Τετάρτη, 25 Ιούν, 2025

Η εκπαιδευτική κρίση της Σουηδίας

Σχολιασμός

Έως την δεκαετία του 1960, το δημόσιο σύστημα σχολείων της Σουηδίας ήταν από τα καλύτερα του κόσμου. Τα ποσοστά αλφαβητισμού της χώρας ήταν σχεδόν 100%, και οι μαθητές τα πήγαιναν καλά στα μαθηματικά, φυσική, χημεία, και ανάγνωση. Η εκπαίδευση είχε ρόλο κοινωνικού σταθμιστή, ένα όχημα για κοινωνική κινητικότητα, και καταλύτης για οικονομική πρόοδο. Ωστόσο, αυτή η πηγή εθνικής υπερηφάνειας έχει εκφυλιστεί σε αίτιο κοινωνικής ανησυχίας. Σήμερα, τα σουηδικά σχολεία αντιμετωπίζουν πολλές προκλήσεις, όπως την μείωση βαθμολογίας των διεθνών κατατάξεων, διαφορετική ποιότητα, παράλογη αύξηση βαθμών, και θέματα πειθαρχίας.

Αυτή η αλλαγή άρχισε την δεκαετία του 1960, όταν οι κυβερνώντες Σοσιαλιστές Δημοκράτες της Σουηδίας εισήγαγαν μεταρρυθμίσεις για να «δημοκρατικοποιήσουν» την εκπαίδευση μέσω αντικατάστασης του συμβατικού σχολικού συστήματος — που πρόσφερε διαφορετικά ακαδημαϊκά και εργατικά μονοπάτια στους μαθητές και έδινε έμφαση στην παραδοσιακή εκπαίδευση, την πειθαρχία, και την θέση του δασκάλου — με ένα μοντέλο ίδιο για όλα. Αυτό το σύστημα επίσης επικεντρώθηκε σε «προοδευτικές» μεθόδους, ισχυριζόμενο ότι τα παιδιά μαθαίνουν καλύτερα όταν τους επιτρέπεται να εξερευνούν ελεύθερα με ελάχιστη παρέμβαση ενηλίκου. Ως αποτέλεσμα, η αυτοοδηγούμενη μάθηση, η συνεργατικότητα, και η συναισθηματική ανάπτυξη εισήχθησαν, ενώ οι βαθμοί έγιναν λιγότερο σημαντικοί. Τα βιβλία αντικαταστάθηκαν με εργασίας τύπου πρότζεκτ και ο ρόλος του δασκάλου επαναπροσδιορίστηκε ως αυτός ενός προπονητή. Για ένα διάστημα, δοκιμάστηκαν ακόμα και «μαθήματα χωρίς δάσκαλο».

Αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν, εν μέρει, εμπνευσμένες από Αμερικανούς θεωρητικούς όπως ο Τζον Ντιούι, ο οποίος βάσισε τις ιδέες του στις θεμελιωδώς λανθασμένες συμπεριφορικές απόψεις της ανθρώπινης φύσης. Αυτή η φιλοσοφία λέει ότι η ανθρώπινη φύση είναι απαραιτήτως διαμορφώσιμη (ή μη υπαρκτή) και συνεχίζει να επηρεάζει την Σουηδική πολιτική έως σήμερα, δημιουργώντας μια τυφλή πίστη στην κοινωνική μηχανική, την τελειοποίηση της ανθρωπότητας, και την εξουσία κρατικών ειδικών για να αναδιαμορφώσουν την κοινωνία μέσω μια αλλαγής από πάνω προς τα κάτω.

Το αποτέλεσμα είναι ένα σχολικό σύστημα στο οποίο η ιδεολογική μόδα συχνά νικάει τα εμπειρικά στοιχεία. Ο Έρικ Λίντστορμ, σοχλιαστής και συγγραφέας του «Εκπαίδευση Χωρίς Αλυσίδες» (2024), είναι γνωστός επικριτής του σουηδικού σχολικού συστήματος και έχει μελετήσει τις πτυχιακές θέσεις περί εκπαίδευσης που κατατίθονται σε σουηδικά πανεπιστήμια. Επιβεβαιώνει ότι σχεδόν όλες παρουσιάζουν μόνο συναισθήματα για το πως το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να είναι, χωρίς εμπειρικά στοιχεία για να υποστηρίξουν ισχυρισμούς όπως: «Είναι μόνο ‘εγώ νομίζω’ τύπου απόψεις και τίποτα άλλο.»

Επίσης, καθώς τα σουηδικά σχολεία μεταμορφώνονται από μέρη εκμάθησης σε εργαστήρια ιδανικών πολιτών, γίνονται μια πολιτικοποιημένη αρένα υποκείμενη σε ατελείωτες αλλαγές από διάφορες κυβερνήσεις. Είτε αριστερή είτε δεξιά, κάθε διοίκηση επιχειρεί να αλλάξει την σε αργή κίνηση κατάρρευση μέσω της εισαγωγής νέων μαθημάτων, απαιτήσεις εκπαίδευσης δασκάλων, κλίμακες βαθμολογίας, ψηφιακών εντολών, και πλαισίων αξιολόγησης. Αυτή η συνεχής αλλαγή κάνει τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό αδύνατο, μπερδεύει τους δασκάλους, ενοχλεί τους γονείς, και εξαναγκάζει τους μαθητές να προσαρμόζονται σε νέα σύνολα μαθημάτων και συστημάτων βαθμολόγησης κάθε λίγα έτη.

Ακόμα και πολιτικές με καλή πρόθεση έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα επειδή εφαρμόστηκαν βιαστικά ή με αλληλοσυγκρούσεις λειτουργίας. Για παράδειγμα, η δεκαετία του 1990 είχε την εισαγωγή ενός εθνικού συστήματος επιλογής σχολείου που έσπασε το μονοπώλιο του δημόσιου σχολείου, οδηγώντας στην άνοδο των ανεξάρτητων σχολείων. Αν και η πρόθεση ήταν να βελτιωθεί η ποιότητα μέσω συναγωνισμού, αυτή η αλλαγή οδήγησε σε περαιτέρω προβλήματα. Για παράδειγμα, ο πληθωρισμός βαθμών σήμερα είναι ένα θέμα, με έντονες διαφορές μεταξύ της απόδοσης μαθητών σε εθνικά διαγωνίσματα και στους βαθμούς τους, που υπονομεύουν την αξιοπιστία του συστήματος βαθμολόγησης και χαλούν τις εισαγωγές σε πανεπιστήμια. Σύμφωνα με τον Λίντοστορμ, αυτό γίνεται επειδή οι εκπαιδευτικές εταιρείες — αντί για τους γονείς — έχουν γίνει οι κύριοι καρπωτές των χρημάτων του συστήματος σχολικής επιλογής.

Η υποβάθμιση εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων της Σουηδίας είναι καλά τεκμηριωμένη. Από τις αρχές του 2000, η απόδοση της χώρας στο Πρόγραμμα Αξιολόγησης για Διεθνείς Μαθητές, που συγκρίνει την ακαδημαϊκή απόδοση μαθητών 15 ετών ανά χώρες, έχει πέσει κατακόρυφα. Μεταξύ του 2000 και 2012, η απόδοση των Σουηδών μαθητών σε μαθηματικά, ανάγνωση, και επιστήμες έπεσε σημαντικά, μένοντας πολύ πίσω από τις πρώτες χώρες όπως Φινλανδία, Εσθονία, και Ιαπωνία. Επίσης, σύμφωνα με την Σουηδική Εθνική Υπηρεσία Εκπαίδευσης, σχεδόν ένας στους τρεις μαθητές αφήνει την τρίτη γυμνασίου χωρίς τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για να εισέλθει στο λύκειο.

Επίσης, τα ποσοστά αναλφαβητισμού αυξάνονται ραγδαία, ειδικά μεταξύ μεταναστών. Το 2013, καθηγητές πανεπιστημίων πρόσεξαν ότι κάποιοι γηγενείς φοιτητές δεν είχαν ικανότητα από οποιαδήποτε άποψη και έως το 2022, περίπου 800.000 από τα 10 εκατομμύρια κατοίκους της Σουηδίας είχαν κατηγοριοποιηθεί ως αναλφάβητοι— το υψηλότερο ποσοστό από τουλάχιστον τα μέσα του 19ου αιώνα, πιθανώς από τις αρχές του 18ου αιώνα.

Έχοντας αυτήν την θλιβερή εικόνα, πολλές κυβερνητικές προσπάθειες πρότειναν μέτρα για επανόρθωση της τάξης και ποιότητας στην σχολική τάξη, όπως ισχυρότερη θέση του δασκάλου, πιο απλές οδηγίες μαθημάτων, και νέα εστίαση στην βασική γνώση. Αλλά τα προβλήματα είναι συστημικά. Αν και η παρούσα κεντροδεξιά κυβέρνηση προσπαθεί να αλλάξει πορεία, ένα δίκτυο «βαθέως κράτους» ιδεολογικών διευθυντών, ακραίων ενώσεων, και προοδευτικών ειδικών της αντιστέκεται, αναφέροντας «έρευνες» που ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει τίποτα λάθος με το τρέχον σύστημα ή τα πρότυπά του.

Συνεπώς, βαθιά αλλαγή θα απαιτήσει περισσότερα από τεχνικές επιδιορθώσεις. Θα απαιτήσει μια πολιτισμική αλλαγή μεταξύ πολιτικών και διευθυντών που κάνει μια επαναξιολόγηση των λανθασμένων υποθέσεων περί ανθρώπινης φύσεως και παιδαγωγίας, οι οποίες οδήγησαν την σουηδική εκπαίδευση για δεκαετίες, πιθανώς. Εν συντομία, για να ανακάμψει η Σουηδία ως εκπαιδευτικό έθνος, θα πρέπει να επανανακαλύψει την αξία της δομής, πειθαρχίας, και υψηλών προσδοκιών. Έως τότε, οι νέες γενιές παιδιών θα συνεχίζουν να πληρώνουν το τίμημα για ένα πολιτικό πείραμα που είχε κακό αποτέλεσμα.

του Άντερς Έντουαρντσον

Απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν συμφωνούν απαραιτήτως με τις απόψεις της Epoch Times.

Μια κρίση βαθύτερη του πολέμου

Σχολιασμός

Αν και ο πόλεμος και η πολιτική καταπίεση κυριαρχούν στους τίτλους, ο πιο μεγάλος κίνδυνος του Ιράν ίσως βρίσκεται κάτω από τα πόδια των πολιτών του. Το Ιράν σήμερα αντιμετωπίζει μια από τις πιο σιωπηλές όμως και τρομακτικές κρίσεις στη σύγχρονη ιστορία του: την καθίζηση γης. Αυτή η συνεχιζόμενη περιβαλλοντική καταστροφή χαλάει την κρίσιμη υποδομή, την καλλιεργήσιμη γη, και τον βιοπορισμό εκατομμυρίων. Σε αντίθεση με τον άμεσο αντίκτυπο του πολέμου, αυτή η απειλή κινείται αργά αλλά με ίση δύναμη σαν αποτέλεσμα. Σε συνδυασμό με συστημική κακοδιαχείριση της κυβέρνησης και μια επιδημία διαφθοράς, η καθίζηση γης έχει το δυναμικό να προκαλέσει ευρύτατες μεταφορές πληθυσμού, οικολογική κατάρρευση, ακόμα και αστάθεια καθεστώτος.

