Σάββατο, 21 Δεκ, 2024

Περί ενεργητικής και εις βάθος ανάγνωσης

Διαβάζουμε για ψυχαγωγία, ενημέρωση, γνώση. Ένα καλό βιβλίο, ποίημα ή εργασία είναι και μία ανοικτή πόρτα προς τον κόσμο. Το διάβασμα ανοίγει νέους ορίζοντες και νέους δρόμους προς την αλήθεια και την ομορφιά, προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους.

Οι καρποί της βαθιάς, αναλυτικής ανάγνωσης είναι η κατανόηση και η σοφία, που δεν συνίστανται απλώς στη συσσώρευση περισσότερων πληροφοριών, αλλά στην κατανόησή τους και στον συνδυασμό τους σε μια ολιστική και ουσιαστική αντανάκλαση της πραγματικότητας. Στα βιβλία αναζητούμε τη σοφία: τη γνώση των αιτίων, όχι μόνο τα «τι» ή «πώς», αλλά και τα«γιατί». Η κατάκτηση της σοφίας προϋποθέτει και βαθύτερη ανάγνωση.

Διαβάζω (και γράφω) καλά σημαίνει σκέπτομαι καλά. Αλλά όπως η καλή σκέψη δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, ούτε και η καλή ανάγνωση είναι. Συχνά υποθέτουμε ότι εάν ένα άτομο έχει μάθει να αποκρυπτογραφεί τα γράμματα και τις λέξεις που είναι γραμμένες και έχει αρκετά πλούσιο λεξιλόγιο, τότε μπορεί να διαβάσει και να κατανοήσει το νόημα των προτάσεων. Αλλά η καλή ανάγνωση είναι κάτι περισσότερο.

Ενεργητική ανάγνωση

Στο κλασικό τους έργο «Πώς να διαβάζετε ένα βιβλίο» (“How to Read Books“, 1940), οι Μόρτιμερ Άντλερ [Mortimer Adler] και Τσαρλς βαν Ντόρεν [Charles Van Doren] εξηγούν ότι οι αναγνώστες δεν διαβάζουν εξίσου καλά:

«Ένας αναγνώστης είναι καλύτερος από έναν άλλο στο βαθμό που είναι ικανός για μεγαλύτερη δραστηριότητα στο διάβασμα και κάνει περισσότερη προσπάθεια. Είναι καλύτερος αν απαιτεί περισσότερα από τον εαυτό του και από το κείμενο που έχει μπροστά του.»

Με άλλα λόγια, το καλό διάβασμα είναι ενεργητικό και απαιτεί μία προσπάθεια. Για να πάρουμε ό,τι μπορούμε από ένα υπέροχο βιβλίο, άρθρο ή ποίημα, πρέπει να κοπιάσουμε.

Το ότι οι αναγνώστες βρίσκονται στη θέση του αποδέκτη πληροφοριών δεν σημαίνει ότι δεν συμμετέχουν στη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη. Οι Άντλερ και βαν Ντόρεν εξηγούν:

«Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η επικοινωνία είναι σαν να δεχόμαστε ένα χτύπημα, μια κληρονομιά ή μια κρίση. Αντίθετα, ο αναγνώστης ή ο ακροατής μοιάζουν πολύ περισσότερο με τον catcher στο μπέιζμπολ. Το πιάσιμο της μπάλας είναι μια δράση όπως το ρίξιμο ή το χτύπημα».

Τι πρέπει να κάνετε για να «πιάσετε» τις πληροφορίες που προσφέρει ο συγγραφέας στο κείμενο; Για να επωφεληθείτε από την ανάγνωση, χρειάζονται ορισμένες δεξιότητες.

Κατανοήστε τον σκοπό του συγγραφέα

Αυτό μπορεί να φαίνεται προφανές, αλλά πολλοί άνθρωποι παραμελούν αυτό το πρώτο βήμα – να προσδιορίσουν σωστά το είδος και τον σκοπό του έργου, στοιχεία θεμελιώδη για την ανακάλυψη του νοήματός του. Είναι αστοχήσουμε αν δεν τοποθετήσουμε το έργο στη σωστή προοπτική.

Ένα αστείο είναι ένα προφανές παράδειγμα αυτού. Εάν ένα αστείο παρερμηνευτεί ως σοβαρό, μπορεί να υπάρξει μεγάλη σύγχυση. Πρώτα πρέπει να καταλάβουμε τι διαβάζουμε: ένα επιστημονικό έργο, ένα άρθρο, ένα προσωπικό δοκίμιο, έναν πολιτικό λόγο, μια σάτιρα, ένα πειραματικό μυθιστόρημα, ένα ποίημα ή ένα θεατρικό έργο; Αυτά τα διαφορετικά είδη λογοτεχνικών έργων δεν μπορούν να διαβαστούν με τον ίδιο τρόπο.

Προσδιορίστε τα ζητήματα που θίγει ο συγγραφέας

Έχοντας καθορίσει το γενικό είδος και τον σκοπό του έργου, θέλουμε να μάθουμε τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που θέτει ο συγγραφέας. Αυτές οι πληροφορίες περιέχονται συνήθως στην εισαγωγή του βιβλίου ή στις πρώτες λίγες παραγράφους ενός άρθρου ή δοκιμίου. Αν αποκτήσουμε μια βασική κατανόηση της δομής του έργου, θα έχουμε έναν ‘χάρτη’ που θα μας βοηθά να γνωρίζουμε από πού περάσαμε και πού πηγαίνουμε.

Ανοιχτείτε στο κείμενο

Αυτή η συμβουλή ισχύει ιδιαίτερα για τη μυθοπλασία και την ποίηση, όπου ο συγγραφέας επιδιώκει να μεταφέρει μια εμπειρία και όχι ένα συγκεκριμένο σύνολο γεγονότων. Αλλά ισχύει επίσης για τη μη λογοτεχνία ότι πρέπει να προσεγγίσουμε το κείμενο με ανοιχτό μυαλό, αν θέλουμε να αντλήσουμε πολλά από αυτό. Η φιλόλογος Τζέσσικα Μηκ [Jessica Meek] γράφει:

«Διαβάζω καλά σημαίνει παραμερίζω τις προκαταλήψεις μου για να κατανοήσω πλήρως τα επιχειρήματα.»

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να επικρίνουμε ή να διαφωνήσουμε με ένα βιβλίο, αλλά ακόμα και αυτό μπορεί να είναι καρποφόρο μόνο αν πρώτα το κατανοήσουμε πραγματικά και κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να το δούμε μέσα από τα μάτια του συγγραφέα.

Στο «Πειραματισμός στην κριτική» (An Experiment in Criticism, 1961), ο C.S. Lewis γράφει:

«Μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα βιβλίο ως κακό μόνο διαβάζοντάς το σαν να μπορούσε να είναι πολύ καλό. Πρέπει να καθαρίσουμε το μυαλό μας και να ανοιχτούμε. Δεν υπάρχει δουλειά στην οποία δεν μπορούμε να βρούμε κενά. Δεν υπάρχει έργο που να μπορεί να γίνει επιτυχημένο χωρίς να προηγηθεί μία πράξη καλής θέλησης από την πλευρά του αναγνώστη.»

Μιλώντας συγκεκριμένα για λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά έργα, ο Λιούις τονίζει την ανάγκη να ανοιχτούμε, να «παραδοθούμε» στο έργο, τουλάχιστον στην πρώτη ανάγνωση:

«Η πρώτη απαίτηση ενός έργου οποιασδήποτε τέχνης είναι η παράδοση. Κοιτάζω. Ακούω. Αποδέχομαι. Παραμερίζω τον εαυτό μου.»

Βρείτε ένα επιχείρημα στη μη μυθοπλασία

Γενικά, κάθε μη μυθοπλαστικό έργο (non-fiction) επιβεβαιώνει και αρνείται τον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος. Ως αναγνώστες, θέλουμε να εστιάσουμε σε αυτές τις στιγμές γιατί αποτελούν τον πυρήνα της ιστορίας από την οποία εξαρτώνται τα πάντα. Πρέπει να διαβάζουμε τις σημαντικές ή διφορούμενες προτάσεις αργά και προσεκτικά.

Οι Άντλερ και βαν Ντόρεν συμβουλεύουν:

«Από την οπτική του αναγνώστη, οι προτάσεις που είναι σημαντικές είναι εκείνες που απαιτούν προσπάθεια στην ερμηνεία γιατί δεν είναι απολύτως σαφείς με την πρώτη ματιά… Αυτές είναι οι προτάσεις που διαβάζει κανείς πολύ πιο αργά και πιο προσεκτικά από τις άλλες… Πιθανότατα, θα έχετε τη μεγαλύτερη δυσκολία με τα πιο σημαντικά πράγματα που θέλει να πει ο συγγραφέας.»

Είναι χρήσιμο να υπογραμμίσετε ή να τονίσετε τέτοιες προτάσεις με αστερίσκους.

Κάντε ερωτήσεις και συμμετάσχετε στη συζήτηση

Όταν αρχίζουμε να προσδιορίζουμε τις βασικές προϋποθέσεις και τα συμπεράσματα του συγγραφέα ή τα βασικά χαρακτηριστικά του κόσμου που δημιουργεί ο συγγραφέας, πρέπει να τα αμφισβητήσουμε. Είναι αλήθεια; Τι ζητούν ή υπαινίσσονται; Ταιριάζουν με την εμπειρία μου; Έχουν νόημα τα στοιχεία; Πώς συγκρίνονται με άλλα πράγματα που έχω διαβάσει; Ποιες δηλώσεις του συγγραφέα με μπερδεύουν, εμπνέουν ή συγκινούν;

Οι Άντλερ και βαν Ντόρεν λένε:

«Ο αναλυτικός αναγνώστης πρέπει να κάνει πολλές ερωτήσεις σχετικά με αυτό που διαβάζει.»

Αν και οι ερωτήσεις μπορεί να διαφέρουν κατά την ανάγνωση μυθοπλασίας και μη μυθοπλασίας, μπορούμε να εμβαθύνουμε και στους δύο τύπους έργων θέτοντας ερωτήσεις και συνδέοντάς τα με άλλα πράγματα που έχουμε βιώσει ή διαβάσει.

Γράψτε και κάντε σχόλια καθώς διαβάζετε

Η συνομιλία μας με το κείμενο παίρνει συγκεκριμένη μορφή γραπτώς — ακόμα και αν πρόκειται μόνο για λίγες λέξεις σημειωμένες στο περιθώριο ή για την υπογράμμιση μιας σημαντικής πρότασης. Όπως έγραψαν οι Άντλερ και βαν Ντόρεν, «θα πρέπει να διακρίνετε τις κύριες προτάσεις σαν να ήταν ανάγλυφες στη σελίδα». Αυτό το κάνουμε υπογραμμίζοντας ή επισημαίνοντας φράσεις-κλειδιά.

Η υπογράμμιση και ο σχολιασμός όχι μόνο τονίζουν οπτικά τις βασικές φράσεις και τις καθιστούν εύκολα προσβάσιμες αργότερα, αλλά επίσης μάς αναγκάζουν να επιβραδύνουμε, να ξαναδιαβάζουμε και να σκεφτόμαστε περίπλοκες, υπέροχες, μυστηριώδεις και άλλες σημαντικές ιδέες. Το Πανεπιστήμιο του Όρεγκον συνιστά να κρατάτε σημειώσεις και να απαντάτε στο κείμενο καθώς διαβάζετε, συνοψίζοντας ή εξηγώντας δύσκολες έννοιες με δικά σας λόγια. Αν κάτι συγκεκριμένο τραβά το ενδιαφέρον μας ή μας κουράζει, θα πρέπει να το σημειώσουμε. Νιώθω ανεπαρκής αν προσπαθώ να διαβάσω χωρίς ένα μολύβι στα χέρια μου. Έχει γίνει ένα απαραίτητο εργαλείο στην ενεργή διαδικασία ανάγνωσης μου. Χρησιμοποιώντας αστερίσκους, υπογραμμίσεις, ερωτηματικά και σημειώσεις στο περιθώριο, το μολύβι μου εκφράζει τον εσωτερικό μου διάλογο με το κείμενο.

Όπως κάθε άλλη δεξιότητα, η καλή, εις βάθος ανάγνωση δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό. Απαιτεί εξάσκηση, πειραματισμό και ανάπτυξη. Η ανάγνωση είναι ένας διάλογος και μια σχέση μεταξύ του αναγνώστη, του συγγραφέα και του κόσμου. Μέσω των βιβλίων μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στα μεγαλύτερα μυαλά στον κόσμο και μπορούν να μας διδάξουν πολλά. Πρέπει, όμως, να κάνουμε την απαραίτητη προσπάθεια για να δεχτούμε το δώρο που προσφέρεται και να μην το αφήνουμε να γλιστρά από τα χέρια μας σαν άμμος. Πρέπει να κάνουμε περισσότερα από το να θυμόμαστε αυτά που έχουν γραφτεί. Πρέπει να σκεφτούμε γιατί γράφτηκε αυτό και πώς σχετίζεται με την πραγματικότητα. Πρέπει να διαβάζουμε σωστά.

Του Walker Larson

«Έγκλημα και τιμωρία»: Διαψεύδοντας τον σοσιαλισμό 50 χρόνια πριν από τη Ρωσική Επανάσταση

Το εκτελεστικό απόσπασμα έστρεψε τα όπλα του προς τους κρατούμενους, οι οποίοι στέκονταν ακίνητοι, σαν παγωμένοι, όπως το κρυσταλλωμένο ρωσικό χειμωνιάτικο τοπίο. Λίγες στιγμές πριν, οι κρατούμενοι είχαν αναγκαστεί να φορέσουν τα λευκά πουκάμισα των καταδικασμένων και τους είχαν πει να φιλήσουν τον Σταυρό. Στη συνέχεια, τους έδεσαν σε έναν στύλο στο πεδίο ασκήσεων του Σεμιόνοφ, τρεις κάθε φορά.

Ήταν το τέλος. Ποιες σκέψεις πρέπει να πέρασαν από το μυαλό των κρατουμένων εκείνη τη στιγμή; Ένας από τους άνδρες, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, σε μια επιστολή προς τον αδελφό του, μας δίνει μια γεύση από τις λειτουργίες του μυαλού του όταν, όπως πίστευε, η ζωή του ήταν έτοιμη να του ξεφύγει.

«Δεν μου είχε απομείνει περισσότερο από ένα λεπτό για να ζήσω. Σε θυμήθηκα, αδελφέ, και όλα τα δικά σου. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου λεπτού εσύ, εσύ μόνο, ήσουν στο μυαλό μου – μόνο τότε συνειδητοποίησα πόσο σε αγαπώ, αγαπημένε μου αδελφέ!»

Αλλά λίγο πριν ο Ντοστογιέφσκι οδηγηθεί στον στύλο, οι φρουροί ανακοίνωσαν ότι η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα, ο Τσάρος Νικόλαος Α΄, τους έδωσε χάρη, χαρίζοντάς τους τη ζωή. Ήταν, ίσως, ένα σκληρό είδος αστείου, μια τιμωρία από μόνη της, για να προειδοποιήσει αυτούς τους άνδρες να αναμορφώσουν τις ζωές που παραλίγο να χάσουν. Οι κρατούμενοι καταδικάστηκαν σε τετραετή εξορία στη Σιβηρία αντί της θανατικής ποινής. Ο Ντοστογιέφσκι πήρε την προειδοποίηση κατάκαρδα, γιατί η ζωή του και οι πεποιθήσεις του άλλαξαν ριζικά μετά από αυτή την εμπειρία. Βλέπουμε στο γράμμα του Ντοστογιέφσκι προς τον αδελφό του ότι η αλλαγή είχε ήδη αρχίσει, καθώς γράφει: «Ποτέ άλλοτε δεν εργάστηκε μέσα μου μια τόσο υγιής αφθονία πνευματικής ζωής όσο τώρα».

Η πεποίθησή του για το δώρο της ζωής – που εντυπώθηκε στο μυαλό του με εκπληκτική σαφήνεια και δύναμη από την παρ’ ολίγον απώλειά της – λάμπει με σχεδόν οραματική έμπνευση:

«Όταν αναλογίζομαι το παρελθόν και σκέφτομαι πόσος χρόνος έχει χαθεί μάταια, πόσος χρόνος χάθηκε σε πλάνες, σε λάθη, σε απραξία, σε άγνοια για το πώς να ζω, πόσο δεν εκτιμούσα τον χρόνο, πόσο συχνά αμάρτησα ενάντια στην καρδιά και το πνεύμα μου, η καρδιά μου ματώνει. Η ζωή είναι δώρο, η ζωή είναι ευτυχία, κάθε λεπτό θα μπορούσε να είναι μια εποχή ευτυχίας. […] Τώρα, αλλάζοντας τη ζωή μου, ξαναγεννιέμαι με μια νέα μορφή.»

 

ZoomInImage
Προσωπογραφία του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, 1872, από τον Βασίλι Περώφ. Λάδι σε καμβά. Πινακοθήκη Τρετυάκωφ, Μόσχα. (Public Domain)

 

Αφήνοντας τις προοδευτικές ιδέες

Ο Ντοστογιέφσκι είχε πράγματι ανάγκη από μια «νέα μορφή». Ο λόγος για τον οποίο ο Ντοστογιέφσκι παρ’ ολίγον να εκτελεστεί και στη συνέχεια εξορίστηκε στην ενδοχώρα ήταν η ανάμειξή του στον Κύκλο Πετρασέφσκι – μια λέσχη διανοουμένων που συζητούσε για τον ουτοπικό σοσιαλισμό – και μια μυστική επαναστατική και τρομοκρατική ομάδα ενσωματωμένη στην πρώτη, αφιερωμένη στην επίτευξη αυτής της ουτοπίας, ακόμη και με βίαια μέσα.

Η Ρωσία ήταν ώριμη για ριζοσπαστική πολιτική στην εποχή του Ντοστογιέφσκι και, όπως πολλοί νέοι τότε, έτσι κι εκείνος παρασύρθηκε από τη μέθη των νέων, «προοδευτικών» ιδεών, κυρίως του σοσιαλισμού. Αυτές τις ιδέες ο Ντοστογιέφσκι άρχισε να τις αποτινάσσει από πάνω του όπως τα ξερά φύλλα από το δέντρο κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σιβηρία.

Εκείνη η μέρα, όταν ο Ντοστογιέφσκι κοίταξε από την κάννη του όπλου ενός δήμιου την πραγματικότητα του θανάτου, στοιχειώνει τη μυθοπλασία του, συμπεριλαμβανομένου του μυθιστορήματος «Έγκλημα και τιμωρία» του 1866.

ZoomInImage
Νικολάι Καραζίν, εικονογράφηση για το μυθιστόρημα «Έγκλημα και τιμωρία» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, 1893. (Public Domain)

 

Στο μυθιστόρημα, ένας νεαρός φοιτητής, ο Ρασκόλνικωφ, ο οποίος έχει υιοθετήσει προοδευτικές και μηδενιστικές ιδέες, αποφασίζει να δολοφονήσει μία ηλικιωμένη τοκογλύφο. Καθώς πηγαίνει να διάπραξει το έγκλημα, κάθε είδους φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες τραβούν την προσοχή του.

«Καθώς περνούσε από τον κήπο του Γιουσούπωφ, ήταν βαθιά απορροφημένος σε σκέψεις για την κατασκευή μεγάλων σιντριβανιών και την αναζωογονητική επίδρασή τους στην ατμόσφαιρα όλων των πλατειών. […] Στη συνέχεια τον απασχόλησε το ερώτημα γιατί σε όλες τις μεγάλες πόλεις οι άνθρωποι δεν οδηγούνται απλώς από την ανάγκη, αλλά κατά κάποιον ιδιαίτερο τρόπο τείνουν να ζουν στα μέρη εκείνα της πόλης όπου δεν υπάρχουν ούτε κήποι ούτε σιντριβάνια. […] “Έτσι, πιθανόν, οι άνθρωποι που οδηγούνται στην εκτέλεση να σφίγγουν νοερά κάθε αντικείμενο που συναντούν στο δρόμο”, του πέρασε από το μυαλό.»

ZoomInImage
Χιούμπερτ Ρόμπερτ, «Το συντριβάνι», περ. 1775-1778. Λάδι σε καμβά. Μουσείο Τέχνης Kimbell, Φορτ Γουόρθ, Τέξας, ΗΠΑ. (Public Domain)

 

Η παρατήρηση του Ρασκόλνικωφ για την ψυχολογία ενός καταδικασμένου ανθρώπου είναι αναμφίβολα αντανάκλαση της εμπειρίας του ίδιου του Ντοστογιέφσκι. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο ότι ένας άνθρωπος που πρόκειται να δολοφονηθεί (ή πρόκειται να διαπράξει φόνο) θα μπορούσε να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό το γεγονός και όμως, δεν είναι τόσο δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι στα λίγα δευτερόλεπτα που απομένουν σε έναν άνθρωπο για να ζήσει, όλα γίνονται σημαντικά, αξιοσημείωτα. Το μυαλό προσκολλάται σε ό,τι μπορεί, αρνούμενο να αναγνωρίσει το μείζον γεγονός που πρόκειται να συντελεστεί. Ή, το μυαλό αποκτά ξαφνικά μια βαθύτερη εικόνα της σημασίας των πάντων, όταν αυτά απομακρύνονται.

