Παρασκευή, 09 Μαΐ, 2025

Η ζωή του Λέοντα Τολστόι

Ο Μάθιου Άρνολντ είπε κάποτε ότι ένα μυθιστόρημα του Τολστόι δεν είναι έργο τέχνης, αλλά κομμάτι της ζωής. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μεγαλύτερο έπαινο από αυτόν για έναν μυθιστοριογράφο, του οποίου το δύσκολο έργο είναι να αποστάξει την ανθρώπινη εμπειρία στις σελίδες ενός βιβλίου.

Πολλοί αναγνώστες και κριτικοί συμφωνούν με τον Άρνολντ και θεωρούν ότι ο έπαινος είναι δικαιολογημένος. Πράγματι, πολλοί θεωρούν ότι ο Τολστόι είναι ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος όλων των εποχών. Το «Πόλεμος και Ειρήνη» συχνά ανακηρύσσεται το μεγαλύτερο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ.

Αναζητώντας τις ρίζες της επιτυχίας των έργων του στη ζωή του, ανακαλύπτουμε μια ιστορία απώλειας, ανατροπών και βαθιάς πνευματικότητας. Οι εμπειρίες του από τον πόλεμο, τον έρωτα, την κακία και την αρετή, μαζί με την οξεία παρατήρηση των άλλων, του επέτρεψαν να γράψει έργα που διεισδύουν στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης και της ανθρώπινης ζωής με τρόπο που έχει παγκόσμια απήχηση.

A close-up of the portrait of Leo Tolstoy, 1882, by Nikolai Ge. (Public Domain)
Προσωπογραφία του Τολστόι από τον Νικολάι Γκε, 1882. (Public Domain)

 

Απώλειες και απολαύσεις

Ο Τολστόι γεννήθηκε το 1828 στο κτήμα της οικογένειάς του στην επαρχία Τούλα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Οι γονείς του πέθαναν όταν το αγόρι ήταν 10 ετών. Οι ατυχίες του όμως δεν τελείωσαν εκεί: Η γιαγιά του πέθανε 11 μήνες μετά τον πατέρα του και η θεία του, Αλεξάνδρα, απεβίωσε λίγο μετά τη γιαγιά του.

Ο Τολστόι και τα τέσσερα αδέλφια του κατέληξαν τελικά σε μια άλλη θεία, στη δυτική Ρωσία. Παρά τις απανωτές απώλειες, ο Τολστόι πέρασε μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία, την ανάμνηση της οποίας εκτιμούσε τόσο πολύ, ώστε το πρώτο του δημοσιευμένο έργο, η «Παιδική ηλικία», είναι μια μυθιστορηματική περιγραφή αυτών των χρυσών χρόνων.

Ο Τολστόι μορφώθηκε στο σπίτι του από Γερμανούς και Γάλλους δασκάλους, μέχρι που γράφτηκε σε ένα πρόγραμμα ανατολικών γλωσσών στο Πανεπιστήμιο του Καζάν, το 1843. Ωστόσο, ο νεαρός Τολστόι δεν ήταν βυθίστηκε στις σπουδές του – αντίθετα, διαιώνισε τη φοιτητική παράδοση ανά τον κόσμο και τους αιώνες, περνώντας τον χρόνο του σε απολαύσεις.

Έζησε έτσι για τέσσερα χρόνια, πίνοντας, τζογάροντας και κάνοντας γυναικείες σχέσεις. Οι βαθμοί του ήταν τόσο κακοί που αναγκάστηκε να μετεγγραφεί σε ένα ευκολότερο πρόγραμμα, το οποίο όμως και πάλι δεν κατάφερε να ολοκληρώσει. Έφυγε από το πανεπιστήμιο το 1847, χωρίς πτυχίο.

Kazan University, seen here in a depiction from 1832. (Public Domain)
Το Πανεπιστήμιο του Καζάν, σε απεικόνιση του 1832. (Public Domain)

 

Μέχρι τότε, ο Τολστόι είχε αποκτήσει μια προτίμηση για τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, απολαμβάνοντας τα έργα του Λώρενς Στερν, του Καρόλου Ντίκενς και του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ. Επέστρεψε στη Γιασνάγια Πολιάνα, το οικογενειακό κτήμα, προσδοκώντας να μορφωθεί και να αφιερωθεί στη διαχείριση του κτήματος. Ωστόσο, οι ακολασίες του συνεχίζονταν, παρά τις αποφάσεις του να τις σταματήσει. Τα ταξίδια του στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη ανέστειλαν τα σχέδιά του να διαχειριστεί το κτήμα και να βοηθήσει τους δουλοπάροικους.

Περίπου εκείνη την εποχή, άρχισε να κρατά λεπτομερές ημερολόγιο της καθημερινής του ζωής. Αυτό αποδείχθηκε ο σπόρος της μετέπειτα λογοτεχνικής του ιδιοφυΐας. Μεταξύ άλλων, το ημερολόγιο περιελάμβανε περίπλοκα σύνολα κανόνων για την κοινωνική και ηθική ζωή – πολλούς από τους οποίους αποτύγχανε και ο ίδιος να τηρήσει. Τους ξαναέγραφε και πάλι δεν τους ακολουθούσε, με αποτέλεσμα να απογοητεύεται και να μέμφεται τον εαυτό του. Ο Τολστόι κρατούσε το ημερολόγιο σχολαστικά καθ’ όλη τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ζωής του, έτσι μάς παρέχει σημαντικές και εις βάθος πληροφορίες για την καριέρα και την προσωπική του ζωή.

Το 1851, κατατάχθηκε στο στρατό, παρακινούμενος από τον μεγαλύτερο αδελφό του, Νικολάι, αλλά και από τα χρέη του στον τζόγο. Αυτό τοποθέτησε τον Τολστόι κατευθείαν στον Κριμαϊκό Πόλεμο του 1853 έως το 1856. Υπηρέτησε ως αξιωματικός πυροβολικού κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Σεβαστούπολης από το 1854 έως το 1855. Αν και επέδειξε θάρρος και ικανότητα ως αξιωματικός, απεχθανόταν τη βία και το αίμα της μάχης και εγκατέλειψε το στρατό αμέσως μόλις τελείωσε ο πόλεμος.

Lev Nikolayevich Tolstoy in 1848, at 20 years old. (Pavel Biryukov) <span style="color: #ff0000;"> </span>
Ο Λεβ Νικολάγεβιτς Τολστόι το 1848, σε ηλικία 20 ετών. (Pavel Biryukov)

 

Ωστόσο, η εμπειρία του του παρείχε τροφή για περαιτέρω λογοτεχνικά έργα. Κατάφερε να γράψει τη συνέχεια της «Παιδικής ηλικίας», ενώ απέφευγε τις σφαίρες και τις εκρήξεις του πολέμου. Έγραψε επίσης τις «Ιστορίες της Σεβαστούπολης», έναν στοχασμό πάνω στη φύση του πολέμου, όπου πειραματίστηκε γράφοντας με «ροή συνείδησης». Οι «Ιστορίες της Σεβαστούπολης» περιλαμβάνουν μια από τις πιο διάσημες ρήσεις του Τολστόι : «Ο ήρωας του παραμυθιού μου, τον οποίο αγαπώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, τον οποίο προσπάθησα να απεικονίσω σε όλη του την ομορφιά, ο οποίος ήταν, είναι και θα είναι όμορφος, είναι η Αλήθεια».

Τα έργα αυτά είχαν ήδη αποκτήσει κάποια φήμη όταν ο Τολστόι επέστρεψε στη Ρωσία, μετά τον πόλεμο. Αν και μπήκε στη λογοτεχνική σκηνή της Αγίας Πετρούπολης, σύντομα την απαρνήθηκε – αρνούμενος να ενταχθεί σε οποιοδήποτε δημοφιλές διανοητικό στρατόπεδο της εποχής – υπέρ της σκηνής του τζόγου στο Παρίσι. Αφού σπατάλησε όλα του τα χρήματα εκεί, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Ρωσία, όπου δημοσίευσε το τρίτο μέρος της αυτοβιογραφικής τριλογίας του το 1857.

Οικογένεια και ιδεολογία

Στα 30 του πλέον, ο Τολστόι έστρεψε το βλέμμα του στο γάμο, αφού ο θάνατος ενός από τα αδέλφια του τον έκανε να επανεξετάσει την κατεύθυνση της ζωής του. Ωστόσο, φοβόταν ότι ήταν πολύ γέρος και άσχημος για να τον θέλει κάποια γυναίκα. Παρ’ όλα αυτά, έκανε πρόταση γάμου στη Σοφία Αντρέγιεβνα Μπερς, τη μικρότερη κόρη ενός γιατρού της αυλής. Εκείνη ήταν μόλις 18 ετών και εκείνος 34. Εκείνη όμως είπε το ‘ναι’ και παντρεύτηκαν το 1862. Απέκτησαν 13 παιδιά μαζί.

"Sophia Tolstaya, Leo Tolstoy's wife, and their daughter Alexandra Tolstaya," 1886, by Nikolai Ge. Oil on canvas. Leo Tolstoy Memorial Estate, Russia. (Public Domain)
Νικολάι Γκε, «Η Σοφία Τολστάγια, σύζυγος του Λέοντα Τολστόι, και η κόρη τους Αλεξάνδρα Τολστάγια», 1886. Λάδι σε καμβά. Κτήμα Λέοντος Τολστόι, Ρωσία. (Public Domain)

 

Στην αρχή, ο γάμος τους ήταν γεμάτος χαρά και πάθος, αν και η Σόνια αποδοκίμαζε το άγριο παρελθόν του συζύγου της. Ήταν μία αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα, που αντέγραψε ακόμη και τον ογκώδη τόμο του συζύγου της «Πόλεμος και Ειρήνη» επτά φορές για να τον βοηθήσει στο έργο του.

Αλλά με την πάροδο του χρόνου, έκαναν την εμφάνισή τους ορισμένες εντάσεις μεταξύ τους, ιδίως όταν ο Τολστόι άρχισε να αναπτύσσει αντισυμβατικές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Μεταξύ αυτών, και η πεποίθησή του ότι πρέπει να χαρίσει όλα τα χρήματά του. Η σύζυγός του αντιτάχθηκε σθεναρά στην ιδέα αυτή. Ερχόμενος σε έναν συμβιβασμό, ο Τολστόι τής μεταβίβασε τα δικαιώματα μεγάλου μέρους του λογοτεχνικού του έργου. Τα επόμενα χρόνια του γάμου τους ήταν όλο και πιο δυστυχισμένα.

Τα σπουδαιότερα έργα του

Στις αρχές της δεκαετίας του 1860, ο Τολστόι εισήλθε στην περίοδο των μεγαλύτερων λογοτεχνικών επιτευγμάτων του. Μέσα σε δώδεκα χρόνια, έγραψε δύο από τα καλύτερα μυθιστορήματα του κόσμου, το «Πόλεμος και Ειρήνη» και την «Άννα Καρένινα», τους δύο πυλώνες της διαχρονικής κληρονομιάς του.

Το «Πόλεμος και Ειρήνη» περιλαμβάνει ιστορικές περιγραφές των Ναπολεόντειων Πολέμων, δοκίμια για τους νόμους της ιστορίας και ιστορίες με εξαιρετικά ρεαλιστικούς χαρακτήρες. Η «Άννα Καρένινα» αφηγείται τις τραγικές συνέπειες που βιώνει μια γυναίκα που εγκαταλείπει τον άντρα της για να ζήσει τον έρωτα στην αγκαλιά κάποιου άλλου. Και τα δύο έργα έχουν τις ρίζες τους στην κατανόηση ότι η ποιότητα και το νόημα της ζωής μας εξαρτώνται από τη φύση των καθημερινών μας δραστηριοτήτων.

The central conflict in "Anna Karenina" is Anna's extramarital affair with a dashing soldier. (Public Domain)
Το δράμα στην «Άννα Καρένινα» προκύπτει από τον έρωτα της Άννας με έναν όμορφο, νεότερό της στρατιωτικό, και την επικράτηση του συναισθήματος επί του καθήκοντος. (Public Domain)

 

Μετά την ολοκλήρωση της «Άννας Καρένινα», ο Τολστόι βίωσε μια πνευματική κρίση που χαρακτηριζόταν από υπαρξιακή απελπισία, την οποία κατέγραψε στο έργο του «Η εξομολόγησή μου» το 1884. Στα βάθη αυτής της κρίσης, ο θάνατος έμοιαζε να καθιστά τα πάντα χωρίς νόημα. Όμως ο Τολστόι βρήκε παρηγοριά στην απλή πίστη των απλών ανθρώπων και στράφηκε επιτέλους προς τη θρησκεία για να απαλύνει την απελπισία του. Αρχικά, εξερεύνησε τη ρωσική ορθόδοξη εκκλησία, στην οποία είχε γεννηθεί, αλλά γρήγορα απογοητεύτηκε από αυτήν. Στην πραγματικότητα, έφτασε να απορρίψει εξ ολοκλήρου την οργανωμένη θρησκεία, πιστεύοντας ότι όλες οι εκκλησίες ήταν διεφθαρμένες.

Αντ’ αυτού, ανέπτυξε μια προσωπική, ετερόδοξη μορφή χριστιανισμού, η οποία οδήγησε στον αφορισμό του από την ορθόδοξη εκκλησία το 1901. Μαζί με τις ανορθόδοξες δογματικές πεποιθήσεις του, δημιούργησε ένα σύνολο ηθικών αρχών, μία από τις πιο αξιοσημείωτες από τις οποίες ήταν η αυστηρή διδαχή της μη βίας. Ο Τολστόι προσέλκυσε οπαδούς ως θρησκευτικός ηγέτης. Ο ειρηνισμός του αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιδραστικός στον Γκάντι. Συνδύασε την ιδέα του για τον χριστιανισμό με αυστηρά ηθικά ιδεώδη, όπως η αποχή από κάθε κυβερνητική δραστηριότητα, η άρνηση υποσχέσεων και η πλήρης σεξουαλική αποχή. Ωστόσο, τα υψηλά του πρότυπα ήταν απρόσιτα ακόμα και για τον ίδιο.

Ο Τολστόι συνέχισε να γράφει μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα όψιμα έργα του είναι «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς», μια νουβέλα που απεικονίζει με ρεαλισμό την ψυχολογική αναταραχή ενός ανθρώπου που πλησιάζει στο θάνατο και που συνειδητοποιεί ότι η ζωή του έχει πάει χαμένη.

Τα μεταγενέστερα μυθιστορήματα του Τολστόι περιλαμβάνουν ηθικές ιστορίες ή μύθους που απευθύνονταν σε ένα ευρύτερο φάσμα αναγνωστών. Πολλές από αυτές είναι αρκετά βαθυστόχαστες. Ο Τζέημς Τζόυς μάλιστα εξήρε μία από αυτές τις ιστορίες, το «Πόση γη χρειάζεται ένας άνθρωπος», ως «τη μεγαλύτερη ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας».

Στην προσπάθειά του να ξεφύγει προσωρινά από τον κακό του γάμο και τη δυσκολία του να τηρήσει τις αρχές του, ο Τολστόι έκανε ένα ταξίδι το 1910 με την κόρη του Αλεξάνδρα και τον γιατρό του. Ήλπιζε να αποφύγει την αδιάκοπη προσοχή του Τύπου ταξιδεύοντας ινκόγκνιτο, αλλά αυτό δεν επετεύχθη στον βαθμό που το ήθελε. Τελικά, εξαντλημένος από τα ταξίδια, ο Τολστόι σταμάτησε στο Αστάποβο της Ρωσίας, στο σπίτι ενός σταθμάρχη. Εκεί πέθανε από πνευμονία και καρδιακή ανεπάρκεια στις 20 Νοεμβρίου 1910. Κηδεύτηκε στο οικογενειακό του κτήμα.

The grave of Leo Tolstoy is well tended in this 2015 photograph. (<a href="https://commons.wikimedia.org/wiki/User:Velbes">Velbes</a>/<a href="https://creativecommons.org/licenses/by-sa/4.0/deed.en">CC BY-SA 4.0</a>)
Ο τάφος του Λέοντα Τολστόι, 2015. (Velbes/CCBY-SA 4.0)

 

Η ικανότητά του να περιγράφει την ψυχική ζωή των χαρακτήρων με αξιοσημείωτη λεπτομέρεια και ρεαλισμό ήταν απαράμιλλη. Τα έργα που άφησε πίσω του για την ανθρωπότητα συγκαταλέγονται μεταξύ των κορυφαίων λογοτεχνικών μνημείων. Η εσωτερική του ανησυχία τον βοήθησε να μετατρέψει τη ζωή του από μια ζωή ηδονιστικής αναζήτησης σε εκείνη ενός βαθιά πνευματικού ανθρώπου με πίστη στην αυτοσυγκράτηση και ευαισθησία στην ανάγκη της ανθρωπότητας για το υπερβατικό.

Η σιωπή αποκαθιστά το μυαλό και την ψυχή

Ντινγκ! Άλλο ένα γραπτό μήνυμα. Ντριιιν! Μια εισερχόμενη τηλεφωνική κλήση. Μουσική από το ραδιόφωνο. Ο βρυχηθμός ενός αεροσκάφους που περνάει από πάνω μας. Ένα αυτοκίνητο που κορνάρει. Ανησυχητικές ειδήσεις από την τηλεόραση…

Ο κόσμος μας είναι γεμάτος θόρυβο – γρήγορο, κατακερματισμένο, σπασμένο, διακοπτόμενο. Δεχόμαστε επίθεση από ήχους όλες τις ώρες της ημέρας, από τη στιγμή που ξυπνάμε με το τσιριχτό κουδούνισμα του ξυπνητηριού μέχρι που μας παίρνει ο ύπνος με το μουρμουρητό και το τρεμόπαιγμα της τηλεόρασης. Αυτή η αέναη φασαρία καθιστά δύσκολη τη διατήρηση της εσωτερικής μας ηρεμίας.

Ωστόσο, από τους αρχαίους Κινέζους φιλοσόφους και τους μοναχούς του Μεσαίωνα μέχρι τους καθηγητές του ΜΙΤ, πολλοί έχουν κηρύξει τη δύναμη και την αξία της σιωπής.

