Τρίτη, 14 Οκτ, 2025

Η γλυκύτητα του να μην κάνεις τίποτα – Γιατί χρειαζόμαστε την πλήξη

«Il dolce far niente» ή «H γλυκύτητα του να μην κάνεις τίποτα». Αυτή η ιταλική φράση συμπυκώνει τον μεσογειακό χαρακτήρα και φιλοσοφία, αν και μπορεί να ακούγεται παράδοξη σε ξένους ή γενικότερα σε μια εποχή στην οποία κυριαρχεί ο νόμος της αέναης δραστηριότητας και οι κατεπείγουσες υποχρεώσεις.

Η αδράνεια εμπεριέχει το στοιχείο της επαφής με τον εαυτό μας – αλλά αυτή είναι μια σκέψη που πολλές φορές μας τρομάζει: μια ψυχολογική μελέτη διαπίστωσε ότι το 67% των ανδρών και το 25% των γυναικών θα προτιμούσαν να υποστούν ένα μικρό ηλεκτροσόκ παρά να μείνουν μόνοι με τις σκέψεις τους για μόλις 15 λεπτά.

Οι σύγχρονες ‘ανέσεις’ δεν μας επιτρέπουν να παραδοθούμε εύκολα στην αδράνεια. Το κινητό τηλέφωνο, το οποίο έχει κατακτήσει την καθημερινότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων παγκοσμίως ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου και κοινωνικής τάξης, φαίνεται να έχει σχεδιαστεί για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Έχουμε στη διάθεσή μας ατελείωτες ψηφιακές εκτάσεις με τίτλους, ταινίες, podcast, άρθρα, παιχνίδια, κοινωνικά μέσα, μηνύματα κειμένου και ούτω καθεξής. Το 74% των ανθρώπων αισθάνεται άβολα όταν αφήνει το κινητό του στο σπίτι, και το 71% από εμάς ελέγχει το κινητό του μέσα στα πρώτα 10 λεπτά της ημέρας. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν νιώθουν μια αίσθηση πλήξης, εκεί καταφεύγουν. Και γιατί όχι, άλλωστε;

Η πλήξη είναι καλή για τον εγκέφαλο

Πολλοί στοχαστές και ερευνητές υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει. Η πλήξη είναι αναγκαία για την υγεία της ανθρώπινης ψυχολογίας, ακόμα και για την ίδια την ανθρώπινη ζωή. Παρέχει στον εγκέφαλο ένα πολύ απαραίτητο διάλειμμα, ανοίγει τις πύλες της δημιουργικότητας, διευκολύνει την αυτογνωσία και τον στοχασμό και μας διδάσκει την τέχνη του απλού «είναι», αντί του «κάνω» – της κατάστασης της απλής ύπαρξης που συμπληρώνει την κατάσταση δράσης.

Ουσιαστικά, ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν ξεκουράζεται ποτέ. Κάθε δραστηριότητα στην οποία εμπλεκόμαστε απαιτεί κάτι από τον εγκέφαλό μας, και αυτά τα κύτταρα βουίζουν από δραστηριότητα, επικοινωνώντας ασταμάτητα μεταξύ τους και με το υπόλοιπο σώμα. Μόνο τη νύχτα, όταν κοιμόμαστε, ο εγκέφαλος ανακουφίζεται και το μυαλό μπορεί να καθαριστεί – κυριολεκτικά – από τα ‘σκουπίδια’.

Αλλά και κατά τη διάρκεια των ωρών που είμαστε ξύπνιοι, ο εγκέφαλος χρειάζεται περιόδους ανάπαυσης – ή έστω, μειωμένης δραστηριότητας.

Ένα τόξο που είναι συνεχώς τεντωμένο θα φθαρεί και τελικά θα χάσει τη δύναμη και την ελαστικότητά του. Όπως εξηγεί ο Μπράιαν Ρόμπινσον στο περιοδικό Forbes, οι περίοδοι πλήξης υποστηρίζουν την υγεία του εγκεφάλου, παρέχοντάς του περιόδους χαλάρωσης. Βελτιώνουν επίσης τις κοινωνικές σχέσεις, τοποθετώντας τον εγκέφαλο σε μια προεπιλεγμένη κατάσταση ανοιχτότητας προς τη δικτύωση.

Η ομορφιά που βρίσκεται στην πλήξη

Ερευνητές και δημιουργικοί άνθρωποι έχουν ανακαλύψει ότι η πλήξη τροφοδοτεί τη φωτιά της έμπνευσης. Ο Ρόμπινσον σημειώνει:

«Η ανία μπορεί να καλλιεργήσει δημιουργικές ιδέες, να ξαναγεμίσει τα φθίνοντα αποθέματά σας, να ανανεώσει το κίνητρό σας για εργασία και να προσφέρει μια περίοδο ωρίμανσης για να εκκολαφθούν εμβρυακές ιδέες για εργασία. Σε εκείνες τις στιγμές που μπορεί να φαίνονται βαρετές, κενές και περιττές, στρατηγικές και λύσεις που υπήρχαν πάντα σε κάποια εμβρυακή μορφή αποκτούν χώρο και ζωντανεύουν.»

Ο ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος Ααρών Άντζελο το βίωσε αυτό από πρώτο χέρι όταν έθεσε στον εαυτό του ένα ασυνήθιστο συγγραφικό έργο:

Κάθε πρωί, για 114 ημέρες, ξυπνούσε νωρίς, καθόταν στην ίδια καρέκλα, κοιτάζοντας μπροστά, και σκεφτόταν μια λέξη από το Σονέτο 29 του Σαίξπηρ για περίπου 30 λεπτά. Με άλλα λόγια, κάθε πρωί άφηνε τον εαυτό του να βαρεθεί για λίγο. Στη συνέχεια, άρχιζε να γράφει, χωρίς να σταματάει μέχρι να γεμίσει τη σελίδα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα βιβλίο με τίτλο «The Fact of Memory: 114 Ruminations and Fabrications» (Το γεγονός της μνήμης: 114 στοχασμοί και επινοήσεις). Αργότερα, ο Άντζελο είπε: «Αυτό που συνειδητοποιώ τώρα, εκ των υστέρων, είναι ότι είχα ανακαλύψει μια από τις πιο παραγωγικές προσεγγίσεις στη συγγραφή που είχα εφαρμόσει ποτέ».

Στο δοκίμιό του «You Can’t Have Creativity Without Boredom» (Δεν μπορείς να έχεις δημιουργικότητα χωρίς πλήξη), ο Άντζελο συγκρίνει την εμπειρία του στη συγγραφή με ανθρώπους που έχουν κολλήσει σε ένα τρένο, οι οποίοι βρίσκονται στην ιδανική κατάσταση για να ονειροπολούν, κατεβάζοντας ιδέεες:

«Είναι το γεγονός ότι το σώμα βρίσκεται σε μια προκαθορισμένη θέση (δηλαδή, καθισμένο, στραμμένο προς τα εμπρός) και το μυαλό είναι απελευθερωμένο από τη συνήθη, συνεχή ενασχόλησή του με μια πληθώρα ασήμαντων πραγμάτων, που επιτρέπει στον δημιουργικό άνθρωπο να μετακινηθεί από τους περιορισμούς του συνειδητού μυαλού στο τεράστιο δυναμικό αυτού που μου αρέσει να αποκαλώ «υπερ-συνειδητό» μυαλό. Στο τρένο (ή στο λεωφορείο ή στην καρέκλα του σαλονιού), μεταβαίνουμε από μια κατάσταση ασήμαντης ενασχόλησης σε μια κατάσταση που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πλήξη, και αυτή η κατάσταση είναι ένα σημείο πρόσβασης σε δημιουργικές δυνατότητες.»

Υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο τόσοι μεγάλοι ποιητές, εφευρέτες, καλλιτέχνες και επιστήμονες έχουν στιγμές σπουδαίας έμπνευσης ενώ εκτελούν κάποια ασήμαντη εργασία, άσχετη με το έργο τους. Γράφοντας για το Psychology Today, ο Τζέφφρυ Ντέιβις [Jeffrey Davis] υπογραμμίζει το εξής:

«Σε μια σειρά μελετών, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα στα οποία ζητήθηκε να εκτελέσουν βαρετές, καθημερινές εργασίες ήταν πιο δημιουργικά μετά. Η βαρεμάρα είναι ένα ‘συναίσθημα που οδηγεί στη ποικιλία’, που σημαίνει ότι μας ωθεί να αναζητήσουμε νέες και διαφορετικές – και επομένως δημιουργικές – εμπειρίες και λύσεις. Η βαρεμάρα καλλιεργεί φυσικά τη θεμελιώδη πτυχή της περιέργειας, την ανοιχτότητα. Η ετοιμότητα για νέες εμπειρίες και για το περιβάλλον μας οδηγεί σε περισσότερες πιθανές δημιουργικές ιδέες».

Προτείνει να αξιοποιούμε τις φυσικές περιόδους πλήξης που προκύπτουν μέσα στην ημέρα μας, όπως κατά τη μετακίνηση από και προς την εργασία ή το μεσημεριανό διάλειμμα, χωρίς να καταφεύγουμε σε μια οθόνη για άμεση ανακούφιση από τις ‘άχρηστες’ σκέψεις.

Μόνοι, μια ήσυχη στιγμή

Εκτός από το ότι λειτουργεί ως καταλύτης για τη δημιουργικότητα, η πλήξη/αδράνεια υποστηρίζει επίσης την ενδοσκόπηση και καλλιεργεί την αυτογνωσία.

Συχνά φοβόμαστε να είμαστε μόνοι, κυρίως λόγω της σιωπής και της ανίας που μπορεί να ακολουθήσουν. Ωστόσο, η μοναξιά και η σιωπή είναι απαραίτητες για την επεξεργασία και την αφομοίωση των εμπειριών και, μέσω αυτών, για την κατανόηση του ατόμου της ιστορίας της ζωής του. Έτσι χτίζουμε την αίσθηση του εαυτού μας.

Όπως έγραψε η καθηγήτρια του MIT Σέρρυ Τερκλ στο βιβλίο της «Reclaiming Conversation: The Power of Talk in a Digital Age» (Ανακτώντας τη συνομιλία: Η δύναμη της ομιλίας στην ψηφιακή εποχή): «Η μοναξιά είναι το μέρος όπου βρίσκεις τον εαυτό σου, ώστε να μπορείς να προσεγγίσεις άλλους ανθρώπους και να δημιουργήσεις πραγματικούς δεσμούς. Όταν δεν έχουμε την ικανότητα για μοναξιά, στρεφόμαστε στους άλλους για να νιώθουμε λιγότερο άγχος ή για να νιώθουμε ζωντανοί».

Το άτομο που εξαρτάται συνεχώς από εξωτερικά ερεθίσματα – κοινωνικά, ψηφιακά ή και τα δύο – για να νιώθει καλά, πιθανότατα δεν έχει πολύ ισχυρή αίσθηση του εαυτού του. Αλλά για να μάθουμε να ξεκουραζόμαστε στο παρόν, να αναλογιζόμαστε το παρελθόν και το μέλλον, πρέπει να ενδίδουμε και στην αδράνεια. Αυτές οι στιγμές είναι πύλες που μας προσκαλούν σε απρογραμμάτιστες και απροσδόκητες σκέψεις.

Η Τερκλ υποστηρίζει εύγλωττα: «Για να ανακτήσουμε τη μοναξιά, πρέπει να μάθουμε να βιώνουμε μια στιγμή πλήξης ως λόγο για να στραφούμε προς τα μέσα, αναβάλλοντας το να πάμε ‘αλλού’ τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα».

Η άρνηση να «πηγαίνουμε αλλού» σχετίζεται με την προθυμία να «είμαστε εδώ». Η αποδοχή της προσωρινής πλήξης – ή ακόμα και της απειλής της πλήξης – μας επιτρέπει να συνειδητοποιούμε την παρούσα στιγμή, αυτό που συμβαίνει εκείνη την ώρα γύρω μας. Μπορούμε να παρατηρούμε, να προσέχουμε τα πράγματα και απλά να τα αφήνουμε να είναι όπως είναι.

Το έζησα αυτό ο ίδιος πριν από λίγο καιρό, όταν έμεινα κάπου χωρίς σήμα ίντερνετ, περιμένοντας να έρθουν να με πάρουν. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να είμαι παρών στη στιγμή. Αποδείχθηκε ένα απροσδόκητο δώρο. Σκέφτηκα αυτό μετά:

«Χωρίς την απόσπαση της προσοχής από ηλεκτρονικές συσκευές, μερικά χιλιόμετρα μακριά από την πόλη, ανίκανος να επιταχύνω την άφιξη της γυναίκας μου, δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω από το να παρακολουθώ το ρυάκι. Ήταν μια ευτυχισμένη αδυναμία. Ο χρόνος επιβραδύνθηκε. Μετακινήθηκα από το πεδίο της δράσης στο πεδίο της ύπαρξης. Δεν ήμουν ‘κάποιος που προσπαθούσε να κάνει κάτι’ ή ‘πήγαινε κάπου αλλού’. Ήμουν απλώς ένας άνθρωπος που είχε σκοντάψει στην ύπαρξη, είχε σκοντάψει στον κόσμο που ξαφνικά έγινε παρών όπως σπάνια συμβαίνει, θαυμάζοντας την περίπλοκη ομορφιά του».

Αφιερώστε χρόνο στην πλήξη

Ο Ρόμπινσον φτάνει στο σημείο να υποστηρίζει ότι πρέπει να προγραμματίζουμε σκόπιμα χρόνο για τέτοιες εμπειρίες μέσα στην εβδομάδα μας. Αντί για μια απλή «λίστα υποχρεώσεων», συμβουλεύει να φτιάξουμε μια «λίστα ύπαρξης». Μια λίστα ύπαρξης φυλά χρόνο μόνο για την πρακτική της ενσυνειδητότητας, μόνο για την ύπαρξη, χωρίς την πίεση να επιτύχουμε κάτι:

«Δίνετε στον εαυτό σας χώρο να τεντωθεί και να αναπνεύσει βαθιά μεταξύ των ραντεβού, χρόνο να περπατήσετε γύρω από το τετράγωνο και να καθαρίσετε το μυαλό σας. Ή να διαλογιστείτε, να προσευχηθείτε, να κάνετε γιόγκα στο γραφείο σας, να παρακολουθήσετε το γρασίδι να μεγαλώνει ή απλά να συλλογιστείτε το σύμπαν. Ο εγκέφαλός σας θα είναι πιο ευτυχισμένος και υγιής όταν συνυπάρχει με στιγμές αδράνειας χωρίς επιταγές, χωρίς να χρειάζεται να βιαστείτε, να διορθώσετε ή να επιτύχετε οτιδήποτε.»

Πόσοι σημειώνουν στην ατζέντα τους «Μην κάνεις τίποτα» ή «Χρόνος για βαρεμάρα»; Ωστόσο, πώς θα ήταν οι ζωές μας και η κοινωνία γενικότερα αν το κάναμε αυτό;

Η πλήξη μάς αναγκάζει να ακούσουμε. Να ανοιχτούμε. Χωρίς τίποτα να διεκδικεί την προσοχή μας, χωρίς τίποτα να μας «διασκεδάζει», ξαφνικά είμαστε ελεύθεροι – ακόμα κι αν η ελευθερία συνοδεύεται από λίγο πόνο και αρχική δυσφορία. Μπορούμε να ανοιχτούμε στον κόσμο. Όπως το έθεσε η Τερκλ: «Δεν χρειάζεται να βγεις από το δωμάτιό σου. Μείνε καθισμένος στο τραπέζι σου και άκου. Δεν χρειάζεται καν να ακούς, απλά μείνε, μάθε να γίνεσαι ήσυχος, ακίνητος και μοναχικός. Κι ύστερα, θα είσαι ελεύθερος να ανακαλύψεις».

«Πολύ κακό για το τίποτα»: Μία σαιξπηρική κωμωδία για τη δύναμη των λέξεων

Ποιο είναι το πιο πολύτιμο αγαθό ενός ανθρώπου; Πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν είναι τα πλούτη ή οποιοδήποτε άλλο υλικό αγαθό, αλλά η καλή φήμη. Ένα καλό όνομα έχει μεγαλύτερη αξία από οποιοδήποτε χρηματικό ποσό. Μόλις αμαυρωθεί ή χαθεί, δεν μπορεί να αποκατασταθεί τόσο εύκολα όσο ο πλούτος, και χωρίς αυτό σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής μας γίνεται πιο δύσκολη. Όταν κάποιος χάσει την τιμή του ή το καλό του όνομα, η σχέση του με την κοινωνία αλλάζει ριζικά.

Έτσι, το άτομο που καταστρέφει το καλό όνομα ενός άλλου αμαυρώνει την πηγή που ποτίζει όλους τους τομείς της ζωής, των επιχειρήσεων και της οικογένειας. Οι λέξεις μπορούν να προκαλέσουν μεγαλύτερη ζημιά από τη σωματική βία, αλλά έχουν επίσης τη δύναμη να εμπνέουν, να ενώνουν, να θεραπεύουν και να αποκαθιστούν.

Η δύναμη των λέξεων – τόσο για το καλό όσο και για το κακό – αποτελεί ένα από τα κεντρικά θέματα της απολαυστικής σαιξπηρικής κωμωδίας «Πολύ κακό για το τίποτα» («Much Ado About Nothing», 1600). Μεταξύ άλλων, το έργο υμνεί τη χαρά της γλωσσικής δεξιότητας και του πνεύματος, τη δύναμή τους να αποκαλύπτουν την αλήθεια και να συμφιλιώνουν τις διαφορές, αλλά και τη δυνατότητα που έχουν να προκαλούν διχασμό, απομόνωση και βαθιές βλάβες στα άτομα και τις μεταξύ τους σχέσεις.

Η πρώτη έκδοση του «Πολύ κακό για το τίποτα» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. (Public Domain)

 

Αγάπη και πόλεμος στη Σικελία

Στην αρχή του έργου, βλέπουμε τη σύγκρουση δύο αντίθετων και φαινομενικά ασυμβίβαστων κόσμων. Μια ομάδα στρατιωτικών με επικεφαλής τον πρίγκιπα της Αραγωνίας, Ντον Πέδρο, επιστρέφει θριαμβευτικά από τον πόλεμο και εισέρχεται στην πόλη της Μεσσήνης για μια περίοδο εορτασμών και ανάπαυσης. Τους καλωσορίζουν οι άρχοντες της πόλης, Λεονάτο και Αντόνιο, μαζί με τις κόρες τους, τις όμορφες Ηρώ και Βεατρίκη.

