Τετάρτη, 02 Ιούλ, 2025

Μελέτη: Πώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενισχύουν τις παραισθήσεις

Η εκτεταμένη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνδέεται με την αύξηση ψυχιατρικών διαταραχών που χαρακτηρίζονται από παραισθήσεις, όπως ο ναρκισσισμός και η σωματοδυσμορφική διαταραχή, καθώς οι διαδικτυακές πλατφόρμες δημιουργούν «κύκλοι ανατροφοδότησης» που εντείνουν τις διαστρεβλωμένες πεποιθήσεις, σύμφωνα με νέα μελέτη.

Έρευνα του Πανεπιστημίου Simon Fraser (SFU) κατέδειξε ισχυρή σχέση μεταξύ της έντονης χρήσης κοινωνικών δικτύων και της ανάπτυξης ψυχιατρικών διαταραχών που περιλαμβάνουν παραληρητικές ιδέες, όπως η παράνοια, ο ναρκισσισμός, η σωματοδυσμορφική διαταραχή και η νευρική ανορεξία.

Σύμφωνα με τον Μπερνάρ Κρέσπι, καθηγητή βιολογικών επιστημών και κάτοχο της Έδρας Έρευνας του Καναδά στη Γενετική και Ψυχολογία της Εξέλιξης στο SFU, τα ευρήματα της έρευνας έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην κατανόηση των αιτιών και των συμπτωμάτων των ψυχικών ασθενειών, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο επιδεινώνονται από τις διαδικτυακές πλατφόρμες.

Ενίσχυση διαστρεβλωμένων ιδεών

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό BMC Psychiatry, ανέλυσε 155 έρευνες και επιστημονικά άρθρα σχετικά με τη σχέση μεταξύ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της ψυχικής υγείας.

Η ανάλυση εντόπισε συγκεκριμένες παραληρητικές διαταραχές που ενδέχεται να επιδεινώνονται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μεταξύ αυτών είναι:

  • Η ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας, η οποία χαρακτηρίζεται από υπερβολικά αισθήματα ανωτερότητας.

  • Η ερωτομανία, όπου το άτομο πιστεύει λανθασμένα ότι μια διάσημη προσωπικότητα είναι ερωτευμένη μαζί του.

  • Η σωματοδυσμορφική διαταραχή, η οποία συνοδεύεται από εμμονική ενασχόληση με φαινομενικές ατέλειες στην εξωτερική εμφάνιση.

Ο Κρέσπι επισήμανε ότι οι συνθήκες που διαμορφώνουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιτρέπουν την ευκολότερη δημιουργία και διατήρηση διαστρεβλωμένων ιδεών, καθώς απουσιάζουν μηχανισμοί ελέγχου της πραγματικότητας, ενώ παράλληλα οι ίδιες οι πλατφόρμες ενισχύουν τις αιτίες των διαταραχών αυτών.

Κίνδυνοι για ευάλωτα άτομα

Αν και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να δημιουργήσουν υποστηρικτικές κοινότητες και να ενισχύσουν το αίσθημα του ανήκειν, οι Κρέσπι και η συν-συγγραφέας της μελέτης Νάνσι Γιανγκ επισημαίνουν ότι μπορεί επίσης να έχουν αρνητικές συνέπειες για άτομα με προδιάθεση σε ψυχικές διαταραχές.

Όπως αναφέρουν, η διαδικτυακή επικοινωνία συχνά πραγματοποιείται σε ένα απομονωμένο περιβάλλον, όπου οι χρήστες δεν εκτίθενται σε διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τις διαστρεβλωμένες πεποιθήσεις τους.

Η έρευνα τονίζει ότι βασικά χαρακτηριστικά πολλών πλατφορμών, όπως η δυνατότητα παρουσίασης μιας εξιδανικευμένης εικόνας του εαυτού, ενισχύουν ακόμα περισσότερο τις ψευδαισθήσεις, καθώς αυτές δεν αμφισβητούνται από την πραγματικότητα, όπως συμβαίνει στις δια ζώσης κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, η υπερβολική διαδικτυακή δραστηριότητα μπορεί να ενισχύσει την αίσθηση ότι οι χρήστες παρακολουθούνται συνεχώς, εντείνοντας παρανοϊκές πεποιθήσεις. Επιπλέον, ορισμένα άτομα μπορεί να αναπτύξουν ερωτομανία, πιστεύοντας λανθασμένα ότι κάποιος διάσημος ενδιαφέρεται ρομαντικά για αυτούς μετά από διαδικτυακές αλληλεπιδράσεις.

Η έρευνα εξέτασε επίσης τη σχέση μεταξύ του ναρκισσισμού και της χρήσης κοινωνικών δικτύων, με τα αποτελέσματα τριών διαφορετικών μελετών να εμφανίζουν ασυνέπειες.

Για παράδειγμα, μία μελέτη δεν βρήκε διαφορά στα επίπεδα ναρκισσισμού μεταξύ των ατόμων που διατηρούν λογαριασμό στο Facebook και όσων δεν έχουν. Ωστόσο, η ίδια μελέτη διαπίστωσε ότι οι χρήστες με υψηλότερα επίπεδα ναρκισσισμού περνούσαν περισσότερες από τρεις ώρες ημερησίως στο Facebook και είχαν πάνω από 300 φίλους, σε αντίθεση με εκείνους που το χρησιμοποιούσαν λιγότερο από μία ώρα ημερησίως και είχαν μεταξύ 151 και 300 φίλων.

Τα συμπεράσματα της μελέτης υπογραμμίζουν ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι από τη φύση τους επιβλαβή, ωστόσο η διαχείριση της χρήσης τους είναι κρίσιμη, ιδιαίτερα για άτομα που έχουν προδιάθεση σε παραληρητικές διαταραχές, όπως ο ναρκισσισμός, η σωματοδυσμορφική διαταραχή, η ανορεξία, η παράνοια και η ψύχωση. Οι ερευνητές τόνισαν ότι η μείωση της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να συμβάλει στον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων τους σε αυτές τις ομάδες.

Οι επιστήμονες προτείνουν περαιτέρω έρευνα για να κατανοηθεί ποιες συγκεκριμένες πτυχές των κοινωνικών δικτύων ενισχύουν τις παραληρητικές πεποιθήσεις. Παράλληλα, αναφέρουν ότι τεχνολογικές καινοτομίες, όπως χαρακτηριστικά που βελτιώνουν την οπτική επαφή, οι τρισδιάστατες προοπτικές και τα άβαταρ (εικόνα ή σχέδιο που χρησιμοποιείται από χρήστες διαδικτύου σαν ταυτότητα), θα μπορούσαν να ενισχύσουν τον ρεαλισμό των διαδικτυακών αλληλεπιδράσεων.

Οι «κύκλοι ανατροφοδότησης» εντείνουν τις διαστρεβλωμένες πεποιθήσεις

Άτομα με ψυχικές διαταραχές που επηρεάζουν την αυτοεκτίμησή τους, όπως ο ναρκισσισμός και η παρανοϊα, διατρέχουν τον μεγαλύτερο ψυχικό κίνδυνο από τη χρήση των κοινωνικών μέσων, δήλωσε η Δρ Σαναμ Χαφήζ, νευροψυχολόγος και διευθύντρια της Comprehend the Mind στη Νέα Υόρκη, στην Epoch Times. Όπως ανέφερε, οι αναπαραστάσεις και οι κύκλοι ανατροφοδότησης στα κοινωνικά μέσα εντείνουν τις παραμορφωμένες πεποιθήσεις ατόμων που ήδη εμφανίζουν παραληρηματικές τάσεις σχετικά με την εικόνα του εαυτού τους.

Η Δρ Χαφήζ τόνισε ότι η έρευνα αποκαλύπτει ότι τα κοινωνικά μέσα ενισχύουν μη ρεαλιστικές αυτοεικόνες, γεγονός που επιτείνει αυτές τις ψυχικές διαταραχές διαταράσσοντας την ικανότητα των ατόμων να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα με ακρίβεια. Η έρευνα παρουσίασε ευρήματα για το πώς τα κοινωνικά μέσα έχουν τάση να εντείνουν τις προϋπάρχουσες παραληρηματικές τάσεις, αντί να αποτελούν την αιτία, επισημαίνοντας την ανάγκη αξιολόγησης των περιβαλλοντικών παραμέτρων κατά την κατανόηση της ανάπτυξης των ψυχικών διαταραχών.

Σύμφωνα με τη Δρα Χαφήζ, η έρευνα θα πρέπει να επεκταθεί για να εξετάσει την επίδραση των κοινωνικών μέσων στην ψυχική υγεία, ενώ θα πρέπει να αναπτυχθούν καλύτερα υποστηρικτικά συστήματα για χρήστες που ήδη έχουν ψυχικές διαταραχές.

Οι ερευνητές αναγνώρισαν περιορισμούς στην έρευνα. Όπως ανέφεραν, δεν υπάρχει αρκετή έρευνα σχετικά με τη χρήση των κοινωνικών μέσων σε καταστάσεις όπως ο αυτισμός, η σχιζοφρένεια και οι διατροφικές διαταραχές για να καταλήξουν σε σαφή συμπεράσματα. Η σύνδεση μεταξύ της χρήσης του διαδικτύου και της ψύχωσης απαιτεί περισσότερη διερεύνηση.

Επίσης, σύμφωνα με τους ερευνητές, οι μελλοντικές έρευνες θα πρέπει να εξετάσουν πώς διαφορετικές πλατφόρμες κοινωνικών μέσων επηρεάζουν συγκεκριμένα διαφορετικά ψυχικά ζητήματα.

Τεχνητά γλυκαντικά και καρδιακή υγεία: Νέα μελέτη αποκαλύπτει πιθανές επιπτώσεις

Επιστήμονες ανακάλυψαν υποδοχείς «γλυκιάς γεύσης» στην καρδιά που ανταποκρίνονται σε τεχνητά γλυκαντικά, όπως η ασπαρτάμη. Αυτή η ανακάλυψη μπορεί να εξηγήσει τον συσχετισμό των γλυκαντικών με καρδιακά προβλήματα.

Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες του Πανεπιστημίου Loyola, παρουσιάστηκε στο 69ο Ετήσιο Συνέδριο της Βιοφυσικής Εταιρείας στο Λος Άντζελες (15-19 Φεβρουαρίου).

Η μελέτη αποκάλυψε ότι αυτοί οι υποδοχείς, οι οποίοι είναι όμοιοι με εκείνους που βρίσκονται στη γλώσσα, επηρεάζουν άμεσα τις συσπάσεις του καρδιακού μυός όταν διεγείρονται από γλυκές ουσίες.