Οι επιστημονικές μελέτες υποστηρίζουν τις συμβουλές των σοφών: οι έρευνες δείχνουν ότι η σιωπή ωφελεί την υγεία, ρίχνοντας την αρτηριακή πίεση, βελτιώνοντας τη συγκέντρωση, ελαττώνοντας την κορτιζόλη, και ευνοώντας την ανάπτυξη του εγκεφάλου.

«Το πλήθος των λέξεων είναι κουραστικό / σε αντίθεση με το να παραμένεις επικεντρωμένος», έγραφε ο Λάο Τσε στο «Τάο Τε Τσινγκ», γύρω στα 400 π.Χ.

Η σιωπή φέρνει ισορροπία, γαλήνη. Οι χείμαρροι λόγου, ήχων και σκέψεων προκαλούν ανισορροπία και διαταραχή που μόνο η ησυχία και η ηρεμία μπορούν να διορθώσουν.

Στην ψηφιακή εποχή μας, έχουμε ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη από τη σιωπή για να επαναπροσδιοριστούμε. Σε ένα άρθρο για το περιοδικό « Plough », η Στέφανι Μπέννετ επεσήμανε ότι η αύξηση των πληροφοριών που φέρνει η εποχή των μεγάλων δεδομένων επιβαρύνει την ικανότητα επεξεργασίας του εγκεφάλου μας. Αυτό μπορεί να είναι ένας παράγοντας για την αύξηση των επιπέδων άγχους και στρες σήμερα.

Η ζωή μέσα από τα μάτια της σιωπής

Πολύ πριν από την εφεύρεση των μηχανών, μοναχοί όπως ο Άγιος Βενέδικτος της Νουρσίας, γνώριζαν ότι ο πολύς θόρυβος ενοχλεί την ψυχή. Η σιωπή τονίζεται σε όλον τον «Κανόνα» του Αγίου Βενέδικτου, όπου σημειώνει: «Οι μοναχοί πρέπει να καλλιεργούν επιμελώς τη σιωπή ανά πάσα στιγμή, αλλά ιδιαίτερα τη νύχτα». Και: «Ας ακολουθήσουμε τη συμβουλή του Προφήτη: «Είπα: ‘Αποφάσισα να προσέχω τους τρόπους μου, ώστε να μην αμαρτάνω ποτέ με τη γλώσσα μου. Έχω βάλει φρουρά στο στόμα μου. Σιώπησα και ταπεινώθηκα’».

Η πρώτη λέξη του «Κανόνα» του Αγίου Βενέδικτου είναι «Ακούστε» – δηλαδή, να είστε ήσυχοι, ακίνητοι και δεκτικοί σε ό,τι σας προσφέρουν οι άλλοι, ο κόσμος και ο Θεός. Η σιωπή και η προσοχή επιτρέπουν στη δημιουργία να ξεδιπλώσει την ομορφιάς και το μυστήριό της.

Ακόμα και σήμερα, πολλοί άνθρωποι της βενεδικτινής παράδοσης πιστοποιούν ότι η σιωπή τους βοηθάει να έχουν μία βέλτιστη εμπειρία του κόσμου. Συντονίζεται κανείς περισσότερο με τους ρυθμούς της ζωής, του κόσμου και της ίδιας της ύπαρξης. Η Τζόντι Μπλάζεκ Γκερ, η οποία ζει σε μοναστήρι Βενεδικτίνων χωρίς να έχει πάρει τον μοναστικό όρκο, γράφει στο ιστολόγιό της: «Στη σιωπή, μπορούμε να μεταμορφωθούμε. Γινόμαστε πιο προσεκτικοί. Παρατηρούμε τις λεπτομέρειες γύρω μας και παρατηρούμε τι συμβαίνει μέσα μας.»

Η Γκερ θυμάται μια επίσκεψη της σε ένα μοναστήρι στο οποίο ακόμη και στα γεύματα επικρατούσε σιωπή. Περιέγραψε τα εκπληκτικά αποτελέσματα αυτής της πρακτικής: «Καθίσαμε σιωπηλά, γεγονός που όξυνε τις αισθήσεις μου. Η ησυχία και η ακινησία με βοήθησαν να αντιληφθώ πιο πλέρια το χρώμα και τις γεύσεις των συνηθισμένων τροφίμων: μαρούλι, ντομάτες, ψωμί, ζυμαρικά, βούτυρο, γάλα. Ήταν σκέτη έκσταση να κοιτάζω, να αγγίζω και να γεύομαι – να αλληλεπιδρώ με το φαγητό μου. Αυτό το συναίσθημα – η ευαισθησία στα φυσικά, απτά πράγματα – παρέμεινε και όταν παρακολουθούσα τα ψάρια να κολυμπούν στη λίμνη, τις ακρίδες να πηδούν από τον ένα σταθμό του σταυρού στον άλλο, ένα κερί να τρεμοπαίζει. Όλα τα πράγματα έμοιαζαν να έχουν δημιουργηθεί για μένα. Κάθε κίνηση, χρώμα, γεύση και αίσθηση φαινόταν ξεχωριστή, ενώ λίγες ημέρες πριν ήταν συνηθισμένη.»

Μια επιστημονική προοπτική

Η Γκερ δεν είναι η μόνη που παρατηρεί τις συνέπειες της σιωπής. Η Μπέννετ περιγράφει τις αντιδράσεις ορισμένων μαθητών της, όταν τους ανατέθηκε αποχή από τα ηλεκτρονικά μέσα (για 24 ώρες) στην τάξη της. Πολλοί από αυτούς ανέφεραν αισθήματα φόβου και κατάθλιψης, αναδεικνύοντας αόρατες αλυσίδες ψυχολογικής εξάρτησης που τους συνέδεαν με τα τηλέφωνά τους.

Αλλά κάποιοι μαθητές άντεξαν το αρχικό ‘σκοτάδι’, όταν το μπλε φως χάθηκε για λίγο από τη ζωή τους. Σύμφωνα με την Μπέννετ, «κάποιοι είπαν ότι είχαν στιγμές μεγάλης διαύγειας και συνειδητότητας, άλλοι βρήκαν μία σχεδόν εκστατική δημιουργικότητα… Δεν είναι ασυνήθιστο για τους μαθητές να νιώθουν την ανάγκη να προσευχηθούν.»

Η πνευματική διαύγεια που υλοποιείται μέσω της σιωπής και της μοναξιάς έχει μελετηθεί από την καθηγήτρια του ΜΙΤ Σέρρυ Τέρκλ, η οποία πιστεύει ότι η σιωπή αποτελεί ουσιαστικό μέρος της αυτογνωσίας. Με τη σειρά της, η αυτογνωσία ανοίγει το δρόμο για βαθύτερες συνδέσεις και σχέσεις με τους άλλους. Στο βιβλίο της «Διεκδικώντας ξανά τη συνομιλία: Η δύναμη της ομιλίας σε μια ψηφιακή εποχή», η Τέρκλ γράφει: «Χωρίς τη μοναξιά δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε μια σταθερή αίσθηση του εαυτού μας. Ωστόσο, τα παιδιά που μεγαλώνουν την ψηφιακή εποχή έχουν πάντα κάποιο εξωτερικό ερέθισμα.»

Θεωρεί λυπηρό το πώς η συνεχής παρουσία των ψηφιακών μέσων τείνει να γεμίζει οποιεσδήποτε φυσικές περιόδους σιωπής στα σπίτια των περισσότερων ανθρώπων. Ωστόσο, η σιωπή είναι  χρυσός — εν προκειμένω, μια χρυσή ευκαιρία για βαθύτερη σύνδεση και διάδραση μεταξύ των μελών της οικογένειας. Το αποτέλεσμα είναι οι γονείς και τα παιδιά να μην κάνουν συζητήσεις ή να μην μοιράζονται τη σιωπή που δίνει στον καθένα τον χρόνο να ανασύρει από μέσα του μια αστεία ιστορία ή κάτι που τον προβληματίζει.»

Οι προβληματισμοί της Μπέννετ απηχούν τη σκέψη της Τερκλ: «Μέσω [της σιωπής], καταλαβαίνουμε καλύτερα τις σκέψεις και τα κίνητρά μας. Βρίσκουμε τους εαυτούς μας να σχετίζονται πιο συνεκτικά με τον κόσμο μας και τους άλλους. Μπορούμε να αποκτήσουμε μια ισχυρότερη αντίληψη τού τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. […] Ο αδιάκοπος εσωτερικός θόρυβος αντικαθιστά τον χώρο περισυλλογής που χρειάζεται κανείς για να σκεφτεί, να αναλογιστεί, να αναρωτηθεί και να προσευχηθεί.»

Ίσως, όμως, ο αδιάκοπος θόρυβος στην κοινωνία μας να πηγάζει από την επιθυμία μας να ξεφύγουμε από αυτά ακριβώς τα πράγματα: τον στοχασμό, τα ερωτήματα, την προσευχή. Τέτοιες δραστηριότητες φαίνονται αθώες, όμως έχουν τα πιο θαυμαστά αποτελέσματα. Με τον στοχασμό, με το να θέτουμε τα μεγάλα ερωτήματα, επιτελούμε κάποια από τα πιο δύσκολα – και πιο ουσιώδη – ανθρώπινα καθήκοντά μας: Παλεύουμε με τον εαυτό μας, τους φόβους μας, τις αδυναμίες μας, τη θνητότητά μας και το μυστήριο του σύμπαντος.

Η σιωπή είναι τρομακτική, γιατί μας φέρνει αντιμέτωπους με τον εαυτό μας, αλλά και με ζητήματα πολύ μεγαλύτερα από τον εαυτό μας.

Αλλά μόνο αντιμετωπίζοντας τους φόβους μας μπορούμε να αναπτυχθούμε. Μπορούν τα προβλήματα να λυθούν αν το βάζουμε στα πόδια; Μπορούν να αλλάξουν αν πνίγουμε τη φωνή τους στο θόρυβο;

Μερικές φορές, το να περιβάλλουμε τον εαυτό μας με θόρυβο – ηχητικό, οπτικό, ψηφιακό, συναισθηματικό κ.ο.κ. – μπορεί να μας προσφέρει την ψευδαίσθηση της ανακούφισης και της ασφάλειας. Αλλά η ανησυχία παραμένει.

Όπως είπε και ο φιλόσοφος Μπλεζ Πασκάλ : «Όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας προέρχονται από την αδυναμία του ανθρώπου να καθίσει ήσυχα σε ένα δωμάτιο μόνος του.»

 

Τα εκπληκτικά οφέλη του περπατήματος

Ένα αρχαίο δίκτυο μονοπατιών προσκυνητών διατρέχει την Ευρώπη. Συναντιούνται στον τάφο του Αγίου Ιακώβου στη βορειοδυτική Ισπανία, σαν φλέβες που οδηγούν σε μια καρδιά. Αυτοί οι δρόμοι είναι γνωστοί ως Καμίνο ντε Σαντιάγο ή Δρόμος του Αγίου Ιακώβου. Εκατοντάδες χιλιάδες προσκυνητές περπατούν αυτές τις διαδρομές κάθε χρόνο, βαδίζοντας στα χνάρια των οδοιπόρων του παρελθόντος.

Η παράδοση των προσκυνημάτων ξεκίνησε τον ένατο αιώνα. Από τότε, τα μονοπάτια έχουν γνωρίσει τα τραγούδια και τα βήματα αμέτρητων προσκυνητών στο πέρασμα των αιώνων – τόσες ιστορίες ζωής, τόσα ταξίδια, πνευματικά και σωματικά, έχουν διασταυρωθεί στο Καμίνο ντε Σαντιάγο και έχουν κατακάτσει στην ιστορία του δρόμου σαν σκόνη. Οι προσκυνητές του Καμίνο φέρουν ειδικά διαβατήρια τα οποία, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, γεμίζουν με σφραγίδες από ιστορικές τοποθεσίες κατά μήκος των διαδρομών, όπως σφραγίζεται και η μνήμη των οδοιπόρων με πρόσωπα, απόψεις, εμπειρίες και εσωτερικές αποκαλύψεις.

Οι άνθρωποι πηγαίνουν στο Καμίνο για διάφορους λόγους. Κάποιοι το βλέπουν σαν προσωπική πρόκληση. Άλλοι το κάνουν για να αποσυρθούν από την καθημερινότητα και να αποκτήσουν αυτογνωσία ή βαθύτερη αντίληψη. Και μερικοί το κάνουν για τον ίδιο λόγο που το έκαναν και οι προσκυνητές του Μεσαίωνα: πνευματική ανάπτυξη και θρησκευτική κατάνυξη.

The road less traveled: pilgrims on the Camino de Santiago. (Burkard Meyendriesch/Unsplash)
Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος: προσκυνητές στο Καμίνο ντε Σαντιάγο. (Burkard Meyendriesch/Unsplash)

 

Ένα μη θρησκευτικό αμερικανικό αντίστοιχο του Καμίνο είναι το Μονοπάτι των Απαλαχίων, το οποίο διασχίζει 3.540 χλμ. στις ανατολικές ΗΠΑ. Ένας πεζοπόρος, που διέσχισε όλο το μονοπάτι, ο «Μόζι», δήλωσε στην Epoch Times: «Ένας λόγος που πολλοί άνθρωποι κάνουν το μονοπάτι των Απαλαχίων είναι ότι έχουν υποστεί κάποια ήττα και θέλουν να επιτύχουν κάτι. [Η πεζοπορία στο Μονοπάτι των Απαλαχίων] μού χάρισε ένα αίσθημα ολοκλήρωσης που παραμένει.»

Όποια κι αν είναι τα κίνητρα των οδοιπόρων, η διαχρονική δημοτικότητα μονοπατιών όπως το ισπανικό Καμίνο ή το Μονοπάτι των Απαλαχίων αποδεικνύει τη βαθιά ανταμοιβή που μπορεί να προέλθει από κάτι τόσο απλό όσο το περπάτημα. Ακόμα και όσοι δεν έχουν αψηφήσει τα απότομα μονοπάτια του Καμίνο ντε Σαντιάγο ή τις άγριες χαράδρες του Μονοπατιού των Απαλαχίων, πιθανότατα έχουν βιώσει τη θεραπευτική δύναμη του περπατήματος.

Αν σας προβληματίζει μια απόφαση που πρέπει να πάρετε, ένα πρόβλημα ή μια σύγκρουση, κάντε έναν περίπατο. Το φως του ήλιου που διαχέεται μέσα από τα φυλλώματα των δέντρων και τα κελαηδίσματα των πουλιών, σε συνδυασμό με ένα σταθερό βηματισμό, θα απομακρύνουν την ένταση από το κεφάλι σας και θα σας βοηθήσουν να συγκεντρώσετε τις σκέψεις σας. Όταν τελειώσει ο περίπατός σας, θα έχετε κατά πάσα πιθανότητα χαλαρώσει και ό,τι σας βασάνιζε θα φαίνεται πιο διαχειρίσιμο.

Ο Χένρυ Ντέηβιντ Θορώ θεωρούσε το περπάτημα τόσο απαραίτητο για την υγεία του που έγραψε: «Νομίζω ότι δεν μπορώ να διατηρήσω την υγεία και το πνεύμα μου [σε καλή κατάσταση] αν δεν περνάω τέσσερις ώρες την ημέρα τουλάχιστον – και συνήθως είναι περισσότερες από αυτές – περπατώντας στα δάση και τα χωράφια, απολύτως ελεύθερος από όλες τις κοσμικές υποχρεώσεις».

Η επιστημονική έρευνα επιβεβαιώνει την προσωπική αντίληψη του Θορώ για τα οφέλη του περπατήματος. Μελέτες έχουν δείξει ότι το περπάτημα μπορεί να κατευνάσει τη θλίψη, την κατάθλιψη και το άγχος. Μερικές φορές, αρκούν 10 λεπτά περπάτημα για να τονωθεί η διάθεσή σας. Επειδή το περπάτημα αυξάνει τη ροή του οξυγόνου στο σώμα και ενισχύει τα επίπεδα επινεφρίνης και νορεπινεφρίνης, συμβάλλει και στην αύξηση της ενέργειάς σας. Το σταθερό περπάτημα, με την πάροδο του χρόνου, μπορεί επίσης να μειώσει τα επίπεδα κορτιζόλης, μετριάζοντας έτσι τις επιπτώσεις του στρες. Οι ερευνητές έχουν επίσης καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το περπάτημα ενισχύει τη δημιουργικότητα και τη διαύγεια της σκέψης.

Εκτός από την ψυχική υγεία, το περπάτημα ωφελεί και τη φυσική υγεία. Μελέτη του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι που περπατούν ζωηρά για μία ώρα την ημέρα μειώνουν κατά το ήμισυ τις επιπτώσεις των γονιδίων που ευνοούν την παχυσαρκία. Το περπάτημα φαίνεται επίσης να μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού και του πόνου στις αρθρώσεις και να βελτιώνει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Μελέτη διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι που περπατούσαν για τουλάχιστον 20 λεπτά πέντε φορές την εβδομάδα αρρώσταιναν 43% λιγότερο συχνά από εκείνους που ασκούνταν μόνο μία φορά την εβδομάδα.

Ο Μόζι, ο βετεράνος του Μονοπατιού των Απαλαχίων, βίωσε αυτού του είδους την ψυχική και φυσική τόνωση κατά τη διάρκεια της πολύμηνης πεζοπορίας του. Δήλωσε σχετικά στην Epoch Times: «Πάσχω από ημικρανίες. Συνήθως έχω μία ή δύο ημικρανίες το μήνα. Δεν είχα ούτε μία ημικρανία κατά τη διάρκεια των πέντε μηνών που έκανα πεζοπορία. Ξέρετε, υπάρχει σχέση. Υπάρχει ένα είδος, δεν ξέρω, ένα είδος μεταφυσικής σύνδεσης που έχουμε με τη γη [καθώς περπατάμε]».