Οι εμπειρίες του Ντοστογιέφσκι ως νεαρού άνδρα ενημερώνουν και διαμορφώνουν το «Έγκλημα και τιμωρία» με ακόμη πιο βαθύ τρόπο από αυτή την τυχαία αναφορά. Εξαιτίας του χωνευτηρίου της εικονικής του εκτέλεσης και της επακόλουθης εξορίας του στη Σιβηρία, ο Ντοστογιέφσκι από άνθρωπος πρόθυμος να διαπράξει βία για την επίτευξη μιας σοσιαλιστικής ουτοπίας μετατράπηκε σε έναν άνθρωπο που ήταν εντελώς αντίθετος στον σοσιαλισμό και στο «Έγκλημα και τιμωρία», που γράφτηκε περίπου 15 χρόνια μετά την επιστροφή του από τη Σιβηρία, επιτίθεται στις σοσιαλιστικές ιδέες με πολλούς τρόπους. Υπό ένα πρίσμα, το μυθιστόρημα είναι μια φιλοσοφική μάχη μεταξύ των νέων ιδεών – του μηδενισμού, του σοσιαλισμού και του ωφελιμισμού, μεταξύ άλλων – και της παλιάς θεώρησης του κόσμου που βασίζεται στη χριστιανική ηθική και στην επιθυμία να διατηρηθεί η παράδοση.

ZoomInImage
Σημαντικό θέμα του μυθιστορήματος είναι η λύτρωση μέσω του πόνου. Σε αυτήν την εικόνα του Μιχαήλ Πετρόβιτς Κλωντ, ο Ρασκόλνικωφ ακούει τον Μαρμελάντωφ, τον αλκοολικό πρώην υπάλληλο, να του αφηγείται τα βάσανα τα δικά του και της οικογένειάς του, κλαίγοντας από απόγνωση για τη δυστυχία που τους προκαλεί (1874). (Public Domain)

 

Μια από τις πιο εντυπωσιακές και εύγλωττες διαψεύσεις του Ντοστογιέφσκι για το σοσιαλιστικό λάθος προέρχεται από έναν φίλο του Ρασκόλνικωφ, τον ατίθασο, θρασύ αλλά καλόκαρδο Ραζουμίχιν, το όνομα του οποίου, παρεμπιπτόντως, σημαίνει ‘λόγος’ ή ‘νοημοσύνη’. Αξίζει να το παραθέσουμε εκτενώς:

«Γνωρίζετε το δόγμα [των σοσιαλιστών]: το έγκλημα είναι μια διαμαρτυρία κατά της ανωμαλίας της κοινωνικής οργάνωσης και τίποτα περισσότερο, και τίποτα περισσότερο – δεν γίνονται δεκτές άλλες αιτίες! […] Τα πάντα γι’ αυτούς είναι “η επίδραση του περιβάλλοντος” και τίποτε άλλο. Η αγαπημένη τους φράση! Από την οποία προκύπτει ότι, αν η κοινωνία είναι κανονικά οργανωμένη, όλο το έγκλημα θα σταματήσει αμέσως, αφού δεν θα υπάρχει τίποτα για να διαμαρτυρηθεί κανείς και όλοι οι άνθρωποι θα γίνουν δίκαιοι σε μια στιγμή.

»Η ανθρώπινη φύση δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν, αποκλείεται, υποτίθεται ότι δεν υπάρχει! Δεν αναγνωρίζουν ότι η ανθρωπότητα, που αναπτύσσεται με μια ιστορική ζωντανή διαδικασία, θα γίνει επιτέλους μια κανονική κοινωνία, αλλά πιστεύουν ότι ένα κοινωνικό σύστημα που έχει βγει από κάποιο μαθηματικό μυαλό θα οργανώσει όλη την ανθρωπότητα μονομιάς και θα την κάνει δίκαιη και αναμάρτητη σε μια στιγμή, πιο γρήγορα από οποιαδήποτε ζωντανή διαδικασία!

»Γι’ αυτό και ενστικτωδώς αντιπαθούν την ιστορία, “μόνο ασχήμια και βλακεία έχει μέσα της”, και τα εξηγούν όλα ως βλακεία! Γι’ αυτό αντιπαθούν τόσο πολύ τη ζωντανή διαδικασία της ζωής – δεν θέλουν μια ζωντανή ψυχή! Η ζωντανή ψυχή απαιτεί ζωή, η ψυχή δεν υπακούει στους κανόνες της μηχανικής, η ψυχή είναι αντικείμενο καχυποψίας και η ψυχή είναι οπισθοδρομική! Αλλά αυτό που θέλουν, αν και μυρίζει θάνατο και μπορεί να γίνει από λάστιχο Ινδίας, τουλάχιστον δεν είναι ζωντανό, δεν έχει θέληση, είναι δουλικό και δεν επαναστατεί!

»Και καταλήγουν στο τέλος στο να περιορίσουν τα πάντα στην κατασκευή τοίχων και στον σχεδιασμό δωματίων και διαδρόμων σε ένα φαλάνδρι [κτίριο σχεδιασμένο για να επιτρέπει μια αυτόνομη ουτοπική κοινότητα]! Το φαλανστήριο είναι πράγματι έτοιμο, αλλά η ανθρώπινη φύση σας δεν είναι έτοιμη για το φαλανστήριο.»

Ο Ραζουμίχιν συνοψίζει και στη συνέχεια καταρρίπτει την κεντρική σοσιαλιστική αρχή: ότι τα ανθρώπινα όντα είναι, τελικά, απλές υλικές μηχανές που μπορούν να προγραμματιστούν να συμπεριφέρονται με ομαλό και ευημερούντα τρόπο χρησιμοποιώντας το σωστό σύστημα και τις κατάλληλες περιβαλλοντικές επιδράσεις. Για έναν σοσιαλιστή, η ρίζα των προβλημάτων στον κόσμο μας μπορεί να αναχθεί σε ένα άδικο κοινωνικό σύστημα. Διορθώστε το σύστημα και θα διορθώσετε τα προβλήματα. Αυτό το σύστημα, παρεμπιπτόντως, απαιτεί την κατεδάφιση της παλιάς δομής της κοινωνίας, η οποία είναι, φυσικά, εγγενώς άδικη και καταπιεστική. Με την εξάλειψη των παλαιών τρόπων και τη δημιουργία των νέων επιστημονικών κοινωνικών συστημάτων, η ανθρώπινη ζωή θα γίνει ευτυχισμένη, δίκαιη και ευημερούσα.

Όμως οι σοσιαλιστές, όπως επισημαίνει ο Ραζουμίχιν, έχουν παραβλέψει μόνο μια σημαντική λεπτομέρεια. Υπάρχει ένα γρανάζι σε αυτή την κοινωνική μηχανή που δεν ταιριάζει στη θέση του, μια μεταβλητή στην εξίσωση που δεν μπορεί να προβλεφθεί: η ανθρώπινη ψυχή. Υπάρχει κάτι μέσα μας που δεν μπορεί να προγραμματιστεί όπως μια μηχανή, κάτι που, από τη φύση του, παραμένει ελεύθερο, και ως εκ τούτου απρόβλεπτο. Είναι αυτή η δύναμη, περισσότερο από το περιβάλλον, που καθορίζει την έκβαση της ζωής μας και το πεπρωμένο ολόκληρων εθνών. Η προέλευση τόσο του καλού όσο και του κακού στην κοινωνία βρίσκεται σε αυτή τη μυστική ακρόπολη μέσα σε κάθε ανθρώπινο ον. Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, ένας άλλος μεγάλος Ρώσος συγγραφέας, ο οποίος βίωσε τον θρίαμβο των σοσιαλιστικών ιδεολογιών που ο Ντοστογιέφσκι είχε αμφισβητήσει στην εποχή του, έγραψε: «Η γραμμή που χωρίζει το καλό από το κακό τέμνει την καρδιά κάθε ανθρώπου».

Οι ανθρώπινες πράξεις είναι αποτέλεσμα του περιβάλλοντος ή της επιλογής; Η αδικία προκύπτει από επιστημονικό σφάλμα ή από αμαρτία; Μήπως οφείλεται στο σύστημα ή στην ψυχή; Όπως κάθε μεγάλη λογοτεχνία, το «Έγκλημα και τιμωρία» καταπιάνεται με τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα.

Ένα επιχείρημα του Ντοστογιέφσκι ενάντια στο σοσιαλιστικό δόγμα, ακόμη πιο ισχυρό από αυτό του Ραζουμίχιν, δεν είναι καθόλου επιχείρημα. Είναι μια εμπειρία. Είναι η εμπειρία του Ρασκόλνικωφ πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη διάπραξη του φόνου – ενός φόνου που δικαιολογεί την εξόντωση ενός άχρηστου ατόμου που εμποδίζει τη δημιουργία ενός ‘σωστού’ κοινωνικού συστήματος.

Κατά τη διάρκεια αυτού του τεταμένου ψυχολογικού δράματος και πνευματικού έπους, βλέπουμε τον Ρασκόλνικωφ να συναντά δυνάμεις που δεν μπορούν να εξηγηθούν με την υλιστική σοσιαλιστική ερμηνεία του σύμπαντος, δυνάμεις που κανένα σύστημα ή ιδεολογία δεν μπορεί να ελέγξει: ενοχή, λύπη, αυτοθυσία, κρίση, συγχώρεση και αγάπη. Δεν είναι ότι κάποιος τον πείθει, λογικά, για την ύπαρξη αυτών των πραγμάτων – είναι απλώς εκεί, σε όλη τους τη μυστηριώδη δόξα. «Η ζωή είχε μπει στη θέση της θεωρίας», γράφει ο Ντοστογιέφσκι.

Όταν τελειώσετε το «Έγκλημα και τιμωρία», θα ξέρετε στο βαθύτερο μέρος της ύπαρξής σας ότι οι άνθρωποι δεν είναι μηχανές, ότι η ψυχή υπάρχει και, επομένως, μαζί με αυτήν υπάρχει και η ελεύθερη επιλογή, η ενοχή και η δυνατότητα πραγματικής λύπης και πραγματικής χαράς – μιας χαράς που κανένα  σύστημα δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει τεχνητά.

ZoomInImage
Εξώφυλλο του «Έγκλημα και τιμωρία» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις Random House 1956.

 

Του Walker Larson

 

Γιατί δεν δημιουργούμε πια όμορφη τέχνη;

Τον Απρίλιο του 1917, ο Γάλλος πειραματικός γλύπτης Μαρσέλ Ντυσάν υπέβαλε ένα πορσελάνινο ουρητήριο σε μια έκθεση τέχνης, με την υπογραφή «R. Mutt, 1917» , το οποίο ονόμασε τέχνη. Ήταν μια κήρυξη πολέμου ενάντια στις παραδοσιακές ιδέες της γλυπτικής, της μορφής και της ομορφιάς.

Ο Ντυσάν απλώς θέλησε το ουρητήριο να είναι έργο τέχνης, παρόλο που προφανώς δεν ήταν, δηλώνοντας ότι ακόμη και τα συνηθισμένα αντικείμενα θα μπορούσαν να είναι τέχνη εάν «ανυψώνονταν στην αξιοπρέπεια ενός έργου τέχνης με την πράξη της επιλογής του καλλιτέχνη». Η τέχνη, υποστήριξε, είναι εντελώς υποκειμενική.

Πρόκειται για τον ίδιο καλλιτέχνη που παραμόρφωσε ένα αντίγραφο της Μόνα Λίζα σχεδιάζοντας  καρτουνίστικα μουστάκια και γένια στο αινιγματικό πρόσωπο του πορτρέτου και δίνοντας έναν προκλητικό τίτλο.

Αλλά αυτό δεν είναι τέχνη. Είναι χλευασμός του καλλιτεχνικού επιτεύγματος.

ZoomInImage
«Η Μόνα Λίζα» είναι ένας από τους πιο διάσημους πίνακες της δυτικής παράδοσης. Για τους Ντανταϊστές αντιπροσώπευε το κατεστημένο. (Public Domain)

 

Αντι-Τέχνη

Ο Ντυσάν ανήκε σε ένα αντιορθολογικό, αντι-καλλιτεχνικό και αντιρεαλιστικό πολιτιστικό κίνημα στη Νέα Υόρκη. Το κόλπο του με το ουρητήριο ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για τη δημιουργία του Νταντά, μίας νεοϋορκέζικης σχολής τέχνης που ήταν ο προάγγελος του σουρεαλισμού. Το Νταντά και άλλα παρόμοια πρωτοποριακά καλλιτεχνικά κινήματα επεδίωκαν να επαναπροσδιορίσουν την ίδια τη φύση της τέχνης, καθώς οι Ντανταϊστές έβλεπαν τις παραδοσιακές ιδέες του ορθολογισμού, της ομορφιάς, της αναλογίας και του νοήματος ως αστικές κατασκευές. Εξέφραζαν τη ριζοσπαστική ακροαριστερή πολιτική τους και τα αντιαστικά αισθήματα επινοώντας έργα ασχήμιας, ανοησίας, χάους, γελοιότητας και παραλογισμού.

Σύμφωνα με τα λόγια του Γάλλου μαρξιστή φιλοσόφου Michael Löwy , «η ασέβεια, ο χλευασμός, το μαύρο χιούμορ και ο παραλογισμός ήταν τα όπλα που χρησιμοποιούσαν αυτοί οι νέοι καλλιτέχνες για να εκφράσουν την οργή και την υπέρτατη περιφρόνηση τους για τις αξίες του κατεστημένου. Η πλάκα έπρεπε να καθαριστεί από όλες τις αστικές συμβάσεις, παραδόσεις και προσδοκίες». Μια διακήρυξη του 1919 από το Κεντρικό Συμβούλιο του Νταντά του Βερολίνου για την Παγκόσμια Επανάσταση διατύπωνε ανοιχτά την προσήλωση του κινήματος στον ριζοσπαστικό κομμουνισμό. Το συνειδητά πολιτικό κίνημα τέχνης συνέδεσε την ομορφιά και την κλασική τέχνη με τα «καταπιεστικά» συστήματα του καπιταλισμού.

Ο ανορθολογισμός του Νταντά αναδύθηκε, τουλάχιστον εν μέρει, σαν ένα χλωμό φάντασμα, μέσα από τη σκόνη και την καταστροφή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πόλεμος φαινόταν να γκρεμίζει επιτέλους τα όνειρα και τις υποσχέσεις μιας νέας εποχής ειρήνης και ευδαιμονίας που βασίστηκε στη βασιλεία της λογικής, όπως την είχαν ονειρευτεί οι ορθολογιστές φιλόσοφοι του 18ου αιώνα και το προοδευτικό πνεύμα των αρχών του 20ού αιώνα. Το πλήθος του Νταντά κοίταξε τον παραλογισμό και το χάος του πολέμου, την τραγωδία του σε μεγάλη κλίμακα, και απάντησε τόσο με μια διαμαρτυρία όσο και με μια παράδοση στη σφαγή και τον παραλογισμό του πολέμου.

Η επιμελήτρια Λήα Ντίκερμαν γράφει στον κατάλογο της Εθνικής Πινακοθήκης: «Για πολλούς διανοούμενους, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε μια κατάρρευση εμπιστοσύνης στη ρητορική — αν όχι στις αρχές — της κουλτούρας του ορθολογισμού που επικρατούσε στην Ευρώπη από την εποχή του Διαφωτισμού.»

Οι Ντανταϊστές δεν ήταν οι μόνοι καλλιτέχνες που εξέφρασαν την απογοήτευση που φέρνει συνήθως ο πόλεμος. Τρομοκρατημένος από τις αναφορές για τα δεινά και την ερήμωση που προκλήθηκε από έναν γερμανικό βομβαρδισμό της Γκουέρνικα κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου τον Απρίλιο του 1937, ο Πάμπλο Πικάσο ζωγράφισε μια μεγάλη, αποκρουστική, γκροτέσκα εικόνα των φρικτών επακόλουθων του βομβαρδισμού. Ο πίνακας είναι γεμάτος στριμμένα σχήματα, μπερδεμένες γραμμές, δυσανάλογα και διαμελισμένα σώματα και ακατέργαστα ανθρώπινα πρόσωπα που ουρλιάζουν σιωπηλά από αγωνία. Είναι ένα συνονθύλευμα πόνου που απεικονίζεται σε έντονους τόνους του γκρι. Πολλοί θεωρούν την «Γκουέρνικα» ένα αντιπολεμικό αριστούργημα.

Η ασχήμια της «Γκουέρνικα» αντανακλά την ασχήμια του πολέμου. Ορισμένοι κριτικοί τέχνης χρησιμοποιούν αυτή την εξήγηση ως δικαιολογία για την αποκρουστική μοντέρνα τέχνη από την οποία είμαστε περικυκλωμένοι. Είναι αλήθεια – όπως δείχνουν οι Ντανταϊστές και ο Πικάσο – ότι η τέχνη τείνει να αποτελεί έναν καθρέφτη της κοινωνίας. Η τέχνη δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από τη φιλοσοφία, την πολιτική, την ιστορία και τη θρησκεία. Αν η τέχνη μας είναι άσχημη, αυτό αποτελεί σύμπτωμα μιας βαθύτερης πολιτιστικής ασθένειας.

ZoomInImage
Η κλασική τέχνη απεικονίζει ιστορικά γεγονότα ευρείας εμβέλειας με το βλέμμα στραμμένο στην ανθρωπιά και την αξιοπρέπεια όλων των εμπλεκομένων. Άλμπρεχτ Άλτντορφερ, «Η μάχη του Μ. Αλεξάνδρου στην Ισσό» («Alexanderschlacht Schlacht bei Issus»), 1529. Alte Pinakothek, Μόναχο. (Public Domain)

 

Τα πολιτικά κινήματα και η αντιπολεμική αγωνία μπορεί να είναι δύο λόγοι για την ασχήμια της περισσότερης σύγχρονης τέχνης. Αλλά κάτω από τη βροχερή επιφάνεια της ριζοσπαστικής πολιτικής, καλλιτεχνικά κινήματα όπως ο Ντανταϊσμός περιέχουν πιο σκοτεινά βάθη: Δίνουν οπτική έκφραση σε μια μεταμοντέρνα φιλοσοφία του τίποτα, του μη όντος, της ανούσιας ζωής. Η θραύση των ανθρώπινων μορφών του Πικάσο εκφράζει τον κατακερματισμό του νοήματος και της τάξης που έχει βιώσει ο σύγχρονος άνθρωπος από τότε που απέρριψε τις παραδοσιακές έννοιες της αλήθειας.

Η κλασική τέχνη, από την άλλη πλευρά, είναι τακτοποιημένη, φωτεινή, κατανοητή, όμορφη και αρμονική γιατί κάποτε έτσι έβλεπε η ανθρωπότητα τον κόσμο. Αντίθετα, η σύγχρονη τέχνη αναδύεται από ένα πνεύμα απογοήτευσης και σκεπτικισμού για τον κόσμο. Ο ποιητής Μάθιου Άρνολντ διατυπώνει αυτή την ιδέα σε ένα ποίημα που σηματοδοτεί την αρχή της νεωτερικότητας:

Ο κόσμος, που μοιάζει να βρίσκεται / μπροστά μας σαν μια χώρα ονείρων / Τόσο διαφορετικός, τόσο όμορφος, τόσο νέος / Δεν έχει πραγματικά ούτε χαρά ούτε αγάπη ούτε φως / ούτε βεβαιότητα ούτε ειρήνη ούτε βοήθεια για τον πόνο. / Και βρισκόμαστε εδώ σαν σε μια σκοτεινή πεδιάδα  / σαρωμένη από συγκεχυμένους συναγερμούς αγώνα και φυγής / όπου αδαείς στρατοί συγκρούονται τη νύχτα.

Όπως η αρμονία, η τάξη και το νόημα σταδιακά πέθαναν και εξαφανίστηκαν από τις εικαστικές τέχνες τον 20ό αιώνα, δίνοντας τη θέση τους σε αφηρημένα, απροσδιόριστα σχήματα και εκρήξεις χρώματος, έτσι και η ποίηση σταδιακά διαμελίστηκε και επανήλθε σε κατακερματισμένη και άσκοπη ασυναρτησία. Ένας ντανταϊστής, ο Χιούγκο Μπωλ, έγραψε ένα ποίημα που αποτελείται εξ ολοκλήρου από ανούσιους, μπερδεμένους ήχους. Αυτό είναι το λογικό συμπέρασμα της απαισιοδοξίας που εξέφρασε ο Μάθιου Άρνολντ, η απαισιοδοξία ενός κόσμου που είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στο αντικειμενικό νόημα.

