Τρίτη, 01 Ιούλ, 2025

Ξαναβρίσκοντας την παιδική ηλικία με τις «Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ»

Όσο είμαστε παιδιά, η ενηλικίωση φαντάζει απίστευτα μακρινή, μια αιωνιότητα μακριά. Αλλά όταν φτάσουμε στην ενηλικίωση, συνειδητοποιούμε πόσο γρήγορα ξεθωριάζει η παιδική ηλικία – πιο γρήγορα κι από τα φύλλα το φθινόπωρο. Τα μακρά χρυσά απογεύματα που περνούν στο παιχνίδι με λίγες ευθύνες και πολλές ευκαιρίες, όπου το μέλλον είναι ένα κουτί με θησαυρούς που δεν έχει ανοιχτεί – όλη αυτή η δόξα της παιδικής ηλικίας εξαφανίζεται πριν το καταλάβουν.

Ωστόσο, στη μνήμη και στη λογοτεχνία, η νιότη διατηρείται και μπορεί να ξαναβρεθεί. Η εκ νέου ανακάλυψη της παιδικής ηλικίας μπορεί να είναι για τους ενήλικες τόσο αναζωογονητική όσο κι ένα κρύο ποτήρι νερό το καλοκαίρι. Είναι μία ευκαιρία να θυμηθούμε έναν απλούστερο τρόπο ζωής – μιας ζωής γεμάτης ζωντάνια και ελπίδα και περιπέτειας.

Η παιδικότητα υπάρχει παρά τον καθημερινό μόχθο. Είναι η αφύπνιση ενός μέρους της ανθρώπινης ψυχής που δεν είναι δεμένο με την αγγαρεία της εργασίας και την τυραννία της παραγωγικότητας, εκεί όπου το παιχνίδι δεν γίνεται με κάποιον σκοπό αλλά για χάρη του ίδιου του παιχνιδιού, ανοίγοντας τον δρόμο για σημαντικές δραστηριότητες της ενήλικης ζωής: τη συνομιλία, το τραγούδι, τον χορό, τη ζωγραφική, το διάβασμα, την παρατήρηση, τον στοχασμό, την περιπλάνηση και την αγάπη.

American Folklore Issue: "Tom Sawyer," 8-cent, 1972 U.S. stamp. (Public Domain)
«Τομ Σόγιερ», γραμματόσημο 8 λεπτών. Έκδοση αμερικανικής λαογραφίας, 1972. (Public Domain)

 

Η νοσταλγία για την παιδική ηλικία

Ένα κλασικό έργο που μεταφέρει τους αναγνώστες στην παιδική ηλικία είναι το μυθιστόρημα του Μαρκ Τουέιν «Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ» (1876). Αν και γενικά θεωρείται παιδικό βιβλίο, προσφέρει πολλά στους ενήλικες. Όπως σχολίασε ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο: «Αν και το βιβλίο μου προορίζεται κυρίως για την ψυχαγωγία αγοριών και κοριτσιών, ελπίζω ότι δεν θα το αποφύγουν οι άνδρες και οι γυναίκες γι’ αυτόν τον λόγο, γιατί μέρος του σχεδίου μου ήταν να προσπαθήσω να θυμίσω ευχάριστα στους ενήλικες τι ήταν κάποτε οι ίδιοι και πώς ένιωθαν, πώς σκέφτονταν και πώς μιλούσαν, και σε τι παράξενες επιχειρήσεις ενίοτε επιδίδονταν».

Σε μια επιστολή του 1875, ο Τουέιν λέει ξεκάθαρα για ποιους προορίζεται στην πραγματικότητα το βιβλίο του: «Δεν είναι καθόλου βιβλίο για αγόρια. Θα διαβαστεί μόνο από ενήλικες. Είναι γραμμένο μόνο για ενήλικες». Ο Τουέιν δεν είναι απόλυτα σίγουρος τι ελπίζει να εμπνεύσει στους ενήλικες αναγνώστες, αλλά φαίνεται να πίστευε ότι η απλή πράξη της ανάμνησης της παιδικής ηλικίας – το πώς είναι να είσαι παιδί – είναι από μόνη της ένα αξιόλογο εγχείρημα.

Ο κριτικός λογοτεχνίας Νασρουλάχ Μαμπρόλ ερμηνεύει το σχόλιο του Τουέιν ως εξής: «Η ουσία της παιδικής ηλικίας μπορεί να απολαυσθεί μόνο εκ των υστέρων, μόνο αφού κάποιος την έχει περάσει και μπορεί να την αναπολήσει». Η βαριά αύρα νοσταλγίας του μυθιστορήματος, τόσο βαριά όσο μια υγρή καλοκαιρινή μέρα, προκαλεί μια ατμόσφαιρα αναπόλησης που μόνο οι ενήλικες μπορούν πραγματικά να εκτιμήσουν.

Μια εποχή για να θυμάσαι

Λίγα μυθιστορήματα έχουν αποτυπώσει καλύτερα την παιδική ηλικία των αγοριών του παλιού καιρού από τον «Τομ Σόγιερ». Το επεισοδιακό μυθιστόρημα παρακολουθεί τις ακροβασίες, τα καμώματα και τις περιπέτειες ενός δωδεκάχρονου αγοριού που μεγαλώνει στην Αγία Πετρούπολη του Μιζούρι, κατά μήκος των όχθεων και των αμμουδιών  του γερο-Μισσισιπή, ακολουθώντας τον μικρό από τις κοπάνες από το σχολείο μέχρι το νεανικό ξεμυάλισμα και την αναζήτηση ενός θαμμένου θησαυρού. Ο Τουέιν πλέκει πολλά και ποικίλα επεισόδια σε ένα ενιαίο μωσαϊκό, που απεικονίζει την ουσία της παιδικής ηλικίας, συμπεριλαμβανομένων των αταξιών, των φόβων, των ελπίδων και των θριάμβων της. Το βιβλίο είναι εμβληματικό για το τι σημαίνει – ή τουλάχιστον, τι σήμαινε κάποτε – να είσαι αγόρι στην Αμερική. Η απλή, ξεκάθαρη πρόζα του μυθιστορήματος ενισχύει αυτό το θέμα.

Τα επεισόδια του μυθιστορήματος περιλαμβάνουν τη διάσημη σκηνή του βαψίματος του φράχτη, όπου ο Τομ καταφέρνει να πείσει τους φίλους του να αναλάβουν μια βαρετή αγγαρεία γι’ αυτόν, τσιγκλίζοντας την επιθυμία τους να αποκτήσουν αυτό που τους στερούν. Ξεγελάει τόσο τους συνομηλίκους του όσο και τους ενηλίκους, όπως η θεία του η Πόλι, με πολύ επιδέξιους χειρισμούς της κάθε αδυναμίας τους. Το θέμα της αφήγησης μπορεί να είναι ελαφρύ και παιδικό, αλλά οι παρατηρήσεις του συγγραφέα για την ανθρώπινη φύση είναι διεισδυτικές και οικουμενικές, και ισχύουν τόσο για τους ενήλικες όσο και για τα παιδιά.

Σε ένα άλλο επεισόδιο, ο Τομ και οι φίλοι του το σκάνε για να γίνουν πειρατές και κατασκηνώνουν σε ένα νησί στον ποταμό Μισσισιπή. Η εξαφάνισή τους κάνει τους ενηλίκους να τους αναζητούν αγωνιωδώς, πεπεισμένοι για τον θάνατό τους. Εδώ, η αντίθεση ανάμεσα στην ανέμελη, αν και σκανταλιάρικη, παιδικότητα και στον φροντισμένο, αλλά και πιο υπεύθυνο, κόσμο των ενηλίκων είναι ζωηρή.

Few boys had as many adventures as Mark Twain's Tom Sawyer. First edition frontispiece, 1876, from "The Adventures of Tom Sawyer." Library of Congress Prints and Photographs Division. (Public Domain)
Λίγα αγόρια είχαν τόσες περιπέτειες όσες ο Τομ Σόγιερ του Μαρκ Τουέιν. Εικονογράφηση από την πρώτη έκδοση (1876) των «Περιπετειών του Τομ Σόγιερ». Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, Τμήμα Εκτυπώσεων και Φωτογραφιών. (Public Domain)

 

Το γεγονός ότι τα αγόρια δεν εμποδίζονται αμέσως να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους και ότι έχουν την τεχνογνωσία να φτάσουν στο νησί και να στήσουν κατασκήνωση, είναι ενδεικτικό της μεγαλύτερης ανεξαρτησία που απολάμβαναν οι προηγούμενες γενιές παιδιών.

Αν και η πειρατική εμπειρία τελειώνει αρκετά γρήγορα, έχοντας όμως προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στους ενήλικες, εξακολουθεί να λάμπει με μια γοητεία και φυσικότητα που είναι σχεδόν άγνωστη σε πολλά παιδιά σήμερα. Τα παιδιά δεν έχουν ούτε τη δυνατότητα ούτε το ενδιαφέρον να τρέχουν στο δάσος. Αυτό το επεισόδιο δίνει ένα παράδειγμα του είδους της ωμής και άμεσης επαφής με τον κόσμο που κάποτε ήταν φυσιολογικό. Τέτοιες εμπειρίες ενστάλαζαν δύναμη και ικανότητα στα αγόρια και έναν πλούτο πραγματικών εμπειριών από τις οποίες μπορούσαν να αντλήσουν ακόμη και στην ενήλικη ζωή τους.

Όταν ο κόσμος των μεγάλων εισβάλλει

Η παιδική ηλικία έχει βέβαια και τις σκοτεινές της μέρες και το έργο του Τουέιν δεν τις αποφεύγει. Είναι νόμος της ζωής ότι ο κόσμος των ενηλίκων εισβάλλει κατά καιρούς στον κόσμο των παιδιών. Το κάνει όλο και πιο συχνά όσο το παιδί μεγαλώνει, ώσπου τελικά ο κόσμος της παιδικής ηλικίας μένει εντελώς πίσω, απρόσιτος σαν ένα έρημο νησί. Οι συναντήσεις των αγοριών με τους νεκροθάφτες και τον Ινδιάνο Τζο έχουν αυτή τη λειτουργία στο μυθιστόρημα – ο Τουέιν  υπαινίσσεται ότι η παιδική ευδαιμονία δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα – η αθωότητα θα χαθεί σταδιακά. Σε αυτό, υπάρχει ίσως μια τραγική χροιά στο βιβλίο. Η ενηλικίωση θα συμβεί – το κακό πρέπει να αντιμετωπιστεί. Αυτό είναι απαραίτητο, όσο επώδυνο και αν είναι.

An illustration from the 1876 edition "The Adventures of Tom Sawyer." (PD-US)
«Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ» – Εικονογράφηση από την έκδοση του 1876. (PD-US)

 

Ο Τομ επιδεικνύει κάποια ωρίμανση κατά τη διάρκεια του βιβλίου, φυσικά. Στο τέλος, καταφέρνει να συνδυάσει το αγορίστικο του κέφι, την αίσθηση της περιπέτειας, της ζωτικότητας και της εξυπνάδας του με μια πιο ενήλικη αίσθηση ευθύνης και θάρρους: βάζει τα δυνατά του για να φροντίσει ένα κορίτσι, την Μπέκυ, όταν χάνονται μαζί σε ένα δίκτυο σπηλαίων. Είναι αυτή η ισορροπία ανάμεσα στο αγορίστικο θάρρος και την ευθύνη των ενηλίκων που τον βοηθά να νικήσει τον Ιντζούν Τζο.