Τι είναι η καθίζηση γης και γιατί είναι τόσο επικίνδυνη;

Η καθίζηση γης είναι το σταδιακό βούλιαγμα της επιφάνειας της γης, κυρίως προκαλείται από μαζική απορροή υπόγειων υδάτων. Σε αντίθεση με τις απότομες φυσικές καταστροφές όπως σεισμοί, η καθίζηση γίνεται αργά και συχνά αόρατα — έως ότου τα καταστροφικά της αποτελέσματα γίνουν μη αναστρέψιμα. Η κατάρρευση θεμελίων κτηρίων, η απώλεια γεωργικής παραγωγικότητας, η ξήρανση υγροτόπων, και η προσθήκη άλατος σε ορυκτές μάζες από τις οποίες αναβλύζει νερό είναι μερικά μόνο από τα καταστροφικά αποτελέσματα.

Ιράν: Ένα παγκόσμιο επίκεντρο καθίζησης γης

Το Ιράν είναι από τις χώρες που επηρεάστηκαν περισσότερο από την καθίζηση γης. Σε περιοχές όπως η Τεχεράνη, Μασάντ, Ισφαχάν, Χαμεντάν, και Φαρς, η ετήσια καθίζηση έφτασε το τρομακτικό 20 με 25 εκατοστά. Για να το βάλουμε σε βοηθητικό πλαίσιο, το παγκόσμιο όριο κινδύνου είναι μόνο 4 χιλιοστά το έτος. Η γη του Ιράν καταρρέει περισσότερο από 60 φορές γρηγορότερα από το παγκόσμιο όριο κινδύνου.

Μια υποβόσκουσα ανθρωπιστική κρίση: Αναγκαστική μετανάστευση

Ειδικοί προειδοποιούν ότι αν οι τρέχουσες τάσεις συνεχιστούν, έως το 2036, 15 έως 20 εκατομμύρια Ιρανοί θα αλλάξουν τόπο. Τα βασικά αίτια αυτής της μαζικής μετανάστευσης περιλαμβάνουν:

Την αχρήστευση γεωργικής γης λόγω εκφυλισμού του εδάφους
Απώλεια πόσιμου και γεωργικού νερού
Αστάθεια κτηρίων σε κατοικίες και μητροπολιτικές υποδομές
Αυξανόμενη τρωτότητα σε πλημμύρες και αμμοθύελες
Αυτή η εσωτερική μετανάστευση θα επιβαρύνει δριμύτατα τις υποδομές των πόλεων, θα μεγαλώσει την οικονομική ανισότητα, και θα αυξήσει το δυναμικό για ευρύτατη κοινωνική αναστάτωση

Περιβαλλοντική και οικολογική κατάρρευση

Οι περιβαλλοντικές συνέπειες δεν είναι λιγότερο ανησυχητικές:

Ερημοποίηση: Κάποτε γόνιμες γεωργικές περιοχές μετατρέπονται σε ερήμους
Αμμοθύελλες: Εντεινόμενες λόγω αποψίλωσης δασών και διάβρωσης εδάφους
Απώλεια βιοποικιλότητας: Υγρότοποι όπως το Χαμούν και Γκάβκουνι ξηρένονται
Μόλυνση υδάτων: Υπόγειες δομές από όπου αναβλύζει το νερό παίρνουν όλο και περισσότερο αλάτι, μειώνοντας την διαθεσιμότητα ασφαλούς πόσιμου νερού.

Γιατί το καθεστώς δεν ενήργησε;

Παρά τα χρόνια προειδοποιήσεων από επιστήμονες, ΜΚΟ, ακόμα και κάποια κυβερνητικά σώματα, το ιρανικό καθεστώς έδειξε μικρή σοβαρή προσπάθεια για αντιμετώπιση της κρίσης. Οι λόγοι είναι δομικοί και πολιτικοί:

Κακή χρήση πόρων: Η περιβαλλοντική προστασία λαμβάνει ένα μικρό κλάσμα του εθνικού προϋπολογισμού, καθώς τα περισσότερα χρήματα πηγαίνουν στον στρατό και σε υπηρεσίες ασφαλείας.

Αναποτελεσματικά μεγάλα έργα: Προγράμματα μεταφοράς ύδατος όπως το Μπέχεστ-Αμπάντ συχνά επιβαρύνουν τοπικές ανισότητες και οικολογικές επιπτώσεις.

Έλλειψη επιστημονικής διακυβέρνησης: Οι αποφάσεις οδηγούνται από μικρά πολιτικά συμφέροντα αντί για δεδομένα ή βιωσιμότητα.

Καταστολή των ειδικών: Περιβαλλοντικοί ακτιβιστές και υδρολόγοι αντιμετωπίζουν λογοκρισία, συλλήψεις, ή εξορία επειδή δημοσιεύουν προειδοποιήσεις.

Κρατική απάθεια: Το καθεστώς δίνει προτεραιότητα στον ιδεολογικό έλεγχο έναντι της καλής ζωής των πολιτών, σχεδόν αδιαφορώντας για την μακροπρόθεσμη εθνική βιωσιμότητα.

Θα μπορούσε η περιβαλλοντική κατάρρευση να οδηγήσει σε αλλαγή καθεστώτος;

Ναι. Η καθίζηση γης δεν είναι απομονωμένο θέμα. Είναι ένα προεξέχον σύμβολο συστημικής αποτυχίας. Όταν το κράτος δεν μπορεί να εξασφαλίζει την βιωσιμότητα της ζωής στην γη του Ιράν, η κυβερνητική νομιμότητα διαλύεται. Η περιβαλλοντική κρίση αντανακλά μια βαθύτερη πολιτική: την ανικανότητα του καθεστώτος ή την έλλειψη θέλησης να προστατεύσει τους πλέον κρίσιμους πόρους του έθνους.

Αυτή η όλο και καθαρότερη συνειδητοποίηση — ότι η επιβίωση και η αλλαγή καθεστώτος συνδέονται — θα μπορούσε να επιταχύνει τις ενέργειες των πολιτών. Από διαμαρτυρίες αγροτών στο Ισφαχάν έως διαδηλώσεις σε πόλεις λόγω ελλείψεων νερού, η περιβαλλοντική διάσταση της αντίστασης κερδίζει έδαφος.

Ο σιωπηλός θάνατος ενός έθνους

Η καθίζηση γης διαβρώνει όχι μόνο το έδαφος, αλλά τα ίδια τα θεμέλια της ιρανικής κοινωνίας. Στην πορεία της βρίσκεται μια σημαντική αλήθεια: καθεστώς που δεν μπορεί να συντηρήσει την γη δεν μπορεί να συντηρήσει την εξουσία του.

Αν η διεθνής κοινότητα δεν το αναγνωρίσει αυτό, διακινδυνεύει να χάσει ένα κρίσιμο σημείο καμπής στην τροχιά του Ιράν. Η αντιμετώπιση της καθίζησης γης θα πρέπει να γίνει κεντρικός πυλώνας σε περιβαλλοντική και γεωπολιτική στρατηγική. Το έδαφος βουλιάζει, αλλά με άμεση δράση, η ελπίδα για το μέλλον του Ιράν δεν χρειάζεται να καταρρεύσει μαζί του.

της Φαρίμπα Πάρσα

Από το RealClearWire

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι οι απόψεις του συγγραφέα και δεν συμφωνούν απαραίτητα με τις απόψεις της Epoch Times.

Οι λέξεις έχουν σημασία: Οι αλλαγές στην κυβερνητική γλώσσα επηρεάζουν τον δημόσιο διάλογο σε αμφιλεγόμενα θέματα  

Ανάλυση ειδήσεων

ΚΑΝΑΔΑΣ – Τις πρώτες ημέρες της προσπάθειας της καναδικής κυβέρνησης να αποτρέψει την επιβολή ευρείας κλίμακας δασμών από την επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ, υπουργοί άρχισαν να ξαναχρησιμοποιούν έναν όρο που είχε εγκαταλειφθεί από τα μέσα του 2018: «παράνομη μετανάστευση».

Μέχρι τότε, ο επίσημος όρος ήταν «παράτυπη μετανάστευση» (irregular migration), σε συντονισμό με τη γλωσσική στροφή που είχε σημειωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες υπό την προηγούμενη αμερικανική κυβέρνηση, με στόχο μια πιο «συμπεριληπτική» προσέγγιση στα ζητήματα μετανάστευσης. Η αλλαγή είχε ενσωματωθεί και στους οδηγούς ύφους πολλών ΜΜΕ από τα μέσα της δεκαετίας του 2010.

Ανάλογη στροφή παρατηρήθηκε και στο πεδίο της περιβαλλοντικής φορολόγησης, όταν η καναδική κυβέρνηση άρχισε φέτος να αναφέρεται στον «φόρο άνθρακα» αντί για την έως τότε επίσημη ορολογία «τιμολόγηση ρύπανσης» ή «τιμολόγηση άνθρακα», έπειτα από την απόφαση της κυβέρνησης να αποσύρει το μέτρο, το οποίο είχε πολιτικό κόστος. Η αλλαγή αυτή επηρέασε και τον τρόπο κάλυψης από τα μέσα ενημέρωσης: κάποια έθεταν σε εισαγωγικά τον όρο «φόρος άνθρακα» ή τον συνόδευαν από εκφράσεις όπως «ο λεγόμενος».

Ο Μάρκο Ναβάρρο-Ζενί, πρόεδρος του ερευνητικού ινστιτούτου Haultain εξέφρασε την ανησυχία του για την τάση των κυβερνήσεων να χρησιμοποιούν συγκεκριμένες λέξεις προκειμένου να επηρεάσουν την κοινή γνώμη, επισημαίνοντας ότι στη συνέχεια αυτή η γλωσσική αλλαγή ακολουθείται και από τα μέσα ενημέρωσης ή ακόμη και από το εκπαιδευτικό σύστημα. Όπως σημείωσε, «οι λέξεις έχουν σημασία, καθώς φέρουν βιωματική σχέση με αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα».

Ο Ντέηβιντ Μίλλαρντ Χάσκελ, καθηγητής στο Wilfrid Laurier University και πρώην δημοσιογράφος, τόνισε ότι τα ΜΜΕ οφείλουν να καλύπτουν τα διχαστικά θέματα με κριτική σκέψη, λέγοντας ότι οι δημοσιογράφοι δεν είναι απλώς στενογράφοι, αλλά θα πρέπει να λειτουργούν ως διαμεσολαβητές της αλήθειας στον βαθμό που αυτή μπορεί να τεκμηριωθεί, ανεξαρτήτως προσωπικών απόψεων.

«Παράτυπη» ή «παράνομη», «κόστος ρύπανσης» ή «φόρος άνθρακα»

Με την καναδική ομοσπονδιακή κυβέρνηση να χαρακτηρίζει τους αμερικανικούς δασμούς ως «υπαρξιακή απειλή», υπουργοί δήλωναν ότι προείχε να πειστεί η τότε κυβέρνηση Τραμπ να μην επιβάλει τον προτεινόμενο 25% δασμό στα καναδικά προϊόντα. Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε αιτιολογήσει την επιβολή των πρώτων δασμών επικαλούμενος την παράνομη μετανάστευση και τη διακίνηση φαιντανύλης.

Στο πλαίσιο αυτό, Καναδοί αξιωματούχοι άρχισαν να υιοθετούν γλωσσικά σχήματα που ανταποκρίνονταν στους όρους και τις απαιτήσεις της αμερικανικής ηγεσίας. Μεταξύ άλλων, δέχθηκαν τον διορισμό ενός «τσάρου φαιντανύλης» και χρησιμοποίησαν τον όρο «παράνομη μετανάστευση». Σύμφωνα με δήλωση του τότε υπουργού Ντομινίκ Λεμπλάν στο CBC τον Δεκέμβριο του 2024, μετά από επίσκεψη στον εκλεγέντα πρόεδρο Τραμπ στο Μαρ-α-Λάγκο, μαζί με τον πρώην πρωθυπουργό Τζάστιν Τρυντώ, ο ίδιος ανέφερε ότι η καναδική πλευρά επιδίωκε να συνεχιστεί ο διάλογος, εξηγώντας γιατί θεωρούν τα σύνορα ασφαλή, αλλά και αναγνωρίζοντας τις ανησυχίες των ΗΠΑ για την παράνομη μετανάστευση και τη φαιντανύλη.

