Τρίτη, 18 Μαρ, 2025

Πρόσκληση του PKK για αφοπλισμό: Ελπίδες και αμφιβολίες για Τουρκία

Η πρόσκληση του ηγέτη του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK) για τερματισμό της ένοπλης σύγκρουσης με την Τουρκία θα μπορούσε, αν υλοποιηθεί, να έχει σημαντικές συνέπειες για την περιοχή, σύμφωνα με Τούρκους ειδικούς.

Ο Οϊτούν Ορχάν, αναλυτής για τη Μέση Ανατολή στην Άγκυρα, ανέφερε στην Epoch Times ότι για πρώτη φορά ο ηγέτης του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν κάλεσε την οργάνωση να εγκαταλείψει την ιστορική της απαίτηση για κουρδική αυτονομία στην περιοχή. Προσέθεσε επίσης ότι ο Οτσαλάν απέρριψε τη χρήση βίας ως μέσο για την επίτευξη των στόχων της οργάνωσης.

Στα τέλη του περασμένου μήνα, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο οποίος παραμένει έγκλειστος σε φυλακή της Τουρκίας, εξέδωσε μια πολυαναμενόμενη δήλωση καλώντας τους μαχητές του PKK να παραδώσουν τα όπλα τους. Στη δήλωσή του, ανέφερε ότι «καλεί σε παραίτηση από τα όπλα», ενώ το μήνυμα μεταδόθηκε μέσω του κουρδικού κόμματος DEM.

Ο Αϊχάν Ντογκανέρ, πρώην Τούρκος διπλωμάτης που έχει υπηρετήσει στη Συρία και τον Λίβανο, ανέφερε ότι η δήλωση του Οτσαλάν είχε δημιουργήσει «ένα αίσθημα προσεκτικής αισιοδοξίας». Παρόλο που ο Ντογκανέρ ανέφερε ότι η ειρηνική διαδικασία υποστηρίζεται από όλα τα πολιτικά κόμματα και τις οργανώσεις της τουρκικής κοινωνίας, σημείωσε ότι θα απαιτηθούν δύσκολες διαπραγματεύσεις για να γίνει πραγματικότητα.

Από τη δεκαετία του 1980, το PKK του Οτσαλάν διεξάγει ένοπλο αγώνα εναντίον του τουρκικού κράτους, πραγματοποιώντας επιθέσεις εναντίον πολιτικών και στρατιωτικών στόχων. Η Τουρκία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν το PKK τρομοκρατική οργάνωση.

Στις 1 Μαρτίου, η ηγεσία του PKK, που εδρεύει στην περιοχή του Καντίλ στο βόρειο Ιράκ, αντέδρασε θετικά στην πρόσκληση του Οτσαλάν για αφοπλισμό. Σε ανακοίνωσή της, ανέφερε ότι «θα τηρήσουμε τις αναγκαίες συνθήκες της πρόσκλησης και θα την υλοποιήσουμε». Η ιστορική αυτή κίνηση προς τον τερματισμό της σύγκρουσης, σύμφωνα με το PKK, μπορεί να «επιτευχθεί μόνο υπό την πρακτική ηγεσία του Οτσαλάν».

Ο Ντογκανέρ ανέφερε ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες στην πλευρά του PKK και επεσήμανε ότι η πιο σημαντική παράμετρος είναι η ηγεσία του Καντίλ, η οποία έχει συμφωνήσει με την πρόσκληση του Οτσαλάν. Ανέφερε ότι «μια περιθωριακή ομάδα εντός του PKK μπορεί να προκαλέσει αναταραχές», αλλά τόνισε ότι το 2025 δεν είναι δυνατόν το PKK να συνεχίσει τον αγώνα του με την ίδια φιλοσοφία.

Διαδηλωτές κρατούν φωτογραφία του φυλακισμένου ηγέτη του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, σε συγκέντρωση για την παρακολούθηση ζωντανής ανάγνωσης της δήλωσής του στο Ντιγιάρμπακρ της Τουρκίας, στις 27 Φεβρουαρίου 2025. (Metin Yoksu/AP)

 

Ιστορικό βήμα

Ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, που ίδρυσε το PKK το 1978 με σκοπό την ίδρυση ενός κουρδικού κράτους στην περιοχή, είχε στη συνέχεια μετριάσει τις θέσεις του, καλώντας για κουρδική αυτονομία στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας. Το 1999, ο Οτσαλάν συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές και έκτοτε κρατείται σε φυλακή κοντά στην Κωνσταντινούπολη.

Παρά την πολυετή φυλάκισή του, ο Οτσαλάν εξακολουθεί να θεωρείται ο de facto ηγέτης του PKK. Σύμφωνα με τον Ορχάν, ο Οτσαλάν διατηρεί σημαντική «επιρροή και εξουσία» στους υποστηρικτές του κουρδικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένων μελών του κόμματος DEM της Τουρκίας, έτσι το μήνυμά του αναμένεται να έχει αντίκτυπο.

Ο Ορχάν ωστόσο εξέφρασε την άποψη ότι είναι υπερβολικά αισιόδοξο να πιστεύει κανείς ότι η πρόσκληση του Οτσαλάν θα οδηγήσει στην πλήρη διάλυση του PKK και τον τερματισμό των ένοπλων δραστηριοτήτων του. Παρόλα αυτά, εκτίμησε ότι η κίνηση του Οτσαλάν θα δημιουργήσει μια σαφή διάκριση μεταξύ εκείνων που εξακολουθήσουν να υποστηρίζουν τον ένοπλο αγώνα κατά του τουρκικού κράτους και αυτών που θα υποστηρίξουν μια καθαρά πολιτική προσέγγιση.

Η πρόσκληση του Οτσαλάν για αφοπλισμό έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως το Ιράκ και το Ιράν. Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χαρακτήρισε την κίνηση ως μια ευκαιρία για «να κάνουμε ένα ιστορικό βήμα στην κατεύθυνση […] της κατάρριψης του τείχους της τρομοκρατίας».

Ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ηγέτης του «Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης» και σύμμαχος του Ερντογάν, εξήρε την θετική ανταπόκριση της ηγεσίας του PKK στην πρόσκληση του Οτσαλάν, υπογραμμίζοντας ότι «σε αυτό το κρίσιμο περιβάλλον […] έχει ανοιχτεί ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας για την Τουρκία».

Την επόμενη μέρα, ο συνπρόεδρος του κόμματος DEM, Τουντζέρ Μπακιρχάν, δήλωσε ότι η ευκαιρία που δημιουργείται δεν πρέπει να «χαθεί». Αμέσως μετά την έκδοση της πρόσκλησης του Οτσαλάν, η αναπληρώτρια πρόεδρος του κόμματος DEM, Γκιουλιστάν Κιλίτς Κότσιγιτ, ανέφερε ότι ο αφοπλισμός του PKK θα πρέπει να συνοδευτεί από «δημοκρατικοποίηση» εκ μέρους της τουρκικής κυβέρνησης. Η Κότσιγιτ τόνισε ότι «η κυβέρνηση θα πρέπει […] να κάνει βήματα για δημοκρατικοποίηση τώρα», προσθέτοντας ότι «αυτό είναι το αίτημά μας ως πολίτες αυτής της χώρας».

Ο Ορχάν, ωστόσο, σημείωσε ότι η κουρδική αυτονομία στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας ή κάποιο είδος «ομοσπονδιακού» συστήματος παραμένει «εκτός συζήτησης» για την Τουρκία. Ανέφερε, ωστόσο, ότι η Άγκυρα είναι έτοιμη να «χαλαρώσει την πίεση» προς τα κουρδικά πολιτικά κινήματα στην Τουρκία, εφόσον αυτά αποστασιοποιηθούν από το PKK.

Διαδηλωτές πραγματοποιούν συγκέντρωση που διοργανώνει το DEM κατά της συνεχιζόμενης απομόνωσης του φυλακισμένου ιδρυτή του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, στο Ντιγιάρμπακιρ της Τουρκίας, στις 13 Οκτωβρίου 2024. (Ilyas Akengin/AFP μέσω Getty Images)

 

Επιπτώσεις της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας στην περιοχή

Η ειρηνευτική πρωτοβουλία είχε ξεκινήσει τον περασμένο Οκτώβριο, όταν ο Μπαχτσελί, ο οποίος είναι αμετάκλητος εχθρός του ΡΚΚ, κάλεσε τον Οτσαλάν να δώσει εντολή στους υποστηρικτές του να καταθέσουν τα όπλα, αναφέροντας ότι οι τουρκικές αρχές θα εξετάσουν το ενδεχόμενο απελευθέρωσης του Οτσαλάν.

Μία ημέρα μετά την πρόταση του Μπαχτσελί, ένοπλοι του ΡΚΚ επιτέθηκαν στο γραφείο του τουρκικού αμυντικού ομίλου στην Άγκυρα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέντε άτομα, μαζί με τους δράστες. Η Τουρκία αντέδρασε με δύο ημέρες αεροπορικών επιθέσεων σε θέσεις του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ, ενώ πραγματοποίησε πλήγματα και σε θέσεις του ΡΚΚ στη βόρεια Συρία, περιοχή όπου το YPG, ο συριακός βραχίονας του ΡΚΚ, διατηρεί σημαντική παρουσία.

Τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία, ως μέλος του ΝΑΤΟ, έχει διεξάγει πολλές επιθέσεις στο βόρειο Ιράκ με στόχο την εξουδετέρωση του ΡΚΚ, ενώ έχει επίσης εισβάλει στη βόρεια Συρία, όπου οι τουρκικές δυνάμεις συνεχίζουν τις επιχειρήσεις κατά του YPG, το οποίο η Άγκυρα θεωρεί ταυτόσημη με το ΡΚΚ.

Το Ιράκ και η Συρία, οι οποίες συνορεύουν με τη νοτιοανατολική Τουρκία, φιλοξενούν μεγάλους κουρδικούς πληθυσμούς. Η Τουρκία κατηγορεί το ΡΚΚ και το YPG ότι επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια αυτόνομη περιοχή στην περιοχή, από την οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να εξαπολύουν επιθέσεις σε τουρκικούς στόχους.

Σύμφωνα με το τουρκικό υπουργείο Άμυνας, οι διασυνοριακές στρατιωτικές επιχειρήσεις συνεχίζονται και στις δύο χώρες, παρά τη θετική αντίδραση του ΡΚΚ στην έκκληση του Οτσαλάν. Εκπρόσωπος του υπουργείου Άμυνας δήλωσε στις 6 Μαρτίου ότι συνολικά 26 τρομοκράτες εξουδετερώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, περιλαμβανομένων αυτών στη βόρεια Ιρακ και Συρία.

Ο ίδιος εκπρόσωπος πρόσθεσε ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα συνεχίσουν τις «δραστηριότητες σάρωσης και εκκαθάρισης στην περιοχή» και ότι θα «επιμείνουν στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας μέχρι να μην παραμείνει ούτε ένας τρομοκράτης».

Ο Ντογανέρ σημείωσε ότι η Άγκυρα «φαίνεται να απαιτεί τη μονομερή αποστρατικοποίηση του ΡΚΚ». Πρόσθεσε ωστόσο ότι το ΡΚΚ θα απαιτήσει την απελευθέρωση του Οτσαλάν και άλλων κρατουμένων και ότι θα πρέπει να βρεθεί μια μέση λύση. Τόνισε επίσης ότι «είναι αδύνατο για όλα τα μέρη να πετύχουν ακριβώς αυτό που θέλουν».