Το τέλος του μυθιστορήματος μπορεί να διαβαστεί αλληγορικά ως ο θρίαμβος της παιδικής ηλικίας έναντι της ενηλικίωσης. Ο Ιντζούν Τζο ηττάται και ο θησαυρός που κυνηγούσε ο Τομ ανακτάται. Δηλαδή, ο Τομ έχει αποκρούσει αρκετά τον κόσμο των ενηλίκων, ώστε να μπορεί να παραμείνει αγόρι για την ώρα. Παρά την ωρίμανση, ο Τομ παραμένει εντελώς αγόρι στο τέλος του βιβλίου. Επιστρέφει στις φαντασιώσεις του στο δάσος και στις φάρσες με τους συμμαθητές του, αναβάλλοντας τις δυσκολίες και τις ευθύνες της ενήλικης ζωής.

Αλλά φυσικά, αυτή η καθυστέρηση είναι προσωρινή, είναι μια σύντομη στάση στην πορεία του χρόνου και η νίκη του αγοριού επί της ενηλικίωσης είναι προσωρινή. Δεν μπορούμε να μείνουμε για πάντα παιδιά. Οι μέρες αγορίστικης χαζομάρας του Τομ είναι μετρημένες.

Αυτό είναι κάτι καλό, τελικά. Τα παιδιά πρέπει να γίνουν ενήλικες, και ένα ρομαντικό όραμα που ειδωλοποιεί την παιδική ηλικία ως εγγενώς ανώτερη από την ενηλικίωση θα ήταν λάθος. Δεν είναι αυτό που λέει ο Τουέιν εδώ, ούτως ή άλλως. Αντίθετα, ο συγγραφέας έστρεψε την προσοχή μας στην αξία και τη χαρά της δικής μας παιδικής ηλικίας. Ταυτόχρονα, μας θυμίζει ποια στοιχεία παιδικότητας αξίζει και πρέπει να διατηρήσουμε ως ενήλικοι.

Μέσα από τα μάτια της αγάπης: «Ο Μικρός Πρίγκιπας»

Ο «Μικρός Πρίγκιπας» του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ είναι ένα από τα δημοφιλέστερα βιβλία παγκοσμίως, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 200 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Ωστόσο, αποτελεί ένα μικρό αίνιγμα.

Φαινομενικά ένα παιδικό βιβλίο, διαβάζεται σαν ένας συνδυασμός παιδικού μύθου, σουρεαλιστικής μυθοπλασίας, ποίησης, απομνημονευμάτων, ονειρικής αφήγησης και πλατωνικού διαλόγου – ένα απίθανο μείγμα που καταφέρνει να είναι βαθιά συγκινητικό και μαγευτικό. Το νόημά του είναι ασαφές, το τέλος του ανοιχτό σε πολλαπλές ερμηνείες. Διαβάζεται σαν παραμύθι ή παραβολή, αλλά αψηφά τους απλούς ορισμούς για το τι είναι παραμύθι.

Παρόλα αυτά, είναι ένα διεθνώς αγαπημένο, σύγχρονο και κλασικό ταυτόχρονα έργο, που φτάνει σε σημαντικές αλήθειες για την παιδική ηλικία και την ενηλικίωση, την αγάπη και τις σχέσεις, το θαύμα, την πίστη, τη λαχτάρα και την απώλεια.

Στο βιβλίο «Ο Μικρός Πρίγκιπας» ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ γράφει: «Μόνο με την καρδιά μπορεί κανείς να δει σωστά – το ουσιώδες είναι αόρατο στο μάτι». (Fair Use)

 

Σχετικά με τον συγγραφέα

Μεγάλο μέρος αυτής της μυστηριώδους ιστορίας αντικατοπτρίζει τη ζωή του συγγραφέα της, του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής πτήσης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Γάλλος ποιητής και αεροπόρος γεννήθηκε το 1900 στη Λυών της Γαλλίας και έχασε από ρευματικό πυρετό τον 15χρονο, χρυσομάλλη μικρότερο αδελφό του. Αυτή η πρώιμη απώλεια αντανακλά στο βιβλίο, με τον ομώνυμο Μικρό Πρίγκιπα να παραπέμπει στη φιγούρα του αδελφού του Σαιντ-Εξυπερύ.

Ο συγγραφέας, ποιητής και αεροπόρος Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Δημοτικό Περιφερειακό Μουσείο Arruabarrena Palace, Κονκόρντια, Αργεντινή. (Public Domain)

 

 

Ο  Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ είχε εμμονή με τις πτήσεις και πέρασε πολλά χρόνια στον αέρα, παρά τις πολλαπλές συντριβές του. Μια φορά έπεσε στην έρημο της Λιβύης – όπως ακριβώς και ο αεροπόρος στον «Μικρό Πρίγκιπα».

Μια άλλη ομοιότητα μεταξύ ζωής και μυθοπλασίας είναι η αναλογία του χαρακτήρα της συζύγου του συγγραφέα, Κονσουέλο, η οποία είχε δύσκολο και απρόβλεπτο ταμπεραμέντο, με τον χαρακτήρα του τριαντάφυλλου στον πλανήτη του Μικρού Πρίγκιπα. Ορισμένοι κριτικοί έχουν παραλληλίσει τα περίπλοκα συναισθήματα του Μικρού Πρίγκιπα για το τριαντάφυλλο και τη σχέση του Σαιντ-Εξυπερύ με τη σύζυγό του. Η ίδια η Κονσουέλο προφανώς είδε αυτή τη σύνδεση – στην αυτοβιογραφία της έδωσε τον τίτλο «Η ιστορία του ρόδου». Πέραν αυτού, ωστόσο, οι άμεσες βιογραφικές αναφορές είναι ελάχιστες.

Το μυθιστόρημα πραγματεύεται θέματα και ερωτήματα οικουμενικά. Αφηγείται την ιστορία ενός πιλότου που συντρίβεται στην έρημο, όπου συναντά ένα παιδί που αναφέρεται απλά ως «ο μικρός πρίγκιπας». Το αγόρι ζητά από τον πιλότο να του ζωγραφίσει ένα πρόβατο για να το πάρει μαζί του στον πλανήτη του, έναν αστεροειδή στο μέγεθος ενός μικρού σπιτιού. Σιγά-σιγά, ο πιλότος μαθαίνει ότι ο πρίγκιπας είχε στον πλανήτη του ένα τριαντάφυλλο, οι συναισθηματικές απαιτήσεις του οποίου οδήγησαν τον πρίγκιπα να εγκαταλείψει τον πλανήτη του, παρά την αγάπη του για το λουλούδι.

Ταξίδεψε σε διάφορους πλανήτες όπου συνάντησε ενηλίκους που αντιπροσωπεύουν ο καθένας έναν τύπο: έναν βασιλιά που δεν κυβερνά τίποτα, έναν ξιπασμένο άντρα που νομίζει ότι όλοι τον θαυμάζουν, έναν μεθύστακα που πίνει επειδή ντρέπεται για το ποτό, έναν επιχειρηματία που νομίζει ότι του ανήκουν όλα τα αστέρια και έναν φανοποιό που ολοκληρώνει μηχανικά την εργασία του μια φορά κάθε λεπτό.

Η επιθυμία του πρίγκιπα για φιλία και συντροφικότητα τον οδηγεί τελικά στη γη, όπου συναντά μια αλεπού που του μαθαίνει για την αγάπη και την αφοσίωση. Ύστερα, συναντά τον πιλότο στην έρημο. Όμως, όσο περισσότερο ταξιδεύει τόσο περισσότερο λαχταρά να επιστρέψει στο τριαντάφυλλό του.

Βαθιά μαθήματα

Η απλότητα της αφήγησης, από την οποία απουσιάζουν οι πολύπλοκοι χαρακτήρες, το ιστορικό πλαίσιο και το ρεαλιστικό σκηνικό, επιτρέπει στην ιστορία να διεισδύσει πιο γρήγορα και άμεσα στα κεντρικά της ζητήματα ακολουθώντας έναν ποιητικό, μυθολογικό δρόμο. Ποια είναι αυτά τα κεντρικά ζητήματα; Για τόσο σύντομο έργο, ο «Μικρός Πρίγκιπας» προσφέρει έναν μακρύ κατάλογο απαντήσεων. Αλλά εδώ θα επικεντρωθώ σε τρία μόνο: την παιδική ηλικία, τη μοναξιά και το πώς μεταμορφώνει τα πάντα το να κοιτάς τον κόσμο με τα μάτια της αγάπης.

Ο αφηγητής πιλότος ξεκινά την ιστορία με ένα ανέκδοτο από την παιδική του ηλικία, όταν οι ενήλικοι δεν κατάφεραν να καταλάβουν μια από τις ζωγραφιές του. Η αδυναμία των «μεγάλων» να καταλάβουν τι έχει πραγματικά σημασία στη ζωή (σε αντίθεση με τα παιδιά) γίνεται ένα επαναλαμβανόμενο θέμα. Εδώ, πρέπει να καταλάβουμε ότι ο όρος «ενήλικος» του Σαιντ-Εξυπερύ δεν αφορά γενικά τους ενηλίκους, αλλά συγκεκριμένα εκείνους που έχουν αποβάλει την παιδική αίσθηση του θαύματος.

Γλυπτική απεικόνιση του αεροπόρου και συγγραφέα Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ μαζί με τον Μικρό Πρίγκιπα, στη Λυών της Γαλλίας. (prochasson Frederic/Shutterstock)

 

Το θέμα της παιδικής θεώρησης του κόσμου λαμβάνει περαιτέρω έμφαση σε μια πρώιμη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του πιλότου και του πρίγκιπα. Ο πιλότος είναι απασχολημένος προσπαθώντας να φτιάξει το αεροπλάνο του. Ενοχλείται από τις συνεχείς ερωτήσεις του πρίγκιπα, η τελευταία από τις οποίες αφορά το αν το πρόβατο που ζωγράφισε και χάρισε στον πρίγκιπα θα φάει το λουλούδι στον πλανήτη του. Ο πιλότος, εξοργισμένος, φωνάζει: «Δεν καταλαβαίνεις – είμαι πολύ απασχολημένος με σημαντικά θέματα!»

Ο πρίγκιπας απαντά: «Μιλάς σαν τους μεγάλους! … Τα μπερδεύεις όλα… Τα μπερδεύεις όλα… Τα λουλούδια βγάζουν αγκάθια εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Εδώ και εκατομμύρια χρόνια, τα πρόβατα τα τρώνε με τον ίδιο τρόπο. Και δεν είναι σημαντικό να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί τα λουλούδια μπαίνουν σε τόσο μεγάλο κόπο για να αναπτύξουν αγκάθια που δεν τους είναι ποτέ χρήσιμα; Δεν είναι σημαντικός ο πόλεμος μεταξύ των προβάτων και των λουλουδιών; … Και αν ξέρω – εγώ, προσωπικά – ένα λουλούδι που είναι μοναδικό στον κόσμο, που δεν φυτρώνει πουθενά αλλού παρά μόνο στον πλανήτη μου, αλλά που ένα μικρό πρόβατο μπορεί να το καταστρέψει με ένα μόνο δάγκωμα κάποιο πρωί, χωρίς καν να καταλάβει τι κάνει – Α! Νομίζετε ότι αυτό δεν είναι σημαντικό!»

Ο Σαιντ-Εξυπερύ επισημαίνει εδώ πολλά πράγματα: Πρώτον, αυτό που φαίνεται ασήμαντο στους ενηλίκους μπορεί να έχει τεράστια σημασία στα μάτια ενός παιδιού και δεν πρέπει να απορρίπτεται αβασάνιστα από τους μεγάλους. Δεύτερον, οι ασχολίες που ενίοτε απασχολούν τους ενηλίκους – όπως η πρόσθεση ατελείωτων ποσών στην οποία επιδίδεται ο επιχειρηματίας στον μοναχικό του πλανήτη – μπορεί να είναι λιγότερο σημαντικές από κάποια από τα ερωτήματα που έχουν τα παιδιά. Το παιδί ασχολείται με τις λεπτομέρειες: τα πράγματα που γνωρίζει, βλέπει και βιώνει. Θέτει «μη πρακτικές» ερωτήσεις. Για τον λόγο αυτό, το παιδί έχει μερικές φορές περισσότερες πιθανότητες να κατανοήσει τη σπανιότητα και την ομορφιά κάθε καλού πράγματος, ακόμη και του πιο μικρού, του λιγότερο «χρήσιμου», του πιο κρυμμένου.