Έκτοτε, επίσημα έγγραφα και ανακοινώσεις της καναδικής κυβέρνησης άρχισαν να επαναλαμβάνουν τακτικά τον όρο «παράνομη μετανάστευση», εγκαταλείποντας τη φρασεολογία των τελευταίων επτά ετών, όταν — από τον Ιούλιο του 2018 — είχε επικρατήσει ο όρος «ανώμαλη μετανάστευση» για όσους εισέρχονταν στον Καναδά από μη επίσημα σημεία διέλευσης. Παρότι ο όρος «ανώμαλη» εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένες κυβερνητικές ιστοσελίδες για τη μετανάστευση, νέα έγγραφα που σχετίζονται με την ασφάλεια χρησιμοποιούν πλέον την έννοια της «παρανομίας».

Ο Ναβάρρο-Ζενί εκτιμά ότι η αλλαγή αυτή δεν συνδέεται μόνο με την πολιτική πραγματικότητα των δασμών Τραμπ, αλλά και με την αυξανόμενη ανησυχία των ψηφοφόρων για την απότομη αύξηση της μετανάστευσης τα τελευταία χρόνια.

Ενώ τα μεγάλα πολιτικά κόμματα απέφευγαν επί χρόνια να θίξουν το θέμα των υψηλών ποσοστών μετανάστευσης, οι Συντηρητικοί άρχισαν να τοποθετούνται δημόσια από το 2023, με φόντο την επιδείνωση της στεγαστικής κρίσης, τις ελλείψεις στο σύστημα υγείας και τις δημοσκοπήσεις που έδειχναν πλειοψηφική ανησυχία των πολιτών για τους υψηλούς αριθμούς. Καθώς οι αντιδράσεις από τις επαρχίες εντείνονταν, η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων ξεκίνησε αναθεώρηση της μεταναστευτικής πολιτικής το 2024. Πρόσφατα, κατά την προεκλογική περίοδο, ο Μαρκ Κάρνεϋ, νυν πρωθυπουργός του Καναδά, υποστήριξε την ανάγκη να τεθεί πλαφόν στη μετανάστευση, ώστε να υπάρξει ο απαραίτητος χρόνος για τη δημιουργία υποδομών για τους νεοεισερχόμενους.

Ο Ναβάρρο-Ζενί εκτιμά ότι η αλλαγή ορολογίας εντάσσεται σε μια προσπάθεια προσαρμογής, καθώς η συνέχιση της χρήσης «ωραιοποιημένης» γλώσσας θα επιδείνωνε την αντίδραση της κοινής γνώμης.

Στην περίπτωση της φορολόγησης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η κυβέρνηση χρησιμοποιούσε επίσημα τον όρο «τιμολόγηση ρύπανσης». Όμως, καθώς οι έρευνες έδειχναν αυξανόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών για το επιπλέον κόστος ενέργειας, επιχειρήθηκε να αναπροσδιοριστεί ονομαστικά η επιστροφή φόρου από «Κίνητρο Δράσης για το Κλίμα» σε «Επιστροφή Άνθρακα Καναδά», ώστε οι πολίτες να ταυτιστούν περισσότερο με την παροχή και να της δώσουν θετικό πρόσημο.

Μετά την παραίτηση Τρυντώ, οι υποψήφιοι για την ηγεσία των Φιλελευθέρων — μεταξύ αυτών και ο Κάρνεϋ — υποσχέθηκαν την κατάργηση του φόρου για τους καταναλωτές. Ο Κάρνεϋ υλοποίησε την υπόσχεση αυτή μόλις ανέλαβε καθήκοντα.

«Μόλις καταργήσαμε τον διχαστικό φόρο άνθρακα για τους καταναλωτές», ανέφερε το Φιλελεύθερο Κόμμα στις 14 Μαρτίου, όταν ο πρωθυπουργός υπέγραψε την απόφαση για μείωση του συντελεστή στο μηδέν, στο πλαίσιο της πρώτης του κυβερνητικής πράξης.

Αντίφαση

Ο Μάρκο Ναβάρρο-Ζενί ανέφερε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα μέσα ενημέρωσης επιλέγουν να μην ευθυγραμμιστούν με την κυβερνητική γλώσσα, όταν αυτό δεν εξυπηρετεί την ιδεολογική τους τοποθέτηση. Όπως σημείωσε, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επιλογή ορισμένων μέσων να αποκαλούν οργανώσεις όπως η Χαμάς «ένοπλους μαχητές» αντί για «τρομοκράτες», παρότι πρόκειται για ομάδες που έχουν επίσημα χαρακτηριστεί τρομοκρατικές από την καναδική κυβέρνηση.

Κατά τον ίδιο, τα μέσα υποστηρίζουν σε τέτοιες περιπτώσεις ότι η χρήση όρων όπως «τρομοκράτης» είναι πολιτικά φορτισμένη, οπότε επιλέγουν ουδέτερη φρασεολογία. Ωστόσο, πρόσθεσε, η ίδια στάση δεν φαίνεται να τηρείται όταν πρόκειται για άλλους κυβερνητικούς όρους που συνδέονται με συγκεκριμένη ιδεολογική προσέγγιση.

Ενδεικτικά ανέφερε τη χρήση του όρου «ιατρικώς υποβοηθούμενος θάνατος» για την ευθανασία, καθώς και την καθιέρωση γλώσσας σχετικής με την ταυτότητα φύλου, η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, έχει ενσωματωθεί εκτενώς στον δημόσιο λόγο και το εκπαιδευτικό υλικό. Εξέφρασε την άποψη ότι πρόκειται για μια στρατηγική αλλαγής της πραγματικότητας μέσω της γλώσσας, σχολιάζοντας πως ακόμη και βασικές έννοιες, όπως το τι είναι μια γυναίκα, γίνονται αντικείμενο «περίπλοκων περιγραφών» που, κατά τη γνώμη του, παραβιάζουν τη λογική και την πολιτική ουδετερότητα.

Ανάλογες επισημάνσεις έκανε και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Wilfrid Laurier και πρώην δημοσιογράφος, Ντέηβιντ Χάσκελ. Όπως δήλωσε, τα μέσα συχνά υιοθετούν ορολογία που συνάδει με τις ιδεολογικές τους θέσεις, αντί να χρησιμοποιούν ουδέτερη γλώσσα ή τους όρους που επιλέγουν οι ίδιες οι ομάδες που καλύπτουν. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στη χρήση του όρου «αντι-εκτρωτικοί» για ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται ως «υπέρ της ζωής», καθώς και στον χαρακτηρισμό «αρνητές των εμβολίων» (anti-vaxxers) για όσους εξέφραζαν επιφυλάξεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά της COVID-19 ή τις σχετικές κρατικές εντολές.

Κατά τον Χάσκελ, τέτοια παραδείγματα δείχνουν ότι παραβιάζονται συχνά οι δεοντολογικές αρχές της δημοσιογραφίας, καθώς προτιμώνται όροι που ευνοούν την ιδεολογική τους πλευρά ή στιγματίζουν τους αντιπάλους. Απέδωσε το φαινόμενο στην επιρροή μιας «πολιτισμικής μαρξιστικής ιδεολογίας» που, όπως υποστήριξε, κυριαρχεί στα πανεπιστήμια και έρχεται σε αντίθεση με τις απόψεις της πλειονότητας των πολιτών.

Ο Ναβάρρο-Ζενί επεσήμανε ότι η χρήση γλώσσας ως μέσο επιβολής ιδεολογικής αλλαγής είναι χαρακτηριστικό των επαναστατικών κινημάτων. Ανέφερε ως παράδειγμα τη Γαλλική Επανάσταση, όταν οι ριζοσπάστες άλλαξαν ακόμη και το ημερολόγιο για να αποκόψουν τη χώρα από το θρησκευτικό της παρελθόν. Αν και δεν υφίστανται πια απαγχονισμοί και γκιλοτίνες, όπως σημείωσε, η προσπάθεια να αλλοιωθεί η αντίληψη της πραγματικότητας μέσω της γλώσσας συνιστά μια «επανάσταση» διαφορετικού τύπου, που ενέχει τον κίνδυνο να καταλήξει σε μία μορφή «τυραννίας».

Κατά την άποψή του, η αναγκαστική υιοθέτηση όρων από την πλευρά της κυβέρνησης ενέχει κινδύνους. Υποστήριξε ότι σκοπός της επιβολής συγκεκριμένης φρασεολογίας είναι η συσκότιση πτυχών της πολιτικής πραγματικότητας και η καθοδήγηση της κοινής γνώμης προς την κατεύθυνση που επιθυμεί η εξουσία.

Ιδιαίτερη ανησυχία εξέφρασε για την περίπτωση κατά την οποία οι κυβερνήσεις, τα ΜΜΕ και το εκπαιδευτικό σύστημα υιοθετούν ή επιβάλλουν τέτοια γλωσσικά πρότυπα χωρίς ουσιαστική δημόσια συζήτηση. Υπενθύμισε τη δημόσια αντίδραση του πανεπιστημιακού και ομιλητή Τζόρνταν Πήτερσον το 2017 απέναντι σε νομοθεσία για την έκφραση ταυτότητας φύλου, που, όπως υποστήριξε, θα οδηγούσε σε υποχρεωτική χρήση συγκεκριμένων όρων.

Ο Ναβάρρο-Ζενί σημείωσε πως η στρατηγική χρήση της γλώσσας από πολιτικούς ηγέτες είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η πολιτική, από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα. Όπως παρατήρησε, παραδείγματα ρητορικής στρατηγικής καταγράφονται και στις πρόσφατες προεκλογικές εκστρατείες, με το Συντηρητικό Κόμμα να χρησιμοποιεί την έκφραση «συμμαχία Νεοδημοκρατών-Φιλελευθέρων» στα αγγλικά και «συμμαχία Μπλοκ-Φιλελευθέρων» στα γαλλικά, προσαρμόζοντας τη φρασεολογία ανάλογα με τον τοπικό πολιτικό αντίπαλο.

Αντίστοιχα, οι Φιλελεύθεροι χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως «επένδυση» αντί για «δημόσια δαπάνη», «απανθρακοποιημένο πετρέλαιο και φυσικό αέριο» για την ανάπτυξη σχετικών τομέων ή τον όρο «όπλα τύπου εφόδου» για κατηγορίες όπλων που θέλουν να απαγορεύσουν.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, το ζήτημα αλλάζει χαρακτήρα όταν οι κυβερνήσεις προσπαθούν να επιβάλουν τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων στους πολίτες ή όταν τα ΜΜΕ και η εκπαίδευση αποδέχονται τις αλλαγές αυτές άκριτα, χωρίς να παρουσιάζουν την πλήρη εικόνα.

Ολοκληρώνοντας, υποστήριξε πως «οι κυβερνήσεις δεν θα έπρεπε να επινοούν τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο κόσμος. Θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο: ένας καλός πολιτικός, μια κυβέρνηση που υπηρετεί τον λαό, οφείλει να μιλά τη γλώσσα των πολιτών και να προσαρμόζεται σε αυτή». Διαφορετικά, όπως είπε, ακολουθείται ένα «αυταρχικό ή ημι-ολοκληρωτικό» πρότυπο, όπου η κρατική εξουσία επιβάλλει στους πολίτες πώς να σκέφτονται και πώς να εκφράζονται.

Κρίση εξουσίας για τον Σι Τζινπίνγκ, λίγο πριν την Δ΄Ολομέλεια του ΚΚ Κίνας

Ανάλυση ειδήσεων

Καθώς πλησιάζει η Δ΄Ολομέλεια του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ), μια καθοριστική εσωτερική συνεδρίαση της ανώτατης ηγεσίας, το φθινόπωρο, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ βρίσκεται αντιμέτωπος με μια άνευ προηγουμένου κρίση εξουσίας, που χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστες απουσίες και παραγκωνισμό βασικών συμμάχων του — ένα δυναμικό που προοιωνίζεται αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό της Κίνας.

