Σχολιασμός
Νομικά μιλώντας (τουλάχιστον στον Καναδά), η ρητορική μίσους είναι μια δημόσια έκφραση, δημοσίευση ή συμβολική αναπαράσταση που διαδίδει, υποκινεί, προωθεί ή δικαιολογεί τον εξευτελισμό και την αποστροφή μιας αναγνωρίσιμης ομάδας.
Τους τελευταίους μήνες, έχω παρατηρήσει την ραγδαία αύξηση των πινακίδων σε κήπους που γράφουν: «Το μίσος δεν έχει σπίτι εδώ». Αυτοί που συνήθως επιδεικνύουν τέτοιες πινακίδες είναι σε γενικές γραμμές καλοπροαίρετοι άνθρωποι που πιστεύουν ότι προσφέρουν ένα μήνυμα υποστήριξης σε όσους νιώθουν περιθωριοποιημένοι. Ένα πιο αποτελεσματικό μήνυμα θα ήταν: «Καλωσορίζουμε κάθε είδους άνθρωπο. Σε αγαπάμε!» Αντίθετα, το μήνυμα υποδηλώνει ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος ατόμου που δεν είναι ευπρόσδεκτο. Αυτοί οι “ανεκδιήγητοι” είναι απεχθής και κατακρίνονται. Με άλλα λόγια, το κίνημα κατά του μίσους προωθεί το μίσος.
Κάπου στην πορεία, οι αγωνιστές κατά του μίσους φαίνεται να έχουν χάσει την ικανότητά τους να αναγνωρίζουν το μίσος, αφού ορισμένα είδη θεωρούνται υγιή. Το κίνημα είναι τόσο απορροφημένο με πινακίδες κήπων που όταν έρχεται αντιμέτωπο με πραγματική ρητορική μίσους—για παράδειγμα όταν ο πρωθυπουργός Τζάστιν Τρουντό λέει: «Πρέπει να καταδικάσετε αυτούς τους ανθρώπους» ή «Βάζουν σε κίνδυνο τα παιδιά μας»—δεν πιάνεται απ’ το “ραντάρ” τους. Το μίσος βρήκε μια κερκόπορτα στις καρδιές τους.
Με την έλευση της πανδημίας COVID-19, χάρη στις προσπάθειες ορισμένων, έγινε μια προσπάθεια χαρακτηρισμού όσων αντιτίθενται στις καραντίνες και σε διάφορες άλλες λανθασμένες μορφές διακυβέρνησης ως υποκινητές μίσους. Ένας σαθρός ισχυρισμός κυκλοφόρησε ευρέως το 2020, για παράδειγμα, που υποδηλώνει ότι κάθε είδους κριτική στις καραντίνες ήταν μια εκδήλωση μίσους κατά ορισμένων μειονοτικών ομάδων που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο μόλυνσης. Αυτό που αποκάλυψε ότι το παράλογο αυτό επιχείρημα ήταν απλώς μια μορφή πολιτικής ρητορικής είναι ότι τώρα που τα διαβατήρια εμβολιασμού βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας, το επιχείρημα ότι οι περιθωριοποιημένες μειονότητες επηρεάζονται δυσανάλογα από το μέτρο αυτό, λαμβάνει πολύ μικρή προσοχή και σχεδόν ποτέ δεν αποκαλείται “έκφραση μίσους”.
Τα αναδυόμενα καθεστώτα COVID – παίρνοντας μια σελίδα από το εγχειρίδιο των Ναζί – ξεχωρίζουν μια ομάδα ως ακάθαρτους μολυσματικούς παράγοντες και μεταδοτική απειλή για την κοινωνία. Οι πολιτικοί συμμετέχουν ξεδιάντροπα σε ρητορική μίσους, υποκινώντας εσκεμμένα αποστροφή προς τους ανεμβολίαστους. Εν τω μεταξύ, οι διστακτικοί των εμβολίων COVID θεωρούνται ένοχοι για την διαφορετική άποψή τους, αφενός, και αφετέρου, για την αντίθεσή τους στην παρεμβολή του κρατικού ελέγχου πάνω στο σώμα τους.