Ένας από τους συντρόφους του Δον Πέδρο, ο νεαρός Κλαούντιο, ερωτεύεται γρήγορα – ίσως και απερίσκεπτα – την Ηρώ, και ζητά τη βοήθεια του πρίγκιπα για να την κερδίσει και να κανονίσει τον γάμο τους. Ένας άλλος από τους συντρόφους του Δον Πέδρο, ο Βενέδικτος, συγκρούεται με την ορμητική και ανεξάρτητη Βεατρίκη και θρηνεί που ο σύντροφός του, ο Κλαούντιο, έχει στραφεί από τις σκέψεις του πολέμου στις σκέψεις των γυναικών.

Οι δύο ριζικά διαφορετικοί κόσμοι που συναντώνται εδώ είναι ο κόσμος του πολέμου και ο κόσμος της οικογενειακής ζωής ή, όπως επισημαίνει η Αν Μπάρτον στην εισαγωγή της στο έργο στο «The Riverside Shakespeare», ο κόσμος της «ανδρικής φιλίας και ο νέος κόσμος του έρωτα». Η ένταση μεταξύ αυτών των δύο κόσμων γεννά μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος του έργου, καθώς και τα διλήμματα των χαρακτήρων.

Ο Βενέδικτος, ένας «επιβεβαιωμένος εργένης», δεν θέλει  να εγκαταλείψει τον ανδρικό κόσμο των τολμηρών κατορθωμάτων στο πεδίο της μάχης και της ανδρικής συντροφικότητας για χάρη της ποίησης, των εορτασμών, των χορών και των ερωτικών σχέσεων που ραγίζουν καρδιές – παρά τα καταπιεσμένα συναισθήματα έλξης που νιώθει για τη Βεατρίκη. Στη Δεύτερη Πράξη, Σκηνή 3, ο Βενέδικτος παραπονιέται που ο Κλαούντιο έχει χάσει τα μυαλά του για την Ηρώ:

«Ξέρω ότι κάποτε η μόνη μουσική που άκουγε ήταν τα τύμπανα και τα πνευστά, ενώ τώρα προτιμά να ακούει ταμπούρλα και αυλό. Τον ήξερα όταν περπατούσε δέκα μίλια με τα πόδια για να δει μια καλή πανοπλία, και τώρα μένει ξύπνιος δέκα νύχτες σκαλίζοντας το σχέδιο ενός νέου γιακά. Συνήθιζε να μιλάει απλά και ευθέως (σαν έντιμος άνθρωπος και στρατιώτης), και τώρα έχει γυρίσει στην ορθογραφία – τα λόγια του είναι σαν φανταστικό συμπόσιο.»

Ο Τζον Γκίλγκουντ ως Βενέδικτος στο «Πολύ κακό για το τίποτα» (1959).  (Public Domain)

 

Όμως ο Κλάουντιο δεν είναι ο μόνος που έχει εγκαταλείψει την ευθύτητα. Ούτε ο Βενέδικτος λέει αυτό που πραγματικά εννοεί, ειδικά όταν πρόκειται για τη Βεατρίκη και την ιδέα του γάμου. Επιμένει ότι δεν θέλει να έχει καμία σχέση με κανένα από τα δύο, αρνούμενος να αναγνωρίσει αυτό που πραγματικά τον συγκινεί. Στην πραγματικότητα, η λεκτική μονομαχία μεταξύ της Βεατρίκης και του Βενέδικτου, γεμάτη προσβολές και χτυπήματα – απολαυστική στο γραπτό κείμενο αλλά και στη σκηνή, όταν αποδίδεται καλά – καλύπτει την αμοιβαία έλξη που υπάρχει μεταξύ τους. Όπως το έθεσε η Μπάρτον:

«Η Βεατρίκη και ο Βενέδικτος χρησιμοποιούν το πνεύμα για να αποστασιοποιηθούν από τα συναισθήματα που αναγνωρίζουν ως δυνητικά επικίνδυνα. Προσκολλώνται στην παρέα του ίδιου φύλου, επειδή εκεί αισθάνονται ασφαλείς, αλλά δεν μπορούν να αντισταθούν στο να ρίχνουν προκλητικές βολές στο έδαφος του εχθρού.»

Σε αυτή την περίπτωση, οι αιχμηρές γλώσσες χρησιμοποιούνται ως βελόνες για να υφάνουν έναν ιστό λέξεων που κρύβει την ευαισθησία των συναισθημάτων, την αυθεντικότητα.

Παρά τη διασκέδαση που προσφέρουν τα ευφυολογήματά τους, παίζουν ένα επικίνδυνο παιχνίδι, ένα παιχνίδι λεκτικών υπεκφυγών που ενέχει τον κίνδυνο να καταλήξει σε πλήρη απομόνωση. Γράφει η Μπάρτον:

«Τόσο η Βεατρίκη όσο και ο Βενέδικτος, παρά την επιφανειακή τους χαρά και την περιφρόνησή τους για τον γάμο, είναι ουσιαστικά μοναχικοί άνθρωποι. Είναι μεγαλύτεροι από τον Κλαούντιο και την Ήρω και κινδυνεύουν να βρεθούν φυλακισμένοι για όλη τους τη ζωή σε μια σειρά από συμπεριφορές και κοινωνικότητες που, αν και πνευματώδεις και διασκεδαστικές, είναι ωστόσο ανασταλτικές και στείρες.»

Τι μας λες!;

Και πάλι, η αλληλεπίδραση μεταξύ του κόσμου του πολέμου και του κόσμου της οικογενειακής ζωής μπαίνει στο παιχνίδι. Ο Βενέδικτος απολαμβάνει τον πρώτο, αλλά αποφεύγει τον δεύτερο, παρά το γεγονός ότι αυτοί οι δύο κόσμοι εξαρτώνται ο ένας από τον άλλο.

Το οικογενειακό σπίτι και η εστία εξαρτώνται από τους πολεμιστές για την προστασία και τη διατήρησή τους, αλλά και ο ανδροκρατούμενος χώρος της μάχης εξαρτάται από το σπίτι και την οικογένεια για να αναπληρώσει τις τάξεις του με μελλοντικούς στρατιώτες. Ο Βενέδικτος δεν έχει ακόμη αποδεχτεί ότι μια συνέπεια του πολέμου είναι η αυξημένη ανάγκη για γονιμότητα ούτε ότι, εξ ορισμού, ο ανδροκρατούμενος κόσμος είναι ψυχολογικά και βιολογικά στείρος.

Σε μεγάλο βαθμό, η Βεατρίκη και ο Βενέδικτος, με τις εκατέρωθεν ειρωνείες τους και προς το γάμο, περισσότερο ξεγελούν τους εαυτούς τους παρά τους άλλους – ένα ακόμη παράδειγμα της δύναμης των λέξεων. Όταν λέμε στον εαυτό μας ένα ψέμα για αρκετό καιρό, αρχίζουμε να το πιστεύουμε. Χρειάζεται η παρέμβαση κάποιων σκανδαλιάρικων αλλά καλοπροαίρετων φίλων για να μπορέσουν η Βεατρίκη και ο Βενέδικτος να καταλάβουν την καρδιά τους.

Τζον Σάτκλιφ, «Η Βεατρίκη κρυφακούει την Ηρώ και την Ούρσουλα», 1904. Ακουαρέλα. Βιβλιοθήκη Φόλτζερ Σαίξπηρ (Thedarklady154/CC BY-SA 4.0)

 

Ο Δον Πέδρο, ο Κλάουντιο, η Ηρώ και η υπηρέτρια της Ηρώ κανονίζουν να ακούσουν κρυφά η Βεατρίκη και ο Βενέδικτος  συνομιλίες όπου μαθαίνουν ότι ο ένας – υποτίθεται – δηλώνει την αγάπη του για τον άλλον. Όταν η Βεατρίκη και ο Βενέδικτος πιστεύουν ότι ο άλλος έχει ήδη «υποκύψει» στην καταπιεσμένη έλξη, ο καθένας τους παραδέχεται γρήγορα τον κρυφό του έρωτα.

Το ενδιαφέρον του Σαίξπηρ για τη φήμη – τι σκέφτονται οι άλλοι για εμάς και τι σκέφτεται ο καθένας για τον εαυτό του – αναδύεται και πάλι σε αυτές τις σκηνές. Ακούγοντας μάλλον κριτικές απόψεις για τον εαυτό τους από άλλους, νιώθουν ταπεινοί και αρχίζουν να αποκτούν αυτογνωσία, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση της γνήσιας αγάπης τού ενός για τον άλλον. Εδώ, οι λέξεις χρησιμεύουν ως όργανα της αλήθειας, παρόλο που χρησιμοποιούνται από τους φιλικούς συνωμότες με παραπλανητικό τρόπο.

Δριμεία χρήση της γλώσσας

Ωστόσο, δεν είναι όλες οι συνωμοσίες στο έργο καλοκάγαθες. Ο Σαίξπηρ επιστρατεύει και μια απειλητική συνωμοσία για να τονίσει την καταστροφική πλευρά της γλώσσας που συνδέεται με το ψεύδος και την ανηθικότητα. Ο Ντον Τζον, ο νόθος αδελφός του Ντον Πέδρο, πάσχει από μια παραλυτική μελαγχολία που τον κάνει εχθρό κάθε χαράς και ευτυχίας. Από καθαρή κακία, επινοεί μια ψεύτικη ιστορία για μια υποτιθέμενη ασέλγεια της Ηρώς, η οποία οδηγεί τον Κλαούντιο να την καταγγείλει οργισμένα και να την απορρίψει την ίδια μέρα του γάμου τους. Το σοκ από αυτό, όπως φαίνεται, σκοτώνει την Ηρώ.

Νωρίτερα στο έργο, η ίδια η Ηρώ είχε προφητικά πει, στην Τρίτη Πράξη, Σκηνή 1: «Κανείς δεν ξέρει/ Πόσο μια κακή λέξη μπορεί να δηλητηριάσει την αγάπη» – μια σαφής προειδοποίηση για το πόσο εύκολα μπορούν οι απρόσεκτες λέξεις να επηρεάσουν τη φήμη και την κοινή γνώμη για κάποιον. Προεκτείνοντας την εντύπωση του δηλητηρίου, μετά τον φαινομενικό θάνατο της Ηρώς, ο Σαίξπηρ βάζει τον Αντόνιο να φωνάξει: «Ο Θεός ξέρει ότι αγαπούσα την ανιψιά μου/ Και είναι νεκρή, συκοφαντημένη μέχρι θανάτου από κακοποιούς/ Που τολμούν να απαντήσουν σε έναν άνδρα/ Όπως εγώ τολμώ να πιάσω ένα φίδι από τη γλώσσα». Όπως το δηλητήριο ενός φιδιού, η συκοφαντία έχει καταστρέψει την αγάπη και έχει κλέψει τη ζωή. Ο συνδυασμός της κακίας του Ντον Τζον και της ευπιστίας και της νεανικής απερίσκεπτης κρίσης του Κλαούντιο αποδεικνύεται μοιραίος.

Άλφρεντ Έλμορ, απεικόνιση της σκηνής της συκοφάντησης της Ηρώς στην εκκλησία, από το θεατρικό έργο του Σαίξπηρ «Πολύ κακό για το τίποτα». Λάδι σε καμβά, 1846. (Public Domain)

 

Ή σχεδόν μοιραίος, αφού το έργο είναι μία κωμωδία, όχι τραγωδία. Η Ηρώ δεν είναι πραγματικά νεκρή, αλλά ένας σοφός γέροντας μοναχός συμβουλεύει να κρατηθεί μυστικό αυτό το γεγονός, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον Κλαούντιο να μετανοήσει για τη σκληρότητά του. Η μετάνοια του Κλαούντιο είναι, και πάλι, γλωσσική: πηγαίνει στον υποτιθέμενο τάφο της Ηρώς και θρηνεί δημόσια για αυτήν, τραγουδώντας ένα τραγούδι προς τιμήν της και αποθέτοντας ένα επίγραμμα στον τάφο της.

Το επιτάφιο συνοψίζει εύστοχα τη διερεύνηση της γλώσσας στο έργο και τη σχέση της με τον θάνατο και την αθανασία:

«Σκοτώθηκε από συκοφαντικές γλώσσες / η ηρωίδα που εδώ κείτεται. / Ο θάνατος, ως ανταμοιβή για τα αδικήματά της / Της δίνει φήμη που δεν πεθαίνει ποτέ. / Έτσι, η ζωή που πέθανε με ντροπή / Ζει στον θάνατο με ένδοξη φήμη.»

Μετά την τελετουργική μετάνοια του Κλαούντιο, αρχίζει η αποκατάσταση, που συμβολίζεται από την έλευση της αυγής, την οποία χαιρετίζει ο Δον Πέδρο: «Καλημέρα, κύριοι, σβήστε τις δάδες σας / Οι λύκοι έφαγαν το θήραμά τους, και κοιτάξτε, η ήρεμη μέρα/ Πριν από τους τροχούς του Φοίβου, γύρω-γύρω/ Στίγματα γκρι χρωματίζουν τη νυσταγμένη ανατολή».

Εν τω μεταξύ, η Βεατρίκη, πεπεισμένη για την αθωότητα της Ηρώς, είναι τόσο εξοργισμένη με τον Κλαούντιο που ζητά από τον Βενέδικτο – ο οποίος έχει ομολογήσει την αγάπη του – να σκοτώσει τον Κλαούντιο για εκδίκηση. Ο Βενέδικτος συμφωνεί απρόθυμα, δείχνοντας, όπως επισημαίνει ο Μπάρτον, την αλλαγή που τον έχει μεταμορφώσει. Η φιλία τώρα περνά σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην αγάπη του για τη Βεατρίκη.

Ευτυχώς, η αλήθεια αποκαλύπτεται πριν από μια αιματηρή σύγκρουση μεταξύ του Βενέδικτου και του Κλαούντιο. Η αθωότητα της Ηρώς αποδεικνύεται και, λίγο μετά, επιστρέφει, ζωντανή και υγιής, στον έκπληκτο και τιμωρημένο Κλαούντιο. Όπως λέει ο Λεονάτο: «Πέθανε, κύριέ μου, αλλά η συκοφάντησή της ζούσε» – μια υπενθύμιση της ασυμβατότητας της αθωότητας και του ψεύδους.

Ο Χένρυ Ίρβινγκ και η Έλλεν Τέρρυ ως Βενέδικτος και Βεατρίκη στο «Πολύ κακό για το τίποτα», 1870. Χρωμολιθογραφία. (Public Domain)

 

Σε αυτό το έργο, ο Σαίξπηρ, μέγας μαιτρ των λέξεων, δραματοποιεί τη δύναμη της γλώσσας, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο δομεί την κατανόησή μας για τον εαυτό μας και τους άλλους, είτε καλή είτε άσχημη. Οι πιο σκοτεινές και παραπλανητικές χρήσεις της γλώσσας – που της δίνουν ακόμη και τη δύναμη να σκοτώνει, κυριολεκτικά – αντιπαραβάλλονται με τη δύναμή της να θεραπεύει, να ανασταίνει και να αποκαθιστά, όταν χρησιμοποιείται για την αλήθεια. Μέσα από αυτή τη δραματοποίηση, ο Σαίξπηρ μάς συμβουλεύει να ζυγίζουμε προσεκτικά τα λόγια μας και να τα ευθυγραμμίζουμε με την πραγματικότητα.

«Εκλογή IV»: Η μυστηριώδης προφητεία του Βιργιλίου

Ο Ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος (70–19 π.Χ.), γνωστός κυρίως για το έπος «Αινειάδα», έγραψε και μια σειρά ποιημάτων με ποιμενικό περιεχόμενο, τις επονομαζόμενες «Εκλογές» (ή «Βουκολικές»).

Αυτά αναφέρονται κυρίως σε μια ειδυλλιακή αγροτική ζωή σε λαμπερά χωράφια, λιβάδια γεμάτα με λουλούδια και ελικοειδείς περιβόλους, παρουσιάζοντας κυρίως βοσκούς που συνομιλούν και τραγουδούν στην ύπαιθρο, με περιστασιακές αναφορές στις κατασχέσεις γης που γίνονταν εκείνη την εποχή και τις πολιτικές διαμάχες και αναταραχές.

Από τη συλλογή ξεχωρίζει η «Εκλογή IV», της οποίας οι στίχοι φαίνεται να αναφέρονται σε κάτι πιο μεγάλο από την εγκόσμια θεματολογία των υπόλοιπων ποιημάτων.

«Εκλογή IV»

Η «Εκλογή IV» γοητεύει και μπερδεύει τους μελετητές για αιώνες, προκαλώντας μια διαμάχη που περιλαμβάνει πολύ διαφορετικές ερμηνείες. Είναι γραμμένη σαν γρίφος ή προφητεία, και οι κριτικοί και οι μελετητές αδυνατούν να καταλήξουν σε κάποιο ομόφωνο συμπέρασμα όσον αφορά το ακριβές νόημα της.

ZoomInImage
«Εκλογή IV: Η κούνια σου ζωντανεύει». 1876, Σκίτσο του Σάμιουελ Πάλμερ, 1876. (CC BY 2.5)

 

Ήδη από την αρχή, το ποίημα έχει διαφορετικό τόνο από τα προηγούμενα της σειράς: «Μούσες της Σικελίας, ας τραγουδήσουμε ένα κάπως πιο ευγενές τραγούδι. Δεν είναι όλοι που χαίρονται με τους κήπους και τα ταπεινά θαμνάκια. Αν το τραγούδι σας είναι για το δάσος, ας είναι το δάσος άξιο ενός υπάτου».

Ο ποιητής προαναγγέλλει την αυγή μιας νέας εποχής:

«Τώρα έφτασε η τελευταία εποχή των τραγουδιών της Κύμης. Η μεγάλη σειρά των αιώνων ξεκινά απ’ την αρχή. Τώρα επιστρέφει η Παρθένος, επιστρέφει η βασιλεία του Κρόνου. Τώρα μια νέα γενιά κατεβαίνει από τον ουρανό».