Μείωση πολιτικού βάρους και σημειολογικές ανατροπές

Ο Σι εξαφανίστηκε από το προσκήνιο για δύο εβδομάδες, από τις 21 Μαΐου έως τις 3 Ιουνίου — ένα γεγονός σπάνιο για τον ηγέτη του ΚΚΚ. Προηγουμένως, κατά τη διάρκεια επιθεώρησης στην επαρχία Χουνάν στις 19 και 20 Μαΐου, έλαμψε διά της απουσίας του ο Κάι Τσι, πρώτο μέλος του Πολιτικού Γραφείου, παραβαίνοντας τα συνήθη πολιτικά πρωτόκολλα για τη συνοδεία του προέδρου.

Παράλληλα, ο επικεφαλής του Τμήματος Εργασίας Ενιαίου Μετώπου του Κόμματος, Λι Γκαντζιέ, σταθερός μέχρι πρότινος συνοδοιπόρος του Σι, έχει πάψει να τον συνοδεύει από τα μέσα του 2024, γεγονός που αντανακλά μια υποβάθμιση στο επίπεδο των αξιωματούχων που περιστοιχίζουν τον Κινέζο ηγέτη. Ο Λι, γνωστός ως πιστός του Σι, μετακινήθηκε τον Απρίλιο από τη θέση-κλειδί του επικεφαλής του Οργανωτικού Τμήματος του ΚΚΚ — όπου ασκούσε έλεγχο στις ανώτατες κομματικές τοποθετήσεις — στη σαφώς λιγότερο ισχυρή θέση του Τμήματος Ενιαίου Μετώπου.

Η αντικατάστασή του από τον Σι Ταϊφένγκ, ο οποίος διατηρεί δεσμούς με τον πρώην ηγέτη Χου Τζιντάο και τον εκλιπόντα πρωθυπουργό Λι Κεκιάνγκ, υποδηλώνει αποδυνάμωση του ελέγχου του Σι στους κομβικούς διορισμούς της κομματικής ιεραρχίας.

Στις 24 Μαΐου, τα εγκαίνια του Μουσείου Επαναστατικού Αγώνα της Γκουαντζόνγκ, στην ιδιαίτερη πατρίδα του Σι, πραγματοποιήθηκαν σε κλίμα αξιοσημείωτης διακριτικότητας. Το μουσείο, το οποίο αναδεικνύει την κομματική παρακαταθήκη του πατέρα του Σι, Σι Τζονγκσούν, δεν προσέλκυσε κανένα υψηλόβαθμο στέλεχος του ΚΚΚ, ενώ τα κρατικά μέσα αρκέστηκαν σε ελάχιστη κάλυψη.

Ούτε η οικογένεια Σι, συμπεριλαμβανομένου του αδελφού του Σι, Γιουανπίνγκ, δεν παρέστη. Η απουσία αυτή καταδεικνύει τη συρρίκνωση της επιρροής της οικογενειακής κληρονομιάς του Σι στο εσωτερικό του καθεστώτος.

Ανάλογη υποβάθμιση σημειώθηκε και στις 20 Μαρτίου, όταν, κατά επίσημη επίσκεψη του Σι σε κρατικούς και στρατιωτικούς φορείς μιας επαρχίας, καμία παρουσία των μελών της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής (Central Military Commission — CMC) του ΚΚΚ δεν σημειώθηκε — γεγονός που διαφέρει αισθητά από παλαιότερες πρακτικές.

Εκκαθαρίσεις στον στρατό και απουσία βασικών συμμάχων

Στις 2 Ιουνίου, ο πρώην αντιπρόεδρος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, στρατηγός Σου Τσιλιάνγκ, στενός συνεργάτης του Σι, πέθανε αιφνιδίως σε ηλικία 75 ετών, με τα επίσημα μέσα να αποδίδουν τον θάνατό του σε ασθένεια. Ωστόσο, ο Κινέζος πολίτης-δημοσιογράφος Τζάο Λανγκτζιάν σχολίασε στην πλατφόρμα X ότι «ο θάνατος του Σου επήλθε ύστερα από αφόρητη πίεση εν μέσω εκκαθαρίσεων στον στρατό», υπαινισσόμενος πως στρατιωτικοί του Κόμματος θεωρούν πως υπέκυψε λόγω αυτής της πίεσης.

Ο Σου υπήρξε ακρογωνιαίος λίθος των στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων του Σι και στενότατος συνεργάτης του, ήδη πριν ο Σι αναλάβει την ηγεσία του Κόμματος.

Ένας ακόμη έμπιστος του Σι, ο νυν αντιπρόεδρος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής στρατηγός Χε Γουεϊντόνγκ, απουσίαζε από πολλές συνεδριάσεις του Πολιτικού Γραφείου και κορυφαίες στρατιωτικές συναντήσεις, καθώς και από την κηδεία του Σου στις 8 Ιουνίου. Οι δραστηριότητές του αφαιρέθηκαν από τον ιστότοπο του υπουργείου Άμυνας του ΚΚΚ.

Ο στρατηγός Χε Γουεϊντόνγκ, αντιπρόεδρος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής της Κίνας, παρευρίσκεται στην τελετή έναρξης της Πολιτικής Συμβουλευτικής Συνέλευσης του Κινεζικού Λαού. Πεκίνο, 4 Μαρτίου 2025. (Pedro Pardo/AFP μέσω Getty Images)

 

Ο Τζάο Λανγκτζιάν αποκάλυψε ότι τόσο ο ίδιος όσο και το μέλος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, ναύαρχος Μιάο Χουά, τελούν υπό εσωτερική διερεύνηση για «σοβαρές παραβιάσεις πειθαρχίας και νόμου». Τα στοιχεία του Μιάο έχουν διακριτικά αφαιρεθεί από την ιστοσελίδα της Επιτροπής, πράγμα που υποδηλώνει ενδεχόμενο αποκλεισμό του από την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία. Από το προηγούμενο έτος, άλλωστε, πολλά στελέχη του στρατού που συνδέονταν με τον Μιάο συνελήφθησαν από το καθεστώς.

Ο ναύαρχος Μιάο Χουά, διευθυντής του τμήματος πολιτικών υποθέσεων της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής της Κίνας, αποβιβάζεται από το αεροσκάφος του μετά την άφιξή του στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Πιονγιάνγκ, στις 14 Οκτωβρίου 2019. (Kim Won Jin/AFP μέσω Getty Images)

 

Οι αρχές δεν γνωστοποιούν σχεδόν ποτέ τα αίτια αυτών των εκκαθαρίσεων, πέρα από αόριστες καταγγελίες περί διαφθοράς. Και οι δύο είχαν προωθηθεί ραγδαία επί Σι, γεγονός που καθιστά την περιθωριοποίησή τους ηχηρό πλήγμα στην κυριαρχία του.

Εσωτερική δυσαρέσκεια και διεθνής αμφισβήτηση

Στις 9 Ιουνίου, περισσότεροι από 500 Κινέζοι πολίτες απέστειλαν ανοικτή επιστολή προς τους πρώην ηγέτες Χου Τζιντάο και Γουάνγκ Γιανγκ, καταγγέλλοντας διαφθορά στη δικαστική εξουσία της επαρχίας του Σι. Η επιστολή χαρακτηρίζει τις εκστρατείες κατά της διαφθοράς και υπέρ του «κράτους δικαίου» ως προσχηματικές, καταγγέλλοντας αύξηση των άδικων καταδικών και βίαιη καταστολή των αιτημάτων των πολιτών. Ζητείται δημοκρατική μεταρρύθμιση και κατάργηση ασαφών κατηγοριών όπως «πρόκληση ταραχών», που συχνά επιστρατεύονται για την καταστολή αντιφρονούντων.

Στις 18 Απριλίου, ο Μάικλ Πετρέους, αναλυτής από τη Σιγκαπούρη, χαρακτήρισε τον Σι «μαφιόζο» σε άρθρο στο Critical Spectator, το οποίο αναδημοσιεύτηκε στο Facebook από την Χο Τσινγκ, σύζυγο του πρώην πρωθυπουργού Λι Χσιεν Λουνγκ. Η Χο είναι μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου Συμβούλων της Σχολής Οικονομικών και Διοίκησης του Πανεπιστημίου Τσινγκχουά – ιδρύματος που έχει εκπαιδεύσει μεγάλο αριθμό υψηλόβαθμων στελεχών του ΚΚΚ. Η συγκεκριμένη ενέργεια θεωρείται σπάνια για πολιτικό πρόσωπο αυτού του βεληνεκούς και ενισχύει το πολιτικό της βάρος.

Στις 21 Μαΐου, ο Κινέζος πολιτικός σχολιαστής Τσάι Σενκούν δήλωσε μέσω YouTube ότι ανώτατα στελέχη του ΚΚΚ έχουν λάβει την απόφαση να απομακρύνουν τον Σι από την εξουσία, επικαλούμενος πηγές στο Πεκίνο. Σύμφωνα με τον Τσάι, η δυσαρέσκεια των ελίτ εντείνεται λόγω της επιδείνωσης της υγείας του προέδρου, της δυσμενούς πορείας της κινεζικής οικονομίας και της αυξανόμενης διεθνούς πίεσης.

Στις 19 Μαΐου, τα κρατικά μέσα ενημέρωσης People’s Daily και Xinhua δημοσίευσαν άρθρα για το αναπτυξιακό πρόγραμμα της Κίνας στο πλαίσιο του «Δέκατου Πέμπτου Πενταετούς Σχεδίου», παραπέμποντας όμως κυρίως σε αποφθέγματα και κατευθύνσεις της εποχής Χου Τζιντάο και Γουέν Τζιαμπάο, παρακάμπτοντας τα συνθήματα του Σι. Η επιλογή αυτή, εν όψει της Δ΄ Ολομέλειας, εκλαμβάνεται από αναλυτές ως ένδειξη ενεργού επιρροής των πρώην ηγετών και ενδεχόμενης διαφοροποίησης από την παρούσα ηγεσία.

Ενδείξεις μετάβασης στη μετα-Σι εποχή

Πολλοί αναλυτές σημειώνουν ότι τα συνεχόμενα σημάδια αποδυνάμωσης του Σι — παρατεταμένες απουσίες, αποπομπές πιστών στελεχών και ανοιχτή κριτική — καταδεικνύουν ένα ευρύτερο εσωκομματικό ρήγμα.

«Διαφαίνεται ένας προσωρινός κεντρικός μηχανισμός που έχει ουσιαστικά περιθωριοποιήσει τον στενό κύκλο εξουσίας του Σι», δήλωσε ο πολιτικός σχολιαστής και ακαδημαϊκός Γου Ζουολάι στις αρχές Ιουνίου.

Αναλυτές εκτιμούν ότι η πολιτική ελίτ της Κίνας ενδέχεται να προετοιμάζεται για μια νέα εποχή, με απρόβλεπτες συνέπειες για τη σταθερότητα του καθεστώτος και τις διεθνείς σχέσεις του Πεκίνου.

Του Michael Zhuang

Με τη συμβολή του Li Yanming

Σκοτ Πέρρυ: Το νομοσχέδιο για το Φάλουν Γκονγκ βάζει στο στόχαστρο τα εγκλήματα του κινεζικού καθεστώτος

Η παραγγελία ενός ζεύγους ματιών είναι πιο εύκολη από το να δημιουργήσει κανείς λογαριασμό στο Instagram στην κομμουνιστική Κίνα.