Η σύγχρονη τέχνη αντανακλά μια κουλτούρα που έχει απορρίψει αντικειμενικές ιδέες ομορφιάς και νοήματος, και από αυτή την άποψη είναι αληθινή. Μπορούμε να πούμε ότι είναι, τουλάχιστον, αυθεντική ή ίσως δικαιολογημένη. Ένας καλλιτέχνης πρέπει να λέει την αλήθεια για την εποχή του. Ωστόσο, είναι αυτός ο μοναδικός σκοπός της τέχνης; 

Ο βαθύτερος σκοπός της τέχνης

Είναι το να μαρτυρά την αλήθεια της στιγμής το μόνο που πρέπει να κάνει ένας καλλιτέχνης; Είναι η τέχνη απλώς κοινωνικός σχολιασμός και αντανάκλαση των κυρίαρχων τάσεων, φιλοσοφιών και ιστορικών γεγονότων; Όχι, σύμφωνα με τη δυτική παράδοση. Οι στοχαστές που ανατρέχουν στον Αριστοτέλη πίστευαν ότι η τέχνη μπορούσε και έπρεπε να εκφράζει κάτι διαχρονικό και υπερβατικό, που δεν συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη εποχή ή πολιτισμό.

ZoomInImage
Οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης ανέτρεχαν στους αρχαίους Έλληνες και την πίστη τους στην αντικειμενική πραγματικότητα, την αλήθεια και τον σκοπό. Ραφαήλ, «Η Σχολή των Αθηνών», περ. 1509–1511. Αποστολικό Παλάτι, Πόλη του Βατικανού, Ιταλία. (Public Domain)

Στο Δ΄Μέρος της «Ποιητικής» του, ο Αριστοτέλης διδάσκει ότι η τέχνη είναι μια μίμηση της πραγματικότητας που μας βοηθά να κατανοήσουμε την πραγματικότητα πιο βαθιά. Βλέπουμε καθολικές, αμετάβλητες αλήθειες μέσα από την απόδοση κάτι συγκεκριμένου. Στο «Only the Lover Sings: Art and Contemplation», ο φιλόσοφος Τζόζεφ Πάιπερ δίνει φωνή σε αυτή την πανάρχαια κατανόηση της τέχνης:

«Ο καθένας μπορεί να αναλογιστεί ανθρώπινες πράξεις και γεγονότα και έτσι να κοιτάξει στα ανεξιχνίαστα βάθη του πεπρωμένου και της ιστορίας. Ο καθένας μπορεί να απορροφηθεί ατενίζοντας ένα τριαντάφυλλο ή ένα ανθρώπινο πρόσωπο και έτσι να αγγίξει το μυστήριο της δημιουργίας. Όλοι, λοιπόν, συμμετέχουν στην αναζήτηση που εξάπτει πάντα τα μυαλά των μεγάλων φιλοσόφων, από την πολύ αρχή. Βλέπουμε ακόμη μια άλλη μορφή τέτοιας δραστηριότητας στις δημιουργίες του καλλιτέχνη, ο οποίος δεν στοχεύει τόσο στην παρουσίαση αντιγράφων της πραγματικότητας όσο μάλλον στο να κάνει ορατές και απτές σε λόγο, ήχο, χρώμα και πέτρα την αρχετυπική ουσία όλων των πραγμάτων, σύμφωνα με την προνομιακή του αντίληψη».

Κάποιοι μπορεί να αντιταχθούν ότι η «Γκουέρνικα» απεικονίζει μια παγκόσμια πραγματικότητα: την ασχήμια του πολέμου. Αυτό είναι αλήθεια ως ένα σημείο. Είναι όμως ο πόλεμος η βαθύτερη, η πιο αμετάβλητη πτυχή της πραγματικότητας;

ZoomInImage
Συμμετρία, ομορφιά και ιδεαλισμός συνδυάζονται σε αυτή την απεικόνιση του Ναπολέοντα. Ο βασιλιάς της Ισπανίας ανέθεσε το έργο «Ο Ναπολέων διασχίζει τις Άλπεις», το 1801, στον Γάλλο ζωγράφο Ζακ Λουί Νταβίντ. Μουσείο του Κάστρου της Μαλμαιζόν, Ρυέι-Μαλμαιζόν, Γαλλία. (Public Domain)

 

ZoomInImage
Αν και οι μάχες κοστίζουν ζωές, η τέχνη που τις απεικονίζει δεν χρειάζεται να είναι αποκρουστική ή φανταχτερή. Ιβάν Αϊβαζόφσκι, «Η ναυμαχία της Χίου», 1848. Εθνική Πινακοθήκη Αϊβαζόφσκι, Θεοδοσία, Κριμαία. (Public Domain)

 

Θυμηθείτε ότι ο κόσμος είχε πάντα πόλεμο (αν και όχι το ιδιαίτερα απάνθρωπο μεταβιομηχανικό είδος που αποτύπωσε ο Πικάσο), ωστόσο οι κλασικές καλλιτεχνικές απεικονίσεις του δεν ήταν άσχημες με τον τρόπο της «Γκουέρνικα» του Πικάσο. Ίσως αυτό οφείλεται στο ότι, στο παρελθόν, οι καλλιτέχνες μπορούσαν να δουν ένα συγκεκριμένο νόημα και σκοπό ακόμη και σε μεγάλες καταστροφές και βάσανα, όπως ο πόλεμος. Η εικόνα του Αινεία που εγκαταλείπει τη φλεγόμενη πόλη της Τροίας, έχοντας χάσει τη γυναίκα του και τα πάντα στον πόλεμο, στην «Αινειάδα» είναι τραγική, αλλά δεν είναι παράλογη ή χαοτική. Ο ποιητής Βιργίλιος είδε πέρα ​​από τα σκοτεινά και άσχημα εξωτερικά στοιχεία της σκηνής σε μια βαθύτερη, σταθερή αλήθεια.

Στο «Iris Exiled», ο Ντένις Κουίν λέει για την οπτική του Βιργιλίου: «Αυτή δεν είναι η τραγική οπτική, ωστόσο. Δεν υπάρχει η ιδέα μιας κακής μοίρας, αλλά, αντίθετα, η ιδέα ενός καλοήθους πεπρωμένου. … Μπορεί τα χειρότερα πράγματα —η απώλεια των καλύτερων πραγμάτων, η απώλεια των πάντων— να είναι για το καλύτερο. Αν δεν είχε πέσει η Τροία, δεν θα υπήρχε η Ρώμη». Μια άποψη του κόσμου που μπορεί να βρει νόημα ακόμα και στα βάσανα θα αντανακλάται στην τέχνη που συντίθεται με αρμονία, αναλογία, τάξη, συμμετρία — δηλαδή ομορφιά — ανεξάρτητα από το θέμα.

Ποια συνιστά, λοιπόν, μια πιο αληθινή εικόνα του κόσμου; Η Γκουέρνικα ή η Αινειάδα; Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί αυτή η ερώτηση. Ίσως και οι δύο έχουν στοιχεία αλήθειας. Αλλά η τελική τους στάση απέναντι στην πραγματικότητα μοιάζει αντίθετη. Είναι τελικά ο κόσμος «μια σκοτεινή πεδιάδα/ σαρωμένη από συγκεχυμένους συναγερμούς αγώνα» ή «όλα τα πράγματα σε έναν ενιαίο τόμο δεσμεύονται από Αγάπη/ της οποίας το σύμπαν είναι τα διάσπαρτα φύλλα», όπως βεβαιώνε ο Δάντης τον Μεσαίωνα; Η άποψη του Άρνολντ είναι ότι ζούμε σε ένα είδος σκοτεινού εφιάλτη, με μόνο περιστασιακά και μισοπλασματικά φώτα, σαν πεφταστέρια. Η άποψη του Δάντη μας παραπέμπει στο απαύγασμα του ουρανού και της γης, υποδηλώνοντας ότι οι σκιές που βλέπουμε είναι μόνο το φυσικό αποτέλεσμα της εξαιρετικής φωτεινότητας της ύπαρξης.

ZoomInImage
Ο μεγάλος Λατίνος ποιητής Βιργίλιος κρατά την «Αινειάδα» πλαισιωμένος από τις Μούσες Κλειώ (Ιστορία) και Μελπομένη (Τραγωδία). Το μωσαϊκό του 3ου αιώνα μ.Χ. ανακαλύφθηκε στο ζούσε της Τυνησίας. Μουσείο Μπαρντό στην Τύνιδα, Τυνησία. (Public Domain)

 

Του Walker Larson

Επιμέλεια: Βαλεντίνα Λισάκ & Αλία Ζάε

 

Βλέποντας τον κόσμο ξανά, μέσα από τα μάτια της ποίησης

Μεγάλη ζημιά γίνεται από τη λανθασμένη αντίληψη της ποίησης ως κάτι ελιτίστικο, απρόσιτο, ακαδημαϊκό , κατάλληλο μόνο για μυημένους. Η ποίηση είναι για όλους, για τον λεγόμενο «κοινό άνθρωπο», όχι μόνο για τον μελετητή. Η ποίηση είναι ένας μεγεθυντικός φακός μέσω του οποίου βλέπουμε το γρασίδι κάτω από τα πόδια μας και ένα τηλεσκόπιο μέσω του οποίου βλέπουμε τα αστέρια πάνω από το κεφάλι μας. Η ποίηση οξύνει την όρασή μας για να μπορέσουμε να διεισδύσουμε στο θαύμα του πραγματικού, στο οποίο συχνά εθελοτυφλούμε.

Όπως αναφέρει ο καθηγητής λογοτεχνίας Τζον Σήνιορ στο «John Senior and the Restoration of Realism» («Ο Τζον Σήνιορ και η αποκατάσταση του ρεαλισμού») του Φρ. Μπέθελ, «Ο ποιητής είναι ο άνθρωπος που λέει “Κοιτάξτε! Κοιτάξτε! Δεν το έχετε ξαναδεί αυτό”. Και αν τον ακολουθήσετε, θα δείτε πολύ περισσότερα από όσα θα είχατε δει από μόνοι σας. Με αυτόν τον τρόπο, διευρύνετε την ικανότητά σας να βιώνετε τον κόσμο, δηλαδή να ζείτε».

Αυτή είναι η κλήση του ποιητή: να βλέπει αυτό που υπάρχει πραγματικά, σε όλη την ομορφιά και το μυστήριο του, και να βοηθά και τους άλλους να βλέπουν, ώστε να ζουν πιο ολοκληρωμένα.

Γιατί, όμως, χρειαζόμαστε τη βοήθεια του ποιητή για να δούμε;  Υπάρχουν πολλές απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, αλλά μια από τις σημαντικότερες είναι η παλιά παροιμία που λέει: «Η εξοικείωση γεννά περιφρόνηση». Η τριβή με τα καθημερινά θαύματα — όσο εκπληκτικά κι αν είναι — τείνει να αφανίζει την αντίληψή μας για αυτά. Πέφτουμε σε μια ρουτίνα. Κοιτάζουμε, αλλά δεν βλέπουμε πια.

Ποιητικά Θαύματα

Ο ποιητής και κληρικός της Αναγέννησης Τζον Νταν [John Donne, 1572-1631] εξήγησε την ιδέα των απονεκρωμένων αισθήσεών μας σε σχέση με τα θαύματα του φυσικού κόσμου ως εξής: «Δεν υπάρχει τίποτα που να έχει καθιερώσει ο Θεός σε μια σταθερή πορεία της φύσης,  και το οποίο επομένως γίνεται καθημερινά, που δεν θα φαινόταν σαν θαύμα, θαμπώνοντάς μας, αν γινόταν μόνο μια φορά», παρατήρησε σε ένα κήρυγμα του Πάσχα το 1627. Φανταστείτε να μην είχε βρέξει ποτέ, και μια μέρα ξαφνικά να άνοιγαν οι ουρανοί. Μεγάλα πλήθη θα συγκεντρώνονταν στους δρόμους, στρέφοντας τα αστραφτερά και κατάπληκτα πρόσωπά τους στον ουρανό με έκσταση. Πώς γίνεται να πέφτει νερό από ψηλά;!

Το ίδιο συμβαίνει και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Σκεφτείτε το θαύμα της απόκτησης ενός παιδιού. Όταν κρατάτε για πρώτη φορά το νεογέννητο στην αγκαλιά σας, αισθάνεστε ένα εντελώς νέο σύνολο νεύρων να ζωντανεύουν μέσα σας, νέα κανάλια να ανοίγονται μέσα στην καρδιά σας. Βλέπετε το παιδί ως το θαύμα που είναι. Αλλά καθώς περνούν τα χρόνια και το παιδί μεγαλώνει, αυτή η αρχική εντύπωση εξασθενεί — μέχρι που έρχεται μια από εκείνες τις σπάνιες στιγμές που το βλέμμα του παιδιού σας συναντά το δικό σας, τα μαλλιά του φέγγουν στο απογευματινό φως του ήλιου, τα άκρα του λάμπουν χρυσά και, τότε, βλέπετε ξανά αυτό που είχατε δει παλιά. Γνωρίζετε και πάλι αυτό που είχατε γνωρίσει πριν. Το θαύμα δεν έχει εξαφανιστεί — στην πραγματικότητα, έχει μεγαλώσει. Απλά το είχατε ξεχάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.

"The First Caress," 1866, by William-Adolphe Bouguereau. Oil on canvas. Lyndhurst, New York. (Public Domain)
Ουιλιάμ-Αντόλφ Μπουγκερώ, «Το πρώτο χάδι», 1866. Λάδι σε καμβά. Lyndhurst, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Μελέτη ενός ποιήματος

Η ποίηση κάνει τέτοιες στιγμές πιο συχνές. Στο ποίημά του, «Εκείνες οι κυριακές του χειμώνα», ο ποιητής Ρόμπερτ Χέιντεν διαλύει την ομίχλη ημών και των δώρων των πατεράδων και της πατρότητας:

Ακόμα και τις Κυριακές θα σηκωνόταν ο πατέρας μου νωρίς

Και θα ντυνότανε μέσα στο μαύρο κρύο,

Κι ύστερα, με χέρια ταλαιπωρημένα,

Που πόναγαν από τον μόχθο τον καθημερινό,

Άναβε μια λαμπερή φωτιά. Ποτέ δεν άκουσε ένα ευχαριστώ.

 

Ξυπνούσα κι άκουγα να σκάει το κρύο, να σπάει.

Όταν τα δωμάτια ήτανε πια ζεστά, θα φώναζε,

Κι εγώ αργά θα σηκωνόμουν να ντυθώ,

Φοβούμενος τους χρόνιους θυμούς εκείνου του σπιτιού,

 

Αδιάφορα μιλώντας σε εκείνον,

Που ’χε το κρύο αποδιώξει

Και τα καλά παπούτσια μου είχε γυαλίσει επίσης.

Τι ήξερα, τι ήξερα εγώ,

Για της αγάπης τους απλούς, μοναχικούς της τρόπους; [1]

 

Δεν μπορούμε να διαβάσουμε αυτό το ποίημα χωρίς να σκεφτούμε τον πατέρα μας και όλα όσα έχει κάνει για εμάς. Ίσως παρακινηθούμε να σκεφτούμε και την αχαριστία μας. Ακόμα, μικρά συνηθισμένα πράγματα όπως τα ταλαιπωρημένα χέρια, η φωτιά και τα παλιά παπούτσια αποκτούν βαθύτερη σημασία μετά την ανάγνωση του ποιήματος.

"Young Love's Shivering Limbs the Embers Warm," from the four works on the "Story of Anacreon," circa 1899, by Jean-Léon Gérôme. Oil on canvas. Private collection. (Public Domain)
Ζαν-Λεόν Ζερόμ, «Η φωτιά ζεσταίνει τα τρεμάμενα μέλη της νεαρής αγάπης». Από τα τέσσερα έργα για την «Ιστορία του Ανακρέοντα», περ. 1899. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Μπορούμε να συγκρίνουμε ένα ποίημα με μια κάμερα ή με έναν καθρέφτη τοποθετημένο σε ένα ασυνήθιστο μέρος. Παρέχει μια νέα οπτική γωνία του ίδιου, οικείου αντικείμενο, έτσι ώστε εκείνο να ξαναγίνει νέο και παράξενο.
«Η ποίηση σηκώνει το πέπλο από την κρυμμένη ομορφιά του κόσμου και κάνει τα οικεία αντικείμενα να είναι σαν να μην ήταν οικεία», γράφει ο ρομαντικός ποιητής Πέρσυ Σέλλεϋ [Percy Shelley, 1792-1822] στο « A Defense of Poetry». Μετατοπίζοντας τη γωνία του θέματος, ο ποιητής αποκαλύπτει την ουσία του. Μετά από την επαφή με ένα σπουδαίο έργο τέχνης δεν είναι ότι τα πράγματα του κόσμου έχουν αλλάξει – έχει αλλάξει, όμως, το βάθος της κατανόησής μας γι’ αυτά.

Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί τη δύναμη της όρασής του για να μας δείξει αυτό που έχουμε δει χιλιάδες φορές στο παρελθόν σαν να ήταν για πρώτη φορά — με όλη τη συγκίνηση και την κατάπληξη που συνοδεύει την πρώτη ματιά. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε την ποίηση. Ο άνθρωπος που δεν ανανεώνεται ποτέ από την τέχνη κινδυνεύει να χάσει πολλά, ίσως μάλιστα τα χάσει όλα. Τι είναι η ζωή αν δεν βλέπουμε πραγματικά, αν μας τυφλώνει η δουλειά και η ρουτίνα;

Όπως έγραψε ο βικτωριανός ποιητής Τζέραρντ Μάνλεϋ Χόπκινς [Gerard Manley Hopkins, 1844-1889] : «Γενιές έχουν βαδίσει, έχουν βαδίσει, έχουν βαδίσει/ Κι όλα έχουν καψαλιστεί απ’ το εμπόριο. Έχουν θολώσει, λερωθεί από τον μόχθο/ Και φορά τη μουντζούρα του ανθρώπου και μοιράζεται τη μυρωδιά του ανθρώπου: το χώμα/ Είναι γυμνό τώρα, ούτε το πόδι αισθάνεται, είναι πεταλωμένο» [2]. Η ρουτίνα κάνει μερικές φορές την ανθρωπότητα να αγνοεί τη λάμψη της καθημερινότητας.

Αλλά ο Χόπκινς συνεχίζει: «Και για όλα αυτά, η φύση δεν ξοδεύεται ποτέ/ Μέσα στα πράγματα βαθιά ζει η πιο αγαπημένη φρεσκάδα / Κι αν και τα τελευταία φώτα στη μαύρη Δύση σβήσαν/ Ω, το πρωινό, στο καφέ χείλος της ανατολής, φυτρώνει…»

Υπάρχουμε εμείς, υπάρχει και ο κόσμος. Ο κόσμος είναι φωτεινός. Είναι τα μάτια μας που, κατά καιρούς, είναι σκοτεινά, κουρασμένα, μισόκλειστα  από τη νύστα. Μέχρι που κάποιος — ένας ποιητής — μάς ξυπνά.

Calliope, Muse of Epic Poetry, 1798. Charles Meynier. Oil on canvas. The Cleveland Museum of Art, Severance and Greta Millikin Purchase Fund. (Public Domain)
Σαρλ Μενιέ, «Καλλιόπη, Μούσα της επικής ποίησης», 1798. Λάδι σε καμβά. The Cleveland Museum of Art, Severance και Greta Millikin Purchase Fund. (Public Domain)

 

Του Walker Larson

Επιμέλεια: Βαλεντίνα Λισάκ & Αλία Ζάε

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Μετάφραση ποιήματος: Αλία Ζάε

Those Winter Sundays 

by Robert Hayden

Sundays too my father got up early

and put his clothes on in the blueblack cold,

then with cracked hands that ached

from labor in the weekday weather made

banked fires blaze. No one ever thanked him.

 

I’d wake and hear the cold splintering, breaking.

When the rooms were warm, he’d call,

and slowly I would rise and dress,

fearing the chronic angers of that house,

 

Speaking indifferently to him,

who had driven out the cold

and polished my good shoes as well.

What did I know, what did I know

of love’s austere and lonely offices?

2. Μετάφραση ποιήματος: Αλία Ζάε

God’s Grandeur 

by Gerard Manley Hopkins
The world is charged with the grandeur of God.
    It will flame out, like shining from shook foil;
    It gathers to a greatness, like the ooze of oil
Crushed. Why do men then now not reck his rod?
Generations have trod, have trod, have trod;
    And all is seared with trade; bleared, smeared with toil;
    And wears man’s smudge and shares man’s smell: the soil
Is bare now, nor can foot feel, being shod.
And for all this, nature is never spent;
    There lives the dearest freshness deep down things;
And though the last lights off the black West went
    Oh, morning, at the brown brink eastward, springs —
Because the Holy Ghost over the bent
    World broods with warm breast and with ah! bright wings.