Αυτή η νέα εποχή συνδέεται με τη γέννηση ενός παιδιού: «Μόνο χαμογέλασε, εσύ αγνή Λουκίνα, στη γέννηση του παιδιού, που θα σημάνει το τέλος της σιδερένιας γενιάς και μια χρυσή φυλή θα αναδυθεί σε όλο τον κόσμο». Λουκίνα είναι το επίθετο που δίνεται στις θεές Ήρα ή Άρτεμη ως προστάτιδες του τοκετού. Η λατινική λέξη «Lux», από την οποία προέρχεται η λέξη Λουκίνα [Lucina], σημαίνει «φως» και σε αυτό το πλαίσιο αναφέρεται στη γέννηση ενός νέου παιδιού.

Ο Βιργίλιος παρουσιάζει το παιδί, ένα αγοράκι, ως σωτήρα και κυβερνήτη του κόσμου. «Θα έχει το δώρο της θεϊκής ζωής, θα δει ήρωες να αναμειγνύονται με θεούς, και θα τον δουν και αυτοί, και θα κυβερνήσει τον κόσμο στον οποίο η ανδρεία του πατέρα του έφερε την ειρήνη».

Αφού προφητεύει την κυριαρχία του παιδιού πάνω στη γη, ο Βιργίλιος αναπτύσσει διάφορους όμορφους και μυστηριώδεις στίχους, χρησιμοποιώντας φυσικές εικόνες για να απεικονίσει τον κόσμο που ανοίγει την αγκαλιά του για να καλωσορίσει τον νεαρό ηγεμόνα. Ο ποιητής προφητεύει ότι η γη θα ανθίσει με χαρούμενη βλάστηση, και οι στίχοι γλιστρούν απαλά από τη μια εικόνα της αφθονίας στην άλλη: κισσός, δακτυλίτιδα, αιγυπτιακή φασολιά, αγριοκράταιγος, χαμογελαστά λουλούδια και κατσίκες με γεμάτα μαστάρια.

Παραδοσιακά σύμβολα

Ο κισσός περιβάλλεται από μια πλούσια συμβολική παράδοση: έχει συνδεθεί με τη γονιμότητα, τους περιβόλους, τη θρησκευτική έκσταση, τον θεό Διόνυσο και το θέατρο. Ίσως το πιο σημαντικό για το ποίημα αυτό είναι ότι ο αειθαλής κισσός δημιουργεί μια συμβολική σύνδεση με την αθανασία και την πίστη. Δεδομένου ότι το ποίημα υπονοεί ότι η βασιλεία του μικρού αγοριού θα είναι ατελείωτη, ο Βιργίλιος πιθανότατα έχει εδώ στο μυαλό του την αθανασία του κισσού.

Στη ρωμαϊκή μυθολογία, η θεά Φλόρα άγγιξε την Ήρα (Τζούνο, στα λατινικά) με το φυτό δακτυλίτιδα για να γονιμοποιήσει μέσα της τον θεό Άρη χωρίς τη συμμετοχή πατέρα. Όπως θα δούμε παρακάτω, αυτό είναι σημαντικό για τις χριστιανικές ερμηνείες του ποιήματος του Βιργιλίου, οι οποίες βλέπουν σε αυτό μια πιθανή αναφορά στην παρθενογένεση του Ιησού Χριστού.

“Juno and Flora” 1702, Bon Boullogne. Palace of Versailles, Paris. (Public Domain)
Μπον Μπουλόν [Bon Boullogne], «Ήρα και Φλόρα», 1702. Παλάτι των Βερσαλλιών, Παρίσι. (Public Domain)

 

Οι επόμενοι στίχοι μιλούν για αγελάδες που δεν φοβούνται πλέον τα λιοντάρια και για την καταστροφή ενός φιδιού. Η είσοδος του νεαρού ήρωα στην ενηλικίωση συμπίπτει με περαιτέρω γήινη γονιμότητα: χωράφια με καλαμπόκι, βάτα καλυμμένα με τσαμπιά λαμπερών σταφυλιών και βελανιδιές που απελευθερώνουν ένα γλυκό υγρό.

Η βασιλεία του ήρωα θα είναι τόσο ειρηνική και ευημερούσα που, μετά την επανάληψη του Τρωικού Πολέμου, ένα είδος μακαριότητας θα απλωθεί στον κόσμο, όπου το εμπόριο, η γεωργία και παρόμοιες τέχνες δεν θα είναι πλέον απαραίτητες. «Δεν θα διδάσκονται πλέον τα πρόβατα να παίρνουν διάφορα χρώματα, αλλά τα πρόβατα στα λιβάδια θα αλλάζουν μόνα τους το τρίχωμά τους, άλλοτε σε ένα γλυκό πορφυρό χρώμα, άλλοτε σε ένα κροκί, και τα αρνιά που βόσκουν θα ντύνονται με κόκκινο χρώμα κατά βούληση».

Ο Βιργίλιος βλέπει τη δόξα της νέας εποχής να διαχέεται, να εγκαθίσταται και να εισέρχεται σε όλα τα πράγματα, μέχρι τα άκρα της γης και του ουρανού: «Δείτε πώς ο κόσμος με τον τεράστιο θόλο του υποκλίνεται – η γη και η έκταση της θάλασσας και τα βάθη τ’ ουρανού!»

Στην ευφορία του, ο ποιητής υψώνεται σε ένα κύμα θάρρους για να προκαλέσει τους ίδιους τους θεούς σε ποιητικό διαγωνισμό, διακηρύσσοντας ότι αν ζήσει για να δει την αυγή αυτής της νέας ημέρας, οι καλλιτεχνικές του δυνάμεις θα φθάσουν σε τέτοια ύψη που ούτε ο ίδιος ο θεός Πάνας δεν θα μπορεί να τον ανταγωνιστεί. Ο ποιητής ολοκληρώνει το ποίημα επιστρέφοντας στην εικόνα του ήρωα που έρχεται ως βρέφος: «Άρχισε, αγοράκι μου, να αναγνωρίζεις τη μητέρα σου με ένα χαμόγελο: δέκα μήνες έφεραν στη μητέρα σου μεγάλο μόχθο. Άρχισε, αγοράκι μου!»

Ερμηνείες

Είναι σαφές ότι με αυτή την Εκλογή έχουμε προχωρήσει πέρα από το παίξιμο της λύρας και του αυλού των βοσκών σε μια μεγάλη προφητεία που αφορά ολόκληρο τον κόσμο. Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες του ποιήματος, μεταξύ των οποίων ότι ο Βιργίλιος εξυμνούσε τη δική του ποίηση ή ότι έγραφε για τον γιο ενός φίλου του, τον Κ. Ασίνιους Πόλλιο, στον οποίο απευθύνεται αρχικά το ποίημα, ή ότι προφήτευε τη μεγαλοσύνη των απογόνων του Μάρκου Αντώνιου.

Ωστόσο, καμία από αυτές τις υποθέσεις δεν ταιριάζει με τον τόνο του ποιήματος. Μιλάει για ένα συγκεκριμένο άτομο, η βασιλεία του οποίου θα αλλάξει την όψη ολόκληρου του κόσμου – αν και θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι την εποχή που γράφτηκε το ποίημα, το παιδί του Αντώνιου αναμενόταν να κάνει κάτι τέτοιο.

Δεδομένης της ευφορικής και μεγαλοπρεπούς φύσης της γλώσσας και του περιεχομένου του ποιήματος, δύο άλλες ερμηνείες φαίνονται πιο ορθές: Η πρώτη υποστηρίζει ότι ο ηγεμόνας του κόσμου στον οποίο αναφέρεται το ποίημα είναι ο Οκταβιανός – ο Καίσαρας Αύγουστος – και ότι με αυτό το ποίημα ο Βιργίλιος ακολουθούσε τη μακρά παράδοση που ήθελε τους ποιητές να υμνούν τους προστάτες τους.

Η εκδοχή του Καίσαρα Αυγούστου, ιδρυτή της Ρψμαϊκής Αυτοκρατορίας

Την εποχή που ο Βιργίλιος έγραφε, η Ρώμη μεταμορφωνόταν από δημοκρατία σε αυτοκρατορία, μέσω των περίφημων εμφυλίων πολέμων στους οποίους συμμετείχαν ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Μέγας Πομπήιος, ο Μάρκος Κράσσος, ο Μάρκος Αντώνιος, ο Μάρκος Λέπιδος και ο Οκταβιανός. Ο Ιούλιος Καίσαρας είχε ορίσει τον ανιψιό και υιοθετημένο γιο του, Οκταβιανό, ως διάδοχό του. Μετά τη δολοφονία του Καίσαρα και αφού επιβλήθηκαν επί των δολοφόνων, ο Οκταβιανός, ο Μάρκος Αντώνιος και ο Μάρκος Λέπιδος στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου. Όταν επικράτησε ο πρώτος, έγινε Καίσαρας Αύγουστος και ιδρυτής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και εγκαινίασε μια περίοδο ειρήνης και σταθερότητας που η Ρώμη (και όλος ο γνωστός κόσμος εκείνης της εποχής) δεν είχε γνωρίσει εδώ και πολύ καιρό.

ZoomInImage
Προτομή του νεαρού Οκταβιανού, που χρονολογείται περίπου στο 30 π.Χ. Μουσεία του Καπιτωλίου, Ρώμη. (Public Domain)

 

Ο Βιργίλιος γνώριζε προσωπικά τον Αύγουστο. Μάλιστα, το αριστούργημά του, η «Αινειάδα», ήταν παραγγελία εκείνου. Ο Βιργίλιος διάβαζε ο ίδιος την «Αινειάδα» στον Αύγουστο και την οικογένειά του. Επομένως, δεν είναι παράλογο να φανταστούμε ότι ο Βιργίλιος έβλεπε στον Αύγουστο μια μορφή σωτήρα που έφερε επιτέλους μια περίοδο ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας στον ρωμαϊκό κόσμο.

Δεν είναι παράλογο να φανταστεί κανείς ότι θα ήθελε να γράψει κάτι για να υμνήσει τον ισχυρό προστάτη του, όπως είχε κάνει και σε ορισμένα αποσπάσματα της «Αινειάδας». Σε αυτή την ερμηνεία, το βρέφος που μεγαλώνει και κυβερνά τον κόσμο είναι ο ίδιος ο Αύγουστος, του οποίου η επικράτεια περιελάμβανε, στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος του γνωστού κόσμου εκείνη την εποχή.

Η αδυναμία αυτής της ερμηνείας είναι το ότι ο Βιργίλιος έγραψε το ποίημα το 40 π.Χ., πριν δηλαδή γίνει ο Οκταβιανός Αύγουστος και ηγεμόνας του κόσμου. Φυσικά, υπάρχει και η πιθανότητα ο Βιργίλιος να προέβλεψε την πορεία των πολιτικών γεγονότων ή να είχε προφητικές δυνάμεις.

Η χριστιανική εκδοχή

Η δεύτερη ερμηνεία, η οποία προέρχεται από τους πρώτους χριστιανούς συγγραφείς, όπως ο Άγιος Αυγουστίνος, υποστηρίζει ότι ο Βιργίλιος ήταν ένας «πρωτοχριστιανός» ο οποίος προσέφερε μια μεσσιανική προφητεία για τον Χριστό την παραμονή της έλευσης του. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, ο Βιργίλιος είχε, με κάποιο τρόπο, μια προφητική εικόνα της επερχόμενης λύτρωσης του κόσμου και της έναρξης της χριστιανικής εποχής στη ζωή, τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού.

Ο Δάντης κάνει τον Βιργίλιο κεντρική φιγούρα στο χριστιανικό ποίημά του, «Η Θεία Κωμωδία», εν μέρει λόγω αυτής της μεσαιωνικής πεποίθησης σχετικά με την προχριστιανική ποίηση του Βιργιλίου. Η Εκλογή θεωρήθηκε ως παγανιστικό αντίστοιχο των προφητειών του Ησαΐα και άλλων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτή η ερμηνεία υποστηρίζεται από τα εντυπωσιακά χριστιανικά θέματα και τις εικόνες που διατρέχουν το ποίημα. Μια ατελής λίστα περιλαμβάνει την αναφορά σε μια παρθένα, την έλευση ενός ήρωα που είναι θεός/συνδεδεμένος με τους θεούς, την άφεση των αμαρτιών και της ενοχής του κόσμου, τη δακτυλίτιδα και τη μυθολογία που συνδέεται με αυτήν, την καταστροφή του φιδιού (παραδοσιακό σύμβολο του διαβόλου), τα αρνιά τα καλυμμένα με κόκκινο χρώμα (που μοιάζουν με τον Χριστό, τον Αμνό του Θεού) και την τεράστια έκταση και διάρκεια του βασιλείου αυτού του αγοριού.

ZoomInImage
Ουίλλιαμ Στρατ [William Strutt], εικονογράφηση του ψαλμού 11:6, 7 του Ησαΐα, 1896. Το απόσπασμα περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός θα οδηγήσει τα ζώα, τόσο τα άγρια όσο και τα ήμερα. (Public Domain)

 

Ωστόσο, οι περισσότεροι σύγχρονοι μελετητές υποστηρίζουν ότι όλα αυτά τα στοιχεία μπορούν να ερμηνευθούν χωρίς να καταφύγουμε σε χριστιανικές ιδέες.

Ό,τι και αν είχε ακριβώς στο μυαλό του ο Βιργίλιος, το ποίημα διαθέτει μια αδιαμφισβήτητη δύναμη που αιχμαλωτίζει το μυαλό και τη φαντασία, έτσι ώστε, κατά την ανάγνωσή του, γνωρίζουμε ότι έχουμε περάσει κάποιο κατώφλι προς το άγνωστο. Βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλα μυστήρια, σε μια απόκοσμη ατμόσφαιρα που δημιουργείται με τη δύναμη της ποίησης του Βιργιλίου.

Παραμύθια, απαραίτητα όσο και το πρώτο γάλα

Oρισμένα παραμύθια έχουν μια πολύ μακρά ιστορία, παραμένοντας ζωντανά και άφθαρτα διαμέσου των αιώνων ως ένα βασικό μέρος της ανατροφής ενός παιδιού. Ακόμα και σήμερα, τα περισσότερα παιδιά είναι εξοικειωμένα με τη Σταχτοπούτα, τον Κοντορεβυθούλη και τους μύθους του Αισώπου. Παρόλο που οι ιστορίες εξελίσσονται με τον χρόνο και ανάλογα με τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, η βασική δομή και η γοητεία τους διατηρούνται. Είναι σαφές ότι τα παραμύθια έχουν μια παράξενη δύναμη που συνεχίζει να πυροδοτεί τη φαντασία των παιδιών – και πολλών ενηλίκων.

Υπάρχουν και οι φωνές που υποστηρίζουν ότι τα παραμύθια είναι ξεπερασμένα και πρέπει να παραμεριστούν, ωστόσο οι περισσότεροι τείνουν να τα υπερασπίζονται, βλέποντας έναν μεγάλο και αναντικατάστατο πλούτο σε αυτά. Σε αυτούς συγκαταλέγονται οι συγγραφείς Κ.Σ. Λιούις, Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν και Γκ.Κ. Τσέστερτον.

Ηθική και καλοσύνη

Τα παραμύθια αγγίζουν την καρδιά και τη φαντασία των παιδιών, ενώ τους διδάσκουν μαθήματα για το καλό και το κακό. (Biba Kayewich)

 

Τα παραμύθια θίγουν ηθικά ζητήματα με τρόπο που αγγίζει τόσο την καρδιά και τη φαντασία των παιδιών όσο και το μυαλό τους. Η Σταχτοπούτα μάς δείχνει την ανταμοιβή της ταπεινότητας και της υπομονής. Η Πεντάμορφη και το Τέρας μάς δείχνει ότι, μερικές φορές, το να αγαπάς κάποιον ακόμα κι αν δεν φαίνεται αξιαγάπητος μπορεί να αποκαλύψει την ομορφιά που κρύβεται μέσα του. Πολλά άλλα παραμύθια διδάσκουν τη σημασία της ειλικρίνειας, της γρήγορης σκέψης, του θάρρους, κ.ο.κ, μιλώντας παράλληλα και για τον πόνο που συνοδεύει το κακό. Τα διδάγματα εκφράζονται μέσω ζωντανών εικόνων που μένουν στο μυαλό και την καρδιά του παιδιού πολύ αφότου κλείσει το βιβλίο.

Η δύναμη των παραμυθιών έγκειται στο ότι αποστάζουν την πραγματικότητα σε σαφώς αναγνωρίσιμες εικόνες του καλού, του κακού, της ομορφιάς, της ασχήμιας, της αλήθειας, του ψεύδους, της ευγένειας, της κακίας. Συμπυκνωμένες σε απτές εικόνες και σύμβολα, οι έννοιες αποκτούν ισχυρή δύναμη και μεταδίδουν την ουσία των πραγμάτων πιο καθαρά από πολλούς άλλους τύπους ιστοριών. Έτσι τα παιδιά αποκτούν μια βαθιά κατανόηση του ηθικού σύμπαντος.

Ο δράκος του μύθου δίνει ένα πρόσωπο – και άκρα και νύχια και ουρά – στο κακό, βοηθώντας τα παιδιά να αντιληφθούν τη φύση του κακού με έναν τρόπο που μπορούν να καταλάβουν: είναι εγωιστικό, καταστροφικό, αδηφάγο και σκληρό. Φυσικά, υπάρχουν και οι εικόνες του καλού: οι ήρωες, οι όμορφες κοιλάδες, τα κάστρα και άλλες εικόνες ομορφιάς, καλοσύνης και πολιτισμού που αντιπαραβάλλονται ξεκάθαρα με το κακό.

Θέτοντας τις βάσεις

Ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους για τους οποίους τα παιδιά πρέπει να διαβάζουν παραμύθια είναι ότι τους παρέχουν κρίσιμη εκπαίδευση για τη ζωή, διδάσκοντας στα παιδιά ότι τα εμπόδια και το κακό μπορούν να ξεπεραστούν με την καλοσύνη.