Το ότι η κάποτε συνηθισμένη πρακτική ενός ήσυχου, διαλογιστικού περιπάτου δεν είναι και τόσο συνηθισμένη σήμερα φαίνεται και από την τάση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για «σιωπηλό περπάτημα». Σιωπηλό περπάτημα σημαίνει απλώς … περπάτημα χωρίς τους ακουστικούς περισπασμούς της μουσικής και των podcast, που είναι πια τόσο συνηθισμένα που η απουσία τους είναι παρατηρήσιμη. Τουλάχιστον αυτή η τάση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι υγιής και φυσική, και προς όφελος μία κοινωνίας με καθαρό μυαλό.

Seniors can often feel a physical or mental boost after taking short walks. (Mladen Mitrinovic/Shutterstock)
Ένας σύντομος περίπατος αρκεί για να αναζωογονήσει τους πιο ηλικιωμένους. (Mladen Mitrinovic/Shutterstock)

 

«Solvitur ambulando – λύνεται με το περπάτημα», είπε ο Άγιος Αυγουστίνος, απαντώντας στο παράδοξο του Ζήνωνα, που υποστήριζε ότι η κίνηση είναι ψευδαίσθηση. Η σκέψη του Ζήνωνα μπορεί να φαίνεται ελκυστική, αλλά η κοινή λογική καταδεικνύει τη ματαιότητα της αφηρημένης συλλογιστικής του. Ξέρουμε ότι η κίνηση είναι πραγματική επειδή μπορούμε να απολαύσουμε έναν περίπατο.

Μία απτή, πραγματική εμπειρία, όπως το περπάτημα, μπορεί μερικές φορές να φέρει περισσότερη σοφία από ατελείωτες υποθετικές υποθέσεις αποκομμένες από την πραγματικότητα. Φυσικά, η φράση του Αγίου Αυγουστίνου ταιριάζει  θαυμάσια και σε όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Μερικές φορές, η πραγματική λύση στα ζητήματα που μας ταλανίζουν είναι να βγούμε έξω για μια βόλτα.

Όπως τα μεγάλα καράβια φέρνουν μεγάλες φουρτούνες, έτσι και τα μεγαλύτερα προβλήματα απαιτούν μεγαλύτερες πορείες – αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι ξεκινούν για μία πορεία πολλών εβδομάδων όπως το Καμίνο, με όλα τα σκαμπανεβάσματα, τις δοκιμασίες και τους θριάμβους του. Κάποιοι θεωρούν το Καμίνο μία μεταφορά για τη ζωή. Ίσως αυτό να είναι το πραγματικό μυστικό της δύναμης του περπατήματος: μάς υπενθυμίζει ότι η ζωή είναι ένα ταξίδι γεμάτο γυρίσματα. Ο ήλιος βγαίνει πάλι μετά τη βροχή και ένα υπέροχο πανόραμα ανταμείβει όσους έχουν κοπιάσει για να  ανέβουν σε μία κορυφή. Και ακόμα, ίσως το πιο σημαντικό από όλα, το περπάτημα μάς υπενθυμίζει τη σημασία τού να προχωράμε βάζοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο.

Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Αριστοτέλη και οι τέσσερις τομείς που χτίζουν χαρακτήρα

Οι ρίζες της εκπαιδευτικής θεωρίας στη Δύση φτάνουν στον Πλάτωνα και τον μαθητή του, Αριστοτέλη, τον τέταρτο αιώνα π.Χ. Αμφότεροι οι αρχαίοι φιλόσοφοι μίλησαν για την εκπαίδευση, δίνοντας ένα γενικό πλαίσιο θεωρίας των σωστών σκοπών και μεθόδων μελέτης.

Στο Βιβλίο Η΄ των«Πολιτικών», ο Αριστοτέλης πρότεινε ένα πρόγραμμα μελέτης για νέους με τέσσερις μόνο θεματικές ενότητες: ανάγνωση και γραφή, ασκήσεις γυμναστικής, μουσική και ζωγραφική. Το πρόγραμμα σπουδών του Αριστοτέλη για μικρούς μαθητές μάς εντυπωσιάζει με την απλότητά του, μια απλότητα που περιέχει ωστόσο μια βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και των σκοπών της εκπαίδευσης.

Για τα σύγχρονα αυτιά, αυτό το πρόγραμμα σπουδών ακούγεται θλιβερά ανεπαρκές. Τι γίνεται με τα μαθηματικά και τις επιστήμες; Τι γίνεται με τις κοινωνικές σπουδές και την ιστορία; Ή το αρχαιοελληνικό αντίστοιχο του προγραμματισμού υπολογιστών (η τεχνολογία ηλιακών ρολογιών, αναμφίβολα);

Ένας μαθητής που μελετούσε μόνο αυτά τα τέσσερα μαθήματα δεν θα άρχιζε καν να εκπαιδεύεται. Ή θα άρχιζε;

Για να δούμε τη σοφία της εκπαιδευτικής συνταγής του Αριστοτέλη, πρέπει να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποίησε κάθε όρο και τη συλλογιστική πίσω από την επιλογή των θεματικών πεδίων. Καθώς διερευνούμε τις θεματικές περιοχές του προγράμματος σπουδών του Αριστοτέλη, είναι χρήσιμο να έχουμε κατά νου το ευρύτερο πλαίσιο της εκπαιδευτικής θεωρίας του.

Όπως σχολίασε η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Λελούδα Στάμου:

«Ο Αριστοτέλης συμφωνεί με τον ορισμό του Πλάτωνα για την κατάλληλη εκπαίδευση ως την εκπαίδευση για να βιώνει κανείς σωστά την ευχαρίστηση ή τον πόνο, που σημαίνει την ανάπτυξη μιας θετικής στάσης προς ό,τι είναι ευγενές και καλό και αποστροφής για ό,τι είναι ανήθικο».

Έχοντας αυτό κατά νου, ας πάρουμε τα θέματα ένα προς ένα.

Ανάγνωση και γραφή

Για τον Αριστοτέλη, ο πρωταρχικός σκοπός της εκπαίδευσης δεν ήταν ωφελιμιστικός. Δεν αφορούσε κυρίως την κατάρτιση για σταδιοδρομία, την πολιτική προετοιμασία ή την απόκτηση δεξιοτήτων για να προχωρήσεις στη ζωή, αν και αναγνώρισε ότι αυτά τα πράγματα είναι επίσης σημαντικά. Αντίθετα, ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι ορισμένα πράγματα πρέπει να μελετώνται απλώς επειδή εξευγενίζουν, τελειοποιούν και εξυψώνουν. Η εκπαίδευση αφορά τη διαμόρφωση του χαρακτήρα.

Στα «Πολιτικά», έγραψε: «Είναι προφανές, λοιπόν, ότι υπάρχει ένα είδος εκπαίδευσης στο οποίο οι γονείς πρέπει να εκπαιδεύουν τους γιους τους, όχι επειδή είναι χρήσιμο ή απαραίτητο, αλλά επειδή είναι φιλελεύθερο και ευγενές».

Ο Αριστοτέλης διέκρινε ξεκάθαρα τα δύο:

«Υπάρχουν κλάδοι μάθησης και εκπαίδευσης που πρέπει να μελετήσουμε απλώς αφιερώνοντας χρόνο σε πνευματική δραστηριότητα, και αυτοί έχουν αξία από μόνοι τους· ενώ εκείνα τα είδη γνώσης που είναι χρήσιμα στις επιχειρήσεις πρέπει να θεωρούνται απαραίτητα και να υπάρχουν για χάρη άλλων πραγμάτων.»

Η μελέτη της ανάγνωσης και της γραφής εμπίπτει και στις δύο κατηγορίες, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Έχει προφανή πρακτική χρήση στις συναλλαγές ή την ενασχόληση με την πολιτική. Αλλά μπορεί επίσης να είναι αυτοσκοπός όταν κάποιος διαβάζει ένα μεγάλο έργο για ευχαρίστηση και μόρφωση, κατευθύνοντας το μυαλό του σε ανώτερα πράγματα μέσω του βιβλίου. Αυτή η ανάγνωση δεν γίνεται για κανέναν άλλο σκοπό εκτός από το αποτέλεσμα μόρφωσης και εξευγενισμού που έχει στον αναγνώστη.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ανάγνωση και η γραφή που είχε στο μυαλό του ο Αριστοτέλης εδώ περιελάμβανε τη μελέτη της ποίησης, σύμφωνα με την Στάμου. Έτσι, το έργο του μαθητή στις γλωσσικές τέχνες περιείχε μια ευφάνταστη και συναισθηματική υφή παράλληλα με τον πρακτικό του σκοπό.

Γυμναστική

Όταν ο Αριστοτέλης χρησιμοποίησε τον όρο «γυμναστική», δεν αναφερόταν σε ένα πρόγραμμα ισορροπίας σε δοκό (ή τουλάχιστον, όχι μόνο αυτό). Ο όρος ήταν πολύ ευρύτερος από αυτό. Όπως εξήγησε η Στάμου: «Γυμναστική εννοεί ένα ολόκληρο σύστημα φυσικής προπόνησης».

Ο εκπαιδευτικός Τζον Σίνιορ επεκτάθηκε σε αυτό, εξηγώντας ότι «γυμναστική» σήμαινε τη διαδικασία με την οποία ένας μαθητής μαθαίνει να χρησιμοποιεί το σώμα του και, μέσω αυτού, έρχεται σε άμεση επαφή με τον κόσμο. Ο Σίνιορ έγραψε ότι παραδοσιακά, στον ελληνικό πολιτισμό, το πρώτο επίπεδο εκπαίδευσης ήταν «μια σθεναρή εκγύμναση του σώματος, σκοπός της οποίας δεν ήταν απλώς η ευχαρίστηση και η υγεία αλλά η όξυνση των αισθήσεων, καθώς η όραση οξύνεται και συντονίζεται από την τοξοβολία».

Παραδόξως, ο Αριστοτέλης πίστευε ότι οι εκπαιδευτικοί πρέπει να επικεντρωθούν σε αυτό το είδος εκπαίδευσης για αρκετά χρόνια πριν εισαγάγουν οτιδήποτε άλλο. Η εκπαίδευση του σώματος και των αισθήσεών του προετοιμάζει τον δρόμο για μελλοντική μάθηση, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και τον Σίνιορ. «Η γυμναστική είναι η πρώτη βάση κάθε μάθησης», έγραψε ο Σίνιορ. Τίποτα δεν έρχεται στο μυαλό αν δεν εισέλθει πρώτα στην αίσθηση της αντίληψης ενός ατόμου. Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι ξεκινάμε σαν άγραφες κόλλες χαρτιού, και η γνώση και η κατανόηση ενσταλάζονται σταδιακά στο μυαλό μας, αρχικά μέσω των αισθήσεων. Μόνο όταν έχουμε δει μερικά δέντρα, για παράδειγμα, μπορούμε να εξαγάγουμε την έννοια του δέντρου και να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πιο αφηρημένα τα δέντρα. Εάν το σώμα και οι αισθήσεις ενός μαθητή δεν είναι καλά εκπαιδευμένα για να αντιλαμβάνονται τον κόσμο και να αλληλεπιδρούν με αυτόν, αυτός ο μαθητής θα στερείται λίγης από την ακατέργαστη εμπειρία αισθήσεων πάνω στην οποία βασίζεται όλη η άλλη μάθηση.

«Τώρα είναι ξεκάθαρο», έγραψε ο Αριστοτέλης, «ότι στην εκπαίδευση η εξάσκηση πρέπει να έρχεται πριν από την θεωρία, και το σώμα να εξασκείται πριν από το μυαλό».

Ζωγραφική

Όπως και η γυμναστική, η ζωγραφική επίσης ακονίζει τις αισθήσεις καθώς απαιτεί προσεκτική παρατήρηση και προσοχή. Ένας καλός καλλιτέχνης πρέπει να κοιτάξει προσεκτικά το θέμα του για να το αποδώσει με ακρίβεια σε χαρτί. Η ζωγραφική βοηθά στην εκπαίδευση της εστίασης, της προσοχής στη λεπτομέρεια, της ικανότητας του μαθητή να βλέπει με οξυδέρκεια τον κόσμο γύρω του, και στον συντονισμό χεριού-ματιού. Ο μαθητής ζωγραφικής αρχίζει να παρατηρεί σχήματα, χρώματα, μορφές και καμπύλες με αυξημένη προσοχή.

Ο Αριστοτέλης πίστευε ακόμη ότι η ζωγραφική μπορεί να συντονίσει την ψυχή ενός μαθητή στο ύψος της ομορφιάς του κόσμου. Για παράδειγμα, είχε γράψει ότι η ζωγραφική «κάνει [τους μαθητές] να κρίνουν την ομορφιά της ανθρώπινης μορφής». Έτσι, η ζωγραφική εισάγει μια βασική εκπαίδευση στην αισθητική, στο πρόγραμμα σπουδών.

Μουσική

Όπου η γυμναστική αναπτύσσει το σώμα και τις αισθήσεις ενός μαθητή, τα άλλα τρία — ανάγνωση/γραφή, μουσική και ζωγραφική — εκπαιδεύουν τα συναισθήματα, τη φαντασία και τη διάνοια του μαθητή. Στην εξήγησή του για τα ακαδημαϊκά θέματα, ο Αριστοτέλης αφιέρωσε τον περισσότερο χρόνο εξηγώντας τον ρόλο της μουσικής και πώς αυτή δρα στο μυαλό και την καρδιά του μαθητή. Γι’ αυτόν, η μουσική παρείχε το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα ενός θέματος που μελετήθηκε απλώς επειδή αξίζει — λόγω του τρόπου με τον οποίο τελειοποιεί τον μαθητή.

Στην ανάλυσή του, ο Αριστοτέλης υπενθύμισε πρώτα στον αναγνώστη του το απόλυτο εκπαιδευτικό έπαθλο: ένα μυαλό και μια καρδιά που σχηματίζονται μέσω αρετής.

«Η αρετή συνίσταται στο να χαιρόμαστε, να αγαπάμε και να μισούμε σωστά», έγραψε, προσθέτοντας, «δεν υπάρχει ξεκάθαρα τίποτα που να μας ενδιαφέρει τόσο πολύ να αποκτήσουμε και να καλλιεργήσουμε όσο η δύναμη να σχηματίζουμε ορθές κρίσεις και να απολαμβάνουμε την ευχαρίστηση με καλή διάθεση και ευγενικές πράξεις».

Με αυτό ως δεδομένο, ο Αριστοτέλης συνέχισε να εξηγεί τη δύναμη της μουσικής να κάνει ακριβώς αυτό. Η συναισθηματική της έλξη τής επιτρέπει να διαμορφώνει συναισθήματα και να διαμορφώνει χαρακτήρα σύμφωνα με τον σωστό σκοπό:

«Ο ρυθμός και η μελωδία παρέχουν μιμήσεις θυμού και πραότητας, αλλά και θάρρους και εγκράτειας, και όλων των αντίθετων ιδιοτήτων, και άλλων ιδιοτήτων του χαρακτήρα, που δύσκολα υπολείπονται των πραγματικών αισθημάτων, όπως γνωρίζουμε από τη δική μας εμπειρία, γιατί ακούγοντας τέτοια βάσανα η ψυχή μας υφίσταται μια αλλαγή.

»Η συνήθεια να νιώθουμε ευχαρίστηση ή πόνο απλώς από αναπαραστάσεις δεν είναι πολύ μακριά από τα ίδια αισθήματα για πραγματικότητες.»

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ελεγχόμενη, καθοδηγούμενη συναισθηματική διέγερση που προκαλείται από τη μουσική μπορεί να εκπαιδεύσει τα συναισθήματα ενός μαθητή ώστε να ανταποκρίνονται κατάλληλα στις χαρές και τις λύπες που συναντά στην πραγματική ζωή.

Ελεύθερος χρόνος

Συνοψίζοντας, ο Αριστοτέλης είδε μια σαφή δομή στην εκπαίδευση των παιδιών. Η εκπαίδευση βασίζεται στο σωματικό, ασχολείται με το συναισθηματικό και προοδεύει σταδιακά προς το λογικό. Η Στάμου ανακεφαλαιώνει: «Η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να ξεκινήσει με την εκπαίδευση του σώματος, να προχωρήσει στην εκγύμναση της όρεξης (επιθυμία για το ευγενές) και να κορυφωθεί στην εκπαίδευση της λογικής».

«Το να αναζητάς πάντα το χρήσιμο δεν κάνει ελεύθερες και εξυψωμένες ψυχές», υποστήριξε ο Αριστοτέλης. Το χρήσιμο, το ρεαλιστικό, το χρηματικό — όλα αυτά επιδιώκονται για χάρη κάτι άλλου. Αυτό το κάτι άλλο, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ο ελεύθερος χρόνος, τον οποίο υποστήριξε ότι μπορούσε να απολαύσει πλήρως μόνο ένας ενάρετος άνθρωπος. Ο Αριστοτέλης οραματίστηκε ξεκάθαρα μια κατηγορία σπουδών που ξεπερνούν τα πρακτικά, με στόχο να διαμορφώσουν τους μαθητές με αρετή και να τους προετοιμάσουν για την πλήρη εμπειρία του αληθινού ελεύθερου χρόνου.

Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι ο ελεύθερος χρόνος και η απόλαυση δεν ήταν απλώς θέμα διασκέδασης ή αναψυχής, αλλά αντίθετα μια βαθιά και στοχαστική συνάντηση με την καλοσύνη της ίδιας της πραγματικότητας.

Μαθήματα ζωής από τον «Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς»

«Η ιστορία της ζωής του Ιβάν Ιλίτς ήταν η πιο απλή και συνηθισμένη, και η πιο τρομερή.»