Οι υποδοχείς γεύσης και η καρδιακή λειτουργία

Παρόλο που οι υποδοχείς γεύσης είναι συνήθως συνδεδεμένοι με τη γεύση, έχουν εντοπιστεί και σε άλλα σημεία του σώματος, όπως στο στομάχι, στα έντερα, στο πάγκρεας και στους αεραγωγούς. Η νέα μελέτη είναι η πρώτη που εντοπίζει υποδοχείς γλυκιάς γεύσης (TAS1R2 και TAS1R3) στην επιφάνεια των κυττάρων του καρδιακού μυός.

Η επίδραση της ασπαρτάμης στην καρδιακή σύσπαση

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι αυτοί οι υποδοχείς είναι λειτουργικοί στην καρδιά. Η διέγερση των υποδοχέων σε καρδιακά κύτταρα ανθρώπων και ποντικών με ασπαρτάμη, ένα κοινό τεχνητό γλυκαντικό, οδήγησε σε σημαντική αύξηση της συστολής του καρδιακού μυός και στη βελτίωση της διαχείρισης του ασβεστίου, τα οποία είναι απαραίτητα για το σχηματισμό καρδιακού παλμού.

Η διαχείριση του ασβεστίου επιτρέπει τη συστολή και τη χαλάρωση των μυϊκών κυττάρων της καρδιάς. Διαταραχές σε αυτή τη διαδικασία μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιακά προβλήματα.

«Μετά από ένα γεύμα, παρατηρείται αύξηση της καρδιακής συχνότητας και της αρτηριακής πίεσης», δήλωσε ο Μίκα Γιόντερ, μεταπτυχιακός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Loyola. «Μέχρι τώρα, αυτό θεωρούνταν νευρολογική αντίδραση, αλλά προτείνουμε μια άμεση επίδραση, όπου η αύξηση του σακχάρου στο αίμα ενεργοποιεί τους υποδοχείς γλυκιάς γεύσης στα κύτταρα του καρδιακού μυός, προκαλώντας αλλαγές στον καρδιακό παλμό».

Σύνδεση με την καρδιακή ανεπάρκεια

Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι υποδοχείς γλυκιάς γεύσης είναι πιο άφθονοι στις καρδιές ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια, γεγονός που υποδηλώνει πιθανή σχέση με τη νόσο.

Όταν οι υποδοχείς αυτοί ενεργοποιούνται από ασπαρτάμη, προκαλούν αλλαγές στα κύτταρα της καρδιάς που ελέγχουν το ασβέστιο και τη μυϊκή σύσπαση. «Κατά την καρδιακή ανεπάρκεια, η καρδιά αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται την ενέργεια, δίνοντας προτεραιότητα στην πρόσληψη και χρήση γλυκόζης», εξηγεί ο Γιόντερ. Αυτός είναι ένας ταχύτερος τρόπος παραγωγής ενέργειας όταν υπάρχει έλλειψη οξυγόνου.

Η μελέτη ενδέχεται να εξηγεί γιατί η υπερβολική κατανάλωση τεχνητών γλυκαντικών σχετίζεται με αρρυθμίες. «Η υπερδιέγερση αυτών των υποδοχέων μπορεί να οδηγήσει σε συμπεριφορές που μοιάζουν με καρδιακές αρρυθμίες», προειδοποιεί ο Γιόντερ. Αυτό συμβαίνει επειδή η υπερβολική ενεργοποίηση αυτών των υποδοχέων μπορεί να διαταράξει τη φυσιολογική ηλεκτρική σηματοδότηση του καρδιακού μυός.

Ωστόσο, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να κατανοηθεί πλήρως η μακροχρόνια επίδραση της διέγερσης αυτών των υποδοχέων και η πιθανή χρήση τους στη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας.

Γνώμες ειδικών για τα γλυκαντικά

Η έρευνα αυτή υποδηλώνει πιθανή σύνδεση μεταξύ της κατανάλωσης τεχνητών γλυκαντικών και του αυξημένου κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων, συμπεριλαμβανομένων των αρρυθμιών και της καρδιακής ανεπάρκειας, σύμφωνα με τον Δρα Ρατζ Ντασγκούπτα, αναπληρωτή καθηγητή κλινικής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Ρίβερσαϊντ.

«Παρόλο που οι ακριβείς μηχανισμοί δεν είναι ακόμη ξεκάθαροι και απαιτείται περισσότερη έρευνα, εάν έχετε καρδιακά προβλήματα, ίσως είναι συνετό να παρακολουθείτε την κατανάλωση γλυκαντικών μέχρι να έχουμε περισσότερα δεδομένα», τόνισε ο Δρ Ντασγκούπτα στην Epoch Times.

Ο Γιώργος Κυριαζής, επίκουρος καθηγητής βιοχημείας και φαρμακολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο, είχε διαφορετική άποψη σε ηλεκτρονικό μήνυμα που έστειλε στην Epoch Times. «Η ασπαρτάμη μπορεί να ενεργοποιήσει μόνο τον ανθρώπινο υποδοχέα γλυκιάς γεύσης και όχι τον αντίστοιχο του ποντικιού—αντίθετα με όσα αναφέρει η μελέτη». «Αν αυτό δεν είναι καμπανάκι, δεν ξέρω τι είναι», πρόσθεσε ο Κυριαζής.

Η Στέφανι Σιφ, εγγεγραμμένη διαιτολόγος στο Νοσοκομείο Huntington, τμήμα του Northwell Health στη Νέα Υόρκη, δήλωσε στην Epoch Times ότι, απ’ όσο γνωρίζει, «δεν έχουν υπάρξει ποτέ μελέτες που να συσχετίζουν την υψηλή πρόσληψη ζάχαρης ή τεχνητών γλυκαντικών με οφέλη για την υγεία της καρδιάς».

Η ίδια επεσήμανε μία μελέτη του 2022 στο British Medical Journal (BMJ), η οποία διαπίστωσε ότι τα τεχνητά γλυκαντικά μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιακής νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου. Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι η ασπαρτάμη διεγείρει άμεσα τους υποδοχείς των καρδιακών κυττάρων, οδηγώντας σε ισχυρότερους, ενδεχομένως ακανόνιστους καρδιακούς παλμούς. Ο κίνδυνος ήταν ιδιαίτερα υψηλός για τα άτομα με καρδιακή ανεπάρκεια, σύμφωνα με τη Σίφ.

«Ως διαιτολόγος που περνάει μεγάλο μέρος της ημέρας της με ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, ίσως είναι καλή ιδέα να εξετάσουμε την κατανάλωση ζάχαρης και τεχνητών γλυκαντικών ως πιθανό παράγοντα της κατάστασής τους και να προσπαθήσουμε να τη μειώσουμε», δήλωσε.

Τι σημαίνει αυτό για την κατανάλωση γλυκαντικών

Η κατανόηση του τρόπου επίδρασης της ζάχαρης και των τεχνητών γλυκαντικών στη συστολή του καρδιακού μυός θα μπορούσε μελλοντικά να χρησιμοποιηθεί για τη ρύθμιση των καρδιακών παλμών και τη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας. «Προς το παρόν, όμως, ίσως χρειάζεται να επικεντρωθούμε στη μείωση της κατανάλωσης αυτών των ουσιών», επισημαίνει η Σιφ.

Ο Δρ Ντασγκούπτα εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με την ασφάλεια των τεχνητών γλυκαντικών. «Για καιρό θεωρούνταν γενικά ασφαλή, αλλά προηγούμενες μελέτες έχουν συνδέσει τα γλυκαντικά με αύξηση βάρους, υπέρταση και μεταβολικό σύνδρομο».

«Αυτή η έρευνα, όπως και άλλες πριν από αυτήν, μας κάνει να αναρωτηθούμε πόσα πραγματικά γνωρίζουμε για τις μακροχρόνιες επιδράσεις τους, ειδικά για άτομα με καρδιολογικά προβλήματα», κατέληξε.

Η έκθεση στον ήλιο κατά την παιδική ηλικία μειώνει τον κίνδυνο της σκλήρυνσης κατά το ένα τρίτο

Μόλις μισή ώρα καθημερινής έκθεσης στον ήλιο κατά τη διάρκεια του πρώτου καλοκαιριού στη ζωή ενός παιδιού μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο υποτροπών σκλήρυνσης κατά πλάκας (ΣΚΠ), σύμφωνα με νέα έρευνα, που διαπίστωσε παρόμοια προστατευτικά οφέλη από την έκθεση της μητέρας στον ήλιο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Η παιδιατρική σκλήρυνση κατά πλάκας αναφέρεται στην πολλαπλή σκλήρυνση που διαγιγνώσκεται σε παιδιά και εφήβους, συνήθως πριν από την ηλικία των 18 ετών, και αντιπροσωπεύει έως και το 5% όλων των περιπτώσεων σκλήρυνσης κατά πλάκας. Το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται λανθασμένα στο κεντρικό νευρικό σύστημα, οδηγώντας σε μυϊκή αδυναμία και ένα ευρύ φάσμα άλλων συμπτωμάτων.

«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι η έκθεση στον ήλιο στην πρώιμη παιδική ηλικία μπορεί να έχει μακροχρόνια οφέλη στην εξέλιξη της σκλήρυνσης κατά πλάκας στην παιδική ηλικία», δήλωσε η Δρ Τζίνα Τσανγκ του Νοσοκομείου Παίδων της Φιλαδέλφειας και μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας .

Μειωμένος κίνδυνος υποτροπής της σκλήρυνσης κατά πλάκας στα παιδιά

Η νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Neurology Neuroimmunology & Neuroinflammation, υποδηλώνει ότι η σύντομη καθημερινή έκθεση στον ήλιο μπορεί να ωφελήσει τα παιδιά με παιδιατρική σκλήρυνση κατά πλάκας. Η μελέτη, που διεξήχθη σε σχεδόν 20 παιδιατρικές κλινικές περιπτώσεις σκλήρυνσης κατά πλάκας στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρακολούθησε περισσότερα από 300 παιδιά και νεαρούς ενήλικες (ηλικίας 4-21 ετών) που διαγνώστηκαν με παιδική σκλήρυνση κατά πλάκας από το 2011 έως το 2017, με μέση παρακολούθηση τριών ετών.

Λίγο πάνω από το 60% εμφάνισε τουλάχιστον μία υποτροπή, η οποία ορίστηκε ως νέα ή επαναλαμβανόμενα συμπτώματα που διαρκούσαν τουλάχιστον 24 ώρες, συνέβαιναν με διαφορά τουλάχιστον 30 ημερών και δεν σχετίζονταν με πυρετό ή λοίμωξη.

Μετά την προσαρμογή ανάλογα με παράγοντες όπως η έκθεση στον καπνό, η εποχή γέννησης, ο τύπος της φαρμακευτικής αγωγής κατά της σκλήρυνσης κατά πλάκας και οι πρακτικές ηλιοπροστασίας, η μελέτη διαπίστωσε έναν συσχετισμό: τα παιδιά που εκτίθονταν στον ήλιο τουλάχιστον 30 λεπτά καθημερινά, κατά τη διάρκεια του πρώτου τους καλοκαιριού, είχαν 33% λιγότερες πιθανότητες υποτροπής σε σύγκριση με εκείνα που εκτέθηκαν λιγότερο στον ήλιο.