Τέννυσον: Οι άντρες, οι γυναίκες και ο γάμος στα «Ειδύλλια του Βασιλιά»

Η κοινωνία, προς όφελος ή εις βάρος της, περιστρέφεται γύρω από τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών όπως η πόρτα στους μεντεσέδες της.

Στο μεγάλο αφηγηματικό ποίημά του «Ειδύλλια του βασιλιά», το οποίο αποτελεί μια διασκευασμένη εξιστόρηση των θρύλων γύρω από τον βασιλιά Αρθούρο, ο μεγάλος βικτωριανός ποιητής Άλφρεντ, Λόρδος Τέννυσον διερευνά αυτή τη σχέση από διάφορες οπτικές γωνίες. Αν και διαδραματίζονται στη θρυλική, ομιχλώδη ηρωική εποχή της Βρετανίας, οι ιστορίες που αφηγείται ο Τέννυσον περιέχουν θησαυρούς μεγάλης σοφίας και ομορφιάς, που είναι άκρως κατάλληλες για τον σύγχρονο αναγνώστη.

Με εξαίσιους και γεμάτους θαύματα στίχους, ο Τέννυσον δραματοποιεί οικουμενικές πραγματικότητες σχετικά με το πώς οι άνδρες και οι γυναίκες σχετίζονται μεταξύ τους, ιδίως στον γάμο, και πώς η φύση αυτών των σχέσεων επιφέρει είτε την πλήρη άνθηση της ανθρώπινης ζωής είτε την πλήρη διάλυση της κοινωνίας, ανάλογα με τις αρετές που ασκούνται ή παραμελούνται εντός τους.

Πατέρες και κόρες, μητέρες και γιοι

Στις δύο πρώτες ενότητες του ποιήματός του, ο Τέννυσον περιγράφει δύο πολύ διαφορετικά ζευγάρια γονέων-παιδιών.

Στον «Ερχομό του Αρθούρου», διαβάζουμε για την πρώτη συνάντηση του Αρθούρου με την Γκουίνεβιρ. Καθώς περνούσε κάτω από τις επάλξεις του κάστρου της, «ένιωσε το φως των ματιών της τη ζωή του / να χτυπάει ξαφνικά». Και η ζωή του άλλαξε για πάντα. Ονειρεύεται να την πάρει ως βασίλισσά του για να τον βοηθήσει στο όραμά του να φέρει την τάξη, την ιπποσύνη και την ευγένεια σε έναν θυελλώδη και βάρβαρο κόσμο.

"Queen Guinevere's Maying," 1900, by John Collier. Oil on canvas. Cartwright Hall Art Gallery, Bradford, England. (Public Domain)
Τζον Κόλλιερ, «H βασίλισσα Γκουίνεβιρ γιορτάζει την Πρωτομαγιά», 1900. Λάδι σε καμβά. Cartwright Hall Art Gallery, Μπράντφορντ, Αγγλία. (Public Domain)

 

Έτσι, ζητάει από τον πατέρα της το χέρι της. Ο βασιλιάς Ληοντόγκραν, ο πατέρας της Γκουίνεβιρ, βλέπει στην κόρη του τη «μοναδική του απόλαυση». Έτσι, καθυστερεί την απάντησή του, όπως πρέπει να κάνει ένας καλός πατέρας, προσπαθώντας να μάθει ό,τι μπορεί για τον Αρθούρο και για το αν θα ήταν κατάλληλος σύζυγος για το παιδί του. Η καταγωγή του Αρθούρου περιβάλλεται από μυστήριο, ωστόσο όλες οι μαρτυρίες τον δείχνουν ως τον ευγενέστερο άνθρωπο και ο Ληοντόγκραν τελικά συναινεί.

Ο ερχομός της Γκουίνεβιρ στο θρόνο θέτει σε κίνηση τόσο την άνοδο όσο και την πτώση του βασιλείου του Αρθούρου και του οράματός του.

Ο επόμενος γονέας που παρουσιάζεται στο ποίημα, η μητέρα του Σερ Γκάρεθ, δείχνει λιγότερη σοφία από τον Ληοντόγκραν. Ο Γκάρεθ έχει φτάσει στον προθάλαμο της ανδρικής ηλικίας και λαχταρά να ενταχθεί στην αυλή του Αρθούρου και να κάνει μεγάλα έργα. Όμως η μητέρα του, η Μπέλισεντ, θέλει να τον κρατήσει στο σπίτι.

Αναγνωρίζουμε αμέσως σε αυτήν έναν τύπο γονέα που εξακολουθεί να υπάρχει στις μέρες μας και χωρίς αμφιβολία θα υπάρχει δια παντός: την υπερπροστατευτική μητέρα. Η Μπέλισεντ προσπαθεί να πείσει τον γιο της ότι αντί να ρισκάρει τη ζωή του στη μάχη ή σε αποστολές για τον Αρθούρο, είναι καλύτερα να πάει για κυνήγι. Και μάλιστα θα του βρει και μία «νύφη πλούσια και ωραία».

"A Little Prince Likely in Time to Bless a Royal Throne (or Vox Populi)," 1904, Edmund Leighton. Oil on canvas. Private Collection. (Public Domain)
Έντμουντ Λέιτον, «Ένας μικρός πρίγκιπας που θα ευλογήσει εγκαίρως έναν βασιλικό θρόνο (ή Vox Populi)», 1904. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι αν ο Γκάρεθ πρόκειται να γίνει άντρας, δεν μπορεί να παραμείνει «άνετος”, επιτρέποντας στη μητέρα του να κανονίζει τα πάντα γι’ αυτόν. Και το ξέρει.

Ανδρας έχω γίνει, ανδρική δουλειά πρέπει να κάνω. Να ακολουθήσω το ελάφι; Να ακολουθήσω τον Χριστό, τον Βασιλιά, Να ζήσω αγνά, να μιλώ αληθινά, να διορθώσω το λάθος, να ακολουθήσω τον Βασιλιά – Αλλιώς, γιατί γεννήθηκα;

Το να γίνεις άντρας και να κάνεις την δουλειά ενός άντρα εμπεριέχει κινδύνους, είναι αλήθεια. Αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να πάει μια ζωή χαμένη. Η άστοχη μητρική φροντίδα της Μπέλισεντ κοντεύει να πνίξει τον ανδρισμό του Γκάρεθ. Τελικά, όμως, η μητέρα το καταλαβαίνει αυτό.

Σύζυγοι

"Sir Launcelot and Queen Guinevere," 1861–1868, by James Archer. Oil on canvas. Private collection. (Public Domain)
Τζέημς Άρτσερ, «Σερ Λάνσελοτ και βασίλισσα Γκουίνεβιρ», 1861-1868. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Η απιστία της Γκουίνεβιρ προς τον Αρθούρο διατρέχει σαν δηλητήριο τις φλέβες όλων των ιστοριών των «Ειδυλλίων του Βασιλιά». Οι ψίθυροι της ντροπής της Γκουίνεβιρ και του Λάνσελοτ αρχίζουν να αντηχούν στους διαδρόμους του Κάμελοτ, φήμες που αποτελούν την πρώτη ρωγμή στο οικοδόμημα της τάξης και του πολιτισμού που ο Αρθούρος έχτιζε μια ζωή. Κατά τη διάρκεια του ποιήματος, αυτή η ρωγμή θα διευρυνθεί, ανοίγοντας την πόρτα σε περισσότερα κακά, προδοσίες, υποψίες, απιστίες και, τελικά, στην κατάρρευση του βασιλείου.

Στο «Γκεράιντ και Ήνιντ», οι φήμες για την Γκουίνεβιρ και τον Λάνσελοτ καταλήγουν να απειλούν έναν άλλο γάμο.

Ο σερ Γκεράιντ, ένας από τους ιππότες του Αρθούρου, και η σύζυγός του Ήνιντ είναι αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον με πάθος – μέχρι που η φιλία της Ήνιντ με την Γκουίνεβιρ κάνει τον Γκεράιντ να υποψιάζεται ότι μπορεί να έχει υποπέσει στο ίδιο σφάλμα με τη βασίλισσα.

Η αβάσιμη ζήλια του, η θλίψη και ο θυμός του, τον κάνουν να παραμελεί τα καθήκοντά του και την επιδίωξη της τιμής, μια συμπεριφορά που ο Τέννυσον αποκαλεί «θηλυπρέπεια». Στη συνέχεια, αναγκάζει την Ήνιντ να τον συνοδεύσει στο δάσος φορώντας το χειρότερο φόρεμά της, με την εντολή να μην του μιλήσει σε καμία περίπτωση. Η Ήνιντ, που παραμένει διορατική και συγκεντρωμένη στο καλό του συζύγου της, παλεύει ανάμεσα στο να υπακούσει στην εντολή του και στο να σπάσει τη σιωπή για να προειδοποιήσει τον σύζυγό της για τους ληστές που παραμονεύουν μπροστά τους. Ο Γκεράιντ, αποτραβηγμένος στον εαυτό του, αγνοεί τους κινδύνους του δρόμου. Φυσικά, η Ήνιντ τον προειδοποιεί εγκαίρως για να σώσει τη ζωή του (και τη δική της), αλλά δέχεται ελάχιστες ευχαριστίες γι’ αυτό.

"Enid and Geraint," 1907, by Rowland Wheelwright. Oil on canvas. (Art Renewal Center)
Ρόουλαντ Γουίλραϊτ: «Ήντιντ και Γκεράιντ», 1907. Λάδι σε καμβά. (Κέντρο Ανανέωσης Τέχνης/Art Renewal Center)

 

Πολλές φορές, ο Γκεράιντ παραλίγο να ξεσπάσει και να εκφράσει το παράπονό του στην Ήνιντ. Αλλά δεν το κάνει, τα κρατάει όλα μέσα του και η ψυχολογική τους απόσταση μεγαλώνει, κάτι που εκδηλώνεται με απτό τρόπο όταν την αναγκάζει να πηγαίνει μπροστά του και όχι στο πλευρό του. Οι εικόνες του Τέννυσον είναι τέλειες εδώ: το ζευγάρι ιππεύει χωριστά μέσα σε επικίνδυνα εδάφη, διακινδυνεύοντας τη ζωή και των δύο. Παρομοίως, ο γάμος είναι ένα ταξίδι μέσα από τα «επικίνδυνα μονοπάτια» της ζωής και αν οι σύζυγοι είναι διχασμένοι και χωρισμένοι, ο κόσμος μπορεί εύκολα να τους συντρίψει.

Η Ήνιντ θα μπορούσε να είχε διαλύσει τις αμφιβολίες του Γκεράιντ στη στιγμή, αλλά εκείνος αρνείται να της ανοιχτεί. Στο τέλος, ο Γκεράιντ συνέρχεται και επιστρέφει σε εκείνη, αλλά θα πρέπει να διαβάσετε το ποίημα για να μάθετε πώς.

Όταν ο σύζυγος και η σύζυγος είναι ενωμένοι στην κοινή επιδίωξη της καλοσύνης και της αλήθειας, ούτε όλοι οι πειρασμοί και οι τρικυμίες της ζωής δεν μπορούν να τους νικήσουν. Αντιθέτως, θα είναι εκείνοι που, έστω και με κάποιο μικρό τρόπο, θα κατακτήσουν τον κόσμο. Έτσι, ο Τέννυσον βάζει τον βάρδο να τραγουδήσει για τον Αρθούρο:

Κι αν έβρισκε / Μια γυναίκα στη γυναικεία της φύση τόσο σπουδαία / Όσο ήταν αυτός στην ανδρική του φύση, τότε … Οι δυο μαζί τον κόσμο θα μπορούσαν να αλλάξουν.

Ο ίδιος ο Αρθούρος, όταν συναντά για πρώτη φορά τη μελλοντική του βασίλισσα, αναλογίζεται την αδυναμία του να ολοκληρώσει μόνος του το ευγενές όραμά του για τη ζωή και το βασίλειό του:

Εάν μαζί της / Δεν ενωθώ, που είναι η ωραιότερη κάτω από τον ουρανό, φαίνομαι σαν ένα τίποτα στον πανίσχυρο κόσμο / Και δεν μπορώ να θελήσω το θέλημά μου, ούτε να κάνω το έργο μου / Ολοκληρωτικά, ούτε να γίνω νικητής και άρχοντας στο δικό μου βασίλειο.

Αλλά ονειρεύεται τη δόξα που θα αποκτούσε αν παντρευόταν μαζί της:

Αλλά αν ήμουν ενωμένος μαζί της / Τότε θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί σαν μια ζωή / Και βασιλεύοντας με μια θέληση σε όλα, / Να έχουμε δύναμη σε αυτή τη σκοτεινή τη γη να τη φωτίσουμε / Και δύναμη σε αυτό τον κόσμο τον νεκρό για να τον κάνουμε να ζήσει.

Οι δυνατότητες του γάμου

Αυτό που περιγράφει εδώ ο Τέννυσον είναι, υπό μία έννοια, το δυναμικό κάθε γάμου. Μπορεί να μην είμαστε όλοι βασιλιάδες και βασίλισσες, αλλά είμαστε όλοι βασιλιάδες και βασίλισσες των σπιτιών μας, της μικρής μας γωνιάς του κόσμου. Και αν ένα κοινό όραμα ενώνει τους δύο συζύγους, έχουν τη δύναμη να μεταμορφώσουν αυτό τον κόσμο με τρόπους που ίσως ούτε οι ίδιοι δεν μπορούν να φανταστούν.

Φυσικά, η μεγάλη τραγωδία της ιστορίας του Αρθούρου είναι ότι η Γκουίνεβιρ πέφτει. Και με την πτώση της, ματαιώνει τις μεγαλειώδεις δυνατότητες που είχε η σχέση τους. Όταν η σχέση της με τον Λάνσελοτ γίνεται γεγονός αδιαμφισβήτητο, κλονίζει το βασίλειο μέχρι τον πυρήνα του, διχάζει τους ιππότες και δίνει την ευκαιρία στον Μόρντρεντ να προσπαθήσει να ανατρέψει τον Αρθούρο.

Σε αυτή την ιστορία, μπορούμε να διακρίνουμε μια διαχρονική αλληγορία, που μας λέει ότι όταν το βασικό δομικό στοιχείο του πολιτισμού, ο γάμος, καταρρέει, τότε ολόκληρη η κοινωνία αναπόφευκτα θα καταρρεύσει επίσης.

Συντετριμμένος και έτοιμος να βαδίσει στην τελευταία του μάχη, ο Αρθούρος λέει στη βασίλισσά του:

Δεν έκανες τη ζωή μου τόσο γλυκιά για μένα, / Ώστε εγώ ο βασιλιάς να νοιάζομαι πολύ να ζήσω, / Γιατί εσύ χάλασες τον σκοπό της ζωής μου.

Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά, ο Αρθούρος την αγαπά μέχρι το τέλος και η Γκουίνεβιρ μαθαίνει και αυτή – πολύ αργά – να αγαπά τον Αρθούρο.

Στον αποχαιρετισμό του προς τη Γκουίνεβιρ, ο Αρθούρος περιγράφει για άλλη μια φορά τον έντιμο ιπποτικό του κώδικα και τονίζει τη μεγάλη δύναμη που έχει μια γυναίκα να εμπνέει σε έναν άντρα την αγάπη για υψηλά ιδανικά και αντρικά επιτεύγματα:

Έβαλα [τους ιππότες] να βάλουν τα χέρια τους στα δικά μου και να ορκιστούν / Να σέβονται τον βασιλιά, σαν να ήταν η συνείδησή τους, και τη συνείδησή τους σαν τον βασιλιά τους, / Να συντρίβουν τους ειδωλολάτρες και να υποστηρίζουν τον Χριστό, / Να ιππεύουν μέχρι μακριά αποκαθιστώντας ανθρώπινες αδικίες, / Να μη λένε συκοφαντίες, όχι, ούτε να τις ακούνε, / Να τιμούν τον δικό τους λόγο σαν να ήταν του Θεού τους, / Να ζουν γλυκές ζωές με την αγνότερη αγνότητα, / Να αγαπούν μόνο μια κοπέλα, να προσκολλώνται σε αυτήν / Και να τη λατρεύουν με χρόνια ευγενών πράξεων / Μέχρι να την κερδίσουν, γιατί πράγματι δεν ήξερα / Κανέναν καλύτερο δάσκαλο κάτω από τον ουρανό από το κοριτσίστικο πάθος μιας κοπέλας, / Όχι μόνο για να κρατάει χαμηλά την ευτέλεια στον άντρα, αλλά και για να διδάσκει την υψηλή σκέψη και τα ευγενικά λόγια / Και την ευγένεια και την επιθυμία της φήμης / Και την αγάπη για την αλήθεια και όλα όσα κάνουν τον άντρα.

Του Walker Larson

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Η αξία της μυθολογίας και οι συνέπειες της έλλειψής της

Υπάρχουν καθόλου κοινά στοιχεία ανάμεσα στον Ποσειδώνα και τον Πωλ Μπάνυαν, μυθολογικό ήρωα της αμερικανικής κουλτούρας;

Εκτός από μια εντυπωσιακή γενειάδα, αξιόλογη σωματική διάπλαση, από ένα μπλε ζώο – συνοδό  (ένα δελφίνι και ένα βόδι αντίστοιχα) και από ένα αιχμηρό όπλο ή εργαλείο (μια τρίαινα και ένα τσεκούρι), οι δύο αυτές μυθολογικές μορφές και αυτά που εκφράζουν διαφέρουν  σε θεμελιώδες επίπεδο.

Άγαλμα του Πωλ Μπάνυαν στο Μαγεμένο Δάσος, στο Ολντ Φορτζ της Νέας Υόρκης. Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου. (Public Domain)

 

Τι είναι η μυθολογία;

Η λέξη «μυθολογία» παρουσιάζει μια δυσκολία. Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, και αυτοί οι διάφοροι ορισμοί επικαλύπτονται σε κάποιο βαθμό, θολώνοντας περαιτέρω τα νερά. Η λέξη «μυθολογία μπορεί να αναφέρεται σε λαϊκά παραμύθια και μύθους ή σε απλές παράξενες ιστορίες που αναπτύσσονται σε έναν συγκεκριμένο χρόνο και τόπο.

Μερικές φορές η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις ιστορίες ενός πολιτισμού για την προέλευση ή την ίδρυσή του. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια συνολική αφήγηση που καθοδηγεί μια κοινωνία, όπως ο μύθος της προόδου. Σήμερα, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει, απλώς, κάτι μη αληθινό.

Τέλος, η μυθολογία μπορεί να σημαίνει τη χρήση της αφήγησης και της ποίησης για την ανακάλυψη και τη διερεύνηση βασικών μυστηρίων της ζωής και την πρόσβαση σε αλήθειες που δεν μπορούν να εκφραστούν σωστά με άλλα, πιο ορθολογιστικά μέσα.

Ο Διαφωτισμός και η ίδρυση της Αμερικής

Αυτός ο τελευταίος ορισμός της μυθολογίας – ένα σύνολο ιστοριών μέσω των οποίων ένας λαός αποκτά πρόσβαση σε αλήθειες, οι οποίες μεταφέρονται από γενιά σε γενιά – είναι η μυθολογία με την αρχαιότερη, βαθύτερη έννοια της. Και είναι αυτό που η Αμερική, μαζί με άλλες νεότερες χώρες, στερείται σε μεγάλο βαθμό.

Είναι αλήθεια ότι η Αμερική έχει ορισμένους μύθους γύρω από την ίδρυσή της ή τις ημέρες των πρώτων αποίκων ή την Άγρια Δύση. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η Αμερική συνεχίζει να καθοδηγείται από μύθους με την έννοια των μεγάλων αφηγήσεων που διαμορφώνουν τον πολιτισμό μας. Αλλά όλα αυτά εμπίπτουν σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε δευτερεύουσες μυθολογικές κατηγορίες. Η Αμερική δεν διαθέτει ένα σώμα μυθολογίας με την πρωτογενή έννοια, το είδος της μυθολογίας που διαθέτει η Ελλάδα ή η Ρώμη ή η Σκανδιναβία.

Paul Bunyan and Other Tales
Εξώφυλλο του βιβλίου «Tall Tales of America», 1958, με εικονογράφηση του Αλ Σμιτ. (Guild Press, Inc.)

 

Γιατί συμβαίνει αυτό; Εν μέρει, επειδή η Αμερική είναι μια σύγχρονη χώρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν μετά την Επιστημονική Επανάσταση και τον Διαφωτισμό και επηρεάστηκαν έντονα και από τα δύο. Η διαφωτιστική σκέψη συχνά παραγνωρίζει τα ποιητικά, μυθολογικά ή θρησκευτικά μέσα ως οδηγούς για την αλήθεια. Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Φιλοσοφίας του Στάνφορντ, «οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού … τείνουν να έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στις διανοητικές δυνάμεις της ανθρωπότητας, τόσο για την επίτευξη συστηματικής γνώσης της φύσης όσο και για να χρησιμεύσουν ως έγκυρος οδηγός στην πρακτική ζωή. Αυτή η εμπιστοσύνη συνδυάζεται γενικά με καχυποψία ή εχθρότητα απέναντι σε άλλες μορφές ή φορείς εξουσίας (όπως η παράδοση, η δεισιδαιμονία, η προκατάληψη, ο μύθος και τα θαύματα).»