Ο Κ.Σ. Λιούις εξήγησε ότι τα παιδιά πρέπει να διαβάζουν παραμύθια για να αρχίσουν να κατανοούν πώς να αντιμετωπίζουν και να νικούν τα κακά που θα συναντήσουν στη ζωή τους: «Επειδή είναι πολύ πιθανό [τα παιδιά] να συναντήσουν σκληρούς εχθρούς, ας έχουν τουλάχιστον ακούσει για γενναίους ιππότες και ηρωικό θάρρος», υποστήριζε ο συγγραφέας.

Αυτό το λέει ως απάντηση σε όσους πιστεύουν ότι τα παραμύθια τρομάζουν άσκοπα τα παιδιά. Ο Λιούις επισημαίνει ότι πρέπει τα παιδιά να μυηθούν στην έννοια του κακού (που έτσι κι αλλιώς θα συναντήσουν έτσι ή αλλιώς) με τρόπο κατάλληλο για την ηλικία τους μέσω των παραμυθιών και, παράλληλα, να μάθουν για τις δυνάμεις του καλού που μπορούν να νικήσουν το κακό.

Αυτή η βαθιά πίστη στην πιθανότητα της τελικής νίκης του καλού δεν είναι απλώς ‘ωραία’. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι από τις πιο σημαντικές πεποιθήσεις που μπορούν να δοθούν σε ένα παιδί, επειδή είναι από τις πιο ζωτικές βεβαιότητες για τους ενήλικες, καθώς προχωρούν μέσα στο σκοτεινό δάσος αυτού του κόσμου (για να χρησιμοποιήσουμε μια παραμυθένια εικόνα). Αυτή τη πεποίθηση μπορεί να εδραιωθεί εντός του παιδιού μέσω της έμμεσης εμπειρίας που προσφέρει η ιστορία.

Ο Γ.K. Τσέστερτον επίσης αναφέρθηκε στο ίδιο θέμα, σημειώνοντας ότι τα παιδιά από μικρή ηλικία έχουν κάποια αντίληψη για δράκους και τέρατα, που δημιουργείται από τη δική τους φαντασία. Και για αυτόν τον λόγο ειδικά, χρειάζονται παραμύθια. Στο βιβλίο «Τεράστιες μικροπράξεις», ο Τσέστερτον γράφει: «Τα παραμύθια, λοιπόν, δεν ευθύνονται για τη δημιουργία φόβου στα παιδιά ή οποιασδήποτε μορφής φόβου. […] Το μωρό γνωρίζει τον δράκο από τότε που απέκτησε φαντασία. Αυτό που του προσφέρει το παραμύθι είναι ένας Άγιος Γεώργιος για να σκοτώσει τον δράκο». Τα παραμύθια γίνονται ένα μέσο για να ξεπεραστεί ο φόβος και να αναπτυχθεί το θάρρος και η ελπίδα – κάτι που κάθε παιδί χρειάζεται στη ζωή του. Ο Τσέστερτον συνεχίζει: «Αυτό ακριβώς κάνει το παραμύθι: το συνηθίζει [μέσα από] μια σειρά από σαφείς εικόνες στην ιδέα ότι αυτοί οι φαινομενικά απεριόριστοι τρόμοι έχουν ένα όριο, ότι αυτοί οι άμορφοι εχθροί συναντούν αντίσταση από τους ιππότες του Θεού, ότι υπάρχει κάτι στο σύμπαν πιο μυστικιστικό από το σκοτάδι και πιο δυνατό από τον τρόμο».

Καλλιεργώντας το αίσθημα του θαυμασμού

Τέλος, τα παραμύθια καλλιεργούν ένα πνεύμα θαυμασμού στα παιδιά, μεταφέροντας την ιδέα ότι και αυτός ο κόσμος έχει τη μαγεία του. Τα «συνηθισμένα» πράγματα μπορούν να αποκτήσουν μια νέα λάμψη μυστηρίου και ομορφιάς για ένα παιδί που διαβάζει παραμύθια. Σκεφτείτε αυτά τα λόγια του μεγάλου συγγραφέα φαντασίας Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν στο δοκίμιό του «On Fairy Stories» (Σχετικά με τα παραμύθια):

«Στην πραγματικότητα, τα παραμύθια ασχολούνται σε μεγάλο βαθμό, ή (τα καλύτερα) κυρίως, με απλά, θεμελιώδη πράγματα, που δεν έχουν επηρεαστεί από τη φαντασία, τα  οποία γίνονται ακόμα πιο λαμπερά χάρη στο περιβάλλον τους. […] Ήταν στα παραμύθια που για πρώτη φορά διέκρινα τη δύναμη των λέξεων και το θαύμα των πραγμάτων, όπως η πέτρα, το ξύλο και ο σίδηρος, τα δέντρα και το γρασίδι, τα σπίτια και η φωτιά, το ψωμί και το κρασί».

Ο Τσέστερτον επίσης υιοθέτησε αυτή την ιδέα, σχολιάζοντας στο βιβλίο του «Ορθοδοξία»: «Τα παραμύθια λένε ότι τα μήλα ήταν χρυσά μόνο για να αναζωογονήσουν τη ξεχασμένη στιγμή που ανακαλύψαμε ότι ήταν πράσινα. Κάνουν τα ποτάμια να ρέουν με κρασί μόνο για να μας θυμίσουν, για μια τρελή στιγμή, ότι ρέουν με νερό». Το παιδί που έχει εκπαιδευτεί μέσω των παραμυθιών να βλέπει τον κόσμο με θαυμασμό θα δει περισσότερα και θα αγαπήσει περισσότερα από το παιδί που δεν έχει διαβάσει αυτές τις ιστορίες. Αυτή η διέγερση του θαυμασμού είναι πιο σημαντική από ό,τι μπορεί να ακούγεται, όχι μόνο για τη διαμόρφωση της ευγνωμοσύνης και της χαράς, αλλά και για την οικοδόμηση του ίδιου του πολιτισμού. Όπως έχω γράψει και πριν, ο θαυμασμός αποτελεί τη βάση κάθε σοφίας και φιλοσοφίας.

Το παιδί που έχει διαμορφωθεί από τα παραμύθια και έχει μυηθεί στο θαύμα, θα μεγαλώσει με μια άφατη λαχτάρα για όμορφα λιβάδια και δέντρα που λάμπουν από δροσιά, για καταρράκτες πιο διαυγείς από τον αέρα, για κάστρα με πολλούς πύργους, που υψώνονται σαν σπαθιά, δείχνοντας προς τον ουρανό. Το γεγονός ότι αυτή η λαχτάρα για μια παραμυθένια χώρα πρέπει, όπως και άλλα ενδιαφέροντα της παιδικής ηλικίας, να ωριμάσει και να αναπτυχθεί με την πάροδο του χρόνου, δεν την καθιστά λιγότερο σημαντική. Η ακριβής μορφή και το σχήμα που θα πάρει αυτή η λαχτάρα στην ενήλικη ζωή, ξεπερνά το πεδίο αυτού του άρθρου, αλλά θα πω απλά ότι το άτομο με μια τέτοια λαχτάρα διαθέτει ένα είδος εσωτερικής πυξίδας, που θα του είναι χρήσιμη στη ζωή. Θα νιώθει «hiraeth» – μια παλιά ουαλική λέξη που αναφέρεται στη λαχτάρα για μια πατρίδα – νοσταλγία.

Θα κλείσω επιστρέφοντας στον Κ. Σ. Λιούις, ο οποίος, στο «The Weight of Glory» (Το βάρος της δόξας), εκφράζει αυτό το είδος της μυστηριώδους νοσταλγίας που προσπαθώ να περιγράψω, νοσταλγίας που προκαλούν τα καλά παραμύθια: «Αυτά τα πράγματα – η ομορφιά, η μνήμη του δικού μας παρελθόντος – είναι καλές εικόνες αυτού που πραγματικά επιθυμούμε. […] Γιατί δεν είναι το ίδιο το πράγμα· είναι μόνο το άρωμα ενός λουλουδιού που δεν έχουμε βρει, η ηχώ μιας μελωδίας που δεν έχουμε ακούσει, νέα από μια χώρα που δεν έχουμε επισκεφτεί ποτέ». Η περιπλανητική διάθεση και η νοσταλγία που μας εμπνέουν τα παραμύθια μάς βοηθούν να συνεχίσουμε να αναζητούμε τα καλύτερα και τα πιο όμορφα πράγματα που έχει να προσφέρει ο κόσμος.

Οι γονείς ως αρχιτέκτονες του μέλλοντος

«Το χέρι που κουνάει την κούνια είναι το χέρι που κυβερνά τον κόσμο», έγραψε ο ποιητής Ουίλλιαμ Ρος Ουάλλας. Όσο γνωστό και αν είναι αυτό το παλιό ρητό, περιέχει μια αλήθεια που συχνά παραβλέπεται, και σπάνια λαμβάνουμε υπ’ όψιν την υποτιμημένη δύναμη που έχουν στα χέρια τους οι μητέρες και οι πατέρες.

Οι γονείς είναι οι αρχιτέκτονες του μέλλοντος. Διαμορφώνοντας τους πολίτες και τους ηγέτες του αύριο, ασκούν μεγαλύτερη επιρροή στο μέλλον από οποιονδήποτε άλλο.

Η δύναμη των γονέων

Φανταστείτε να έχετε την ευκαιρία επί δεκαοκτώ χρόνια να εκπαιδεύσετε, καταρτίσετε και καθοδηγήσετε τον μελλοντικό πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι γονείς του μελλοντικού προέδρου έχουν ένα σκανδαλωδώς υψηλό επίπεδο επιρροής. Ωστόσο, αυτό ακριβώς έκαναν ο Φρεντ και η Μαίρη Τραμπ, η Αν Ντάναμ,  ο Τζορτζ και η Μπάρμπαρα Μπους. Η κατάσταση ολόκληρης της χώρας σήμερα συνδέεται άμεσα με ό,τι συνέβη σε αυτά τα τρία νοικοκυριά όπου μεγάλωσαν οι τρεις τελευταίοι πρόεδροι. Φυσικά, κάθε άτομο – συμπεριλαμβανομένων των προέδρων – διαθέτει ελεύθερη βούληση και τελικά φέρει την ευθύνη για τις πράξεις του, αλλά κανείς δεν θα αρνηθεί ότι η οικογενειακή ζωή μάς διαμορφώνει και επηρεάζει τα πρότυπα συμπεριφοράς, καθώς και τον τρόπο σκέψης και δράσης μας περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή μας.

Επέλεξα ένα ακραίο παράδειγμα για να δείξω τη σημασία του ρόλου των γονέων. Οι περισσότεροι από εμάς δεν μεγαλώνουμε προέδρους. Ωστόσο, η επίδραση των γονέων στον κόσμο είναι ευρεία και εκτεταμένη, και ο αντίκτυπός της διαρκεί για αιώνες, ακόμα και αν οι γιοι ή οι κόρες τους δεν γίνουν μελλοντικοί πολιτικοί. Οι γιατροί, οι μελετητές, οι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες – όλοι οι αυριανοί πολίτες – μεγαλώνουν υπό τη φροντίδα των γονέων του σήμερα. Ορισμένοι θεωρούν τα ανώτερα στελέχη πιο σημαντικά και με μεγαλύτερη επιρροή από μια μαμά ή έναν μπαμπά. Όμως είναι οι μητέρες και οι πατέρες αυτοί που καθορίζουν τι είδους άνθρωποι θα καταλάβουν τις θέσεις εξουσίας στα ανώτερα διοικητικά συμβούλια σε όλο τον κόσμο σε λίγα μόλις χρόνια. Με αυτή την έννοια, το σπίτι είναι η κοιτίδα του πολιτισμού.

Η λογική συνέπεια αυτών των σκέψεων είναι η εξής: οι γονείς — περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο — μπορούν ουσιαστικά να αναδιαμορφώσουν και να ανανεώσουν τον πολιτισμό, δημιουργώντας σκόπιμα μια υγιή, ζωογόνο, πολιτιστικά βιώσιμη και αξιακά υποστηρικτική οικογενειακή ζωή. Το σπίτι είναι η πρώτη κοινωνία, ένας μικρόκοσμος της ευρύτερης κοινωνίας. Αυτή η μικρή κοινωνία — η οποία, με τον καιρό, θα τροφοδοτήσει και θα επηρεάσει την μακροκοινωνία προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο — βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο των μητέρων και των πατέρων. Υπό αυτό το πρίσμα, οι γονείς θα έπρεπε να επιδιώκουν να δημιουργούν στα σπίτια τους το είδος της κουλτούρας που θέλουν να υπάρχει στην ευρύτερη κοινωνία.

Πολύ συχνά, νιώθουμε αδύναμοι όταν αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα του κακού. Είναι δελεαστικό να γκρινιάζουμε και να παραπονιόμαστε, να κλαίμε και να κουνάμε τα χέρια μας για τις καταστροφικές επικεφαλίδες. Αντ’ αυτού, ας αναλάβουμε την ευθύνη. Δεν είμαστε τόσο αδύναμοι όσο φανταζόμαστε: ο αγώνας κατά του κακού ξεκινά από το σπίτι, με το οικογενειακό περιβάλλον που δημιουργούμε, τα κακά που εξορκίζουμε από αυτόν τον ιερό χώρο, και την καλή συμπεριφορά που περιμένουμε από τα παιδιά και από τους εαυτούς μας. Αν μπορέσουμε να ξαναχτίσουμε τις οικογένειες, μπορούμε να ξαναχτίσουμε την κοινωνία.

Φυσικά, αυτός ο δρόμος προς την αναμόρφωση της κοινωνίας δεν είναι τόσο απλός όσο ακούγεται. Είναι πιο εύκολο να επικρίνουμε τους πολιτικούς και να δημοσιεύουμε αγανακτισμένα σχόλια στο διαδίκτυο παρά να βάζουμε τάξη στο δικό μας σπίτι. Οι σύγχρονοι γονείς μπορούν εύκολα να νιώσουν σαν πολιορκημένοι μονάρχες, εγκλωβισμένοι σε ένα κάστρο από δυνάμεις που σαμποτάρουν το σημαντικό έργο τους και βάλλουν κατά του κάστρου: οικονομικές πιέσεις, σύγκρουση με τον/τη σύζυγο, τηλεοπτικό και διαδικτυακό περιεχόμενο που διαβρώνει την ηθική, αρνητικές επιρροές από τους συνομηλίκους και ατελείωτες οικιακές εργασίες και διαχείριση του σπιτιού. Και μετά υπάρχουν τα μεγαλύτερα εμπόδια: τα δικά μας συναισθήματα, τα ελαττώματα και οι αδυναμίες μας.

Το να χτίσουμε ένα καλό μέλλον για τα παιδιά μας και την κοινότητά μας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η οικογενειακή ζωή απαιτεί θυσίες και θάρρος.

Ο πολιτισμός ξεκινά από το σπίτι

Πώς χτίζουμε μια θετική οικογενειακή κουλτούρα; Το βασικότερο είναι να αντιμετωπίζουν οι γονείς τα σπίτια τους ως σπίτια, κάτι περισσότερο δηλαδή από ένα σταθμό μεταξύ της δουλειάς, των αγορών, του σχολείου και της προπόνησης. Το σπίτι είναι ο τόπος μας, ο πυρήνας, ένα καταφύγιο.

Όπως έγραψε ο Γκ. Κ. Τσέστερτον, «τα πιο δραματικά πράγματα συμβαίνουν στο σπίτι, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο».

Αυτή την ιδέα του σπιτιού πρέπει να ανακτήσουμε. Τα σπίτια αξίζουν ένα ορισμένο επίπεδο σεβασμού και μια σκόπιμη προσπάθεια να γίνουν ζεστά, φιλόξενα μέρη όπου η οικογένεια θέλει να συγκεντρώνεται. Δεν μπορείς να χτίσεις μια κουλτούρα χωρίς ένα σπίτι όπου οι άνθρωποι περνούν σημαντικό μέρος του χρόνου τους μαζί.

Το οικογενειακό γεύμα είναι ένας εξαιρετικός τρόπος για να χτίσεις μια οικογενειακή κουλτούρα. Αυτό το οικογενειακό τελετουργικό προσφέρει στην οικογένεια όχι μόνο καλή, σπιτική διατροφή, αλλά και πνευματική, συναισθηματική και διανοητική τροφή. Η συζήτηση χτίζει και διατηρεί τις σχέσεις, διευρύνει τη σκέψη και εκπαιδεύει. Όλα ξεκινούν από το οικογενειακό τραπέζι – κατά προτίμηση με τα τηλέφωνα στην άκρη ή σε σίγαση.

Πέρα από το ιερό οικογενειακό γεύμα, οι γονείς μπορούν να σκεφτούν και άλλες οικογενειακές δραστηριότητες που δημιουργούν γέφυρες επικοινωνίας, τους συνδέουν με τα παιδιά τους, διαμορφώνουν τον χαρακτήρα και μπορούν να πραγματοποιηθούν στο σπίτι. Αφήστε το τηλεχειριστήριο της τηλεόρασης στην άκρη και κάντε κάτι μαζί. Οι επιλογές είναι ατελείωτες: βιβλία, παιχνίδια, μουσική, μαγείρεμα, οικιακές εργασίες, κήπος, ζώα. Η συνεργασία για την παραγωγή κάτι χρήσιμου προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία για τη δημιουργία οικογενειακών δεσμών και την ανάπτυξη της οικογενειακής κουλτούρας, επειδή η κουλτούρα, με την πραγματική έννοια της λέξης (culture < culivate = καλλιεργώ), είναι πάντα παραγωγική και πάντα καρποφόρα.

Για ορισμένους, μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση μπορεί να δώσει στην οικογένεια έναν κοινό στόχο και ένα μέσο για να μετατρέψει το σπίτι – έστω και λίγο – από ένα μέρος κατανάλωσης σε ένα μέρος παραγωγής.

Οι γονείς είναι επίσης υπεύθυνοι και για τη διαμόρφωση της σχέσης των παιδιών τους με το θείο και την ανώτερη ηθική τάξη πραγμάτων. Από εκείνους εξαρτάται να εμφυσήσουν στα νέα μέλη την αγάπη για το καλό και τη σημασία της καθημερινής προσευχής που τρέφει αυτή τη σχέση και δυναμώνει την εσωτερική φλόγα ώστε να υψωθεί και να αγαπήσει και τα πνευματικά ζητήματα. Αυτή είναι άλλωστε και η σχέση που θα τα βοηθήσει αργότερα να ανταπεξέλθουν σε όλες τις δοκιμασίες της ζωής.