Το κρατικά ελεγχόμενο σύστημα μεταμοσχεύσεων της Κίνας λειτουργεί εντός νοσοκομείων ως μέρος μιας συντονισμένης, αιματηρής εκστρατείας εις βάρος πολιτών της χώρας, και αυτό πρέπει να σταματήσει. Διαφορετικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να σταματήσουν κάθε συνεργασία με την Κίνα – τελεία και παύλα.

Ασθενείς που αναζητούν ένα ή και δύο νεφρά μπορούν να προγραμματίσουν τη μεταμόσχευσή τους κατά παραγγελία, ακόμα και εβδομάδες νωρίτερα. Η «δεξαμενή» οργάνων προέρχεται από κρατούμενους που διατηρούνται εν ζωή, με υγιή και λειτουργικά όργανα. Η αφαίρεση των ζωτικών αυτών οργάνων χωρίς αναισθησία συνιστά βασανιστήριο στην πιο ακραία του μορφή. Η πρακτική αυτή αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας — σχεδόν αδιανόητη ως πραγματικότητα, κι όμως συμβαίνει στην άλλη πλευρά του ωκεανού.

Για τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ, η φρίκη της βίαιης αφαίρεσης οργάνων δεν είναι φαντασία. Είναι καθημερινότητα. Οι ασκούμενοι του Φαλούν Γκονγκ στοχοποιούνται από το Πεκίνο χωρίς να έχουν διαπράξει κανένα έγκλημα — απλώς επειδή ασκούν την πίστη τους και αποτελούν μια ειρηνική, πνευματική κοινότητα εντός ενός κομμουνιστικού περιβάλλοντος.

Ενδεικτικό της έκτασης των αγριοτήτων είναι το γεγονός ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) δεν διατηρεί κανένα σύστημα εθελοντικής δωρεάς οργάνων όπως αυτό που ισχύει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πιθανόν επειδή η βίαιη αφαίρεση οργάνων είναι τόσο διαδεδομένη και συνηθισμένη, ώστε το καθεστώς δεν αισθάνεται την ανάγκη.

Το δικομματικής στήριξης Falun Gong Protection Act (H.R. 1540) (Νομοσχέδιό μου για την προστασία του Φάλουν Γκονγκ), που εγκρίθηκε πρόσφατα από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, προβλέπει συγκεκριμένα βήματα για τον τερματισμό αυτής της φρικαλεότητας. Το κακό πρέπει να αντιμετωπίζεται με σαφήνεια, όχι με επιφυλακτικότητα. Η διακοπή της συνεργασίας με το ΚΚΚ θα έπρεπε ήδη να αποτελεί πάγια πολιτική των ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ηγηθούν των πολιτισμένων κρατών στην επιβολή κυρώσεων για τη διευκόλυνση ή/και συμμετοχή σε προγραμματισμένες εκτελέσεις με σκοπό την αφαίρεση οργάνων. Το νομοσχέδιο απαιτεί επίσης από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ να αξιολογήσει κατά πόσον οι ενέργειες του ΚΚΚ πληρούν τον νομικό ορισμό της γενοκτονίας ή των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, καθώς και να εκπονήσει αναλυτική έκθεση για τη βιομηχανία μεταμοσχεύσεων στην Κίνα. Ως ο βασικός εμπορικός εταίρος της Κίνας, ο αμερικανικός λαός έχει το δικαίωμα να γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο συλλέγονται τα όργανα, τον αριθμό τους και την προέλευσή τους.

Η έμπνευση για αυτό το νομοσχέδιο προήλθε από πολυετή συνεργασία με ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ και Κινέζους αντιφρονούντες που διώκονται βάναυσα και ανελέητα — απλώς για το δικαίωμα να ασκούν ειρηνικά την πίστη τους.

Ως το πρώτο μέλος του Κογκρέσου που αντιπαρατίθεται άμεσα σε αυτή την εκστρατεία του ΚΚΚ κατά του Φάλουν Γκονγκ και της βίαιης αφαίρεσης οργάνων, αισθάνομαι βαθιά τιμή που στέκομαι στο πλευρό τους και υπερασπίζομαι τα θεμελιώδη δικαιώματά τους ως ανθρώπινα όντα — τουλάχιστον να μην αντιμετωπίζονται σαν ανταλλακτικά αυτοκινήτου.

Αυτό που κάνει το κινεζικό καθεστώς στους ίδιους του τους πολίτες προκαλεί αποτροπιασμό. Πρόκειται για μία μόνο από τις πολλές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που πρέπει να αποκαλυφθούν, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες σκοπεύουν να συνεχίσουν τις εμπορικές τους σχέσεις με την Κίνα.

Καλώ τη Γερουσία να εγκρίνει το νομοσχέδιό μου, ώστε να το υπογράψει και να το κυρώσει άμεσα ο πρόεδρος Τραμπ. Όσοι υφίστανται αυτά τα βασανιστήρια και τις απάνθρωπες μεταχειρίσεις δεν έχουν χρόνο για χάσιμο.

Του Scott Perry

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της εφημερίδας The Epoch Times.

Ο Σκοτ Πέρρυ είναι μέλος του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών με εμπειρία στον τομέα των μικρών επιχειρήσεων, της στρατιωτικής θητείας και της κοινοτικής ηγεσίας, και εκπροσωπεί επί του παρόντος την 10η περιφέρεια της Πενσυλβανίας. Πρώην μέλος της πολιτειακής νομοθετικής εξουσίας και πρώην πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας House Freedom Caucus, είναι μέλος σημαντικών επιτροπών της Βουλής, όπως οι επιτροπές Πληροφοριών, Εξωτερικών Υποθέσεων και Μεταφορών & Υποδομών.

Οι διασυνδέσεις των κομμουνιστικών οργανώσεων με τα επεισόδια στο Λος Άντζελες

Σχολιασμός

Τα πρόσφατα επεισόδια που σημειώθηκαν στην πόλη με αφορμή επιχειρήσεις της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων των ΗΠΑ (ICE) φαίνεται να εμπλέκουν ένα ευρύτερο πλέγμα οργανώσεων, το οποίο ξεπερνά τις αυθόρμητες αντιδράσεις στην πολιτική της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα, υπάρχουν ενδείξεις εμπλοκής κομμουνιστικών ομάδων, ορισμένες εκ των οποίων διατηρούν δεσμούς με δίκτυα επιρροής που συνδέονται με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ). Εφόσον αυτό επιβεβαιωθεί, πρόκειται για επανάληψη ενός φαινομένου με ιστορικό προηγούμενο: στις ταραχές του 1992 που ξέσπασαν μετά τον ξυλοδαρμό του Ρόντνεϋ Κινγκ, το Μαοϊκό Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Maoist Revolutionary Communist Party – RCP), το οποίο εμπνέεται από το κινέζικο και κουβανικό μοντέλο, φέρεται να χρησιμοποίησε την κρίση για στρατολόγηση νέων μελών, δημοσιεύοντας πρωτοσέλιδα με τίτλους όπως «Ζητούνται μαχητές πρώτης γραμμής για επανάσταση στο Λ.Α. αυτό το καλοκαίρι» στην εφημερίδα του, Revolutionary Worker.

Ο εθνικός εκπρόσωπος του RCP, Καρλ Ντιξ, είχε δηλώσει τότε, σύμφωνα με τη Los Angeles Times, ότι στόχος του κόμματος ήταν να οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπους σε μαζική ένοπλη εξέγερση «όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή», με σκοπό την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση μιας «μαρξιστικής-λενινιστικής-μαοϊκής κοινωνίας».

Η δράση του RCP συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια, διατηρώντας ενεργή αντίθεση προς τον Ντόναλντ Τραμπ και κατά τη διάρκεια των δύο θητειών του. Μετά τις εκλογές του 2016, μέλη του κόμματος συμμετείχαν στην ίδρυση της οργάνωσης Refuse Fascism, η οποία είχε στόχο την παρεμπόδιση της ορκωμοσίας του Τραμπ και την ανατροπή της κυβέρνησής του μέσω συνεχών διαδηλώσεων. Η εχθρική στάση του RCP απέναντι στον πρόεδρο παραμένει και το 2025, με μέσα κοινωνικής δικτύωσης του κόμματος να προωθούν διαδηλώσεις εναντίον της έναρξης της δεύτερης θητείας του στην Ουάσιγκτον, την Ημέρα Ορκωμοσίας.

Οι κινητοποιήσεις κατά της ICE φαίνεται να λειτουργούν ως έμμεσες αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες που ευθυγραμμίζονται με την ιδεολογία αυτών των οργανώσεων.

Οι ιδεολογικές συνδέσεις επεκτείνονται και σε άλλες ομάδες, οι οποίες είτε συμπορεύονται είτε διατηρούν δεσμούς με το ΚΚΚ. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και το Κόμμα για τον Σοσιαλισμό και την Απελευθέρωση (Party for Socialism and Liberation – PSL), το οποίο φέρεται να προώθησε ενεργά τις διαδηλώσεις κατά της ICE μέσω διαδικτυακών καλεσμάτων για «μαζική κινητοποίηση», καθώς και μέσω υλικού που διένειμε στους διαδηλωτές.

Το PSL έχει εκφράσει επανειλημμένα τον θαυμασμό του για τον Μάο Τσετούνγκ και την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα, ενώ αρνείται ότι έγινε σφαγή των ειρηνικών διαδηλωτών στην πλατεία Τιενανμέν το 1989, υπερασπιζόμενο το ιστορικό της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Οι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί πίσω από το PSL, σύμφωνα με αναφορές, υποδεικνύουν βαθύτερους δεσμούς με το Πεκίνο, μέσα από την εμπλοκή ατόμων που έχουν λάβει χρηματοδότηση από τον Νέβιλ Σίνγκαμ, Αμερικανό εκατομμυριούχο με φιλοκινεζικές θέσεις. Ο Σίνγκαμ έχει δωρίσει δεκάδες εκατομμύρια δολάρια στο The People’s Forum, οργανισμό που σχετίζεται με το PSL, σύμφωνα με τη New York Post.

Αφότου πούλησε την εταιρεία λογισμικού του έναντι 785 εκατομμυρίων δολαρίων το 2017, ο Σίνγκαμ εγκαταστάθηκε στη Σανγκάη και φέρεται να αποτελεί τον κεντρικό κόμβο μιας «γενναιόδωρα χρηματοδοτούμενης εκστρατείας επιρροής που υπερασπίζεται την Κίνα και διαδίδει την προπαγάνδα της», όπως αναφέρει η New York Times σε έρευνα του 2023. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ο επιχειρηματίας έχει διοχετεύσει τουλάχιστον 275 εκατομμύρια δολάρια μέσω αμερικανικών ΜΚΟ σε διάφορες ομάδες διεθνώς, που συνδυάζουν προοδευτικό ακτιβισμό με αφηγήματα του κινεζικού καθεστώτος.

Το People’s Forum, ιδρυθέν από την υποψήφια του PSL για τις προεδρικές εκλογές του 2024, Κλαούντια ντε λα Κρουζ, λειτουργεί ως βασικός δίαυλος αυτής της χρηματοδότησης. Επιπλέον, ο ιδρυτικό μέλος του PSL, Μπεν Μπέκερ, μαζί με πρώην υποψήφιες του κόμματος, Κάρλα Ρέγιες και Γιάρι Οσόριο, κατέχουν διευθυντικές θέσεις στον οργανισμό Breakthrough BT Media Inc., ο οποίος επίσης φέρεται να έχει λάβει στήριξη από τον Σίνγκαμ και να προωθεί φιλοκινεζικές γεωπολιτικές θέσεις, σύμφωνα με έκθεση του Network Contagion Research Institute.