Ο Μικρός Πρίγκιπας εξηγεί ότι η αγάπη για ένα συγκεκριμένο πράγμα μπορεί να μεταμορφώσει την άποψή μας για ολόκληρο το σύμπαν: «Αν κάποιος αγαπάει ένα λουλούδι, που ανθίζει κάπου πέρα ανάμεσα στα εκατομμύρια αστέρια, νιώθει ευτυχισμένος και μόνο που κοιτάζει τα αστέρια. Μπορεί να πει στον εαυτό του: ‘Κάπου εκεί είναι το λουλούδι μου’.»

Μνημείο αφιερωμένο στον χαρακτήρα του Αντουάν ντε Σεντ-Εξυπερύ, τον Μικρό Πρίγκιπα, που στέκεται στον πλανήτη του με το κόκκινο τριαντάφυλλο. Εϊλάτ, Ισραήλ. (AllyE/Shutterstock)

 

Η αφοσίωση του Μικρού Πρίγκιπα στο χαμένο του λουλούδι αναδεικνύει το θέμα της μοναξιάς. Η μοναξιά είναι παντού: Ο πιλότος κάνει αναγκαστική προσγείωση στη μέση του πουθενά, απομονωμένος από τον πολιτισμό. Ο Μικρός Πρίγκιπας ζει μόνος του σε έναν μικροσκοπικό πλανήτη μέχρι τον ερχομό του τριαντάφυλλου, το οποίο τελικά αφήνει μόνο του γιατί, σύμφωνα με τα λόγια του, «ήμουν πολύ μικρός για να ξέρω πώς να το αγαπήσω». Όταν ο Μικρός Πρίγκιπας έρχεται στη γη, προσγειώνεται σε μια άδεια, μοναχική έρημο. Η πρώτη του γνωριμία, ένα φίδι, του λέει: «Είναι μοναχικά και μεταξύ των ανθρώπων». Το επόμενο πλάσμα που συναντά ο Μικρός Πρίγκιπας είναι μια αλεπού που είναι τόσο μόνη που παρακαλεί τον Μικρό Πρίγκιπα να την εξημερώσει. Αλλά ο Μικρός Πρίγκιπας πρέπει τελικά να εγκαταλείψει και την αλεπού.

Αυτή η διαπεραστική αίσθηση της απομόνωσης ενισχύει την πολυτιμότητα της αγάπης και των σχέσεων όταν αυτές εμφανίζονται στο βιβλίο, γεγονός που μας επαναφέρει στον τρόπο με τον οποίο η αγάπη μεταμορφώνει το όραμα του ανθρώπου για τη ζωή. Είναι η αλεπού που μιλάει πιο εύγλωττα για το θέμα και τα λόγια φαίνεται να αποκαλύπτουν την καρδιά του βιβλίου. Λέει στον Μικρό Πρίγκιπα: «Αν με εξημερώσεις, τότε θα έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον. Για μένα, θα είσαι μοναδικός στον κόσμο. Για σένα, θα είμαι μοναδική στον κόσμο […] Θα είναι σαν να ήρθε ο ήλιος να λάμψει στη ζωή μου. Θα γνωρίσω τον ήχο ενός βήματος που θα είναι διαφορετικό από όλα τα άλλα. Τα άλλα βήματα με στέλνουν βιαστικά πίσω κάτω από το έδαφος. Το δικό σου θα με καλεί, σαν μουσική, να βγω από το λαγούμι μου. Και μετά κοίτα: βλέπεις τα χωράφια με τα σιτηρά εκεί κάτω; Δεν τρώω ψωμί. Αυτό δεν μου είναι χρήσιμο. Τα σιτοχώραφα δεν έχουν τίποτα να μου πουν. Και αυτό είναι λυπηρό. Αλλά εσύ έχεις μαλλιά που έχουν το χρώμα του χρυσού. Σκέψου πόσο υπέροχα θα είναι όταν με εξημερώσεις! Το σιτάρι, που είναι επίσης χρυσό, θα σε φέρνει στη σκέψη μου. Και θα μου αρέσει να ακούω τον άνεμο στο σιτάρι.»

Η σχέση ανάμεσα στο αγόρι και την αλεπού αλλάζει τα πάντα, ακόμη και τη σημασία ενός χωραφιού με σιτάρι. Η πιο πολυδιαφημισμένη ρήση του μυθιστορήματος προέρχεται επίσης από την αλεπού: «Μόνο με την καρδιά μπορεί κανείς να δει σωστά – το ουσιώδες είναι αόρατο στο μάτι».

«Ο Μικρός Πρίγκιπας» του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ.

 

Όταν αγαπάμε κάτι και δεσμευόμαστε, αυτό γίνεται πολύτιμο και μοναδικό. Ο Μικρός Πρίγκιπας αντιλαμβάνεται την αξία του τριανταφύλλου του ακριβώς επειδή είναι δικό του. Το περιποιείται, το φροντίζει και το ανέχεται – εκείνο συγκεκριμένα, όχι οποιοδήποτε λουλούδι. Και αυτό βάζει όλο τον κόσμο του να φλέγεται με μια νέα λάμψη. Τα πάντα γίνονται πολύτιμα υπό το φως αυτής της κεντρικής αγάπης. Τα πάντα την αντανακλούν, έτσι ώστε να βλέπουμε τον κόσμο, ας πούμε, με πιο καθαρά μάτια.

Ο Μικρός Πρίγκιπας το διδάσκει αυτό στον αεροπόρο: «Τα αστέρια είναι όμορφα εξαιτίας ενός λουλουδιού που δεν φαίνεται. … Αυτό που κάνει την έρημο όμορφη είναι ότι κάπου κρύβει ένα πηγάδι.»Το παιδί και ο ενήλικος με την παιδική ματιά βλέπουν πέρα από την απλή επιφάνεια των πραγμάτων, ξέρουν ότι στην καρδιά του κόσμου, και σε όλες τις ιδιαιτερότητες του κόσμου, κρύβεται κάτι αξιαγάπητο – αρκεί να το δούμε και να αγαπήσουμε.

Τρία μαθήματα ευγενικής συμπεριφοράς από τον κύριο Νάιτλυ της Τζέην Ώστεν

Στη λογοτεχνία, κάποιοι χαρακτήρες μάς κάνουν να γελάμε, κάποιοι μάς κάνουν να κλαίμε, κάποιοι μάς κάνουν να αγανακτούμε και μερικές σπάνιες μορφές είναι φάροι φωτός για το πώς πρέπει να ζούμε.

Ένας τέτοιος χαρακτήρας είναι ο κύριος Νάιτλυ από το υπέροχο μυθιστόρημα της Τζέην Ώστεν του 1815, «Έμμα». Διαδραματίζεται στην επαρχιακή Αγγλία, και περιγράφει τις πράξεις μιας γοητευτικής, έξυπνης και κάπως ανώριμης νεαρής γυναίκας που ονομάζεται Έμμα Γούντχαους, η οποία ασχολείται με το να κάνει την προξενήτρα για φίλους και γνωστούς της — είτε επιθυμούν τη βοήθειά της είτε όχι. Η Έμμα ζει μόνη με τον ηλικιωμένο πατέρα της και ο πιο συχνός επισκέπτης και φίλος τους είναι ο κύριος Νάιτλυ, ο οποίος έχει το γειτονικό κτήμα.

Η πρόταση του κυρίου Νάιτλυ στην Έμμα. Εικονογράφηση του Κρις Χάμμοντ, για την έκδοση του 1898. (Public Domain)

 

Όπως υποδηλώνει το όνομα του κυρίου Νάιτλυ (Mr. Knightley, από το knight=ιππότης), είναι ένας χαρακτήρας έντιμος, ιπποτικός, και ευγενικός. Με ανεπιτήδευτη χάρη και καλή προαίρεση, ο κύριος Νάιτλυ μάς δείχνει πώς να αντιμετωπίζουμε ευγενικά τις συνηθισμένες καταστάσεις της ζωής. Ακολουθούν τρία συγκεκριμένα μαθήματα από το παράδειγμά του.

Βοήθεια προς τους άλλους

Ένας ευγενής άνθρωπος χρησιμοποιεί τους πόρους, την επιρροή και τις ικανότητές του για να βοηθά τους άλλους.

Ο κύριος Νάιτλυ είναι ιδιοκτήτης της μεγάλης περιουσίας του Ντάουνγουελ Άμπεϋ. Έχει αρκετούς ενοικιαστές αγρότες, περιλαμβανομένου του Ρόμπερτ Μάρτιν, ενός καλόκαρδου νεαρού, ερωτευμένου με μια από τις φίλες της Έμμα, τη Χάριετ Σμιθ. Η Χάριετ συμπαθεί πολύ τον νεαρό άνδρα, αλλά η Έμμα την πείθει ότι ο Ρόμπερτ Μάρτιν δεν είναι κατάλληλος – κάτι που οδηγεί σε σύγχυση και στενοχώρια από όλες τις πλευρές.

Ο κύριος Νάιτλυ ενδιαφέρεται ειλικρινά για την ευημερία των ενοικιαστών του, ιδιαίτερα του Μάρτιν, τον οποίο αντιμετωπίζει σχεδόν σαν γιο και τον οποίο υποστηρίζει  όταν η Έμμα πείθει την Χάριετ να αγνοήσει τον νεαρό αγρότη υπέρ ενός «καλύτερου αλιεύματος».

Εκτός από το να υποστηρίζει άλλους, ο κύριος Νάιτλυ μοιράζεται ελεύθερα τους υλικούς του πόρους. Προσκαλεί τους φίλους και τους γείτονές του να μαζέψουν φράουλες από τις καλλιέργειές του. Δίνει τόσα μήλα που του μένουν τελικά πολύ λίγα για τον εαυτό του. Επιτρέπει σε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων γυναικών από το χωριό που δεν μπορούν να έχουν δική τους άμαξα να χρησιμοποιούν τη δική του.

 

Εικονογράφηση για την έκδοση του 1898, όπου ο κύριος Νάιτλυ ακούει με ευγένεια την ομιλητική κυρία Μπέητς. (Public Domain)

 

Συνοψίζοντας όσα διδάσκει στους αναγνώστες η συμπεριφορά του κυρίου Νάιτλυ, ο καθηγητής λογοτεχνίας Μίτσελ Καλπαγκιάν έγραψε: «Ένας ευγενής άνθρωπος κάνει καλές πράξεις αθόρυβα και απαρατήρητα, έχοντας πάντα επίγνωση των αναγκών των άλλων χωρίς να του το ζητήσουν».

Υπερασπιστής της τιμής των άλλων

Ένας ευγενής άνθρωπος φροντίζει τους παραμελημένους και υπερασπίζεται την τιμή όλων. Ο Νάιτλι έχει στον νου του όσους παραμελούνται από τους άλλους.