Ο Ορχάν ανέφερε ότι το ΡΚΚ δεν έχει δεσμευτεί πλήρως στην αποστρατικοποίηση, καθώς έχει δηλώσει μόνο κατάπαυση του πυρός. Στρατιωτικά, η Τουρκία θεωρεί ότι το ΡΚΚ βρίσκεται ήδη σε αδιέξοδο. Σημείωσε ότι η Άγκυρα δεν ενδιαφέρεται για μια μονομερή κατάπαυση του πυρός και ότι «μέχρι το ΡΚΚ να καταθέσει τα όπλα», η Τουρκία θα συνεχίσει να ασκεί πίεση στην ομάδα.

Κούρδοι μαχητές του YPG συνομιλούν με μέλη των αμερικανικών δυνάμεων στην πόλη Νταρμπασίγια, στη Συρία, στις 29 Απριλίου 2017. (Rodi Said /Reuters)

 

Σύνθετες δυναμικές στη Συρία

Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο καθώς το YPG συνεργάζεται στενά με τις αμερικανικές δυνάμεις που είναι ανεπτυγμένες στη βόρεια Συρία, όπου επιχειρεί υπό την αιγίδα των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF). Το SDF ιδρύθηκε το 2015 με σκοπό να βοηθήσει τις αμερικανικές δυνάμεις στη Συρία, οι οποίες υπολογίζονται σε περίπου 2.000 στρατιώτες, στον αγώνα κατά του ISIS.

Το SDF είναι εξοπλισμένο, εκπαιδευμένο και υποστηριζόμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες το θεωρούν «συνεργάτη αξιόπιστο στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας». Αυτή η συνεργασία έχει προκαλέσει εντάσεις με την Άγκυρα, η οποία έχει επανειλημμένα καλέσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να σταματήσουν να υποστηρίζουν την ομάδα.

Στις 27 Φεβρουαρίου, ο Μαζλούμ Αμπντί, διοικητής του SDF, καλωσόρισε την έκκληση του Οτσαλάν προς το ΡΚΚ να καταθέσει τα όπλα, αναφέροντας ότι η κίνηση θα έχει θετικές συνέπειες για την περιοχή. Παρόλα αυτά, πρόσθεσε ότι η έκκληση του Οτσαλάν αφορά μόνο το ΡΚΚ και όχι το SDF, επομένως «δεν έχει σχέση με εμάς στη Συρία».

Αντίθετα, στις δηλώσεις τους οι Τούρκοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι όλες οι Κουρδικές ένοπλες ομάδες στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του SDF, πρέπει να καταθέσουν τα όπλα. Ένας εκπρόσωπος του κυβερνώντος AKP δήλωσε στις 28 Φεβρουαρίου ότι «ανεξαρτήτως του ονόματος που χρησιμοποιεί, η τρομοκρατική οργάνωση [ΡΚΚ] πρέπει να καταθέσει τα όπλα και να αποστρατικοποιηθεί, μαζί με όλες […] τις παραφυάδες της στο Ιράκ και στη Συρία».

Ο Ορχάν ανέφερε ότι όλες αυτές οι ομάδες θεωρούνται από την Τουρκία «διαφορετικοί κλάδοι του ΡΚΚ». «Η Τουρκία θεωρεί το YPG και το ΡΚΚ ταυτόσημα», είπε. «Το YPG ιδρύθηκε από το ΡΚΚ και οι διοικητές του, συμπεριλαμβανομένου του Αμπντί, είναι κεντρικά μέλη του ΡΚΚ.» Ο Αμπντί, Σύρος Κούρδος, εντάχθηκε στο ΡΚΚ το 1990 και ήταν προσωπικός φίλος του Οτσαλάν πριν από τη σύλληψη του τελευταίου από τις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας το 1999.

Ο Ντογανέρ ανέφερε ότι η Άγκυρα επιθυμεί το ΡΚΚ και όλες οι συνδεδεμένες με αυτό οργανώσεις να καταθέσουν τα όπλα. Εκτός από το ΡΚΚ, το YPG και το SDF, η Άγκυρα θεωρεί το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης της Συρίας, την Ένωση Κουρδικών Κοινοτήτων και το Ιρανικό Κόμμα Ελεύθερης Ζωής του Κουρδιστάν ως «μέρη του ίδιου οργανισμού».

Με πληροφορίες από το Reuters

Άγκυρα: Επιτείνεται η καταστολή του PKK, αλλά και οι επαφές με τον Οτσαλάν

Την περασμένη εβδομάδα, οι τουρκικές αρχές συνέλαβαν δεκάδες άτομα για ύποπτους δεσμούς με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), το οποίο χαρακτηρίζεται ως τρομοκρατική οργάνωση από την Τουρκία, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στις 18 Φεβρουαρίου, ο υπουργός Εσωτερικών Αλί Γερλικαγιά ανακοίνωσε ότι σχεδόν 300 ύποπτοι συνελήφθησαν σε διάφορες επαρχίες, μεταξύ αυτών στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. «Είμαστε αποφασισμένοι να εξαλείψουμε την τρομοκρατία σε όλες τις μορφές της», δήλωσε, σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο Anadolu.

Επικριτές, ωστόσο, κατηγορούν την κυβέρνηση ότι χρησιμοποιεί τα μέτρα κατά της τρομοκρατίας ως πρόσχημα για την καταστολή πολιτικών αντιπάλων. Ο Ιλχάν Ουζγκέλ, αναπληρωτής πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), έκανε λόγο για αυταρχική πορεία της κυβέρνησης που πλέον έχει ξεφύγει από τον έλεγχο.

Επιθέσεις και αντίποινα

Το PKK διεξάγει ένοπλη δράση κατά της τουρκικής κυβέρνησης από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, με επιθέσεις σε στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους που έχουν στοιχίσει εκατοντάδες ζωές.

Τον Οκτώβριο του 2024, ένοπλοι του PKK επιτέθηκαν στην έδρα τουρκικής αμυντικής εταιρείας στην Άγκυρα, σκοτώνοντας πέντε άτομα. Σε αντίποινα, η τουρκική πολεμική αεροπορία εξαπέλυσε επιδρομές κατά θέσεων του PKK στο βόρειο Ιράκ, καθώς και στη Συρία, όπου δραστηριοποιείται η συμμαχική οργάνωση YPG.

Μέλη της κουρδικής πολιτοφυλακής της Συρίας YPG, στο χωριό Εσμέ στην επαρχία Χαλέπι της Συρίας, στις 22 Φεβρουαρίου 2015. (Mursel Coban/Depo Photos μέσω AP, αρχείο)

Καθαιρέσεις αξιωματούχων και αντιδράσεις

Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι πρόσφατες επιχειρήσεις είναι κρίσιμες για τη διατήρηση της εθνικής ασφάλειας. Ο Γερλικαγιά δήλωσε ότι η εκστρατεία στοχεύει στη διασφάλιση της «ειρήνης, της ενότητας και της ασφάλειας» της χώρας.

Τουρκικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι μεταξύ των συλληφθέντων περιλαμβάνονται και μέλη της αντιπολίτευσης, καθώς και δημοσιογράφοι. Σύμφωνα με το Bianet, μέλη του φιλοκουρδικού Κόμματος Δημοκρατίας και Ισότητας (DEM) και μικρότερων αριστερών κομμάτων βρέθηκαν στο στόχαστρο των Αρχών.

Το τελευταίο διάστημα, αρκετοί εκλεγμένοι αξιωματούχοι καθαιρέθηκαν από τις θέσεις τους με την κατηγορία διασυνδέσεων με το PKK. Στις 11 Φεβρουαρίου, εννέα δημοτικοί σύμβουλοι του CHP στην Κωνσταντινούπολη συνελήφθησαν για ύποπτους δεσμούς με την οργάνωση. Το CHP αρνείται τις κατηγορίες, χαρακτηρίζοντάς τις πολιτικά υποκινούμενες.

Στις 14 Φεβρουαρίου, δήμαρχος του DEM στην επαρχία Βαν απομακρύνθηκε από το αξίωμά του έπειτα από καταδίκη για «συνδρομή σε ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση». Το DEM έκανε λόγο για «πλήγμα στη λαϊκή βούληση». Από τις τοπικές εκλογές του 2023, οκτώ δήμαρχοι του DEM και δύο του CHP έχουν καθαιρεθεί με παρόμοιες κατηγορίες.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατήγγειλε τις απομακρύνσεις δημάρχων ως αυθαίρετες, ωστόσο η τουρκική κυβέρνηση επιμένει ότι η Δικαιοσύνη λειτουργεί ανεξάρτητα.

Ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν απευθύνεται στους υποστηρικτές του στην Κωνσταντινούπολη. Τουρκία, 28 Μαΐου 2023. (Murad Sezer/Reuters)

Διαβουλεύσεις με τον Οτσαλάν

Οι τελευταίες επιχειρήσεις κατά του PKK συμπίπτουν με μυστικές συνομιλίες μεταξύ της κυβέρνησης και του φυλακισμένου ηγέτη της οργάνωσης, Αμπντουλάχ Οτσαλάν.

Τον Οκτώβριο του 2024, ο ηγέτης του Κόμματος Εθνικιστικού Κινήματος (MHP), Ντεβλέτ Μπαχτσελί, κάλεσε τον Οτσαλάν να διατάξει τα μέλη του PKK να καταθέσουν τα όπλα, προτείνοντας την πιθανή αποφυλάκισή του μετά από 25 χρόνια κράτησης. Παρότι την επόμενη ημέρα το PKK εξαπέλυσε την επίθεση στην Άγκυρα, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξέφρασε αργότερα την υποστήριξή του στη διαδικασία, κάνοντας λόγο για «ιστορική ευκαιρία» επίλυσης της σύγκρουσης.

Στα τέλη Δεκεμβρίου, ο Οτσαλάν φέρεται να δήλωσε ότι είναι διατεθειμένος να συμβάλει σε μια λύση. Τον Φεβρουάριο, ο συμπρόεδρος του DEM, Τουντσέρ Μπακίρχαν, ανέφερε ότι ο Οτσαλάν επρόκειτο να απευθύνει «ιστορικό κάλεσμα».

Μασκοφόρες γυναίκες έφιππες μεταφέρουν την κουρδική σημαία κατά τη διάρκεια εορτασμού της Ημέρας της Κουρδικής Σημαίας στο Αρμπίλ, πρωτεύουσα της βόρειας αυτόνομης κουρδικής περιοχής του Ιράκ, στις 17 Δεκεμβρίου 2024. (Safin Hamid/AFP μέσω Getty Images)

Μυστικές επαφές στο Ιράκ

Ο Οτσαλάν αναμενόταν να απευθύνει το μήνυμά του στις 15 Φεβρουαρίου, ωστόσο αυτό δεν συνέβη.

Παράλληλα, στις 16 Φεβρουαρίου, στελέχη του DEM επισκέφθηκαν την ημιαυτόνομη κουρδική περιοχή του Ιράκ, όπου παρέδωσαν μήνυμα του Οτσαλάν στον ηγέτη του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος, Μασούντ Μπαρζανί. Ο Μπαρζανί δήλωσε έτοιμος να στηρίξει την ειρηνευτική διαδικασία. Σύμφωνα με αναλυτές, η οικογένεια Μπαρζανί επιδιώκει να διαδραματίσει μεσολαβητικό ρόλο μεταξύ Άγκυρας και PKK, αλλά και να ενισχύσει τη γεωπολιτική της θέση εν όψει πιθανών εξελίξεων στη Συρία.