Αυτά τα λόγια από τη νουβέλα του Λέοντος Τολστόι «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» του 1886 ξεπηδούν από τη σελίδα. Τι μπορεί να είναι τόσο τρομερό σε μια απλή και συνηθισμένη ζωή; Τι εννοεί ο Τολστόι με αυτή την αινιγματική φράση; Δεν είναι γνωστό ότι μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Τολστόι εξυμνούν την ομορφιά μιας συνηθισμένης ζωής;

Αυτό εξαρτάται από το τι εννοούμε με τη λέξη «συνηθισμένη». Η ζωή του Ιβάν Ιλίτς είναι συνηθισμένη με την έννοια ότι είναι μη αυθεντική, παραγωγική και ρηχή. Ζει μια ζωή παραδομένη στις απόψεις και τις συμβάσεις της κοινωνίας – μιας κοινωνίας που έχει εμμονή με το τετριμμένο και το τεχνητό, με τη ματαιοδοξία και την άνεση. Ο Ιβάν Ιλίτς ζει με τα πιο πιεστικά ερωτήματα στη ζωή του, αν θα λάβει την αναμενόμενη προαγωγή και αν οι καλεσμένοι του θα εντυπωσιαστούν από το σαλόνι του. Σπαταλάει τη ζωή του μέχρι που τον σταματά το ξαφνικό φάσμα της θνητότητάς του.

Σε αυτό το έργο, ο Τολστόι έθεσε στον εαυτό του ένα συναρπαστικό ερώτημα: Τι συμβαίνει σε έναν άνθρωπο που έχει ζήσει μια ζωή καθοδηγούμενος εξ ολοκλήρου από τις επιταγές της υψηλής κοινωνίας, που έχει κάνει τα πάντα απολύτως σωστά, που έχει επιτύχει κάθε κοσμική επιτυχία και άνεση, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι πεθαίνει και ότι η ζωή του ήταν χωρίς νόημα;

ZoomInImage
Λεπτομέρεια από το πορτρέτο του Λέοντος Τολστόι από τον Νικολάι Γκε, 1882. (Public Domain)

 

Η νουβέλα του Τολστόι είναι ένα έντονο, συμπιεσμένο όραμα μιας ζωής ιδωμένης από την οπτική γωνία του θανάτου. Μέσα από τη διαυγή πρόζα, τη συμπυκνωμένη συγκίνηση και τη συντομία του έργου, ο Τολστόι επιβάλλει στον αναγνώστη να συγκεντρώσει την προσοχή του στην πραγματικότητα της ζωής και του θανάτου, στο τι σημαίνει να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά – ακριβώς σε αυτά τα ερωτήματα που ο Ιβάν Ιλίτς αγνοούσε όλη του τη ζωή.

Μια κοσμική ζωή

Η νουβέλα αρχίζει με τον πρωταγωνιστή ήδη νεκρό. Μαθαίνουμε για τον θάνατό του από τους συναδέλφους του στη δουλειά, οι οποίοι τον βλέπουν κυρίως μέσα τη σημασία που έχει για την επαγγελματική τους ανέλιξη. Έτσι, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο Τολστόι θέτει το θέμα των ασήμαντων ενασχολήσεων της κοινωνίας: την επιδίωξη μίας προαγωγής, τη συσσώρευση χρημάτων, την επίδειξη στους γείτονες, την ηδονή των απολαύσεων, τη διατήρηση των προσχημάτων.

Η θλίψη των συναδέλφων για τον θάνατο του «φίλου» τους είναι εντελώς ψεύτικη – όπως, άλλωστε, σχεδόν τα πάντα στη ζωή τους. Με αυτόν τον τρόπο, χρησιμεύουν ως αντιπρόσωποι του Ιβάν Ιλίτς. Μέσα από την εγωιστική και επιφανειακή αντίδρασή τους στο θάνατό του, αντανακλούν στον νεκρό τις αξίες με τις οποίες ζούσε. Τα πρώτα τμήματα της ιστορίας διαβάζονται σχεδόν σαν σάτιρα, καθώς ο Τολστόι εκθέτει ανελέητα την ψευτιά της κοινωνικής σφαίρας στην οποία κινούνταν ο ήρωας όταν ήταν ζωντανός.

Ύστερα, ο Τολστόι αφηγείται την ιστορία της ζωής του Ιβάν Ιλίτς, από τα νεανικά του χρόνια, όταν κέρδιζε φίλους και κύρος με τη γοητευτική, χαλαρή του φύση. Μαζί με τον συγγραφέα, ακολουθούμε τα βήματά του στη νομική σχολή και τον παρακολουθούμε να ανεβαίνει στις βαθμίδες του ρωσικού νομικού συστήματος, ενώ διασκεδάζει με το ποτό, το χαρτοπαίγνιο και τις ερωτοτροπίες.

Οδηγός του Ιλίτς δεν είναι η αρετή ή τα υψηλά ιδανικά, αλλά η συμπεριφορά των «υψηλά ιστάμενων ανθρώπων». Η κοινή γνώμη είναι η πυξίδα του. «Στη νομική σχολή είχε διαπράξει πράξεις που του είχαν προηγουμένως φανεί πολύ κακές και του είχαν εμπνεύσει ένα αίσθημα αυτοαποστροφής τη στιγμή που τις διέπραξε – αλλά στη συνέχεια, βλέποντας ότι τέτοιες πράξεις διαπράττονταν και από ανθρώπους με υψηλή θέση και δεν θεωρούνταν κακές, χωρίς να τις θεωρεί πραγματικά καλές, τις ξέχασε εντελώς και σταμάτησε να προβληματίζεται.»

ZoomInImage
Ουίλλιαμ Χηθ, «Ένας Ρώσος δανδής», 1818. Ινστιτούτο Τέχνης Σικάγο. (Public Domain)

 

Ο Ιβάν Ιλίτς διασκεδάζει με μια νεαρή γυναίκα, την Πρασκόβια Φιοντόροβνα, χωρίς να σκέφτεται ότι εκείνη μπορεί να τον ερωτευτεί – πράγμα που όντως συμβαίνει. Με χαρακτηριστική επιπολαιότητα, αποφασίζει ότι μπορεί κάλλιστα να την παντρευτεί, παρόλο που η σχέση τους δεν έχει ουσία. Σύντομα όμως διαπιστώνει ότι ο γάμος παρεμβαίνει στον τρόπο που πιστεύει ότι πρέπει να είναι η ζωή: «εύκολη, ευχάριστη, χαρούμενη και πάντα αξιοπρεπής και εγκεκριμένη από την κοινωνία».

Όπως είναι αναμενόμενο, ο γάμος του Ιλίτς παραπαίει, καθώς παραμελεί τις ευθύνες του συζύγου και του πατέρα. Η σχέση του Ιλίτς και της συζύγου του επιδεινώνεται σε σημείο ελάχιστα κεκαλυμμένης εχθρότητας, ακόμη και μίσους.

Παρ’ όλα αυτά, τα πράγματα συνεχίζονται αρκετά ευχάριστα, όσο ο Ιβάν Ιλίτς βρίσκει τρόπους να αποφεύγει τη γυναίκα του και να προστατεύει τον προσεκτικά κατασκευασμένο τρόπο ζωής του, που χαρακτηρίζεται από ευχαρίστηση, άνεση και αξιοπρέπεια. «Οι επίσημες χαρές ήταν οι χαρές της αυτοεκτίμησης – οι κοινωνικές χαρές ήταν οι χαρές της ματαιοδοξίας – αλλά η πραγματική χαρά του Ιβάν Ιλίτς βρισκόταν στο χαρτοπαίγνιο.»

Από μία άποψη, τα έχει όλα: εξουσία, χρήματα, σεβαστή θέση, σύζυγο, παιδιά. Αλλά από μία άλλη οπτική γωνία, δεν έχει τίποτα, γιατί η εγωκεντρική του ζωή στερείται νοήματος. Ο Τολστόι στήνει αριστοτεχνικά αυτή τη διπλή προοπτική, προετοιμάζοντάς μας για τον απολογισμό που ξέρουμε ότι θα έρθει.

Η κατάρρευση του οικοδομήματος 

Οι ρωγμές στην ιδανική ζωή του Ιλίτς αρχίζουν να φαίνονται. Η επιφανειακή του ζωή αρχίζει να τον κουράζει, καθώς βιώνει το κενό της ύπαρξής του: «Ο Ιβάν Ιλίτς ένιωσε για πρώτη φορά όχι απλώς πλήξη, αλλά μια αφόρητη αγωνία».

Στη συνέχεια, η ψευδαίσθηση του ελέγχου της ζωής του καταρρέει όταν αρχίζει να υποφέρει από μια μυστηριώδη ασθένεια. Ο προσεκτικά διατηρούμενος τρόπος ζωής του, η «ευχάριστη ζωή», αρχίζει να χάνεται σιγά-σιγά, αφήνοντάς τον οξύθυμο και φοβισμένο. Τελικά, γίνεται σαφές ότι πεθαίνει και ο προσεκτικά κατασκευασμένος κόσμος της άνεσής του αποδεικνύεται ότι είναι φτιαγμένος από άμμο.

Σιγά-σιγά, η ασθένεια του Ιβάν Ιλίτς, του αφαιρεί τις ανέσεις και τις απολαύσεις του – και μαζί με αυτές, το επίχρισμα της αξιοπρέπειας και της καλοσύνης που διατηρούσε τόσα χρόνια. «Ήταν αδύνατο να εξαπατήσει τον εαυτό του: κάτι φοβερό, καινούργιο και τόσο σημαντικό, που τίποτα πιο σημαντικό δεν είχε συμβεί ποτέ στη ζωή του, συντελούνταν στον Ιβάν Ιλίτς». Αυτές οι λέξεις έχουν τόσο κυριολεκτικό όσο και μεταφορικό νόημα: κυριολεκτικά, μια παράξενη ασθένεια κατατρώει τον Ιβάν Ιλίτς, ενώ μεταφορικά, μια μεγάλη πνευματική μεταμόρφωση βρίσκεται σε εξέλιξη μέσα του.

Το πρόβλημα του Ιβάν Ιλίτς είναι ότι έχει ζήσει όλη του τη ζωή σαν να μην πρόκειται ποτέ να πεθάνει, σαν οι μικρές απολαύσεις ενός χορού ή ενός δείπνου ή της χαρτοπαιξίας να μην τελειώνουν ποτέ, και σαν η ψυχή του ανθρώπου να μπορεί να συντηρηθεί μόνο από την ευχαρίστηση και το κέρδος. Όταν όλα αυτά χάνονται, ο Ιβάν Ιλίτς αναγκάζεται να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα της θνητότητάς του, μπροστά στην οποία όλες οι προηγούμενες αναζητήσεις του αποδεικνύονται εύθραυστα δοχεία ευτυχίας και νοήματος.

Σε αυτό το σημείο, ο Ιβάν Ιλίτς βιώνει μια βαθιά απομόνωση. «Έπρεπε να ζήσει μόνος του στο χείλος της καταστροφής, έτσι, χωρίς ούτε έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να τον καταλάβει και να τον λυπηθεί». Θερίζει αυτό που έσπειρε: επειδή δεν επένδυσε ποτέ σε καμία ανθρώπινη σχέση όταν ήταν καλά και δεν έδωσε ποτέ ιδιαίτερη σημασία σε κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό του, τώρα που είναι άρρωστος βρίσκεται μόνος του. Στον τεχνητό κόσμο που έφτιαξε για τον εαυτό του, ακόμη και ο οίκτος των άλλων αποδεικνύεται ως επί το πλείστον τεχνητός. Ο Ιβάν Ιλίτς αρχίζει να βασανίζεται από τα ψέματα που τον περιβάλλουν, ιδιαίτερα από το ψέμα ότι θα γίνει καλά, το οποίο όλοι προσποιούνται ότι πιστεύουν.

Η κοινή γνώμη και η αξιοπρέπεια αποδεικνύονται σκληροί και αχάριστοι αφέντες για τον Ιβάν Ιλίτς. Η ανέντιμη συμπεριφορά των άλλων κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα. Ο Τολστόι γράφει: «Η φοβερή, τρομερή πράξη του θανάτου του, όπως έβλεπε, υποβιβαζόταν από όλους τους γύρω του στο επίπεδο μιας τυχαίας δυσάρεστης κατάστασης, εν μέρει μιας απρέπειας (κάτι σαν να αντιμετωπίζεις έναν άνθρωπο που μπαίνει στο σαλόνι σκορπίζοντας άσχημη μυρωδιά), στο όνομα αυτής ακριβώς της ‘αξιοπρέπειας’ που υπηρετούσε σε όλη του τη ζωή –  έβλεπε ότι κανείς δεν θα τον λυπόταν, γιατί κανείς δεν ήθελε καν να καταλάβει την κατάστασή του.»

Η ζωογόνος ανάσα της τελευταίας στιγμής

ZoomInImage
Λάντισλαβ Μεντνιάνσκι, «Ο θάνατος του γέρου, ο θάνατος του πατέρα του ζωγράφου». Εθνική Πινακοθήκη της Σλοβακίας. (Public Domain)

 

Ωστόσο, υπάρχει μια εξαίρεση. Ένας νεαρός υπηρέτης, ο Γκεράσιμ, ο οποίος τον φροντίζει και είναι «πάντα χαρούμενος, φωτεινός». Όμως, παρά την ευθυκρισία του, ο Γκεράσιμ δεν συμμερίζεται τη γενική ανεντιμότητα σχετικά με την κατάσταση του Ιβάν Ιλίτς. Το έντιμο, αυθεντικό παλικάρι της επαρχίας, αντιπαραβάλλεται με τους γιατρούς, τους δικηγόρους και τις κυρίες της υψηλής κοινωνίας, που δεν παύουν να υποκρίνονται. Ο Γκεράσιµ δεν προσποιείται ότι ο αφέντης του δεν πεθαίνει, αλλά αντίθετα τον φροντίζει µε γνήσιο ενδιαφέρον, γενναιοδωρία, καλοσύνη και συµπόνια. Ο Γκεράσιμ είναι ο πρώτος ανιδιοτελής χαρακτήρας που συναντάμε στην ιστορία.

Η καλοσύνη του Γκεράσιμ, εμπνέει μια αμοιβαία αντίδραση στον Ιβάν Ιλίτς. Για πρώτη φορά σκέφτεται κάποιον άλλον: «Υποθέτω ότι αυτό πρέπει να είναι δυσάρεστο για σένα. Με συγχωρείς. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς», λέει στον υπηρέτη που πρέπει να βοηθήσει τον κύριό του ακόμη και σε βασικές καθημερινές λειτουργίες. Αυτό σηματοδοτεί ένα κρίσιμο σημείο καμπής στην πορεία του χαρακτήρα του Ιβάν Ιλίτς. Αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι, αν και ο Γκεράσιμ είναι ένα τίποτα με βάση τα κοινωνικά πρότυπα, η ανιδιοτέλειά του τον έχει οδηγήσει σε μια πολύ πιο ουσιαστική ζωή από εκείνη του Ιβάν Ιλίτς.

Ο Ιβάν Ιλίτς αναλογίζεται τη ζωή του. Για ένα διάστημα, συνεχίζει να επιμένει ότι έζησε όπως έπρεπε. Αλλά τελικά παραδέχεται την αλήθεια: «Όλα όσα  έμοιαζαν με χαρές, έλιωσαν και μετατράπηκαν σε κάτι άχρηστο και συχνά άθλιο». Συνειδητοποιεί ότι «όσο ανέβαινα στην κοινή γνώμη τόσο ακριβώς γλιστρούσε η ζωή κάτω από τα πόδια μου».

Παραδέχεται ότι σπατάλησε τη ζωή του. Ταυτόχρονα, μια εσωτερική φωνή του λέει ότι δεν είναι πολύ αργά για να διορθώσει τα πράγματα. Στις τελευταίες του στιγμές, ο Ιλίτς στρέφεται τελικά προς τα έξω, προς τους άλλους. Λυπάται τον γιο του και ακόμη και τη γυναίκα του. «Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τον γιο του. Τον λυπήθηκε. Η γυναίκα του ήρθε κοντά του. Την κοίταξε. Τον κοίταζε με απελπισμένη έκφραση, με ανοιχτό το στόμα και δάκρυα στα μάγουλά της. Τη λυπήθηκε». Ζήτησε τη συγχώρεσή τους. Και μέσα από αυτό, το φως εισέβαλε ξαφνικά στο σκοτάδι.

Με αυτό το δυνατό συμπέρασμα, ο Τολστόι μάς υπενθυμίζει ότι τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής δεν αφορούν την επίτευξη της φήμης ή του πλούτου, τις απολαύσεις και τη φήμη, αλλά αντίθετα διαδραματίζονται στην ψυχή ενός άνδρα ή μιας γυναίκας και έχουν να κάνουν με την απάντηση στο ερώτημα: Θα ζήσω για τον εαυτό μου ή για τους άλλους;

Ξαναβρίσκοντας την παιδική ηλικία με τις «Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ»

Όσο είμαστε παιδιά, η ενηλικίωση φαντάζει απίστευτα μακρινή, μια αιωνιότητα μακριά. Αλλά όταν φτάσουμε στην ενηλικίωση, συνειδητοποιούμε πόσο γρήγορα ξεθωριάζει η παιδική ηλικία – πιο γρήγορα κι από τα φύλλα το φθινόπωρο. Τα μακρά χρυσά απογεύματα που περνούν στο παιχνίδι με λίγες ευθύνες και πολλές ευκαιρίες, όπου το μέλλον είναι ένα κουτί με θησαυρούς που δεν έχει ανοιχτεί – όλη αυτή η δόξα της παιδικής ηλικίας εξαφανίζεται πριν το καταλάβουν.

Ωστόσο, στη μνήμη και στη λογοτεχνία, η νιότη διατηρείται και μπορεί να ξαναβρεθεί. Η εκ νέου ανακάλυψη της παιδικής ηλικίας μπορεί να είναι για τους ενήλικες τόσο αναζωογονητική όσο κι ένα κρύο ποτήρι νερό το καλοκαίρι. Είναι μία ευκαιρία να θυμηθούμε έναν απλούστερο τρόπο ζωής – μιας ζωής γεμάτης ζωντάνια και ελπίδα και περιπέτειας.

Η παιδικότητα υπάρχει παρά τον καθημερινό μόχθο. Είναι η αφύπνιση ενός μέρους της ανθρώπινης ψυχής που δεν είναι δεμένο με την αγγαρεία της εργασίας και την τυραννία της παραγωγικότητας, εκεί όπου το παιχνίδι δεν γίνεται με κάποιον σκοπό αλλά για χάρη του ίδιου του παιχνιδιού, ανοίγοντας τον δρόμο για σημαντικές δραστηριότητες της ενήλικης ζωής: τη συνομιλία, το τραγούδι, τον χορό, τη ζωγραφική, το διάβασμα, την παρατήρηση, τον στοχασμό, την περιπλάνηση και την αγάπη.