Ο πατέρας της Έμμα, ο κύριος Γούντχαους, είναι ένας αδύναμος γέρος, καλόκαρδος αλλά συνεσταλμένος και, για κάποιους, λίγο υποχόνδριος και κουραστικός στην παρέα. Λίγοι άνθρωποι βρίσκουν χρόνο για αυτόν. Ωστόσο, ο κύριος Νάιτλυ τον επισκέπτεται τακτικά και του μιλά ευχάριστα για τα πιο ασήμαντα θέματα, αφιερώνοντας τον χρόνο του σε αυτόν τον μοναχικό γέρο, χωρίς ποτέ να παραπονιέται για τη μικρονοηκότητα του κυρίου Γούντχαους. Όπως το έθεσε ο Καλπαγκιάν, «πάντα κοινωνικός και ευγενικός, [ο κύριος Νάιτλυ] δεν καταφεύγει ποτέ σε επιδείξεις για να κερδίσει αναγνώριση ή κομπλιμέντα, αλλά συζητά ανεπιτήδευτα με όλους τους ανθρώπους για πολλά θέματα, ασήμαντα και σημαντικά, με τέλεια ευκολία και χωρίς αέρα ανωτερότητας».

Ο κύριος Νάιτλυ παρέχει ένα άλλο παράδειγμα φροντίδας, όταν η Χάριετ Σμιθ σνομπάρεται από άλλον άντρα σε έναν χορό. Παρατηρεί τη φτωχή κοπέλα να κάθεται λυπημένη μόνη της ενώ οι άλλοι χορεύουν, και σπεύδει να τη ‘σώσει’ οδηγώντας την ο ίδιος στον χορό.

Σε μια ιδιαίτερα οδυνηρή σκηνή, η ενθουσιώδης Έμμα κοροϊδεύει μια ανόητη αλλά ευγενική γυναίκα που έγνεθε μαλλί στο χωριό, την κυρία Μπέητς. Η Έμμα, η κυρία Μπέητς, ο κύριος Νάιτλυ και αρκετοί άλλοι έχουν πάει για πικνίκ, και την ώρα που κάθονται να ξεκουραστούν αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι όπου κάθε άτομο πρέπει να πει είτε ένα έξυπνο πράγμα είτε δύο μετρίως έξυπνα πράγματα είτε τρία βαρετά πράγματα. Η κυρία Μπέητς — γνωστή για τη φλυαρία της για τα πιο ασήμαντα ζητήματα — παρατηρεί τότε, με μια δόση αυτοκριτικής: «Τρία πράγματα πραγματικά πολύ βαρετά. Αυτό είναι για μένα, ξέρετε. Σίγουρα λέω τρία βαρετά πράγματα μόλις ανοίγω το στόμα μου, έτσι δεν είναι;»

Σε μια προσπάθεια να φανεί πνευματώδης, η Έμμα απαντά κοροϊδευτικά: «Α! Κυρία, αλλά μπορεί να υπάρχει μια δυσκολία. Με συγχωρείτε — αλλά θα περιοριστείτε στον αριθμό — μόνο τρία τη φορά».

Η κα Μπέητς σταματά αμέσως ταπεινωμένη και αμήχανη. Λίγο αργότερα την υπερασπίζεται ο κύριος Νάιτλυ, χωρίς να παραλείψει να επιπλήξει την Έμμα για την απερισκεψία της:

«Ήταν πραγματικά άσχημο! Εσύ, που σε ήξερε από βρέφος, που σε είχε παρακολουθήσει να μεγαλώνεις από μια περίοδο που η προσοχή της ήταν τιμή, να σε έχει τώρα, με αλόγιστη διάθεση και υπερηφάνεια της στιγμής, να γελάς μαζί της, να την ταπεινώνεις — και ενώπιον της ανιψιάς της — και ενώπιον άλλων, πολλοί από τους οποίους (σίγουρα κάποιοι) θα επηρεάζονταν από την στάση σου. Αλλά πρέπει και θα το κάνω — θα σου πω αλήθειες.»

Προσήλωση στην αλήθεια

Όπως δηλώνει ο ίδιος ο κύριος Νάιτλυ στο απόσπασμα που μόλις αναφέρθηκε, είναι αποφασισμένος να πει την αλήθεια. Κάθε άνθρωπος με ακεραιότητα πρέπει να αγαπά και να ζει σύμφωνα με την αλήθεια. Μιλώντας στην Έμμα για την ανεντιμότητα ενός άλλου αρσενικού χαρακτήρα, ο κύριος Νάιτλυ φωνάζει με αίσθημα: «Τόσο σε αντίθεση με αυτό που θα έπρεπε να είναι ένας άντρας! Τίποτα από αυτή την ειλικρινή ακεραιότητα, αυτή την αυστηρή προσήλωση στην αλήθεια και τις αρχές, αυτή την περιφρόνηση της πονηριάς και της μικρότητας, που ένας άντρας πρέπει να επιδεικνύει σε κάθε συναλλαγή της ζωής του». Αυτή είναι μια εξαιρετική περίληψη των αξιών του κυρίου Νάιτλυ και του τρόπου που ενεργεί: με αφοσίωση στην αλήθεια και την ειλικρίνεια.

Επιπλέον, ο κύριος Νάιτλυ ξέρει ότι η αλήθεια θα ωφελήσει τελικά τους άλλους. Επειδή τρέφει μεγάλη αγάπη και νοιάζεται πραγματικά για την Έμμα, είναι ειλικρινής μαζί της και της λέει ακόμα και σκληρές αλήθειες, ώστε εκείνη να μάθει και να ωριμάσει. Τελικά, ο κύριος Νάιτλυ ενδιαφέρεται για την καλλιέργεια της Έμμας, ιδίως στην αρετή, και προσπαθεί να την καθοδηγήσει σε αυτό το μονοπάτι. Της λέει τη γνώμη του όταν νιώθει ότι είναι απαραίτητο, όπως μετά από το περιστατικό με την κυρία Μπέητς.

Όταν συνειδητοποιεί πως η ανάμειξη της Έμμα έχει βλάψει το ειδύλλιο μεταξύ της Χάριετ και του Ρόμπερτ Μάρτιν, της λέει ειλικρινά: «Δεν ήσουν φίλη της Χάριετ Σμιθ, Έμμα». Με αυτό, εννοεί ότι η Έμμα έχει βάλει τον εαυτό της και το παιχνίδι των γνωριμιών πάνω από αυτό που είναι πραγματικά καλό για τη Χάριετ.

Σε αντίθεση με τους περισσότερους χαρακτήρες του βιβλίου, ο κύριος Νάιτλυ δεν κολακεύει την Έμμα, όσο κι αν τη νοιάζεται. Όταν κάνει ένα λάθος — είτε σε κάτι μικρό, όπως όταν ζωγραφίζει ένα πορτραίτο είτε σε κάτι μεγάλο, όπως μια φιλία — της προσφέρει εποικοδομητική κριτική. Ο πονηρός και φίλαυτος κύριος Έλτον, ελπίζοντας να κερδίσει την εύνοια της Έμμας, επαινεί χωρίς διάκριση τις καλλιτεχνικές της ικανότητες, αλλά ο κύριος Νάιτλυ της επισημαίνει ευγενικά τα προβλήματα της ζωγραφιάς της.

Η προσέγγιση του κυρίου Νάιτλυ στη ζωή μπορεί να συνοψιστεί με τα δικά του λόγια: «Υπάρχει ένα πράγμα, Έμμα, που ένας άντρας μπορεί πάντα να κάνει, αν το επιλέξει, και αυτό είναι το καθήκον του. Όχι με ελιγμούς και περίτεχνο τρόπο, αλλά με δύναμη και αποφασιστικότητα» – το καθήκον του να βοηθά τους άλλους, να επιπλήττει το κακό όταν το βλέπει και να υπερασπίζεται ό,τι είναι σωστό και ευγενές.

Σε όλο το μυθιστόρημα, το κάνει αυτό με «δύναμη και αποφασιστικότητα», αποδεικνύοντας ότι τα ιδεώδη της ιπποσύνης μπορούν να αντέξουν ακόμη και στην καθημερινή ζωή, όπου κάθε αλληλεπίδραση με τους άλλους μπορεί να ιδωθεί ως δοκιμασία ιπποτικής αρετής.

Το σιωπηλό μυστικό: Πώς να είμαστε καλοί ακροατές

Η ζωή μας κυλά μέσα σε έναν ηχητικό χείμαρρο, γεμάτη λέξεις που μας κατακλύζουν από παντού — το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, τα podcast, τα ιστολόγια — λέξεις ανθρώπων που αποζητούν να μοιραστούν τη γνώμη τους. Παράλληλα, παλεύουμε και με τον εσωτερικό μας θόρυβο, τα συνεχή παράσιτα των σκέψεων, των σχεδίων, των ανησυχιών, των ελπίδων και των τύψεών μας που πηγαινοέρχονται άναρχα στο μυαλό μας. Υπό αυτές τις συνθήκες, πολλές φορές είναι δύσκολο να ακούσουμε κάτι άλλο, αυτό που προσπαθεί να μας πει ένας άλλος άνθρωπος. Είναι αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο να ακούμε τους άλλους χωρίς να προσέχουμε πραγματικά αυτό που λένε, είτε επειδή είμαστε απορροφημένοι από τις δικές μας σκέψεις είτε επειδή παρασυρόμαστε από το ρεύμα των πληροφοριών που μας στέλνει αδιάλειπτα το κινητό μας.

Ωστόσο, η αληθινή ακρόαση φέρει μέσα της μια ισχυρή δύναμη. Όταν ακούμε πραγματικά τους άλλους, βελτιώνεται σχεδόν κάθε τομέας της ζωής μας, από την εργασία μέχρι την οικογένεια και την πολιτική. Η καλή ακρόαση μειώνει τις παρεξηγήσεις, αυξάνει τη σύνδεση, δείχνει σεβασμό στους άλλους και χτίζει εμπιστοσύνη. Ο συγγραφέας και ομιλητής Σάιμον Σίνεκ είπε ότι η ακρόαση είναι ο καλύτερος τρόπος για να χτίσετε εμπιστοσύνη και κοινό έδαφος με κάποιον, με επιπτώσεις στην αποκλιμάκωση των συγκρούσεων σε όλα τα επίπεδα, από το προσωπικό έως το διεθνές: «Το να ακούμε είναι ένας καλός τρόπος για να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του άλλου… είναι μία ικανή μέθοδος ανεύρεσης κοινού εδάφους στις αντιθέσεις όχι μόνο σε απλές περιπτώσεις επιχειρήσεων, αλλά και σε πιο περίπλοκες περιπτώσεις της εθνικής πολιτικής και της παγκόσμιας πολιτικής, ακόμα και στον πόλεμο».

Ο Σίνεκ επισημαίνει, επίσης, ότι η ακρόαση σπανίως διδάσκεται ως δεξιότητα. Ορισμένοι ίσως έχουν παρακολουθήσει μαθήματα ρητορικής, αλλά δεν θα βρείτε μάθημα ακρόασης στον κατάλογο μαθημάτων κανενός κολεγίου. «Ως κουλτούρα, αντιμετωπίζουμε την ακρόαση ως μια αυτόματη διαδικασία για την οποία δεν υπάρχουν πολλά να πούμε», γράφει ο Μ.Μ. Όουεν. «Όταν η έννοια της ακρόασης εξετάζεται εκτενώς, είναι στο πλαίσιο της επαγγελματικής επικοινωνίας, κάτι που πρέπει να τελειοποιήσουν οι ηγέτες και οι μέντορες, αλλά που όλοι οι άλλοι μπορούν να αγνοήσουν». Ωστόσο, όπως κάθε δεξιότητα, η ακρόαση δεν είναι συνήθως μια εγγενής ικανότητα – χρειάζεται καθοδήγηση και εξάσκηση για να γίνουμε καλύτεροι ακροατές και να αποκομίσουμε τις οφέλη της. Μην τη βλέπετε αφ’ υψηλού. «Μου πήρε πάρα πολύ καιρό να μάθω να ακούω πραγματικά», προσθέτει ο Όουεν. «Είναι ένα είδος μαγικού κόλπου: και τα δύο μέρη μαλακώνουν, ανθίζουν, είναι λιγότερο μόνα τους.»