Παρά τις πρωτοβουλίες, παραμένουν ερωτήματα σχετικά με τις επιδιώξεις των εμπλεκόμενων πλευρών και τους όρους μιας ενδεχόμενης συμφωνίας.

Με πληροφορίες από Reuters και Associated Press

Δεκάδες άτομα συνελήφθησαν από τις τουρκικές αρχές για φερόμενες σχέσεις με το PKK

Οι τουρκικές αρχές έχουν συλλάβει δεκάδες άτομα για τα οποία υπάρχουν υποψίες ότι έχουν δεσμούς με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), δήλωσε ο υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας στις 18 Φεβρουαρίου.

Τις τελευταίες ημέρες έχουν συλληφθεί συνολικά 282 ύποπτοι σε πολλές επαρχίες, μεταξύ άλλων στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, σύμφωνα με τον Τούρκο υπουργό Εσωτερικών Αλί Γερλικαγιά. «Είμαστε αποφασισμένοι να εξαλείψουμε την τρομοκρατία σε όλες τις μορφές της και να διασφαλίσουμε την ειρήνη, την ενότητα και την ασφάλεια του έθνους μας», είπε σε δηλώσεις του, τις οποίες επικαλείται το κρατικό τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu.

Σε δήλωση που αναρτήθηκε στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X, ο Γερλικαγιά δήλωσε ότι τα άτομα που συνελήφθησαν ήταν ύποπτα για βοήθεια στη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της ομάδας, τη διανομή υλικού υπέρ του PKK και τη συμμετοχή σε «βίαιες διαμαρτυρίες». Σύμφωνα με τον υπουργό Εσωτερικών, η καταστολή πραγματοποιήθηκε σε συντονισμό με τη Γενική Διεύθυνση Ασφαλείας της Τουρκίας, τις δικαστικές αρχές και τις τοπικές αστυνομικές αρχές. Κατά τη διενέργεια των επιδρομών, οι δυνάμεις ασφαλείας κατέσχεσαν έναν αριθμό παράνομων πυροβόλων όπλων, συμπεριλαμβανομένων δύο πολυβόλων τύπου AK-47, είπε.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, το PKK διεξάγει ένοπλη εξέγερση κατά του τουρκικού κράτους, πραγματοποιώντας συχνές επιθέσεις τόσο σε στρατιωτικούς όσο και σε πολιτικούς στόχους. Από καιρό θεωρείται τρομοκρατική ομάδα από την Άγκυρα, τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον. Τον Οκτώβριο του 2024, ένοπλοι του PKK επιτέθηκαν στην έδρα τουρκικής αμυντικής οργάνωσης στην Άγκυρα, αφήνοντας πίσω τους πέντε νεκρούς, μαζί με τους δράστες. Η Τουρκία απάντησε με αεροπορικές επιδρομές σε θέσεις του PKK στο βόρειο Ιράκ, όπου εδρεύει η οργάνωση, και στη βόρεια Συρία, όπου το συριακό παρακλάδι της οργάνωσης – το YPG – διατηρεί σημαντική παρουσία.

Το πρόσφατο κύμα συλλήψεων έρχεται εν μέσω συνομιλιών μεταξύ κυβερνητικών αξιωματούχων και του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, του φυλακισμένου ηγέτη του PKK, με στόχο τον τερματισμό της ένοπλης εξέγερσης της ομάδας που συνεχίζεται εδώ και δεκαετίες.

Η αντιπολίτευση αντιδρά

Σύμφωνα με ορισμένα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, μεταξύ των συλληφθέντων περιλαμβάνονται αρκετά μέλη του κόμματος της αντιπολίτευσης και δημοσιογράφοι.

Το πρακτορείο ειδήσεων Bianet της Τουρκίας, που πρόσκειται στην αντιπολίτευση, ανέφερε ότι μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και μέλη του φιλοκουρδικού κόμματος DEM, του Σοσιαλιστικού Κόμματος Επανίδρυσης και του Εργατικού Κόμματος. Μια μικρή μερίδα των κομμάτων της αντιπολίτευσης καταδίκασαν τις συλλήψεις και απαίτησαν την άμεση απελευθέρωση ορισμένων κρατουμένων, ανέφερε το Bianet.

Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το συνδικάτο των Τούρκων δημοσιογράφων κατήγγειλε επίσης το κύμα συλλήψεων, υποστηρίζοντας ότι αρκετοί δημοσιογράφοι είχαν συλληφθεί άδικα. «Δεν δεχόμαστε ότι [οι δημοσιογράφοι] τίθενται υπό κράτηση μέσω κατ’ οίκον επιδρομών αντί να κληθούν στο αστυνομικό τμήμα», ανέφερε το συνδικάτο. Σύμφωνα με τους επικριτές, η κυβέρνηση έχει προσπαθήσει να δικαιολογήσει τις συλλήψεις προσώπων και ομάδων της αντιπολίτευσης κατηγορώντας τους ψευδώς ότι έχουν διασυνδέσεις με το PKK.

Η κυβέρνηση αρνείται τους ισχυρισμούς, λέγοντας ότι οι συλλήψεις είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας.

Στις 15 Φεβρουαρίου, οι τουρκικές αρχές απομάκρυναν έναν τοπικό δήμαρχο στην ανατολική επαρχία Βαν, διορίζοντας αργότερα έναν περιφερειακό κυβερνήτη στη θέση του. Ο δήμαρχος, μέλος του κόμματος DEM, καταδικάστηκε για «παροχή βοήθειας σε ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση» – μια αναφορά στο PKK. Σε ανακοίνωσή του, το κόμμα DEM, το οποίο κατέχει 57 έδρες στο 600μελές κοινοβούλιο της Τουρκίας, χαρακτήρισε την αιφνίδια απομάκρυνση του δημάρχου ως «πλήγμα στη θέληση του λαού».

Από τις αρχές του περασμένου έτους που διεξήχθησαν οι τοπικές εκλογές, οκτώ δήμαρχοι που πρόσκεινται στο κόμμα DEM έχουν απομακρυνθεί από τα καθήκοντά τους μετά από καταδίκες που σχετίζονται με την τρομοκρατία. Μέσα στην ίδια περίοδο, δύο δήμαρχοι που πρόσκεινται στο CHP, το κύριο κόμμα της τουρκικής αντιπολίτευσης, έχουν επίσης απομακρυνθεί από τα καθήκοντά τους υπό παρόμοιες συνθήκες. Την περασμένη εβδομάδα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταδίκασε την απομάκρυνση των δημάρχων που πρόσκεινται στην αντιπολίτευση ως «παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της δημοκρατίας».

Η Άγκυρα, ωστόσο, απορρίπτει τις επικρίσεις, λέγοντας ότι όποιος διαπιστώνεται ότι έχει διασυνδέσεις με την τρομοκρατία δεν θα έπρεπε να του ανατίθεται η ανάληψη κυβερνητικών θέσεων.

Με πληροφορίες από το Reuters

Ζελένσκι: «Το Κίεβο μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο ειρηνευτικών συνομιλιών αν η Ρωσία σταματήσει τα πλήγματα στις υποδομές»

Το Κίεβο θα εξέταζε το ενδεχόμενο να ξεκινήσει ειρηνευτικές συνομιλίες με τη Ρωσία, εάν η τελευταία απέφευγε να πλήττει τις ουκρανικές ενεργειακές υποδομές και την εμπορευματική ναυτιλία, δήλωσε αυτή την εβδομάδα ο πρόεδρος Βολοντιμίρ Ζελένσκι.

«Όταν πρόκειται για την ενέργεια και την ελευθερία της ναυσιπλοΐας, η επίτευξη ενός αποτελέσματος σε αυτά τα σημεία θα ήταν ένα μήνυμα ότι η Ρωσία μπορεί να είναι έτοιμη να τερματίσει τον πόλεμο», δήλωσε ο Ζελένσκι στους Financial Times στις 21 Οκτωβρίου.

«Με άλλα λόγια, εμείς δεν επιτιθόμαστε στις ενεργειακές τους υποδομές, εκείνοι δεν θα επιτίθονται στις δικές μας», είπε.

«Θα μπορούσε αυτό να οδηγήσει στο τέλος της θερμής φάσης του πολέμου; Νομίζω πως ναι».

Η Μόσχα, η οποία έχει θέσει τους δικούς της όρους για τον τερματισμό της σύγκρουσης, δεν έχει ακόμη απαντήσει στην πρόταση του Ζελένσκι.

Η Ρωσία έχει εντείνει τις επιθέσεις στις ενεργειακές υποδομές της Ουκρανίας τους τελευταίους μήνες, οδηγώντας σε διακοπές ρεύματος και ελλείψεις ηλεκτρικής ενέργειας σε πολλά μέρη της χώρας.

Την περασμένη εβδομάδα, οι ρωσικές δυνάμεις στόχευσαν ενεργειακές εγκαταστάσεις στη νότια περιοχή Μυκολάιβ της Ουκρανίας σε μια νυχτερινή επίθεση με μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους.

Αν και δεν αναφέρθηκαν θύματα, η επίθεση διέκοψε σοβαρά την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στην περιοχή, σύμφωνα με τοπικούς αξιωματούχους.

Στις αρχές Οκτωβρίου, ρωσικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη έπληξαν ενεργειακές εγκαταστάσεις σε περισσότερες από δώδεκα περιοχές της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένων του Κιέβου και της Οδησσού, δήλωσαν Ουκρανοί αξιωματούχοι.

Η επίθεση προκάλεσε ζημιές σε ηλεκτροφόρα καλώδια και ηλεκτρικούς υποσταθμούς, αφήνοντας, σύμφωνα με πληροφορίες, χιλιάδες νοικοκυριά σε διάφορες περιοχές χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα.

Το υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας διαβεβαίωσε αργότερα ότι οι στοχοθετημένες εγκαταστάσεις είχαν χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς από τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις.

Στα μέσα Σεπτεμβρίου, το υπουργείο Ενέργειας του Κιέβου δήλωσε ότι η Ουκρανία είχε χάσει πάνω από 9 γιγαβάτ παραγωγικής ικανότητας φέτος λόγω των επανειλημμένων ρωσικών επιθέσεων.

Μιλώντας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στα τέλη του περασμένου μήνα, ο Ζελένσκι υποστήριξε ότι όλες οι θερμικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής της Ουκρανίας -και το μεγαλύτερο μέρος της υδροηλεκτρικής της ισχύος- είχαν υποστεί ζημιές ή είχαν καταστραφεί.

«Η ενέργεια πρέπει να σταματήσει να χρησιμοποιείται ως όπλο», δήλωσε ο Ουκρανός ηγέτης στη συνέλευση.

Η Μόσχα λέει ότι χρησιμοποιεί όπλα ακριβείας για να αποφύγει τη θανάτωση αμάχων, υποστηρίζοντας ότι όλα τα πλήγματα στις ουκρανικές υποδομές εξυπηρετούν μια καθαρά στρατιωτική λειτουργία.

Μαζί με τη στόχευση ενεργειακών υποδομών, η Ρωσία έχει επίσης αυξήσει τις επιθέσεις σε ουκρανικά λιμάνια και φορτηγά πλοία στη Μαύρη Θάλασσα.

Στα μέσα Οκτωβρίου, μια ρωσική πυραυλική επίθεση στο λιμάνι της Οδησσού προκάλεσε ζημιές σε δύο πολιτικά πλοία και σε μια εγκατάσταση αποθήκευσης σιτηρών, σύμφωνα με Ουκρανούς αξιωματούχους.