Επίσης, τουλάχιστον 30 λεπτά έκθεσης στον ήλιο για τις μητέρες των συμμετεχόντων κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου της εγκυμοσύνης τους συσχετίστηκαν με 32% λιγότερες πιθανότητες υποτροπής της σκλήρυνσης κατά πλάκας στα παιδιά τους. Η έκθεση στον ήλιο και η υπεριώδης ακτινοβολία αργότερα στη ζωή δεν έδειξαν σημαντική επίδραση στον κίνδυνο υποτροπής.

«Η ιδέα ότι η έκθεση της μητέρας στον ήλιο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης θα μπορούσε να επηρεάσει τον κίνδυνο υποτροπής του παιδιού της αργότερα στη ζωή είναι συναρπαστική», δήλωσε στην Epoch Times ο Δρ Μάικλ Τζενοβέζε , επικεφαλής ιατρικός σύμβουλος της Ascendant New York και διπλωματούχος του Αμερικανικού Συμβουλίου Ψυχιατρικής και Νευρολογίας, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη. «Θέτει ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με το πώς οι περιβαλλοντικοί παράγοντες της πρώιμης ζωής διαμορφώνουν την υγεία του ανοσοποιητικού συστήματος». Πρόκειται για μια μελέτη παρατήρησης, οπότε δεν μπορούσε να τεκμηριώσει σχέση αιτίας και αποτελέσματος, παρά μόνο ότι υπήρχε συσχέτιση.

Ο Δρ Τζενοβέζε επεσήμανε έναν βασικό περιορισμό της μελέτης: την εξάρτησή της από τη μνήμη των γονέων για την έκθεση στον ήλιο στο παρελθόν, την οποία περιέγραψε ως «όχι πάντα αξιόπιστη». Ζήτησε περαιτέρω έρευνα με τη χρήση μετρήσιμων επιπέδων βιταμίνης D και μακροχρόνιας παρακολούθησης για την επικύρωση των ευρημάτων.

Ο ρόλος της βιταμίνης D

Αν και το ιστορικό έκθεσης ενός ασθενούς στον ήλιο δεν αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα για τη διαχείριση της σκλήρυνσης κατά πλάκας, μπορεί να προσφέρει πολύτιμο πλαίσιο – «κυρίως μέσω της επίδρασής της στα επίπεδα της βιταμίνης D», δήλωσε στην Epoch Times ο Δρ Αχιλλέας Ντράνος, νευρολόγος και ειδικός στη σκλήρυνση κατά πλάκας στο Achilles Neurology, στο Μπέβερλυ Χιλς της Καλιφόρνια.

«Το ηλιακό φως βοηθά τον οργανισμό να παράγει βιταμίνη D, γνωστή και ως ‘βιταμίνη του ήλιου’, και η έρευνα δείχνει ότι η επάρκεια της βιταμίνης D μπορεί να μειώσει τη δραστηριότητα της νόσου της σκλήρυνσης κατά πλάκας», δήλωσε ο Δρ Ντράνος. Αυτό σημαίνει ότι για τους ασθενείς με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D ή για όσους ζουν σε περιοχές με περιορισμένο ηλιακό φως, «θα μπορούσαμε να εξετάσουμε το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρώματος βιταμίνης D ως μέρος μιας συνολικής στρατηγικής διαχείρισης», πρόσθεσε.

Η βιταμίνη D μπορεί να συμβάλλει στη μείωση της δραστηριότητας της σκλήρυνσης κατά πλάκας ρυθμίζοντας τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος που επιτίθενται στη μυελίνη (το προστατευτικό κάλυμμα των νεύρων) και επίσης μειώνοντας τη φλεγμονή στον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό.

Οι αποφάσεις για την αντιμετώπιση είναι πολύπλευρες και βασίζονται σε μια συνολική αξιολόγηση της δραστηριότητας της νόσου, του ιατρικού ιστορικού του ασθενούς και των προσωπικών προτιμήσεων, δήλωσε ο Δρ Ντράνος. «Όταν σχεδιάζω τη θεραπεία, ελέγχω τακτικά τα επίπεδα βιταμίνης D των ασθενών μου με σκλήρυνση κατά πλάκας και ενθαρρύνω την ασφαλή έκθεση στον ήλιο ή τα συμπληρώματα ως μέρος της συνολικής τους φροντίδας.»

Προσθήκη στα στοιχεία που συνδέουν τον ήλιο με τον κίνδυνο της σκλήρυνσης κατά πλάκας

Η μελέτη αυτή προστίθεται στην αυξανόμενη έρευνα που υποδηλώνει ότι η έκθεση στον ήλιο και τα επίπεδα βιταμίνης D θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πρόληψη και τη διαχείριση της ΣΚΠ.

Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που δέχονται περισσότερο ηλιακό φως κατά τη διάρκεια της ζωής τους τείνουν να έχουν μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης ΣΚΠ και συχνά ηπιότερη πορεία της νόσου, εάν την αναπτύξουν. Η σχέση μεταξύ της σκλήρυνσης κατά πλάκας και του τόπου διαμονής των ανθρώπων είναι «αρκετά εντυπωσιακή», δήλωσε ο Δρ Τζενοβέζε. Η σκλήρυνση κατά πλάκας είναι πιο συχνή σε μέρη πιο μακριά από τον ισημερινό, όπου οι άνθρωποι έχουν λιγότερη ηλιοφάνεια όλο το χρόνο, σημείωσε.

Η Τσανγκ σημείωσε ότι μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να εξετάσουν πώς ο χρόνος έκθεσης στον ήλιο πριν και μετά τη διάγνωση της σκλήρυνσης κατά πλάκας μπορεί να επηρεάσει την πορεία της νόσου, ώστε να καθοδηγήσουν καλύτερα τις συστάσεις προς τα παιδιά που ζουν με την πάθηση και να βοηθήσουν στο σχεδιασμό πιθανών κλινικών δοκιμών. Προς το παρόν, οι ειδικοί συνιστούν να εξισορροπούν τα οφέλη και τους κινδύνους της έκθεσης στον ήλιο και να εξετάζουν την πρόσληψη βιταμίνης D ως μέρος ενός ολοκληρωμένου σχεδίου φροντίδας για τη σκλήρυνση κατά πλάκας.

«Η ισορροπία είναι το κλειδί – η υπερβολική έκθεση στον ήλιο ενέχει κινδύνους, οπότε οποιεσδήποτε συστάσεις πρέπει να γίνονται με αυτό κατά νου», δήλωσε ο Δρ Τζενοβέζε .

Φάρμακο για τον διαβήτη μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση του καρκίνου του πνεύμονα σε υπέρβαρους ασθενείς

Ένα κοινό φάρμακο για τον διαβήτη μπορεί να προσφέρει νέες ελπίδες στους υπέρβαρους ασθενείς που μάχονται με τον καρκίνο του πνεύμονα.

Οι ερευνητές βρήκαν ότι η μετφορμίνη, ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες για τον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα, θα μπορούσε να βελτιώσει την έκβαση της ανοσοθεραπείας και να παρατείνει τη ζωή των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα που έχουν μερικά κιλά παραπάνω.

Ο καρκίνος του πνεύμονα είναι επί του παρόντος η κύρια αιτία θανάτου των Αμερικανών με καρκίνο, και σχεδόν 235.000 νέα κρούσματα διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο. Για το 2024, η εκτίμηση των θυμάτων της συγκεκριμένης νόσου ανερχόταν στους 125.070, σύμφωνα με δεδομένα από την Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία.

«Η μελέτη μας […] υποδηλώνει ότι η μετφορμίνη μπορεί να επηρεάσει θετικά την έκβαση της θεραπείας για τους υπέρβαρους και παχύσαρκους ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα διορθώνοντας τις αρνητικές επιπτώσεις που επιβάλει η πάθηση στην αντικαρκινική ανοσοαπόκριση», είπε στην Epoch Times ο Τζόσεφ Μπάρμπι, επίκουρος καθηγητής ογκολογίας στο Τμήμα Ανοσολογίας του Roswell Park και επικεφαλής συν-συγγραφέας της μελέτης.

Πρόσθεσε ότι απαιτείται περισσότερη έρευνα για να δοκιμαστεί η επίδραση της μετφορμίνης σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα κατά του καρκίνου του πνεύμονα σε υπέρβαρους καρκινοπαθείς ασθενείς.

Αντικαρκινικά οφέλη της μετφορμίνης

Επιστήμονες στο Ολοκληρωμένο Αντικαρκινικό Κέντρο Roswell Park (Roswell Park Comprehensive Cancer Center), στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης, υποθέτουν ότι τα αντικαρκινικά οφέλη της μετφορμίνης μπορεί να είναι ιδιαίτερα εμφανή στους ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα οι οποίοι είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Αυτή η θεωρία υποστηρίζεται από στοιχεία δύο δεκαετιών που συνδέουν τη μετφορμίνη με μειωμένη καρκινική πρόοδο.

Οι ερευνητές εντυπωσιάστηκαν από παλαιότερες κλινικές δοκιμές, οι οποίες συχνά περιελάμβαναν ασθενείς κανονικού βάρους και δεν επεδείκνυαν ξεκάθαρα αντικαρκινικά οφέλη. Πρότειναν πως η συμπερίληψη ως επί το πλείστον κανονικού βάρους ασθενών πιθανόν να απέκρυψε πιο ισχυρά στοιχεία όσον αφορά την επίδραση του φαρμάκου σε συγκεκριμένους πληθυσμούς, ειδικότερα αυτούς που είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.

Για τη νέα τους μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό του Εθνικού Αντικαρκινικού Ινστιτούτου (Journal of the National Cancer Institute), οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από δύο ξεχωριστές ομάδες ασθενών. Η πρώτη περιελάμβανε 511 υπέρβαρους ασθενείς με δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) άνω του 25, και 232 ασθενείς με ΔΜΣ κάτω του 25, το οποίο θεωρείται το υγιές όριο. Όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε εγχείρηση.

Στη δεύτερη ομάδα, εστίασαν στον αντίκτυπο της μετφορμίνης πάνω στην παράταση της ζωής των ασθενών, χωρίς πρόοδο του καρκίνου, ανάμεσα σε 284 υπέρβαρους ασθενείς συγκριτικά με 184 όχι υπέρβαρους ασθενείς οι οποίοι έλαβαν ανοσοθεραπεία, ένα είδος αντικαρκινικού φαρμάκου.