American Folklore Issue: "Tom Sawyer," 8-cent, 1972 U.S. stamp. (Public Domain)
«Τομ Σόγιερ», γραμματόσημο 8 λεπτών. Έκδοση αμερικανικής λαογραφίας, 1972. (Public Domain)

 

Η νοσταλγία για την παιδική ηλικία

Ένα κλασικό έργο που μεταφέρει τους αναγνώστες στην παιδική ηλικία είναι το μυθιστόρημα του Μαρκ Τουέιν «Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ» (1876). Αν και γενικά θεωρείται παιδικό βιβλίο, προσφέρει πολλά στους ενήλικες. Όπως σχολίασε ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο: «Αν και το βιβλίο μου προορίζεται κυρίως για την ψυχαγωγία αγοριών και κοριτσιών, ελπίζω ότι δεν θα το αποφύγουν οι άνδρες και οι γυναίκες γι’ αυτόν τον λόγο, γιατί μέρος του σχεδίου μου ήταν να προσπαθήσω να θυμίσω ευχάριστα στους ενήλικες τι ήταν κάποτε οι ίδιοι και πώς ένιωθαν, πώς σκέφτονταν και πώς μιλούσαν, και σε τι παράξενες επιχειρήσεις ενίοτε επιδίδονταν».

Σε μια επιστολή του 1875, ο Τουέιν λέει ξεκάθαρα για ποιους προορίζεται στην πραγματικότητα το βιβλίο του: «Δεν είναι καθόλου βιβλίο για αγόρια. Θα διαβαστεί μόνο από ενήλικες. Είναι γραμμένο μόνο για ενήλικες». Ο Τουέιν δεν είναι απόλυτα σίγουρος τι ελπίζει να εμπνεύσει στους ενήλικες αναγνώστες, αλλά φαίνεται να πίστευε ότι η απλή πράξη της ανάμνησης της παιδικής ηλικίας – το πώς είναι να είσαι παιδί – είναι από μόνη της ένα αξιόλογο εγχείρημα.

Ο κριτικός λογοτεχνίας Νασρουλάχ Μαμπρόλ ερμηνεύει το σχόλιο του Τουέιν ως εξής: «Η ουσία της παιδικής ηλικίας μπορεί να απολαυσθεί μόνο εκ των υστέρων, μόνο αφού κάποιος την έχει περάσει και μπορεί να την αναπολήσει». Η βαριά αύρα νοσταλγίας του μυθιστορήματος, τόσο βαριά όσο μια υγρή καλοκαιρινή μέρα, προκαλεί μια ατμόσφαιρα αναπόλησης που μόνο οι ενήλικες μπορούν πραγματικά να εκτιμήσουν.

Μια εποχή για να θυμάσαι

Λίγα μυθιστορήματα έχουν αποτυπώσει καλύτερα την παιδική ηλικία των αγοριών του παλιού καιρού από τον «Τομ Σόγιερ». Το επεισοδιακό μυθιστόρημα παρακολουθεί τις ακροβασίες, τα καμώματα και τις περιπέτειες ενός δωδεκάχρονου αγοριού που μεγαλώνει στην Αγία Πετρούπολη του Μιζούρι, κατά μήκος των όχθεων και των αμμουδιών  του γερο-Μισσισιπή, ακολουθώντας τον μικρό από τις κοπάνες από το σχολείο μέχρι το νεανικό ξεμυάλισμα και την αναζήτηση ενός θαμμένου θησαυρού. Ο Τουέιν πλέκει πολλά και ποικίλα επεισόδια σε ένα ενιαίο μωσαϊκό, που απεικονίζει την ουσία της παιδικής ηλικίας, συμπεριλαμβανομένων των αταξιών, των φόβων, των ελπίδων και των θριάμβων της. Το βιβλίο είναι εμβληματικό για το τι σημαίνει – ή τουλάχιστον, τι σήμαινε κάποτε – να είσαι αγόρι στην Αμερική. Η απλή, ξεκάθαρη πρόζα του μυθιστορήματος ενισχύει αυτό το θέμα.

Τα επεισόδια του μυθιστορήματος περιλαμβάνουν τη διάσημη σκηνή του βαψίματος του φράχτη, όπου ο Τομ καταφέρνει να πείσει τους φίλους του να αναλάβουν μια βαρετή αγγαρεία γι’ αυτόν, τσιγκλίζοντας την επιθυμία τους να αποκτήσουν αυτό που τους στερούν. Ξεγελάει τόσο τους συνομηλίκους του όσο και τους ενηλίκους, όπως η θεία του η Πόλι, με πολύ επιδέξιους χειρισμούς της κάθε αδυναμίας τους. Το θέμα της αφήγησης μπορεί να είναι ελαφρύ και παιδικό, αλλά οι παρατηρήσεις του συγγραφέα για την ανθρώπινη φύση είναι διεισδυτικές και οικουμενικές, και ισχύουν τόσο για τους ενήλικες όσο και για τα παιδιά.

Σε ένα άλλο επεισόδιο, ο Τομ και οι φίλοι του το σκάνε για να γίνουν πειρατές και κατασκηνώνουν σε ένα νησί στον ποταμό Μισσισιπή. Η εξαφάνισή τους κάνει τους ενηλίκους να τους αναζητούν αγωνιωδώς, πεπεισμένοι για τον θάνατό τους. Εδώ, η αντίθεση ανάμεσα στην ανέμελη, αν και σκανταλιάρικη, παιδικότητα και στον φροντισμένο, αλλά και πιο υπεύθυνο, κόσμο των ενηλίκων είναι ζωηρή.

Few boys had as many adventures as Mark Twain's Tom Sawyer. First edition frontispiece, 1876, from "The Adventures of Tom Sawyer." Library of Congress Prints and Photographs Division. (Public Domain)
Λίγα αγόρια είχαν τόσες περιπέτειες όσες ο Τομ Σόγιερ του Μαρκ Τουέιν. Εικονογράφηση από την πρώτη έκδοση (1876) των «Περιπετειών του Τομ Σόγιερ». Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, Τμήμα Εκτυπώσεων και Φωτογραφιών. (Public Domain)

 

Το γεγονός ότι τα αγόρια δεν εμποδίζονται αμέσως να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους και ότι έχουν την τεχνογνωσία να φτάσουν στο νησί και να στήσουν κατασκήνωση, είναι ενδεικτικό της μεγαλύτερης ανεξαρτησία που απολάμβαναν οι προηγούμενες γενιές παιδιών.

Αν και η πειρατική εμπειρία τελειώνει αρκετά γρήγορα, έχοντας όμως προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στους ενήλικες, εξακολουθεί να λάμπει με μια γοητεία και φυσικότητα που είναι σχεδόν άγνωστη σε πολλά παιδιά σήμερα. Τα παιδιά δεν έχουν ούτε τη δυνατότητα ούτε το ενδιαφέρον να τρέχουν στο δάσος. Αυτό το επεισόδιο δίνει ένα παράδειγμα του είδους της ωμής και άμεσης επαφής με τον κόσμο που κάποτε ήταν φυσιολογικό. Τέτοιες εμπειρίες ενστάλαζαν δύναμη και ικανότητα στα αγόρια και έναν πλούτο πραγματικών εμπειριών από τις οποίες μπορούσαν να αντλήσουν ακόμη και στην ενήλικη ζωή τους.

Όταν ο κόσμος των μεγάλων εισβάλλει

Η παιδική ηλικία έχει βέβαια και τις σκοτεινές της μέρες και το έργο του Τουέιν δεν τις αποφεύγει. Είναι νόμος της ζωής ότι ο κόσμος των ενηλίκων εισβάλλει κατά καιρούς στον κόσμο των παιδιών. Το κάνει όλο και πιο συχνά όσο το παιδί μεγαλώνει, ώσπου τελικά ο κόσμος της παιδικής ηλικίας μένει εντελώς πίσω, απρόσιτος σαν ένα έρημο νησί. Οι συναντήσεις των αγοριών με τους νεκροθάφτες και τον Ινδιάνο Τζο έχουν αυτή τη λειτουργία στο μυθιστόρημα – ο Τουέιν  υπαινίσσεται ότι η παιδική ευδαιμονία δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα – η αθωότητα θα χαθεί σταδιακά. Σε αυτό, υπάρχει ίσως μια τραγική χροιά στο βιβλίο. Η ενηλικίωση θα συμβεί – το κακό πρέπει να αντιμετωπιστεί. Αυτό είναι απαραίτητο, όσο επώδυνο και αν είναι.

An illustration from the 1876 edition "The Adventures of Tom Sawyer." (PD-US)
«Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ» – Εικονογράφηση από την έκδοση του 1876. (PD-US)

 

Ο Τομ επιδεικνύει κάποια ωρίμανση κατά τη διάρκεια του βιβλίου, φυσικά. Στο τέλος, καταφέρνει να συνδυάσει το αγορίστικο του κέφι, την αίσθηση της περιπέτειας, της ζωτικότητας και της εξυπνάδας του με μια πιο ενήλικη αίσθηση ευθύνης και θάρρους: βάζει τα δυνατά του για να φροντίσει ένα κορίτσι, την Μπέκυ, όταν χάνονται μαζί σε ένα δίκτυο σπηλαίων. Είναι αυτή η ισορροπία ανάμεσα στο αγορίστικο θάρρος και την ευθύνη των ενηλίκων που τον βοηθά να νικήσει τον Ιντζούν Τζο.

Το τέλος του μυθιστορήματος μπορεί να διαβαστεί αλληγορικά ως ο θρίαμβος της παιδικής ηλικίας έναντι της ενηλικίωσης. Ο Ιντζούν Τζο ηττάται και ο θησαυρός που κυνηγούσε ο Τομ ανακτάται. Δηλαδή, ο Τομ έχει αποκρούσει αρκετά τον κόσμο των ενηλίκων, ώστε να μπορεί να παραμείνει αγόρι για την ώρα. Παρά την ωρίμανση, ο Τομ παραμένει εντελώς αγόρι στο τέλος του βιβλίου. Επιστρέφει στις φαντασιώσεις του στο δάσος και στις φάρσες με τους συμμαθητές του, αναβάλλοντας τις δυσκολίες και τις ευθύνες της ενήλικης ζωής.

Αλλά φυσικά, αυτή η καθυστέρηση είναι προσωρινή, είναι μια σύντομη στάση στην πορεία του χρόνου και η νίκη του αγοριού επί της ενηλικίωσης είναι προσωρινή. Δεν μπορούμε να μείνουμε για πάντα παιδιά. Οι μέρες αγορίστικης χαζομάρας του Τομ είναι μετρημένες.

Αυτό είναι κάτι καλό, τελικά. Τα παιδιά πρέπει να γίνουν ενήλικες, και ένα ρομαντικό όραμα που ειδωλοποιεί την παιδική ηλικία ως εγγενώς ανώτερη από την ενηλικίωση θα ήταν λάθος. Δεν είναι αυτό που λέει ο Τουέιν εδώ, ούτως ή άλλως. Αντίθετα, ο συγγραφέας έστρεψε την προσοχή μας στην αξία και τη χαρά της δικής μας παιδικής ηλικίας. Ταυτόχρονα, μας θυμίζει ποια στοιχεία παιδικότητας αξίζει και πρέπει να διατηρήσουμε ως ενήλικοι.

Γιατί δεν δημιουργούμε πια όμορφη τέχνη;

Τον Απρίλιο του 1917, ο Γάλλος πειραματικός γλύπτης Μαρσέλ Ντυσάν υπέβαλε ένα πορσελάνινο ουρητήριο σε μια έκθεση τέχνης, με την υπογραφή «R. Mutt, 1917» , το οποίο ονόμασε τέχνη. Ήταν μια κήρυξη πολέμου ενάντια στις παραδοσιακές ιδέες της γλυπτικής, της μορφής και της ομορφιάς.

Ο Ντυσάν απλώς θέλησε το ουρητήριο να είναι έργο τέχνης, παρόλο που προφανώς δεν ήταν, δηλώνοντας ότι ακόμη και τα συνηθισμένα αντικείμενα θα μπορούσαν να είναι τέχνη εάν «ανυψώνονταν στην αξιοπρέπεια ενός έργου τέχνης με την πράξη της επιλογής του καλλιτέχνη». Η τέχνη, υποστήριξε, είναι εντελώς υποκειμενική.

Πρόκειται για τον ίδιο καλλιτέχνη που παραμόρφωσε ένα αντίγραφο της Μόνα Λίζα σχεδιάζοντας  καρτουνίστικα μουστάκια και γένια στο αινιγματικό πρόσωπο του πορτρέτου και δίνοντας έναν προκλητικό τίτλο.

Αλλά αυτό δεν είναι τέχνη. Είναι χλευασμός του καλλιτεχνικού επιτεύγματος.

ZoomInImage
«Η Μόνα Λίζα» είναι ένας από τους πιο διάσημους πίνακες της δυτικής παράδοσης. Για τους Ντανταϊστές αντιπροσώπευε το κατεστημένο. (Public Domain)

 

Αντι-Τέχνη

Ο Ντυσάν ανήκε σε ένα αντιορθολογικό, αντι-καλλιτεχνικό και αντιρεαλιστικό πολιτιστικό κίνημα στη Νέα Υόρκη. Το κόλπο του με το ουρητήριο ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για τη δημιουργία του Νταντά, μίας νεοϋορκέζικης σχολής τέχνης που ήταν ο προάγγελος του σουρεαλισμού. Το Νταντά και άλλα παρόμοια πρωτοποριακά καλλιτεχνικά κινήματα επεδίωκαν να επαναπροσδιορίσουν την ίδια τη φύση της τέχνης, καθώς οι Ντανταϊστές έβλεπαν τις παραδοσιακές ιδέες του ορθολογισμού, της ομορφιάς, της αναλογίας και του νοήματος ως αστικές κατασκευές. Εξέφραζαν τη ριζοσπαστική ακροαριστερή πολιτική τους και τα αντιαστικά αισθήματα επινοώντας έργα ασχήμιας, ανοησίας, χάους, γελοιότητας και παραλογισμού.

Σύμφωνα με τα λόγια του Γάλλου μαρξιστή φιλοσόφου Michael Löwy , «η ασέβεια, ο χλευασμός, το μαύρο χιούμορ και ο παραλογισμός ήταν τα όπλα που χρησιμοποιούσαν αυτοί οι νέοι καλλιτέχνες για να εκφράσουν την οργή και την υπέρτατη περιφρόνηση τους για τις αξίες του κατεστημένου. Η πλάκα έπρεπε να καθαριστεί από όλες τις αστικές συμβάσεις, παραδόσεις και προσδοκίες». Μια διακήρυξη του 1919 από το Κεντρικό Συμβούλιο του Νταντά του Βερολίνου για την Παγκόσμια Επανάσταση διατύπωνε ανοιχτά την προσήλωση του κινήματος στον ριζοσπαστικό κομμουνισμό. Το συνειδητά πολιτικό κίνημα τέχνης συνέδεσε την ομορφιά και την κλασική τέχνη με τα «καταπιεστικά» συστήματα του καπιταλισμού.

Ο ανορθολογισμός του Νταντά αναδύθηκε, τουλάχιστον εν μέρει, σαν ένα χλωμό φάντασμα, μέσα από τη σκόνη και την καταστροφή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πόλεμος φαινόταν να γκρεμίζει επιτέλους τα όνειρα και τις υποσχέσεις μιας νέας εποχής ειρήνης και ευδαιμονίας που βασίστηκε στη βασιλεία της λογικής, όπως την είχαν ονειρευτεί οι ορθολογιστές φιλόσοφοι του 18ου αιώνα και το προοδευτικό πνεύμα των αρχών του 20ού αιώνα. Το πλήθος του Νταντά κοίταξε τον παραλογισμό και το χάος του πολέμου, την τραγωδία του σε μεγάλη κλίμακα, και απάντησε τόσο με μια διαμαρτυρία όσο και με μια παράδοση στη σφαγή και τον παραλογισμό του πολέμου.

Η επιμελήτρια Λήα Ντίκερμαν γράφει στον κατάλογο της Εθνικής Πινακοθήκης: «Για πολλούς διανοούμενους, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε μια κατάρρευση εμπιστοσύνης στη ρητορική — αν όχι στις αρχές — της κουλτούρας του ορθολογισμού που επικρατούσε στην Ευρώπη από την εποχή του Διαφωτισμού.»

Οι Ντανταϊστές δεν ήταν οι μόνοι καλλιτέχνες που εξέφρασαν την απογοήτευση που φέρνει συνήθως ο πόλεμος. Τρομοκρατημένος από τις αναφορές για τα δεινά και την ερήμωση που προκλήθηκε από έναν γερμανικό βομβαρδισμό της Γκουέρνικα κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου τον Απρίλιο του 1937, ο Πάμπλο Πικάσο ζωγράφισε μια μεγάλη, αποκρουστική, γκροτέσκα εικόνα των φρικτών επακόλουθων του βομβαρδισμού. Ο πίνακας είναι γεμάτος στριμμένα σχήματα, μπερδεμένες γραμμές, δυσανάλογα και διαμελισμένα σώματα και ακατέργαστα ανθρώπινα πρόσωπα που ουρλιάζουν σιωπηλά από αγωνία. Είναι ένα συνονθύλευμα πόνου που απεικονίζεται σε έντονους τόνους του γκρι. Πολλοί θεωρούν την «Γκουέρνικα» ένα αντιπολεμικό αριστούργημα.

Η ασχήμια της «Γκουέρνικα» αντανακλά την ασχήμια του πολέμου. Ορισμένοι κριτικοί τέχνης χρησιμοποιούν αυτή την εξήγηση ως δικαιολογία για την αποκρουστική μοντέρνα τέχνη από την οποία είμαστε περικυκλωμένοι. Είναι αλήθεια – όπως δείχνουν οι Ντανταϊστές και ο Πικάσο – ότι η τέχνη τείνει να αποτελεί έναν καθρέφτη της κοινωνίας. Η τέχνη δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από τη φιλοσοφία, την πολιτική, την ιστορία και τη θρησκεία. Αν η τέχνη μας είναι άσχημη, αυτό αποτελεί σύμπτωμα μιας βαθύτερης πολιτιστικής ασθένειας.