Το Κίεβο έχει απαντήσει στα ρωσικά πυρά στοχεύοντας τις ρωσικές ενεργειακές υποδομές, ιδίως αποθήκες καυσίμων και διυλιστήρια πετρελαίου, εντός της Ρωσίας και σε εδάφη που ελέγχονται από τη Ρωσία.

Στις 7 Οκτωβρίου, ο στρατός της Ουκρανίας ισχυρίστηκε ότι πραγματοποίησε επιτυχημένη πυραυλική επίθεση σε μια μεγάλη ρωσική αποθήκη καυσίμων στα ανοικτά των ακτών της Κριμαίας, την οποία η Μόσχα προσάρτησε ουσιαστικά το 2014.

Η Μόσχα δεν επιβεβαίωσε ποτέ το χτύπημα, αλλά Ρώσοι αξιωματούχοι αναγνώρισαν μια τεράστια πυρκαγιά στην εγκατάσταση, η οποία χρειάστηκε αρκετές ημέρες για να σβήσει.

Η υποβάθμιση της ενεργειακής υποδομής της Ουκρανίας -και μια σειρά πρόσφατων απωλειών στα πεδία των μαχών- ώθησε τον Ζελένσκι να διπλασιάσει τις προσπάθειές του να αντλήσει δυτική υποστήριξη για αυτό που αποκαλεί «σχέδιο νίκης».

Μεταξύ άλλων, το σχέδιο απαιτεί την ταχεία ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, παρά τις επιφυλάξεις των μελών της συμμαχίας Ουγγαρίας και Σλοβακίας.

Τις τελευταίες εβδομάδες έχουν εμφανιστεί αναφορές σχετικά με μια πιθανή συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, στην οποία η Ουκρανία θα παραχωρούσε de facto τον έλεγχο των εδαφών που κατέχει η Ρωσία με αντάλλαγμα την ταχεία ένταξη στο ΝΑΤΟ.

Σε πρόσφατες δηλώσεις του στους Financial Times, ωστόσο, ο Ζελένσκι φάνηκε να απορρίπτει ένα τέτοιο σενάριο.

«Ίσως κάποιοι εταίροι να έχουν τέτοιες σκέψεις», δήλωσε. «Δεν το επικοινωνούν αυτό απευθείας μαζί μου, αλλά μέσω των μέσων ενημέρωσης».

«Δεν το συζητάμε αυτό», δήλωσε ο Ζελένσκι.

 

Το πρακτορείο Reuters συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.

Η Τουρκία επιδιώκει την ένταξη της στον οικονομικό συνασπισμό της Ρωσίας

Παρά τη μακρόχρονη συμμετοχή της στη δυτική συμμαχία του ΝΑΤΟ, η Τουρκία επιβεβαίωσε αυτή την εβδομάδα την πρόθεσή της να ενταχθεί στους BRICS, έναν οικονομικό συνασπισμό εννέα χωρών, στον οποίο κυριαρχούν τα ονόματα της Ρωσίας και της Κίνας.

Ενώ η κίνηση αυτή είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει αντιδράσεις στις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον, ορισμένοι ειδικοί σε θέματα εξωτερικής πολιτικής πιστεύουν ότι είναι απίθανο να επηρεάσει τις μακροπρόθεσμες σχέσεις της Τουρκίας με τους δυτικούς συμμάχους της.

Τούρκοι παρατηρητές λένε ότι η κίνηση αυτή αποτελεί μια «φυσική αντίδραση» σε μακροχρόνια παράπονα – μια κίνηση που αποσκοπεί να δείξει στη Δύση ότι η Άγκυρα έχει «εναλλακτικές λύσεις» στη συμμαχία του ΝΑΤΟ.

Στις 3 Σεπτεμβρίου, ο Ομέρ Τσελίκ, εκπρόσωπος του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επιβεβαίωσε την πρόθεση της Τουρκίας να ενταχθεί στην ομάδα κρατών BRICS.

«Ο πρόεδρός μας έχει δηλώσει κατά καιρούς ότι θέλουμε να γίνουμε μέλος [των BRICS]», δήλωσε στους δημοσιογράφους στην Άγκυρα.

«Το αίτημά μας για το θέμα αυτό είναι σαφές».

Οι BRICS ιδρύθηκαν το 2006 από τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία και την Κίνα, ενώ η Νότια Αφρική προσχώρησε τέσσερα χρόνια αργότερα.

Έκτοτε, η Μόσχα επιδιώκει την περαιτέρω επέκταση του συνασπισμού ως μέσο αντιμετώπισης της δυτικής οικονομικής ηγεμονίας και της δημιουργίας μιας «πολυπολικής» παγκόσμιας τάξης.

Στην πρώτη διεύρυνση του συνασπισμού από το 2010, το Ιράν, η Αίγυπτος, η Αιθιοπία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα εντάχθηκαν επίσημα στους BRICS τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους.

Η Σαουδική Αραβία φέρεται να εξετάζει το ενδεχόμενο να γίνει μέλος, ενώ η Μαλαισία και το Αζερμπαϊτζάν έχουν επίσης υποβάλει επίσημα αίτηση για την ένταξή τους.

Σε περίπτωση που η Τουρκία ενταχθεί επίσης στους BRICS, θα είναι το πρώτο μέλος του ΝΑΤΟ που θα το πράξει.

Ωστόσο, μια τέτοια κίνηση πιθανότατα θα πυροδοτούσε τους δυτικούς φόβους ότι η Άγκυρα, η οποία έχει ήδη καλές σχέσεις με τη Μόσχα, διολισθαίνει ακόμη περισσότερο στην τροχιά της Ρωσίας.

Ερωτηθείς σχετικά με ένα τέτοιο σενάριο στις 3 Σεπτεμβρίου, ο εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών Μάθιου Μίλερ αρνήθηκε να κάνει εικασίες.

«Η Τουρκία συνεχίζει να είναι ένας σημαντικός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, με τον οποίο συνεργαζόμαστε σε πολλά θέματα», δήλωσε ο Μίλερ στους δημοσιογράφους.

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα των Epoch Times για πρόσθετα σχόλια μέχρι την ώρα δημοσίευσης.

Ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, ο πρόεδρος της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρου, ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι και ο πρόεδρος της Νότιας Αφρικής Σιρίλ Ραμαφόζα στη συνάντηση των BRICS στο πλαίσιο της συνόδου κορυφής της G20 στην Οσάκα της Ιαπωνίας, στις 28 Ιουνίου 2019. (Mikhail Klimentyev /AFP μέσω Getty Images)

Φυσική αντίδραση

Σύμφωνα με τον πρέσβη Μάθιου Μπρίζα, πρώην αξιωματούχο του Λευκού Οίκου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η δεδηλωμένη επιθυμία της Τουρκίας να ενταχθεί στους BRICS δεν σηματοδοτεί στροφή της Άγκυρας μακριά από τη Δύση.

«Δεν το βλέπω αυτό ως νέα απειλή για τις δυτικές σχέσεις της Τουρκίας», δήλωσε ο Μπρίζα στους Epoch Times, προσθέτοντας ότι η κίνηση αυτή πιθανότατα υποκινήθηκε από δύο παράγοντες.

«Πρώτον, μια στρατηγική παράδοση [στην Τουρκία] της διασφάλισης των εθνικών συμφερόντων μέσω της προαιρετικότητας και όχι της ιδεολογίας αρχών», δήλωσε ο Μπρίζα.

«Και, δεύτερον, μια επιθυμία να τρομάξει λίγο τη Δύση, τόσο από συναισθηματική κακία όσο και ως διαπραγματευτική τακτική για την επίτευξη παραχωρήσεων.»

Σύμφωνα με τον Χαλίλ Ακιντζί, εμπειρογνώμονα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, το νέο ενδιαφέρον της Άγκυρας για τους BRICS είναι μια «φυσική αντίδραση» σε αυτό που αποκάλεσε «επίμονα αρνητική στάση» των δυτικών δυνάμεων απέναντι στην Τουρκία.

Ανέφερε μια σειρά από μακροχρόνια τουρκικά παράπονα με τη Δύση, συμπεριλαμβανομένης μιας μακροχρόνιας σταματημένης διαδικασίας ένταξης στην ΕΕ που ξεκίνησε πριν από σχεδόν 20 χρόνια.

Οι ενταξιακές συνομιλίες Τουρκίας-ΕΕ, που ξεκίνησαν για πρώτη φορά το 2005, ανεστάλησαν το 2018 λόγω αυτού που οι Βρυξέλλες αποκάλεσαν «δημοκρατική οπισθοδρόμηση» της κυβέρνησης Ερντογάν.

«Σε αυτό το σημείο, η ένταξη στην ΕΕ είναι κάτι περισσότερο από ένα όνειρο», δήλωσε ο Ακιντζί, ο οποίος υπηρέτησε ως πρεσβευτής της Τουρκίας στη Ρωσία από το 2008 έως το 2010, στους Epoch Times.

Κατηγόρησε επίσης τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι «ενεργούν αντίθετα προς τα τουρκικά συμφέροντα» στη Μέση Ανατολή -ιδιαίτερα στο Ιράκ και τη Συρία- και ότι προκαλούν προβλήματα στην περιοχή του Νοτίου Καυκάσου.

«Το ΝΑΤΟ εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντικό για την ασφάλεια της Τουρκίας, οπότε η Δύση πιστεύει ότι η Τουρκία δεν έχει εναλλακτικές λύσεις», δήλωσε ο Ακιντζί.

Αλλά με την κίνηση προς τους BRICS -και, κατ’ επέκταση, προς τη Μόσχα- η Τουρκία «δείχνει στη Δύση ότι έχει εναλλακτικές λύσεις», πρόσθεσε ο πρώην διπλωμάτης.

Στις 4 Σεπτεμβρίου, ο Γιούρι Ουσάκοφ, κορυφαίος σύμβουλος του Κρεμλίνου, δήλωσε ότι η αίτηση της Τουρκίας να ενταχθεί στο μπλοκ θα επανεξεταστεί στην επερχόμενη σύνοδο κορυφής των BRICS στη ρωσική πόλη Καζάν.

Την ίδια ημέρα, ο τουρκικός Τύπος, επικαλούμενος προεδρικές πηγές, ανέφερε ότι ο ίδιος ο Ερντογάν θα συμμετάσχει στη σύνοδο κορυφής, η οποία έχει προγραμματιστεί για τα τέλη Οκτωβρίου.

Ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν απευθύνεται σε Ρώσους και Ουκρανούς διαπραγματευτές πριν από τις κατ’ ιδίαν συνομιλίες τους στην Κωνσταντινούπολη, Τουρκία, στις 29 Μαρτίου 2022. (Murat Cetinmuhurdar/Presidential Press Office/Handout μέσω Reuters)

Συγκρουόμενα συμφέροντα

Υπό τον Ερντογάν, η Τουρκία διατηρεί καλές σχέσεις με τη Ρωσία, με την οποία μοιράζεται εκτεταμένους εμπορικούς δεσμούς και εκτεταμένα θαλάσσια σύνορα στη Μαύρη Θάλασσα.

Ενώ η Άγκυρα καταδίκασε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, αρνήθηκε να υποστηρίξει τις δυτικές κυρώσεις κατά της Μόσχας – προς ενόχληση των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ.

Η Τουρκία έχει επίσης διατηρήσει καλές σχέσεις με το Κίεβο, το οποίο της επέτρεψε να παίξει το ρόλο του μεσολαβητή.

«Η Τουρκία δεν προσχώρησε στις αμερικανικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και μάλιστα επεδίωξε να επωφεληθεί από αυτές», δήλωσε ο Μπρίζα.