Η έμφαση που έδωσε ο Διαφωτισμός στην ορθολογική και επιστημονική γνώση δεν επέτρεψε να αναπτυχθούν οι πιο μυστικιστικοί τρόποι γνώσης, περιλαμβανομένης της ποίησης και του μύθου. Ως κληρονόμοι αυτού του νέου τρόπου σκέψης, οι Αμερικανοί δεν έχουν πρόσβαση στο μυστικιστικό πνεύμα από το οποίο επωφελούνται παλαιότεροι πολιτισμοί, όπως ο ελληνικός, ο ρωμαϊκός και ο σκανδιναβικός. Η μυθολογία δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε μια κοινωνία που διαπνέεται από τη διαφωτιστική σκέψη.

Allegory of the sciences, Minerva and Chronos protecting the sciences against envy and ignorance
«Αλληγορία των επιστημών: η Αθηνά και ο Χρόνος προστατεύουν τις επιστήμες από τον Φθόνο και την Άγνοια» του Γιάκομπ Γιόρντενς (Jacob Jordaens), 1614-1616. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Αν και η μυθολογία μπορεί να μην είναι αληθινή με την κυριολεκτική έννοια, εντούτοις εκφράζει ορισμένες διαχρονικές και οικουμενικές αλήθειες με έναν συναρπαστικό τρόπο – και ίσως πολύ καλύτερα από ό,τι θα έκαναν η επιστήμη ή η λογική από μόνες τους. Όπως γράφει ο καθηγητής λογοτεχνίας Τζον Σήνιορ (John Senior, 1923-1999), «στα περισσότερα από τα σοβαρά ζητήματα της ζωής, η επιστήμη, η διαλεκτική και η ρητορική είναι τυφλές – ο λόγος τους δεν μπορεί να διεισδύσει σε μυστήρια όπως ο έρωτας και ο πόλεμος ή γιατί ένας αμαρτωλός ελπίζει στη λύτρωση». Παρ’ όλες τις χρήσεις και τις δυνάμεις της, η επιστήμη δυσκολεύεται να εξερευνήσει αυτά τα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Όπως έγραψε πρόσφατα ο Τζέημς Σέηλ στην Epoch Times, η επιστήμη και η μυθολογία (ή ο Λόγος και ο Μύθος) θα έπρεπε να αλληλοσυμπληρώνονται, σαν δύο πυλώνες που συγκρατούν τον πολιτισμό. «Υπάρχει κάτι δραματικά ελλιπές στις γνώσεις μας, συνεπώς και στη ζωή μας, όταν αγνοούμε τη μία θεμελιώδη μορφή της ύπαρξής μας και υπερτονίζουμε την άλλη», λέει.

Η Αμερική πάσχει εδώ και πολύ καιρό από αυτό το είδος της «μονόφθαλμης» θεώρησης. Σε άρθρο του για το «The American Mind», ο φιλόσοφος Έντουαρντ Φήζερ (Edward Feser, γεν. 1968) υποστήριξε ότι η επιστήμη έχει γίνει ο μόνος παραδεκτός τρόπος θεώρησης των πραγμάτων στην αμερικανική ζωή – από την οικονομία, την ηθική μέχρι τα μέτρα δημόσιας υγείας – σαν να ήταν η ίδια μια ολοκληρωμένη θρησκεία. «Ο Διαφωτισμός απλώς αντικατέστησε τον δογματισμό της θρησκείας με τον δογματισμό της επιστήμης», υποστηρίζει. Και αυτός, όπως και ο Σέηλ, καταλαβαίνει πόσο μονόπλευρη γίνεται η άποψή μας για την πραγματικότητα όταν χρησιμοποιούμε μόνο ένα μέσο για την εύρεση της αλήθειας. Γινόμαστε στενόμυαλοι. (Πόσο συχνά ακούμε το «εμπιστευτείτε την επιστήμη», λες και η επιστήμη είναι ένας αλάθητος οδηγός για όλες τις πτυχές της ζωής; Και πόσο σπάνια ακούμε το «εμπιστευτείτε τη φιλοσοφία» ή «εμπιστευτείτε τη μυθολογία»;)

Η επιτάχυνση των τεχνολογικών εξελίξεων από τον 16ο αιώνα και έπειτα έχει ενισχύσει αυτή τη στενότητα πνεύματος. Από τότε, ξεγελάμε τους εαυτούς μας με τα τεχνολογικά μας επιτεύγματα σε τέτοιο βαθμό, που αρχίζουμε να πιστεύουμε ότι κρατάμε στα χέρια μας το κλειδί του σύμπαντος, μέσω της δύναμης της εφαρμοσμένης επιστήμης. Δεν χρειαζόμαστε τίποτε άλλο.

Diogenes in search of an honest man
Σχέδιο του Γιάκομπ Γιόρντενς (Jacob Jordaens), που απεικονίζει τον Διογένη (Έλληνα φιλόσοφο του 4ου αιώνα π.Χ.) να αναζητά έναν τίμιο άνθρωπο (1642). Εθνική Πινακοθήκη της Βικτώριας, Αυστραλία. (Public Domain)

 

Ωστόσο, κατά καιρούς, ο σύγχρονος τεχνολογικός πολιτισμός μας αποζητά εν τέλει τον μύθο και τον θρύλο. Σε ένα τραγούδι με τίτλο «We Need a Myth» (Χρειαζόμαστε έναν μύθο), ο Αμερικανός τραγουδιστής της εναλλακτικής φολκ ροκ Γουίλ Σεφ (Will Sheff, γεν. 1976) θρηνεί: «We need a myth / We need a path through the mist … Scrape away grey cement / Show me the world as it was again / As it was in a myth … And if all we’re taught is a trick / Why would this feeling persist?» *

Η ίδια επιθυμία εκφράζεται και στα λόγια του Ράσελ Κερκ (Russell Kirk, 1918-1994), Αμερικανού θεωρητικού και ηθικολόγου: «Η εποχή μας, άρρωστη σχεδόν μέχρι θανάτου από τον ωφελιμισμό και την κυριολεξία, αποζητά τον μύθο και την παραβολή. Οι μεγάλοι μύθοι δεν είναι απλώς επιδεκτικοί ορθολογικής ερμηνείας: είναι αλήθεια, υπερβατική αλήθεια.»

Κατά έναν μυστηριώδη τρόπο, η παραμέληση του μυθικού τρόπου αντίληψης και γνώσης μπορεί να μας κάνει να ξεχάσουμε κάτι βασικό σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.

Και η επανεύρεσή του μπορεί να μας βοηθήσει να ξαναβρούμε και τους εαυτούς μας.

Του Walker Larson

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* «Χρειαζόμαστε έναν μύθο / Χρειαζόμαστε ένα μονοπάτι μέσα στην ομίχλη … Ξύσε το γκρίζο τσιμέντο / Ξαναδείξε μου τον κόσμο όπως ήταν / Όπως ήταν σ’ έναν μύθο … Κι αν δεν μαθαίνουμε παρά ένα κόλπο / Γιατί το αίσθημα αυτό να επιμένει;» (Σ.τ.Μ)

Η αέναη ανανέωση της πίστης στην “Οδύσσεια”

Τι σημαίνει επιστροφή; Τι σημαίνει να γυρίζεις σπίτι; Το σπίτι μας βρίσκεται εκεί όπου ανήκουμε, οι άνθρωποι και οι τόποι που είναι δικοί μας ενώ κι εμείς είμαστε δικοί τους. Ωστόσο, αυτό το ανήκειν φτάνει στην πληρότητά του μόνο μέσω της ενεργής επιλογής μας και της συμμόρφωσής μας με τους περιορισμούς που μας θέτει η αφοσίωσή μας σε έναν λαό και έναν τόπο. Μια τέτοια αφοσίωση απαιτεί συνεχή επιλογή, επαναβεβαίωση και επιστροφή.

Η “Οδύσσεια” του Ομήρου διερευνά σε μεγάλο βάθος αυτές τις έννοιες της επιστροφής και του ανήκειν. Ο “νόστος” – η “επιστροφή”- ξεχωρίζει ως η σημαίνουσα λέξη και έννοια στο ποίημα, όπως λέει η Εύα Μπραν στο βιβλίο της “Ομηρικές Στιγμές”. Υπάρχουν, ωστόσο, διαφορετικά είδη επιστροφής. Γράφει: “Φαίνεται ότι το “γυρίζω σπίτι”, η επιστροφή, δεν είναι τόσο απλό όσο το να επιβιώσεις από τη θάλασσα και να ξαναπάρεις ένα παλάτι- μπορεί να γυρίσεις σπίτι αλλά να μην είσαι εκεί, μπορεί να επιστρέψεις αλλά να μην είσαι εσύ”. Στην “Οδύσσεια”, ο Όμηρος μας τραγουδά για ένα βαθύτερο είδος νόστου – τον αέναο νόστο της αληθινής πίστης και αφοσίωσης.

Πίστη στον άνθρωπο

Αταλάντευτη στην πίστη της στον Οδυσσέα, η Πηνελόπη (α) κάθεται μόνη στον αργαλειό της, ενώ μια υπηρέτρια μαζεύει μήλα, αντιπροσωπεύοντας τους πειρασμούς που την περιβάλλουν. “Πηνελόπη”, 1864, του Τζον Ρόνταμ Σπένσερ Στάνχοπ. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Αν και το θέμα της πίστης διατρέχει όλο το ποίημα, βρίσκει τη βαθύτερη και σημαντικότερη έκφρασή του στο γάμο του Οδυσσέα και της Πηνελόπης.

Στη δυτική λογοτεχνία, η Πηνελόπη αποτελεί υπόδειγμα πίστης. Περιμένει 20 χρόνια να επιστρέψει ο σύζυγός της, αποκρούοντας τους μνηστήρες που προσπαθούν να σφετεριστούν το στέμμα και το κρεβάτι του βασιλιά, γαντζωμένη στην ελπίδα και τους γαμήλιους όρκους της, όταν πολλές κατώτερες γυναίκες θα εγκατέλειπαν τον Οδυσσέα και θα υπέκυπταν στην τεράστια πίεση να ξαναπαντρευτούν.

Η ακλόνητη καρδιά της δεν παύει ποτέ να νοσταλγεί τον σύζυγό της. Ο χρόνος δεν φαίνεται να επουλώνει την πληγή της απώλειάς της, αλλά ούτε και να πνίγει εντελώς την ελπίδα. “Όλη μέρα επιδίδομαι σε αναστεναγμούς και δάκρυα”, θρηνεί, σαν να είχε φύγει ο Οδυσσέας μόλις την προηγούμενη μέρα.

Αλλά και ο Οδυσσέας θρηνεί για τη σύζυγό του. Και παρόλο που η πίστη του δεν φτάνει την πίστη της Πηνελόπης, είναι ωστόσο αξιοσημείωτη. Στην πρώτη μας συνάντηση στο έπος με τον “πολυτλα” Οδυσσέα -για να χρησιμοποιήσουμε το σημαντικότερο ομηρικό επίθετο- αυτός μαραζώνει από νοσταλγία για την Πηνελόπη και την πατρίδα του, ενώ είναι παγιδευμένος στο νησί της νύμφη Καλυψούς, η οποία τον θέλει για σύζυγο. Ο Όμηρος λέει ότι η καρδιά του είναι “προσηλωμένη στη γυναίκα του και στην επιστροφή του”. Σε μια οδυνηρή εικόνα, ο Όμηρος απεικονίζει τον Οδυσσέα στο νησί ως εξής:

“ἀλλ᾿ ὅ γ᾿ ἐπ᾿ ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος, ἔνθα πάρος περ,
δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων.
πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων.”

“…εκείνος στο γιαλό καθούμενος, ως πάντα που, θρηνούσε,
με πίκρες, στεναγμούς και κλάματα σπαράζοντας τα στήθη,
την άκαρπη θωρώντας θάλασσα με βουρκωμένα μάτια.” [1]

Αν και ο Οδυσσέας δεν παραμένει πιστός στην Πηνελόπη με το σώμα του, ωστόσο, αποδεικνύει την απόλυτη αφοσίωσή του σε αυτήν όταν παίρνει την καίρια απόφαση να εγκαταλείψει όχι μόνο την Καλυψώ, μια δευτερεύουσα θεά, αλλά και την ίδια την αθανασία που εκείνη του υπόσχεται αν παραμείνει κοντά της, για χάρη της Πηνελόπης.

Παρά την ομορφιά, την αθανασία και την αρχοντιά της Καλυψούς, ο Οδυσσέας λαχταρούσε τη γυναίκα του και την ελευθερία του, την οποία του απέδωσαν εν τέλει οι θεοί του Ολύμπου. “Ο Ερμής διατάζει την Καλυψώ να απελευθερώσει τον Οδυσσέα”, 1665, του Ζεράρ ντε Λαιρές. Λάδι σε καμβά. Μουσείο Τέχνης του Κλήβελαντ. (Public Domain)

 

Αλλά ακόμη και όταν ο Δίας την έχει διατάξει να αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει, η Καλυψώ δεν μπορεί να μην κάνει μια τελευταία προσπάθεια να τον πείσει να μείνει κοντά της:

“σὺ δὲ χαῖρε καὶ ἔμπης.
εἴ γε μὲν εἰδείης σῇσι φρεσὶν ὅσσα τοι αἶσα
κήδε᾿ ἀναπλῆσαι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι,
ἐνθάδε κ᾿ αὖθι μένων σὺν ἐμοὶ τόδε δῶμα φυλάσσοις
ἀθάνατός τ᾿ εἴης, ἱμειρόμενός περ ἰδέσθαι

σὴν ἄλοχον, τῆς τ᾿ αἰὲν ἐέλδεαι ἤματα πάντα.
οὐ μέν θην κείνης γε χερείων εὔχομαι εἶναι,
οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, ἐπεὶ οὔ πως οὐδὲ ἔοικεν
θνητὰς ἀθανάτῃσι δέμας καὶ εἶδος ἐρίζειν.»

“Ας είναι, γεια χαρά σου!
Μονάχα αν κάτεχες στα φρένα σου τα βάσανα που η μοίρα
να σύρεις γράφει, πριν τα χώματα τα πατρικά πατήσεις,
εδώ θ᾿ απόμενες, κοιτάζοντας το σπήλιο αυτό μαζί μου,
και θα ‘σουν από πάνω αθάνατος, κι ας έχεις τόσο πόθο

να ιδείς το ταίρι σου, που ατέλειωτα σε τυραννά ο καημός του.
Θαρρώ από κείνη εγώ χειρότερη στην ελικιά δεν είμαι
κι ουδέ στο ανάριμμα᾿ κι αταίριαστο να παραβγαίνουν θα ‘ταν
έτσι κι αλλιώς θνητές με αθάνατες στην ελικιά, στην όψη.» [2]

Ο Οδυσσέας απαντά θαυμάσια σε αυτά τα λόγια της νύμφης:

«πότνα θεά, μή μοι τόδε χώεο: οἶδα καὶ αὐτὸς
πάντα μάλ᾿, οὕνεκα σεῖο περίφρων Πηνελόπεια
εἶδος ἀκιδνοτέρη μέγεθός τ᾿ εἰσάντα ἰδέσθαι:
ἡ μὲν γὰρ βροτός ἐστι, σὺ δ᾿ ἀθάνατος καὶ ἀγήρως.
ἀλλὰ καὶ ὣς ἐθέλω καὶ ἐέλδομαι ἤματα πάντα

οἴκαδέ τ᾿ ἐλθέμεναι καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι.»

«Θεά σεβάσμια, μη μου οργίζεσαι᾿ κι εγώ καλά το ξέρω᾿
αλήθεια, η Πηνελόπη η φρόνιμη δε δύνεται ποτέ της
στην ομορφιά και στο παράστημα να παραβγεί μαζί σου᾿
τι είναι θνητή, μα εσύ κι αθάνατη κι αγέραστη λογιέσαι.
Μα κι έτσι θέλω κι ακατάπαυτα με δέρνει ο πόθος, πίσω

να στρέψω, την ημέρα κάποτε να ιδώ του γυρισμού μου.» [3]

Αυτό που κάνει την απάντησή  του τόσο υπέροχη είναι ότι ο Οδυσσέας δεν αρνείται την άποψη της θεάς, ότι είναι ωραιότερη και ανώτερη από την Πηνελόπη. Και είναι αθάνατη, σε αντίθεση με τη σύζυγο του Οδυσσέα, η οποία είναι προορισμένη να γεράσει και να πεθάνει. Ο Οδυσσέας τα αναγνωρίζει όλα αυτά, αλλά επιλέγει την Πηνελόπη ούτως ή άλλως.

Ακόμα και με όλα τα ελαττώματά της, κανείς δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη μοναδική ψυχή που επέλεξε ο Οδυσσέας για σύντροφο της ζωής του πριν από τόσα χρόνια. Και εδώ έχουμε μια βαθιά αλήθεια για τον γάμο και την πίστη. Όπως το θέτει ο Γουέντελ Μπέρι στο δοκίμιό του “Το σώμα και η γη” (“The Body and the Earth”) από το βιβλίο του “The Unsettling of America”: “Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για ένα γαμήλιο τελετουργικό που μοιάζει πολύ με το δικό μας, κατά το οποίο ο Οδυσσέας απαρνιέται τους άλλους, αρχίζοντας από την αθάνατη θηλυκότητα της θεάς, και ανανεώνει την υπόσχεσή του στους γήινους όρους του γάμου του”.

“Η συνάντηση του Οδυσσέα και της Πηνελόπης”, 1788, του Φραντσέσκο Μπαρτολότσι, από το έργο του Τζον Φράνσις Ριγκώ. Χαρακτική και διακεκομμένη χαλκογραφία σε χαρτί. Rijksmuseum, Άμστερνταμ. (Public Domain)

 

Πράγματι, κάτι πρέπει να θυσιάσουμε όταν παντρευόμαστε. Πριν από το γάμο, όλοι μας έχουμε ένα πρότυπο, ένα ιδεώδες του ατόμου που ελπίζουμε να παντρευτούμε. Κατά κάποιον τρόπο, οι άνδρες αγαπούν τη γυναικεία φύση και οι γυναίκες αγαπούν την ανδρική φύση αφηρημένα, ως ιδανικά. Αλλά όταν ερωτευόμαστε και παντρευόμαστε, αυτό το αφηρημένο ιδανικό πρέπει να γίνει συγκεκριμένο και χειροπιαστό. Δεν αγαπάμε πλέον τη γυναικεία ή την ανδρική φύση ή κάποιο αθάνατο, τέλειο δείγμα αυτών, αλλά ένα συγκεκριμένο, υπέροχο, ατελές ον και μόνον αυτό.

Ο Όμηρος μας δείχνει ότι αληθινή πίστη σημαίνει να εγκαταλείπεις όλους τους άλλους πιθανούς συντρόφους -ακόμα και το “ιδανικό” που υπάρχει αφηρημένα, κάπου “εκεί έξω”, αυτήν τη θεά ή τον θεό που οι άνθρωποι περιμένουν μερικές φορές κοροϊδεύοντας τον εαυτό τους- υπέρ ενός πραγματικού, θνητού όντος. Το ιδανικό πρέπει να θυσιαστεί για τον πραγματικό άνθρωπο, τον άνθρωπο που έχει κανείς πραγματικά.

“Η Ευρύκλεια ξυπνά την Πηνελόπη για να της πει για την επιστροφή του Οδυσσέα”, 18ος αιώνας, από την Αντζέλικα Κάουφμαν. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Και αυτό το πρόσωπο, αν και δεν είναι θεός ή θεά, είναι κατά έναν μυστηριώδη τρόπο πολύ ανώτερο από την εξιδανικευμένη εκδοχή του συντρόφου μας. Η ιστορία του Οδυσσέα τα δραματοποιεί όλα αυτά.

Ο γάμος, ένας ριζωμένος θεσμός

Η τελική δοκιμασία στην οποία υποβάλλει η Πηνελόπη τον Οδυσσέα με το γαμήλιο κρεβάτι τους αφορά το αν έχει επιστρέψει μόνο στο σώμα ή και στην καρδιά. Είναι ο ίδιος άνθρωπος; Είναι πιστός σε εκείνη και στο σπίτι τους; Γνωρίζοντας το αμετακίνητο του κρεβατιού τους (το οποίο είναι κυριολεκτικά ριζωμένο στη γη), ο Οδυσσέας δείχνει να παραμένει αναλλοίωτος. “Η δοκιμασία που έχει περάσει τώρα είναι αυτή της ταυτότητας με την κυριολεκτική της έννοια, της αυτο-ομοιότητας”, γράφει η Μπραν. “Εξακολουθεί να είναι ο άνθρωπος που ήταν πριν πάει στην Τροία, ο σύζυγός της που επέστρεψε με ακλόνητη και φορτισμένη με μνήμες αγάπη του για τη γυναίκα του και με ακατάλυτη πίστη στον φυσικά ριζωμένο θεσμό του γάμου”.