Σίγουρα, όλοι μας θα θέλαμε να είμαστε λίγο λιγότερο μόνοι.

Αυτό το άρθρο προσφέρει μερικές υποδείξεις για να γίνετε καλύτερος ακροατής.

Εξασκηθείτε στην ενεργητική ακρόαση

Ο Μ.Μ. Όουενς παρατήρησε τη χαρά που νιώθουμε μιλώντας με κάποιον που δίνει την πλήρη προσοχή του και θέλησε να το επιτύχει αυτό και ο ίδιος. Στην προσπάθειά του να γίνει καλύτερος ακροατής, ο Όουενς στράφηκε στο έργο του ψυχολόγου του 20ου αιώνα Καρλ Ρότζερς, ο οποίος επινόησε τον όρο «ενεργητική ακρόαση».

Ο Ρότζερς πίστευε ότι η προσεκτική, βαθιά και συμπονετική ακρόαση μπορεί να μεταμορφώσει τους ανθρώπους και χρησιμοποίησε αυτήν τη μέθοδο στη θεραπευτική του πρακτική, αν και πίστευε ότι ήταν εξίσου εφαρμόσιμη στην καθημερινή ζωή. Ο Όουενς είπε ότι, για τον Ρότζερς, η ενεργητική ακρόαση ήταν «μια από τις βασικές μεθόδους για να κάνει τον άλλον να αισθάνεται λιγότερο μόνος, λιγότερο κολλημένος και πιο ικανός για αυτογνωσία».

Σύμφωνα με το The Harvard Business Review, η ενεργητική ακρόαση αποτελείται από τρία μέρη.

  • Γνωστικό. Αυτή η πτυχή απαιτεί να εστιάσετε νοητικά όλη την προσοχή σας στις πληροφορίες, τόσο τις ρητές όσο και τις σιωπηρές, που προσπαθεί να μεταφέρει ο συνομιλητής σας.
  • Συναισθηματικό. Ένας καλός ακροατής πρέπει να διατηρεί συναισθηματική ισορροπία, ακόμη και όταν οι πληροφορίες που λαμβάνει μπορεί να είναι ανατρεπτικές. Το βασικό συναίσθημα που πρέπει να καλλιεργήσετε εδώ είναι η συμπόνια.
  • Συμπεριφορικό. Δεν αρκεί να ακούτε – το άλλο άτομο πρέπει να ξέρει ότι ακούτε. Το δείχνετε αυτό μέσω λεκτικών και μη λεκτικών ενδείξεων (όπως η οπτική επαφή, τα νεύματα και το να κοιτάτε τον ομιλητή).

Όταν ανοίγεστε γνωστικά, συναισθηματικά και συμπεριφορικά σε αυτό που προσπαθεί να επικοινωνήσει ο άλλος, τότε γίνεται δυνατή μια πραγματική συνάντηση μυαλών και καρδιών χάρη στην οποία τα μυαλά και οι καρδιές μπορούν να συναντηθούν.

Ανακλάστε τα λόγια του ομιλητή

Όταν ανακλάτε τα λόγια του άλλου, επαναλαμβάνετε αυτά που σας είπε για να επιβεβαιώσετε αν τα έχετε καταλάβει σωστά ή όχι. Αυτό έχει πολλά οφέλη. Ο κλινικός ψυχολόγος Άλι Μάττου λέει σχετικά: «Δείχνει στο άλλο άτομο ότι όντως ακούτε και ότι σας ενδιαφέρει πραγματικά αυτό που λέει. Δεύτερον, σας αναγκάζει να ‘σβήσετε’ το μέρος του εγκεφάλου σας που θέλει να διακόψει ή να προσφέρει συμβουλές και σας αναγκάζει να ενεργοποιήσετε το μέρος του εγκεφάλου σας που αφορά την ενσυναίσθηση, την κατανόηση και τη συμπόνια».

Ο Μάττου επισημαίνει ότι αυτή η διαδικασία ελαχιστοποιεί τις παρεξηγήσεις. Στη δική του θεραπευτική πρακτική, ανακάλυψε ότι η ανάκλαση των λόγων και των εμπειριών του πελάτη είναι ενίοτε λανθασμένη. Έχει παρεξηγήσει κάτι ή του έχει διαφύγει μια σημαντική λεπτομέρεια και η διατύπωση της κατανόησής του φωναχτά επιτρέπει την άμεση αποσαφήνιση.

Φυσικά, όταν ανακλάτε, είναι σημαντικό να είστε όσο το δυνατόν πιο δίκαιοι και ακριβείς. Μη διαστρεβλώνετε τα λόγια των άλλων σύμφωνα με τις δικές σας απόψεις.
Αυτό δημιουργεί μόνο απογοήτευση.

Ο ψυχολόγος Τζόρνταν Πήτερσον αποκαλεί αυτή την τεχνική «περίληψη αυτοϊκανοποίησης». Δηλαδή, πρέπει να βεβαιωθείτε ότι μπορείτε να επαναδιατυπώσετε την έκφραση του συνομιλητή σας με τρόπο που εκείνος να θεωρεί ακριβή και ικανοποιητικό.

Αποφύγετε τις «απαντήσεις μετατόπισης»

Πίσω από την κακή ακρόαση κρύβεται συνήθως το ‘τέρας’ του εγωισμού.

Συχνά αποτυγχάνουμε να ακούσουμε επειδή είμαστε πολύ απασχολημένοι με τον εαυτό μας. Με ειλικρίνεια, ο Όουενς ομολόγησε: «Ο νεότερος εαυτός μου απολάμβανε τη συζήτηση.
Αλλά λόγω του εγωισμού μου, αυτό που πραγματικά απολάμβανα ήταν να μιλάω. Όταν ήταν η σειρά κάποιου άλλου να μιλήσει, η ακρόαση έμοιαζε με αγγαρεία. Μπορεί να απορροφούσα παθητικά ό,τι λέγονταν, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του εαυτού μου ονειροπολούσε, αναπολούσε, έκανε σχέδια. Είχα τη συνήθεια να διακόπτω».

Στην προσπάθεια να υποτάξουμε τον εγωισμό μας και να είμαστε πραγματικά παρόντες όταν μιλούν οι άλλοι, μαθαίνουμε να σταματάμε να ονειροπολούμε και να αρχίζουμε να δίνουμε προσοχή σε αυτό που πραγματικά λένε. Αλλά το τέρας του εγώ έχει και πιο λεπτά κόλπα. Ένα τέτοιο τέχνασμα είναι η «αντίδραση μετατόπισης», κατά την οποία ακούμε τι λέει ο άλλος μεν αλλά βρίσκουμε έναν τρόπο να το συσχετίσουμε με ή να το μετατοπίσουμε στον εαυτό μας.

«Σήμερα έπρεπε να πληρώσω έναν πολύ μεγάλο λογαριασμό για τα υδραυλικά», λέει ο φίλος σας.

«Αλήθεια; Κάποτε χρειάστηκε να πληρώσω 3.000 ευρώ για να κάνω τον νεροχύτη της κουζίνας μου να αποστραγγίζει σωστά. Ήταν απίστευτο! Ο τύπος έλειπε όλη μέρα και φαινόταν να χαζεύει, αλλά όταν επιτέλους…»

Είναι σαφές σε αυτή την περίπτωση ότι άκουγα μόνο για να μπορέσω να μιλήσω ξανά – και μόνο – για τον εαυτό μου.

Στοχεύστε στο συνολικό νόημα

Στο παράδειγμα με τα υδραυλικά, ένας προσεκτικός ακροατής πιθανόν να αντιλαμβανόταν ότι ο φίλος του αναζητούσε λίγη συμπόνια για τον υπέρογκο λογαριασμό.

Οι λέξεις – «Είχα έναν πολύ μεγάλο λογαριασμό υδραυλικών εγκαταστάσεων» – λένε μόνο ένα μέρος της ιστορίας. Ο ομιλητής προσπαθεί να επικοινωνήσει κάτι περισσότερο από ένα γεγονός, πολύ πιθανόν ένα συναίσθημα και μια ανάγκη για συμπόνια.

Ο Καρλ Ρότζερς κατανόησε τι σημαίνει να προσπαθούμε να κατανοήσουμε όχι μόνο τι λέγεται, αλλά και το γιατί. Το ονόμασε «συνολικό νόημα». Ο Όουενς το συνόψισε ως εξής: «Αυτό σημαίνει να καταγράψουμε τόσο το περιεχόμενο αυτού που λέγεται όσο και (πιο διακριτικά) το «συναίσθημα ή τη στάση που διέπει αυτό το περιεχόμενο». Συχνά, το συναίσθημα είναι αυτό που πραγματικά εκφράζεται, ενώ το περιεχόμενο χρησιμεύει απλώς σαν όχημα. Η σύλληψη αυτού του συναισθήματος απαιτεί πραγματική συγκέντρωση, ιδίως καθώς οι μη λεκτικές ενδείξεις – ο δισταγμός, η μουρμούρα, οι αλλαγές στη στάση του σώματος – είναι ζωτικής σημασίας. Αν είμαστε αφηρημένοι και μισοακούμε μόνο, το «συνολικό νόημα» θα μας διαφύγει εντελώς».

Όταν μισοακούμε και τα λεγόμενα του άλλου αντιμετωπίζονται με αδιαφορία, μπορεί να αποσυρθεί στον εαυτό του και η ευκαιρία για σύνδεση να εξαφανιστεί τόσο γρήγορα όσο η φλόγα ενός σπίρτου. Το να αντιλαμβάνόμαστε τις λέξεις αλλά όχι το συνολικό νόημα είναι συχνά χειρότερο από το να μην αντιλαμβανόμαστε καθόλου.

Αυτός ο κατάλογος τεχνικών ακρόασης δεν είναι διεξοδικός ούτε θα γίνετε καλός ακροατής μόλις αρχίσετε να τις εφαρμόζετε.

Ο ψυχολόγος Τζόρνταν Πήτερσον έχει παρατηρήσει σχετικά με την ακρόαση: «Δεν υπάρχει τίποτα που οι άνθρωποι δεν θα σας πουν αν τους ακούτε». Αυτό μπορεί να είναι ένα μεγάλο δώρο, που μας επιτρέπει να συνδεθούμε βαθιά με τους άλλους και να ανακαλύψουμε έναν ευρύτερο κόσμο, αρκεί να ανοίξουμε τα αυτιά μας. Ο Πήτερσον θυμάται: «Κατά τη διάρκεια της κλινικής πρακτικής μου, είχα ανθρώπους που ήταν εξαιρετικά μειωμένης νοημοσύνης και υπέφεραν από κάθε είδους παθολογίες. Αν τους άκουγα σωστά, ήταν τόσο συναρπαστικοί όσο οποιοσδήποτε άλλος που είχα στο ας πούμε άκρο του φάσματος με τις περισσότερες ικανότητες».

Ακούγοντας υπομονετικά τους άλλους με όλη μας την προσοχή δεν θα μας αποκαλύψει μόνο τον κόσμο με πιο ολοκληρωμένο τρόπο, αλλά μπορεί επίσης να μας βοηθήσει να θεραπεύσουμε τις διχόνοιες που τον ταλαιπωρούν.

Του Walker Larson

Περί ενεργητικής και εις βάθος ανάγνωσης

Διαβάζουμε για ψυχαγωγία, ενημέρωση, γνώση. Ένα καλό βιβλίο, ποίημα ή εργασία είναι και μία ανοικτή πόρτα προς τον κόσμο. Το διάβασμα ανοίγει νέους ορίζοντες και νέους δρόμους προς την αλήθεια και την ομορφιά, προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους.