«Αλλά η πολιτική της ηγεσία έχει τονίσει σταθερά την αντίθεσή της στην πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία», πρόσθεσε ο Μπρίζα, ο οποίος είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Jamestown, μιας δεξαμενής σκέψης με έδρα την Ουάσινγκτον που ασχολείται με θέματα αμυντικής πολιτικής.

«Η Τουρκία έχει επίσης εκφράσει την υποστήριξή της στην εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και έχει παράσχει σημαντική στρατιωτικο-τεχνική βοήθεια στην Ουκρανία», είπε.

Παρ’ όλα αυτά, οι φόβοι για μια τουρκική κλίση προς τη Μόσχα επιδεινώθηκαν τον Ιούλιο, όταν ο Ερντογάν δήλωσε ότι ελπίζει να φέρει την Τουρκία στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organization-SCO).

Ένα τρομερό μπλοκ ευρασιατικών κρατών, ο SCO -όπως και οι BRICS- κυριαρχείται από τη Μόσχα και το Πεκίνο, τα δύο ισχυρότερα μέλη του.

Ο οργανισμός ιδρύθηκε το 2001 για να αποτελέσει αντίβαρο στην αυξανόμενη δυτική επιρροή στην περιοχή της Ευρασίας.

Ο SCO έχει σήμερα 10 μόνιμα μέλη, μεταξύ των οποίων η Ινδία, το Πακιστάν και το Ιράν, καθώς και τέσσερις δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας.

Από το 2013, η Τουρκία είναι «εταίρος διαλόγου» του SCO, το οποίο θεωρείται γενικά ως ένα πρώτο βήμα προς την πλήρη ένταξη.

Σε δηλώσεις του στον αμερικανικό Τύπο τον Ιούλιο, ο Ερντογάν εξέπληξε πολλούς παρατηρητές δηλώνοντας ότι η Τουρκία επιδιώκει να γίνει «μόνιμο μέλος» του SCO.

«Ως μέλος του ΝΑΤΟ, δεν θεωρούμε πρόβλημα την αλληλεπίδραση με χώρες του SCO, των BRICS [ή] της Ευρωπαϊκής Ένωσης», δήλωσε.

Ο Ερντογάν πρόσθεσε ότι έχει ήδη θέσει το θέμα στους ηγέτες τόσο της Ρωσίας όσο και της Κίνας.

Η Μόσχα έχει γενικά καλωσορίσει την ιδέα να γίνει η Τουρκία μέλος του SCO.

Μετά τα σχόλια του Ερντογάν, ωστόσο, εκπρόσωπος του Κρεμλίνου επεσήμανε αυτό που αποκάλεσε «σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των δεσμεύσεων της Τουρκίας ως μέλους του ΝΑΤΟ και της ιδεολογίας που αντικατοπτρίζεται στα ιδρυτικά έγγραφα του SCO».

Σύμφωνα με τον ιδρυτικό του χάρτη, ο SCO στοχεύει στην προώθηση της πολιτικής, οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας μεταξύ των μελών του. Ασχολείται επίσης με θέματα που αφορούν την κοινή περιφερειακή άμυνα και ασφάλεια.

Τον Ιούλιο, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, σε σύνοδο κορυφής του SCO που πραγματοποιήθηκε στο Καζακστάν, ζήτησε μια νέα ευρασιατική «αρχιτεκτονική» που θα αντικαταστήσει αυτό που αποκάλεσε «τα ξεπερασμένα ευρωατλαντικά μοντέλα που έδιναν μονομερή πλεονεκτήματα σε ορισμένα κράτη».

Τον περασμένο μήνα, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Γιασάρ Γκιουλέρ προσπάθησε να διασκεδάσει τους δυτικούς φόβους τονίζοντας τη συνεχή δέσμευση της Άγκυρας στο ΝΑΤΟ.

«Προτεραιότητά μας είναι να εκπληρώσουμε τις ευθύνες μας απέναντι στο ΝΑΤΟ ως σημαντικός σύμμαχος και να ενισχύσουμε την αλληλεγγύη με τους συμμάχους μας», δήλωσε ο Γκιουλέρ σε συνέντευξή του στο Reuters.

Είπε επίσης ότι η Άγκυρα θα διατηρήσει μια «ισορροπημένη και ενεργή προσέγγιση» τόσο προς τη Ρωσία όσο και προς την Ουκρανία, με την ελπίδα να μεσολαβήσει μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός.

Σύμφωνα με τον Bryza, το φλερτ της Τουρκίας με τους BRICS και τον SCO αντανακλά τη «συναλλακτική» προσέγγιση της Άγκυρας στις σχέσεις της με τη Μόσχα.

«Η Τουρκία έχει διεξάγει περισσότερους πολέμους εναντίον της Ρωσίας από οποιαδήποτε άλλη χώρα», δήλωσε. «Δεν θέλει να μείνει μόνη της απέναντι στη Ρωσία.

«Αλλά θέλει επίσης να επωφεληθεί οικονομικά και πολιτικά -όποτε και όπου είναι δυνατόν- από τις σχέσεις της με τη Ρωσία, αντιστεκόμενη στη ρωσική πίεση, αποφεύγοντας παράλληλα τους περιττούς ανταγωνισμούς».

 

Το Reuters συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.

Το Κίεβο θα παρουσιάσει στις ΗΠΑ σχέδιο για τον τερματισμό του πολέμου με τη Ρωσία

Το Κίεβο έχει καταρτίσει ένα σχέδιο για τον τερματισμό της συνεχιζόμενης σύγκρουσης με τη Ρωσία, το οποίο σκοπεύει να παρουσιάσει στους ηγέτες των ΗΠΑ, δήλωσε ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντιμίρ Ζελένσκι.

«Το κύριο σημείο αυτού του σχεδίου είναι να αναγκάσουμε τη Ρωσία να τερματίσει τον πόλεμο», δήλωσε ο Ζελένσκι στις 27 Αυγούστου.

«Το θέλω πάρα πολύ αυτό», πρόσθεσε ο Ζελένσκι, τονίζοντας ότι οποιαδήποτε διευθέτηση με διαπραγματεύσεις θα πρέπει να είναι «δίκαιη για την Ουκρανία».

Το 2022, η Ρωσία εισέβαλε -και ουσιαστικά προσάρτησε- μεγάλες εκτάσεις της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ουκρανίας.

Έκτοτε, ο πόλεμος συνεχίζει να μαίνεται μεταξύ των δύο χωρών, με το Κίεβο, υποστηριζόμενο από τους δυτικούς συμμάχους του, να ορκίζεται να ανακτήσει όλα τα χαμένα εδάφη.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους, ο Ζελένσκι είπε ότι η συνεχιζόμενη επίθεση του Κιέβου στην περιοχή Κουρσκ της Ρωσίας -που διανύει τώρα την τέταρτη εβδομάδα της- ήταν μέρος του σχεδίου.

Δεν έδωσε πρόσθετες λεπτομέρειες, αλλά δήλωσε ότι ελπίζει να παρουσιάσει την πρόταση στον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν κάποια στιγμή τον επόμενο μήνα.

Εξέφρασε επίσης την ελπίδα να παρουσιάσει το σχέδιο στην Καμάλα Χάρις, αντιπρόεδρο του Μπάιντεν, και στον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Ζελένσκι δήλωσε επίσης ότι σκοπεύει να συμμετάσχει σε μια επικείμενη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη και ότι ελπίζει να έχει σύντομα συνάντηση με τον Μπάιντεν.

Τοπικοί εθελοντές περπατούν μπροστά από ένα κτίριο που υπέστη ζημιές από τα ουκρανικά πλήγματα στο Κουρσκ της Ρωσίας, στις 16 Αυγούστου 2024. (Tatyana Makeyeva/AFP μέσω Getty Images)

Χωρίς συμβιβασμούς

Μετά την εισβολή της Ρωσίας το 2022, ο Ζελένσκι απαγόρευσε στους Ουκρανούς αξιωματούχους να επικοινωνούν με τη Μόσχα -με οποιαδήποτε ιδιότητα- όσο ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν παραμένει στην εξουσία.

«Δεν μπορούν να υπάρξουν συμβιβασμοί με τον Πούτιν», δήλωσε ο Ζελένσκι στη συνέντευξη Τύπου της 27ης Αυγούστου.

«Ο διάλογος σήμερα είναι κατ’ αρχήν κενός και χωρίς νόημα, επειδή αυτός [ο Πούτιν] δεν θέλει να τερματίσει τον πόλεμο με διπλωματικό τρόπο», πρόσθεσε.

Αλλά υπό το φως των συνεχιζόμενων ρωσικών κερδών στο πεδίο της μάχης, ιδίως στην ανατολική περιοχή του Ντονέτσκ, το Κίεβο εμφανίζεται όλο και πιο ανοιχτό τις τελευταίες εβδομάδες στην προοπτική ειρηνευτικών συνομιλιών.

Τον Ιούνιο, η Ελβετία φιλοξένησε μια διεθνή σύνοδο κορυφής -κατόπιν αιτήματος του Κιέβου- με διακηρυγμένο στόχο τη διερεύνηση των προοπτικών ειρήνης.

Αν και συμμετείχαν εκπρόσωποι από 90 χώρες, Ρώσοι αξιωματούχοι δεν προσκλήθηκαν στην εκδήλωση.

Η Μόσχα απάντησε θέτοντας τους δικούς της όρους για τον τερματισμό της σύγκρουσης.

Αυτοί περιλαμβάνουν την πλήρη αποχώρηση των ουκρανικών δυνάμεων από τέσσερις περιοχές (Ντονέτσκ, Λουχάνσκ, Ζαπορίζια και Χερσώνα) που η Ρωσία ουσιαστικά προσάρτησε στα τέλη του 2022.

Σύμφωνα με τη ρωσική πρόταση, το Κίεβο αναμένεται επίσης να εγκαταλείψει την αίτησή του να ενταχθεί στη δυτική συμμαχία του ΝΑΤΟ και να δεσμευτεί σε μια μόνιμη κατάσταση ουδετερότητας.

Το Κίεβο έσπευσε να απορρίψει τους όρους, αποκλείοντας τις συνομιλίες έως ότου οι ρωσικές δυνάμεις αποσυρθούν από όλα τα ουκρανικά εδάφη, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας, την οποία η Ρωσία προσάρτησε το 2014.

Παρ’ όλα αυτά, στα μέσα Ιουλίου, ο Ζελένσκι ζήτησε να πραγματοποιηθεί μια δεύτερη διεθνής σύνοδος κορυφής κάποια στιγμή αργότερα φέτος – αυτή τη φορά με ρωσική συμμετοχή.

Την περασμένη εβδομάδα, ωστόσο, ο Γιούρι Ουσάκοφ, ένας κορυφαίος σύμβουλος του Πούτιν, δήλωσε ότι οι ειρηνευτικές συνομιλίες είναι προς το παρόν εκτός συζήτησης λόγω της συνεχιζόμενης διασυνοριακής επίθεσης του Κιέβου στο Κουρσκ.

«Με δεδομένο αυτό το εγχείρημα [στο Κουρσκ], δεν πρόκειται να μιλήσουμε», δήλωσε, απηχώντας προηγούμενες δηλώσεις τόσο του Πούτιν όσο και του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ.

Ο Ουσάκοφ πρόσθεσε, ωστόσο, ότι η ρωσική πρόταση -την οποία ο ίδιος ο Πούτιν διατύπωσε τον Ιούνιο- παραμένει στο τραπέζι.