Άλλη πιθανή διασύνδεση μεταξύ του ΚΚΚ και του αντι-ICE κινήματος αφορά τη φοιτητική συμμετοχή, με κινητοποιήσεις να έχουν πραγματοποιηθεί σε πολλά πανεπιστήμια της Καλιφόρνιας, όπως τα Cal State Northridge, UC Berkeley και Sacramento State. Η εμπλοκή αυτή αποκτά βαρύτητα στο πλαίσιο των καταγεγραμμένων επιχειρήσεων επιρροής του Πεκίνου σε αμερικανικά πανεπιστήμια, ειδικά σε σχέση με τις φιλοπαλαιστινιακές κινητοποιήσεις.

Η Κίνα έχει αναπτύξει εκτεταμένα δίκτυα στα ακαδημαϊκά ιδρύματα μέσω των Ενώσεων Κινέζων Φοιτητών και Επιστημόνων (Chinese Students and Scholars Associations – CSSA), οι οποίες τελούν υπό την εποπτεία του Τμήματος Ενωμένου Μετώπου (United Front Work Department) του ΚΚΚ και χρηματοδοτούνται απευθείας από πρεσβείες και προξενεία της ΛΔΚ. Στο παρελθόν, η κινεζική πρεσβεία φέρεται να πλήρωσε φοιτητές από 20 δολάρια για να παραστούν σε επίσκεψη του Σι Τζινπίνγκ το 2015 στην Ουάσιγκτον, ενώ υπάρχουν αναφορές για ταυτόχρονες δράσεις προώθησης της ιδεολογίας του κόμματος σε πανεπιστήμια όπως το Μπέρκλεϋ, το Χάρβαρντ και το Τζορτζτάουν, ιδίως κατά την ολομέλεια του ΚΚΚ, το 2017. Έχουν επίσης καταγραφεί περιπτώσεις σύστασης προσωρινών κομματικών πυρήνων σε ιδρύματα όπως το Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο και του Ιλλινόι.

Οι πρακτικές αυτές αποδεικνύουν, σύμφωνα με παρατηρητές, την ικανότητα του Πεκίνου να κινητοποιεί φοιτητές υπέρ δράσεων που εξυπηρετούν τα συμφέροντά του, να δημιουργεί οργανωτικές υποδομές στα campus και να συντονίζει ενέργειες μέσω διπλωματικών διαύλων —μεθοδολογίες που ενδέχεται να έχουν επηρεάσει ή να ενίσχυσαν και τις πρόσφατες αντι-ICE διαμαρτυρίες στις ΗΠΑ, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη ότι στην Καλιφόρνια διαμένουν περίπου 100.000 φοιτητές χωρίς σταθερό νομικό καθεστώς, οι οποίοι επηρεάζονται άμεσα από την πολιτική μετανάστευσης.

Ο συσχετισμός των επεισοδίων στο Λος Άντζελες με το ΚΚΚ, σε συνδυασμό με την τεκμηριωμένη δράση του Πεκίνου σε φοιτητικά κινήματα, εντείνουν τις ανησυχίες για ξένες επιχειρήσεις επιρροής. Όπως είχε δηλώσει τον Οκτώβριο του 2024 ο βουλευτής Νταν Νιούχαους (R-Wash.), η εκστρατεία κακόβουλης επιρροής του ΚΚΚ συνιστά άμεση απειλή για τη βιομηχανία, την απασχόληση και την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Η αρμόδια Επιτροπή της Βουλής για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας έχει καταγράψει, στο πλαίσιο της στρατηγικής του ενιαίου μετώπου, την εργαλειοποίηση κάθε διαθέσιμου μέσου — νόμιμου ή παράνομου — με στόχο την επηρεασμό της αμερικανικής κοινής γνώμης και την υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών.

Τα πρόσφατα επεισόδια στο Λος Άντζελες αποτελούν, κατά την ίδια θεώρηση, πιθανό παράδειγμα αξιοποίησης εσωτερικών κοινωνικών εντάσεων από ξένες δυνάμεις, μέσω οργανώσεων με συγγενή ιδεολογία, πολυεπίπεδη χρηματοδότηση και συντονισμένες δράσεις διαμαρτυρίας.

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.

Η Σύνοδος των G7 στον Καναδά αναμένεται να είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα

Σχολιασμός

Η συνάντηση των G7 την επόμενη εβδομάδα στο Κανανάσκις, Αλμπέρτα, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια ασυνήθιστα ενδιαφέρουσα συζήτηση για τα δεδομένα αυτού του ομίλου.

Η πρώτη σύγχρονη σύνοδος κορυφής ηγετών ήταν το Συνέδριο της Βιέννης το 1814–1815 (Μέτερνιχ, Ταλεϊράν, Κάσλρι/Γουέλιγκτον, Νέσελροντ κ.ά.), που σημείωσε σχετική επιτυχία. Το Βερολίνο 63 χρόνια αργότερα (Μπίσμαρκ, Ντίζραελι, Άντρασι κ.ά.) ήταν μια μερική επιτυχία. Σαράντα χρόνια αργότερα, το 1919, ήρθε το Παρίσι και η Βερσαλλίες (Κλεμανσό, Γουίλσον, Λόιντ Τζορτζ, Ορλάντο), που δεν ήταν επιτυχία, ενώ 19 χρόνια μετά, το Μόναχο (Χίτλερ, Τσάμπερλεν, Νταλαδιέ, Μουσολίνι) ήταν καταστροφή.

Υπήρξαν μόνο τρεις συναντήσεις των Αμερικανών, Σοβιετικών και Βρετανών ηγετών κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Τεχεράνη, τη Γιάλτα και το Πότσνταμ, οι οποίες όμως γίνονταν όλο και λιγότερο επιτυχείς καθώς ο Στάλιν αθέτησε όλες τις δεσμεύσεις του για την απελευθέρωση της Ευρώπης. Η επόμενη τέτοια συνάντηση, που περιλάμβανε και τον Γάλλο ηγέτη Έντγκαρ Φορ, έγινε στη Γενεύη το 1955. Ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ άνοιξε τη συνεδρία με απαίτηση να τηρηθούν από την ΕΣΣΔ οι δεσμεύσεις της Γιάλτας και με πρόταση για αμοιβαία ανοχή στην αεροπορική αναγνώριση, γνωστή ως πρόγραμμα «Ανοικτών Ουρανών». Η ρωσική αντιπροσωπεία απαρτιζόταν από τρεις φατρίες που διεκδικούσαν τη διαδοχή του Στάλιν, αλλά δύο από τους αρχηγούς, ο Νικήτα Χρουστσόφ και ο Νικολάι Μπουλγκάνιν, απέρριψαν την πρόταση με έντονο τρόπο. (Τελικά έγινε αποδεκτή 17 χρόνια αργότερα.)

Η Σύνοδος Κορυφής του Παρισιού το 1960 ήταν φιάσκο, καθώς ο Χρουστσόφ απαίτησε χωρίς αποτέλεσμα συγγνώμη από τον Αϊζενχάουερ για τις πτήσεις αναγνώρισης πάνω από τη Σοβιετική Ένωση. Ο οικοδεσπότης, στρατηγός ντε Γκωλ, απάντησε διάσημα στην απειλή του Ρώσου ηγέτη να αποχωρήσει: «Μην σας καθυστερώ». Η επόμενη συνάντηση μεταξύ του προέδρου Κέννεντυ και του Χρουστσόφ στη Βιέννη το 1961, λίγο μετά την αποτυχημένη εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων στην Κούβα, ήταν επίσης αποτυχία λόγω της επιθετικότητας του Χρουστσόφ. Ακολούθησε η συνάντηση μεταξύ του προέδρου Τζόνσον και του σοβιετικού πρωθυπουργού Αλεξέι Κοσυγίν στο Γκλάσμπορο του Νιου Τζέρσεϊ το 1967, που ήταν πολιτισμένη αλλά ασήμαντη.

Η πραγματική ανάπτυξη της κορυφαίας διπλωματίας άρχισε με τον Ρίτσαρντ Νίξον. Ως αντιπρόεδρος, είχε τη διάσημη ανταλλαγή απόψεων με τον Χρουστσόφ στο λεγόμενο «Kitchen Debate» στην Αμερικανική Εθνική Έκθεση στη Μόσχα το 1959. Από το 1945, όταν ο πρόεδρος Τρούμαν αποκάλυψε στον Στάλιν την επιτυχή δοκιμή της πρώτης ατομικής βόμβας στο Αλαμογκόρντο κατά τη διάρκεια της συνόδου στο Πότσνταμ, μέχρι την εντυπωσιακή επίσκεψη του Νίξον στην Κίνα το 1972, δεν σημειώθηκε κάτι σημαντικό στις συναντήσεις, αν και κάθε μία ήταν πολύ δημοσιοποιημένη.

Η επίσκεψη στην Κίνα ξεκίνησε τη διαδικασία ομαλοποίησης των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και την ενσωμάτωση της Κίνας στους διεθνείς θεσμούς. Λίγο μετά, οι Βόρειοι Βιετναμέζοι εισέβαλαν στο Νότο προσπαθώντας να διακόψουν την επικείμενη επίσκεψη Νίξον στη Μόσχα. Οι Σοβιετικοί επιβεβαίωσαν την πρόσκληση και ο Νίξον, αφήνοντας τον επίγειο πόλεμο στο Βιετνάμ σχεδόν ολοκληρωτικά στους Νοτιοβιετναμέζους και Νοτιοκορεάτες (που νίκησαν τους Βόρειους Βιετναμέζους και το Βιετκόνγκ), διέταξε 1.000 αεροπορικές επιδρομές ημερησίως στο Βόρειο Βιετνάμ, αυξάνοντάς τες στις 1.200 κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Σοβιετική Ένωση. Για πρώτη φορά κυμάτισε η σημαία των ΗΠΑ δίπλα σε αυτή της Σοβιετικής Ένωσης πάνω από το Κρεμλίνο, και ο Νίξον υπέγραψε τη συμφωνία SALT 1, τη μεγαλύτερη συμφωνία ελέγχου των όπλων στην ιστορία του κόσμου, η οποία, παρεμπιπτόντως, αποκατέστησε την αμερικανική πυρηνική στρατιωτική υπεροχή, υπολογίζοντας κάθε αμερικανικό ICBM με 10 ανεξάρτητα στοχευμένες κεφαλές ως ένα μόνο πύραυλο.

Ακολούθησαν ετήσιες συναντήσεις των ηγετών των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970, μέχρι την εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν το 1979. Η ατμόσφαιρα παρέμεινε ψυχρή μέχρι την ανάδειξη του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ το 1983, και ο Ψυχρός Πόλεμος έληξε το 1991 με τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την κατάρρευση του διεθνούς κομμουνισμού. Ήταν η μεγαλύτερη και πλέον αβίαστη στρατηγική νίκη στην ιστορία των εθνών, καθώς ο μοναδικός αντίπαλος της Αμερικής κατέρρευσε χωρίς να χυθεί αίμα.

Οι συναντήσεις των G7 ξεκίνησαν το 1975 ως οικονομικές συζητήσεις μεταξύ των πέντε και αργότερα επτά κορυφαίων δυτικών οικονομικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσία συμμετείχε για κάποιο διάστημα, αλλά αποκλείστηκε μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Οι Ρώσοι και οι Κινέζοι συμμετείχαν στη δημιουργία μιας εναλλακτικής ομάδας, των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), με την πρώτη επίσημη σύνοδο το 2009.

Οι συναντήσεις των G7 συνήθως δεν παράγουν ιδιαίτερα ειδησεογραφικά αποτελέσματα και έχουν, κατά συνέπεια, μειώσει το ενδιαφέρον του κοινού. Για ένα διάστημα, οι σύνοδοι ήταν αφορμή βίαιων διαδηλώσεων από ακροαριστερούς και χούλιγκαν. Το 2002, ο Ζαν Κρετιέν επέλεξε τον Κανανάσκις ως τόπο συνάντησης, που ήταν σχεδόν απρόσιτος για τους διαδηλωτές, οι οποίοι θα έπρεπε να διασχίσουν δάση με αρκούδες, λύκους και δηλητηριώδη φίδια, εκτός από την αυστηρή ασφάλεια.