Πριν από τον COVID, το σύνθημα «Δικό μου το σώμα, δική μου η απόφαση» ήταν πανταχού παρόν στον αγώνα για τα δικαιώματα των αμβλώσεων. Και μέχρι χθες, δεν μπορούσε κανείς να του αντιπαρατεθεί χωρίς να θεωρηθεί μισογύνης, υποκινητής του μίσους. Φτάνουμε στον COVID και εν μία νυκτί, το ιδανικό «Δικό μου το σώμα, δική μου η απόφαση» ακυρώνεται. Το σκεπτικό; Νομικά μιλώντας, η «σωματική μας αυτονομία δεν είναι απόλυτη». Πρόσφατα, δικηγόροι που εκπροσωπούν την Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών (ACLU) βγήκαν λέγοντας ακριβώς αυτό, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα κατά των αμβλώσεων για να υποστηρίξουν τον υποχρεωτικό εμβολιασμό.
Όπως επισημαίνει ο Glen Greenwald, αυτή η θέση είναι μια στροφή 180 μοιρών για την ACLU, η οποία, σε εκθέσεις του 2008 και του 2020, δήλωνε κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού και της επιβαλλόμενης κρατικής δράσης, αποδεικνύοντας το πώς η κρατική παρεμβολή έχει κάνει περισσότερο κακό παρά καλό σε προηγούμενες κρίσεις υγείας. Αντίθετα, οι εκπαιδευτικές προσεγγίσεις έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικές για τον έλεγχο της έξαρσης των επιδημιών. Όχι μόνο η ACLU, αλλά και περίπου 60.000 επαγγελματίες στον χώρο της υγείας και ιατροί σε όλο τον κόσμο έχουν συμφωνήσει με αυτήν την ισορροπημένη αξιολόγηση υπογράφοντας τη Διακήρυξη του Great Barrington.
Όποιος θέλει να επιδείξει ένα στοιχείο εξαιρετικότητας όσον αφορά τον COVID, το μόνο που χρειάζεται είναι να παρατηρήσει εκείνες τις περιοχές που έχουν απορρίψει τις καραντίνες και τον διαχωρισμό. Απέναντι σε κάθε είδους διεθνείς πιέσεις, η Σουηδία, για παράδειγμα, υποστήριξε το σύνταγμα και το κράτος δικαίου. Κατά συνέπεια, οι Σουηδοί ευημερούν και δεν έχουν υποστεί την τεράστια παράπλευρη ζημιά που προκλήθηκε από το πραξικόπημα που έγινε σε άλλα μέρη.
Χωρίς αμφιβολία, το να μισείς τους Ναζί ή το ΚΚΚ μπορεί να είναι καλό. Για χάρη του επιχειρήματος, ας δεχτώ το προβληματικό και κυκλικό επιχείρημα για όσους θεωρούν σωστό να μισούν τους ανθρώπους που μισούν. Ας δεχτώ επίσης το σκεπτικό κατά των αμβλώσεων πως η «σωματική μας αυτονομία δεν είναι απόλυτη».
Ωστόσο, το πρόβλημα με αυτήν τη θέση όταν εφαρμόζεται στα εμβόλια COVID είναι η εξής: Οι ανεμβολίαστοι δεν αποτελούν μεγαλύτερο κίνδυνο για τους άλλους απ’ ότι οι εμβολιασμένοι. Οι εμβολιασμένοι ενέχουν τουλάχιστον τον ίδιο κίνδυνο με αυτούς που δεν είναι εμβολιασμένοι. Όπως έχει ξεκαθαριστεί με την περίπτωση του Ισραήλ, οι εμβολιασμένοι εξακολουθούν να είναι ευάλωτοι στην ασθένεια. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη (pdf), οι εμβολιασμένοι έχουν έως και 13 φορές περισσότερες πιθανότητες να μολυνθούν από τον COVID και 27 φορές περισσότερες πιθανότητες να αρρωστήσουν σε σχέση με τους ανεμβολίαστους που έχουν αναρρώσει από την ασθένεια ή έχουν αποκτήσει φυσική ανοσία.
