Κάτι που ακούγεται αρκετά συχνά από τους μουσικούς, αλλά κυρίως από τους τραγουδιστές, είναι η επιθυμία τους να «είναι ένα σκεύος» (ή όχημα) όταν ερμηνεύουν. Ως συνθέτης, έχω νιώσει κι εγώ, με τον τρόπο μου, αυτό το συναίσθημα, αν και πάντα αναρωτιόμουν τι πραγματικά σημαίνει. Υπάρχει μια συγκεκριμένη ψυχολογία που συνοδεύει μια μουσική ερμηνεία, ειδικά σε δημόσιο χώρο. Μέρος αυτής είναι η ίδια ευαλωτότητα που νιώθει κάθε ομιλητής ή ηθοποιός όταν βγαίνει μπροστά σε ένα πλήθος ανθρώπων για να εκφέρει λόγο.
Είναι γεγονός ότι κάποιος χρειάζεται αυτοπεποίθηση για να κάνει οποιαδήποτε παρουσίαση δημοσία, αλλά δεν θα αναφερθώ σε αυτό εδώ, παρά μόνο για να πω ότι θεωρώ ως μία από τις πιο πολύτιμες εμπειρίες των μαθητικών μου χρόνων την απομνημόνευση ποιημάτων, όπως το «Hiawatha», το «Jabberwocky» και τη «Διεύθυνση του Γκέττυσμπεργκ» και τη μοναχική απαγγελία τους, παρά τον τρόμο μου, μπροστά στην τάξη. Όταν όλα είχαν τελειώσει, σκεφτήκαμε ότι όλα είχαν πάει καλά.
Αφού κατακτηθεί ο βασικός φόβος του να κάνεις οτιδήποτε μόνος σου μπροστά σε πλήθος, έρχεται το ζήτημα του «σκεύους». Ακριβώς όπως οι ιεροκήρυκες προσεύχονται πριν από τα κηρύγματά τους για να τους χρησιμοποιήσει ο Θεός για να πει αυτά που πρέπει, έτσι και οι μουσικοί εκφράζουν συχνά την ελπίδα ότι, τρόπον τινα, δεν θα είναι οι ίδιοι η πηγή, αλλά απλώς ένας αγωγός για να εκφραστεί κάποια μεγαλύτερη πνευματική δύναμη. Και όταν όντως «χάνονται» στην ερμηνεία τους – όταν δηλαδή χάνουν κάθε ανασταλτική αυτοσυνείδηση – πιστεύουν ότι όντως έχουν χρησιμεύσει ως σκεύος.
Η έννοια του βιβλικού σκεύους
Η λέξη «σκεύος» είναι σαφώς μία βιβλική μεταφορά. Συναντάται χαρακτηριστικά στη Βίβλο του Βασιλέως Ιακώβου (Εξουσιοδοτημένη Έκδοση, 1611), την αγγλική μετάφραση της Βίβλου που έγινε κατά τη διάρκεια της βασιλείας και κατόπιν αιτήματος του Ιακώβου Α’ της Αγγλίας για την Αγγλικανική Εκκλησία, ενώ συνώνυμά της, όπως το «δοχείο», χρησιμοποιούνται σε πιο σύγχρονες μεταφράσεις. Η Βίβλος του Βασιλέως Ιακώβου μιλάει συχνά για σκεύη αγιασμού, σκεύη τιμής, σκεύη υψηλής χρήσης, σκεύη ελέους και ούτω καθ’ εξής. Ο Άγιος Παύλος, επίσης, αποκαλείται «σκεύος εκλεκτό» (Πράξεις 9:15, «Kαι ο Kύριος του είπε: Πήγαινε, δεδομένου ότι αυτός είναι ένα εκλεκτό σκεύος σε μένα,…»). Ας εξετάσουμε λοιπόν τι ακριβώς ήταν ένα βιβλικό σκεύος, ως αντικείμενο μεταφοράς.
Ένα πήλινο σκεύος στους βιβλικούς χρόνους ήταν ένα σκεύος, το οποίο χρησίμευε συνήθως για τη μεταφορά υγρών ή σιτηρών. Κατ’ αρχάς, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι για να γεμίσει, ακόμα και με κάποια πνευματική έννοια, πρέπει να είναι άδειο. Με αυτό εννοώ ότι, αν ο νους του μουσικού είναι απασχολημένος με διάφορα ζητήματα, όπως προσωπικές διαμάχες, ματαιοδοξία ή ζήλια προς έναν άλλο καλλιτέχνη, φόβο ή ανασφάλεια, τότε το σκεύος είναι ήδη γεμάτο και δεν έχει χώρο για τα πράγματα που θέλει να δώσει στο ακροατήριο.
Έτσι, ίσως χρειαστεί πρώτα να «αδειάσει» κανείς από όλα αυτά τα πράγματα και στη συνέχεια να «γεμίσει» με αυτά που τροφοδοτούν μια σπουδαία ερμηνεία: ένα καθαρό μυαλό, ένα πνεύμα ταπεινής ευγνωμοσύνης για την ευκαιρία που του δίνεται να το κάνει, μια αίσθηση εσωτερικής γαλήνης, ακόμα και αγάπη για τους ανθρώπους που πρόκειται να ακούσουν την ερμηνεία του.