“Η Αθηνά απομακρύνει τις αμφιβολίες της Πηνελόπης”, μεταξύ 1632 και 1633, από τον Θεόδωρο βαν Θούλντεν, από το έργο του Φραντσέσκο Πριματίτσο. Χαρακτικό. Rijksmuseum, Άμστερνταμ. (Public Domain)

 

Η πίστη απαιτεί μια συνεχή επιστροφή, μια συνεχή επιλογή, παρ’ όλες τις δυσκολίες της ξηράς και της θάλασσας. Και αν κάποιος είναι πιστός, η χαρά θα επιστρέψει επίσης. Ο Μπέρι σχολιάζει: “Αυτό που προσφέρει ο γάμος -και αυτό που η πίστη έχει σκοπό να προστατεύσει- είναι η δυνατότητα στιγμών όπου αυτό που έχουμε επιλέξει και αυτό που επιθυμούμε ταυτίζονται”.

Αυτές οι στιγμές δεν μπορούν να είναι συνεχείς, μας υπενθυμίζει. Ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη χωρίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα -συμβολικά, η αγάπη τους είναι στεγνή, επώδυνη, μη ανταποδοτική. Αλλά η πίστη τους ανταμείβεται όταν βιώνουν, κατά κάποιον τρόπο, μια δεύτερη γαμήλια νύχτα μετά την περίφημη επανένωσή τους στο τέλος του ποιήματος. Στη μέση ηλικία τους, η αγάπη τους γίνεται φρέσκια, καινούργια και πάλι. Η χαρά αναβλύζει με μεγαλύτερη ένταση, ακόμη και από ό,τι όταν παντρεύτηκαν για πρώτη φορά. Μια τέτοια εμπειρία έρχεται μόνο μέσα από την πίστη και την αφοσίωση.

“Η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη”, περ. 1814, του Γκασπάρε Μαρτελίνι για τον Φερδινάνδο Γ’. Φρέσκο σε οροφή, με ζωφόρο διακοσμημένη στις γωνίες με αλληγορίες της Πίστης, της Δύναμης, του Ηρακλή και του Απόλλωνα. Παλάτι Πίτι, Φλωρεντία, Ιταλία. (Diego Delso/CC BY-SA 4.0)

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία Ε΄, στίχοι 82-84. Από την ιστοσελίδα uoa.gr

2. Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία Ε΄, στίχοι 205-213. Από την ιστοσελίδα uoa.gr

3. Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία Ε΄, στίχοι 215-220. Από την ιστοσελίδα uoa.gr

 

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Ο ηρωισμός του πατρικού ρόλου όπως αναδεικνύεται στη λογοτεχνία, από τα αρχαία έπη μέχρι σήμερα

Εξετάζοντας την ιστορία της λογοτεχνίας, παρατηρούμε ότι είναι εξαιρετικά σπάνιο να συναντήσουμε θετικές πατρικές μορφές στα σπουδαία λογοτεχνικά έργα. Αντιθέτως, είναι πολύ εύκολο να βρούμε σωρεία αδύναμων, τυραννικών ή απλώς απόντων πατέρων.

Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Για να δημιουργηθεί μια ιστορία απαιτείται μια σύγκρουση. Ο εντάσεις, οι αντιπαραθέσεις, τα προβλήματα και οι ταραχές που πρέπει να ξεπεράσουν οι ήρωες διαμορφώνουν τη βάση όσων διαβάζουμε. Αν προσπαθήσουμε να φανταστούμε μια ιστορία όπου ο ήρωας πετυχαίνει οτιδήποτε θέλει χωρίς καμία προσπάθεια, θα διαπιστώσουμε ότι βαρεθήκαμε πριν καν ξεκινήσουμε. Τα πρόσωπα ενός λογοτεχνικού έργου πρέπει να υπομένουν βάσανα, να παλεύουν με εχθρούς και να ξεπερνούν εμπόδια. Τέτοιες ιστορίες είναι όχι μόνο πιο ενδιαφέρουσες, αλλά και πιο αυθεντικές.

Σε μεγάλο βαθμό οι συγκρούσεις έχουν τη ρίζα τους στις ενδοοικογενειακές σχέσεις. Τόσο οι κοινωνικές επιστήμες και η ψυχολογία όσο και η λογοτεχνία μάς διδάσκουν ότι τα οικογενειακά και κοινωνικά προβλήματα συνδέονται άμεσα με τους γονείς. Όταν οι γονείς απουσιάζουν ή δεν είναι αυτοί που θα έπρεπε, δημιουργούνται ευκολότερα οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη κοινωνικών και οικογενειακών δραμάτων.

Φυσικά, όσο κι αν αντιτίθενται στη δημιουργία μιας καλής ιστορίας, υπάρχουν και οι καλές πατρικές λογοτεχνικές μορφές, όπως ήρωες που θυσιάζονται για το καλό των οικογενειών τους, παρέχοντας στις κοινωνίες τα απαραίτητα παραδείγματα. Μερικοί από τους πιο εξέχοντες που μπορούμε να απαριθμήσουμε είναι ο Έκτωρ από την ομηρική «Ιλιάδα», ο Ιππότης από τις «Ιστορίες του Κάντερμπερι» του Τσώσερ, ο Πρόσπερο από τη σαιξπηρική «Τρικυμία», ο Μπομπ Κράτσιτ από τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Καρόλου Ντίκενς και ο ανώνυμος πατέρας του «Δρόμου» του σύγχρονου Κόρμακ Μακάρθι.

Όπως είπε και ο Γάλλος ποιητής Σαρλ Πεγκί [Charles Péguy], «στον σύγχρονο κόσμο, δεν υπάρχει παρά μια μεγάλη περιπέτεια για τους άντρες: η πατρότητα».

Έκτωρ: Ο ήρωας που υπερασπιζόταν αυτά που αγαπούσε

Ζαν Β΄ Ρεστού, «Ο Έκτωρ αποχαιρετά την Ανδρομάχη», 1727. Λάδι σε καμβά. (Public Domain)

 

Ο Έκτωρ είναι, σύμφωνα με τον Όμηρο, η μόνη άμυνα της Τροίας ενάντια στους Αχαιούς που την πολιορκούν. Οδηγεί τους στρατιώτες στη μάχη, τους εμψυχώνει, ανεβάζει το ηθικό τους και σκοτώνει αθρόα τους εχθρούς στη μάχη.

Ταυτόχρονα είναι αφοσιωμένος στην οικογένειά του, κάτι που τον κινητοποιεί περαιτέρω και τον κάνει ακόμα πιο τρομερό πολεμιστή. Όπως και ένας άλλος λογοτεχνικός πολεμιστής, θα μπορούσε να πει: «Δεν αγαπώ το λαμπερό σπαθί για την κόψη του ούτε το βέλος για την ταχύτητά του ούτε τον πολεμιστή για τη δόξα του. Αγαπώ μονάχα αυτά που υπερασπίζονται.» [1]

Στο παρακάτω απόσπασμα, ο Έκτωρ αποχαιρετά τη γυναίκα του Ανδρομάχη και τον γιο τους Αστυάνακτα και καθησυχάζει τους φόβους της πριν φύγει για τη μάχη:

Ζ 399 «που τότε τον απάντησε με την τροφόν σιμά της,
οπού βαστούσε το μικρό μονάκριβο παιδί της,
τον Εκτορίδην, όμοιον με εύμορφον αστέρα· […]

Εκείνος χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του
ήσυχα· […]

Και […] άπλωσε τα χέρια στο παιδί του·
έσκουξ’ εκείνο κι έγειρε στο στήθος της βυζάστρας·
φοβήθη τον πατέρα του καθώς είδε ν’ αστράφτουν
τ’ άρματα και απ’ την κόρυθα της περικεφαλαίας
Ζ 470 την χαίτην που τρομακτικώς επάνω του εσειόνταν·
εγέλασε ο πατέρας του και η σεβαστή μητέρα·
και ο μέγας Έκτωρ έβγαλε την περικεφαλαία
και καταγής την έθεσεν οπού λαμποκοπούσε.
Εφίλησε κι εχόρευσε στα χέρια το παιδί του

Ζ 475 κι έπειτα ευχήθη στους θεούς …» [2]

Ενώ έπαιρνε μια ανάπαυλα από τη μάχη, «εφίλησε κι εχόρευσε στα χέρια το παιδί του…», έγραψε ο Όμηρος στην Ιλιάδα. Κρίστοφερ Βίλχελμ Έκερσμπεργκ, «Ο Έκτορας αποχαιρετά την Ανδρομάχη και τον Αστυάνακτα», περίπου 1813-1816. Λάδι σε καμβά. Μουσείο Thorvaldsens, Κοπεγχάγη, Δανία. (Public Domain)

 

Ο Ιππότης: Άγρυπνη, αυστηρή, αλλά πάντα ευγενική καθοδήγηση 

Τζορτζόνε, προσωπογραφία ιππότη με τον ακόλουθο και γιο του, περ. 1501-1502. Λάδι σε καμβά. Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία. (Public Domain)

 

Στις «Ιστορίες του Κάντερμπερι» (The Canterbury Tales, 14οο) του Άγγλου συγγραφέα Τζέφρυ Τσώσερ (Geoffrey Chaucer, περ. 1340-1400), ανάμεσα στους προσκυνητές είναι και ένας ιππότης. Ο συγγραφέας τον περιγράφει ως ευγενή άντρα, έντιμο, ιπποτικό. Οι τρόποι του είναι αβροί, παρόλο που και αυτός, όπως ο Έκτωρ, πολεμά θαρραλέα για να υπερασπιστεί όσα αγαπά και έχει πάρει μέρος σε πολέμους.

Μαζί του στο ταξίδι έρχεται και ο γιος του, ο Ακόλουθος, ένας 20χρονος νέος, παθιασμένος, όπως όλοι οι νέοι της ηλικίας του με τις τελευταίες μόδες στο χτένισμα και στο ντύσιμο και με μεγάλη εμμονή με τις γυναίκες: για αυτές  έχανε τον ύπνο του, σαν «αηδόνι», και τις αγαπούσε με μια εξιδανικευμένη λατρεία.

Στο έργο του Τσώσερ, κάθε προσκυνητής διασκεδάζει τους συνταξιδιώτες του με ιστορίες για να περάσουν την ώρα του στο δρόμο προς το ιερό του Αγίου Τόμας Μπέκετ. Η «Ιστορία του Ιππότη» είναι μια από αυτές τις ιστορίες, αλλά όπως έχει επισημάνει ο πρώην καθηγητής Αγγλικών στη Ναυτική Ακαδημία των ΗΠΑ David Άλλεν Γουάιτ, στην πραγματικότητα η συγκεκριμένη ιστορία απευθύνεται κυρίως στον γιο του ιππότη ως μια πατρική ευγενική διόρθωση. Η ιστορία αφορά τις επιπολαιότητες και τους κινδύνους της νεανικής, παράλογης αγάπης (ή λαγνείας) στην ιστορία του Πάλαμον, του Αρσίτη και της Έμιλι. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια αυστηρή προειδοποίηση για τη λανθασμένη μορφή του αυλικού έρωτα και τη νεανική παρορμητικότητα, η οποία ωστόσο εκφέρεται με έναν ευγενικό, γοητευτικό τρόπο στον νεαρό γιο του.

Πρόσπερο: Κατευθύνοντας τα γεγονότα για το καλό του παιδιού του

Εξορισμένοι από το Μιλάνο, ο Πρόσπερο και η Μιράντα ταξιδεύουν προς το απομακρυσμένο νησί, όπου διαδραματίζεται η «Τρικυμία». Χένρι Τόμσον, «Πρόσπερο και Μιράντα», 1803.  Λάδι σε καμβά. Βασιλική Ακαδημία Τεχνών, Λονδίνο. (Public Domain)

 

Η κεντρική φιγούρα του έργου του Σαίξπηρ «Η Τρικυμία» είναι ο μάγος Πρόσπερο, ο οποίος έχασε άδικα το δουκάτο του στο Μιλάνο και εξορίστηκε με τη μικρή του κόρη σε ένα μυστηριώδες νησί. Ο Πρόσπερο ενορχηστρώνει τα γεγονότα του έργου καθώς, χρησιμοποιώντας τη μαγεία του και τον πιστό του υπηρέτη, τον Άριελ, τραβά τους ναυαγισμένους εχθρούς του στο νησί και στη μετάνοια.

Παίζει επίσης τον προξενητή, φέρνοντας τον πρίγκιπα Φερδινάνδο στην ενήλικη πλέον κόρη του Μιράντα και δοκιμάζοντας την ποιότητα, την αγνότητα και την αποφασιστικότητα του νεαρού άνδρα -όπως θα έπρεπε να κάνει ένας καλός πατέρας- προτού του δώσει τη Μιράντα για σύζυγό του.

Αφηγούμενος την ιστορία της εξορίας του σε μια μικρή βάρκα με ελάχιστα υπάρχοντα από το Μιλάνο, ο Πρόσπερο εκφράζει αυτό που όλοι οι καλοί πατέρες γνωρίζουν, στους οποίους και μόνο η θέα του παιδιού τους μπορεί να τους δώσει τη δύναμη και το κίνητρο να εκτελέσουν ακόμα και υπεράνθρωπους άθλους. Μιλώντας στη Μιράντα, λέει:

«Ω, ένα χερουβείμ. /Ήσουν εσύ που με διαφύλαξες. Εσύ χαμογελούσες./ Εμποτισμένος με μια δύναμη από τον ουρανό,/ Όταν έχω στρώσει τη θάλασσα με σταγόνες γεμάτες αλάτι,/ Κάτω από το φορτίο μου στενάζω – που ανέδειξε μέσα μου/ ένα στομάχι που υπομένει, για να αντέξω/ ενάντια σε ό,τι θα έπρεπε να επακολουθήσει.»

Ο Πρόσπερο παίρνει θάρρος και ανακτά τη δύναμή του σε αυτή την πιο σκοτεινή στιγμή της ζωής του χάρη στην παρουσία και την αγάπη του μικρού κοριτσιού του.

Και συνεχίζει να κατευθύνει τα γεγονότα προς όφελός της καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου: «Κανένα κακό./ Δεν έκανα τίποτε παρά για σένα να φροντίζω,/ Για σένα, αγαπημένη μου, για σένα, την κόρη μου.»

Μπομπ Κράτσιτ: ένας ήρωας της καθημερινότητας

Ο Μπομπ Κράτσιτ κουβαλάει τον Μικρούλη Τιμ στους ώμους του. Σκηνή από το «Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία” του Καρόλου Ντίκενς, περ.1844. Εικονογράφηση του Fred Barnard. (Hulton Archive/Getty Images)

 

Στην αγαπημένη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Ντίκενς, ο Μπομπ Κράτσιτ είναι ο αφοσιωμένος υπάλληλος ενός δεσποτικού και τσιγγούνη εργοδότη, του Σκρουτζ, για τον οποίο δουλεύει με ελάχιστη αμοιβή. Ο Κράτσιτ αντιπροσωπεύει όλους εκείνους τους αμέτρητους πατέρες στην ιστορία, οι οποίοι μπορεί να μην διακρίθηκαν ποτέ από μια μοναδική στιγμή εξαιρετικού ηρωισμού ή γενναιότητας, αλλά μάλλον κατέκτησαν έναν όχι λιγότερο σημαντικό, αν και λιγότερο αισθητό, βαθμό ευγένειας και θυσίας με την επιμονή στην καθημερινή βιοπάλη.

Καλοκαίρι και χειμώνα, χρόνο με το χρόνο, αυτοί οι άνδρες σηκώνουν στους ώμους τους το βάρος ενός άχαρου και άδοξου καθήκοντος, απλώς και μόνο για να στηρίξουν εκείνους που εξαρτώνται από αυτούς. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε αυτό «συνηθισμένο ηρωισμό» και είναι κάτι που κάθε οικογενειάρχης μπορεί να διεκδικήσει.

Ο Κράτσιτ μάς φέρνει στο νου το ποίημα του Ρόμπερτ Χέιντεν «Εκείνες οι Κυριακές του χειμώνα»:

«Και τις Κυριακές ο πατέρας μου σηκωνόταν νωρίς
και φόραγε τα ρούχα του μέσα στο μαύρο κρύο,
και μετά με ραγισμένα χέρια που πονούσαν
από τη δουλειά τις καθημερινές έκανε
να ανάψει τις φωτιές. Κανείς δεν τον ευχαρίστησε ποτέ.
[…]
[Θα του μιλούσα] αδιάφορα,
αυτού που είχε διώξει το κρύο
και μου γυάλισε και τα καλά μου παπούτσια.
Τι ήξερα, τι ήξερα
για τα αυστηρά και μοναχικά γραφεία της αγάπης;»

Αλλά, εκτός από τη φτώχεια, ο Κράτσιτ -όπως τόσοι πολλοί απλοί πατέρες- έχει το πρόσθετο βάρος των ιατρικών προβλημάτων στην οικογένεια. Ο γιος του, ο Μικρούλης Τιμ, είναι άρρωστος, αλλά η οικογένεια δεν έχει αρκετά χρήματα για να τον φροντίσει σωστά. Παρ’ όλα αυτά, ο Κράτσιτ κουβαλάει το ανάπηρο παιδί του στον ώμο του και το εμψυχώνει όσο καλύτερα μπορεί. Ο Κράτσιτ διαθέτει υπομονή και επίμονα καλή διάθεση μπροστά στις δυσκολίες. Και στο τέλος, η υπομονή του ανταμείβεται.

Ο Πατέρας: Διατηρώντας ζωντανή τη χαμένη ελπίδα και το φως μες στο σκοτάδι

Ο πατέρας έχει μόνο ένα σκοπό, τον οποίο θα επιδιώξει ακόμη και μέχρι θανάτου: να φροντίσει τον γιο του. Καρλ Φρήντριχ Λέσινγκ, “Ο ληστής και το παιδί του”, 1832. Λάδι σε καμβά. Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφειας. (Public Domain)

 

Το μυθιστόρημα του Κόρμακ Μακάρθι «Ο δρόμος» (2006) διαδραματίζεται σε ένα ζοφερό, μετα-αποκαλυπτικό φόντο. Είναι το οδοιπορικό ενός πατέρα και του γιου του σε μια κατεστραμμένη Αμερική, όπου ο πολιτισμός έχει εξαφανιστεί λόγω ενός καταστροφικού συμβάντος, οι οποίοι εγκαταλείπουν το σπίτι τους στον βορρά, όπου δεν πιστεύει ο πατέρας ότι μπορούν να βγάλουν άλλον ένα χειμώνα, ψάχνοντας για κάτι «καλύτερο».

Κατά βάθος, ο πατέρας γνωρίζει ότι δεν έχουν πουθενά να πάνε, ότι δεν υπάρχει κανένα καλύτερο μέρος. Η προσπάθειά του, ωστόσο, συγκεντρώνεται, στο να διατηρήσει ζωντανή την ελπίδα στο αγόρι του, στο γιο του, το μόνο πράγμα που του έχει απομείνει σε αυτό τον πικρό κόσμο.

Οι λίγοι επιζώντες που συναντούν ο άντρας και το αγόρι στην πορεία τους είναι κυρίως δολοφόνοι που έχουν χάσει την ανθρωπιά τους μέσα στην απελπισία και την απόγνωσή τους. Αλλά ο πατέρας κάνει ό,τι μπορεί για να εμφυσήσει στο γιο του την αίσθηση του καλού και του κακού, σε μια εποχή που έχει εγκαταλείψει κάθε ηθικό πρότυπο. Έτσι, λέει στο αγόρι ότι είναι «οι καλοί» που «κουβαλούν τη φωτιά».

Η σκληρότητα του σκηνικού αναδεικνύει περισσότερο την καρδιά της ιστορίας. Όσο πιο σκοτεινό είναι το φόντο τόσο μεγαλύτερη είναι η αντίθεση με το φως στον πυρήνα της ιστορίας και αυτό το φως είναι η αγάπη και η θυσία ενός πατέρα και ενός γιου ο ένας για τον άλλον. Ο πατέρας δεν έχει πια παρά μόνο ένα πράγμα, στο οποίο θα εμμείνει ακόμη και μέχρι θανάτου: τη φροντίδα του γιου του.

Τα λόγια του Πατέρα θα ταίριαζαν στο στόμα κάθε πατέρα που μιλάει στο παιδί του: «Έχεις όλη μου την καρδιά. Πάντα την είχες. Είσαι το καλύτερο παιδί. Πάντα ήσουν.»