ZoomInImage
Η κλασική τέχνη απεικονίζει ιστορικά γεγονότα ευρείας εμβέλειας με το βλέμμα στραμμένο στην ανθρωπιά και την αξιοπρέπεια όλων των εμπλεκομένων. Άλμπρεχτ Άλτντορφερ, «Η μάχη του Μ. Αλεξάνδρου στην Ισσό» («Alexanderschlacht Schlacht bei Issus»), 1529. Alte Pinakothek, Μόναχο. (Public Domain)

 

Τα πολιτικά κινήματα και η αντιπολεμική αγωνία μπορεί να είναι δύο λόγοι για την ασχήμια της περισσότερης σύγχρονης τέχνης. Αλλά κάτω από τη βροχερή επιφάνεια της ριζοσπαστικής πολιτικής, καλλιτεχνικά κινήματα όπως ο Ντανταϊσμός περιέχουν πιο σκοτεινά βάθη: Δίνουν οπτική έκφραση σε μια μεταμοντέρνα φιλοσοφία του τίποτα, του μη όντος, της ανούσιας ζωής. Η θραύση των ανθρώπινων μορφών του Πικάσο εκφράζει τον κατακερματισμό του νοήματος και της τάξης που έχει βιώσει ο σύγχρονος άνθρωπος από τότε που απέρριψε τις παραδοσιακές έννοιες της αλήθειας.

Η κλασική τέχνη, από την άλλη πλευρά, είναι τακτοποιημένη, φωτεινή, κατανοητή, όμορφη και αρμονική γιατί κάποτε έτσι έβλεπε η ανθρωπότητα τον κόσμο. Αντίθετα, η σύγχρονη τέχνη αναδύεται από ένα πνεύμα απογοήτευσης και σκεπτικισμού για τον κόσμο. Ο ποιητής Μάθιου Άρνολντ διατυπώνει αυτή την ιδέα σε ένα ποίημα που σηματοδοτεί την αρχή της νεωτερικότητας:

Ο κόσμος, που μοιάζει να βρίσκεται / μπροστά μας σαν μια χώρα ονείρων / Τόσο διαφορετικός, τόσο όμορφος, τόσο νέος / Δεν έχει πραγματικά ούτε χαρά ούτε αγάπη ούτε φως / ούτε βεβαιότητα ούτε ειρήνη ούτε βοήθεια για τον πόνο. / Και βρισκόμαστε εδώ σαν σε μια σκοτεινή πεδιάδα  / σαρωμένη από συγκεχυμένους συναγερμούς αγώνα και φυγής / όπου αδαείς στρατοί συγκρούονται τη νύχτα.

Όπως η αρμονία, η τάξη και το νόημα σταδιακά πέθαναν και εξαφανίστηκαν από τις εικαστικές τέχνες τον 20ό αιώνα, δίνοντας τη θέση τους σε αφηρημένα, απροσδιόριστα σχήματα και εκρήξεις χρώματος, έτσι και η ποίηση σταδιακά διαμελίστηκε και επανήλθε σε κατακερματισμένη και άσκοπη ασυναρτησία. Ένας ντανταϊστής, ο Χιούγκο Μπωλ, έγραψε ένα ποίημα που αποτελείται εξ ολοκλήρου από ανούσιους, μπερδεμένους ήχους. Αυτό είναι το λογικό συμπέρασμα της απαισιοδοξίας που εξέφρασε ο Μάθιου Άρνολντ, η απαισιοδοξία ενός κόσμου που είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στο αντικειμενικό νόημα.

Η σύγχρονη τέχνη αντανακλά μια κουλτούρα που έχει απορρίψει αντικειμενικές ιδέες ομορφιάς και νοήματος, και από αυτή την άποψη είναι αληθινή. Μπορούμε να πούμε ότι είναι, τουλάχιστον, αυθεντική ή ίσως δικαιολογημένη. Ένας καλλιτέχνης πρέπει να λέει την αλήθεια για την εποχή του. Ωστόσο, είναι αυτός ο μοναδικός σκοπός της τέχνης; 

Ο βαθύτερος σκοπός της τέχνης

Είναι το να μαρτυρά την αλήθεια της στιγμής το μόνο που πρέπει να κάνει ένας καλλιτέχνης; Είναι η τέχνη απλώς κοινωνικός σχολιασμός και αντανάκλαση των κυρίαρχων τάσεων, φιλοσοφιών και ιστορικών γεγονότων; Όχι, σύμφωνα με τη δυτική παράδοση. Οι στοχαστές που ανατρέχουν στον Αριστοτέλη πίστευαν ότι η τέχνη μπορούσε και έπρεπε να εκφράζει κάτι διαχρονικό και υπερβατικό, που δεν συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη εποχή ή πολιτισμό.

ZoomInImage
Οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης ανέτρεχαν στους αρχαίους Έλληνες και την πίστη τους στην αντικειμενική πραγματικότητα, την αλήθεια και τον σκοπό. Ραφαήλ, «Η Σχολή των Αθηνών», περ. 1509–1511. Αποστολικό Παλάτι, Πόλη του Βατικανού, Ιταλία. (Public Domain)

Στο Δ΄Μέρος της «Ποιητικής» του, ο Αριστοτέλης διδάσκει ότι η τέχνη είναι μια μίμηση της πραγματικότητας που μας βοηθά να κατανοήσουμε την πραγματικότητα πιο βαθιά. Βλέπουμε καθολικές, αμετάβλητες αλήθειες μέσα από την απόδοση κάτι συγκεκριμένου. Στο «Only the Lover Sings: Art and Contemplation», ο φιλόσοφος Τζόζεφ Πάιπερ δίνει φωνή σε αυτή την πανάρχαια κατανόηση της τέχνης:

«Ο καθένας μπορεί να αναλογιστεί ανθρώπινες πράξεις και γεγονότα και έτσι να κοιτάξει στα ανεξιχνίαστα βάθη του πεπρωμένου και της ιστορίας. Ο καθένας μπορεί να απορροφηθεί ατενίζοντας ένα τριαντάφυλλο ή ένα ανθρώπινο πρόσωπο και έτσι να αγγίξει το μυστήριο της δημιουργίας. Όλοι, λοιπόν, συμμετέχουν στην αναζήτηση που εξάπτει πάντα τα μυαλά των μεγάλων φιλοσόφων, από την πολύ αρχή. Βλέπουμε ακόμη μια άλλη μορφή τέτοιας δραστηριότητας στις δημιουργίες του καλλιτέχνη, ο οποίος δεν στοχεύει τόσο στην παρουσίαση αντιγράφων της πραγματικότητας όσο μάλλον στο να κάνει ορατές και απτές σε λόγο, ήχο, χρώμα και πέτρα την αρχετυπική ουσία όλων των πραγμάτων, σύμφωνα με την προνομιακή του αντίληψη».

Κάποιοι μπορεί να αντιταχθούν ότι η «Γκουέρνικα» απεικονίζει μια παγκόσμια πραγματικότητα: την ασχήμια του πολέμου. Αυτό είναι αλήθεια ως ένα σημείο. Είναι όμως ο πόλεμος η βαθύτερη, η πιο αμετάβλητη πτυχή της πραγματικότητας;

ZoomInImage
Συμμετρία, ομορφιά και ιδεαλισμός συνδυάζονται σε αυτή την απεικόνιση του Ναπολέοντα. Ο βασιλιάς της Ισπανίας ανέθεσε το έργο «Ο Ναπολέων διασχίζει τις Άλπεις», το 1801, στον Γάλλο ζωγράφο Ζακ Λουί Νταβίντ. Μουσείο του Κάστρου της Μαλμαιζόν, Ρυέι-Μαλμαιζόν, Γαλλία. (Public Domain)

 

ZoomInImage
Αν και οι μάχες κοστίζουν ζωές, η τέχνη που τις απεικονίζει δεν χρειάζεται να είναι αποκρουστική ή φανταχτερή. Ιβάν Αϊβαζόφσκι, «Η ναυμαχία της Χίου», 1848. Εθνική Πινακοθήκη Αϊβαζόφσκι, Θεοδοσία, Κριμαία. (Public Domain)

 

Θυμηθείτε ότι ο κόσμος είχε πάντα πόλεμο (αν και όχι το ιδιαίτερα απάνθρωπο μεταβιομηχανικό είδος που αποτύπωσε ο Πικάσο), ωστόσο οι κλασικές καλλιτεχνικές απεικονίσεις του δεν ήταν άσχημες με τον τρόπο της «Γκουέρνικα» του Πικάσο. Ίσως αυτό οφείλεται στο ότι, στο παρελθόν, οι καλλιτέχνες μπορούσαν να δουν ένα συγκεκριμένο νόημα και σκοπό ακόμη και σε μεγάλες καταστροφές και βάσανα, όπως ο πόλεμος. Η εικόνα του Αινεία που εγκαταλείπει τη φλεγόμενη πόλη της Τροίας, έχοντας χάσει τη γυναίκα του και τα πάντα στον πόλεμο, στην «Αινειάδα» είναι τραγική, αλλά δεν είναι παράλογη ή χαοτική. Ο ποιητής Βιργίλιος είδε πέρα ​​από τα σκοτεινά και άσχημα εξωτερικά στοιχεία της σκηνής σε μια βαθύτερη, σταθερή αλήθεια.

Στο «Iris Exiled», ο Ντένις Κουίν λέει για την οπτική του Βιργιλίου: «Αυτή δεν είναι η τραγική οπτική, ωστόσο. Δεν υπάρχει η ιδέα μιας κακής μοίρας, αλλά, αντίθετα, η ιδέα ενός καλοήθους πεπρωμένου. … Μπορεί τα χειρότερα πράγματα —η απώλεια των καλύτερων πραγμάτων, η απώλεια των πάντων— να είναι για το καλύτερο. Αν δεν είχε πέσει η Τροία, δεν θα υπήρχε η Ρώμη». Μια άποψη του κόσμου που μπορεί να βρει νόημα ακόμα και στα βάσανα θα αντανακλάται στην τέχνη που συντίθεται με αρμονία, αναλογία, τάξη, συμμετρία — δηλαδή ομορφιά — ανεξάρτητα από το θέμα.

Ποια συνιστά, λοιπόν, μια πιο αληθινή εικόνα του κόσμου; Η Γκουέρνικα ή η Αινειάδα; Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί αυτή η ερώτηση. Ίσως και οι δύο έχουν στοιχεία αλήθειας. Αλλά η τελική τους στάση απέναντι στην πραγματικότητα μοιάζει αντίθετη. Είναι τελικά ο κόσμος «μια σκοτεινή πεδιάδα/ σαρωμένη από συγκεχυμένους συναγερμούς αγώνα» ή «όλα τα πράγματα σε έναν ενιαίο τόμο δεσμεύονται από Αγάπη/ της οποίας το σύμπαν είναι τα διάσπαρτα φύλλα», όπως βεβαιώνε ο Δάντης τον Μεσαίωνα; Η άποψη του Άρνολντ είναι ότι ζούμε σε ένα είδος σκοτεινού εφιάλτη, με μόνο περιστασιακά και μισοπλασματικά φώτα, σαν πεφταστέρια. Η άποψη του Δάντη μας παραπέμπει στο απαύγασμα του ουρανού και της γης, υποδηλώνοντας ότι οι σκιές που βλέπουμε είναι μόνο το φυσικό αποτέλεσμα της εξαιρετικής φωτεινότητας της ύπαρξης.

ZoomInImage
Ο μεγάλος Λατίνος ποιητής Βιργίλιος κρατά την «Αινειάδα» πλαισιωμένος από τις Μούσες Κλειώ (Ιστορία) και Μελπομένη (Τραγωδία). Το μωσαϊκό του 3ου αιώνα μ.Χ. ανακαλύφθηκε στο ζούσε της Τυνησίας. Μουσείο Μπαρντό στην Τύνιδα, Τυνησία. (Public Domain)

 

Του Walker Larson

Επιμέλεια: Βαλεντίνα Λισάκ & Αλία Ζάε

 

Βλέποντας τον κόσμο ξανά, μέσα από τα μάτια της ποίησης

Μεγάλη ζημιά γίνεται από τη λανθασμένη αντίληψη της ποίησης ως κάτι ελιτίστικο, απρόσιτο, ακαδημαϊκό , κατάλληλο μόνο για μυημένους. Η ποίηση είναι για όλους, για τον λεγόμενο «κοινό άνθρωπο», όχι μόνο για τον μελετητή. Η ποίηση είναι ένας μεγεθυντικός φακός μέσω του οποίου βλέπουμε το γρασίδι κάτω από τα πόδια μας και ένα τηλεσκόπιο μέσω του οποίου βλέπουμε τα αστέρια πάνω από το κεφάλι μας. Η ποίηση οξύνει την όρασή μας για να μπορέσουμε να διεισδύσουμε στο θαύμα του πραγματικού, στο οποίο συχνά εθελοτυφλούμε.

Όπως αναφέρει ο καθηγητής λογοτεχνίας Τζον Σήνιορ στο «John Senior and the Restoration of Realism» («Ο Τζον Σήνιορ και η αποκατάσταση του ρεαλισμού») του Φρ. Μπέθελ, «Ο ποιητής είναι ο άνθρωπος που λέει “Κοιτάξτε! Κοιτάξτε! Δεν το έχετε ξαναδεί αυτό”. Και αν τον ακολουθήσετε, θα δείτε πολύ περισσότερα από όσα θα είχατε δει από μόνοι σας. Με αυτόν τον τρόπο, διευρύνετε την ικανότητά σας να βιώνετε τον κόσμο, δηλαδή να ζείτε».

Αυτή είναι η κλήση του ποιητή: να βλέπει αυτό που υπάρχει πραγματικά, σε όλη την ομορφιά και το μυστήριο του, και να βοηθά και τους άλλους να βλέπουν, ώστε να ζουν πιο ολοκληρωμένα.

Γιατί, όμως, χρειαζόμαστε τη βοήθεια του ποιητή για να δούμε;  Υπάρχουν πολλές απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, αλλά μια από τις σημαντικότερες είναι η παλιά παροιμία που λέει: «Η εξοικείωση γεννά περιφρόνηση». Η τριβή με τα καθημερινά θαύματα — όσο εκπληκτικά κι αν είναι — τείνει να αφανίζει την αντίληψή μας για αυτά. Πέφτουμε σε μια ρουτίνα. Κοιτάζουμε, αλλά δεν βλέπουμε πια.

Ποιητικά Θαύματα

Ο ποιητής και κληρικός της Αναγέννησης Τζον Νταν [John Donne, 1572-1631] εξήγησε την ιδέα των απονεκρωμένων αισθήσεών μας σε σχέση με τα θαύματα του φυσικού κόσμου ως εξής: «Δεν υπάρχει τίποτα που να έχει καθιερώσει ο Θεός σε μια σταθερή πορεία της φύσης,  και το οποίο επομένως γίνεται καθημερινά, που δεν θα φαινόταν σαν θαύμα, θαμπώνοντάς μας, αν γινόταν μόνο μια φορά», παρατήρησε σε ένα κήρυγμα του Πάσχα το 1627. Φανταστείτε να μην είχε βρέξει ποτέ, και μια μέρα ξαφνικά να άνοιγαν οι ουρανοί. Μεγάλα πλήθη θα συγκεντρώνονταν στους δρόμους, στρέφοντας τα αστραφτερά και κατάπληκτα πρόσωπά τους στον ουρανό με έκσταση. Πώς γίνεται να πέφτει νερό από ψηλά;!

Το ίδιο συμβαίνει και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Σκεφτείτε το θαύμα της απόκτησης ενός παιδιού. Όταν κρατάτε για πρώτη φορά το νεογέννητο στην αγκαλιά σας, αισθάνεστε ένα εντελώς νέο σύνολο νεύρων να ζωντανεύουν μέσα σας, νέα κανάλια να ανοίγονται μέσα στην καρδιά σας. Βλέπετε το παιδί ως το θαύμα που είναι. Αλλά καθώς περνούν τα χρόνια και το παιδί μεγαλώνει, αυτή η αρχική εντύπωση εξασθενεί — μέχρι που έρχεται μια από εκείνες τις σπάνιες στιγμές που το βλέμμα του παιδιού σας συναντά το δικό σας, τα μαλλιά του φέγγουν στο απογευματινό φως του ήλιου, τα άκρα του λάμπουν χρυσά και, τότε, βλέπετε ξανά αυτό που είχατε δει παλιά. Γνωρίζετε και πάλι αυτό που είχατε γνωρίσει πριν. Το θαύμα δεν έχει εξαφανιστεί — στην πραγματικότητα, έχει μεγαλώσει. Απλά το είχατε ξεχάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.

"The First Caress," 1866, by William-Adolphe Bouguereau. Oil on canvas. Lyndhurst, New York. (Public Domain)
Ουιλιάμ-Αντόλφ Μπουγκερώ, «Το πρώτο χάδι», 1866. Λάδι σε καμβά. Lyndhurst, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Μελέτη ενός ποιήματος

Η ποίηση κάνει τέτοιες στιγμές πιο συχνές. Στο ποίημά του, «Εκείνες οι κυριακές του χειμώνα», ο ποιητής Ρόμπερτ Χέιντεν διαλύει την ομίχλη ημών και των δώρων των πατεράδων και της πατρότητας:

Ακόμα και τις Κυριακές θα σηκωνόταν ο πατέρας μου νωρίς

Και θα ντυνότανε μέσα στο μαύρο κρύο,

Κι ύστερα, με χέρια ταλαιπωρημένα,

Που πόναγαν από τον μόχθο τον καθημερινό,

Άναβε μια λαμπερή φωτιά. Ποτέ δεν άκουσε ένα ευχαριστώ.

 

Ξυπνούσα κι άκουγα να σκάει το κρύο, να σπάει.