Η δημιουργικότητα, οι αξίες και η διαίσθηση των γονιών θα τους βοηθήσουν να επιλέξουν τον καλύτερο τρόπο για να δημιουργήσουν μια όμορφη οικογενειακή ατμόσφαιρα στο σπίτι τους, μέσω της οποίας θα μπορέσουν να μεταδώσουν τις αξίες και τις αρχές τους στη νέα γενιά. Το ουσιαστικό είναι να το θεωρήσουν όντως σημαντικό και στη συνέχεια να κάνουν το πρώτο βήμα.

Ανάγνωση και μίμηση, ο δρόμος για το καλό γράψιμο

«Η συγγραφή μαθαίνεται με τη μίμηση», έγραψε κάποτε ο μεγάλος δάσκαλος της γραφής Ουίλλιαμ Ζίνσερ [William Zinsser, 1922-2015]. «Οι μαθητές συχνά αισθάνονται ένοχοι όταν αντιγράφουν κάποιον άλλον. Πιστεύουν ότι είναι ανήθικο ή φοβούνται ότι θα χάσουν την ταυτότητά τους. Το θέμα, όμως, είναι ότι τελικά ξεπερνάμε τα πρότυπά μας. Παίρνουμε ό,τι χρειαζόμαστε και μετά αποβάλλουμε τα ξένα στοιχεία και γινόμαστε αυτό που είναι να γίνουμε».

Τα λόγια του Ζίνσερ περιέχουν μεγάλη σοφία, τόσο για τους μαθητές όσο και για τους δασκάλους. Από την εμπειρία μου ως δάσκαλος και καθηγητής συγγραφής, οι καλύτεροι συγγραφείς είναι πάντα εκείνοι που διάβαζαν πολλά και καλά έργα. Έχουν μια αίσθηση της γλώσσας, μια διαισθητική κατανόηση τόσο του νοήματος όσο και της δομής, που δεν μπορεί να αποκτηθεί με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο με το να βυθίζεις τη μύτη σου στα βιβλία. Αυτή η αίσθηση αναπτύσσεται οργανικά στο μυαλό του μαθητή που διαβάζει τακτικά.

Αντίθετα, είναι σχεδόν αδύνατο να αναπαραχθεί σε μαθητές που δεν διαβάζουν πολύ. Ούτε οι ασκήσεις ούτε οι διαλέξεις ούτε τα πρότυπα μπορούν να καλύψουν αυτή την έλλειψη. Το διάβασμα είναι όπως η πρωτεΐνη για τους μπόντι-μπίλντερ: απαραίτητο για την ανάπτυξη. Χωρίς μια πλούσια αναγνωστική ‘διατροφή’, ο δάσκαλος και ο μαθητής έχουν χάσει τη μάχη από χέρι.

Κάποιος βαθμός επάρκειας στη συγγραφή μπορεί να αποκτηθεί αποκλειστικά μέσω διαλέξεων, αλλά θα είναι πάντα λίγο αδέξιος και στερεότυπος. Η μούσα είναι αυστηρή και τείνει να ανταμείβει μόνον όσους έχουν διαβάσει τους μεγάλους λογοτέχνες. Τότε, και μόνο τότε, η μούσα θα κάνει τις λέξεις του μαθητή να χορέψουν.

ZoomInImage
Οι μαθητές μαθαίνουν πιο αποτελεσματικά όταν περνούν χρόνο με σπουδαία βιβλία και σπουδαίους ανθρώπους. (Yaroslav Shuraev/Pexels)

 

Μίμησις πράξεως σπουδαίας…

Αποτελεί κοινή λογική: μαθαίνουμε τα πάντα μέσω της μίμησης. Ο βιολονίστας παρακολουθεί τον δάσκαλο να κρατά το όργανο και το δοξάρι και μετά το δοκιμάζει ο ίδιος. Η κολυμβήτρια παρακολουθεί τον εκπαιδευτή να κάνει τις κινήσεις της ‘πεταλούδας’ και μετά τις δοκιμάζει η ίδια. Τα παιδιά ακούνε τα λόγια των γονιών τους και μετά προσπαθούν να τα επαναλάβουν. Οι πρώτες προσπάθειες είναι πάντα αδέξιες, όπως οι ακατάληπτες πρώτες λέξεις των μωρών. Σιγά-σιγά, ωστόσο, οι μιμήσεις φτάνουν στο επίπεδο του προτύπου – και ενίοτε το ξεπερνούν.

Γιατί λοιπόν να αντιμετωπίζουμε τη συγγραφή διαφορετικά, σαν να μπορεί να μαθευτεί μόνο μέσω αφηρημένης θεωρίας ή ακολουθώντας αυθαίρετους κανόνες; Σίγουρα, οι κανόνες και η θεωρία βοηθούν, και έχουν τη θέση τους στη διδασκαλία της γραφής. Αλλά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη συνειδητή πρακτική της μίμησης μεγάλων συγγραφέων – είναι όπως η μελέτη της ανατομίας του αλόγου: όσο κι αν τη μελετήσετε, δεν θα μάθετε να ιππεύετε καλά.

Διαβάστε, διαβάστε, διαβάστε

Κατ’ αρχάς, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να διαβάζουν πολύ οι ίδιοι, για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Είναι καλή ιδέα όταν διαβάζετε να έχετε ένα μολύβι κι ένα τετράδιο κοντά σας, για να σημειώνετε τα αποσπάσματα που σας κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση. Αυτά μπορεί και να αποτελέσουν τη βάση για ασκήσεις στην τάξη ή για εργασίες για το σπίτι.

ZoomInImage
Μέσω της μίμησης, οι μαθητές αναπτύσσουν όχι μόνο τεχνικές δεξιότητες, αλλά και ευαισθησία στο ύφος και τον τόνο. (Cavan Images/Getty Images)

 

Αντιγραφή και υπαγόρευση

Καλά κείμενα που δεν ξεπερνούν σε μέγεθος μια παράγραφο, οι δάσκαλοι μπορούν να τα διαβάσουν δυνατά στην τάξη και να ζητήσουν από τους μαθητές να τα γράψουν καθ’ υπαγόρευση. Ακούγοντας και γράφοντας, ο ρυθμός και η δομή της γλώσσας, και το λεξιλόγιο απορροφώνται κατά κάποιον τρόπο από το μυαλό και σώμα. Οι λέξεις και οι φράσεις γίνονται μέρος του μαθητή, συνυφασμένες με τις ίνες και τα κύτταρα του εγκεφάλου και των μυών του.

Μια παραλλαγή της άσκησης είναι η αντιγραφή του αποσπάσματος, παρόλο που χάνεται σε αυτή την περίπτωση το ακουστικό στοιχείο – η καλή γραφή απαιτεί ευαισθησία στον ρυθμό. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις, ο μαθητής αναπαράγει επακριβώς τις λέξεις κάποιου μεγάλου συγγραφέα. Είναι σαν ένας χορευτής να μπορεί, για μια στιγμή, να μπει στο σώμα του δασκάλου του και να αισθανθεί τις σωστές κινήσεις κάθε χεριού και ποδιού.

Συμπληρώνοντας τα κενά

Με τη δεύτερη και πιθανώς πιο διασκεδαστική άσκηση, εισάγεται η δημιουργικότητα των μαθητών στη διαδικασία. Σε αυτή την άσκηση, η βάση είναι και πάλι ένα απόσπασμα από ένα σπουδαίο βιβλίο ή δοκίμιο, από το οποίο ο εκπαιδευτικός αφαιρεί ορισμένες λέξεις ή φράσεις εδώ και εκεί, δημιουργώντας μια άσκηση συμπλήρωσης κενών.

Ζητείται από τους μαθητές να διαβάσουν το απόσπασμα και να το ξαναγράψουν, επιλέγοντας δικές τους λέξεις για τα κενά. Με αυτόν τον τρόπο, ακολουθούν τη δομή, τον τόνο, το μήκος των προτάσεων, κλπ του κειμένου-προτύπου, αλλά αρχίζουν να αντλούν και από τον εαυτό τους.

ZoomInImage
Η υπαγόρευση συνδυάζει τον ήχο και τη δομή, δίνοντας στους μαθητές την ευκαιρία να εσωτερικεύσουν καλά δομημένες προτάσεις. (Rido/Shutterstock)

 

Αναπαράγοντας το ύφος

Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, ο δάσκαλος μπορεί να ζητήσει από τους μαθητές να διαβάσουν ένα απόσπασμα και στη συνέχεια να το ξαναγράψουν εξ ολοκλήρου με δικά τους λόγια, διατηρώντας όμως το ύφος του συγγραφέα. Αυτό αναγκάζει τους μαθητές να αναρωτηθούν ποια είναι τα διακριτικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν το συγκεκριμένο ύφος. Χρησιμοποιεί μακριές ή σύντομες προτάσεις; Η γλώσσα είναι τυπική ή οικεία; Χρησιμοποιεί μεταφορές, παρομοιώσεις, αλληγορίες, ρυθμό;

Μπορεί να χρειαστεί να δώσει ο δάσκαλος κάποιες οδηγίες σχετικά με αυτά τα σημεία, πριν αφήσει τους μαθητές να συντάξουν τα δικά τους κείμενα. Οι μιμήσεις των μαθητών μπορεί να γραφτούν για το ίδιο ή για παρόμοιο με του προτύπου θέμα ή μπορεί να αφορούν ένα πολύ διαφορετικό θέμα, πάντα διατηρώντας το ύφος του πρωτοτύπου. Εξαρτάται από τα στοιχεία που θέλει να τονίσει ο δάσκαλος.

Βρίσκοντας την ισορροπία

Εκτός από το να ‘τρέφουν’ τους μαθητές με το απάνθισμα της λογοτεχνικής παραγωγής, αυτού του είδους οι ασκήσεις είναι πιο διασκεδαστικές και ουσιαστικές από τις τυπικές ασκήσεις γραφής που συναντάμε συχνά στα σχολεία σήμερα.

Ένα εξαιρετικό μικρό βιβλίο με τίτλο «The Writer’s Workshop: Imitating Your Way to Better Writing» του Γκρέγκορυ Ρόπερ χρησιμοποιεί μια μέθοδο διδασκαλίας πολύ παρόμοια με αυτήν και περιλαμβάνει χρήσιμες ασκήσεις. Ο Ρόπερ παρέχει σύντομα αποσπάσματα από μεγάλους συγγραφείς, σε διαφορετικά είδη και τρόπους, και στη συνέχεια καθοδηγεί τους μαθητές στη δημιουργία της δικής τους απομίμησης του αποσπάσματος. Έχω χρησιμοποιήσει αυτό το βιβλίο μαζί με τις άλλες τεχνικές που περιγράφονται παραπάνω με καλά αποτελέσματα σε ομάδες δημιουργικής γραφής.

Η τέχνη της μίμησης σε συνδυασμό με μαθήματα σχετικά με τις τυπικές πτυχές της γραφής (δομή παραγράφων και εκθέσεων, γραμματική, παραπομπές, κλπ) δημιουργούν ένα εξαιρετικό περιβάλλον για την ανάπτυξη λογοτεχνικών δεξιοτήτων. Μέσω της μίμησης, οι μαθητές αποκτούν την αίσθηση τού τι λειτουργεί στη γραφή. Στη συνέχεια, στις διαλέξεις, διδάσκονται τους λόγους για τους οποίους λειτουργεί η μία ή η άλλη τεχνική. Έχω διαπιστώσει ότι αυτός ο συνδυασμός πρακτικής, εμπειρικής και θεωρητικής μάθησης αποτελεί μια ικανοποιητική και πολύπλευρη μέθοδο διδασκαλίας, που συνήθως έχει καλά αποτελέσματα.

Η Γενιά Z επιστρέφει στην θρησκεία. Γιατί;

Σχολιασμός

Στο παρελθόν, η νεότερη γενιά είχε την τάση να επαναστατεί ενάντια στους θρησκευτικούς κανόνες των γονιών της. Η αντίσταση των νέων στους κανόνες και τους θεσμούς της θρησκείας ήταν αναμενόμενη. Αλλά αυτό δεν ισχύει πια. Σύμφωνα με ένα πρόσφατο άρθρο του Axios, τα μέλη της Γενιάς Ζ – η οποία περιλαμβάνει νέους που γεννήθηκαν μεταξύ 1997 και 2012 –είναι στην πραγματικότητα πιο πιθανό να πηγαίνουν σε εβδομαδιαίες θρησκευτικές λειτουργίες από τους millennials και τους νέους της Γενιάς X. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, η προσέλευση στην εκκλησία έχει τετραπλασιαστεί μεταξύ της Γενιάς Z τα τελευταία χρόνια.

Η Αμερική είδε μια σταθερή μείωση του χριστιανισμού από τη δεκαετία του 1970 έως τη δεκαετία του 1990, με μόνο περίπου το 46% των Αμερικανών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’90 να αυτοπροσδιορίζονται ως χριστιανοί. Ωστόσο, αυτή η πτωτική τάση έχει σταματήσει απότομα, πιθανώς λόγω της αύξησης της θρησκευτικότητας μεταξύ των νέων Αμερικανών, ιδίως των νέων ανδρών. Ορισμένες καθολικές επισκοπές, για παράδειγμα, έχουν αναφέρει αύξηση 70% στους νέους συμμετέχοντες φέτος σε σύγκριση με πέρυσι, και πολλοί από αυτούς τους νέους είναι άτομα στην εφηβεία και στα είκοσι. Ο άνεμοι έχει αλλάξει.

Το φαινόμενο δεν περιορίζεται μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε όλη τη Δύση – η οποία για τόσο καιρό ήταν το νεκροταφείο του χριστιανικού πολιτισμού, κυριαρχούμενη από έναν επιθετικό αριστερό κοσμικό χαρακτήρα – υπάρχουν σημάδια θρησκευτικής αναγέννησης. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 18 έως 24 ετών που πηγαίνουν στην εκκλησία τουλάχιστον μία φορά τον μήνα αυξήθηκε από 4% το 2018 σε 16% το 2025. Αυτό περιλαμβάνει και μια αύξηση 21% μεταξύ των νέων ανδρών. Εν τω μεταξύ, στην άλλη πλευρά της Μάγχης, στη Γαλλία, η Καθολική Εκκλησία βάπτισε περισσότερους από 10.000 ενήλικες στην Πασχαλινή Αγρυπνία του 2025 – αύξηση 45% σε σχέση με τις βαπτίσεις του 2024 και αύξηση 90% σε σχέση με το 2023.

Ακόμα και στην Ολλανδία – η οποία σίγουρα δεν είναι προπύργιο του Καθολικισμού – οι ιερείς παρατηρούν αύξηση στους νέους που παρακολουθούν τη Λειτουργία. Σύμφωνα με τον Ολλανδό καρδινάλιο Βίλλεμ Άικ, «οι αριθμοί δεν είναι τεράστιοι στην Ολλανδία, αλλά ακούμε αυτές τις παρατηρήσεις σχεδόν από κάθε πάστορα. Είναι σαφές ότι κάτι συμβαίνει. Το βλέπουμε επίσης να αντικατοπτρίζεται στο ενδιαφέρον για την ιεροσύνη: υπάρχουν πολλές νέες αιτήσεις».

Ενώ δεν είναι μόνο η Καθολική Εκκλησία που βλέπει αυτή την αύξηση, ο Καθολικισμός ειδικότερα φαίνεται να προσελκύει απροσδόκητα το ενδιαφέρον των νέων. Σε μια συνέντευξη στο Fox News, η influencer της Γενιάς Ζ, Ίζαμπελ Μπράουν, εξήγησε ότι οι διαχρονικές παραδόσεις της εκκλησίας προσελκύουν τους νέους που αισθάνονται απογοητευμένοι από τις μη αυθεντικές μορφές χριστιανισμού που επηρεάζονται από την εποχή.

Επιπλέον, σύμφωνα με την Μπράουν, η διδασκαλία του Καθολικισμού ότι ο ίδιος ο Ιησούς μπορεί να είναι παρών άμεσα στη Θεία Ευχαριστία προσφέρει μια πραγματική εμπειρία του υπερβατικού, η οποία είναι ιδιαίτερα δελεαστική για έναν πολιτισμό που παραδίδεται όλο και περισσότερο στο τεχνητό και μη αυθεντικό. «Αυτό πραγματικά καταλήγει σε ένα επίπεδο σχέσης και οικειότητας με τον Ιησού που προσφέρεται μέσω της Θείας Ευχαριστίας και δεν βρίσκεται πουθενά αλλού», είπε.

Έτσι, τα στοιχεία είναι σαφή. Μια θρησκευτική αναβίωση συμβαίνει. Το ερώτημα είναι, γιατί; Για την Μπράουν, είναι μια φυσική αντίδραση σε αυτά που θεωρεί ως τα κακά της εποχής: «Παρακολουθούμε την υποβάθμιση του γάμου, την παρουσίαση των παιδιών σε φυλομετάβαση ως κάτι το φυσιολογικό, τις αμβλώσεις να εκτελούνται σωρηδόν για τους πιο ευάλωτους στην κοινωνία μας τις τελευταίες δεκαετίες, και μέσα σε αυτό το σκοτάδι, παρακολουθούμε τους νέους να επιστρέφουν στον Θεό».

Ο καρδινάλιος Άικ εντοπίζει μια δίψα για σταθερότητα και νόημα μεταξύ όσων εκδηλώνουν ενδιαφέρον για τη θρησκεία: «Η νεότερη γενιά δεν έχει σταθερές στη ζωή της. Η ζωή της δεν έχει βαθύτερο νόημα ή προορισμό. Αλλά ερωτήματα σχετικά με το νόημα προκύπτουν για όλους, περιλαμβανομένων και αυτών».

Ο συντηρητικός σχολιαστής Ματ Γουόλς κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα στην ανάλυσή του για το φαινόμενο, υποστηρίζοντας ότι τα ανθρώπινα όντα χρειάζονται εγγενώς νόημα και σκοπό στη ζωή και τον πολιτισμό τους. «Δεν μπορεί μια κοινωνία να υπάρχει χωρίς νόημα για πολύ καιρό», είπε στο podcast του, The Matt Walsh Show. «Μια κοινωνία χωρίς νόημα είτε θα καταρρεύσει και θα καταστραφεί είτε θα αναβιώσει και θα ανακαλύψει ξανά το νόημα».