Ως θεσμός, ο G7 έχουν αποδειχθεί ανθεκτικός. Φέτος, οι καλεσμένοι περιλαμβάνουν τρεις χώρες των BRICS: Βραζιλία, Ινδία και Νότια Αφρική, καθώς και Αυστραλία, Ινδονησία, Μεξικό, Νότια Κορέα και Ουκρανία. Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα ομάδα ηγετών, από τον Τραμπ ως τον Μόντι, τον Λούλα ντα Σίλβα, την Σέινμπαουμ, τον Ζελένσκι, την Μελόνι και τον Μερτς. Υπάρχει αξία στο να συναντώνται ηγέτες που αντιπροσωπεύουν πάνω από 300 εκατομμύρια ανθρώπους, αν και μακριά από τις ιστορικές μορφές όπως ο Ρούσβελτ, ο Τσόρτσιλ και ο Στάλιν που καθόριζαν το μέλλον του κόσμου περιτριγυρισμένοι από στρατιωτικούς αρχηγούς με 40 εκατομμύρια μαχητές.

Φέτος, οι ηγέτες μπορούν να προωθήσουν τις διμερείς συζητήσεις για τους δασμούς με τις ΗΠΑ και την βοήθεια προς την Ουκρανία, ενώ πέντε ή έξι μπορούν να συντονίσουν περαιτέρω στρατηγικές συγκράτησης της Κίνας. Όλοι θα ήταν ευγνώμονες για όποιες πληροφορίες ο πρόεδρος Τραμπ μπορεί να δώσει σχετικά με τις συζητήσεις του με τον Ρώσο πρόεδρο και με το Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα και την τρομοκρατία. Οι συζητήσεις αυτές κορυφώνονται, κάνοντας τη συνάντηση πολύ επίκαιρη.

Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα είναι το σημαντικότερο πρόσωπο. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό και την επιρροή των συμμετεχόντων, η συνάντηση μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη. Όλοι ευχόμαστε καλή επιτυχία σε μια τόσο σημαντική διεθνή συνάντηση.

Η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας αδυνατεί να στηρίξει την κινεζική οικονομία

Σχολιασμός

Κάθε φορά που το Πεκίνο ανακοινώνει μέτρα στήριξης της κινεζικής οικονομίας, περιλαμβάνει στις εξαγγελίες του και τη μείωση των επιτοκίων ή άλλες μορφές νομισματικής χαλάρωσης. Ωστόσο, σύμφωνα με αναλυτές, η οικονομία δεν χρειάζεται μόνο νομισματική ώθηση, ενώ ακόμη και σε αυτόν τον τομέα, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας (People’s Bank of China – PBOC) φέρεται να μην προσφέρει ουσιαστική συμβολή στην προσπάθεια τόνωσης. Εκτιμάται μάλιστα ότι δεν ανταποκρίνεται επαρκώς ούτε στις προσδοκίες του πολιτικού καθεστώτος.

Αναλυτές επισημαίνουν ότι η εικόνα αυτή επιβεβαιώθηκε και τον Μάιο, όταν η PBOC συμμορφώθηκε με το αίτημα του Πεκίνου για νομισματική χαλάρωση, αλλά με τόσο περιορισμένο τρόπο, ώστε θεωρήθηκε σχεδόν αμελητέα. Η κίνηση στην οποία τελικά προχώρησε η Τράπεζα ήταν μια μείωση της τάξης του 0,1 της μονάδας στα επιτόκια. Ξεκίνησε στις αρχές του μήνα με αυτή τη μικρή μείωση του επιτοκίου των συμφωνιών επαναγοράς διάρκειας επτά ημερών και συνέχισε με μειώσεις ίδιου μεγέθους στο επιτόκιο αναφοράς δανεισμού – το βασικό επιτόκιο δανεισμού ενός έτους – και στις πενταετείς λήξεις.

Για μια οικονομία που, όπως αναγνωρίζει και το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ), έχει άμεση ανάγκη τόνωσης της καταναλωτικής ζήτησης και των επενδύσεων από την πλευρά των επιχειρήσεων, οι αλλαγές αυτές χαρακτηρίζονται ως κατώτερες των περιστάσεων. Πρόκειται, κατά τους ίδιους σχολιαστές, για συνέχεια μιας μακρόχρονης τάσης. Από τον Δεκέμβριο του 2021, όταν η PBOC ξεκίνησε να στηρίζει την πολιτική ώθησης της οικονομίας, οι μειώσεις των επιτοκίων δεν ξεπέρασαν αθροιστικά τις 0,8 ποσοστιαίες μονάδες – από το 3,8% στο 3,0%. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μείωσης, δηλαδή, δεν υπερβαίνει τις 0,2 ποσοστιαίες μονάδες.

Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ανάλυση, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς μια τέτοια περιορισμένη μεταβολή θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιαστικά τη συμπεριφορά των δανειοληπτών και των τραπεζών ή να ενθαρρύνει την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Αντιπαραβάλλουν, μάλιστα, τη στάση της PBOC με αυτήν της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), η οποία – αν και αντιμετωπίζει σαφώς ηπιότερες πιέσεις – μείωσε τα αμερικανικά επιτόκια κατά μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα μέσα στο διάστημα Σεπτέμβριος 2024-Φεβρουάριος 2025.

Η αδράνεια της PBOC προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη απορία, αν ληφθεί υπόψη ότι η κινεζική οικονομία παρουσιάζει πλέον τάσεις αποπληθωρισμού. Σε συνθήκες πληθωρισμού, οι δανειολήπτες αποπληρώνουν τα δάνειά τους με χρήματα μικρότερης πραγματικής αξίας από αυτήν που δανείστηκαν. Το 2021, όταν ξεκίνησε η προσπάθεια νομισματικής χαλάρωσης, ο ετήσιος πληθωρισμός τιμών παραγωγού άγγιζε το 10%, επιτρέποντας στους δανειολήπτες να αποπληρώσουν με χρήμα που είχε χάσει περίπου 10% της αγοραστικής του αξίας. Με το βασικό επιτόκιο στο 3,8%, το πραγματικό κόστος δανεισμού ήταν τότε αρνητικό, περίπου στο -6%.

Σήμερα, όμως, ο πληθωρισμός έχει μετατραπεί σε αποπληθωρισμό – σχεδόν -3% ετησίως – με αποτέλεσμα οι δανειολήπτες να καλούνται να αποπληρώνουν με χρήμα που έχει αυξημένη αγοραστική δύναμη. Ακόμη και μετά τις μειώσεις επιτοκίων, το πραγματικό κόστος δανεισμού υπολογίζεται πλέον κοντά στο 6%.

Η εξέλιξη αυτή αποθαρρύνει σαφώς τη ζήτηση για δανεισμό, την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Κατά τους αναλυτές, η PBOC θα έπρεπε να είχε οδηγήσει τα επιτόκια ακόμη και κάτω από το μηδέν, προκειμένου να ανακτήσει τα κίνητρα δανεισμού που υπήρχαν το 2021. Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτική της κρίνεται ακόμη πιο ανεπαρκής απ’ ό,τι δείχνουν οι αριθμοί.

Με άλλα λόγια, η νομισματική πολιτική στην Κίνα χαρακτηρίζεται σήμερα περισσότερο περιοριστική παρά επεκτατική. Αντί να στηρίξει τις προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος να αναζωογονήσει την οικονομία και να αντισταθμίσει την κρίση στον τομέα των ακινήτων και τη συνεπακόλουθη απώλεια εμπιστοσύνης, η PBOC φαίνεται να λειτουργεί ανασταλτικά. Η αποτυχία της αυτή θεωρείται ακόμη πιο ανησυχητική – έως και επικίνδυνη – σε μια περίοδο κατά την οποία οι πιέσεις από τους δασμούς των ΗΠΑ και ο εντεινόμενος διεθνής ανταγωνισμός καθιστούν τη στήριξη της οικονομίας πιο επιτακτική από ποτέ.

Του Milton Ezrati

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντανακλούν απαραίτητα τις απόψεις της εφημερίδας The Epoch Times.

Διδάγματα από τη φιλοοικογενειακή πολιτική της Ουγγαρίας

Σχολιασμός

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας που  ξεκίνησε το 2020, τα ποσοστά γάμων μειώθηκαν σημαντικά σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες πλην μίας. Μόνο μία χώρα κατάφερε να πλεύσει κόντρα στον άνεμο, σημειώνοντας μάλιστα μια μικρή αύξηση στα ποσοστά γάμων εκείνο το έτος, ενώ ορισμένες μεσογειακές χώρες είδαν μείωση μέχρι και 42%. Αυτή η χώρα ήταν η Ουγγαρία.

Η αύξηση των γάμων δεν οφειλόταν αποκλειστικά στην ισχυρή χριστιανική ταυτότητα της Ουγγαρίας. Ο Άντριου Μπράιτμπαρτ υποστήριξε ότι η πολιτική είναι κατακάθι του πολιτισμού. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο πολιτισμός είναι απότοκος της πολιτικής. Αν έπρεπε να στοιχηματίσω ποια πλευρά της ανθρώπινης κοινωνίας οδηγεί σε μεγαλύτερη αλλαγή, θα επέλεγα τον πολιτισμό, ο οποίος ασχολείται με τις πιο θεμελιώδεις πτυχές της ανθρώπινης ζωής και της καθημερινής ύπαρξης (φαγητό, οικογένεια, καλές τέχνες, πίστη), και επομένως τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και πεποίθηση. Αλλά η πραγματικότητα της πολιτικής και της πολιτισμικής αλλαγής αψηφά κάθε απλοϊκή φόρμουλα, και οι δύο σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας ασκούν βαρυτική έλξη η μία στην άλλη.

Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, βλέπουμε ένα παράδειγμα της επιρροής που μπορεί να έχει η πολιτική στον πολιτισμό — κάτι που θα μπορούσε εύκολα να αναπαραχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι νομοθετικές πράξεις της Ουγγαρίας φαίνεται να έχουν αλλάξει σημαντικά τους πολιτιστικούς κανόνες που αφορούν τον γάμο και την οικογένεια, καθιστώντας τον γάμο πιο δημοφιλή και ανατρέποντας την ιδέα του «γάμου-ορόσημο» υπέρ του «γάμου-ακρογωνιαίου λίθου».

Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, εισήγαγε διάφορα προγράμματα που προωθούν τον γάμο και την οικογενειακή ζωή. Για παράδειγμα, τα ζευγάρια που παντρεύονται πριν από τα 41α γενέθλια της νύφης λαμβάνουν δάνειο έως και 10 εκατομμύρια ουγγρικά φιορίνια, ποσό που αντιστοιχεί σε 30.000 ευρώ περίπου. Το ένα τρίτο του δανείου διαγράφεται εάν το ζευγάρι κάνει δύο παιδιά και το υπόλοιπο διαγράφεται εάν έχουν τρία ή περισσότερα. Η απόκτηση παιδιών μειώνει επίσης τους φόρους μιας οικογένειας, φθάνοντας έως και την πλήρη απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εφ’ όρου ζωής για τις γυναίκες με τέσσερα ή περισσότερα παιδιά. Άλλα οφέλη περιλαμβάνουν στεγαστική υποστήριξη στα παντρεμένα ζευγάρια και επιδόματα 5.000 φιορινιών ανά μήνα για τα πρώτα δύο χρόνια του γάμου.