Το χρονοδιάγραμμα για τυχόν μελλοντικές συνομιλίες, διαβεβαίωσε, «εξαρτάται από την κατάσταση, μεταξύ άλλων και στο πεδίο της μάχης».

Σε προηγούμενες δηλώσεις τους, Ουκρανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι η επίθεση στο Κουρσκ είχε ως κύριο στόχο την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης του Κιέβου.

Η Μόσχα, ωστόσο, πιστεύει ότι ο κύριος στόχος της επιχείρησης -τον οποίο δεν κατάφερε να επιτύχει- ήταν να καταλάβει ή να αχρηστεύσει τον πυρηνικό σταθμό του Κουρσκ, ο οποίος παρέχει ηλεκτρική ενέργεια σε πολλές περιοχές της Ρωσίας.

 

Το Reuters συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.

Οι ΗΠΑ επικρίνουν την «ανεύθυνη ρητορική» μετά τις νύξεις του Πούτιν για νέα κούρσα εξοπλισμών στην Ευρώπη

Η Ουάσινγκτον επέκρινε τις «ανεύθυνες» προειδοποιήσεις της Μόσχας ότι οι ρωσικές δυνάμεις θα απαντήσουν με το ίδιο νόμισμα στη σχεδιαζόμενη ανάπτυξη αμερικανικών πυραυλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς στη Γερμανία.

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωσε αυτή την εβδομάδα ότι η Μόσχα θα αναπτύξει νέα «οπλικά συστήματα» -προφανώς με στόχο δυτικούς στόχους- ως απάντηση στις σχεδιαζόμενες αναπτύξεις αμερικανικών πυραύλων, οι οποίες πρόκειται να ξεκινήσουν το 2026.

Εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς του Ρώσου ηγέτη ως «ακόμη πιο ανεύθυνη ρητορική» από τη Μόσχα.

«Η επιθετικότητα του Κρεμλίνου κατά της Ουκρανίας είναι η πιο σημαντική και άμεση απειλή για την ασφάλεια της Ευρώπης και για την ειρήνη και τη σταθερότητα στον ευρωατλαντικό χώρο», δήλωσε ο εκπρόσωπος στους Epoch Times.

Τον Φεβρουάριο του 2022, η Ρωσία εισέβαλε -και ουσιαστικά προσάρτησε- μεγάλες εκτάσεις της ανατολικής και νότιας Ουκρανίας.

Οι περισσότερες δυτικές πρωτεύουσες θεωρούν την εισβολή της Ρωσίας, που διανύει πλέον τον τρίτο χρόνο της, ως παράνομη και απρόκλητη αρπαγή γης.

Το Κίεβο, υποστηριζόμενο από τους δυτικούς συμμάχους του, έχει ορκιστεί να συνεχίσει να πολεμά τις ρωσικές δυνάμεις -παρά την αριθμητική τους υπεροχή- έως ότου ανακτηθούν όλα τα χαμένα εδάφη.

Η Μόσχα ισχυρίζεται ότι η «ειδική στρατιωτική επιχείρησή» της αποσκοπεί στην προστασία των ρωσόφωνων στην περιοχή του Ντονμπάς και στην αναχαίτιση της περαιτέρω επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς.

Ο κ. Πούτιν προσπάθησε να δικαιολογήσει την εισβολή σημειώνοντας ότι το ΝΑΤΟ πλησίασε όλο και περισσότερο στα σύνορα της Ρωσίας -παρά τις προηγούμενες δεσμεύσεις του να μην το κάνει- από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991.

Πέρυσι, η Φινλανδία, η οποία μοιράζεται σύνορα 810 μιλίων με τη Ρωσία, έγινε το 31ο μέλος του ΝΑΤΟ. Η Σουηδία ακολούθησε τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους.

Τον Απρίλιο, εκπρόσωπος του Κρεμλίνου επανέλαβε τους ισχυρισμούς ότι η δυτική συμμαχία «συνεχίζει να εισβάλλει στα σύνορα [της Ρωσίας] και να επεκτείνει τη στρατιωτική της υποδομή».

Δυτικοί αξιωματούχοι, ωστόσο, απορρίπτουν αυτόν τον χαρακτηρισμό, επιμένοντας ότι το ΝΑΤΟ είναι μια καθαρά αμυντική συμμαχία και ότι όλα τα δημοκρατικά έθνη είναι ευπρόσδεκτα να ενταχθούν.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ δεν επιδιώκουν μια στρατιωτική σύγκρουση με τη Ρωσία», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στους Epoch Times, σημειώνοντας ότι το ΝΑΤΟ είναι μια «αμυντική συμμαχία».

«Αλλά οποιαδήποτε στρατιωτική δράση που θα στρεφόταν εναντίον ενός συμμάχου του ΝΑΤΟ θα προκαλούσε μια συντριπτική απάντηση».

 

Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς υποδέχεται τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν και τον επικεφαλής του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής για την 75η επέτειο του ΝΑΤΟ στο Συνεδριακό Κέντρο Walter E. Washington στην Ουάσινγκτον στις 10 Ιουλίου 2024. (Brendan Smialowski/AFP μέσω Getty Images)

 

Κλιμάκωση αντίμετρων

Στις 10 Ιουλίου, η Ουάσινγκτον και το Βερολίνο ανακοίνωσαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ξεκινήσουν «σποραδικές αναπτύξεις» πυραυλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς στη Γερμανία κάποια στιγμή το 2026.

Σε κοινή δήλωση, ανέφεραν ότι οι προγραμματισμένες αναπτύξεις είχαν ως στόχο να ανοίξουν το δρόμο για τη «μακροχρόνια τοποθέτηση αυτών των δυνατοτήτων στο μέλλον».

Σύμφωνα με τη δήλωση, οι αναπτύξεις θα περιλαμβάνουν SM-6, Τόμαχοκ και «αναπτυξιακούς υπερηχητικούς πυραύλους», οι οποίοι διαθέτουν «σημαντικά μεγαλύτερο βεληνεκές» από τους αμερικανικούς πυραύλους που είναι εγκατεστημένοι σήμερα στην Ευρώπη.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν αναπτύξει ανοιχτά τόσο ισχυρά πυραυλικά συστήματα στην Ευρώπη από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όπου η Δύση υπό την ηγεσία των ΗΠΑ αντιπαρατέθηκε με τη Σοβιετική Ένωση.

Εκπρόσωπος του καγκελάριου της Γερμανίας Όλαφ Σολτς χαρακτήρισε τις σχεδιαζόμενες αναπτύξεις αμερικανικών πυραύλων ως «απαραίτητο βήμα για την αποτροπή της Ρωσίας».

Ο Ρώσος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Ριάμπκοφ χαρακτήρισε την κίνηση «τακτική εκφοβισμού» από το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, λέγοντας ότι η Μόσχα μελετά μια «στρατιωτική απάντηση».

Ο Ανατόλι Αντόνοφ, απεσταλμένος της Μόσχας στην Ουάσινγκτον, κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι αγνοούν τις «επικίνδυνες συνέπειες» της αποχώρησης από τη Συνθήκη για τα Πυρηνικά Όπλα Μέσου Βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces-INF).

Η Συνθήκη INF, που υπογράφηκε το 1987 από την Ουάσινγκτον και τη Μόσχα, απαγόρευσε την ανάπτυξη πυραυλικών συστημάτων εδάφους με βεληνεκές μεγαλύτερο από 500 χιλιόμετρα.

Το 2019, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχώρησαν μονομερώς από τη συνθήκη, υποστηρίζοντας ότι η Ρωσία είχε παραβιάσει τους όρους της – έναν ισχυρισμό που η Μόσχα αρνείται.

Τον περασμένο μήνα, ο κ. Πούτιν απείλησε να επαναλάβει την παραγωγή ρωσικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς που είχαν προηγουμένως απαγορευτεί βάσει της Συνθήκης INF.

Σύμφωνα με τη Μόσχα, οι Ηνωμένες Πολιτείες παράγουν σήμερα τους δικούς τους πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς και τους έχουν ήδη αναπτύξει στην Ευρώπη και τη Νοτιοανατολική Ασία.

Στις 28 Ιουλίου, ο κ. Πούτιν δήλωσε ότι η Ρωσία θα άρει την αναστολή της ανάπτυξης πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθήσουν τις προγραμματισμένες αναπτύξεις πυραύλων στη Γερμανία.

Πρόσθεσε ότι οι αμερικανικοί πύραυλοι που εκτοξεύονται από τη Γερμανία -οι οποίοι ενδέχεται να φέρουν πυρηνικά φορτία- θα μπορούσαν να πλήξουν στόχους εντός της Ρωσίας σε λιγότερο από 10 λεπτά.

Σε απάντηση, ο κ. Πούτιν δήλωσε ότι η Ρωσία αναπτύσσει νέα «οπλικά συστήματα», τα οποία, όπως υποστήριξε, βρίσκονται τώρα στο «τελικό στάδιο».

«Θα λάβουμε αντίμετρα για την ανάπτυξή τους, λαμβάνοντας υπόψη τις ενέργειες των Ηνωμένων Πολιτειών και των ‘δορυφόρων’ τους», δήλωσε ο Ρώσος ηγέτης, αναφερόμενος στους συμμάχους της Ουάσινγκτον στο ΝΑΤΟ.

Σε απάντηση στο αίτημα των Epoch Times για σχολιασμό των δηλώσεων του κ. Πούτιν, το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ δήλωσε: «Δεν έχουμε τίποτα να ανακοινώσουμε αυτή τη στιγμή».

Ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήταν πιο πρόθυμος, λέγοντας: «Είναι το Κρεμλίνο που ξεκίνησε αυτόν τον πόλεμο [στην Ουκρανία] και ο Πούτιν θα μπορούσε να τον τερματίσει σήμερα».

Η ΕΕ ακυρώνει τη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών στη Βουδαπέστη μετά την «ειρηνευτική αποστολή» του Όρμπαν στη Μόσχα

Ο επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ζοζέπ Μπορέλ ακύρωσε μια προγραμματισμένη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βουδαπέστη μετά την επίσκεψη του Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν στη Ρωσία χωρίς εντολή από τις Βρυξέλλες.

«Πρέπει να στείλουμε ένα μήνυμα [στη Βουδαπέστη], ακόμη και αν πρόκειται για ένα συμβολικό μήνυμα», δήλωσε ο κ. Μπορέλ στους δημοσιογράφους στις 22 Ιουλίου.

Σύμφωνα με τον κορυφαίο διπλωμάτη της ΕΕ, ο τόπος διεξαγωγής της συνάντησης, η οποία έχει προγραμματιστεί για τα τέλη Αυγούστου, έχει μεταφερθεί στις Βρυξέλλες, όπου βρίσκεται η έδρα της ΕΕ.

Την 1η Ιουλίου, η Ουγγαρία ανέλαβε την εξάμηνη εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ, η οποία της επιτρέπει να διοργανώνει -και να φιλοξενεί- εκδηλώσεις και συναντήσεις υψηλού προφίλ. Ωστόσο, σύμφωνα με τις Βρυξέλλες, ο ρόλος αυτός δεν εξουσιοδοτεί τους Ούγγρους αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του κ. Όρμπαν, να ασκούν διπλωματία εκ μέρους του μπλοκ των 27 χωρών.

Ο κ. Μπορέλ απέρριψε επίσης τους ισχυρισμούς του κ. Όρμπαν ότι η ΕΕ ακολουθεί «φιλοπόλεμη» πολιτική απέναντι στη συνεχιζόμενη εισβολή της Ρωσίας στην ανατολική Ουκρανία.