Οι ιδέες των Άικ και Γουόλς υποστηρίζονται από τη διάσημη έρευνα του Αυστριακού ψυχολόγου Βίκτορ Φρανκλ, ο οποίος διεξήγαγε μια προσεκτική μελέτη της ανθρώπινης φύσης όταν τοποθετήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Απογυμνωμένοι από όλα τα συνήθη ενδύματα της ζωής, όλο το επίχρισμα της πολιτισμένης ζωής, οι συγκρατούμενοι του Φρανκλ παρουσίαζαν μια απογυμνωμένη εικόνα της ανθρώπινης φύσης, περιορισμένη στα ουσιώδη της. Ο Φρανκλ κατέληξε στο συμπέρασμα, μελετώντας την ανθρώπινη συμπεριφορά στο στρατόπεδο και στη συνέχεια στην πρακτική του, ότι οι άνθρωποι δεν παρακινούνται ουσιαστικά από την επιθυμία για εξουσία, όπως δίδασκε ο Μαρξ, ούτε από τη σεξουαλική ορμή, όπως επέμενε ο Φρόυντ, αλλά από μια οξεία ανάγκη να βρουν νόημα στην ύπαρξή τους.

Από αυτές τις γνώσεις, ο Φρανκλ ανέπτυξε τη δική του σχολή ψυχοθεραπείας, γνωστή ως «θεραπεία λόγου», την οποία περιέγραψε με τους εξής όρους στο βιβλίο του Η αναζήτηση νοήματος από τον άνθρωπο: «Η λογοθεραπεία […] εστιάζει στο νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, καθώς και στην αναζήτηση ενός τέτοιου νοήματος από τον άνθρωπο. […] Η αναζήτηση νοήματος από τον άνθρωπο είναι το κύριο κίνητρο στη ζωή του και όχι μια ‘δευτερεύουσα ορθολογικοποίηση’ των ενστικτωδών κινήτρων». Σύμφωνα με τον Φρανκλ, είναι η κραυγή της ανθρωπότητας για νόημα που κανείς δεν ακούει — που αγνοείται από τη σύγχρονη κοινωνία της «μετα-αλήθειας» — και αυτό το φαινόμενο προκαλεί πολλά προβλήματα ψυχικής υγείας.

Οι νέοι σήμερα δεν πείθονται από το ψευδονόημα που προσφέρει η κοινωνία σήμερα, τον κάπως ελκυστικό αλλά τελικά ανούσιο καταναλωτισμό, τον ηδονισμό, τον κοσμικό χαρακτήρα και τον ατομικισμό. Έτσι, στρέφονται στη δύναμη που παρείχε νόημα για γενιές και γενιές: τη θρησκεία.

Μέρος του νοήματος που προσφέρει η θρησκεία είναι το αίσθημα του ανήκειν. Οι νεότερες γενιές θέλουν να ανήκουν σε κάτι που υπερβαίνει τον εαυτό τους. Η δυτική λατρεία του ανεξέλεγκτου ατομικισμού και της προσωπικής ελευθερίας έχει αποδειχθεί μια μάλλον μοναχική και ανεκπλήρωτη πορεία για πολλούς, και θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει, στο άλλο άκρο του φάσματος, τη βιασύνη για την εύρεση ταυτότητας εντός των ΛΟΑΤΚΙ+ και παρόμοιων ομάδων. «Πολλοί νέοι έχουν στραφεί στη θρησκεία για να βρουν κοινότητα και σύνδεση μετά τα απομονωτικά χρόνια της πανδημίας, η οποία έπληξε τη Γενιά Ζ πιο σκληρά από τους περισσότερους», διατυπώνει η θεωρία του άρθρου του Axios.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού, οι περισσότεροι άνθρωποι επικοινωνούσαν και συνδέονταν με τους άλλους μέσω του διαδικτύου. Η Γενιά Ζ είναι από τις πρώτες γενιές που μεγάλωσαν, λίγο πολύ, με το διαδίκτυο και διαμορφώθηκαν από αυτό. Αυτή η ανατροφή έχει συνοδευτεί από τα δικά της προβλήματα. Αλλά υπήρξε επίσης μια πορεία προς μια πιο αυθεντική εμπειρία ζωής για πολλούς από αυτούς τους «ψηφιακούς ιθαγενείς».

Το διαδίκτυο έχει επιτρέψει στους ανθρώπους να σφυρηλατήσουν – ή μάλλον, να ανακαλύψουν ξανά – ορισμένα πνευματικά μονοπάτια μακριά «από το τρελό πλήθος». Το διαδίκτυο παρείχε μια εναλλακτική λύση στην κυρίαρχη κουλτούρα, η οποία – κατά τη διάρκεια των πραγματικά βαριών ετών της παρακμής της θρησκευτικότητας – ήταν πιο στενά ελεγχόμενη και πιο ομοιόμορφη μέσω της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου, του Χόλλυγουντ και της μουσικής βιομηχανίας. Όλα αυτά τα πολιτιστικά μέσα μετέδιδαν ένα ισχυρό κοσμικό μήνυμα. Αλλά το διαδίκτυο, παρά τα προβλήματά του, έχει ανοίξει μυριάδες μορφές εναλλακτικής πληροφόρησης και ψυχαγωγίας, επιτρέποντας σε πιο παραδοσιακά, λιγότερο κυρίαρχα μηνύματα να διαδοθούν με έναν τρόπο που θα ήταν αδύνατος μια γενιά πριν.

Ο καρδινάλιος Άικ αποδίδει συγκεκριμένα τις μεταστροφές που βλέπει στον διαδικτυακό ευαγγελισμό, δηλώνοντας ότι οι νέοι προσήλυτοι «συχνά βρήκαν τον δρόμο τους προς την Εκκλησία μέσω του διαδικτύου και των θρήσκων influencer στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης». Ομοίως, η καθηγήτρια κοινωνιολογίας Ανν Χέντερσοτ σημειώνει ότι το διαδίκτυο έχει επιτρέψει μια νέα μορφή ευαγγελισμού, την οποία είχε ζητήσει ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ τη δεκαετία του 1980.

Για πόσο θα φυσά αυτός ο νέος άνεμος; Είναι αδύνατο να πούμε. Αλλά για όσους λαχταρούν την αποκατάσταση της παράδοσης και κάποιο είδος προμαχώνα ενάντια στην περαιτέρω διάβρωση των αξιών που κάποτε θεωρούνταν ιερές – ειδικά των θρησκευτικών – αυτός ο άνεμος φέρνει μια μυρωδιά ελπίδας. Καθώς η νεότερη γενιά αρχίζει να αντικαθιστά την παλαιότερη σε θέσεις επιρροής, οι πεποιθήσεις της θα γίνονται όλο και περισσότερο οι πεποιθήσεις των θεσμών που αποτελούν την κοινωνία και οι προτεραιότητές της οι προτεραιότητες του πολιτισμού. Εάν τα τρέχοντα δεδομένα αποτελούν κάποια ένδειξη, αυτές οι προτεραιότητες θα είναι πιστές στις παραδοσιακές θρησκευτικές πεποιθήσεις, κάτι που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια συνολική πολιτιστική επανάσταση ή – ακριβέστερα – αποκατάσταση.

Όπως το έθεσε ο Μπράουν, «ο Θεός δεν έχει ξεμπερδέψει ακόμα με τον αμερικανικό πολιτισμό».

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.

Μουσικές συνθέσεις εμπνευσμένες από την κλασική λογοτεχνία

Ο Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ ήταν ερωτευμένος με τη θάλασσα, η οποία ήταν η Μούσα του. Μία μέρα, καθώς βάδιζε στην παραλία της Οδησσού, η θάλασσα τού μίλησε για τον πρώτο ναυτικό της Δύσης, τον πολυμήχανο Οδυσσέα, εμπνέοντάς τον να μελοποιήσει ένα μέρος του ομηρικού έπους. Το αποτέλεσμα ήταν η σύνθεση «Μια σελίδα από τον Όμηρο, Op. 60»

Ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ δεν είναι φυσικά ο μόνος συνθέτης που εμπνεύστηκε από ένα μεγάλο έργο της λογοτεχνίας. Η μουσική ιστορία βρίθει από συνθέσεις που συνδέονται με τη δυτική λογοτεχνική παράδοση. Ο τρόπος με τον οποίο τα κλασικά λογοτεχνικά έργα έχουν μεταφραστεί σε μουσική και συνοδεύονται από μουσική είναι απόδειξη τόσο της ιδιοφυΐας των συνθετών όσο και της αθάνατης δύναμης της λογοτεχνίας.

Από τα αρχαία έπη του Ομήρου, πριν από περισσότερα από 4.000 χρόνια έως τα σύγχρονα έπη του Τόλκιν, η μεγάλη λογοτεχνία συνεχίζει να εμπνέει μουσικές διασκευές και ερμηνείες. Τόσο η μουσική όσο και η λογοτεχνία διαθέτουν την παράξενη και αναντικατάστατη δύναμη της τέχνης: να δημιουργούν κόσμους, να μας επιτρέπουν να ζούμε νέους τρόπους ύπαρξης. Η αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των δύο μορφών τέχνης που χτίζουν κόσμους έχει εμπλουτίσει βαθιά η μία την άλλη κατά τη διάρκεια των αιώνων.

«Μια σελίδα από τον Όμηρο, Op. 60»

Η αρχική ιδέα του Ρίμσκι-Κόρσακοφ ήταν ένα πιο εκτεταμένο έργο. Το 1901, ζήτησε από τον Βλαντίμιρ Μπέλσκυ να γράψει το λιμπρέτο για μία όπερα με τον τίτλο «Ναυσικά».

Ωστόσο, εκείνη την περίοδο, ο Μπέλσκυ ήταν ήδη απορροφημένος από δύο άλλα λιμπρέτα. Έτσι, ο συνθέτης άρχισε να δουλεύει μόνος του ένα «μικρό σκίτσο από την Οδύσσεια», το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει την εισαγωγή της όπερας. Η ιδέα μιας πλήρους όπερας ξεθώριασε με την πάροδο του χρόνου, αλλά το σκίτσο έγινε ένα όμορφο αυτόνομο κομμάτι δώδεκα λεπτών.

Nikolay Rimsky-Korsakov in 1897. (Public Domain)
Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ, 1897. (Public Domain)

 

Ξεκινά δραματικά, με πομπώδεις συγχορδίες που θυμίζουν τα κύματα της θάλασσας. Αυτές αντισταθμίζονται γρήγορα από νότες που είναι ταυτόχρονα ρομαντικές και φανταστικές. Η αρχική ένταση των χάλκινων πνευστών και οι δραματικές κλιμακώσεις δίνουν σταδιακά τη θέση τους σε ήρεμες γυναικείες φωνητικές αρμονίες, που προσθέτουν ένα άρωμα μυστηρίου και γαλήνης που θυμίζει ηλιόλουστα, παραδεισένια νησιά της Μεσογείου.

«Δον Κιχώτης: Φανταστικές παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα ιπποτικού χαρακτήρα, έργο 35»

Ένα άλλο έργο κλασικής μουσικής με επίκεντρο έναν ηρωικό λογοτεχνικό χαρακτήρα είναι το «Δον Κιχώτης: Φανταστικές παραλλαγές σε ένα θέμα ιπποτικού χαρακτήρα, Op. 35» του Ρίχαρντ Στράους. Ο μοναχικός περιπλανώμενος ιππότης του Μιγκέλ ντε Θερβάντες, που περιπλανιέται στις ισπανικές πεδιάδες αναζητώντας ιπποτικές αποστολές πολύ μετά το τέλος της εποχής της ιπποσύνης, κέντρισε τη φαντασία του δυτικού κόσμου όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1605. Σχεδόν 300 χρόνια αργότερα, εξακολουθούσε να συναρπάζει τους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου του Γερμανού συνθέτη Ρίχαρντ Στράους.

Το 1897, ο Στράους συνέθεσε ένα «τονικό ποίημα» – ένα ορχηστρικό μουσικό έργο που απεικονίζει το περιεχόμενο ενός ποιήματος ή μυθιστορήματος – βασισμένο στον «Δον Κιχώτη».

Το επεισοδιακό μυθιστόρημα προσφερόταν για μία μουσική ερμηνεία, η οποία, σύμφωνα με τον Στράους, περιελάμβανε περισσότερα από 53 λειτουργικά μοτίβα ή θέματα. Όπως σημείωσε η Μάριαν Ουίλλιαμς Τομπίας για τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ινδιανάπολης, το τονικό ποίημα περιγράφει θαυμάσια την ιστορία, ενώ παράλληλα αποτυπώνει και την ψυχολογική μεταμόρφωση των χαρακτήρων. Η Τομπίας ανέφερε τον μουσικό κριτικό Έρνεστ Νιούμαν, ο οποίος είπε: «Πουθενά εκτός από το έργο του λαμπρού παλιού Μπαχ δεν υπάρχει τέτοιος συνδυασμός ανεξάντλητης δημιουργικής φαντασίας».

The windmills of Consuegra, Spain, made famous by Miguel de Cervantes in his "The Ingenious Nobleman Don Quixote of La Mancha." (Michal Osmenda/ CC 2.0)
Οι ανεμόμυλοι της Κονσουέγκρα, στην Ισπανία, τους οποίους έκανε διάσημους το έργο του Μιγκέλ ντε Θερβάντες «Ο  ευγενής Δον Κιχώτης από τη Μάντσα». (Michal Osmenda/CC 2.0)

 

Στη σύνθεση, ο Στράους αντιστοιχίζει τα όργανα στους χαρακτήρες. Το σόλο τσέλο (και μερικές φορές το σόλο βιολί) αντιπροσωπεύει θεματικά τον ίδιο τον Δον Κιχώτη. Το κλαρινέτο και η τενόρο τούμπα ενσαρκώνουν τον υπηρέτη του, Σάντσο Πάντσα, ενώ το όμποε εκφράζει την όμορφη αλλά άπιαστη Δουλτσινέα. Οι ήχοι του τσέλου, για παράδειγμα, είναι συχνά τολμηροί, ρέοντες και ρομαντικοί, αντανακλώντας άριστα τον χαρακτήρα του Δον Κιχώτη στο μυθιστόρημα.

Παρόμοια εφευρετικότητα συναντάται και στην Παραλλαγή II, η οποία βασίζεται σε ένα επεισόδιο του μυθιστορήματος, κατά το οποίο ο Δον Κιχώτης βλέπει ένα κοπάδι προβάτων σαν εχθρικό στρατό και του επιτίθεται. Ο Στράους μιμείται τον ήχο των ζώων χρησιμοποιώντας μία ιδιαίτερη τεχνική φυσήματος στα χάλκινα πνευστά, μια από τις πρώτες εκτεταμένες χρήσεις της τεχνικής αυτής που δίνει παράφωνο ήχο.

Όταν ρωτήθηκε ο Στράους, το 1921, ποια από τα τονικά του ποιήματα ήταν τα αγαπημένα του, συμπεριέλαβε το «Δον Κιχώτη» στα τρία πρώτα:

«Αυτά που εκφράζουν πιο καθαρά εμένα και τις απόψεις μου: «Ζαρατούστρα, Δον Κιχώτης και Ντομέστικα.»

«Ουβερτούρα από το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, έργο 21»

Ο Γερμανός συνθέτης Φέλιξ Μέντελσον ήταν ένα παιδί-θαύμα, όπως και ο Μότσαρτ, αρχίζοντας μαθήματα πιάνου σε ηλικία 6 ετών και δίνοντας το πρώτο του κονσέρτο σε ηλικία 9 ετών.

Σε ηλικία μόλις 17 ετών, ο Μέντελσον συνέθεσε μια ουβερτούρα για το έργο του Σαίξπηρ «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας». Σύμφωνα με τα λόγια της μαέστρου Μαρίν Άλσοπ, ο Μέντελσον απελευθέρωσε τη δημιουργική του δύναμη σε αυτό το έργο με εξαιρετικό αποτέλεσμα, «αποτυπώνοντας απόλυτα τη μαγεία και την ελαφρότητα του αιθέριου κόσμου που δημιούργησε ο Σαίξπηρ».

Το έργο του Σαίξπηρ για τους εραστές που χάνονται σε ένα μαγικό δάσος πρέπει να προσέφερε στον νεαρό συνθέτη ευρύ πεδίο για καλλιτεχνική εξερεύνηση και έκφραση. Το έργο του λάμπει από χαρά, ρομαντισμό, μαγεία και βαθιές σκέψεις για την ανθρώπινη κοινωνία, το γάμο και τη φύση, όλα ντυμένα με την εξαιρετική ποίηση του Σαίξπηρ. Ο Μέντελσον εκμεταλλεύτηκε πλήρως αυτό το πλεονέκτημα.

Η ουβερτούρα ξεκινά με τέσσερις μεγαλοπρεπείς συγχορδίες και τους αέρινους ήχους του φλάουτου και των εγχόρδων, που γρήγορα αρχίζουν να χορεύουν με τη σκανταλιάρικη διάθεση των ξωτικών, θυμίζοντας το τρέξιμο των νεράιδων. Σύντομα, το κομμάτι ανοίγει σε έναν πλήρη, χαρούμενο ήχο που αποτελείται από το παιχνίδι μεταξύ των εγχόρδων και των κόρνων. Η ένταση αυξάνεται καθώς προχωρά η ουβερτούρα, αλλά δεν εγκαταλείπει την ανεμελιά που διέπει το έργο, καταλήγοντας σε ένα κωμικό και χαρούμενο φινάλε. Σε όλο το έργο, ο Μέντελσον αναμιγνύει θέματα για την αυλή της Αθήνας, τις νεράιδες, τους εραστές, ακόμη και για τον Νικ Μπόττομ, τον υφαντή. Όπως ο Στράους, ο Μέντελσον χρησιμοποιεί έξυπνη ενορχήστρωση για να μιμηθεί τους ήχους των ζώων – όπως τον γάιδαρο του μαγεμένου Μπόττομ, που τον αποδίδει με ένα «χι-χα» από τα έγχορδα.

«Ο δρόμος συνεχίζεται παντοτινά: Ποιήματα και τραγούδια της Μέσης Γης»

Ο μεγάλος συγγραφέας φαντασίας Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν έγραψε δεκάδες τραγούδια για τα λογοτεχνικά του έργα σχετικά με το φανταστικό βασίλειο της Μέσης Γης, συμπεριλαμβανομένων του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» και του «Χόμπιτ».