Οι καρποί της βαθιάς, αναλυτικής ανάγνωσης είναι η κατανόηση και η σοφία, που δεν συνίστανται απλώς στη συσσώρευση περισσότερων πληροφοριών, αλλά στην κατανόησή τους και στον συνδυασμό τους σε μια ολιστική και ουσιαστική αντανάκλαση της πραγματικότητας. Στα βιβλία αναζητούμε τη σοφία: τη γνώση των αιτίων, όχι μόνο τα «τι» ή «πώς», αλλά και τα«γιατί». Η κατάκτηση της σοφίας προϋποθέτει και βαθύτερη ανάγνωση.

Διαβάζω (και γράφω) καλά σημαίνει σκέπτομαι καλά. Αλλά όπως η καλή σκέψη δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, ούτε και η καλή ανάγνωση είναι. Συχνά υποθέτουμε ότι εάν ένα άτομο έχει μάθει να αποκρυπτογραφεί τα γράμματα και τις λέξεις που είναι γραμμένες και έχει αρκετά πλούσιο λεξιλόγιο, τότε μπορεί να διαβάσει και να κατανοήσει το νόημα των προτάσεων. Αλλά η καλή ανάγνωση είναι κάτι περισσότερο.

Ενεργητική ανάγνωση

Στο κλασικό τους έργο «Πώς να διαβάζετε ένα βιβλίο» (“How to Read Books“, 1940), οι Μόρτιμερ Άντλερ [Mortimer Adler] και Τσαρλς βαν Ντόρεν [Charles Van Doren] εξηγούν ότι οι αναγνώστες δεν διαβάζουν εξίσου καλά:

«Ένας αναγνώστης είναι καλύτερος από έναν άλλο στο βαθμό που είναι ικανός για μεγαλύτερη δραστηριότητα στο διάβασμα και κάνει περισσότερη προσπάθεια. Είναι καλύτερος αν απαιτεί περισσότερα από τον εαυτό του και από το κείμενο που έχει μπροστά του.»

Με άλλα λόγια, το καλό διάβασμα είναι ενεργητικό και απαιτεί μία προσπάθεια. Για να πάρουμε ό,τι μπορούμε από ένα υπέροχο βιβλίο, άρθρο ή ποίημα, πρέπει να κοπιάσουμε.

Το ότι οι αναγνώστες βρίσκονται στη θέση του αποδέκτη πληροφοριών δεν σημαίνει ότι δεν συμμετέχουν στη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη. Οι Άντλερ και βαν Ντόρεν εξηγούν:

«Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η επικοινωνία είναι σαν να δεχόμαστε ένα χτύπημα, μια κληρονομιά ή μια κρίση. Αντίθετα, ο αναγνώστης ή ο ακροατής μοιάζουν πολύ περισσότερο με τον catcher στο μπέιζμπολ. Το πιάσιμο της μπάλας είναι μια δράση όπως το ρίξιμο ή το χτύπημα».

Τι πρέπει να κάνετε για να «πιάσετε» τις πληροφορίες που προσφέρει ο συγγραφέας στο κείμενο; Για να επωφεληθείτε από την ανάγνωση, χρειάζονται ορισμένες δεξιότητες.

Κατανοήστε τον σκοπό του συγγραφέα

Αυτό μπορεί να φαίνεται προφανές, αλλά πολλοί άνθρωποι παραμελούν αυτό το πρώτο βήμα – να προσδιορίσουν σωστά το είδος και τον σκοπό του έργου, στοιχεία θεμελιώδη για την ανακάλυψη του νοήματός του. Είναι αστοχήσουμε αν δεν τοποθετήσουμε το έργο στη σωστή προοπτική.

Ένα αστείο είναι ένα προφανές παράδειγμα αυτού. Εάν ένα αστείο παρερμηνευτεί ως σοβαρό, μπορεί να υπάρξει μεγάλη σύγχυση. Πρώτα πρέπει να καταλάβουμε τι διαβάζουμε: ένα επιστημονικό έργο, ένα άρθρο, ένα προσωπικό δοκίμιο, έναν πολιτικό λόγο, μια σάτιρα, ένα πειραματικό μυθιστόρημα, ένα ποίημα ή ένα θεατρικό έργο; Αυτά τα διαφορετικά είδη λογοτεχνικών έργων δεν μπορούν να διαβαστούν με τον ίδιο τρόπο.

Προσδιορίστε τα ζητήματα που θίγει ο συγγραφέας

Έχοντας καθορίσει το γενικό είδος και τον σκοπό του έργου, θέλουμε να μάθουμε τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που θέτει ο συγγραφέας. Αυτές οι πληροφορίες περιέχονται συνήθως στην εισαγωγή του βιβλίου ή στις πρώτες λίγες παραγράφους ενός άρθρου ή δοκιμίου. Αν αποκτήσουμε μια βασική κατανόηση της δομής του έργου, θα έχουμε έναν ‘χάρτη’ που θα μας βοηθά να γνωρίζουμε από πού περάσαμε και πού πηγαίνουμε.

Ανοιχτείτε στο κείμενο

Αυτή η συμβουλή ισχύει ιδιαίτερα για τη μυθοπλασία και την ποίηση, όπου ο συγγραφέας επιδιώκει να μεταφέρει μια εμπειρία και όχι ένα συγκεκριμένο σύνολο γεγονότων. Αλλά ισχύει επίσης για τη μη λογοτεχνία ότι πρέπει να προσεγγίσουμε το κείμενο με ανοιχτό μυαλό, αν θέλουμε να αντλήσουμε πολλά από αυτό. Η φιλόλογος Τζέσσικα Μηκ [Jessica Meek] γράφει:

«Διαβάζω καλά σημαίνει παραμερίζω τις προκαταλήψεις μου για να κατανοήσω πλήρως τα επιχειρήματα.»

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να επικρίνουμε ή να διαφωνήσουμε με ένα βιβλίο, αλλά ακόμα και αυτό μπορεί να είναι καρποφόρο μόνο αν πρώτα το κατανοήσουμε πραγματικά και κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να το δούμε μέσα από τα μάτια του συγγραφέα.

Στο «Πειραματισμός στην κριτική» (An Experiment in Criticism, 1961), ο C.S. Lewis γράφει:

«Μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα βιβλίο ως κακό μόνο διαβάζοντάς το σαν να μπορούσε να είναι πολύ καλό. Πρέπει να καθαρίσουμε το μυαλό μας και να ανοιχτούμε. Δεν υπάρχει δουλειά στην οποία δεν μπορούμε να βρούμε κενά. Δεν υπάρχει έργο που να μπορεί να γίνει επιτυχημένο χωρίς να προηγηθεί μία πράξη καλής θέλησης από την πλευρά του αναγνώστη.»

Μιλώντας συγκεκριμένα για λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά έργα, ο Λιούις τονίζει την ανάγκη να ανοιχτούμε, να «παραδοθούμε» στο έργο, τουλάχιστον στην πρώτη ανάγνωση:

«Η πρώτη απαίτηση ενός έργου οποιασδήποτε τέχνης είναι η παράδοση. Κοιτάζω. Ακούω. Αποδέχομαι. Παραμερίζω τον εαυτό μου.»

Βρείτε ένα επιχείρημα στη μη μυθοπλασία

Γενικά, κάθε μη μυθοπλαστικό έργο (non-fiction) επιβεβαιώνει και αρνείται τον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος. Ως αναγνώστες, θέλουμε να εστιάσουμε σε αυτές τις στιγμές γιατί αποτελούν τον πυρήνα της ιστορίας από την οποία εξαρτώνται τα πάντα. Πρέπει να διαβάζουμε τις σημαντικές ή διφορούμενες προτάσεις αργά και προσεκτικά.

Οι Άντλερ και βαν Ντόρεν συμβουλεύουν:

«Από την οπτική του αναγνώστη, οι προτάσεις που είναι σημαντικές είναι εκείνες που απαιτούν προσπάθεια στην ερμηνεία γιατί δεν είναι απολύτως σαφείς με την πρώτη ματιά… Αυτές είναι οι προτάσεις που διαβάζει κανείς πολύ πιο αργά και πιο προσεκτικά από τις άλλες… Πιθανότατα, θα έχετε τη μεγαλύτερη δυσκολία με τα πιο σημαντικά πράγματα που θέλει να πει ο συγγραφέας.»

Είναι χρήσιμο να υπογραμμίσετε ή να τονίσετε τέτοιες προτάσεις με αστερίσκους.

Κάντε ερωτήσεις και συμμετάσχετε στη συζήτηση

Όταν αρχίζουμε να προσδιορίζουμε τις βασικές προϋποθέσεις και τα συμπεράσματα του συγγραφέα ή τα βασικά χαρακτηριστικά του κόσμου που δημιουργεί ο συγγραφέας, πρέπει να τα αμφισβητήσουμε. Είναι αλήθεια; Τι ζητούν ή υπαινίσσονται; Ταιριάζουν με την εμπειρία μου; Έχουν νόημα τα στοιχεία; Πώς συγκρίνονται με άλλα πράγματα που έχω διαβάσει; Ποιες δηλώσεις του συγγραφέα με μπερδεύουν, εμπνέουν ή συγκινούν;

Οι Άντλερ και βαν Ντόρεν λένε:

«Ο αναλυτικός αναγνώστης πρέπει να κάνει πολλές ερωτήσεις σχετικά με αυτό που διαβάζει.»

Αν και οι ερωτήσεις μπορεί να διαφέρουν κατά την ανάγνωση μυθοπλασίας και μη μυθοπλασίας, μπορούμε να εμβαθύνουμε και στους δύο τύπους έργων θέτοντας ερωτήσεις και συνδέοντάς τα με άλλα πράγματα που έχουμε βιώσει ή διαβάσει.

Γράψτε και κάντε σχόλια καθώς διαβάζετε

Η συνομιλία μας με το κείμενο παίρνει συγκεκριμένη μορφή γραπτώς — ακόμα και αν πρόκειται μόνο για λίγες λέξεις σημειωμένες στο περιθώριο ή για την υπογράμμιση μιας σημαντικής πρότασης. Όπως έγραψαν οι Άντλερ και βαν Ντόρεν, «θα πρέπει να διακρίνετε τις κύριες προτάσεις σαν να ήταν ανάγλυφες στη σελίδα». Αυτό το κάνουμε υπογραμμίζοντας ή επισημαίνοντας φράσεις-κλειδιά.

Η υπογράμμιση και ο σχολιασμός όχι μόνο τονίζουν οπτικά τις βασικές φράσεις και τις καθιστούν εύκολα προσβάσιμες αργότερα, αλλά επίσης μάς αναγκάζουν να επιβραδύνουμε, να ξαναδιαβάζουμε και να σκεφτόμαστε περίπλοκες, υπέροχες, μυστηριώδεις και άλλες σημαντικές ιδέες. Το Πανεπιστήμιο του Όρεγκον συνιστά να κρατάτε σημειώσεις και να απαντάτε στο κείμενο καθώς διαβάζετε, συνοψίζοντας ή εξηγώντας δύσκολες έννοιες με δικά σας λόγια. Αν κάτι συγκεκριμένο τραβά το ενδιαφέρον μας ή μας κουράζει, θα πρέπει να το σημειώσουμε. Νιώθω ανεπαρκής αν προσπαθώ να διαβάσω χωρίς ένα μολύβι στα χέρια μου. Έχει γίνει ένα απαραίτητο εργαλείο στην ενεργή διαδικασία ανάγνωσης μου. Χρησιμοποιώντας αστερίσκους, υπογραμμίσεις, ερωτηματικά και σημειώσεις στο περιθώριο, το μολύβι μου εκφράζει τον εσωτερικό μου διάλογο με το κείμενο.