Δεύτερον, τα σκεύη που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε είναι συνήθως ομοιόμορφες σειρές βιομηχανικά κατασκευασμένων αντικειμένων μέσα σε ένα κατάστημα, όπως γλάστρες που βγήκαν από μια γραμμή παραγωγής και δείχνουν ίδιες. Αλλά τα βιβλικά σκεύη ήταν χειροποίητα και δεν υπήρχαν δύο ακριβώς όμοια. Έτσι, όταν συνήθως καθοδηγώ έναν ή δύο τραγουδιστές, τους παροτρύνω να θυμούνται ότι κανένας άλλος δεν ακούγεται ούτε χρειάζεται να ακούγεται ακριβώς όπως εκείνοι και να αποφεύγουν να συγκρίνουν τον εαυτό τους με άλλους τραγουδιστές: «Ο Θεός θέλει να χρησιμοποιήσει αυτό που είσαι».
Τρίτον, ένα σκεύος διαφέρει από ένα «κανάλι», επειδή γεμίζει, αποθηκεύει το περιεχόμενό του για κάποιο χρονικό διάστημα και μπορεί να μεταφερθεί σε κάποια τοποθεσία πριν το αδειάσουν. Ένα κανάλι, αντίθετα, όπως ένα λάστιχο ποτίσματος ή ένα τηλέφωνο, μεταφέρει το περιεχόμενό του εκείνη τη στιγμή, χωρίς να το αποθηκεύει.
Ένα μέντιουμ (medium=μέσον, διάμεσος), το οποίο ισχυρίζεται ότι λειτουργεί ως «κανάλι» μεταφέροντας τα λόγια των ψυχών των αποθανόντων και μάλιστα μιλάει με τη φωνή τους, δεν συνεισφέρει τίποτα από τη δική του προσωπικότητα, αλλά μεταφέρει μόνο τη δική τους. Ένα σκεύος, ωστόσο, όπως μια μητέρα που κουβαλάει ένα παιδί στη μήτρα της για κάποιο χρονικό διάστημα, συμβάλλει βαθιά στη φύση αυτού που μεταφέρεται. Το περιεχόμενο ενός μουσικού σκεύους, ήτοι οι συνθέσεις που εκτελούνται, επηρεάζονται θεμελιωδώς από την προσωπική ερμηνεία του φορέα.
Τέλος, όταν το περιεχόμενο ενός σκεύους διανεμηθεί, το ίδιο το σκεύος δεν έχει πλέον κανέναν έλεγχο στο τι θα συμβεί στο περιεχόμενο αυτό. Ομοίως, όταν ένας καλλιτέχνης βγαίνει στη σκηνή, δεν μπορεί να έχει καμία βεβαιότητα για το αν ακόμη και η πιο εμπνευσμένη από τις παραστάσεις του θα εκτιμηθεί ή θα πέσει στο κενό. Ως εκ τούτου, οι ερμηνευτές πρέπει να εγκαταλείψουν ολοκληρωτικά κάθε ανησυχία που μπορεί να έχουν για το τι θα σκεφτεί ο κόσμος προτού βγουν στη σκηνή, γιατί τέτοιες σκέψεις λειτουργούν ως αντιπερισπασμός που τους εμποδίζει να αποδώσουν τα μέγιστα. Η δουλειά τους είναι απλώς να δώσουν την καλύτερη δυνατή ερμηνεία τους και να αφήσουν τα πράγματα να εξελιχθούν όπως είναι να εξελιχθούν.
Με πνευματικούς όρους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μόλις το περιεχόμενο του σκεύους χυθεί στο κοινό, είναι δουλειά του Θεού, όχι του ερμηνευτή, να το χρησιμοποιήσει ή να μην το χρησιμοποιήσει στην ψυχή του ακροατή, ανάλογα με το αν ο ακροατής είναι ανοιχτός να δεχτεί αυτό το δώρο της ομορφιάς.
Το ζήτημα της αποδέσμευσης
Ένας άλλος τρόπος να εξηγήσουμε το τελευταίο σημείο, το να μην ανησυχούμε δηλαδή για το αν θα αρέσει στους ανθρώπους αυτό που κάνουμε, απαντά σε διάφορες φιλοσοφίες και παραδόσεις, περιλαμβανομένου του Βουδισμού, ως θέμα απώλειας των προσκολλήσεων, που συχνά αποκαλείται απλά «αποδέσμευση». Ο Άγιος Φραγκίσκος ντε Σάλες το συζήτησε αυτό εκτενώς στο πνευματικό κλασικό βιβλίο του «Εισαγωγή στην ευσεβή ζωή» (1609), το οποίο εκτιμούν τόσο οι Διαμαρτυρόμενοι όσο και οι Ρωμαιοκαθολικοί.
Η ουσία της αποδέσμευσης είναι η απελευθέρωση από την τυραννία πραγμάτων όπως τα υλικά αγαθά, για να είμαστε σίγουροι ότι δεν μας κατέχουν αυτά αντί να τα κατέχουμε εμείς. Αν η αίσθηση της αυτοεκτίμησης ή της αξίας ενός καλλιτέχνη ως ατόμου εξαρτάται από το πόσο καλή ή κακή ήταν η τελευταία του παράσταση ή από το τι γράφουν γι’ αυτόν οι κριτικοί, τότε στη ζωή του θα έχει πολλά σκαμπανεβάσματα.
Για τον λόγο αυτό, ακόμη και όταν κάποιος είναι ένα «σκεύος», είναι σημαντικό να αντλεί την αυτοεκτίμησή του από αλλού. Είναι απολύτως δυνατό να κάνει κανείς εξαιρετική δουλειά ως ερμηνευτής (ίσως και ακόμα καλύτερη…), διατηρώντας μια προοπτική υγιούς αποδέσμευσης και απόστασης από το εγώ του.
Του Michael Kurek
Επιμέλεια: Αλία Ζάε