Όταν τα δωμάτια ήτανε πια ζεστά, θα φώναζε,

Κι εγώ αργά θα σηκωνόμουν να ντυθώ,

Φοβούμενος τους χρόνιους θυμούς εκείνου του σπιτιού,

 

Αδιάφορα μιλώντας σε εκείνον,

Που ’χε το κρύο αποδιώξει

Και τα καλά παπούτσια μου είχε γυαλίσει επίσης.

Τι ήξερα, τι ήξερα εγώ,

Για της αγάπης τους απλούς, μοναχικούς της τρόπους; [1]

 

Δεν μπορούμε να διαβάσουμε αυτό το ποίημα χωρίς να σκεφτούμε τον πατέρα μας και όλα όσα έχει κάνει για εμάς. Ίσως παρακινηθούμε να σκεφτούμε και την αχαριστία μας. Ακόμα, μικρά συνηθισμένα πράγματα όπως τα ταλαιπωρημένα χέρια, η φωτιά και τα παλιά παπούτσια αποκτούν βαθύτερη σημασία μετά την ανάγνωση του ποιήματος.

"Young Love's Shivering Limbs the Embers Warm," from the four works on the "Story of Anacreon," circa 1899, by Jean-Léon Gérôme. Oil on canvas. Private collection. (Public Domain)
Ζαν-Λεόν Ζερόμ, «Η φωτιά ζεσταίνει τα τρεμάμενα μέλη της νεαρής αγάπης». Από τα τέσσερα έργα για την «Ιστορία του Ανακρέοντα», περ. 1899. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Μπορούμε να συγκρίνουμε ένα ποίημα με μια κάμερα ή με έναν καθρέφτη τοποθετημένο σε ένα ασυνήθιστο μέρος. Παρέχει μια νέα οπτική γωνία του ίδιου, οικείου αντικείμενο, έτσι ώστε εκείνο να ξαναγίνει νέο και παράξενο.
«Η ποίηση σηκώνει το πέπλο από την κρυμμένη ομορφιά του κόσμου και κάνει τα οικεία αντικείμενα να είναι σαν να μην ήταν οικεία», γράφει ο ρομαντικός ποιητής Πέρσυ Σέλλεϋ [Percy Shelley, 1792-1822] στο « A Defense of Poetry». Μετατοπίζοντας τη γωνία του θέματος, ο ποιητής αποκαλύπτει την ουσία του. Μετά από την επαφή με ένα σπουδαίο έργο τέχνης δεν είναι ότι τα πράγματα του κόσμου έχουν αλλάξει – έχει αλλάξει, όμως, το βάθος της κατανόησής μας γι’ αυτά.

Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί τη δύναμη της όρασής του για να μας δείξει αυτό που έχουμε δει χιλιάδες φορές στο παρελθόν σαν να ήταν για πρώτη φορά — με όλη τη συγκίνηση και την κατάπληξη που συνοδεύει την πρώτη ματιά. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε την ποίηση. Ο άνθρωπος που δεν ανανεώνεται ποτέ από την τέχνη κινδυνεύει να χάσει πολλά, ίσως μάλιστα τα χάσει όλα. Τι είναι η ζωή αν δεν βλέπουμε πραγματικά, αν μας τυφλώνει η δουλειά και η ρουτίνα;

Όπως έγραψε ο βικτωριανός ποιητής Τζέραρντ Μάνλεϋ Χόπκινς [Gerard Manley Hopkins, 1844-1889] : «Γενιές έχουν βαδίσει, έχουν βαδίσει, έχουν βαδίσει/ Κι όλα έχουν καψαλιστεί απ’ το εμπόριο. Έχουν θολώσει, λερωθεί από τον μόχθο/ Και φορά τη μουντζούρα του ανθρώπου και μοιράζεται τη μυρωδιά του ανθρώπου: το χώμα/ Είναι γυμνό τώρα, ούτε το πόδι αισθάνεται, είναι πεταλωμένο» [2]. Η ρουτίνα κάνει μερικές φορές την ανθρωπότητα να αγνοεί τη λάμψη της καθημερινότητας.

Αλλά ο Χόπκινς συνεχίζει: «Και για όλα αυτά, η φύση δεν ξοδεύεται ποτέ/ Μέσα στα πράγματα βαθιά ζει η πιο αγαπημένη φρεσκάδα / Κι αν και τα τελευταία φώτα στη μαύρη Δύση σβήσαν/ Ω, το πρωινό, στο καφέ χείλος της ανατολής, φυτρώνει…»

Υπάρχουμε εμείς, υπάρχει και ο κόσμος. Ο κόσμος είναι φωτεινός. Είναι τα μάτια μας που, κατά καιρούς, είναι σκοτεινά, κουρασμένα, μισόκλειστα  από τη νύστα. Μέχρι που κάποιος — ένας ποιητής — μάς ξυπνά.

Calliope, Muse of Epic Poetry, 1798. Charles Meynier. Oil on canvas. The Cleveland Museum of Art, Severance and Greta Millikin Purchase Fund. (Public Domain)
Σαρλ Μενιέ, «Καλλιόπη, Μούσα της επικής ποίησης», 1798. Λάδι σε καμβά. The Cleveland Museum of Art, Severance και Greta Millikin Purchase Fund. (Public Domain)

 

Του Walker Larson

Επιμέλεια: Βαλεντίνα Λισάκ & Αλία Ζάε

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Μετάφραση ποιήματος: Αλία Ζάε

Those Winter Sundays 

by Robert Hayden

Sundays too my father got up early

and put his clothes on in the blueblack cold,

then with cracked hands that ached

from labor in the weekday weather made

banked fires blaze. No one ever thanked him.

 

I’d wake and hear the cold splintering, breaking.

When the rooms were warm, he’d call,

and slowly I would rise and dress,

fearing the chronic angers of that house,

 

Speaking indifferently to him,

who had driven out the cold

and polished my good shoes as well.

What did I know, what did I know

of love’s austere and lonely offices?

2. Μετάφραση ποιήματος: Αλία Ζάε

God’s Grandeur 

by Gerard Manley Hopkins
The world is charged with the grandeur of God.
    It will flame out, like shining from shook foil;
    It gathers to a greatness, like the ooze of oil
Crushed. Why do men then now not reck his rod?
Generations have trod, have trod, have trod;
    And all is seared with trade; bleared, smeared with toil;
    And wears man’s smudge and shares man’s smell: the soil
Is bare now, nor can foot feel, being shod.
And for all this, nature is never spent;
    There lives the dearest freshness deep down things;
And though the last lights off the black West went
    Oh, morning, at the brown brink eastward, springs —
Because the Holy Ghost over the bent
    World broods with warm breast and with ah! bright wings.

Τέννυσον: Οι άντρες, οι γυναίκες και ο γάμος στα «Ειδύλλια του Βασιλιά»

Η κοινωνία, προς όφελος ή εις βάρος της, περιστρέφεται γύρω από τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών όπως η πόρτα στους μεντεσέδες της.

Στο μεγάλο αφηγηματικό ποίημά του «Ειδύλλια του βασιλιά», το οποίο αποτελεί μια διασκευασμένη εξιστόρηση των θρύλων γύρω από τον βασιλιά Αρθούρο, ο μεγάλος βικτωριανός ποιητής Άλφρεντ, Λόρδος Τέννυσον διερευνά αυτή τη σχέση από διάφορες οπτικές γωνίες. Αν και διαδραματίζονται στη θρυλική, ομιχλώδη ηρωική εποχή της Βρετανίας, οι ιστορίες που αφηγείται ο Τέννυσον περιέχουν θησαυρούς μεγάλης σοφίας και ομορφιάς, που είναι άκρως κατάλληλες για τον σύγχρονο αναγνώστη.

Με εξαίσιους και γεμάτους θαύματα στίχους, ο Τέννυσον δραματοποιεί οικουμενικές πραγματικότητες σχετικά με το πώς οι άνδρες και οι γυναίκες σχετίζονται μεταξύ τους, ιδίως στον γάμο, και πώς η φύση αυτών των σχέσεων επιφέρει είτε την πλήρη άνθηση της ανθρώπινης ζωής είτε την πλήρη διάλυση της κοινωνίας, ανάλογα με τις αρετές που ασκούνται ή παραμελούνται εντός τους.

Πατέρες και κόρες, μητέρες και γιοι

Στις δύο πρώτες ενότητες του ποιήματός του, ο Τέννυσον περιγράφει δύο πολύ διαφορετικά ζευγάρια γονέων-παιδιών.

Στον «Ερχομό του Αρθούρου», διαβάζουμε για την πρώτη συνάντηση του Αρθούρου με την Γκουίνεβιρ. Καθώς περνούσε κάτω από τις επάλξεις του κάστρου της, «ένιωσε το φως των ματιών της τη ζωή του / να χτυπάει ξαφνικά». Και η ζωή του άλλαξε για πάντα. Ονειρεύεται να την πάρει ως βασίλισσά του για να τον βοηθήσει στο όραμά του να φέρει την τάξη, την ιπποσύνη και την ευγένεια σε έναν θυελλώδη και βάρβαρο κόσμο.

"Queen Guinevere's Maying," 1900, by John Collier. Oil on canvas. Cartwright Hall Art Gallery, Bradford, England. (Public Domain)
Τζον Κόλλιερ, «H βασίλισσα Γκουίνεβιρ γιορτάζει την Πρωτομαγιά», 1900. Λάδι σε καμβά. Cartwright Hall Art Gallery, Μπράντφορντ, Αγγλία. (Public Domain)

 

Έτσι, ζητάει από τον πατέρα της το χέρι της. Ο βασιλιάς Ληοντόγκραν, ο πατέρας της Γκουίνεβιρ, βλέπει στην κόρη του τη «μοναδική του απόλαυση». Έτσι, καθυστερεί την απάντησή του, όπως πρέπει να κάνει ένας καλός πατέρας, προσπαθώντας να μάθει ό,τι μπορεί για τον Αρθούρο και για το αν θα ήταν κατάλληλος σύζυγος για το παιδί του. Η καταγωγή του Αρθούρου περιβάλλεται από μυστήριο, ωστόσο όλες οι μαρτυρίες τον δείχνουν ως τον ευγενέστερο άνθρωπο και ο Ληοντόγκραν τελικά συναινεί.

Ο ερχομός της Γκουίνεβιρ στο θρόνο θέτει σε κίνηση τόσο την άνοδο όσο και την πτώση του βασιλείου του Αρθούρου και του οράματός του.

Ο επόμενος γονέας που παρουσιάζεται στο ποίημα, η μητέρα του Σερ Γκάρεθ, δείχνει λιγότερη σοφία από τον Ληοντόγκραν. Ο Γκάρεθ έχει φτάσει στον προθάλαμο της ανδρικής ηλικίας και λαχταρά να ενταχθεί στην αυλή του Αρθούρου και να κάνει μεγάλα έργα. Όμως η μητέρα του, η Μπέλισεντ, θέλει να τον κρατήσει στο σπίτι.

Αναγνωρίζουμε αμέσως σε αυτήν έναν τύπο γονέα που εξακολουθεί να υπάρχει στις μέρες μας και χωρίς αμφιβολία θα υπάρχει δια παντός: την υπερπροστατευτική μητέρα. Η Μπέλισεντ προσπαθεί να πείσει τον γιο της ότι αντί να ρισκάρει τη ζωή του στη μάχη ή σε αποστολές για τον Αρθούρο, είναι καλύτερα να πάει για κυνήγι. Και μάλιστα θα του βρει και μία «νύφη πλούσια και ωραία».

"A Little Prince Likely in Time to Bless a Royal Throne (or Vox Populi)," 1904, Edmund Leighton. Oil on canvas. Private Collection. (Public Domain)
Έντμουντ Λέιτον, «Ένας μικρός πρίγκιπας που θα ευλογήσει εγκαίρως έναν βασιλικό θρόνο (ή Vox Populi)», 1904. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι αν ο Γκάρεθ πρόκειται να γίνει άντρας, δεν μπορεί να παραμείνει «άνετος”, επιτρέποντας στη μητέρα του να κανονίζει τα πάντα γι’ αυτόν. Και το ξέρει.

Ανδρας έχω γίνει, ανδρική δουλειά πρέπει να κάνω. Να ακολουθήσω το ελάφι; Να ακολουθήσω τον Χριστό, τον Βασιλιά, Να ζήσω αγνά, να μιλώ αληθινά, να διορθώσω το λάθος, να ακολουθήσω τον Βασιλιά – Αλλιώς, γιατί γεννήθηκα;

Το να γίνεις άντρας και να κάνεις την δουλειά ενός άντρα εμπεριέχει κινδύνους, είναι αλήθεια. Αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να πάει μια ζωή χαμένη. Η άστοχη μητρική φροντίδα της Μπέλισεντ κοντεύει να πνίξει τον ανδρισμό του Γκάρεθ. Τελικά, όμως, η μητέρα το καταλαβαίνει αυτό.

Σύζυγοι

"Sir Launcelot and Queen Guinevere," 1861–1868, by James Archer. Oil on canvas. Private collection. (Public Domain)
Τζέημς Άρτσερ, «Σερ Λάνσελοτ και βασίλισσα Γκουίνεβιρ», 1861-1868. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Η απιστία της Γκουίνεβιρ προς τον Αρθούρο διατρέχει σαν δηλητήριο τις φλέβες όλων των ιστοριών των «Ειδυλλίων του Βασιλιά». Οι ψίθυροι της ντροπής της Γκουίνεβιρ και του Λάνσελοτ αρχίζουν να αντηχούν στους διαδρόμους του Κάμελοτ, φήμες που αποτελούν την πρώτη ρωγμή στο οικοδόμημα της τάξης και του πολιτισμού που ο Αρθούρος έχτιζε μια ζωή. Κατά τη διάρκεια του ποιήματος, αυτή η ρωγμή θα διευρυνθεί, ανοίγοντας την πόρτα σε περισσότερα κακά, προδοσίες, υποψίες, απιστίες και, τελικά, στην κατάρρευση του βασιλείου.

Στο «Γκεράιντ και Ήνιντ», οι φήμες για την Γκουίνεβιρ και τον Λάνσελοτ καταλήγουν να απειλούν έναν άλλο γάμο.

Ο σερ Γκεράιντ, ένας από τους ιππότες του Αρθούρου, και η σύζυγός του Ήνιντ είναι αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον με πάθος – μέχρι που η φιλία της Ήνιντ με την Γκουίνεβιρ κάνει τον Γκεράιντ να υποψιάζεται ότι μπορεί να έχει υποπέσει στο ίδιο σφάλμα με τη βασίλισσα.

Η αβάσιμη ζήλια του, η θλίψη και ο θυμός του, τον κάνουν να παραμελεί τα καθήκοντά του και την επιδίωξη της τιμής, μια συμπεριφορά που ο Τέννυσον αποκαλεί «θηλυπρέπεια». Στη συνέχεια, αναγκάζει την Ήνιντ να τον συνοδεύσει στο δάσος φορώντας το χειρότερο φόρεμά της, με την εντολή να μην του μιλήσει σε καμία περίπτωση. Η Ήνιντ, που παραμένει διορατική και συγκεντρωμένη στο καλό του συζύγου της, παλεύει ανάμεσα στο να υπακούσει στην εντολή του και στο να σπάσει τη σιωπή για να προειδοποιήσει τον σύζυγό της για τους ληστές που παραμονεύουν μπροστά τους. Ο Γκεράιντ, αποτραβηγμένος στον εαυτό του, αγνοεί τους κινδύνους του δρόμου. Φυσικά, η Ήνιντ τον προειδοποιεί εγκαίρως για να σώσει τη ζωή του (και τη δική της), αλλά δέχεται ελάχιστες ευχαριστίες γι’ αυτό.

"Enid and Geraint," 1907, by Rowland Wheelwright. Oil on canvas. (Art Renewal Center)
Ρόουλαντ Γουίλραϊτ: «Ήντιντ και Γκεράιντ», 1907. Λάδι σε καμβά. (Κέντρο Ανανέωσης Τέχνης/Art Renewal Center)

 

Πολλές φορές, ο Γκεράιντ παραλίγο να ξεσπάσει και να εκφράσει το παράπονό του στην Ήνιντ. Αλλά δεν το κάνει, τα κρατάει όλα μέσα του και η ψυχολογική τους απόσταση μεγαλώνει, κάτι που εκδηλώνεται με απτό τρόπο όταν την αναγκάζει να πηγαίνει μπροστά του και όχι στο πλευρό του. Οι εικόνες του Τέννυσον είναι τέλειες εδώ: το ζευγάρι ιππεύει χωριστά μέσα σε επικίνδυνα εδάφη, διακινδυνεύοντας τη ζωή και των δύο. Παρομοίως, ο γάμος είναι ένα ταξίδι μέσα από τα «επικίνδυνα μονοπάτια» της ζωής και αν οι σύζυγοι είναι διχασμένοι και χωρισμένοι, ο κόσμος μπορεί εύκολα να τους συντρίψει.

Η Ήνιντ θα μπορούσε να είχε διαλύσει τις αμφιβολίες του Γκεράιντ στη στιγμή, αλλά εκείνος αρνείται να της ανοιχτεί. Στο τέλος, ο Γκεράιντ συνέρχεται και επιστρέφει σε εκείνη, αλλά θα πρέπει να διαβάσετε το ποίημα για να μάθετε πώς.

Όταν ο σύζυγος και η σύζυγος είναι ενωμένοι στην κοινή επιδίωξη της καλοσύνης και της αλήθειας, ούτε όλοι οι πειρασμοί και οι τρικυμίες της ζωής δεν μπορούν να τους νικήσουν. Αντιθέτως, θα είναι εκείνοι που, έστω και με κάποιο μικρό τρόπο, θα κατακτήσουν τον κόσμο. Έτσι, ο Τέννυσον βάζει τον βάρδο να τραγουδήσει για τον Αρθούρο:

Κι αν έβρισκε / Μια γυναίκα στη γυναικεία της φύση τόσο σπουδαία / Όσο ήταν αυτός στην ανδρική του φύση, τότε … Οι δυο μαζί τον κόσμο θα μπορούσαν να αλλάξουν.