«Η δουλειά μας δείχνει ότι η αντικαρκινική επίδραση της μετφορμίνης είναι ενεργή μόνο στην περίπτωση της παχυσαρκίας», είπε σε δήλωση Τύπου ο Δρ Σάι Γιενταμούρι, επικεφαλής στρατηγικής και επικεφαλής θωρακικής χειρουργικής στο Ολοκληρωμένο Αντικαρκινικό Κέντρο του Roswell Park και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. «Παρατηρήσαμε πιο μακροχρόνια παράταση χωρίς υποτροπή σε υπέρβαρους ασθενείς, οι οποίοι πήραν μετφορμίνη και υποβλήθηκαν σε εγχείρηση.»

Η μετφορμίνη μπορεί να βοηθήσει τους καρκινοπαθείς ασθενείς, ειδικά αυτούς που είναι υπέρβαροι, με τρεις τρόπους:

• Μειωμένη υποτροπή του καρκίνου: Για τα υπέρβαρα άτομα που υποβλήθηκαν σε εγχείρηση για αφαίρεση τμήματος του πνεύμονα (λοβεκτομή), η μετφορμίνη συνδέθηκε με λιγότερες πιθανότητες επανεμφάνισης του καρκίνου.

• Επιβράδυνση της ανάπτυξης του όγκου: Η μετφορμίνη επιβράδυνε την ανάπτυξη του όγκου σε υπέρβαρα ποντίκια, επηρεάζοντας το ανοσοποιητικό σύστημα.

• Βελτιωμένη ανοσοθεραπεία: Η μετφορμίνη ήταν πιο αποτελεσματική στην αντιμετώπιση του καρκίνου σε υπέρβαρα ποντίκια και ανθρώπους όταν συνδυάστηκε με ανοσοθεραπεία.

«Είναι γνωστό ότι η παχυσαρκία  επηρεάζει αρνητικά το ανοσοποιητικό σύστημα με τρόπους που  υπονομεύουν την αποτελεσματική αντικαρκινική ανοσία και προάγουν δυσμενή αποτελέσματα», είπε ο Μπάρμπι. «Σε προηγούμενη εργασία, καταφέραμε να συσχετίσουμε τη σπλαχνική ή κεντρική παχυσαρκία με επιθετική ασθένεια και ανοσοποιητική δυσλειτουργία σε ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα και προ-κλινικά καρκινικά μοντέλα.»

Μηχανισμός δράσης

Σε προ-κλινικές μελέτες, η μετφορμίνη φαίνεται να επιβραδύνει την ανάπτυξη όγκων και να αντιστρέφει την ανοσοκαταστολή που προκαλείται από την παχυσαρκία. Ο συνδυασμός της μετφορμίνης με έναν αναστολέα ανοσοποιητικού σημείου ελέγχου οδήγησε σε ενισχυμένο έλεγχο της ανάπτυξης του όγκου, παρόλο που αυτά τα αποτελέσματα παρατηρήθηκαν κυρίως σε παχύσαρκους ασθενείς.

«Σε παχύσαρκους ή υπέρβαρους ασθενείς, η μετφορμίνη φαίνεται να αλλάζει την ισορροπία μεταξύ των ανοσοκατασταλτικών μηχανισμών και αυτών που ενεργοποιούν τις διαδικασίες εξόντωσης των όγκων», εξήγησε ο Μπάρμπι σε δήλωση Τύπου.

Παλαιότερη έρευνα έχει δείξει ότι οι χρήστες μετφορμίνης γενικά έχουν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν θανατηφόρο νόσο, ενώ μια μελέτη που διεξήχθη σε ποντίκια ανακάλυψε ότι η μετφορμίνη μπορεί επίσης να αποτρέψει την ανάπτυξη όγκων του πνεύμονα που σχετίζονται με τη χρήση καπνού.

Τα ευρήματα οδηγούν σε νέα κλινική δοκιμή

Οι ερευνητές σκοπεύουν να εμπνεύσουν τις μελλοντικές μελέτες υπογραμμίζοντας τις πιθανές θεραπευτικές αγωγές που περιέχουν μετφορμίνη, για να βελτιώσουν την κλινική έκβαση σε πληθυσμούς που βρίσκονται σε κίνδυνο.

Βασισμένη σε αυτά τα ευρήματα, η ερευνητική ομάδα έχει σχεδιάσει μια κλινική δοκιμή φάσης 2, τη  φάση της κλινικής έρευνας που αξιολογεί μια νέα ιατρική αγωγή, όπως ένα φάρμακο ή μια θεραπεία. Η δοκιμή είναι σχεδιασμένη να αξιολογήσει τη δυνατότητα της μετφορμίνης για πρόληψη του καρκίνου του πνεύμονα σε υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα υψηλού κινδύνου. Σύμφωνα με τους ερευνητές του Roswell Park, το κέντρο είναι μόλις ένα από τα τρία σημεία στις ΗΠΑ και τον Καναδά που προσφέρουν αυτήν τη δοκιμή και χρηματοδοτείται από το Εθνικό Αντικαρκινικό Ινστιτούτο.

Ο Μπάρμπι είπε ότι η κατανόηση των επιπτώσεων του περιττού βάρους και σωματικού λίπους στην πρόοδο της ασθένειας και τη λειτουργία του ανοσοποιητικού είναι καίρια για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του καρκίνου του πνεύμονα και τον σχεδιασμό νέων θεραπειών για μια διαφορετική ομάδα ασθενών.

«Αν και η μελέτη μας εστίασε στον καρκίνο του πνεύμονα», συνέχισε λέγοντας ο Μπάρμπι, «είναι πιθανό η μετφορμίνη να έχει παρόμοια αποτελέσματα και σε άλλες κακοήθειες.» Από τη στιγμή που οι αλλαγές που προκαλούνται από το φάρμακο σε μοντέλα παχύσαρκων ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα αναμένεται να βελτιώσουν γενικά τις αντικαρκινικές ανοσολογικές αποκρίσεις, πρόσθεσε ότι «οι επόμενες μελέτες θα πρέπει να ερευνήσουν αυτή την πιθανότητα.»

 

 

Η σχιζοφρένεια που συνδέεται με την κάνναβη σχεδόν τριπλασιάστηκε σε νεαρούς ενήλικες

Νέα μελέτη διαπίστωσε αύξηση των ψυχώσεων και της σχιζοφρένειας μεταξύ νεαρών ενηλίκων στον Καναδά που κάνουν χρήση κάνναβης.

Τα κρούσματα σχιζοφρένειας που συνδέονται με την κάνναβη έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί στο διάστημα από το 2006 έως το 2022, με τους νεαρούς άνδρες 19-24 ετών να αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο. Η αύξηση συμπίπτει χρονικά με τη νομιμοποίηση της κάνναβης στο Οντάριο του Καναδά, τον Οκτώβριο του 2018.

Η νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open, ανέλυσε ιατρικά αρχεία περισσότερων από 13,5 εκατομμυρίων ανθρώπων στο Οντάριο. Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στη συσχέτιση μεταξύ της χρήσης κάνναβης και της ανάπτυξης σχιζοφρένειας και ψύχωσης που δεν προσδιορίζεται διαφορετικά, πράγμα που σημαίνει ότι ένα άτομο έχει συμπτώματα ψύχωσης, αλλά όχι αρκετά ώστε να πληροί τα πλήρη κριτήρια για ψυχιατρική διάγνωση.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι το ποσοστό των περιπτώσεων σχιζοφρένειας που σχετίζεται με τον εθισμό στην κάνναβη αυξήθηκε από 3,7% σε 10,3% κατά τη διάρκεια της περιόδου των 16 ετών που αναφέρθηκαν.

Η πιο σημαντική άνοδος, που παρατηρήθηκε στους νεαρούς άνδρες μεταξύ 19 και 24 ετών, ήταν 18,9%, ενώ μια μικρή αλλά σημαντική αύξηση 1,8% εντοπίστηκε στις γυναίκες της ίδιας ηλικιακής ομάδας.

Η έρευνα υποδηλώνει ότι η THC ή τετραϋδροκανναβινόλη, το κύριο ψυχοδραστικό συστατικό της κάνναβης, μπορεί να επηρεάσει την απελευθέρωση και τη σηματοδότηση της ντοπαμίνης σε βασικές περιοχές του εγκεφάλου, συμβάλλοντας ενδεχομένως στην εμφάνιση ψυχωτικών συμπτώματα σε ευαίσθητα άτομα.

Τα δεδομένα αυτά έρχονται να προστεθούν στις αυξανόμενες ενδείξεις ότι η χρήση κάνναβης, ιδίως η βαριά χρήση, συνδέεται με τον κίνδυνο εμφάνισης ψύχωσης.

Η επίπτωση της ψύχωσης συμπίπτει με την ιατρική νομιμοποίηση

Σύμφωνα με τους ερευνητές, το ποσοστό των νέων περιπτώσεων σχιζοφρένειας που συνδέονται με τη χρήση κάνναβης εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια μιας περιόδου σημαντικής χαλάρωσης των κανονισμών για την κάνναβη στο Οντάριο.

Παρά την αύξηση, οι συγγραφείς δεν είδαν καμία σχέση μεταξύ της νομιμοποίησης της κάνναβης και της αύξησης της σχιζοφρένειας από τη χρήση κάνναβης για διασκέδαση.

«Η πολιτική έχει σημασία» – ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την έκθεση των ατόμων σε μια ποικιλία προϊόντων κάνναβης υψηλής περιεκτικότητας [σε THC], δήλωσε η Δρ Τζόντι Μ. Γκίλμαν, αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, σε σχόλιο που δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open.

«Καθώς η νομιμοποίηση της κάνναβης γίνεται πιο διαδεδομένη και η αγορά της κάνναβης αναπτύσσεται γοργά, πραγματοποιείται ένα φυσικό πείραμα έκθεσης του πληθυσμού στις αγορές κάνναβης», δήλωσε η ίδια.

Η Δρ Γκίλμαν επεσήμανε ότι τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν τον περίπλοκο χαρακτήρα των επιπτώσεων της νομιμοποίησης της κάνναβης στην ψυχική υγεία.

«Τα ευρήματα αυτά […] αναδεικνύουν τις μεθοδικές προκλήσεις της σύνδεσης της βιολογικής αιτιότητας μιας σύνθετης ψυχιατρικής νόσου, όπως η σχιζοφρένεια, με μια αλλαγή πολιτικής για την κάνναβη.»

Οι ερευνητές της μελέτης δήλωσαν ότι υπάρχουν τρεις βασικές προκλήσεις στη σύνδεση των αποτελεσμάτων της ψυχικής υγείας με τις αλλαγές της πολιτικής για τα ναρκωτικά.

Η πρώτη είναι ότι μπορεί να χρειαστούν χρόνια για να παρατηρηθούν αλλαγές στον πληθυσμό μετά τη νομιμοποίηση της κάνναβης. Η δεύτερη αφορά την καθιέρωση ενός σαφούς χρονοδιαγράμματος μεταξύ της χρήσης κάνναβης και των ψυχωτικών συμπτωμάτων. Τέλος, η ισχύς και ο τύπος των προϊόντων κάνναβης που χρησιμοποιούνται είναι συνήθως ασαφής.

