίτευσης, ο ηγέτης Γιαΐρ Λαπίντ υπογράμμισε ότι το Ισραήλ δεν μπορεί να εγκαταλείψει τους Δρούζους, τους οποίους θεωρεί συμμάχους.

Παράλληλα, μέλη της δρουζικής κοινότητας στο Ισραήλ που υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις εξέφρασαν την επιθυμία τους να συνδράμουν ενεργά τους ομοθρήσκους τους στη νότια Συρία, δηλώνοντας έτοιμοι να λάβουν μέρος σε αποστολές προστασίας. Ωστόσο, παραμένει ασαφές πώς αντιλαμβάνεται η ίδια η δρουζική μειονότητα τις ισραηλινές παρεμβάσεις. Ο γνωστός δρουζικός ηγέτης, Λαΐθ αλ-Μπαλούους, δήλωσε στην κρατική συριακή τηλεόραση: «Η Συρία είναι η μητέρα πατρίδα μας, δεν έχουμε εναλλακτική χώρα», απορρίπτοντας εμμέσως την ιδέα ότι η κοινότητά του χρειάζεται προστασία από εξωτερικές δυνάμεις.

Με πληροφορίες από το Reuters