Ο ίδιος ο Αρθούρος, όταν συναντά για πρώτη φορά τη μελλοντική του βασίλισσα, αναλογίζεται την αδυναμία του να ολοκληρώσει μόνος του το ευγενές όραμά του για τη ζωή και το βασίλειό του:

Εάν μαζί της / Δεν ενωθώ, που είναι η ωραιότερη κάτω από τον ουρανό, φαίνομαι σαν ένα τίποτα στον πανίσχυρο κόσμο / Και δεν μπορώ να θελήσω το θέλημά μου, ούτε να κάνω το έργο μου / Ολοκληρωτικά, ούτε να γίνω νικητής και άρχοντας στο δικό μου βασίλειο.

Αλλά ονειρεύεται τη δόξα που θα αποκτούσε αν παντρευόταν μαζί της:

Αλλά αν ήμουν ενωμένος μαζί της / Τότε θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί σαν μια ζωή / Και βασιλεύοντας με μια θέληση σε όλα, / Να έχουμε δύναμη σε αυτή τη σκοτεινή τη γη να τη φωτίσουμε / Και δύναμη σε αυτό τον κόσμο τον νεκρό για να τον κάνουμε να ζήσει.

Οι δυνατότητες του γάμου

Αυτό που περιγράφει εδώ ο Τέννυσον είναι, υπό μία έννοια, το δυναμικό κάθε γάμου. Μπορεί να μην είμαστε όλοι βασιλιάδες και βασίλισσες, αλλά είμαστε όλοι βασιλιάδες και βασίλισσες των σπιτιών μας, της μικρής μας γωνιάς του κόσμου. Και αν ένα κοινό όραμα ενώνει τους δύο συζύγους, έχουν τη δύναμη να μεταμορφώσουν αυτό τον κόσμο με τρόπους που ίσως ούτε οι ίδιοι δεν μπορούν να φανταστούν.

Φυσικά, η μεγάλη τραγωδία της ιστορίας του Αρθούρου είναι ότι η Γκουίνεβιρ πέφτει. Και με την πτώση της, ματαιώνει τις μεγαλειώδεις δυνατότητες που είχε η σχέση τους. Όταν η σχέση της με τον Λάνσελοτ γίνεται γεγονός αδιαμφισβήτητο, κλονίζει το βασίλειο μέχρι τον πυρήνα του, διχάζει τους ιππότες και δίνει την ευκαιρία στον Μόρντρεντ να προσπαθήσει να ανατρέψει τον Αρθούρο.

Σε αυτή την ιστορία, μπορούμε να διακρίνουμε μια διαχρονική αλληγορία, που μας λέει ότι όταν το βασικό δομικό στοιχείο του πολιτισμού, ο γάμος, καταρρέει, τότε ολόκληρη η κοινωνία αναπόφευκτα θα καταρρεύσει επίσης.

Συντετριμμένος και έτοιμος να βαδίσει στην τελευταία του μάχη, ο Αρθούρος λέει στη βασίλισσά του:

Δεν έκανες τη ζωή μου τόσο γλυκιά για μένα, / Ώστε εγώ ο βασιλιάς να νοιάζομαι πολύ να ζήσω, / Γιατί εσύ χάλασες τον σκοπό της ζωής μου.

Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά, ο Αρθούρος την αγαπά μέχρι το τέλος και η Γκουίνεβιρ μαθαίνει και αυτή – πολύ αργά – να αγαπά τον Αρθούρο.

Στον αποχαιρετισμό του προς τη Γκουίνεβιρ, ο Αρθούρος περιγράφει για άλλη μια φορά τον έντιμο ιπποτικό του κώδικα και τονίζει τη μεγάλη δύναμη που έχει μια γυναίκα να εμπνέει σε έναν άντρα την αγάπη για υψηλά ιδανικά και αντρικά επιτεύγματα:

Έβαλα [τους ιππότες] να βάλουν τα χέρια τους στα δικά μου και να ορκιστούν / Να σέβονται τον βασιλιά, σαν να ήταν η συνείδησή τους, και τη συνείδησή τους σαν τον βασιλιά τους, / Να συντρίβουν τους ειδωλολάτρες και να υποστηρίζουν τον Χριστό, / Να ιππεύουν μέχρι μακριά αποκαθιστώντας ανθρώπινες αδικίες, / Να μη λένε συκοφαντίες, όχι, ούτε να τις ακούνε, / Να τιμούν τον δικό τους λόγο σαν να ήταν του Θεού τους, / Να ζουν γλυκές ζωές με την αγνότερη αγνότητα, / Να αγαπούν μόνο μια κοπέλα, να προσκολλώνται σε αυτήν / Και να τη λατρεύουν με χρόνια ευγενών πράξεων / Μέχρι να την κερδίσουν, γιατί πράγματι δεν ήξερα / Κανέναν καλύτερο δάσκαλο κάτω από τον ουρανό από το κοριτσίστικο πάθος μιας κοπέλας, / Όχι μόνο για να κρατάει χαμηλά την ευτέλεια στον άντρα, αλλά και για να διδάσκει την υψηλή σκέψη και τα ευγενικά λόγια / Και την ευγένεια και την επιθυμία της φήμης / Και την αγάπη για την αλήθεια και όλα όσα κάνουν τον άντρα.

Του Walker Larson

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Τρία μαθήματα ευγενικής συμπεριφοράς από τον κύριο Νάιτλυ της Τζέην Ώστεν

Στη λογοτεχνία, κάποιοι χαρακτήρες μάς κάνουν να γελάμε, κάποιοι μάς κάνουν να κλαίμε, κάποιοι μάς κάνουν να αγανακτούμε και μερικές σπάνιες μορφές είναι φάροι φωτός για το πώς πρέπει να ζούμε.

Ένας τέτοιος χαρακτήρας είναι ο κύριος Νάιτλυ από το υπέροχο μυθιστόρημα της Τζέην Ώστεν του 1815, «Έμμα». Διαδραματίζεται στην επαρχιακή Αγγλία, και περιγράφει τις πράξεις μιας γοητευτικής, έξυπνης και κάπως ανώριμης νεαρής γυναίκας που ονομάζεται Έμμα Γούντχαους, η οποία ασχολείται με το να κάνει την προξενήτρα για φίλους και γνωστούς της — είτε επιθυμούν τη βοήθειά της είτε όχι. Η Έμμα ζει μόνη με τον ηλικιωμένο πατέρα της και ο πιο συχνός επισκέπτης και φίλος τους είναι ο κύριος Νάιτλυ, ο οποίος έχει το γειτονικό κτήμα.

Η πρόταση του κυρίου Νάιτλυ στην Έμμα. Εικονογράφηση του Κρις Χάμμοντ, για την έκδοση του 1898. (Public Domain)

 

Όπως υποδηλώνει το όνομα του κυρίου Νάιτλυ (Mr. Knightley, από το knight=ιππότης), είναι ένας χαρακτήρας έντιμος, ιπποτικός, και ευγενικός. Με ανεπιτήδευτη χάρη και καλή προαίρεση, ο κύριος Νάιτλυ μάς δείχνει πώς να αντιμετωπίζουμε ευγενικά τις συνηθισμένες καταστάσεις της ζωής. Ακολουθούν τρία συγκεκριμένα μαθήματα από το παράδειγμά του.

Βοήθεια προς τους άλλους

Ένας ευγενής άνθρωπος χρησιμοποιεί τους πόρους, την επιρροή και τις ικανότητές του για να βοηθά τους άλλους.

Ο κύριος Νάιτλυ είναι ιδιοκτήτης της μεγάλης περιουσίας του Ντάουνγουελ Άμπεϋ. Έχει αρκετούς ενοικιαστές αγρότες, περιλαμβανομένου του Ρόμπερτ Μάρτιν, ενός καλόκαρδου νεαρού, ερωτευμένου με μια από τις φίλες της Έμμα, τη Χάριετ Σμιθ. Η Χάριετ συμπαθεί πολύ τον νεαρό άνδρα, αλλά η Έμμα την πείθει ότι ο Ρόμπερτ Μάρτιν δεν είναι κατάλληλος – κάτι που οδηγεί σε σύγχυση και στενοχώρια από όλες τις πλευρές.

Ο κύριος Νάιτλυ ενδιαφέρεται ειλικρινά για την ευημερία των ενοικιαστών του, ιδιαίτερα του Μάρτιν, τον οποίο αντιμετωπίζει σχεδόν σαν γιο και τον οποίο υποστηρίζει  όταν η Έμμα πείθει την Χάριετ να αγνοήσει τον νεαρό αγρότη υπέρ ενός «καλύτερου αλιεύματος».

Εκτός από το να υποστηρίζει άλλους, ο κύριος Νάιτλυ μοιράζεται ελεύθερα τους υλικούς του πόρους. Προσκαλεί τους φίλους και τους γείτονές του να μαζέψουν φράουλες από τις καλλιέργειές του. Δίνει τόσα μήλα που του μένουν τελικά πολύ λίγα για τον εαυτό του. Επιτρέπει σε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων γυναικών από το χωριό που δεν μπορούν να έχουν δική τους άμαξα να χρησιμοποιούν τη δική του.

 

Εικονογράφηση για την έκδοση του 1898, όπου ο κύριος Νάιτλυ ακούει με ευγένεια την ομιλητική κυρία Μπέητς. (Public Domain)

 

Συνοψίζοντας όσα διδάσκει στους αναγνώστες η συμπεριφορά του κυρίου Νάιτλυ, ο καθηγητής λογοτεχνίας Μίτσελ Καλπαγκιάν έγραψε: «Ένας ευγενής άνθρωπος κάνει καλές πράξεις αθόρυβα και απαρατήρητα, έχοντας πάντα επίγνωση των αναγκών των άλλων χωρίς να του το ζητήσουν».

Υπερασπιστής της τιμής των άλλων

Ένας ευγενής άνθρωπος φροντίζει τους παραμελημένους και υπερασπίζεται την τιμή όλων. Ο Νάιτλι έχει στον νου του όσους παραμελούνται από τους άλλους.

Ο πατέρας της Έμμα, ο κύριος Γούντχαους, είναι ένας αδύναμος γέρος, καλόκαρδος αλλά συνεσταλμένος και, για κάποιους, λίγο υποχόνδριος και κουραστικός στην παρέα. Λίγοι άνθρωποι βρίσκουν χρόνο για αυτόν. Ωστόσο, ο κύριος Νάιτλυ τον επισκέπτεται τακτικά και του μιλά ευχάριστα για τα πιο ασήμαντα θέματα, αφιερώνοντας τον χρόνο του σε αυτόν τον μοναχικό γέρο, χωρίς ποτέ να παραπονιέται για τη μικρονοηκότητα του κυρίου Γούντχαους. Όπως το έθεσε ο Καλπαγκιάν, «πάντα κοινωνικός και ευγενικός, [ο κύριος Νάιτλυ] δεν καταφεύγει ποτέ σε επιδείξεις για να κερδίσει αναγνώριση ή κομπλιμέντα, αλλά συζητά ανεπιτήδευτα με όλους τους ανθρώπους για πολλά θέματα, ασήμαντα και σημαντικά, με τέλεια ευκολία και χωρίς αέρα ανωτερότητας».

Ο κύριος Νάιτλυ παρέχει ένα άλλο παράδειγμα φροντίδας, όταν η Χάριετ Σμιθ σνομπάρεται από άλλον άντρα σε έναν χορό. Παρατηρεί τη φτωχή κοπέλα να κάθεται λυπημένη μόνη της ενώ οι άλλοι χορεύουν, και σπεύδει να τη ‘σώσει’ οδηγώντας την ο ίδιος στον χορό.

Σε μια ιδιαίτερα οδυνηρή σκηνή, η ενθουσιώδης Έμμα κοροϊδεύει μια ανόητη αλλά ευγενική γυναίκα που έγνεθε μαλλί στο χωριό, την κυρία Μπέητς. Η Έμμα, η κυρία Μπέητς, ο κύριος Νάιτλυ και αρκετοί άλλοι έχουν πάει για πικνίκ, και την ώρα που κάθονται να ξεκουραστούν αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι όπου κάθε άτομο πρέπει να πει είτε ένα έξυπνο πράγμα είτε δύο μετρίως έξυπνα πράγματα είτε τρία βαρετά πράγματα. Η κυρία Μπέητς — γνωστή για τη φλυαρία της για τα πιο ασήμαντα ζητήματα — παρατηρεί τότε, με μια δόση αυτοκριτικής: «Τρία πράγματα πραγματικά πολύ βαρετά. Αυτό είναι για μένα, ξέρετε. Σίγουρα λέω τρία βαρετά πράγματα μόλις ανοίγω το στόμα μου, έτσι δεν είναι;»

Σε μια προσπάθεια να φανεί πνευματώδης, η Έμμα απαντά κοροϊδευτικά: «Α! Κυρία, αλλά μπορεί να υπάρχει μια δυσκολία. Με συγχωρείτε — αλλά θα περιοριστείτε στον αριθμό — μόνο τρία τη φορά».

Η κα Μπέητς σταματά αμέσως ταπεινωμένη και αμήχανη. Λίγο αργότερα την υπερασπίζεται ο κύριος Νάιτλυ, χωρίς να παραλείψει να επιπλήξει την Έμμα για την απερισκεψία της:

«Ήταν πραγματικά άσχημο! Εσύ, που σε ήξερε από βρέφος, που σε είχε παρακολουθήσει να μεγαλώνεις από μια περίοδο που η προσοχή της ήταν τιμή, να σε έχει τώρα, με αλόγιστη διάθεση και υπερηφάνεια της στιγμής, να γελάς μαζί της, να την ταπεινώνεις — και ενώπιον της ανιψιάς της — και ενώπιον άλλων, πολλοί από τους οποίους (σίγουρα κάποιοι) θα επηρεάζονταν από την στάση σου. Αλλά πρέπει και θα το κάνω — θα σου πω αλήθειες.»

Προσήλωση στην αλήθεια

Όπως δηλώνει ο ίδιος ο κύριος Νάιτλυ στο απόσπασμα που μόλις αναφέρθηκε, είναι αποφασισμένος να πει την αλήθεια. Κάθε άνθρωπος με ακεραιότητα πρέπει να αγαπά και να ζει σύμφωνα με την αλήθεια. Μιλώντας στην Έμμα για την ανεντιμότητα ενός άλλου αρσενικού χαρακτήρα, ο κύριος Νάιτλυ φωνάζει με αίσθημα: «Τόσο σε αντίθεση με αυτό που θα έπρεπε να είναι ένας άντρας! Τίποτα από αυτή την ειλικρινή ακεραιότητα, αυτή την αυστηρή προσήλωση στην αλήθεια και τις αρχές, αυτή την περιφρόνηση της πονηριάς και της μικρότητας, που ένας άντρας πρέπει να επιδεικνύει σε κάθε συναλλαγή της ζωής του». Αυτή είναι μια εξαιρετική περίληψη των αξιών του κυρίου Νάιτλυ και του τρόπου που ενεργεί: με αφοσίωση στην αλήθεια και την ειλικρίνεια.

Επιπλέον, ο κύριος Νάιτλυ ξέρει ότι η αλήθεια θα ωφελήσει τελικά τους άλλους. Επειδή τρέφει μεγάλη αγάπη και νοιάζεται πραγματικά για την Έμμα, είναι ειλικρινής μαζί της και της λέει ακόμα και σκληρές αλήθειες, ώστε εκείνη να μάθει και να ωριμάσει. Τελικά, ο κύριος Νάιτλυ ενδιαφέρεται για την καλλιέργεια της Έμμας, ιδίως στην αρετή, και προσπαθεί να την καθοδηγήσει σε αυτό το μονοπάτι. Της λέει τη γνώμη του όταν νιώθει ότι είναι απαραίτητο, όπως μετά από το περιστατικό με την κυρία Μπέητς.

Όταν συνειδητοποιεί πως η ανάμειξη της Έμμα έχει βλάψει το ειδύλλιο μεταξύ της Χάριετ και του Ρόμπερτ Μάρτιν, της λέει ειλικρινά: «Δεν ήσουν φίλη της Χάριετ Σμιθ, Έμμα». Με αυτό, εννοεί ότι η Έμμα έχει βάλει τον εαυτό της και το παιχνίδι των γνωριμιών πάνω από αυτό που είναι πραγματικά καλό για τη Χάριετ.

Σε αντίθεση με τους περισσότερους χαρακτήρες του βιβλίου, ο κύριος Νάιτλυ δεν κολακεύει την Έμμα, όσο κι αν τη νοιάζεται. Όταν κάνει ένα λάθος — είτε σε κάτι μικρό, όπως όταν ζωγραφίζει ένα πορτραίτο είτε σε κάτι μεγάλο, όπως μια φιλία — της προσφέρει εποικοδομητική κριτική. Ο πονηρός και φίλαυτος κύριος Έλτον, ελπίζοντας να κερδίσει την εύνοια της Έμμας, επαινεί χωρίς διάκριση τις καλλιτεχνικές της ικανότητες, αλλά ο κύριος Νάιτλυ της επισημαίνει ευγενικά τα προβλήματα της ζωγραφιάς της.

Η προσέγγιση του κυρίου Νάιτλυ στη ζωή μπορεί να συνοψιστεί με τα δικά του λόγια: «Υπάρχει ένα πράγμα, Έμμα, που ένας άντρας μπορεί πάντα να κάνει, αν το επιλέξει, και αυτό είναι το καθήκον του. Όχι με ελιγμούς και περίτεχνο τρόπο, αλλά με δύναμη και αποφασιστικότητα» – το καθήκον του να βοηθά τους άλλους, να επιπλήττει το κακό όταν το βλέπει και να υπερασπίζεται ό,τι είναι σωστό και ευγενές.

Σε όλο το μυθιστόρημα, το κάνει αυτό με «δύναμη και αποφασιστικότητα», αποδεικνύοντας ότι τα ιδεώδη της ιπποσύνης μπορούν να αντέξουν ακόμη και στην καθημερινή ζωή, όπου κάθε αλληλεπίδραση με τους άλλους μπορεί να ιδωθεί ως δοκιμασία ιπποτικής αρετής.