Όπως κάθε άλλη δεξιότητα, η καλή, εις βάθος ανάγνωση δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό. Απαιτεί εξάσκηση, πειραματισμό και ανάπτυξη. Η ανάγνωση είναι ένας διάλογος και μια σχέση μεταξύ του αναγνώστη, του συγγραφέα και του κόσμου. Μέσω των βιβλίων μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στα μεγαλύτερα μυαλά στον κόσμο και μπορούν να μας διδάξουν πολλά. Πρέπει, όμως, να κάνουμε την απαραίτητη προσπάθεια για να δεχτούμε το δώρο που προσφέρεται και να μην το αφήνουμε να γλιστρά από τα χέρια μας σαν άμμος. Πρέπει να κάνουμε περισσότερα από το να θυμόμαστε αυτά που έχουν γραφτεί. Πρέπει να σκεφτούμε γιατί γράφτηκε αυτό και πώς σχετίζεται με την πραγματικότητα. Πρέπει να διαβάζουμε σωστά.

Του Walker Larson

«Έγκλημα και τιμωρία»: Διαψεύδοντας τον σοσιαλισμό 50 χρόνια πριν από τη Ρωσική Επανάσταση

Το εκτελεστικό απόσπασμα έστρεψε τα όπλα του προς τους κρατούμενους, οι οποίοι στέκονταν ακίνητοι, σαν παγωμένοι, όπως το κρυσταλλωμένο ρωσικό χειμωνιάτικο τοπίο. Λίγες στιγμές πριν, οι κρατούμενοι είχαν αναγκαστεί να φορέσουν τα λευκά πουκάμισα των καταδικασμένων και τους είχαν πει να φιλήσουν τον Σταυρό. Στη συνέχεια, τους έδεσαν σε έναν στύλο στο πεδίο ασκήσεων του Σεμιόνοφ, τρεις κάθε φορά.

Ήταν το τέλος. Ποιες σκέψεις πρέπει να πέρασαν από το μυαλό των κρατουμένων εκείνη τη στιγμή; Ένας από τους άνδρες, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, σε μια επιστολή προς τον αδελφό του, μας δίνει μια γεύση από τις λειτουργίες του μυαλού του όταν, όπως πίστευε, η ζωή του ήταν έτοιμη να του ξεφύγει.

«Δεν μου είχε απομείνει περισσότερο από ένα λεπτό για να ζήσω. Σε θυμήθηκα, αδελφέ, και όλα τα δικά σου. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου λεπτού εσύ, εσύ μόνο, ήσουν στο μυαλό μου – μόνο τότε συνειδητοποίησα πόσο σε αγαπώ, αγαπημένε μου αδελφέ!»

Αλλά λίγο πριν ο Ντοστογιέφσκι οδηγηθεί στον στύλο, οι φρουροί ανακοίνωσαν ότι η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα, ο Τσάρος Νικόλαος Α΄, τους έδωσε χάρη, χαρίζοντάς τους τη ζωή. Ήταν, ίσως, ένα σκληρό είδος αστείου, μια τιμωρία από μόνη της, για να προειδοποιήσει αυτούς τους άνδρες να αναμορφώσουν τις ζωές που παραλίγο να χάσουν. Οι κρατούμενοι καταδικάστηκαν σε τετραετή εξορία στη Σιβηρία αντί της θανατικής ποινής. Ο Ντοστογιέφσκι πήρε την προειδοποίηση κατάκαρδα, γιατί η ζωή του και οι πεποιθήσεις του άλλαξαν ριζικά μετά από αυτή την εμπειρία. Βλέπουμε στο γράμμα του Ντοστογιέφσκι προς τον αδελφό του ότι η αλλαγή είχε ήδη αρχίσει, καθώς γράφει: «Ποτέ άλλοτε δεν εργάστηκε μέσα μου μια τόσο υγιής αφθονία πνευματικής ζωής όσο τώρα».

Η πεποίθησή του για το δώρο της ζωής – που εντυπώθηκε στο μυαλό του με εκπληκτική σαφήνεια και δύναμη από την παρ’ ολίγον απώλειά της – λάμπει με σχεδόν οραματική έμπνευση:

«Όταν αναλογίζομαι το παρελθόν και σκέφτομαι πόσος χρόνος έχει χαθεί μάταια, πόσος χρόνος χάθηκε σε πλάνες, σε λάθη, σε απραξία, σε άγνοια για το πώς να ζω, πόσο δεν εκτιμούσα τον χρόνο, πόσο συχνά αμάρτησα ενάντια στην καρδιά και το πνεύμα μου, η καρδιά μου ματώνει. Η ζωή είναι δώρο, η ζωή είναι ευτυχία, κάθε λεπτό θα μπορούσε να είναι μια εποχή ευτυχίας. […] Τώρα, αλλάζοντας τη ζωή μου, ξαναγεννιέμαι με μια νέα μορφή.»

 

ZoomInImage
Προσωπογραφία του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, 1872, από τον Βασίλι Περώφ. Λάδι σε καμβά. Πινακοθήκη Τρετυάκωφ, Μόσχα. (Public Domain)

 

Αφήνοντας τις προοδευτικές ιδέες

Ο Ντοστογιέφσκι είχε πράγματι ανάγκη από μια «νέα μορφή». Ο λόγος για τον οποίο ο Ντοστογιέφσκι παρ’ ολίγον να εκτελεστεί και στη συνέχεια εξορίστηκε στην ενδοχώρα ήταν η ανάμειξή του στον Κύκλο Πετρασέφσκι – μια λέσχη διανοουμένων που συζητούσε για τον ουτοπικό σοσιαλισμό – και μια μυστική επαναστατική και τρομοκρατική ομάδα ενσωματωμένη στην πρώτη, αφιερωμένη στην επίτευξη αυτής της ουτοπίας, ακόμη και με βίαια μέσα.

Η Ρωσία ήταν ώριμη για ριζοσπαστική πολιτική στην εποχή του Ντοστογιέφσκι και, όπως πολλοί νέοι τότε, έτσι κι εκείνος παρασύρθηκε από τη μέθη των νέων, «προοδευτικών» ιδεών, κυρίως του σοσιαλισμού. Αυτές τις ιδέες ο Ντοστογιέφσκι άρχισε να τις αποτινάσσει από πάνω του όπως τα ξερά φύλλα από το δέντρο κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σιβηρία.

Εκείνη η μέρα, όταν ο Ντοστογιέφσκι κοίταξε από την κάννη του όπλου ενός δήμιου την πραγματικότητα του θανάτου, στοιχειώνει τη μυθοπλασία του, συμπεριλαμβανομένου του μυθιστορήματος «Έγκλημα και τιμωρία» του 1866.

ZoomInImage
Νικολάι Καραζίν, εικονογράφηση για το μυθιστόρημα «Έγκλημα και τιμωρία» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, 1893. (Public Domain)

 

Στο μυθιστόρημα, ένας νεαρός φοιτητής, ο Ρασκόλνικωφ, ο οποίος έχει υιοθετήσει προοδευτικές και μηδενιστικές ιδέες, αποφασίζει να δολοφονήσει μία ηλικιωμένη τοκογλύφο. Καθώς πηγαίνει να διάπραξει το έγκλημα, κάθε είδους φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες τραβούν την προσοχή του.

«Καθώς περνούσε από τον κήπο του Γιουσούπωφ, ήταν βαθιά απορροφημένος σε σκέψεις για την κατασκευή μεγάλων σιντριβανιών και την αναζωογονητική επίδρασή τους στην ατμόσφαιρα όλων των πλατειών. […] Στη συνέχεια τον απασχόλησε το ερώτημα γιατί σε όλες τις μεγάλες πόλεις οι άνθρωποι δεν οδηγούνται απλώς από την ανάγκη, αλλά κατά κάποιον ιδιαίτερο τρόπο τείνουν να ζουν στα μέρη εκείνα της πόλης όπου δεν υπάρχουν ούτε κήποι ούτε σιντριβάνια. […] “Έτσι, πιθανόν, οι άνθρωποι που οδηγούνται στην εκτέλεση να σφίγγουν νοερά κάθε αντικείμενο που συναντούν στο δρόμο”, του πέρασε από το μυαλό.»

ZoomInImage
Χιούμπερτ Ρόμπερτ, «Το συντριβάνι», περ. 1775-1778. Λάδι σε καμβά. Μουσείο Τέχνης Kimbell, Φορτ Γουόρθ, Τέξας, ΗΠΑ. (Public Domain)

 

Η παρατήρηση του Ρασκόλνικωφ για την ψυχολογία ενός καταδικασμένου ανθρώπου είναι αναμφίβολα αντανάκλαση της εμπειρίας του ίδιου του Ντοστογιέφσκι. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο ότι ένας άνθρωπος που πρόκειται να δολοφονηθεί (ή πρόκειται να διαπράξει φόνο) θα μπορούσε να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό το γεγονός και όμως, δεν είναι τόσο δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι στα λίγα δευτερόλεπτα που απομένουν σε έναν άνθρωπο για να ζήσει, όλα γίνονται σημαντικά, αξιοσημείωτα. Το μυαλό προσκολλάται σε ό,τι μπορεί, αρνούμενο να αναγνωρίσει το μείζον γεγονός που πρόκειται να συντελεστεί. Ή, το μυαλό αποκτά ξαφνικά μια βαθύτερη εικόνα της σημασίας των πάντων, όταν αυτά απομακρύνονται.

Οι εμπειρίες του Ντοστογιέφσκι ως νεαρού άνδρα ενημερώνουν και διαμορφώνουν το «Έγκλημα και τιμωρία» με ακόμη πιο βαθύ τρόπο από αυτή την τυχαία αναφορά. Εξαιτίας του χωνευτηρίου της εικονικής του εκτέλεσης και της επακόλουθης εξορίας του στη Σιβηρία, ο Ντοστογιέφσκι από άνθρωπος πρόθυμος να διαπράξει βία για την επίτευξη μιας σοσιαλιστικής ουτοπίας μετατράπηκε σε έναν άνθρωπο που ήταν εντελώς αντίθετος στον σοσιαλισμό και στο «Έγκλημα και τιμωρία», που γράφτηκε περίπου 15 χρόνια μετά την επιστροφή του από τη Σιβηρία, επιτίθεται στις σοσιαλιστικές ιδέες με πολλούς τρόπους. Υπό ένα πρίσμα, το μυθιστόρημα είναι μια φιλοσοφική μάχη μεταξύ των νέων ιδεών – του μηδενισμού, του σοσιαλισμού και του ωφελιμισμού, μεταξύ άλλων – και της παλιάς θεώρησης του κόσμου που βασίζεται στη χριστιανική ηθική και στην επιθυμία να διατηρηθεί η παράδοση.

ZoomInImage
Σημαντικό θέμα του μυθιστορήματος είναι η λύτρωση μέσω του πόνου. Σε αυτήν την εικόνα του Μιχαήλ Πετρόβιτς Κλωντ, ο Ρασκόλνικωφ ακούει τον Μαρμελάντωφ, τον αλκοολικό πρώην υπάλληλο, να του αφηγείται τα βάσανα τα δικά του και της οικογένειάς του, κλαίγοντας από απόγνωση για τη δυστυχία που τους προκαλεί (1874). (Public Domain)

 

Μια από τις πιο εντυπωσιακές και εύγλωττες διαψεύσεις του Ντοστογιέφσκι για το σοσιαλιστικό λάθος προέρχεται από έναν φίλο του Ρασκόλνικωφ, τον ατίθασο, θρασύ αλλά καλόκαρδο Ραζουμίχιν, το όνομα του οποίου, παρεμπιπτόντως, σημαίνει ‘λόγος’ ή ‘νοημοσύνη’. Αξίζει να το παραθέσουμε εκτενώς:

«Γνωρίζετε το δόγμα [των σοσιαλιστών]: το έγκλημα είναι μια διαμαρτυρία κατά της ανωμαλίας της κοινωνικής οργάνωσης και τίποτα περισσότερο, και τίποτα περισσότερο – δεν γίνονται δεκτές άλλες αιτίες! […] Τα πάντα γι’ αυτούς είναι “η επίδραση του περιβάλλοντος” και τίποτε άλλο. Η αγαπημένη τους φράση! Από την οποία προκύπτει ότι, αν η κοινωνία είναι κανονικά οργανωμένη, όλο το έγκλημα θα σταματήσει αμέσως, αφού δεν θα υπάρχει τίποτα για να διαμαρτυρηθεί κανείς και όλοι οι άνθρωποι θα γίνουν δίκαιοι σε μια στιγμή.