Η Βουδαπέστη, είπε, θα έπρεπε να αποκαλεί τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν «φιλοπόλεμο», όχι την ΕΕ.

«Αν θέλετε να μιλήσετε για τον υποστηρικτή του πολέμου, μιλήστε για τον Πούτιν», δήλωσε ο κ. Μπορέλ.

Ο Πίτερ Σιγιάρτο, υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας, εμφανίστηκε αδιάφορος για το που θα διεξαχθεί η προγραμματισμένη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών.

«Ήταν το ίδιο για μένα τότε και είναι το ίδιο για μένα τώρα», δήλωσε ο κ. Σιγιάρτο σε δήλωση της 23ης Ιουλίου.

Παρά τη συνεχιζόμενη εισβολή της Ρωσίας, που διανύει πλέον τον τρίτο χρόνο της, η Ουγγαρία υπό τον κ. Όρμπαν έχει παραμείνει σε σχετικά καλές σχέσεις με τη Μόσχα.

Ο κ. Όρμπαν είναι ένας από τους λίγους ηγέτες της ΕΕ που αμφισβητεί την ανεπιφύλακτη δυτική υποστήριξη προς την Ουκρανία, στρατιωτικά και μη. Είναι επίσης ο μόνος αρχηγός κράτους της ΕΕ, εκτός από τον πρωθυπουργό της Σλοβακίας, που ζητά λύση με διαπραγματεύσεις στη συνεχιζόμενη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας.

Οι συνάδελφοι ηγέτες του κ. Όρμπαν στην ΕΕ τον έχουν κατηγορήσει ότι βρίσκεται πολύ κοντά στη Μόσχα, υπονομεύοντας έτσι τις προσπάθειες του μπλοκ να απομονώσει τη Ρωσία στη διεθνή σκηνή.

Η Βουδαπέστη λέει ότι θέλει να τερματίσει την καταστροφική σύγκρουση το συντομότερο δυνατό.

Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν συναντά τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν στο Κρεμλίνο της Μόσχας στις 5 Ιουλίου 2024. (Valery Sharifulin/AFP μέσω Getty Images)

 

Μη εγκεκριμένη «ειρηνευτική αποστολή»

Η απόφαση να αλλάξει ο τόπος διεξαγωγής της συνάντησης ακολουθεί την αυτοαποκαλούμενη “ειρηνευτική αποστολή” του κ. Όρμπαν που τον οδήγησε πρόσφατα στο Κίεβο, τη Μόσχα, το Πεκίνο και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στις 2 Ιουλίου, την επομένη της ανάληψης της προεδρίας της ΕΕ από την Ουγγαρία, ταξίδεψε στο Κίεβο, όπου συζήτησε τις προοπτικές ειρήνης με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντιμίρ Ζελένσκι.

Τρεις ημέρες αργότερα, επισκέφθηκε τη Μόσχα, όπου είχε παρόμοια συζήτηση με τον κ. Πούτιν.

Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 5 Ιουλίου, ο κ. Όρμπαν υπερασπίστηκε τη συνάντηση, λέγοντας: «Δεν μπορείς να κάνεις ειρήνη από μια άνετη πολυθρόνα στις Βρυξέλλες. Ακόμη και αν η εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ δεν έχει εντολή να διαπραγματευτεί εκ μέρους της ΕΕ, δεν μπορούμε να καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια και να περιμένουμε να τελειώσει ο πόλεμος ως εκ θαύματος».

Ωστόσο, η συνάντηση στη Μόσχα προκάλεσε έντονες επιπλήξεις από τους συναδέλφους ηγέτες του κ. Όρμπαν στην ΕΕ.

Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν φάνηκε να υπονοεί ότι η συνάντηση του κ. Όρμπαν με τον Ρώσο ηγέτη ισοδυναμεί με «κατευνασμό».

«Μόνο η ενότητα και η αποφασιστικότητα θα ανοίξουν το δρόμο για μια συνολική, δίκαιη και διαρκή ειρήνη στην Ουκρανία», έγραψε σε ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Παρ’ όλα αυτά, στις 8 Ιουλίου, ο κ. Όρμπαν επισκέφθηκε την Κίνα, η οποία έχει έρθει όλο και πιο κοντά στη Ρωσία από τότε που η τελευταία εξαπέλυσε την εισβολή της στην Ουκρανία στις αρχές του 2022.

Στο Πεκίνο, ο κ. Όρμπαν συναντήθηκε με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ, με τον οποίο φέρεται να συζήτησε τις προοπτικές επίτευξης ειρήνης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.

Λίγο αργότερα, ο κ. Όρμπαν μετέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου συναντήθηκε με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος διεκδικεί την επανεκλογή του, στην κατοικία του τελευταίου στη Φλόριντα.

«Η συζήτηση αφορούσε τις δυνατότητες ειρήνης», δήλωσε εκπρόσωπος του κ. Όρμπαν μετά τη συνάντηση της 11ης Ιουλίου.

Σε παλαιότερες δηλώσεις του, ο πρώην πρόεδρος Τραμπ έχει υποσχεθεί να επιλύσει τη σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας με διπλωματικό τρόπο, εάν κερδίσει μια νέα προεδρική θητεία τον Νοέμβριο.

Σημαίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κυματίζουν έξω από την έδρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες την 1η Μαρτίου 2023. (Johanna Geron/Reuters)

 

«Κανένα ρόλο» ως προς τη διπλωματία

Η μη εγκεκριμένη «ειρηνευτική αποστολή» του κ. Όρμπαν προκάλεσε σοκ στη δυτική επίσημη κοινότητα.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους στις 11 Ιουλίου, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Λευκού Οίκου Τζέικ Σάλιβαν χαρακτήρισε τη συνάντηση Τραμπ-Ορμπάν ως διπλωματικό «τυχοδιωκτισμό».

Ο κ. Σάλιβαν έσπευσε επίσης να σημειώσει ότι η συνάντηση δεν ήταν «σύμφωνη με […] την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών».

Αρκετά μέλη της ΕΕ -συμπεριλαμβανομένων της Δανίας, της Φινλανδίας, της Σουηδίας, της Πολωνίας και των τριών χωρών της Βαλτικής- έχουν υποβαθμίσει προσωρινά τη συμμετοχή τους σε συναντήσεις που διοργανώνονται από την προεδρία της ΕΕ.

Οι συναντήσεις των υπουργών Εξωτερικών είναι από τις εκδηλώσεις με το μεγαλύτερο κύρος που μπορούν να φιλοξενήσουν τα μέλη της ΕΕ όταν ασκούν την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ.

Η Ουγγαρία θα ασκεί την προεδρία της ΕΕ έως τις 31 Δεκεμβρίου, μετά την οποία θα την αναλάβει η Πολωνία.

 

Το Reuters συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.

Ο Ερντογάν επιδιώκει πλήρη ένταξη στον SCO

Η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, ελπίζει να ενταχθεί τελικά στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organization-SCO) υπό την ηγεσία της Μόσχας, δήλωσε ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αυτή την εβδομάδα.

«Στόχος μας είναι να γίνουμε μόνιμο μέλος εκεί [στον SCO] -όχι παρατηρητής», δήλωσε ο κ. Ερντογάν στους δημοσιογράφους στις 11 Ιουλίου.

Από το 2013, η Τουρκία είναι «εταίρος διαλόγου» του SCO, κάτι που θεωρείται γενικά ως ένα πρώτο βήμα προς την ενδεχόμενη ένταξη στον οργανισμό.

Η Τουρκία, είπε ο κ. Ερντογάν, «θα πρέπει τώρα να ενταχθεί στους Shanghai Five («Πέντε της Σαγκάης») ως μόνιμο μέλος». Έχει ήδη θέσει το θέμα, όπως είπε, στους ηγέτες της Ρωσίας και της Κίνας.

Ο Τούρκος ηγέτης έκανε τις παρατηρήσεις αυτές μετά τη συμμετοχή του σε τριήμερη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσινγκτον, η οποία επικεντρώθηκε κυρίως στη συνεχιζόμενη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας.

Το 1996, η Μόσχα και το Πεκίνο ίδρυσαν τους λεγόμενους Shanghai Five για να αντιμετωπίσουν την αντιληπτή δυτική επιρροή στην Ευρασία.

Μαζί με τη Ρωσία και την Κίνα, στα ιδρυτικά μέλη του οργανισμού περιλαμβάνονταν το Καζακστάν, το Τατζικιστάν και το Κιργιστάν.

Όταν το Ουζμπεκιστάν προσχώρησε το 2001, το περιφερειακό μπλοκ άλλαξε επίσημα το όνομά του σε Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης.

Η Ινδία και το Πακιστάν έγιναν μέλη το 2017, παρά τις ιστορικές τους αντιπαλότητες, και το Ιράν προσχώρησε στο μπλοκ το 2023.

Σε μια σημαντική σύνοδο κορυφής του SCO στο Καζακστάν την περασμένη εβδομάδα, η Λευκορωσία -ένας βασικός σύμμαχος της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη- έγινε το δέκατο μέλος του οργανισμού.

Στη σύνοδο κορυφής, που πραγματοποιήθηκε στις 3 και 4 Ιουλίου, συμμετείχαν οι περισσότεροι αρχηγοί κρατών της SCO και οι ηγέτες της Τουρκίας, του Αζερμπαϊτζάν, του Κατάρ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.

Σύμφωνα με τον ιδρυτικό της χάρτη, η SCO προωθεί την πολιτική, οικονομική και εμπορική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών.

Ο οργανισμός, ωστόσο, ασχολείται επίσης με την κοινή άμυνα και την ασφάλεια.

Το περασμένο καλοκαίρι, προσωπικό από κράτη μέλη της SCO συμμετείχε σε στρατιωτικές ασκήσεις στην κεντρική περιοχή Τσελιάμπινσκ της Ρωσίας.

Αυτή την εβδομάδα, ο Μπαχτιγιέρ Χακίμοφ, ακόλουθος της Μόσχας για θέματα SCO, ανακοίνωσε ότι ο οργανισμός θα πραγματοποιήσει κοινές ασκήσεις καταπολέμησης της τρομοκρατίας το επόμενο έτος.

Τα γυμνάσια «διεξάγονται από τις ένοπλες δυνάμεις [των μελών του SCO] και αποσκοπούν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας», δήλωσε στο ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS στις 9 Ιουλίου.

«Το 2025, το [ρωσικό] υπουργείο Άμυνας έχει προγραμματίσει άλλη μια άσκηση αυτού του είδους», πρόσθεσε ο κ. Χακίμοφ χωρίς να πει πού θα διεξαχθούν οι ασκήσεις.

Μιλώντας στη σύνοδο κορυφής της SCO την περασμένη εβδομάδα, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν επανέλαβε τις εκκλήσεις για μια «νέα αρχιτεκτονική συνεργασίας, αδιαίρετης ασφάλειας και ανάπτυξης στην Ευρασία».

Αυτή η «νέα αρχιτεκτονική», δήλωσε στα κρατικά μέσα ενημέρωσης, είχε ως στόχο να αντικαταστήσει «τα ξεπερασμένα ευρωκεντρικά και ευρωατλαντικά μοντέλα που έδιναν μονομερή πλεονεκτήματα σε ορισμένα κράτη».

Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μιλάει κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη στις 30 Ιουνίου 2022. (Manu Fernandez/AP Photo)

 

Μοναδική θέση

Τον περασμένο μήνα, ο κ. Πούτιν δήλωσε ότι ο SCO είναι ανοικτός σε όλα τα κράτη της Ευρασίας, συμπεριλαμβανομένων των μελών του ΝΑΤΟ, όπως η Τουρκία, η οποία προσχώρησε στη δυτική συμμαχία το 1952.