Τέοντορ Χίλντεμπραντ, «Ένας πολεμιστής με το παιδί του», 1832. Λάδι σε καμβά. Παλιά Εθνική Πινακοθήκη του Βερολίνου. (Public Domain)

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Τα λόγια ανήκουν στον Φαραμίρ, από το έργο του Τζ.Ρ. Τόλκιν «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών», βιβλίο 2ο («Οι Δύο Πύργοι»), σελ. 328. Εκδόσεις Κέδρος 1983, μετάφραση Ευγενία Χατζηθανάση-Κόλλια.

2. Ομήρου Ιλιάδα, Ραψωδία Ζ΄, στίχοι 399-475, μετάφραση Ι. Πολυλά.

 

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Ο Έκτορας, ο Αχιλλέας και η κακώς εννοούμενη αρρενωπότητα

Μετάφραση και επιμέλεια: Αλία Ζάε

Διαβάζοντας την «Ιλιάδα», δεν αργούμε να καταλάβουμε ότι ο Αχιλλέας και ο Έκτορας είναι δυο ήρωες που αντιπαρατίθενται και που προορίζονται να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλον στη μάχη. Η μονομαχία τους προοικονομείται με πολλούς τρόπους στο ομηρικό έπος και πλανάται συνεχώς κατά κάποιον τρόπο στον αέρα, πάνω από τα ‘ψηλά τείχη της Τροίας’ και πάνω από τη ‘γεμάτη ψάρια θάλασσα’ στα νώτα των Αχαιών.

Οι μορφές όμως των δυο ηρώων δεν αντιπροσωπεύουν μόνο δυο γενναίους πολεμιστές, αλλά παρουσιάζουν και δυο διαφορετικούς τύπους αρρενωπότητας. Οι ομοιότητές τους δεν είναι λίγες: η ανταγωνιστική, επιθετική, βίαιη συμπεριφορά τους όταν πολεμούν και ο τρόμος που κι οι δυο σκορπούν ισόποσα στο πεδίο της μάχης είναι χαρακτηριστικά κοινά. Τα κίνητρά τους ωστόσο είναι διαφορετικά. Ο μεν Αχιλλέας επιτίθεται και εκδικείται, ο Έκτορας αμύνεται της πόλης και του λαού του.

Η μήνις του Αχιλλέα

Το θέμα της Ιλιάδας δεν είναι τόσο ο Τρωικός πόλεμος, όσο η μήνις – η οργή – του Αχιλλέα. Το έπος διαδραματίζεται σε διάστημα 51 μόλις ημερών, κατά το τελευταίο έτος του πολέμου, και αφορά τον θυμό του ημίθεου ήρωα απέναντι στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα που του πήρε τη σκλάβα, την απόσυρσή του κατόπιν από τις μάχες και τελικά την επιστροφή του για να εκδικηθεί τον θάνατο του αγαπημένου του φίλου.

Τζοβάνι Μπατίστα Τιέπολο, «Η μήνις του Αχιλλέα», 1757. Νωπογραφία στη Βίλα Valmarana ai Nani, Βιτσέντσα. (Public Domain). Η Αθηνά αναγκάζεται να τραβήξει τον Αχιλλέα από τα μαλλιά, προκειμένου να τον εμποδίσει να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα – πράξη απόλυτα καταδικαστέα από θεούς κι ανθρώπους.

 

Το έπος αρχίζει με αυτούς τους στίχους:

«Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληιάδεω Ἀχιλῆος
οὐλομένην, ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε,
πολλὰς δ’ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν
ἡρώων, αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν
οἰωνοῖσί τε πᾶσι· Διὸς δ’ ἐτελείετο βουλή·
ἐξ οὗ δὴ τὰ πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε
Ἀτρεΐδης τε ἄναξ ἀνδρῶν καὶ δῖος Ἀχιλλεύς.»

Δηλαδή:

«Τη μάνητα, θεά, τραγούδα μας του ξακουστού Αχιλλέα,
ανάθεμά τη, πίκρες που ‘δωκε στους Αχαιούς περίσσιες
και πλήθος αντρειωμένες έστειλε ψυχές στον Άδη κάτω
παλικαριών, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους
και στα όρνια ολούθε —έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας—
απ’ τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους,
του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας Αχιλλέας.»

(μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή)

Η φιλονικία του Αχιλλέα με τον Αγαμέμνονα κοστίζει – ανάθεμά τη – πολλές ζωές στους Αχαιούς. Εγκαταλείποντας τον πόλεμο – αυτός, ο δυνατότερος πολεμιστής τους – αφήνει την ελληνική παράταξη σημαντικά αποδυναμωμένη.

Στις περισσότερες ραψωδίες, ο Αχιλλέας παρουσιάζεται έρμαιο των συναισθημάτων του: του θυμού, της μνησικακίας, της εκδικητικότητας… Περνά τις μέρες μέσα στη σκηνή του, αναμασώντας την προσβολή που νιώθει πως του έκανε ο Αγαμέμνων. Οι ικεσίες των συντρόφων του δεν τον συγκινούν, δεν μετριάζουν την οργή του ούτε αλλάζουν τη γνώμη του.

Η ίδια σκηνή με τη θεά Αθηνά («Η μήνις του Αχιλλέα»), από τον Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, περ. 1630-1635. Μουσείο Boijmans Van Beuningen, Ρότερνταμ, Ολλανδία. (Public Domain). Ο Όμηρος παρουσιάζει τον Αχιλλέα ανώριμο και εκδικητικό.

 

Χρειάζεται να σκοτωθεί ο Πάτροκλος, για να αποφασίσει ο Αχιλλέας να επιστρέψει στο πεδίο των μαχών. Το κίνητρό του όμως είναι και πάλι η εκδίκηση. Πόνος και τυφλή οργή, που στρέφονται κατά των αντιπάλων, ζητώντας αίμα για να απαλύνουν. Κυρίως το αίμα του Έκτορα, του δολοφόνου του προσφιλούς προσώπου.

Η επιθετικότητα του Αχιλλέα είναι σαρωτική και καταστροφική, όχι μόνο για τους Τρώες αλλά και για τους Έλληνες, καθώς κατευθύνεται από τα πάθη του και είναι παράλογη και ανεξέλεγκτη.

Εν τέλει, οι δυο αντίπαλοι συναντούν ο ένας τον άλλον και αναμετρώνται.

Η αυτοθυσία του Έκτορα

 Το αντίπαλο δέος του Αχιλλέα, ο γιος του βασιλιά Πριάμου, έχει πολλά κοινά σημεία με τον γιο της θεάς Θέτιδας. Εξίσου ατρόμητος πολεμιστής, ο Έκτορας είναι ο ‘πύργος της Τροίας’, αυτός που απωθεί μόνος του τα στίφη των εχθρών και εμπνέει στον λαό του θάρρος και δύναμη. Ο Όμηρος τον παρομοιάζει με λιοντάρι και με δυνατό δυτικό άνεμο και τον αποκαλεί κορυθαίολο, δηλαδή ‘λοφοσείστη’.

Είναι ο τρόμος των Αχαιών, αυτός που παραλίγο να τους ρίξει στη θάλασσα και να τους κάψει τα καράβια.

Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, «Ο θάνατος του Έκτορα», περ. 1630-1635 (ατελείωτο έργο). Μουσείο Boijmans Van Beuningen, Ρότερνταμ, Ολλανδία. (Public Domain)

 

Όμως ο Έκτορας είναι κάτι παραπάνω από άγριος μαχητής. Η κυριότερη διαφορά του με τον Αχιλλέα συνίσταται στο ότι διαθέτει και μια τρυφερή, ήπια πλευρά, που εκφράζεται μακριά από τη μάχη, με τους δικούς του εντός των τειχών της πόλης. Μέσα στην Τροία είναι ευγενής και ήρεμος. Μιλά όμορφα ακόμα και στην Ελένη, την πηγή των δεινών τους. Απέναντι στη γυναίκα του Ανδρομάχη και στον γιο τους Αστυάνακτα δείχνεται γεμάτος φροντίδα.

Στη ραψωδία Ζ΄, περιγράφεται η συνάντησή τους στον πύργο, όπου η Ανδρομάχη είχε σκαρφαλώσει μαζί με το παιδί τους, φοβούμενη ότι ο άντρας της είχε σκοτωθεί στη μάχη:

«ἥ οἱ ἔπειτ’ ἤντησ’, ἅμα δ’ ἀμφίπολος κίεν αὐτῇ
Ζ 400παῖδ’ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ’ ἀταλάφρονα νήπιον αὔτως
Ἑκτορίδην ἀγαπητὸν ἀλίγκιον ἀστέρι καλῷ […]

ἤτοι ὃ μὲν μείδησεν ἰδὼν ἐς παῖδα σιωπῇ·
Ζ 405Ἀνδρομάχη δέ οἱ ἄγχι παρίστατο δάκρυ χέουσα,
ἔν τ’ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ’ ἔφατ’ ἔκ τ’ ὀνόμαζε· […]

Τὴν δ’ αὖτε προσέειπε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ·
ἦ καὶ ἐμοὶ τάδε πάντα μέλει γύναι· ἀλλὰ μάλ’ αἰνῶς
αἰδέομαι Τρῶας καὶ Τρῳάδας ἑλκεσιπέπλους,
αἴ κε κακὸς ὣς νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο·
οὐδέ με θυμὸς ἄνωγεν, ἐπεὶ μάθον ἔμμεναι ἐσθλὸς
Ζ 445αἰεὶ καὶ πρώτοισι μετὰ Τρώεσσι μάχεσθαι
ἀρνύμενος πατρός τε μέγα κλέος ἠδ’ ἐμὸν αὐτοῦ.
εὖ γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν·
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ’ ἄν ποτ’ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ
καὶ Πρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο.
Ζ 450ἀλλ’ οὔ μοι Τρώων τόσσον μέλει ἄλγος ὀπίσσω,
οὔτ’ αὐτῆς Ἑκάβης οὔτε Πριάμοιο ἄνακτος
οὔτε κασιγνήτων, οἵ κεν πολέες τε καὶ ἐσθλοὶ
ἐν κονίῃσι πέσοιεν ὑπ’ ἀνδράσι δυσμενέεσσιν,
ὅσσον σεῦ, ὅτε κέν τις Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων
Ζ 455δακρυόεσσαν ἄγηται ἐλεύθερον ἦμαρ ἀπούρας·
καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῦσα πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις…»

(στίχοι 399-456)

Δηλαδή:

«που τότε τον απάντησε με την τροφόν σιμά της,
οπού βαστούσε το μικρό μονάκριβο παιδί της,
τον Εκτορίδην, όμοιον με εύμορφον αστέρα· […]

Εκείνος χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του
ήσυχα· κι απ’ το χέρι του πιασμένη η Ανδρομάχη
εδάκρυσε και του ‘λεγεν: […]

«Όλα τα αισθάνομαι κι εγώ, γυνή μου, αλλά φοβούμαι
και των ανδρών το πρόσωπο και των σεμνών μητέρων,
αν μ’ έβλεπαν ως άνανδρος να φεύγω από την μάχην·
ούδ’ η καρδιά μου θέλει το, που μ’ έμαθε να είμαι
γενναίος πάντοτε κι εμπρός να μάχομαι των Τρώων
χάριν της δόξας του πατρός και της δικής μου ακόμη·
ότ’ είναι τούτο φανερό στα βάθη της ψυχής μου·
θα φθάσ’ η μέρα να χαθεί κι η Ίλιος η αγία
και ο Πρίαμος ο δυνατός με όλον τον λαόν του.
Αλλά των Τρώων η φθορά δεν με πληγώνει τόσο
και του πατρός μου ο θάνατος και της σεμνής μητρός μου
και των γλυκών μου αδελφών, οπού πολλοί και ανδρείοι
από τες λόγχες των εχθρών θα κυλισθούν στο χώμα
όσ’ ο καημός σου, όταν κανείς των Αχαιών σε πάρει
εις την δουλείαν, ενώ συ θα οδύρεσαι, θα κλαίεις,
εις τ’ Άργος ξένον ύφασμα θα υφαίνεις προσταγμένη·…»

(μετάφραση Ι. Πολυλά)

Στο παραπάνω απόσπασμα, βλέπουμε πόσο ο Έκτορας νοιάζεται για τους δικούς του και με πόσο παρηγορητικά λόγια απευθύνεται στην τρομαγμένη γυναίκα του. Ο Όμηρος περιγράφει επίσης πώς παίζει με το παιδί του, απολαμβάνοντας τις τελευταίες στιγμές μαζί του, γεμάτος στοργή και κατανόηση.

Η εμπλοκή του Έκτορα στον πόλεμο δεν οφείλεται σε δική του εμπάθεια ούτε είναι προσωπική του επιλογή. Ο πόλεμος ήρθε στο σπίτι του – έστω και μέσω του αδερφού του – και το καθήκον του είναι να υπερασπιστεί τα τείχη της πόλης, το λαό του και τα αγαπημένα του πρόσωπα.

Καρλ Φρήντριχ Ντέκλερ, «Ο Έκτορας αποχαιρετά την Ανδρομάχη και τον γιο του, Αστυάνακτα», πριν από το 1918. (Public Domain)

 

Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο Έκτορας δείχνει πραγματική ανδρεία και αυτοθυσία, χρησιμοποιώντας τη δύναμή του για αμυντικούς λόγους, χωρίς να τη στρέφει ενάντια στους αδύναμους, αλλά προστατεύοντας αυτούς που αγαπά.

Αντίθετα, ο Αχιλλέας δεν χρησιμοποιεί τη δύναμή του για να ωφελήσει τους άλλους ούτε την ελέγχει. Τα κίνητρά του είναι εγωιστικά και αφορούν αποκλειστικά την ικανοποίηση των διαθέσεών του.

Στην εποχή μας, μια συμπεριφορά σαν του Αχιλλέα ίσως αποκαλούνταν ‘τοξική αρρενωπότητα’, η οποία περιγράφεται ως «συμβατική άποψη για τον ανδρισμό, που θεωρεί αναπόσπαστα χαρακτηριστικά του τη δύναμη και την κυριαρχικότητα και εμποδίζει το άτομο να ζει αρμονικά με τους άλλους ή ακόμα και βλάπτει την ψυχική του υγεία». Η τοξική αρρενωπότητα  αφορά «αντρικές συμπεριφορές σεξουαλικής και ψυχολογικής παραβίασης, επίδειξη ισχύος, εκδηλώσεις βίας και κακοποιητικές συμπεριφορές όλων των μορφών».

Είναι, με άλλα λόγια, ο κακώς εννοούμενος ανδρισμός, ο εγκλωβισμένος στα κλισέ και τις κοινωνικές πιέσεις, ο οποίος τρεφόμενος από τον εγωισμό του υποκειμένου στρέφεται τελικά όχι μόνο ενάντια στους άλλους αλλά και ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό.

Ζαν Ζοζέφ Ταϊγιασόν, «Ο Αχιλλέας προσφέρει το πτώμα του Έκτορα στον νεκρό Πάτροκλο», 1769. Λάδι σε καμβά, Krannert Art Museum, Champaign, Ill. (Public Domain)

 

Ο ανδρισμός και η αρρενωπότητα δεν είναι εγγενώς κακά. Κάθε φύλο έχει τα χαρακτηριστικά του, που κάποιο λόγο έχουν που υπάρχουν. Η εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας εξαρτάται σε έναν βαθμό και από το πόσο καλά οι άντρες και οι γυναίκες εναρμονίζονται με τους ρόλους τους, που σχετίζονται με τις ιδιαιτερότητες της φύσης τους. Πάνω απ’ όλα όμως η ευημερία μιας κοινωνίας εξαρτάται από την ανιδιοτέλεια κάθε ατόμου ανεξαρτήτως φύλου, από την ευγένεια που είμαστε ικανοί να δείχνουμε ο ένας προς τον άλλον και από την καλή προαίρεσή μας.

Ας είναι οι ρόλοι οδηγοί και όχι δεσμοφύλακες και ας βρούμε έναν τρόπο μέσα από την καρδιά μας να συνδυάσουμε την κοινωνική αρμονία με τις ατομικές μας ιδιαιτερότητες, χωρίς κανέναν να προσβάλλουμε ή να υποτιμούμε. Ακόμα κι αν διαφωνούμε.

Τα 5 στάδια του ολοκληρωτισμού

Σχολιασμός

Οι φόβοι για μια αυξανόμενη ολοκληρωτική τάση στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διογκωθεί κατά τη διάρκεια του 2020-2022. Πόσο κοντά όμως βρισκόμαστε πραγματικά σε ένα ολοκληρωτικό κράτος; Πώς έχουν προκύψει ιστορικά τέτοια καθεστώτα και ποια είναι τα προειδοποιητικά σημάδια; Αυτό το άρθρο θα απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα εξετάζοντας τα ολοκληρωτικά καθεστώτα κατά τον δέκατο όγδοο και τον εικοστό αιώνα και το σχέδιο με το οποίο ήρθαν στην εξουσία.

Στάδιο 1: Δυσαρέσκεια και ενδείξεις

Κάθε νέα τάξη πραγμάτων υψώνεται πάνω στα ερείπια της παλιάς.

Εκείνοι που θα εγκαθιδρύσουν ένα νέο καθεστώς πρέπει να αξιοποιήσουν ή να δημιουργήσουν δυσαρέσκεια για το status quo. Όσο κι αν αυτοί που επιθυμούν μια επανεκκίνηση απεχθάνονται την παλιά τάξη πραγμάτων, δεν μπορούν να πετύχουν πολλά χωρίς να αξιοποιήσουν ή να κατασκευάσουν μια παρόμοια στάση στο κοινό. Τότε ο επαναστατικός ολοκληρωτισμός εμφανίζεται ως η λύση σε αυτά τα προβλήματα.

Η Περίοδος της Τρομοκρατίας στην επαναστατική Γαλλία, για παράδειγμα, δεν ξεκίνησε με αίμα αλλά με ψωμί. Μεταξύ του 1715 και του 1800, ο πληθυσμός της Ευρώπης διπλασιάστηκε, δημιουργώντας ελλείψεις τροφίμων στους Γάλλους. Πολλοί Γάλλοι δυσανασχετούσαν με την αυξανόμενη συγκεντρωτική εξουσία του βασιλιά. Επιπλέον, οι ιδέες των διανοητών του «Διαφωτισμού» ξεσήκωναν επαναστατικά αισθήματα. Τέλος, η γαλλική κυβέρνηση ήταν βαθιά χρεωμένη λόγω των πολλών πολέμων του 18ου αιώνα και αύξησε τη φορολογία ακόμη και στους ευγενείς.

Ήταν αυτά τα βάσανα και οι φόβοι, σε συνδυασμό με τις μηχανορραφίες των μυστικών αδελφοτήτων (που παραδέχτηκε ο Μαρκήσιος ντε Ροζανμπό στη συνεδρίαση της Βουλής των Αντιπροσώπων την 1η Ιουλίου 1904) που οδήγησαν στην επανάσταση και στην ολοκληρωτική κυβέρνηση των Ιακωβίνων. Η Περίοδος της Τρομοκρατίας ήρθε μετά την πτώση του βασιλιά και του Ancien Régime (Παλαιού Καθεστώτος), την οποία οι επαναστάτες πέτυχαν εν μέρει λόγω των προβλημάτων και των δεινών της γαλλικής κοινωνίας πριν από την επανάσταση.

Η Επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία το 1917 -η οποία εγκαθίδρυσε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς τόσο αιματηρό που θα έκανε την Περίοδο της Τρομοκρατίας να μοιάζει με απλή κόκκινη σταγόνα στον κουβά της γκιλοτίνας- ακολούθησε ένα παρόμοιο σχέδιο. Οι μπολσεβίκοι κομμουνιστές εκμεταλλεύτηκαν τα βάσανα του ρωσικού λαού για επαναστατικούς σκοπούς. Ποια ήταν αυτά τα βάσανα; Ο ρωσικός λαός είχε χάσει την πίστη του στον τσάρο Νικόλαο Β’ και την κυβέρνησή του, η Ρωσία περιείχε ανήσυχες εθνικές μειονότητες και οι ανεπαρκώς εξοπλισμένοι και καθοδηγούμενοι ρωσικοί στρατοί έχαναν από τους Γερμανούς στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1917, οι μεταφορές εμπορευμάτων σε πόλεις όπως η Αγία Πετρούπολη διακόπηκαν, και αυτό προκάλεσε ελλείψεις τροφίμων και καυσίμων και, τελικά, ταραχές.

Λίγο καιρό μετά την άνοδο του μπολσεβικισμού στη Ρωσία, ο Αδόλφος Χίτλερ ενεπλάκη με το ναζιστικό κόμμα κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η δοκιμαζόμενη μεταπολεμική Γερμανία έσφυζε από δυσαρέσκεια. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν σκληρή: Η Γερμανία αναμενόταν να αναλάβει πλήρως την ευθύνη για τον πόλεμο, να πληρώσει τεράστιες αποζημιώσεις στους Συμμάχους, να παραδώσει μεγάλες εδαφικές εκτάσεις, να μην διαθέτει αξιόμαχο στρατό και να παρακολουθείται από συμμαχικά στρατεύματα. Στα χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο και τη συνθήκη, η γερμανική οικονομία υπέφερε πολύ, μεταξύ άλλων και από υπερπληθωρισμό. Όταν η Γερμανία αθέτησε ορισμένες από τις πληρωμές της, γαλλικά και βελγικά στρατεύματα κατέλαβαν την πλουσιότερη βιομηχανική περιοχή της Γερμανίας, την περιοχή του Ρουρ, γεγονός που έκανε τη Γερμανία φτωχότερη και τον λαό πιο θυμωμένο.