Αν και στα βιβλία του υπάρχουν μόνο ως στίχοι, μετά τη δημοσίευση και τη διάδοση των έργων, ορισμένοι μουσικοί έδειξαν ενδιαφέρον για αυτά τα τραγούδια. Ένας από αυτούς ήταν ο Βρετανός συνθέτης, τραγουδιστής και διασκεδαστής Ντόναλντ Σουάν. Σε συνεργασία με τον ίδιο τον Τόλκιν, ο Σουάν μελοποίησε τις μπαλάντες, τα ταξιδιωτικά τραγούδια και τα ποιήματα του Τόλκιν σύμφωνα με την παράδοση της βρετανικής λαϊκής μουσικής.

Δημοσίευσε αυτά τα γραφικά κομμάτια στο βιβλίο The Road Goes Ever On: Poems & Songs of Middle Earth, το οποίο εγκρίθηκε από τον Τόλκιν. Ο ίδιος ο συγγραφέας πρόσθεσε σημειώσεις και σχόλια στο βιβλίο. Όπως εξήγησε ο Στιούαρτ Χέντρικσον στην ηχογράφηση των τραγουδιών, όλα εκτός από ένα προέρχονται από το «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών». Ένα τραγούδι μάλιστα τραγουδιέται στα ελφικά, τη γλώσσα που επινόησε ο Τόλκιν.

A vintage, paperback edition of "The Hobbit" with cover illustration by J. R. R. Tolkien, published on Sept. 21, 1937. (Doodeez/Shutterstock)
Μία από τις πρώτες εκδόσεις του «Χόμπιτ», με εξώφυλλο του ίδιου του Τζ. Ρ.Ρ.Τόλκιν, που κυκλόφόρησε στις 21 Σεπτεμβρίου 1937. (Doodeez/Shutterstock)

 

Σε όσους έχουν διαμορφώσει μία μουσική εντύπωση για τη Μέση Γη από την αριστουργηματική μουσική επένδυση του Χάουαρντ Σορ για τις κινηματογραφικές μεταφορές του Πήτερ Τζάκσον, οι ερμηνείες του Σουάν μπορεί να φανούν λίγο περίεργες. Κατ’ αρχάς, η ηχογράφηση του Χέντρικσον χρησιμοποιεί πιάνο, το οποίο δεν είναι όργανο που ανήκει στη Μέση Γη. Παρ’ όλα αυτά, τα τραγούδια είναι γοητευτικά και συγκινητικά. Έχουν μια σαφή σύνδεση με αυτό που γνωρίζουμε για τη μεσαιωνική ή ακόμα και την αρχαία μουσική, η οποία συχνά βασίζεται σε σόλο φωνή συνοδευόμενη από λιτή ενορχήστρωση. Σίγουρα, το γεγονός ότι ο ίδιος ο συγγραφέας ενέκρινε αυτές τις ερμηνείες τούς προσδίδει, αναμφίβολα, ένα βαθμό αξιοπιστίας.

 

Τι μας διδάσκει ο Δάντης για τον πόνο στη «Θεία Κωμωδία»

Η «Θεία Κωμωδία», που γράφτηκε από τον Δάντη Αλιγκιέρι στις αρχές του 14ου αιώνα, αφηγείται το πνευματικό ταξίδι του προσκυνητή στα βασίλεια της μεταθανάτιας ζωής: την Κόλαση, το Καθαρτήριο και τον Παράδεισο. Το εμβληματικό ποίημα του Δάντη διατρέχει τα οδυνηρά βάθη της Κόλασης και εκτοξεύεται στις φωτεινές κορυφές του Ουρανού, περιλαμβάνοντας όλο το φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων και εμπειριών, συμπυκνώνοντας το σύνολο του ανθρώπινου δράματος.

ZoomInImage
Λεπτομέρεια από τοιχογραφία του Λούκα Σινιορέλλι στο παρεκκλήσι του Αγίου Μπρίζιο, στον καθεδρικό ναό του Ορβιέτο, που απεικονίζει τον Δάντη Αλιγκιέρι. (JoJan/CCBY-SA 3.0)

 

 

Όπως σημειώνουν οι Άλντο Μπερνάρντο και Άντονυ Πελεγκρίνι στο βιβλίο τους Companion to Dante’s Divine Comedy, ο Δάντης προσπάθησε να συνθέσει ένα «πλήρες όραμα» για όλα όσα υπάρχουν, το σύμπαν και τη θέση της ανθρωπότητας σε αυτό, συγκεντρώνοντας όλα τα πράγματα σε ένα αρμονικό και οργανωμένο σύνολο, δεμένο με τη δύναμη της αγάπης. Τα περισσότερα από όσα έγραψε τον 14ο αιώνα ισχύουν εξίσου και σήμερα: συνεχίζουμε να ζούμε ένα ψυχολογικό και πνευματικό δράμα, του οποίου τα θεμέλια παραμένουν αναλλοίωτα. Για την ανθρώπινη φύση, ο πόνος αποτελεί  συστατικό στοιχείο του κόσμου και θα παλεύουμε με το πώς να τον κατανοήσουμε.

Ο Δάντης μπορεί να μας βοηθήσει διδάσκοντάς μας σιγά-σιγά τον μυστηριώδη τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο πόνος και γιατί αποτελεί απαραίτητο καταλύτη για την ανάπτυξη και την τελειοποίησή μας ως ανθρώπινα όντα.

Ο πόνος στην κόλαση

Η «Θεία Κωμωδία» είναι ένα ποίημα γεμάτο πόνο στην αρχή. Μετά την περίφημη έναρξη που μας παρουσιάζει τον Δάντη σε «ένα ζοφερό δάσος, παραστρατημένο»,  ο ποιητής συναντά τον Βιργίλο και οδηγείται από εκείνον στα έγκατα της Κόλασης. Εκεί, βλέπει τα βάσανα, τα μαρτύρια και την απελπισία που είναι οι συνέπειες της αμετανόητης αμαρτίας.

ZoomInImage
Τοιχογραφία του Ντομένικο ντι Μικελίνο (1465) που παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο τον Δάντη να κρατά τη «Θεία Κωμωδία» του, ενώ περιτριγυρίζεται από εικόνες της Κόλασης, των επτά βαθμίδων του Καθαρτηρίου και της Φλωρεντίας, με τις σφαίρες του Ουρανού ως επιστέγασμα. Καθεδρικός ναός της Αγίας Μαρίας του Φιόρε, Φλωρεντία. (Public Domain)

 

Καθώς ο Δάντης και ο Βιργίλιος κατεβαίνουν τα επίπεδα της Κόλασης το ένα το άλλο, βλέπουν τις ψυχές να παρασύρονται από καταιγίδες, να καρφώνονται από τα δίκρανα των δαιμόνων και να κολλάνε ανάποδα σε αχνιστές καυτές τρύπες — είναι τα βάσανα εκείνων που αρνήθηκαν να αλλάξουν. Οι αμαρτωλοί στην «Κόλαση» υφίστανται μια ατελείωτη εμπειρία πόνου ως τιμωρία για τις αμαρτίες τους και την άρνηση ή αδυναμία τους για γνήσια μετάνοια. Ο πόνος δεν μπορεί να επιφέρει καμία βελτίωση σε αυτές τις ψυχές.

Οι κριτικοί γενικά συμφωνούν ότι το ποίημα του Δάντη μπορεί να διαβαστεί σε πολλαπλά επίπεδα: Σε ένα επίπεδο, είναι η περιγραφή ενός ταξιδιού στη μετά θάνατον ζωή. Αλλά αλληγορικά, αφηγείται επίσης το ταξίδι της ψυχής προς τον Θεό κατά τη διάρκεια αυτής της ζωής, τη διαδικασία της πνευματικής μεταστροφής και ωρίμανσης.

Μέσα από ισχυρές ποιητικές εικόνες, ο Δάντης επισημαίνει το γεγονός ότι ακόμη και εδώ στη γη τα βάσανα μιας δύστροπης ψυχής είναι ουσιαστικά αυτοεπιβαλλόμενα. Ο αμαρτωλός ζει σε έναν κόσμο περιχαρακωμένο από την ατομική του θέληση και επιθυμίες, ο οποίος συνεχώς συστέλλεται μέχρι που το άτομο εγκλωβίζεται μέσα στο ίδιο του το κακό και τη δυστυχία. Αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Δάντης απεικονίζει τον Σατανά στο ποίημα: ως μια τερατώδη φιγούρα κλεισμένη σε φύλλα πάγου, βαθιά στον πυρήνα της γης. Ο πάγος έχει σχηματιστεί εξαιτίας των ψυχρών ριπών που δημιουργούνται από το ατελείωτο χτύπημα των νυχτεριδοφτερών του κακού πνεύματος. Με την αχαλίνωτη υπερηφάνεια και την άκαρπη προσπάθειά του να υψωθεί πάνω από τον ίδιο τον Θεό, ο Σατανάς δημιούργησε ο ίδιος τη φυλακή του.

Στοχαζόμενοι για τη μεταφορική και τη γήινη έννοια του ποιήματος, βλέπουμε τη σοφία και την αλήθεια όσων προτείνει ο Δάντης: η εμπειρία του πόνου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη στάση του πάσχοντος, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο πόνος μπορεί ακόμη και προκαλείται από τον ίδιο, από την άρνησή του να εγκαταλείψει έναν επιβλαβή, επιζήμιο ή παράλογο τρόπο ζωής.

Εν τούτοις, ο τιμωρητικός πόνος της Κόλασης δεν είναι ο μόνος τύπος πόνου που παρουσιάζει ο Δάντης. Στο δεύτερο μέρος του ποιήματος, το «Καθαρτήριο», ο πόνος δεν είναι τιμωρητικός αλλά θεραπευτικός. Όλο το ύφος του ποιήματος αλλάζει ανάλογα με τη στάση των πασχόντων που συναντά ο Δάντης. Η αντίδρασή τους στον πόνο είναι εντελώς διαφορετική σε αυτό το βασίλειο του φωτός και της ελπίδας σε σύγκριση με τις θειούχες εσοχές της κόλασης.

Ο πόνος στο Καθαρτήριο

Το βουνό του Καθαρτηρίου υψώνεται σαν στήλη από τη θάλασσα, προς τον ουρανό — μια οπτική αναπαράσταση της ελπίδας που τρέφουν οι καρδιές των ψυχών που ανεβαίνουν τις πλαγιές του. Ενώ οι ψυχές που συνάντησε ο Δάντης στην Κόλαση καταριόντουσαν, βογκούσαν και βυθίζονταν στην αυτολύπηση, οι ψυχές στο Καθαρτήριο χαιρετούν η μία την άλλη με χαρά, τραγουδούν και συζητούν για την ποίηση. Το βλέμμα τους είναι στραμμένο προς τα έξω και προς τα πάνω, και διαθέτουν ελπίδα: την ελπίδα να εξαγνίσουν τις ατέλειές τους και να φτάσουν μια μέρα στον Παράδεισο.

ZoomInImage
Γκυστάβ Ντορέ, «Καθαρτήριο», 1861. Εικονογράφηση για το άσμα 19 της «Θείας Κωμωδίας». (Public Domain)

 

Αυτό που μας διδάσκει ο Δάντης στο «Καθαρτήριο» είναι ότι ο πόνος, όταν τον αγκαλιάζουμε με θάρρος και ελπίδα, μπορεί να μας μεταμορφώσει και να μας οδηγήσει, τελικά, σε ανώτερες περιοχές χαράς. Οι ψυχές στο Καθαρτήριο υποφέρουν με τη θέλησή τους, επειδή γνωρίζουν ότι οι πόνοι τους δεν έχουν σκοπό να τιμωρήσουν αλλά να θεραπεύσουν.

Οι ψυχές τους έχουν «λυγίσει» από σφάλματα που διέπραξαν στη ζωή και πρέπει να ισιώσουν. Για τον Δάντη, όπως και για αυτές τις ψυχές, η άνοδος στο βουνό είναι μια διαδικασία επίτευξης της ολότητας και αποκατάστασης της αθωότητας. Είναι ο δρόμος προς τον Παράδεισο.

Ολόκληρη η δομή του ποιήματος αντικατοπτρίζει τα πνευματικά στάδια της μετάνοιας: συνειδητοποίηση της αμαρτίας, μετάνοια και συγχώρεση. Ο κριτικός λογοτεχνίας Νασρουλάχ Μαμπρόλ γράφει:

«Όπως πρέπει να κάνουν όλα τα ανθρώπινα όντα, σύμφωνα με τη μεσαιωνική χριστιανική άποψη του Δάντη, ο προσκυνητής πρέπει πρώτα να αναγνωρίσει τη φύση της αμαρτίας (όπως κάνει στην «Κόλαση»), να εξιλεωθεί για την αμαρτία του (όπως κάνει στο «Καθαρτήριο») και να αυξηθεί σε σοφία, χαρά και αγάπη μέσω της αγίας ζωής (όπως κάνει στο «Παράδεισο»). Με αυτόν τον τρόπο, ο προσκυνητής Δάντης είναι ένας δυναμικός χαρακτήρας, που κινείται από την αμαρτία στη σωτηρία, από την άγνοια στη σοφία, από την απελπισία στη χαρά, μέσα από το ταξίδι του προς τον Θεό.»

Βλέπουμε αυτήν τη θεραπευτική διαδικασία να επιδεικνύεται στην ταράτσα των υπερήφανων, το πρώτο επίπεδο του Καθαρτηρίου. Οι πρώην αμαρτωλοί εδώ βαρύνονται από μεγάλες πέτρες που πρέπει να μεταφέρουν στο βουνό — ωστόσο, αν και λυγίζουν από το βάρος, δεν παραπονιούνται. Αυτό αποτελεί εν μέρει εξιλέωση για την αμαρτία της υπερηφάνειας, αλλά, ακριβέστερα, είναι ένας είδος επιδιόρθωσης. Είναι η διάλυση της δυσκαμψίας των υπερήφανων, έτσι ώστε να επανέλθουν στη σωστή κατάσταση και να μπορέσουν να περπατήσουν και πάλι με χάρη.

Παρομοίως, στο επίπεδο των ζηλόφθονων ράβονται τα μάτια τους, ώστε, πρώτον, να διδαχθούν να μην κοιτάζουν με ζήλια αυτά που έχουν οι γείτονές τους και, δεύτερον, να μάθουν να εμπιστεύονται και να στηρίζονται ο ένας στον άλλον καθώς ανεβαίνουν προς τη θέωση, αντί να υπονομεύουν ο ένας τον άλλον, όπως έκαναν στη ζωή.

Καθώς ανεβαίνει ο Δάντης τα επίπεδα, βιώνει και ο ίδιος τη διαδικασία της θεραπευτικής κάθαρσης. Όπως επισημαίνει ο κριτικός Τζόζεφ Πηρς , «ο συμβολισμός συνεχίζεται όταν ο άγγελος κάνει το σημάδι των επτά P πάνω στο μέτωπο του Δάντη, κατά την είσοδό του στο Καθαρτήριο, σύμβολο των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων (P από το peccatum, τη λατινική λέξη για την αμαρτία). Κάθε ένα από αυτά τα Ρ αφαιρείται με τη άνοδό του στο επόμενο επίπεδο, κάτι που σημαίνει τον εξαγνισμό του από το αντίστοιχο αμάρτημα. Τελικά, στην κορυφή του Όρους του Καθαρτηρίου, ο Δάντης βρίσκεται στον επίγειο Παράδεισο, την Εδέμ πριν από το προπατορικό αμάρτημα, τον τόπο της αρχέγονης αθωότητας τον απαλλαγμένο από την αμαρτία». Έτσι, στο Καθαρτήριο, ο πόνος είναι λυτρωτικός, προπαρασκευαστικός και διορθωτικός.

Τι ακριβώς πρέπει να διορθωθεί; Στη ρίζα όλων των πνευματικών παραμορφώσεων, λέει ο Δάντης, βρίσκεται κάποιο είδος διαστροφής της αγάπης. Ο Δάντης υποστηρίζει ότι όλες οι πράξεις — καλές και κακές — απορρέουν τελικά από την αγάπη. Ακόμη και μια κακή πράξη εκτελείται επειδή το άτομο που τη διαπράττει αγαπάει κάτι — είτε το λάθος πράγμα είτε με λάθος τρόπο. Οι Μπερνάρ και Πελεγκρίνι εξηγούν: «Ο Δάντης μαθαίνει από τον Βιργίλιο ότι η κοσμική δύναμη που καθορίζει όλα τα πράγματα είναι η αγάπη. Η μοίρα κάθε ψυχής εξαρτάται από το πώς και πού κατευθύνει αυτή τη μυστηριώδη δύναμη που βρίσκεται και μέσα της και από την ικανότητά της να δέχεται την επιρροή της από έξω.»

Η σχέση ανάμεσα στον πόνο και την αγάπη διατυπώνεται υπέροχα στο ποίημα του Δάντη. Διότι αν η αγάπη είναι η πηγή όλων των πράξεων, τότε μια σωστά διατεταγμένη αγάπη παρέχει επίσης στις ψυχές στο Καθαρτήριο τα μέσα για να υπομείνουν αυτό που πρέπει να υπομείνουν. Πράγματι, η αγάπη περιέχει το κλειδί που επιτρέπει στον πάσχοντα να υπερβεί τον πόνο του. Ένα παράδειγμα αυτού συμβαίνει καθώς ο Δάντης φτάνει στο τελευταίο επίπεδο του Καθαρτηρίου, που αποτελείται από ένα πύρινο στεφάνι. Αυτό που του δίνει τελικά το κουράγιο να περάσει μέσα από τις φλόγες είναι η αγάπη του για τη Βεατρίκη, την οποία γνωρίζει ότι θα βρει στην άλλη πλευρά.