Η ωκυτοκίνη ως βασικό συστατικό για τη θεραπεία των συμπτωμάτων της άνοιας

Επιστήμονες ανακάλυψαν ότι ένα απλό ρινικό σπρέι που περιέχει ωκυτοκίνη, κοινώς γνωστή ως «ορμόνη της αγάπης», μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της απάθειας που συχνά πλήττει ασθενείς που πάσχουν από έναν συγκεκριμένο τύπο άνοιας πρώιμης έναρξης.

Η μετωποκροταφική άνοια (Frontotemporal dementia-FTD) είναι μια κοινή μορφή άνοιας πρώιμης έναρξης που εμφανίζεται σε άτομα ηλικίας μεταξύ 40 και 65 ετών. Επηρεάζει τους μετωπιαίους και κροταφικούς λοβούς του εγκεφάλου, οδηγώντας σε προβλήματα με τη γλώσσα, τη συμπεριφορά και τη λήψη αποφάσεων.

Η απάθεια, ένα συχνό σύμπτωμα της νόσου, κάνει τους ασθενείς να χάνουν τα ενδιαφέροντα τους και να απομακρύνονται από τους αγαπημένους τους.

Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν αποδεδειγμένες θεραπείες για τα κυρίαρχα συμπτώματα της FTD, περιλαμβανομένης της απάθειας.

«Η απάθεια είναι ένα από τα βασικά συμπτώματα της μετωποκροταφικής άνοιας, και συχνά το πρώτο που αναπτύσσεται», είπε σε δήλωση Τύπου η συν-επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Δρ Ελίζαμπεθ Φίνγκερ, επιστήμονας στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Lawson του St Joseph’s Health Care London στο Οντάριο του Καναδά.

Αποτελέσματα της μελέτης

Η τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη δοκιμή φάσης 2 – η μεγαλύτερη του είδους της για την FTD, σύμφωνα με τους ερευνητές – διαπίστωσε ότι η θεραπεία με ωκυτοκίνη οδήγησε σε ήπια βελτίωση των συμπτωμάτων απάθειας, ενισχύοντας ενδεχομένως την εμπλοκή των ασθενών στις καθημερινές δραστηριότητες και τις σχέσεις.

Η μελέτη διεξήχθη σε 11 τοποθεσίες, στον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες, από το 2018 έως το 2023 με τη συμμετοχή 74 ασθενών. Η ομάδα θεραπείας λάμβανε δύο ημερήσιες δόσεις σπρέι ωκυτοκίνης κάθε τρίτη ημέρα, για έξι εβδομάδες.

Οι ερευνητές αξιολόγησαν τα επίπεδα απάθειας χρησιμοποιώντας ένα ερωτηματολόγιο που αξιολογούσε 12 νευροψυχιατρικά συμπτώματα. Τα αποτελέσματα έδειξαν βελτίωση των συμπτωμάτων απάθειας μεταξύ εκείνων που λάμβαναν ωκυτοκίνη σε σύγκριση με εκείνους που λάμβαναν εικονικό φάρμακο, αν και η βελτίωση περιγράφηκε ως ήπια.

Οι φροντιστές παρατήρησαν ότι οι ασθενείς έκαναν ενέργειες που προηγουμένως μπορεί να είχαν παραμελήσει, όπως το να καλούν μέλη της οικογένειας ή να φτιάχνουν καφέ. «Ακόμη και μικρά πράγματα όπως αυτά κάνουν τεράστια διαφορά», δήλωσε η συν-επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Δρ Κρίστυ Κόλμαν, επικεφαλής ερευνητικών εργασιών στο Schulich Medicine & Dentistry, σε δελτίο Τύπου. «Αν είστε παντρεμένοι με κάποιον που αδιαφορεί για εσάς και την ευημερία σας, το να έχετε αυτές τις μικρές αναλαμπές είναι σημαντικό.»

Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο The Lancet Neurology.

Η «ορμόνη της αγάπης»

Η ωκυτοκίνη είναι ζωτικής σημασίας για τη δημιουργία κοινωνικών δεσμών, τη συναισθηματική ρύθμιση και την κινητοποίηση, δήλωσε στην εφημερίδα Epoch Times ο Δρ Μάικλ Τζενοβέζε, επικεφαλής ιατρός του τμήματος συμπεριφορικής υγείας της Access TeleCare, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.

Η ορμόνη παράγεται στον υποθάλαμο και απελευθερώνεται σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένης της αμυγδαλής και του προμετωπιαίου φλοιού, όπου είναι απαραίτητη για την επεξεργασία των συναισθημάτων και τη δημιουργία κοινωνικών δεσμών.

«Στη μετωποκροταφική άνοια, ένα από τα πιο συνηθισμένα και δύσκολα συμπτώματα είναι η απάθεια, η οποία κάνει τους ασθενείς να αποσυνδέονται από τις δραστηριότητες και τους αγαπημένους τους, ακόμη και να αδιαφορούν για την φροντίδα του εαυτού τους», σημείωσε.

Οι έρευνες δείχνουν ότι η ωκυτοκίνη μπορεί ενδεχομένως να μειώσει την απάθεια, ιδίως σε άτομα με παθήσεις όπως η FTD, μειώνοντας την απελευθέρωση κορτιζόλης και το άγχος ως απάντηση στο κοινωνικό στρες, αυξάνοντας την ικανότητα ερμηνείας των ψυχικών καταστάσεων, ενισχύοντας την αναγνώριση των συναισθημάτων και αυξάνοντας το επίπεδο εμπιστοσύνης στις καθιερωμένες σχέσεις.

Ωστόσο, ο Δρ Τζενοβέζε προειδοποίησε ότι η έρευνα βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο και χρειάζονται περισσότερες μελέτες για να επιβεβαιωθεί πόσο αποτελεσματικά και μακροχρόνια μπορεί να είναι αυτά τα πρώτα ευρήματα.

Πιθανοί κίνδυνοι και παρενέργειες

Ενώ η ωκυτοκίνη παράγεται φυσικά στο σώμα, η χρήση της στην ιατρική θεραπεία δεν είναι εντελώς ακίνδυνη, επεσήμανε ο Δρ Τζενοβέζε. Παρενέργειες όπως ναυτία, πονοκέφαλοι ή ήπιες αλλεργικές αντιδράσεις είναι πιθανές. Η ωκυτοκίνη μπορεί επίσης να εντείνει τα αρνητικά συναισθήματα σε ορισμένους ανθρώπους.

Ο τρόπος με τον οποίο οι ασθενείς με FTD θα ανταποκριθούν στη θεραπεία με ωκυτοκίνη αποτελεί ανησυχία.

«Δεδομένου ότι η μετωποκροταφική άνοια επηρεάζει τον εγκέφαλο με πολύπλοκους τρόπους, δεν γίνεται να αντιδρούν όλοι οι ασθενείς με τον ίδιο τρόπο», σημείωσε, προσθέτοντας ότι καθώς οι έρευνες για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της χρήσης της ωκυτοκίνης σε νευροεκφυλιστικές ασθένειες είναι περιορισμένες, το προφίλ ασφαλείας της βρίσκεται ακόμη υπό μελέτη.

«Λόγω αυτών των αβεβαιοτήτων, οι ασθενείς θα πρέπει να χρησιμοποιούν την ωκυτοκίνη μόνο υπό αυστηρή ιατρική παρακολούθηση για τον έλεγχο τυχόν ανεπιθύμητων ενεργειών», δήλωσε ο Δρ Τζενοβέζε.

Άλλες πηγές υποστήριξης

Ορισμένοι φροντιστές που συμμετείχαν στην έρευνα αυτή ανέφεραν στους ερευνητές ότι παρατήρησαν αλλαγές στη συμπεριφορά των ασθενών μετά τη δοκιμή, όπως το να τηλεφωνούν σε μέλη της οικογένειας ή να φτιάχνουν καφέ για τον/την σύζυγό τους, πράγματα που δεν τα σκέφτονταν πριν.

Στη θεραπεία της FTD, φροντιστής είναι ο/η σύζυγος, το μέλος της οικογένειας ή ο στενός φίλος που συμμετέχει ενεργά στη φροντίδα και την υποστήριξη ενός ατόμου που έχει διαγνωστεί με FTD, και ο οποίος αναλαμβάνει την ευθύνη της διαχείρισης των καθημερινών δραστηριοτήτων, της παροχής συναισθηματικής υποστήριξης, της επικοινωνία με τους γιατρούς για λογαριασμό του ασθενούς, κ.ά.

Οι ασθενείς με άνοια συχνά δυσκολεύονται να συμμετάσχουν σε κοινωνικές δραστηριότητες, να ακολουθήσουν μια ρουτίνα ή να ζητήσουν βοήθεια όταν χρειάζεται.

«Εδώ είναι που τα μέλη της οικογένειας, οι φροντιστές και τα δίκτυα υποστήριξης καθίστανται απαραίτητοι για τη διατήρηση της ποιότητας ζωής του ασθενούς», δήλωσε ο Δρ Τζενοβέζε.

«Ας υποθέσουμε ότι η ωκυτοκίνη αποδεικνύεται αποτελεσματική θεραπεία», είπε. «Σε αυτή την περίπτωση, ο ιφροντιστές μπορεί να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση των πλεονεκτημάτων της – βοηθώντας τον ασθενή να εντάξει τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις στη ρουτίνα του και διασφαλίζοντας ότι παραμένει δεσμευμένος.»

Δεδομένου ότι η μετωποκροταφική άνοια είναι μια προοδευτική πάθηση, η θεραπεία δεν μπορεί να περιορίζεται σε φαρμακευτική αγωγή, δήλωσε ο Δρ Τζενοβέζε.

Ένας συνδυασμός δομημένης ιατρικής φροντίδας, στρατηγικών συμπεριφοράς και ισχυρής συμμετοχής των φροντιστών είναι το κλειδί για να μπορέσουν οι ασθενείς να διαχειριστούν τα συμπτώματά τους και να διατηρήσουν την καλύτερη δυνατή ποιότητα ζωής, επεσήμανε.

«Η φροντίδα για την FTD δεν αφορά μόνο τον ασθενή, αλλά και το σύστημα υποστήριξης που δομείται γύρω του», κατέληξε. «Οι φροντιστές παρέχουν τη συνέχεια, την ενθάρρυνση και τη δομή που καθιστούν τη διαχείριση αυτής της δύσκολης νόσου πιο αποτελεσματική».

Τόσο η Δρ Κόλμαν όσο και η Δρ Φίνγκερ αναγνώρισαν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα στη θεραπεία της FTD.

«Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πολλά [ευρήματα] όσον αφορά την τεκμηριωμένη διαχείριση των συμπτωμάτων, για οποιοδήποτε σύμπτωμα της FTD, συμπεριλαμβανομένης της απάθειας», δήλωσε η Δρ Κόλμαν σε διαφορετικό δελτίο Τύπου.

Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι η μελέτη αυτή αποτελεί το επιστέγασμα 15 ετών εργασίας με στόχο την εύρεση αποτελεσματικών παρεμβάσεων για τους ασθενείς με μετωποκροταφική άνοια και τους φροντιστές τους. Η Δρ Φίνγκερ υπογράμμισε τη σημασία της μελέτης: «Πρόκειται για ένα συναρπαστικό βήμα προς τα εμπρός για την ανάπτυξη συγκεκριμένων θεραπειών για τα νευροψυχιατρικά συμπτώματα της FTD».

Η καθιστική ζωή αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων

Η προπόνηση μετά από μια κουραστική μέρα στο γραφείο μπορεί να μην είναι επαρκής για να εξουδετερώσει τις βλαβερές επιπτώσεις της καθιστικής ζωής στην υγεία της καρδιάς, σύμφωνα με νέα μελέτη της Mass General Brigham.

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας, έδειξε ότι η έντονα καθιστική ζωή, την οποία οι ερευνητές προσδιόρισαν ως πολύ χαμηλή κατανάλωση ενέργειας όταν ένα άτομο κάθεται ή είναι ξαπλωμένο, συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής νόσου, συγκεκριμένα με καρδιακή ανεπάρκεια και καρδιαγγειακό θάνατο.

Ωστόσο, αυτοί οι κίνδυνοι μπορούν να μειωθούν σημαντικά αν μειώσουμε τις ώρες φυσικής αδράνειας, αντικαθιστώντας τες με άλλες δραστηριότητες, προτείνουν οι ερευνητές, οι οποίοι παρουσίασαν πρόσφατα τα πορίσματά τους στις Επιστημονικές Συνεδρίες 2024 της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας στο Σικάγο.

Το επίπεδο δραστηριότητας συνδέονται με το επίπεδο ύπνου

«Πολλοί ξοδεύουμε το μεγαλύτερο της ημέρας καθιστοί, και παρόλο που υπάρχουν πολλές έρευνες που τονίζουν τη σημασία της σωματικής δραστηριότητας, γνωρίζουμε σχετικά ελάχιστα για τις πιθανές συνέπειες του υπερβολικά καθιστικού τρόπου ζωής, πέρα από μια γενική εντύπωση ότι μπορεί να είναι επιβλαβής», είπε σε δήλωση Τύπου η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Δρ Εζιμαμάκα Ατζούφο, καρδιολόγος στο Νοσοκομείο Brigham and Women.

Για τη μελέτη, η Ατζούφο και η ομάδα της ανέλυσαν δεδομένα παρακολούθησης της δραστηριότητας 89.530 ανθρώπων με μέσο όρο ηλικίας τα 62 έτη που συμμετείχαν στην ομάδα μελέτης της Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου. Όλοι οι συμμετέχοντες φορούσαν τριαξονικό επιταχυνσιόμετρο (συσκευή που μετράει την επιτάχυνση σε τρεις άξονες) στον καρπό τους για πάνω από επτά ημέρες, για να μετριέται η κινητικότητα τους.

Οι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση μεταξύ του καθημερινού χρόνου καθιστικής δραστηριότητας και τον μελλοντικό κίνδυνο τεσσάρων κοινών καρδιαγγειακών παθήσεων: κολπική μαρμαρυγή, έμφραγμα, καρδιακή ανεπάρκεια και καρδιαγγειακό θάνατο. Ταξινόμησαν την καθιστική συμπεριφορά χρησιμοποιώντας αλγόριθμο μηχανικής εκμάθησης.

Οι ερευνητές κατέγραψαν πόσο χρόνο οι συμμετέχοντες κοιμούνταν, καθώς και την καθιστική συμπεριφορά τους και τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν στις ακόλουθες τέσσερεις ομάδες με βάση τα επίπεδα αδράνειας:

  • Περισσότερες από 10,6 ώρες καθίσματος την ημέρα
  • 9,4 με 10,6 ώρες καθίσματος την ημέρα
  • 8,2 με 9,4 ώρες καθίσματος την ημέρα
  • Λιγότερες από 8,2 ώρες καθίσματος την ημέρα

Αυτοί που πέρασαν τη λιγότερη ώρα καθισμένοι δεν παρουσίασαν μόνο τον μεγαλύτερο χρόνο δραστηριότητας, αλλά κοιμήθηκαν και περισσότερο. Ομοίως, οι συμμετέχοντες που πέρασαν τον περισσότερο χρόνο καθισμένοι, εκτός του ότι ήταν λιγότερο δραστήριοι, κοιμήθηκαν και λιγότερο.

Το 5% των συμμετεχόντων ανέπτυξαν κολπική μαρμαρυγή

Ύστερα από παρακολούθηση 8 ετών κατά μέσο όρο, περίπου το 5% των συμμετεχόντων στη μελέτη ανέπτυξαν κολπική μαρμαρυγή, περίπου το 2% ανέπτυξαν καρδιακή ανεπάρκεια, σχεδόν το 2% παρουσίασαν έμφραγμα και περίπου το 1% πέθαναν από καρδιαγγειακά αίτια.

«Οι κίνδυνοι της καθιστικής ζωής παρέμειναν ακόμη και σε ανθρώπους που ήταν σωματικά δραστήριοι, κάτι το οποίο είναι σημαντικό επειδή πολλοί από εμάς καθόμαστε πολύ και νομίζουμε πως αν βγούμε έξω στο τέλος της ημέρας και ασκηθούμε για λίγο θα μπορέσουμε να το αντισταθμίσουμε. Ωστόσο, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα», είπε η Δρ Ατζούφο σε δήλωση Τύπου.

Η ανάλυση των ερευνητών βρήκε ότι η καθιστική συμπεριφορά συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης και των τεσσάρων τύπων καρδιακής νόσου, με 40% έως 60% μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας και καρδιαγγειακού θανάτου να παρατηρείται όταν η καθιστική συμπεριφορά ξεπερνά τις 10,6 ώρες ημερησίως (εξαιρώντας τις ώρες ύπνου).

Τα ευρήματα συνάδουν με αυτά προηγούμενων ερευνών που συνδέουν το κάθισμα με τον κίνδυνο εανάπτυξης ασθενειών, ασχέτως των επιπέδων δραστηριότητας. Μια μεγάλη αναθεώρηση και μετα-ανάλυση των μελετών που δημοσιεύθηκαν το 2015 έδειξε πως ακόμη και αφού γίνει ρύθμιση για την σωματική δραστηριότητα, το κάθισμα για μεγάλες χρονικές περιόδους συνδέεται με επιδείνωση της υγείας, ανάπτυξη καρδιακής νόσου, διαβήτη Τύπου 2 και καρκίνου.

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρέμειναν παρά την άσκηση

Οι τελευταίες Κατευθυντήριες Γραμμές Σωματικής Δραστηριότητας για τους Αμερικανούς συνιστούν στους ενήλικες να εκτελούν τουλάχιστον 75 με 150 λεπτά έντονης αεροβικής άσκησης ή 150 με 300 λεπτά μέτριας έντασης αεροβική άσκηση, κάθε εβδομάδα, μαζί με ασκήσεις ενδυνάμωσης για δύο ημέρες .

Να σημειωθεί ότι πολλές από τις ανεπιθύμητες ενέργειες παρέμειναν ακόμη και μεταξύ αυτών που βρίσκονταν εντός των προτεινόμενων επιπέδων άσκησης.

«Τα δεδομένα μας υποστηρίζουν την ιδέα ότι είναι πάντοτε καλύτερο να καθόμαστε λιγότερο και να κινούμαστε περισσότερο για να μειώσουμε τον κίνδυνο καρδιακής νόσου, και πως η μείωση του χρόνου καθιστικής δραστηριότητας είναι ιδιαίτερα σημαντική για την μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας και καρδιαγγειακού θανάτου», είπε σε δήλωση Τύπου ο Δρ Σαάν Κουρσίντ, επικεφαλής συν-συγγραφέας της μελέτης και ηλεκτροφυσιολόγος.

Οι συγγραφείς σκοπεύουν να διευρύνουν την έρευνά τους, για να μελετήσουν το πώς η καθιστική συμπεριφορά σχετίζεται με άλλες ασθένειες για πιο εκτεταμένες περιόδους.

Η ερευνητική ομάδα ελπίζει πως τα ευρήματά της θα συμβάλλουν στην επικαιροποίηση των κατευθυντήριων γραμμών της δημόσιας υγείας. Εξέφρασαν επίσης το ενδιαφέρον τους για προοπτικές μελέτες οι οποίες διερευνούν τα αποτελέσματα των παρεμβάσεων που έχουν σχεδιαστεί για τη μείωση της καθιστικής συμπεριφοράς καθώς και τον αντίκτυπό τους στην καρδιαγγειακή υγεία.

«Η άσκηση είναι κρίσιμη, αλλά η αποφυγή του υπερβολικά παρατεταμένου χρόνου καθιστικής συμπεριφοράς φαίνεται να είναι εξίσου σημαντική», είπε σε δήλωση Τύπου ο επικεφαλής συν-συγγραφέας και καρδιολόγος Δρ Πάτρικ Έλλινορ. «Ελπίζουμε πως αυτή η εργασία θα μπορέσει να ενδυναμώσει τους ασθενείς και τους παρόχους υγείας, προσφέροντας έναν εναλλακτικό τρόπο εξισορρόπησης της κινητικής συμπεριφοράς για τη βελτίωση της καρδιαγγειακής υγείας.»

Του George Citroner

 

 Δυσκοιλιότητα και αυξημένος κίνδυνος εμφράγματος και εγκεφαλικού

Πρόσφατη μελέτη αποκαλύπτει τη σύνδεση μεταξύ δυσκοιλιότητας και μεγαλύτερο κίνδυνο μείζονος ανεπιθύμητου καρδιακού συμβάντος (major adverse cardiac events – MACE), όπως το έμφραγμα και το εγκεφαλικό. Αυτός ο συσχετισμός είναι ιδιαίτερα έντονος σε άτομα τα οποία υποφέρουν από υψηλή πίεση. Αυτή η ανακάλυψη δίνει έμφαση στη σημασία της προληπτικής διαχείρισης της υγείας και των αλλαγών στον τρόπο ζωής μας, δεδομένης της επικράτησης και των δύο καταστάσεων.

MACE και δυσκοιλιότητα

Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε δεδομένα από περισσότερους από 400.000 συμμετέχοντες στην Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου, αποκαλύπτοντας ότι οι άνθρωποι με δυσκοιλιότητα αντιμετωπίζουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο παρουσίασης MACE συγκριτικά με αυτούς που χαρακτηρίζονται από κανονικές εντερικές συνήθειες.