Στάδιο 2: Ο ψεύτικος σωτήρας και η πρώτη επανάσταση

Αφού εντοπίζει και επικαλείται τη δυσαρέσκεια του λαού, ο δικτάτορας παρουσιάζεται ως σωτήρας. Στο δεύτερο στάδιο, ο επαναστατικός ολοκληρωτικός θεσπίζει μια δραματική αλλαγή για να «λύσει» τα προβλήματα και τη δυσαρέσκεια του πρώτου σταδίου.

Για να βρει μια λύση για την κρίση χρέους της, η γαλλική κυβέρνηση συγκάλεσε τη γενική συνέλευση των Τάξεων για να συμβουλεύσει τον βασιλιά σχετικά με το τι πρέπει να κάνει. Η Τρίτη Τάξη διεκδίκησε γρήγορα πλήρη κυβερνητική εξουσία ως «Εθνοσυνέλευση». Η Εθνοσυνέλευση ήθελε να συντάξει ένα νέο σύνταγμα που θα άλλαζε τη φύση της κυβέρνησης για να αντιμετωπίσει τις αδικίες. Μετά την έφοδο στη Βαστίλη, οι αγρότες στις αγροτικές περιοχές εξεγέρθηκαν εναντίον των αρχόντων τους. Η Εθνοσυνέλευση κήρυξε την κατάργηση της φεουδαρχίας και εισήγαγε τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη. Με την εκτέλεση του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ στις 21 Ιανουαρίου 1793, το πρώτο στάδιο της επανάστασης ολοκληρώθηκε. Η βασιλοκτονία άφησε ένα τεράστιο κενό εξουσίας. Διάφορες ομάδες αγωνίστηκαν να καλύψουν αυτό το κενό, αλλά τελικά οι Ιακωβίνοι -οι ριζοσπάστες- κυριάρχησαν στη νέα επαναστατική κυβέρνηση.

Στη Ρωσική Επανάσταση, οι Μπολσεβίκοι εκμεταλλεύτηκαν τις επισιτιστικές εξεγέρσεις που ξεκίνησαν στις αρχές του 1917. Όταν ο στρατός άρχισε να παίρνει το μέρος των εξεγερμένων εργατών, αντί να αποκαταστήσει τον νόμο και την τάξη, ο τσάρος Νικόλαος κατάλαβε ότι όλα είχαν χαθεί. Παραιτήθηκε στις 2 Μαρτίου 1917 (και αργότερα εκτελέστηκε). Το Σοβιέτ της Πετρούπολης που διοικούνταν από τους Μπολσεβίκους ανέλαβε γρήγορα τον έλεγχο της μετατσαρικής Ρωσίας. Το σύνθημά τους -Ειρήνη, Γη και Ψωμί- προσέλκυσε πολλούς φοβισμένους και οργισμένους ανθρώπους σε αυτούς που έψαχναν σωτηρία. Στις 6-7 Νοεμβρίου πραγματοποίησαν πραξικόπημα που ανέτρεψε τελικά την προσωρινή κυβέρνηση.

Η αρχική άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία ήταν λιγότερο αιματηρή, αλλά βασίστηκε επίσης σε μεσσιακές υποσχέσεις. Εκμεταλλευόμενο τη δυσαρέσκεια στη Γερμανία λόγω της Συνθήκης των Βερσαλλιών και της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης το 1929, το Ναζιστικό Κόμμα μεγάλωσε σε μέγεθος και επιρροή. Οι Ναζί είχαν επιχειρήσει ένα βίαιο πραξικόπημα τον Νοέμβριο του 1923, αλλά απέτυχαν, και στράφηκαν σε νόμιμα μέσα για να αποκτήσουν τον έλεγχο της κυβέρνησης. Λόγω της δεξιοτεχνίας του Χίτλερ στην προπαγάνδα, το Ναζιστικό Κόμμα κέρδιζε όλο και μεγαλύτερο μέρος των ψήφων μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Τελικά, έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα της χώρας. Σε αυτό το σημείο, ο Χίτλερ απαίτησε από τον πρόεδρο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ να τον διορίσει καγκελάριο, κάτι στο οποίο ο Χίντενμπουργκ συμφώνησε το 1933. Δεν επρόκειτο για βίαιη επανάσταση, αλλά η αποτυχημένη προσπάθεια του 1923 δείχνει τις βίαιες τάσεις του κόμματος.

Στάδιο 3: Λογοκρισία, διώξεις, προπαγάνδα και τερματισμός της αντιπολίτευσης

Στο τρίτο στάδιο, η αρχική αναταραχή του δεύτερου σταδίου έχει παρέλθει. Η παλιά τάξη πραγμάτων έχει αλλάξει ριζικά και τώρα αρχίζουν να αντιδρούν διάφορες δυνάμεις. Η ανερχόμενη ολοκληρωτική κυβέρνηση αντιμετωπίζει πολλούς εχθρούς, που συχνά βαφτίζονται «αντεπαναστάτες» ή «εξτρεμιστές». Εδώ στα σπάργανα, η νέα τάξη πραγμάτων πρέπει να παλέψει για να αποκτήσει περισσότερη εξουσία και να διατηρήσει αυτό που έχει αποκτήσει. Για το λόγο αυτό, ξεκινά την καταπολέμηση των εχθρών της μέσω της λογοκρισίας και των διώξεων.

Μόλις κέρδισαν την κυριαρχία στις χώρες τους, η πρώτη κίνηση των δικτατόρων όπως ο Χίτλερ και ο Βλαντιμίρ Λένιν ήταν να λογοκρίνουν την αντιπολίτευση και να βγάλουν προπαγάνδα. Καθένας από αυτούς τους ολοκληρωτικούς ηγέτες απέκτησε επίσης τον έλεγχο της εκπαίδευσης και διέθετε μυστικές αστυνομικές δυνάμεις που παρακολουθούσαν και σκότωναν ακόμη και οποιονδήποτε χαρακτηριζόταν ως εχθρός. Μια άλλη στρατηγική ήταν η δημιουργία οργανώσεων νεολαίας για να κατηχήσουν τους πολίτες στην προπαγάνδα του κράτους από μικρή ηλικία και να αποσπάσουν την πίστη τους από την οικογένεια ή τη θρησκεία. Η θρησκεία διώχθηκε σχεδόν καθολικά μόλις αυτά τα καθεστώτα ανέβηκαν στην εξουσία.

Τέλος, ο Χίτλερ και ο Λένιν έθεσαν εκτός νόμου (είτε de jure είτε de facto) όλα τα πολιτικά κόμματα και τις απόψεις εκτός των δικών τους μετά την ανάληψη της εξουσίας. Οι δικτάτορες δημιουργούν ένα μονοκομματικό σύστημα που συχνά διατηρεί μια πρόσοψη δημοκρατίας.

Στάδιο 4: Η κρίση

Το τέταρτο στάδιο προετοιμάζει το έδαφος ώστε η ολοκληρωτική κυβέρνηση να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο σε όσους βρίσκονται υπό την εξουσία της. Αποτελείται από μια στιγμή κρίσης, η οποία μπορεί να είναι είτε μια πραγματική απειλή είτε αντιπερισπασμός που φαίνεται να απειλεί το έθνος.

Το 1793, η Γαλλική Επανάσταση βρισκόταν σε σημείο κρίσης. Οι υπερασπιστές της παλιάς τάξης ξεσηκώθηκαν από όλες τις πλευρές για να συντρίψουν τη νέα τάξη. Αυστριακοί και πρωσικοί στρατοί περικύκλωσαν τη Γαλλία, ενώ οι αγρότες της Βεντέα εξεγέρθηκαν εναντίον της επαναστατικής κυβέρνησης και του στρατού. Και έτσι, στο όνομα της «δημόσιας ασφάλειας», η κυβέρνηση αποφάσισε να λάβει σκληρά μέτρα εναντίον όλων των εχθρών της επανάστασης. Και έτσι, φυσικά, χρειάζονταν περισσότερο έλεγχο. Αυτό ήταν το καθήκον της Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας, και δεν είχε καμία ηθική αναστολή για τις μεθόδους της.

Στις 3 Αυγούστου 1918, ο Λένιν πυροβολήθηκε μετά από ομιλία του σε ένα εργοστάσιο. Ενώ ανάρρωνε στο νοσοκομείο, έγραψε σε έναν υφιστάμενό του: «Είναι απαραίτητο κρυφά -και επειγόντως- να προετοιμάσουμε την τρομοκρατία». Αυτό ξεκίνησε μια εκστρατεία μαζικών δολοφονιών και συλλήψεων από την κυβέρνηση, γνωστή στην ιστορία ως Κόκκινη Τρομοκρατία. Όπως πάντα, η δικαιολογία για τις πράξεις αυτές ήταν η «έκτακτη ανάγκη» που υποδείκνυε η απόπειρα δολοφονίας. Οι «ριζοσπάστες» και οι «αντεπαναστάτες» ήταν δήθεν «στην πύλη» και ήταν απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν ακραία μέτρα για την αντιμετώπιση αυτής της επικείμενης «απειλής». Έτσι έλεγε το αφήγημα. Και έτσι γίνεται πάντα.

Ο Χίτλερ χρησιμοποίησε επίσης μια «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» για να δικαιολογήσει την καταστολή του. Στις 27 Φεβρουαρίου 1933, το Ράιχσταγκ τυλίχθηκε στις φλόγες. Ως απάντηση, ο Χέρμαν Γκόριν, υπουργός Εσωτερικών, διέταξε έφοδο στα κεντρικά γραφεία των κομμουνιστών, δήθεν για στοιχεία εξέγερσης και κομμουνιστικής συνωμοσίας για επιθέσεις σε δημόσια κτίρια. Αυτό, στο μυαλό του Χίτλερ, ήταν το σήμα για την κατάληψη του πλήρους ελέγχου. Στις 28 Φεβρουαρίου, το υπουργικό συμβούλιο κατήργησε την ελευθερία του λόγου, του συνέρχεσθαι, της ιδιωτικής ζωής και του Τύπου. Περίπου τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι συνελήφθησαν εκείνη τη νύχτα. Αυτή η «κρίση», με τη συνήθη γλώσσα περί ασφάλειας και αντιμετώπισης των απειλών, εγκαινίασε τον ολοκληρωτισμό στη Γερμανία.

Στάδιο 5: Εκκαθαρίσεις, γενοκτονία και απόλυτος έλεγχος

Χρησιμοποιώντας την κρίση του τέταρτου σταδίου ως δικαιολογία, η ολοκληρωτική κυβέρνηση καταλαμβάνει τώρα τον απόλυτο έλεγχο της ζωής των πολιτών της. Το καθεστώς ξεπερνά τους εχθρούς των σταδίων τρία και τέσσερα. Αρχίζει να επιβάλλει βάναυσα την «ουτοπία» και την ιδεολογία του στον πληθυσμό. Σε αυτό το στάδιο διαπράττονται επίσης οι μεγαλύτερες φρικαλεότητες εναντίον του πληθυσμού, επειδή η αντίσταση στο ολοκληρωτικό καθεστώς έχει συντριβεί. Ο λαός είναι ανυπεράσπιστος και αποθαρρυμένος. Τίποτα δεν στέκεται ανάμεσα στο καθεστώς και τα θύματά του. Αυτό το στάδιο περιλαμβάνει μαζικές δολοφονίες, καθώς το καθεστώς εξοντώνει κάθε εναπομείναντα εχθρό, ενώ επιδιώκει να ελέγξει κάθε λεπτομέρεια της ζωής των πολιτών.

Κατά τα τελευταία στάδια της Γαλλικής Επανάστασης, η Επιτροπή Δημόσιας Ασφάλειας (Committee of Public Safety-CPS) έλαβε δικτατορικές εξουσίες για να νικήσει οποιονδήποτε αντιδρούσε στην επαναστατική κυβέρνηση. Κατά τη διάρκεια του 1793-1794, η CPS εξουδετέρωσε αντίπαλες επαναστατικές ομάδες προτού ψηφίσει νόμο που ανέστειλε τα δικαιώματα των πολιτών σε δημόσια δίκη ή νομική συνδρομή και έδωσε στους ενόρκους μόνο δύο επιλογές, αθώωση ή θάνατο. Το αποτέλεσμα ήταν τρομακτικό: σε όλη τη Γαλλία, 300.000 ύποπτοι συνελήφθησαν, 17.000 εκτελέστηκαν και περίπου 10.000 πέθαναν στη φυλακή ή χωρίς δίκη.

Αλλά δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με την Κόκκινη Τρομοκρατία και τις εκκαθαρίσεις του Ιωσήφ Στάλιν. Το κόμμα χρησιμοποίησε την απόπειρα δολοφονίας του Λένιν ως δικαιολογία για την έντονη δίωξη των εχθρών του. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έπεσαν θύματα, όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Ρίτσαρντ Πάιπς «Η Ρωσική Επανάσταση»(Richard Pipes’s “The Russian Revolution”) . Αλλά το έργο του Λένιν ήταν μόνο ο πρόδρομος των «εκκαθαρίσεων» του Στάλιν κατά των πολιτικών εχθρών. Οι ιστορικοί διχάζονται για το πόσους ακριβώς ανθρώπους σκότωσε ο Στάλιν, αλλά οι εκτιμήσεις φτάνουν τα 60 εκατομμύρια.

Οι εκτιμήσεις για τους ανθρώπους που σκοτώθηκαν από τον Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα του ποικίλλουν επίσης. Σύμφωνα με το Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο αριθμός ανέρχεται σε 17 εκατομμύρια, αλλά μόνο ο Θεός γνωρίζει με βεβαιότητα.

Εκτός από τη διενέργεια μαζικών δολοφονιών, τα καθιερωμένα ολοκληρωτικά καθεστώτα προσπαθούν να ελέγχουν την καθημερινή ζωή με μέτρα όπως η λογοκρισία, η προπαγάνδα, ο έλεγχος των όπλων και τα εσωτερικά διαβατήρια.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες το 2022

Οδεύουν λοιπόν οι Ηνωμένες Πολιτείες προς τον ολοκληρωτισμό; Εδώ περνάμε από τα γεγονότα στις εικασίες – μια επικίνδυνη υπόθεση. Η απάντηση δεν είναι απλή. Αλλά αν προσέξουμε να αποφύγουμε τις υπερβολές, μπορούν να γίνουν κάποιες χρήσιμες συγκρίσεις:

  • Έχουν εκμεταλλευτεί οποιεσδήποτε δυνάμεις στις Ηνωμένες Πολιτείες τα πραγματικά ή φανταστικά προβλήματα της χώρας για να υποκινήσουν τη δυσαρέσκεια, ακόμη και τη βία; Ο θάνατος του Τζορτζ Φλόιντ και οι συναφείς ισχυρισμοί περί συστημικού ρατσισμού το 2020 προκάλεσαν βίαιες και καταστροφικές ταραχές. Ευτυχώς, αυτό έχει καταλαγιάσει, αλλά, όπως και στην προ-σοβιετική Ρωσία, οι συνεχιζόμενες εντάσεις γύρω από τις φυλετικές μειονότητες εξακολουθούν να απειλούν με περισσότερες κοινωνικές αναταραχές. Η αναταραχή αυτή θα μπορούσε να ενταθεί εάν οι προβλέψεις για ελλείψεις τροφίμων και αυξανόμενο πληθωρισμό επαληθευτούν τους επόμενους μήνες και χρόνια.
  • Έχει παρουσιαστεί κάποια μορφή ή ομάδα ως σωτήρας με τη λύση στα προβλήματά μας, μια λύση που θα απαιτήσει τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων; Η ελευθερία του συνέρχεσθαι, η ελευθερία του λόγου, η δίκαιη διαδικασία ή τα θρησκευτικά δικαιώματα δέχονται επίθεση; Η πανδημία COVID χρησιμοποιήθηκε από τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο για να δικαιολογήσει τεράστιους περιορισμούς στην προσωπική ελευθερία, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στην ελευθερία του συνέρχεσθαι, του κλεισίματος θρησκευτικών κέντρων και της λογοκρισίας πληροφοριών ή απόψεων που αντιτίθενται στο επίσημο αφήγημα και τις επιταγές του COVID. Πολλοί από αυτούς τους δημόσιους λειτουργούς παρουσιάστηκαν ως «ειδικοί», των οποίων οι δυναμικές πολιτικές ήταν «αναγκαίες» για τη «δημόσια ασφάλεια». Φορείς όπως το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (World Economic Forum) και πολλοί παγκόσμιοι ηγέτες συνεχίζουν να συζητούν την ανάγκη για μια «Μεγάλη Επανεκκίνηση»(“Great Reset”), εν μέρει ως απάντηση στην «απειλή» του COVID. Αυτή η επαναφορά περιλαμβάνει τα πάντα, από τον επανασχεδιασμό των συστημάτων υγείας και της εκπαίδευσης έως την εφαρμογή διαβατηρίων εμβολίων. Αυτό μας παρουσιάζεται ως η «σωτηρία» μας από το COVID και άλλους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένου του ρατσισμού.
  • Βιώνουμε κάποια λογοκρισία στις Ηνωμένες Πολιτείες; Είναι οι πηγές των μέσων ενημέρωσης μας ανεξάρτητες και αντικειμενικές ή εξαναγκασμένες και ελεγχόμενες; Όπως ανέδειξε το πρόσφατο φιάσκο Musk/Twitter, οι Μεγάλες Εταιρείες Τεχνολογίας φέρουν ευθύνη για τη λογοκρισία ορισμένων πληροφοριών και απόψεων με αυξανόμενη συχνότητα τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα κατά των συντηρητικών φωνών.
  • Ζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες κάτω από ένα μονοκομματικό σύστημα; Από όσο μπορούμε να πούμε, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι όχι. Ωστόσο, αν οι ισχυρισμοί για εκλογική απάτη που αφθονούν από τις εκλογές του 2020 είναι αληθείς και η απάτη δεν αποκατασταθεί, ζούμε ουσιαστικά σε μονοκομματικό σύστημα, αφού ένα κόμμα μπορεί να διατηρεί την εξουσία επ’ αόριστον με παράνομα μέσα. Αλλά αυτό είναι ένα σημαντικό «αν».
  • Γινόμαστε μάρτυρες μαζικών συλλήψεων ή μαζικών δολοφονιών; Σαφώς και δεν έχουμε προχωρήσει σε μαζικές συλλήψεις και δολοφονίες τύπου σταδίου πέντε αυτή τη στιγμή, αν και τα δεδομένα για τις ανεπιθύμητες ενέργειες γύρω από το εμβόλιο COVID είναι ανησυχητικά. Παρόλα αυτά, τα δεδομένα, ακόμη και αν είναι ακριβή, δεν δείχνουν οριστικά ότι η προμελέτη ή ένα ολοκληρωτικό καθεστώς είναι ο ένοχος πίσω από αυτές τις ζημιές και τους θανάτους. Ωστόσο, νομίζω ότι η πιθανότητα αυτή δεν πρέπει να αποκλειστεί εντελώς.

Πρέπει να επισημανθεί ένα τελευταίο σημείο. Αν και υπάρχουν ανησυχητικές ομοιότητες μεταξύ της πορείας των Ηνωμένων Πολιτειών και των ιστορικών παραδειγμάτων ολοκληρωτισμού που περιγράφηκαν παραπάνω, πρέπει να αποφύγουμε τόσο τα άκρα της κινδυνολογίας και της μοιρολατρίας όσο και της ρομαντικής άρνησης. Από τη μία πλευρά, τα γεγονότα των τελευταίων ετών στις ΗΠΑ είναι ζοφερά. Από την άλλη, η ιστορία δεν λειτουργεί σαν μηχανή, και πολλοί παράγοντες παίζουν ρόλο εδώ. Δεν ισχυρίζομαι ότι γνωρίζω το μέλλον και δεν πιστεύω στον ιστορικό αιτιοκρατισμό. 

Τελικά, το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες οδεύουν προς τον ολοκληρωτισμό ή όχι εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον κόσμο και από το αν θα αντισταθεί ή όχι σε αυτές τις τάσεις.

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι οι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντανακλούν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.

Ο Walker Larson διδάσκει λογοτεχνία και ιστορία σε μια ιδιωτική ακαδημία στο Ουισκόνσιν, όπου διαμένει με τη σύζυγό του. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στην αγγλική λογοτεχνία και γλώσσα, και τα γραπτά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά The Hemingway Review, Intellectual Takeout και στο Substack του, “TheHazelnut“.