ZoomInImage
Χένρυ Χόλιντεϋ, «Ο Δάντης και η Βεατρίκη», 1883. Εμπνευσμένο από τη Vita Nuova. (Public Domain)

 

Μια από τις ψυχές που συναντά ο Δάντης στο Καθαρτήριο προσφέρει μία υπέροχη εξήγηση για το πώς η αγάπη κάνει τα βάσανα όχι απλώς υποφερτά, αλλά ακόμη και ένα είδος παρηγορίας:

Κάθε πνεύμα, του οποίου το τραγούδι καταγγέλλει την αδηφαγία στην οποία αφηνόταν, εδώ με την πείνα και τη δίψα εξαγνίζεται. Των καρπών τα αρώματα και η πάχνη της χλόης την επιθυμία μας να φάμε και να πιούμε φουντώνει. Και κάθε νέος γύρος, τον πόνο μας τροφοδοτεί. Πόνο, είπα; Παρηγορία, μάλλον: γιατί εκείνη η θέληση στο δέντρο μάς οδηγεί, η ίδια που τον Χριστό οδήγησε να κράξει τον Πατέρα, την ώρα που μας έσωζε πληρώνοντας με το ίδιο Του το αίμα. («Καθαρτήριο», Άσμα XXIII, ελεύθερη απόδοση από αγγλική μετάφραση – Σ.τ.Μ)

Με άλλα λόγια, το εξαγνιστικό μαρτύριο των κάποτε αδηφάγων ψυχών γίνεται στην πραγματικότητα παρηγοριά γι’ αυτές, αφού γνωρίζουν ότι τις θεραπεύει από το πάθος τους και τις φέρνει πιο κοντά στο αντικείμενο της αγάπης τους, τον Θεό. Αυτό είναι το ευτυχές παράδοξο που διερευνάται στο «Καθαρτήριο»: Ο πόνος δεν είναι ασύμβατος με την ευτυχία, τη χαρά και την αγάπη.

Στο τελευταίο τμήμα του ταξιδιού και ποιήματος του Δάντη, στον «Παράδεισο», δεν υπάρχει πόνος. Αλλά ο Δάντης μπορεί να φτάσει εκεί μόνο περνώντας από τις δοκιμασίες της Κόλασης και του Καθαρτηρίου. Με αυτόν τρόπο, ο ποιητής μάς δείχνει ότι ο πόνος έχει νόημα και αξία όταν ανταποκρινόμαστε θετικά σε αυτόν, ένα νόημα που εγκυμονεί την υπόσχεση μιας διαρκώς βαθύτερης ευτυχίας.

Φυσιολατρία και νατουραλισμός στην τέχνη της βικτωριανής εποχής

«Οι Βικτωριανοί ήταν ερωτευμένοι με τη φυσική ιστορία», έγραψε η Μπάρμπαρα Τ. Γκέητς στην εισαγωγή ενός τεύχους του Victorian Literature and Culture. Η βικτωριανή εποχή ήταν μια περίοδος άνθησης της επιστημονικής έρευνας και πειραματισμού, αλλά αυτό το επιστημονικό ενδιαφέρον δεν εξάλειψε σε καμία περίπτωση τη ρομαντική και πνευματική γοητεία της φύσης ούτε την εκτίμηση της εποχής για την αισθητική της.

Αυτές οι κάπως αντίθετες τάσεις – προς το συστηματικό και το λογικό από τη μία πλευρά και προς το διαισθητικό και το αισθητικό από την άλλη – συναντήθηκαν και συγχωνεύτηκαν κατά τη βικτωριανή και την εδουαρδιανή εποχή. Όπως το έθεσε η Γκέητς, το έργο των διανοουμένων και των καλλιτεχνών της εποχής «ήταν να χτίσουν και να ενισχύσουν δυνατές γέφυρες: μεταξύ της επιστήμης και της τέχνης […] μεταξύ του ρομαντισμού, με τον εκτεταμένο λεκτικό του φόρο τιμής στη φύση, και του βικτωριανισμού, με τη λατρεία του για τη συγκεκριμένη, λεπτομερή περιγραφή».

Ένας εξοχικός κήπος στο Σάφτσμπερυ, Αγγλία. Η απλή ομορφιά της φύσης εμπνέει ποικιλοτρόπως. (Katy Walters/CC BY-SA 2.0)

 

Η βικτωριανή αφοσίωση στη φύση εκδηλώθηκε τόσο στη λογοτεχνία όσο και στην τέχνη. Ο Ε.Ντ.Χ. Τζόνσον χαρακτήρισε την περίοδο από το 1770 έως το 1880 ως «χρυσή εποχή της φυσικής ιστορίας» και αυτή η χρυσή εποχή συνέχισε να επηρεάζει τον δυτικό πολιτισμό μέχρι την Εδουαρδιανή περίοδο (1901-1910) και πέρα από αυτήν. Όπως έγραψε η Γκέητς:

«Η βικτωριανή φυσική ιστορία περιγράφει μια συντριπτική τάση για συλλογή, παρατήρηση και καταγραφή της φύσης που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας της βασίλισσας Βικτωρίας, αν και θα προτιμούσα να επεκτείνω το χρονικό της πλαίσιο ώστε να περιλαμβάνει αυτό που σήμερα ονομάζουμε μακρύ 19ο αιώνα.»

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η μελέτη και η τεκμηρίωση της φύσης ήταν δημοφιλείς δραστηριότητες μεταξύ ανθρώπων όλων των ηλικιών και τάξεων, ανδρών όσο και γυναικών.

«Η φυσική ιστορία προσέφερε πεδία ανοιχτά τόσο σε ερασιτέχνες όσο και σε επαγγελματίες, και σε αυτά τα πεδία περιπλανήθηκαν και οι μεν και οι δε καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους. […] Σίγουρα είχε μια αισθητική, καθώς και μια επιστημονική συνιστώσα· ασχολούνταν τόσο με τα φυλλώδη γεγονότα όσο και με την ομορφιά των φύλλων.»

Τζ. Τζ. Ώντυμπον – Μπέατριξ Πόττερ

Όπως συμβαίνει συχνά με τις ερωτικές σχέσεις, η αγάπη των Βικτωριανών για τη φύση ενέπνευσε πολλά όμορφα έργα τέχνης. Με διαφορετικά στυλ και εφαρμογές, οι καλλιτέχνες που δραστηριοποιούνταν εκείνη την εποχή εξήγαγαν την αφοσίωση της εποχής στην ταξινόμηση, τη μελέτη και την απεικόνιση των πλούσιων θαυμάτων του φυσικού κόσμου.

Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, ο διάσημος καλλιτέχνης και ορνιθολόγος Τζον Τζέημς Ώντυμπον (1785-1851) πλανιόταν στην άγρια φύση με την ελπίδα να αναγνωρίσει και να απεικονίσει όλα τα πουλιά της Βόρειας Αμερικής. Η επιστημονική ακρίβεια του έργου του σε συνδυασμό με τα υψηλού επιπέδου έργα του προανήγγειλαν την έλευση του νατουραλισμού της βικτωριανής εποχής.

Τζον Τζέημς Ώντυμπον, ο μεγάλος γαλάζιος ερωδιός, πλάκα 211, «Birds of America», 1827–1838. (Public Domain)

 

Το έργο του Ώντυμπον φαίνεται να λάμπει με ένα εξωπραγματικό φινίρισμα, μια ονειρική ποιότητα, διατηρώντας παράλληλα μια σχολαστική πιστότητα στις λεπτομέρειες και την ακρίβεια του θέματος, όπως αυτό υπάρχει στο καθημερινό περιβάλλον του. Είναι τόσο ρεαλιστικές όσο και ρομαντικές. Το αριστούργημά του, «The Birds of America», παραμένει το πρότυπο με το οποίο συγκρίνονται οι ζωγράφοι που ειδικεύονται στα πουλιά ακόμη και σήμερα. Ενώ ο Ώντυμπον είχε το βλέμμα του σταθερά στραμμένο στον ουρανό και τους κατοίκους του, μια άλλη γνωστή προσωπικότητα, η Μπέατριξ Πόττερ (1866–1943), είχε το δικό της βλέμμα στραμμένο στο έδαφος και στα φυτά και τους μύκητες που το κάλυπταν. Αν και είναι πιο γνωστή για τα μαγευτικά παιδικά της βιβλία με τα ανθρωπόμορφα ζώα, ήταν επίσης ταλαντούχος βοτανολόγος και μυκητολόγος. Δημιούργησε περίπλοκες, λεπτομερείς εικονογραφήσεις μυκήτων και έγραψε μια εργασία το 1897 με τίτλο «On the germination of the spores of Agaricineae» (Σχετικά με τη βλάστηση των σπόρων των Agaricineae). Όπως έγραψε η Linnean Society of London: «Η δύναμη της Πόττερ βρισκόταν στη σχολαστική της παρατήρηση και την καλλιτεχνική της δεινότητα […] ήταν μια άριστη εικονογράφος, που παρατηρούσε προσεκτικά και κατέγραφε πιστά ό,τι έβλεπε.»

Μπέατριξ Πόττερ, «Τα ποντίκια εν ώρα εργασίας, περνούν την κλωστή στη βελόνα», 1902. Εικονογράφηση για το βιβλίο «Ο ράφτης του Γκλόστερ». Ακουαρέλα, μελάνι και γκουάς σε χαρτί. (Tate)

 

Η τεράστια επιτυχία των παιδικών της βιβλίων μπορεί να αποδοθεί, εν μέρει, στο γεγονός ότι βασίζονταν στις δικές της παρατηρήσεις. Από την παιδική της ηλικία, η Πόττερ είχε άμεση επαφή με πραγματικά φυτά και ζώα και εξασκούνταν σταθερά στην πιστή αποτύπωσή τους. Αυτό το υπόβαθρο σήμαινε ότι, όταν πρόσθετε μια πινελιά φαντασίας στις εικονογραφήσεις των παιδικών της βιβλίων, όπως τα ρούχα και τα μικρά σπιτάκια των χαρακτήρων της, αυτό αντισταθμιζόταν από το βάρος της αυθεντικότητας.

Η προσεκτική παρατήρηση της φύσης από την Πόττερ επηρέασε την τέχνη της Έντιθ Χόλντεν (1871-1920), ενώ η φανταστική, αλλά εμπνευσμένη από τη φύση παιδική λογοτεχνία της συνεχίστηκε από την Σίσελυ Μαίρη Μπάρκερ (1895–1973).

Άλλοι καλλιτέχνες

Η Χόλντεν είναι πιο γνωστή για το έργο της που εκδόθηκε μετά το θάνατό της, «Nature Notes for 1906» (Σημειώσεις για τη φύση του 1906), που δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «The Country Diary of an Edwardian Lady» (Το εξοχικό ημερολόγιο μιας εδουαρδιανής κυρίας). Πρόκειται για ένα όμορφα γραμμένο και εικονογραφημένο ημερολόγιο που καταγράφει τις παρατηρήσεις της για τη βρετανική ύπαιθρο και τον φυσικό κόσμο της. Περιλαμβάνει σημειώσεις, παρατηρήσεις, αποσπάσματα ποίησης, καλλιγραφία και λεπτομερείς, πλούσιες ακουαρέλες με δείγματα και τοπία, με τις κοινές και επιστημονικές ονομασίες τους.

Έντιθ Χόλντεν, «Χειμερινά μούρα: Πρίνος, αγριοκράταγο και φραγκοστάφυλο», 1906. (Public Domain)

 

Αυτό το έργο της αποκαλύπτει ένα μυαλό σε αρμονία με τον φυσικό κόσμο, την αγγλική λογοτεχνική παράδοση, τις εικαστικές τέχνες και τη σχέση μεταξύ των τριών. Δεν ήταν ασυνήθιστο για τις βικτωριανές και εδουαρδιανές κυρίες να κρατούν παρόμοια ημερολόγια για τη φύση, αν και η επαγγελματική κατάρτιση της Χόλντεν ως καλλιτέχνιδα της Σχολής Καλών Τεχνών του Μπέρμιγχαμ και στη Δημοτική Σχολή Καλών Τεχνών έκανε το δικό της ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα. Το ημερολόγιό της αγαπήθηκε από το αναγνωστικό κοινό, όταν ανακαλύφθηκε και εκδόθηκε για πρώτη φορά, τη δεκαετία του 1970.

Το έργο της Σ.Μ. Μπάρκερ είναι πολύ λιγότερο ακριβές από επιστημονική σκοπιά, αν και αντλεί σαφώς έμπνευση από τους φυσιοδίφες καλλιτέχνες του προηγούμενου αιώνα. Η καλλιτέχνις έγινε ισόβιο μέλος της Croydon Art Society όταν ήταν μόλις 16 ετών και σύντομα αφοσιώθηκε στην καριέρα της ως ζωγράφος, εικονογραφώντας ευχετήριες κάρτες, περιοδικά και βιβλία.

Το 1923, πούλησε μια συλλογή εικόνων και στίχων με θέμα τις νεράιδες στην Blackie & Son, με τίτλο «Flower Fairies of the Spring» (Νεράιδες των λουλουδιών της άνοιξης), την οποία ακολούθησαν άλλα τρία βιβλία που συμπλήρωσαν τις τέσσερις εποχές. Οι λεπτεπίλεπτες εικονογραφήσεις με τις φανταστικές νεράιδες που συνδέονταν με πραγματικά φυτά, θυμίζουν την Πόττερ και την ευρύτερη παράδοση των φυσιολατρών καλλιτεχνών. Τα βιβλία ταξινομούνται ως ψεύτικα ημερολόγια φύσης ή οδηγοί πεδίου.

Αν και πήρε μια φανταστική κατεύθυνση με τα βιβλία της για νεράιδες, η Μπάρκερ άντλησε έμπνευση από τους Προραφαηλίτες, οι οποίοι ακολουθούσαν τον κανόνα «πιστοί στη φύση» που διατύπωσε ο συγγραφέας, λέκτορας και κριτικός τέχνης Τζον Ράσκιν.

Πιστοί στη φύση

Ο Ράσκιν πίστευε ότι η προσήλωση στις μορφές που βρίσκονται στη φύση οδηγεί σε υψηλότερες αλήθειες στον ηθικό, πνευματικό και φιλοσοφικό τομέα.

Μεταξύ των πλέον αξιόλογων μελών του προραφαηλιτικού κινήματος ήταν ο Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσσέττι, ο Ουίλλιαμ Χόλμαν Χαντ και ο Τζον Έβερετ Μιλλαί.

Τζον Ράσκιν, «Αλκυόνη», 1871. (Public Domain)

 

Αυτό το κίνημα — ιδιαίτερα οι τοπιογραφίες του — τόνισε εκ νέου τον τρόπο με τον οποίο ο φυσικός κόσμος επηρέασε τη βικτωριανή τέχνη.

Επειδή οι Προραφαηλίτες ήταν αφοσιωμένοι στο να ζωγραφίζουν με ακρίβεια αυτό που έβλεπαν μπροστά τους στη φύση, εντρύφησαν στη ζωγραφική «en plein air». Όπως έγραψε ο Ντόμινικ Γουίτεκ για το Artsper Magazine: «Οι Προραφαηλίτες και ο Ράσκιν διαφωνούσαν με την ιδέα ότι η φύση έπρεπε να αλλάξει. Για αυτούς, η φύση ήταν ένα δώρο του Θεού […] Ο Μιλλαί πήγαινε στη φύση και προσπαθούσε να παραμείνει όσο το δυνατόν πιο πιστός σε αυτό που είχε μπροστά του.»

Τα έργα που εμπνεύστηκαν από τη βικτωριανή αντίληψη για τη φύση δεν περιορίζονταν στον καμβά ή στα σκίτσα. Η Μάρθα Μάξγουελ ήταν φυσιοδίφης και ταριχεύτρια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μερικά από τα ταριχευμένα δείγματά της εκτέθηκαν τελικά στο Σμιθσόνιαν. Πράγματι, η τέχνη της ταρίχευσης ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της βικτωριανής περιόδου με το έργο του Τζον Χάνκοκ. Ο Χάνκοκ εξέθεσε ένα έργο με τίτλο «Struggle with the Quarry» (Μάχη με το θήραμα). Σε αυτό, ένα γεράκι επιτίθεται σε έναν ερωδιό που κρατάει ένα χέλι. Το ρεαλιστικό έργο προσέλκυσε το ενδιαφέρον των επισκεπτών της έκθεσης, των επιστημόνων, ακόμη και της ίδιας της βασίλισσας Βικτωρίας. Οι Βικτωριανοί άρχισαν να τοποθετούν ταριχευμένα ζώα στα σπίτια τους. Αυτό έφερε τον φυσικό κόσμο σε μια πρωτόγνωρη εγγύτητα για τους κατοίκους των πόλεων.

Ο Δρ Γουίλμερ Γ. Τάννερ, καθηγητής ζωολογίας, ποζάρει με ένα τρόπαιο τίγρης που δόθηκε στο Μουσείο Βιολογικών Επιστημών του BYU το 1973. Ασημένια ζελατίνη, 18 x 24 εκ. Πρόβο, Γιούτα. (Smalljim/CC BY-SA 3.0)

 

Κάθε ένας από αυτούς τους καλλιτέχνες, καθώς και το έργο τους, παρουσιάζουν μια υπέροχη αρμονία μεταξύ επιστήμης και φύσης, λογικής και φαντασίας, που φαίνεται να χαρακτήριζε το βικτωριανό πνεύμα. Ακολουθώντας την αριστοτελική παράδοση, αυτοί οι βικτωριανοί καλλιτέχνες είχαν ως αφετηρία τις αισθήσεις τους και την προσεκτική παρατήρηση του κόσμου που τους περιέβαλλε. Σε αυτόν βρήκαν βαθιές πηγές νοήματος — πνευματικού και επιστημονικού — που εκφράστηκαν ως εξαιρετικά έργα τέχνης.

Επιπλέον, η δημοτικότητα της μελέτης και της απεικόνισης της φύσης μαρτυρά μία κουλτούρα που επεδίωκε να ζει κοντά στον φυσικό κόσμο. Οι Βικτωριανοί αγαπούσαν να πίνουν από ένα καθαρό ελιξίριο της φύσης που διεγείρει τόσο το μυαλό όσο και τα συναισθήματα. Το έργο των Βικτωριανών φυσιοδιφών-καλλιτεχνών μάς διδάσκει μια νοοτροπία που αναπαύεται στα θαύματα της καθημερινότητας, που βρίσκει ατελείωτη γοητεία και χαρά σε ένα μικροσκοπικό κοχύλι ή μανιτάρι και σε μια ψηλή βουνοκορφή — κάτι που χρειάζεται να ανακτήσουμε στην εποχή μας.