Τα εμβόλια που κυκλοφορούν στην αγορά δεν εμποδίζουν ένα εμβολιασμένο άτομο να μεταφέρει και να μεταδώσει τον ιό. Δεν υπάρχει, εν ολίγοις, κανένα επιχείρημα που να δικαιολογεί την υποχρέωσή τους. Και είναι παράλογο να διαχωρίζουμε τον ανεμβολίαστο.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια Christina Parks από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Michigan, με διδακτορικό στην κυτταρική και μοριακή βιολογία που κατέθεσε ενώπιον της Νομοθετικής Βουλής του Μίσιγκαν τον Αύγουστο του 2021, ένα μεγάλο ποσοστό των διστακτικών απέναντι στο εμβόλιο είναι διδάκτορες. Γιατί διστάζουν οι διδάκτορες; – (α) η ιστορική καταγραφή των βιαστικών εμβολίων είναι γεμάτη από επικίνδυνες αποτυχίες, (β) οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν πληρώσει δισεκατομμύρια δολάρια σε αποζημιώσεις και (γ) οι διδάκτορες είναι εξοικειωμένοι με τον τρόπο λειτουργίας της διαφθοράς μέσα σε σχολές και ιδρύματα, ειδικά στον ιατρικό τομέα.
Επισκεφθείτε το VAERS – το σύστημα αναφοράς ανεπιθύμητων συμβάντων των ΗΠΑ – και δείτε τη σήμανση αιτίας θανάτου για τα τρέχουσα εμβόλια. (‘Η μπορείτε να επισκεφθείτε το openvaers.com.) Επισκιάζει κατά πολύ τις σημάνσεις προηγούμενων σκευασμάτων. Οι ΗΠΑ έχουν πάνω από 7.000 αναφορές θανάτων μετά το εμβόλιο (από τις 13 Σεπτεμβρίου 2021) και ο αριθμός ολοένα και αυξάνεται. Λάβετε υπόψη ότι οι μαζικές μετρήσεις δεν κάνουν διάκριση μεταξύ εκείνων που πεθαίνουν με COVID και εκείνων που πεθαίνουν από COVID, ενώ οι αναφορές VAERS για όσους πεθαίνουν με ή από το εμβόλιο παραμένουν αναπάντητες.
Οι διδάκτορες γνωρίζουν αυτά τα δεδομένα και, ως εκ τούτου, διστάζουν.
Όταν ήρθε στο φως ότι οι Ναζί είχαν εμπλακεί σε ιατρικά πειράματα σε ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένης της στείρωσης των «ακάθαρτων», οι παγκόσμιοι ηγέτες συγκεντρώθηκαν για να διασφαλίσουν ότι αυτή η φρικτή πλευρά της επιστήμης δεν θα ξανασήκωνε ποτέ το άσχημο κεφάλι της. Το αποτέλεσμα ήταν ο Κώδικας της Νυρεμβέργης, ο οποίος έκανε την «εν επιγνώσει συναίνεση» τον ηθικό ακρογωνιαίο λίθο που θα καθοδηγούσε τις εταιρείες ανάπτυξης φαρμάκων κατά την οποιαδήποτε φάση δοκιμών σε ανθρώπους. Ζωτικής σημασίας για την έννοια αυτή: Η συναίνεση δεν μπορεί να εκβιαστεί. Το να λένε στους ανθρώπους, για παράδειγμα, ότι θα χάσουν τη δουλειά τους ή τα δικαιώματά τους εάν δεν συναινέσουν σε ιατρική πράξη τους κατατάσσει στους χειρότερους υποκινητές μίσους.
Εν ολίγοις, το κίνημα κατά του μίσους κοιμάται στο τιμόνι. Οι φύλακές μας ατενίζουν τις πινακίδες κήπων, ενώ οι πολιτικές διαχωρισμού και η ρητορική μίσους αφθονεί. Ήρθε η ώρα το κίνημα κατά του μίσους να κάνει μια ενδοσκόπηση για να διερευνήσει πώς συμβάλλει και όχι μειώνει το μίσος στον κόσμο.
Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της The Epoch Times.