Τα αποτελέσματα μιλούν από μόνα τους. Το ποσοστό γάμων στην Ουγγαρία διπλασιάστηκε από το 2010 έως το 2021. Η Ουγγαρία ηγείται πλέον της ΕΕ σε ποσοστά γάμων. Οι γυναίκες στην Ουγγαρία παντρεύονται επίσης σε νεότερη ηλικία από άλλες γυναίκες στην ΕΕ. Ταυτόχρονα, τα ποσοστά διαζυγίων έχουν μειωθεί στο μισό από το 2010 και τα ποσοστά αμβλώσεων έχουν επίσης μειωθεί στο μισό από το 2003. Αντίστοιχα, και ο αριθμός των αμβλώσεων και των γεννήσεων μεταξύ των εφήβων έχει μειωθεί από το 2016.

Συγκρίνετε αυτό με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου, το 2022, το ποσοστό των νοικοκυριών με επικεφαλής ένα παντρεμένο ζευγάρι ήταν το χαμηλότερο που έχει καταγραφεί ποτέ — μόλις 46,8%, έναντι του υψηλότερου 78,8% του 1949. Αν και το ποσοστό διαζυγίων στις ΗΠΑ έχει μειωθεί κάπως τα τελευταία χρόνια, παραμένει αλήθεια ότι περίπου το ένα τρίτο των γάμων καταλήγουν σε διαζύγιο, από το 2022. Με άλλα λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και πολλές άλλες χώρες, αντιμετωπίζουν μια κρίση γάμου.

Παράλληλα με την κρίση γάμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες — όπως σχεδόν ολόκληρος ο κόσμος — αντιμετωπίζουν και μια κρίση γονιμότητας, μια επικείμενη κατάρρευση του πληθυσμού, ο αντίκτυπος της οποίας θα συγκλονίσει τον κόσμο. Οι δημογράφοι συμφωνούν γενικά ότι θα φτάσουμε στο μέγιστο του πληθυσμού αυτόν τον αιώνα, μετά τον οποίο ο αριθμός μας θα μειωθεί σημαντικά. Σε όλες σχεδόν τις δυτικές χώρες, το ποσοστό γονιμότητας είναι σημαντικά χαμηλότερο από το ποσοστό των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα που απαιτείται για τη διατήρηση των επιπέδων πληθυσμού. Όπως αναφέρει το BBC, «ο κόσμος δεν είναι καλά προετοιμασμένος για την παγκόσμια κατάρρευση των γεννήσεων, η οποία αναμένεται να έχει ‘συγκλονιστικές’ επιπτώσεις στις κοινωνίες».

Η Ουγγαρία ελπίζει να καταπολεμήσει την κατάρρευση γονιμότητας μέσω της πολιτικής της υπέρ της οικογένειας, τα αποτελέσματα της οποίας έχουν αρχίσει να γίνονται ορατά. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, η πολιτική υπέρ της οικογένειας έχει οδηγήσει στη γέννηση 120.000 επιπλέον παιδιών κατά τη διάρκεια 10 ετών. Ενώ η Ουγγαρία δεν έχει ακόμη φτάσει τα ποσοστά γονιμότητας αντικατάστασης, έχει ανακάμψει από την «χαμηλότερη γονιμότητα» , ανεβάζοντας το ποσοστό από κάτω από 1,3 παιδιά ανά γυναίκα, σε περίπου 1,6 παιδιά ανά γυναίκα.

Η Ουγγαρία φέρεται να δαπανά το 5% του ΑΕΠ της στις φιλοοικογενειακές πολιτικές της, ποσοστό διόλου αμελητέο. Αλλά η καταστροφή των οικογενειών και η κατάρρευση των ποσοστών γονιμότητας έχουν επίσης κόστος. Χρειαζόμαστε ανθρώπους για μια ακμάζουσα οικονομία. Επιπλέον, τα παιδιά και οι οικογένειες είναι η ψυχή κάθε έθνους και οι εγγυητές του μέλλοντός του. Η προώθηση της οικογένειας — της «πρώτης κοινωνίας», που αποτελεί το δομικό στοιχείο και κύτταρο της ευρύτερης κοινωνίας — θα έπρεπε να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας προτεραιοτήτων κάθε κυβέρνησης. Και οι ισχυρές οικογένειες εξαρτώνται από ισχυρούς γάμους.

Μέχρι στιγμής, οι προσπάθειες της Ουγγαρίας προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να αποδίδουν. Όπως γράφει η Λώρι Ντε Ρόουζ για το Ινστιτούτο Οικογενειακών Σπουδών: «Κάνοντας τον γάμο οικονομικά επωφελή, η ουγγρική κυβέρνηση μπορεί να έχει βοηθήσει στην αλλαγή της πολιτιστικής εικόνας του γάμου από ένα μέσο επίδειξης ασφάλειας σε ένα μέσο οικοδόμησής της». Πράγματι, τα έθνη σε όλη τη Δύση πρέπει να επιστρέψουν σε μια αντίληψη του έγγαμου βίου ως κάτι φυσικό και προϋπόθεση ασφάλειας, αυτοεκπλήρωσης και ευτυχίας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να σημειώσουν τις ουγγρικές επιτυχίες και να τις αναπαράγουν. Το μέλλον μας εξαρτάται από αυτό.

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.

Η σιωπή των διεθνών ΜΜΕ για τις παραβιάσεις στην Κίνα

Μια πολυβραβευμένη σκηνοθέτρια και συγγραφέας έδωσε τη δική της εξήγηση για τη σιωπή που φαίνεται να επικρατεί σε δυτικά μέσα ενημέρωσης αναφορικά με τα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα.

Όπως επισημαίνουν παρατηρητές των εξελίξεων στην Κίνα, τα μέσα που κάποτε ήταν ιδιαίτερα επικριτικά για θέματα όπως η καταστολή στο Χονγκ Κονγκ, οι διώξεις των ασκουμένων του Φαλούν Γκονγκ και η κατάσταση στο Σιντζιάνγκ, πλέον σπανίως αναφέρονται σε αυτά.

Η Κέι Ρούμπατσεκ, σκηνοθέτρια, συγγραφέας και υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με καταγωγή από την Αυστραλία —η οποία έχει στο παρελθόν συλληφθεί για μικρό χρονικό διάστημα από τις κινεζικές αρχές— δήλωσε πως οι δημοσιογράφοι των δυτικών μέσων βρίσκονται σε «εξαιρετικά δύσκολη θέση».

Όπως ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο ABC Brisbane, εάν ένας δημοσιογράφος καλύψει ένα θέμα που θεωρείται ευαίσθητο από το καθεστώς, κινδυνεύει να απελαθεί και να του απαγορευτεί η είσοδος στη χώρα, κάτι που έχει συμβεί επανειλημμένως. Η ίδια πρόσθεσε ότι ακόμη και όταν ένα ρεπορτάζ αγγίζει ένα «λάθος» θέμα τη «λάθος» χρονική στιγμή, μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση των αρχών. Ειδικοί λόγοι απέλασης, σύμφωνα με τη Ρούμπατσεκ, περιλαμβάνουν την κάλυψη της πνευματικής άσκησης Φάλουν Γκονγκ, της διαφθοράς σε κάποια τοπική κοινότητα, ή ζητημάτων περιβαλλοντικής υποβάθμισης.

Η σκηνοθέτρια υποστήριξε επίσης πως σε κάποιες περιπτώσεις οι κινεζικές αρχές χρησιμοποιούν τους δημοσιογράφους ως «πιόνια» σε ένα παιχνίδι ανταλλαγών, παρακολουθώντας και παρεμποδίζοντας την πορεία ενός ρεπορτάζ από την αρχή ως το τέλος, κάτι που -όπως είπε- συμβαίνει συχνά. Για τον λόγο αυτό, τα μέσα εμφανίζονται εξαιρετικά επιφυλακτικά.

Χαρακτηριστική περίπτωση θεωρείται η αυθαίρετη κράτηση της Αυστραλής δημοσιογράφου Τσενγκ Λέι, η οποία εργαζόταν για το κινεζικό τηλεοπτικό δίκτυο CGTN και συνελήφθη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ως αντίποινα για την έκκληση της αυστραλιανής κυβέρνησης να διεξαχθεί έρευνα για την προέλευση του κορωνοϊού.

Η Αυστραλή δημοσιογράφος Τσενγκ Λέι παρακολουθεί την τελετή υπογραφής της συμφωνίας από τον πρωθυπουργό της Κίνας Λι Τσιανγκ και τον πρωθυπουργό της Αυστραλίας Άντονι Αλμπανέζι στο Κοινοβούλιο της Αυστραλίας. Καμπέρα, στις 17 Ιουνίου 2024. (Lukas Coch/POOL/AFP μέσω Getty Images)

 

Η Ρούμπατσεκ ανέφερε ακόμη έναν λόγο για τη σιωπή των δυτικών μέσων: τη διαφημιστική επιρροή του Πεκίνου. Σύμφωνα με την ίδια, η εφημερίδα China Daily —ένα από τα μεγαλύτερα κρατικά αγγλόφωνα έντυπα της Κίνας— έχει κατά καιρούς συμπεριλάβει ένθετα σε αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, παρέχοντας σημαντικά ποσά διαφημιστικών εσόδων που προέρχονται άμεσα από το κινεζικό καθεστώς. Όπως σημείωσε, αντίστοιχα φαινόμενα έχουν καταγραφεί και σε ραδιόφωνο, τηλεόραση, έντυπο Τύπο και κινηματογράφο.

Κατά την άποψή της, η Κίνα ασκεί ισχυρή επιρροή με τρόπο που στοχεύει όσους ήδη διακατέχονται από φόβο, γνωρίζοντας πώς να «πιέζει τα κατάλληλα κουμπιά».

Το 2024, δύο Αμερικανοί γερουσιαστές κάλεσαν εννέα μεγάλα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης —μεταξύ των οποίων οι Los Angeles Times και USA Today— να διακόψουν κάθε συνεργασία με την China Daily. Στην επιστολή τους κατηγόρησαν την εφημερίδα ότι επιχειρεί να εξωραΐσει τη γενοκτονία των Ουιγούρων στη Σιντζιάνγκ και να δικαιολογήσει τη χρηματοδότηση της Ρωσίας από το Πεκίνο για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Υποστήριξαν επίσης ότι όσα μέσα συνεχίζουν να συνεργάζονται με την εφημερίδα, λειτουργούν ως κανάλια προπαγάνδας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας προς το αμερικανικό κοινό.

Το ίδιο έτος, η China Daily επαίνεσε τον Αυστραλό πρωθυπουργό Άντονι Αλμπανέζι για την ικανότητά του να «διατηρεί ισορροπία» μεταξύ της στρατηγικής σχέσης με την Ουάσιγκτον και των οικονομικών συμφερόντων με το Πεκίνο, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε τις παγκόσμιες πολιτικές ανακατατάξεις που προέκυψαν μετά τη δεύτερη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.

Ο ηγέτης του ΚΚΚ Σι Τζινπίνγκ, ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας Άντονι Αλμπανέζε, ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Σερ Κιρ Στάρμερ και ο πρόεδρος της Κολομβίας Γκουστάβο Πέτρο με τους ηγέτες των μελών της G20, καθώς ποζάρουν για τη φωτογραφία της Παγκόσμιας Συμμαχίας κατά της Πείνας και της Φτώχειας στη σύνοδο κορυφής της G20. Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, στις 18 Νοεμβρίου 2024. (Stefan Rousseau – WPA Pool/Getty Images)

 

Η Ρούμπατσεκ, τέλος, υπογράμμισε τη σημασία του να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην Κίνα ως χώρα, τον κινεζικό λαό και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Όπως είπε, η ίδια έχει επισκεφθεί τη χώρα, την οποία περιέγραψε ως έναν υπέροχο τόπο με μακρά ιστορία και έναν λαό γεμάτο καλοσύνη —όπως σε κάθε χώρα, όταν υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός. Κατά την άποψή της, όμως, το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει εξελιχθεί σε μία «παραβατική οντότητα» με τρόπο λειτουργίας που προκαλεί έντονο προβληματισμό.

Της Cindy Li