Υπό τον κ. Ερντογάν, η Τουρκία διατηρεί καλές σχέσεις με τη Ρωσία, με την οποία μοιράζεται εκτεταμένους εμπορικούς δεσμούς και θαλάσσια σύνορα.

Η Άγκυρα καταδίκασε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, αλλά αρνήθηκε να υποστηρίξει τις δυτικές κυρώσεις κατά της Μόσχας – προς ενόχληση των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ.

Η Τουρκία έχει επίσης διατηρήσει καλές σχέσεις με το Κίεβο, επιτρέποντάς της περιστασιακά να διαδραματίσει το ρόλο του διαμεσολαβητή.

Ωστόσο, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ φάνηκε να «παγώνει» στην ελπίδα της Τουρκίας να ενταχθεί στον SCO -τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

«Γνωρίζουμε τη φιλοδοξία της Τουρκίας να ενταχθεί στον SCO», δήλωσε ο κ. Πεσκόφ στις 12 Ιουλίου, σύμφωνα με τα κρατικά μέσα ενημέρωσης.

«Αλλά υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των δεσμεύσεων της Τουρκίας ως μέλους του ΝΑΤΟ και της ιδεολογίας που αντικατοπτρίζεται στα ιδρυτικά έγγραφα της SCO», δήλωσε στους δημοσιογράφους.

«Υπάρχουν ορισμένα ζητήματα που πρέπει να συζητηθούν», πρόσθεσε χωρίς να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις.

Μέχρι τη δημοσίευση, η Άγκυρα δεν είχε ακόμη απαντήσει στις παρατηρήσεις του εκπροσώπου του Κρεμλίνου.

 

Το πρακτορείο Reuters συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.

Ισραηλινά πολεμικά αεροσκάφη πλήττουν στόχους στη Συρία, προκαλώντας την αντίδραση της Μόσχας

Η Ρωσία καταδίκασε τον νέο γύρο ισραηλινών αεροπορικών επιδρομών στη Συρία – τον δεύτερο σε λιγότερο από μία εβδομάδα – που σύμφωνα με τις πληροφορίες σκότωσε αρκετούς αμάχους και έναν Ιρανό αξιωματικό στις 3 Ιουνίου.

«Η Μόσχα καταδικάζει σθεναρά αυτές τις επιθετικές ενέργειες, οι οποίες συνιστούν κατάφωρη παραβίαση της κυριαρχίας της Συρίας και των βασικών κανόνων του Διεθνούς Δικαίου», ανέφερε σε ανακοίνωσή του το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών.

Περιγράφοντας τα πλήγματα ως «απαράδεκτα», το υπουργείο κάλεσε την ηγεσία του Ισραήλ να «εγκαταλείψει αυτή τη φαύλη πρακτική που απειλεί να αποσταθεροποιήσει ολόκληρη τη Μέση Ανατολή».

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Ιουνίου, ισραηλινά πολεμικά αεροσκάφη έπληξαν πολλαπλές θέσεις κοντά στην πόλη Χαλέπι, στα βορειοδυτικά της Συρίας.

Σύμφωνα με το συριακό πρακτορείο ειδήσεων SANA, οι αεροπορικές επιδρομές άφησαν πίσω τους «έναν αριθμό αμάχων» νεκρούς και προκάλεσαν σημαντικές υλικές ζημιές.

Τα ιρανικά μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν αργότερα ότι ένα μέλος του Σώματος των Φρουρών της Επανάστασης της Τεχεράνης σκοτώθηκε επίσης στην επίθεση.

Οι Epoch Times δεν μπόρεσαν να επαληθεύσουν ανεξάρτητα τις αναφορές, ενώ το Ισραήλ, από την πλευρά του, δεν έχει αναγνωρίσει τα πλήγματα.

Από τότε που ξέσπασε η εμφύλια σύγκρουση στη Συρία το 2011, το Ιράν διατηρεί στρατιωτική παρουσία στη ρημαγμένη από τον πόλεμο χώρα, υποστηρίζοντας την κυβέρνηση του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ.

Το 2015, η Ρωσία, η οποία θεωρεί το Ιράν ως βασικό περιφερειακό της σύμμαχο, ανέπτυξε επίσης δυνάμεις στη Συρία μετά από πρόσκληση της Δαμασκού.

Ο τελευταίος γύρος αεροπορικών επιδρομών ήταν η δεύτερη αναφερόμενη ισραηλινή επίθεση σε θέσεις στη Συρία σε λιγότερο από μία εβδομάδα.

Στις 29 Μαΐου, το Ισραήλ φέρεται να πραγματοποίησε σειρά αεροπορικών επιδρομών σε στόχους στην κεντρική Συρία και στην παράκτια πόλη Μπανίγια.

Σύμφωνα με το SANA, οι επιθέσεις είχαν στόχο ένα κτίριο κατοικιών στην πόλη Μπανίγια, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένα παιδί και να τραυματιστούν 10 κάτοικοι.

Το πρακτορείο επικαλείται στρατιωτική πηγή που υποστήριξε ότι η αεροπορική επίθεση του Ισραήλ προήλθε «από την κατεύθυνση του λιβανέζικου εδάφους».

ZoomInImage
Μια ιρανική σημαία κρέμεται από τα ερείπια της ιρανικής πρεσβείας στη Δαμασκό, που καταστράφηκε από το ισραηλινό χτύπημα την 1η Απριλίου 2024. (Firas Makdesi/REUTERS)

 

Το Ισραήλ, σύμφωνα με την πάγια πολιτική του, απέφυγε να σχολιάσει το περιστατικό.

Ένας αξιωματούχος του ρωσικού υπουργείου Άμυνας, ωστόσο, εμφανίστηκε αργότερα να επιβεβαιώνει τα πλήγματα.

«Δύο ζεύγη ισραηλινών F-16 πραγματοποίησαν πλήγματα σε εγκαταστάσεις στρατιωτικής υποδομής στην επαρχία Χομς [της Συρίας] με […] πυραύλους», ανέφερε ο υποστράτηγος Γιούρι Ποπόφ σε δήλωσή του στις 30 Μαΐου.

«Το ένα έπεσε στην πόλη Μπανίγια, σκοτώνοντας ένα παιδί, τραυματίζοντας 10 πολίτες και προκαλώντας ζημιές σε ένα κτίριο κατοικιών», διευκρίνησε.

Από την ίδρυσή του το 1948, το Ισραήλ έχει εμπλακεί σε τρεις μεγάλες συγκρούσεις με τη Συρία, με την οποία παραμένει ακόμη τεχνικώς σε εμπόλεμη κατάσταση.

Από το 2011 δε, πραγματοποιεί πλήγματα σε συριακούς στόχους με αυξανόμενη συχνότητα.

Στα τέλη του περασμένου έτους, τα διεθνή αεροδρόμια της Δαμασκού και του Χαλεπίου δέχθηκαν ταυτόχρονη επίθεση από ισραηλινά πολεμικά αεροσκάφη, με αποτέλεσμα να καταστραφούν οι διάδρομοι προσγείωσης και να ακυρωθούν οι προγραμματισμένες πτήσεις.

Το Ισραήλ κατηγορεί το Ιράν – και τη λιβανέζικη σύμμαχό του, Χεζμπολάχ – ότι οργανώνουν διασυνοριακές επιθέσεις κατά του Ισραήλ από το εσωτερικό του συριακού εδάφους.

Φόβοι για κλιμάκωση

Οι επιθέσεις σε στόχους στο εσωτερικό της Συρίας έχουν αυξηθεί από τον Οκτώβριο, όταν το Ισραήλ ξεκίνησε μια ευρεία επίθεση – η οποία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη – κατά της Λωρίδας της Γάζας.

Την 1η Απριλίου, ισραηλινά πολεμικά αεροσκάφη έπληξαν το προξενείο του Ιράν στη Δαμασκό, σκοτώνοντας επτά υψηλόβαθμους Ιρανούς στρατιωτικούς και έξι Σύρους υπηκόους.

Ήταν η πρώτη φορά που μια ξένη διπλωματική αποστολή στη Συρία δέχθηκε επίθεση, σηματοδοτώντας μια δραματική αλλαγή στον πόλεμο του Ισραήλ με τους περιφερειακούς εχθρούς του.

Η επίθεση στο προξενείο καταδικάστηκε από τα περισσότερα κράτη της περιοχής, περιλαμβανομένων του Ιράκ, της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Πακιστάν.

Ακόμη και αξιωματούχοι των ΗΠΑ, οι οποίοι συνήθως υπερασπίζονται το δικαίωμα του Ισραήλ στην «αυτοάμυνα», εξέφρασαν ανησυχία για τις πιθανές επιπτώσεις της επίθεσης.

«Ανησυχούμε για οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει επέκταση της σύγκρουσης [μεταξύ του Ισραήλ και των εχθρών του]», είχε δηλώσει τότε εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών.

Η Μόσχα, από την πλευρά της, χαρακτήρισε την επίθεση ως «απολύτως απαράδεκτη», με τη ρωσική πρεσβεία στην Τεχεράνη να κάνει λόγο για «σοβαρή παραβίαση των διεθνών κανόνων».

Δύο εβδομάδες αργότερα, η Τεχεράνη απάντησε στο χτύπημα στο προξενείο της, εκτοξεύοντας περισσότερα από 300 μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους εναντίον στρατιωτικών στόχων στο Ισραήλ.

Το ιρανικό μπαράζ δεν προκάλεσε θύματα, με τους περισσότερους εισερχόμενους πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη να αναχαιτίζονται από το αμυντικό σύστημα «Σιδερένιος Θόλος» του Ισραήλ.

Η Τεχεράνη, εν τω μεταξύ, δεν έχει ακόμη απαντήσει στην επίθεση του Ισραήλ της 3ης Ιουνίου κοντά στο Χαλέπι, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες σκότωσε έναν Ιρανό στρατιωτικό αξιωματικό.

Αλλά την ίδια ημέρα, η ομάδα Χεζμπολάχ του Λιβάνου ισχυρίστηκε ότι εκτόξευσε μια μοίρα μη επανδρωμένων αεροσκαφών εναντίον ενός στρατιωτικού στρατηγείου στο βόρειο Ισραήλ.

Ισχυρίστηκε επίσης ότι εκτόξευσε δεκάδες ρουκέτες σε θέσεις στα κατεχόμενα από το Ισραήλ υψίπεδα του Γκολάν.

Σύμφωνα με την ομάδα, τα πυρά εξαπολύθηκαν σε αντίποινα για προηγούμενη ισραηλινή επίθεση που σκότωσε ένα μέλος της Χεζμπολάχ και δύο Λιβανέζους πολίτες.

Στις 4 Ιουνίου, ο ισραηλινός στρατός και οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης αγωνίστηκαν να περιορίσουν τεράστιες πυρκαγιές στα βόρεια της χώρας που προκλήθηκαν από τη διασυνοριακή επίθεση της Χεζμπολάχ.

«[Οι ισραηλινές] δυνάμεις έχουν αποκτήσει τον έλεγχο των θέσεων της πυρκαγιάς και, σε αυτό το στάδιο, δεν κινδυνεύει καμία ανθρώπινη ζωή», ανέφερε ο στρατός σε ανακοίνωσή του.

Του  Adam Morrow, με πληροφορίες από το Reuters

Επιμέλεια: Αλία Ζάε