Συγκεκριμένα, άτομα με δυσκοιλιότητα παρουσίασαν 115% αυξημένες πιθανότητες MACE, 172% αυξημένες πιθανότητες καρδιακής ανεπάρκειας, 135% αυξημένες πιθανότητες ισχαιμικού εγκεφαλικού και 62% αυξημένες πιθανότητες οξέος στεφανιαίου συνδρόμου, το οποίο μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα καρδιακή βλάβη και θάνατο.

Ο ρόλος της υπέρτασης

Οι ερευνητές σημείωσαν ότι η υπέρταση ήταν ένας παράγοντας που, όταν συνδυάζεται με τη δυσκοιλιότητα, αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο MACE.

Οι ερευνητές απέδειξαν ότι η δυσκοιλιότητα σε ασθενείς με υπέρταση αυξάνει τον κίνδυνο MACE κατά περίπου 1,7 φορές και συνεισφέρει σε αύξηση 34% στον κίνδυνο επακόλουθης περίπτωσης MACE, υποδηλώνοντας έτσι μια σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των δύο ζητημάτων υγείας.

Ο κίνδυνος παραμένει

Ανάμεσα στους συμμετέχοντες, περισσότεροι από 157.400 είχαν υψηλή πίεση αίματος, με το 8,6% να έχει επίσης διαγνωσθεί με δυσκοιλιότητα.

Ο αυξημένος κίνδυνος MACE παρέμενε ακόμη και μετά την καταμέτρηση της χρήσης φαρμάκων που προκαλούν δυσκοιλιότητα, περιλαμβάνοντας τους αναστολείς διαύλων ασβεστίου που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης.

Οι ερευνητές βρήκαν επίσης ότι τα γονίδια παίζουν ρόλο στη δυσκοιλιότητα και τα MACE. Έως και το 27% των γενετικών παραγόντων που επηρεάζουν τη δυσκοιλιότητα συνδέθηκαν επίσης με καρδιακές παθήσεις.

«Οι συσχετισμοί μεταξύ δυσκοιλιότητας και καρδιακής νόσου θα βοηθήσουν τους επιστήμονες να ανακαλύψουν νέες θεραπευτικές παρεμβάσεις και να εφαρμόσουν πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης βασισμένες στην ατομική αξιολόγηση κινδύνου σε συνεργασία με τις ακριβείς αρχές της ιατρικής», αναφέρουν οι συγγραφείς.

«Άμεσοι» και «έμμεσοι» παράγοντες

Ο Δρ Αλεξάντερ Λι, διευθυντής του εργαστηρίου καρδιακού καθετηριασμού στο Εβραϊκό Ιατρικό Κέντρο στο Λονγκ Άιλαντ, μέρος του Ινστιτούτου Καρδιαγγειακής Υγείας του Νόργουελ της Νέας Υόρκης, είπε στην Epoch Times ότι είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη διαφορά μεταξύ «άμεσων» και «έμμεσων» παραγόντων κινδύνου για την καρδιακή νόσο.

Άμεσοι παράγοντες, όπως η υψηλή χοληστερίνη και το κάπνισμα, συνεισφέρουν απευθείας στον σχηματισμό πλάκας στις αρτηρίες – το οποίο είναι πρόδρομος καρδιοπάθειας. Έμμεσοι παράγοντες, όπως η δυσκοιλιότητα, δεν προκαλούν άμεσα πλάκα αλλά μπορεί να οδηγήσουν σε καταστάσεις που προάγουν καρδιαγγειακούς κινδύνους.

Ο Δρ Λι εξήγησε ότι η χρόνια δυσκοιλιότητα μπορεί να προκαλέσει προσωρινές απότομες αυξήσεις στην πίεση του αίματος λόγω καταπόνησης, που μπορεί να έχει μόνιμες επιπτώσεις στην υγεία της καρδιάς.

Η χρόνια δυσκοιλιότητα μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη λειτουργία του νεύρου vagus, ένα κρίσιμο στοιχείο του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος που είναι υπεύθυνο για τη ρύθμιση του καρδιακού ρυθμού και τη διαχείριση της φλεγμονής. Διαταραχές στη δραστηριότητα του νεύρου vagus μπορούν να οδηγήσουν σε ανώμαλους καρδιακούς ρυθμούς και αυξημένες αντιδράσεις στο στρες, συνεισφέροντας εν τέλει στην υπέρταση.

Επιπλέον, ανισορροπίες στα εντερικά βακτήρια που συνδέονται με τη δυσκοιλιότητα ενδέχεται να οδηγήσουν σε φλεγμονώδεις αποκρίσεις, με πιθανό αποτέλεσμα την αρτηριακή σκλήρυνση και την ανάπτυξη πλάκας.

«Η δυσκοιλιότητα και η καταπόνηση αυξάνουν την αρτηριακή πίεση από 20 έως 80 mmHg, έστω και προσωρινά», είπε ο Λι. «Η χρόνια δυσκοιλιότητα μπορεί να οδηγήσει σε επίμονη καταπόνηση, ίσως με μόνιμες επιπτώσεις στην καρδιαγγειακή υγεία.»

Η πρόληψη είναι το κλειδί

Οι ειδικοί προτείνουν την υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συνηθειών, όπως πρόσληψη άφθονων φυτικών ινών, καλή ενυδάτωση και τακτική σωματική άσκηση για την προώθηση της υγείας του πεπτικού. Οι τακτικοί ιατρικοί έλεγχοι επίσης συμβάλλουν στη διαχείριση της πίεσης του αίματος και αποτελούν και μία ευκαιρία να κουβεντιάσετε τις όποιες ανησυχίες σχετικά με την υγεία του πεπτικού σας με τον γιατρό σας.

Ο Δρ Λι τονίζει τη σημασία της προληπτικής προσέγγισης στη διαχείριση της υγείας, δηλώνοντας: «Είναι πάντα καλύτερη η προληπτική διαχείριση της υγείας παρά η αντιδραστική».

Οι τακτικές συμβουλευτικές επισκέψεις στον γιατρό μπορούν να βοηθήσουν τα άτομα να αναπτύξουν εξατομικευμένες στρατηγικές μείωσης των κινδύνων, προάγοντας την καρδιαγγειακή και την πεπτική τους υγεία.

Του George Citroner

 

Η φυσική δραστηριότητα τονώνει την εγκεφαλική λειτουργία

Ακόμη και σύντομες εκρήξεις καθημερινής σωματικής δραστηριότητας – από το ανεβοκατέβασμα στις σκάλες έως την κηπουρική – ενισχύουν άμεσα την εγκεφαλική λειτουργία των μεσηλίκων, καθιστώντας τους ικανούς να σκέφτονται τόσο γρήγορα όσο κάποιος νεότερος, σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης.

Παραμείνετε δραστήριοι για να σκέφτεστε πιο γρήγορα

Καθώς μεγαλώνουμε, η ταχύτητα γνωστικής επεξεργασίας μας – ο ρυθμός με τον οποίο εκτελούμε τις πνευματικές λειτουργίες – φυσικά μειώνεται. Αυτή η επιβράδυνση θεωρείται φυσικό παρελκόμενο της γήρανσης.

Ωστόσο, πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Annals of Behavioral Medicine τον Οκτώβριο προτείνει ότι η καθημερινή σωματική δραστηριότητα μπορεί να ωφελήσει άμεσα την υγεία του εγκεφάλου, και συγκεκριμένα να βελτιώσει την ταχύτητα γνωστικής επεξεργασίας στη μέση ηλικία.

Ερευνητές του Penn State University βρήκαν ότι οι σωματικές δραστηριότητες ρουτίνας, από τις χαμηλής έντασης κινήσεις όπως οι δουλειές του σπιτιού έως τις πιο έντονες όπως το τρέξιμο, μπορούν να παρέχουν άμεσα γνωστικά οφέλη. Οι συμμετέχοντες στη μελέτη οι οποίοι ήταν δραστήριοι παρουσίασαν νοητική ταχύτητα επεξεργασίας αντίστοιχη ατόμου τέσσερα χρόνια νεότερου.

«Δεν χρειάζεται να πάτε στο γυμναστήριο για να βιώσετε τα πιθανά οφέλη της σωματικής δραστηριότητας», είπε σε δήλωση Τύπου ο Τζόναθαν Χακούν, επίκουρος καθηγητής νευρολογίας και ψυχολογίας του Penn State και συν-συγγραφέας. «Όλες οι κινήσεις είναι σημαντικές. Η καθημερινή κινητικότητα αποτελεί πηγή συσσωρευμένης σωματικής δραστηριότητας, που συμβάλλει σε έναν υγιεινό τρόπο ζωής και η οποία μπορεί να έχει κάποιες άμεσες επιπτώσεις στη γνωστική υγεία.»

Άμεσα οφέλη 

Για να ερευνήσει τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα της σωματικής δραστηριότητας στη γνωστική υγεία, η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε μια μέθοδο που ονομάζεται οικολογική στιγμιαία αξιολόγηση (Εcological Μomentary Αssessment – EMA), η οποία συλλέγει δεδομένα σχετικά με τη συμπεριφορά των ανθρώπων στο φυσικό τους περιβάλλον.

Η μελέτη παρακολούθησε 204 συμμετέχοντες ηλικίας 40 έως 65 ετών από το Μπρονξ της Νέας Υόρκης, χωρίς ιστορικό γνωστικής εξασθένηση. Σχεδόν το 50% ήταν μαύροι ή Αφροαμερικάνοι και το 34% λατινοαμερικανικής καταγωγής.

Οι συμμετέχοντες κατέγραφαν τις δραστηριότητες τους έξι φορές την ημέρα για εννέα μέρες, ολοκληρώνοντας γνωστικές εργασίες αφού ανέφεραν τα επίπεδα της σωματικής τους κίνησης.

Η έρευνα ανακάλυψε αρκετά μοτίβα:

  • Σωματική δραστηριότητα εντός των προηγούμενων 3,5 ωρών οδηγούσε σε βελτιωμένη ταχύτητα επεξεργασίας.
  • Αν και η λειτουργία της μνήμης δεν παρουσίασε βελτίωση, ο χρόνος αντίδρασης σε εργασίες σχετικά με τη μνήμη βελτιώθηκε.
  • Πιο συχνή δραστηριότητα ισοδυναμούσε με μεγαλύτερα γνωστικά οφέλη.

«Γινόμαστε πιο αργοί καθώς γερνάμε, και σωματικά και γνωστικά», δήλωσε ο Χακούν. «Η ιδέα είναι πως μπορούμε στιγμιαία να αντισταθμίσουμε αυτό το γεγονός μέσω της κίνησης. Είναι επιτακτικό.»

Οι συμμετέχοντες με συχνότερη δραστηριότητα είχαν μεγαλύτερα γνωστικά οφέλη από αυτούς που ήταν λιγότερο δραστήριοι. Αυτό υποδηλώνει ότι η συχνή σωματική δραστηριότητα μπορεί να σχετίζεται με αυξανόμενα οφέλη στην γνωστική υγεία, παρόλα αυτά απαιτείται περαιτέρω έρευνα σχετικά με το πώς η συχνότητα και ο χρόνος της σωματικής δραστηριότητας επηρεάζουν τη γνωστική υγεία, επεσήμανε ο Χακούν.

«Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι η καθημερινή σωματική δραστηριότητα μπορεί να προάγει τη γνωστική υγεία στη μέση ηλικία και πως τα οφέλη είναι άμεσα», γράφουν οι ερευνητές.

Ο Χακούν και η ομάδα του σχεδιάζουν να διευρύνουν την έρευνά τους με το να ενσωματώσουν εργαλεία παρακολούθησης της δραστηριότητας μαζί με τις μεθόδους αξιολόγησής τους και τη συλλογή μακροπρόθεσμων δεδομένων, για να συγκρίνουν τις επιπτώσεις της καθημερινής δραστηριότητας σε σχέση με τα φυσιολογικά μοτίβα γήρανσης.

Του George Citroner

 

 

Η δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες βελτιώνει την μεταβολική υγεία ακόμη και χωρίς απώλεια βάρους

Η μείωση των υδατανθράκων και η αύξηση πρωτεϊνών και λίπους μπορεί να βελτιώσει τους δείκτες ευεξίας σας, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη.

Με βάση δύο κλινικές δοκιμές, η έρευνα διαπίστωσε ότι τα άτομα που ακολούθησαν μια δίαιτα με λιγότερους υδατάνθρακες και υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες βελτίωσαν σημαντικά τα αποτελέσματα των λιπιδίων του αίματος και μείωσαν τα επίπεδα του ηπατικού λίπους παρά το γεγονός ότι δεν έχασαν σημαντικό βάρος.

Οι δείκτες λίπους στο αίμα βελτιώθηκαν

Η έρευνα, που διεξήχθη στη Δανία και δημοσιεύθηκε στο American Journal of Clinical Nutrition, χρησιμοποίησε δεδομένα από δύο τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές. Περίπου 100 συμμετέχοντες τυχαιοποιήθηκαν για να ακολουθήσουν είτε μια δίαιτα μειωμένων υδατανθράκων και υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες είτε μια συμβατική δίαιτα για διαβήτη (CD) για έξι εβδομάδες.

Οι συμμετέχοντες στην πρώτη δοκιμή δεν μπήκαν σε θερμιδικό έλλειμμα για να χάσουν βάρος, ενώ οι συμμετέχοντες στη δεύτερη δοκιμή μπήκαν σε θερμιδικό έλλειμμα.

Μια δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων περιλαμβάνει τον περιορισμό των υδατανθράκων, την κατανάλωση υγιεινών λιπαρών και άπαχων πρωτεϊνών και την κατανάλωση τακτικών γευμάτων και σνακ, διατηρώντας παράλληλα το σωματικό βάρος.

Οι συμμετέχοντες σε μια δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων έτρωγαν 30% υδατάνθρακες, 30% πρωτεΐνες και 40% λίπος, γεγονός που οδήγησε σε αξιοσημείωτη βελτίωση των επιπέδων των λιπιδίων του αίματος σε σύγκριση με τη δίαιτα CD. Η δίαιτα CD είχε υψηλότερη περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες 50 τοις εκατό, με περισσότερο από το 40 τοις εκατό της δίαιτας να αποδίδεται σε φυτικές ίνες υδατανθράκων, καθώς και χαμηλότερη πρόσληψη λίπους και πρωτεϊνών.

Για λόγους σύγκρισης, ένα πρόγραμμα πρωινού για τα άτομα που ακολουθούσαν τη συμβατική δίαιτα ήταν ψωμί, τυρί, βούτυρο, μαρμελάδα, γάλα και φρούτα, ενώ τα άτομα που ακολουθούσαν τη δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων δεν είχαν φρούτα και αντ’ αυτού έτρωγαν γιαούρτι, αυγό, αβοκάντο, αγγούρι και μαγιονέζα με το ψωμί τους.

Όσοι κατανάλωναν μια δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες, ενώ δεν είχαν έλλειμμα θερμίδων, παρουσίασαν 33% μείωση των λιπιδίων του αίματος και 16% μείωση των μικρής συγκέντρωσης σωματιδίων χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης (LDL), ενός τύπου πρωτεΐνης χοληστερόλης που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων.

Επιπλέον, τα επίπεδα της λιποπρωτεΐνης υψηλής πυκνότητας (HDL) («καλή» χοληστερόλη) αυξήθηκαν κατά 10 τοις εκατό, γεγονός που υποδηλώνει μετατόπιση προς ένα πιο ευνοϊκό λιπιδαιμικό προφίλ. Αντίθετα, η δίαιτα CD δεν παρουσίασε παρόμοιες βελτιώσεις.

Μεταξύ εκείνων που ακολούθησαν θερμιδικό έλλειμμα, τόσο η ομάδα υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες όσο και η ομάδα της συμβατικής δίαιτας έχασαν 6 τοις εκατό του σωματικού τους βάρους κατά τη διάρκεια της μελέτης. Αυτή η απώλεια βάρους συνδέθηκε με βελτιωμένο έλεγχο του σακχάρου στο αίμα.

Ωστόσο, η ομάδα της δίαιτας υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες είχε επίσης μια πρόσθετη μείωση των λιπιδίων του αίματος και των επιπέδων της LDL.

Η δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες μείωσε επίσης τα επίπεδα ηπατικού λίπους. Ωστόσο, οι συμμετέχοντες που δεν ακολούθησαν θερμιδικό έλλειμμα είχαν μεγαλύτερη μείωση του ηπατικού λίπους κατά 55% σε σύγκριση με το 26% στην ομάδα που έχασε βάρος.

Αυτή η μείωση του ηπατικού λίπους συμβάλλει στην καλύτερη συνολική μεταβολική υγεία, καθώς το αυξημένο ηπατικό λίπος συνδέεται με την αντίσταση στην ινσουλίνη.

Και στις δύο μελέτες, η βελτίωση των λιπιδαιμικών προφίλ στην ομάδα με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες σχετιζόταν με τη μείωση του ηπατικού λίπους, γεγονός που υποδηλώνει μια σύνδεση μεταξύ της διατροφής, της υγείας του ήπατος και των λιπιδαιμικών προφίλ.

Οι ερευνητές υπέθεσαν ότι η μεταβολική βελτίωση μεταξύ εκείνων που ακολούθησαν δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων σχετίζεται με τα χαμηλότερα επίπεδα ινσουλίνης από το χαμηλότερο σάκχαρο στο αίμα.

Δεδομένου του υψηλού παγκόσμιου επιπολασμού του διαβήτη τύπου 2, τα ευρήματα αυτά μπορεί να έχουν τη δυνατότητα να προτείνουν μεθόδους για την καλύτερη διαχείριση της πάθησης.

Η γιατρός Σιλβάνα Όμπιτσι, επικεφαλής του τμήματος ενδοκρινολογίας στο Stony Brook Medicine στη Νέα Υόρκη, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη, τόνισε τη σημασία της ποιότητας των τροφίμων έναντι της σύνθεσης των μακροθρεπτικών συστατικών και μόνο.

«Όπως αναφέρει η Αμερικανική Ένωση Διαβήτη, ‘οι άνθρωποι τρώνε τρόφιμα, όχι θρεπτικά συστατικά, και οι συστάσεις για τα θρεπτικά συστατικά πρέπει να εφαρμόζονται σε ό,τι τρώνε οι άνθρωποι’», δήλωσε η Όμπιτσι στην Epoch Times, τονίζοντας ότι αυτή είναι μια «πολύ σημαντική έννοια», καθώς πολλές μελέτες επικεντρώνονται στα τρία κύρια μακροθρεπτικά συστατικά (υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, και λίπος) χωρίς να δίνουν μεγάλη προσοχή στον τύπο και την ποιότητά τους.

Τα τρόφιμα της ίδιας κατηγορίας μπορεί να έχουν «πολύ διαφορετικές» επιδράσεις: Ειδικός

Οι υδατάνθρακες περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα τροφίμων – από υπερεπεξεργασμένες επιλογές, όπως τα ζυμαρικά και το ψωμί, μέχρι πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά επιλογές, όπως τα όσπρια, τα δημητριακά ολικής αλέσεως, και τα φρούτα. Η Όμπιτσι δήλωσε ότι αυτά τα τρόφιμα έχουν σημαντικά διαφορετικές επιπτώσεις στην υγεία παρά το γεγονός ότι κατηγοριοποιούνται ως ένα σύνολο.

Μίλησε περαιτέρω σχετικά με τα διατροφικά λίπη, σημειώνοντας ότι κυμαίνονται από ζωικά λίπη με υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά οξέα και χοληστερόλη έως πιο υγιεινές επιλογές όπως τα ψάρια, οι ξηροί καρποί, οι σπόροι, το αβοκάντο, και το ελαιόλαδο. Επισήμανε ότι η μελέτη δεν έκανε διάκριση μεταξύ διαφορετικών τύπων υδατανθράκων και λιπών.

«Αυτή η βραχυπρόθεσμη μελέτη δεν ασχολήθηκε με τη σημασία του τύπου των υδατανθράκων ή του τύπου των λιπών», έγραψε η Όμπιτσι σε ένα email προς την Epoch Times. «Η γνώμη μου είναι ότι η υγιεινή διατροφή θα πρέπει να δίνει έμφαση στη σημασία του τύπου και της ποιότητας των μακροθρεπτικών συστατικών – [και] να ευνοεί τους υδατάνθρακες που περιέχονται στα όσπρια, τα αμυλούχα λαχανικά, τα δημητριακά ολικής αλέσεως και τα φρούτα σε αντίθεση με τα απλά σάκχαρα, τους επεξεργασμένους υδατάνθρακες».

Πρόσθεσε ότι, όσον αφορά τα διατροφικά λίπη, τα ζωικά λίπη με υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά οξέα και χοληστερόλη θα πρέπει να καταναλώνονται λιγότερο από τα πιο υγιεινά λίπη που βρίσκονται στα ψάρια, τους ξηρούς καρπούς και τους σπόρους.

Η Όμπιτσι τόνισε ότι η απώλεια βάρους είναι ζωτικής σημασίας για τη διαχείριση του διαβήτη. Σημείωσε ότι ακόμη και αυτή η βραχυπρόθεσμη μελέτη κατέδειξε σημαντικά οφέλη από την απώλεια βάρους, ανεξάρτητα από τη σύνθεση της δίαιτας, και τόνισε ότι η διατήρηση ενός υγιούς βάρους είναι μια κρίσιμη μακροπρόθεσμη στρατηγική για την υγεία του διαβήτη τύπου 2.