»Η ανθρώπινη φύση δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν, αποκλείεται, υποτίθεται ότι δεν υπάρχει! Δεν αναγνωρίζουν ότι η ανθρωπότητα, που αναπτύσσεται με μια ιστορική ζωντανή διαδικασία, θα γίνει επιτέλους μια κανονική κοινωνία, αλλά πιστεύουν ότι ένα κοινωνικό σύστημα που έχει βγει από κάποιο μαθηματικό μυαλό θα οργανώσει όλη την ανθρωπότητα μονομιάς και θα την κάνει δίκαιη και αναμάρτητη σε μια στιγμή, πιο γρήγορα από οποιαδήποτε ζωντανή διαδικασία!

»Γι’ αυτό και ενστικτωδώς αντιπαθούν την ιστορία, “μόνο ασχήμια και βλακεία έχει μέσα της”, και τα εξηγούν όλα ως βλακεία! Γι’ αυτό αντιπαθούν τόσο πολύ τη ζωντανή διαδικασία της ζωής – δεν θέλουν μια ζωντανή ψυχή! Η ζωντανή ψυχή απαιτεί ζωή, η ψυχή δεν υπακούει στους κανόνες της μηχανικής, η ψυχή είναι αντικείμενο καχυποψίας και η ψυχή είναι οπισθοδρομική! Αλλά αυτό που θέλουν, αν και μυρίζει θάνατο και μπορεί να γίνει από λάστιχο Ινδίας, τουλάχιστον δεν είναι ζωντανό, δεν έχει θέληση, είναι δουλικό και δεν επαναστατεί!

»Και καταλήγουν στο τέλος στο να περιορίσουν τα πάντα στην κατασκευή τοίχων και στον σχεδιασμό δωματίων και διαδρόμων σε ένα φαλάνδρι [κτίριο σχεδιασμένο για να επιτρέπει μια αυτόνομη ουτοπική κοινότητα]! Το φαλανστήριο είναι πράγματι έτοιμο, αλλά η ανθρώπινη φύση σας δεν είναι έτοιμη για το φαλανστήριο.»

Ο Ραζουμίχιν συνοψίζει και στη συνέχεια καταρρίπτει την κεντρική σοσιαλιστική αρχή: ότι τα ανθρώπινα όντα είναι, τελικά, απλές υλικές μηχανές που μπορούν να προγραμματιστούν να συμπεριφέρονται με ομαλό και ευημερούντα τρόπο χρησιμοποιώντας το σωστό σύστημα και τις κατάλληλες περιβαλλοντικές επιδράσεις. Για έναν σοσιαλιστή, η ρίζα των προβλημάτων στον κόσμο μας μπορεί να αναχθεί σε ένα άδικο κοινωνικό σύστημα. Διορθώστε το σύστημα και θα διορθώσετε τα προβλήματα. Αυτό το σύστημα, παρεμπιπτόντως, απαιτεί την κατεδάφιση της παλιάς δομής της κοινωνίας, η οποία είναι, φυσικά, εγγενώς άδικη και καταπιεστική. Με την εξάλειψη των παλαιών τρόπων και τη δημιουργία των νέων επιστημονικών κοινωνικών συστημάτων, η ανθρώπινη ζωή θα γίνει ευτυχισμένη, δίκαιη και ευημερούσα.

Όμως οι σοσιαλιστές, όπως επισημαίνει ο Ραζουμίχιν, έχουν παραβλέψει μόνο μια σημαντική λεπτομέρεια. Υπάρχει ένα γρανάζι σε αυτή την κοινωνική μηχανή που δεν ταιριάζει στη θέση του, μια μεταβλητή στην εξίσωση που δεν μπορεί να προβλεφθεί: η ανθρώπινη ψυχή. Υπάρχει κάτι μέσα μας που δεν μπορεί να προγραμματιστεί όπως μια μηχανή, κάτι που, από τη φύση του, παραμένει ελεύθερο, και ως εκ τούτου απρόβλεπτο. Είναι αυτή η δύναμη, περισσότερο από το περιβάλλον, που καθορίζει την έκβαση της ζωής μας και το πεπρωμένο ολόκληρων εθνών. Η προέλευση τόσο του καλού όσο και του κακού στην κοινωνία βρίσκεται σε αυτή τη μυστική ακρόπολη μέσα σε κάθε ανθρώπινο ον. Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, ένας άλλος μεγάλος Ρώσος συγγραφέας, ο οποίος βίωσε τον θρίαμβο των σοσιαλιστικών ιδεολογιών που ο Ντοστογιέφσκι είχε αμφισβητήσει στην εποχή του, έγραψε: «Η γραμμή που χωρίζει το καλό από το κακό τέμνει την καρδιά κάθε ανθρώπου».

Οι ανθρώπινες πράξεις είναι αποτέλεσμα του περιβάλλοντος ή της επιλογής; Η αδικία προκύπτει από επιστημονικό σφάλμα ή από αμαρτία; Μήπως οφείλεται στο σύστημα ή στην ψυχή; Όπως κάθε μεγάλη λογοτεχνία, το «Έγκλημα και τιμωρία» καταπιάνεται με τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα.

Ένα επιχείρημα του Ντοστογιέφσκι ενάντια στο σοσιαλιστικό δόγμα, ακόμη πιο ισχυρό από αυτό του Ραζουμίχιν, δεν είναι καθόλου επιχείρημα. Είναι μια εμπειρία. Είναι η εμπειρία του Ρασκόλνικωφ πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη διάπραξη του φόνου – ενός φόνου που δικαιολογεί την εξόντωση ενός άχρηστου ατόμου που εμποδίζει τη δημιουργία ενός ‘σωστού’ κοινωνικού συστήματος.

Κατά τη διάρκεια αυτού του τεταμένου ψυχολογικού δράματος και πνευματικού έπους, βλέπουμε τον Ρασκόλνικωφ να συναντά δυνάμεις που δεν μπορούν να εξηγηθούν με την υλιστική σοσιαλιστική ερμηνεία του σύμπαντος, δυνάμεις που κανένα σύστημα ή ιδεολογία δεν μπορεί να ελέγξει: ενοχή, λύπη, αυτοθυσία, κρίση, συγχώρεση και αγάπη. Δεν είναι ότι κάποιος τον πείθει, λογικά, για την ύπαρξη αυτών των πραγμάτων – είναι απλώς εκεί, σε όλη τους τη μυστηριώδη δόξα. «Η ζωή είχε μπει στη θέση της θεωρίας», γράφει ο Ντοστογιέφσκι.

Όταν τελειώσετε το «Έγκλημα και τιμωρία», θα ξέρετε στο βαθύτερο μέρος της ύπαρξής σας ότι οι άνθρωποι δεν είναι μηχανές, ότι η ψυχή υπάρχει και, επομένως, μαζί με αυτήν υπάρχει και η ελεύθερη επιλογή, η ενοχή και η δυνατότητα πραγματικής λύπης και πραγματικής χαράς – μιας χαράς που κανένα  σύστημα δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει τεχνητά.

ZoomInImage
Εξώφυλλο του «Έγκλημα και τιμωρία» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις Random House 1956.

 

Του Walker Larson

 

Γιατί δεν δημιουργούμε πια όμορφη τέχνη;

Τον Απρίλιο του 1917, ο Γάλλος πειραματικός γλύπτης Μαρσέλ Ντυσάν υπέβαλε ένα πορσελάνινο ουρητήριο σε μια έκθεση τέχνης, με την υπογραφή «R. Mutt, 1917» , το οποίο ονόμασε τέχνη. Ήταν μια κήρυξη πολέμου ενάντια στις παραδοσιακές ιδέες της γλυπτικής, της μορφής και της ομορφιάς.

Ο Ντυσάν απλώς θέλησε το ουρητήριο να είναι έργο τέχνης, παρόλο που προφανώς δεν ήταν, δηλώνοντας ότι ακόμη και τα συνηθισμένα αντικείμενα θα μπορούσαν να είναι τέχνη εάν «ανυψώνονταν στην αξιοπρέπεια ενός έργου τέχνης με την πράξη της επιλογής του καλλιτέχνη». Η τέχνη, υποστήριξε, είναι εντελώς υποκειμενική.

Πρόκειται για τον ίδιο καλλιτέχνη που παραμόρφωσε ένα αντίγραφο της Μόνα Λίζα σχεδιάζοντας  καρτουνίστικα μουστάκια και γένια στο αινιγματικό πρόσωπο του πορτρέτου και δίνοντας έναν προκλητικό τίτλο.

Αλλά αυτό δεν είναι τέχνη. Είναι χλευασμός του καλλιτεχνικού επιτεύγματος.

ZoomInImage
«Η Μόνα Λίζα» είναι ένας από τους πιο διάσημους πίνακες της δυτικής παράδοσης. Για τους Ντανταϊστές αντιπροσώπευε το κατεστημένο. (Public Domain)

 

Αντι-Τέχνη

Ο Ντυσάν ανήκε σε ένα αντιορθολογικό, αντι-καλλιτεχνικό και αντιρεαλιστικό πολιτιστικό κίνημα στη Νέα Υόρκη. Το κόλπο του με το ουρητήριο ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για τη δημιουργία του Νταντά, μίας νεοϋορκέζικης σχολής τέχνης που ήταν ο προάγγελος του σουρεαλισμού. Το Νταντά και άλλα παρόμοια πρωτοποριακά καλλιτεχνικά κινήματα επεδίωκαν να επαναπροσδιορίσουν την ίδια τη φύση της τέχνης, καθώς οι Ντανταϊστές έβλεπαν τις παραδοσιακές ιδέες του ορθολογισμού, της ομορφιάς, της αναλογίας και του νοήματος ως αστικές κατασκευές. Εξέφραζαν τη ριζοσπαστική ακροαριστερή πολιτική τους και τα αντιαστικά αισθήματα επινοώντας έργα ασχήμιας, ανοησίας, χάους, γελοιότητας και παραλογισμού.

Σύμφωνα με τα λόγια του Γάλλου μαρξιστή φιλοσόφου Michael Löwy , «η ασέβεια, ο χλευασμός, το μαύρο χιούμορ και ο παραλογισμός ήταν τα όπλα που χρησιμοποιούσαν αυτοί οι νέοι καλλιτέχνες για να εκφράσουν την οργή και την υπέρτατη περιφρόνηση τους για τις αξίες του κατεστημένου. Η πλάκα έπρεπε να καθαριστεί από όλες τις αστικές συμβάσεις, παραδόσεις και προσδοκίες». Μια διακήρυξη του 1919 από το Κεντρικό Συμβούλιο του Νταντά του Βερολίνου για την Παγκόσμια Επανάσταση διατύπωνε ανοιχτά την προσήλωση του κινήματος στον ριζοσπαστικό κομμουνισμό. Το συνειδητά πολιτικό κίνημα τέχνης συνέδεσε την ομορφιά και την κλασική τέχνη με τα «καταπιεστικά» συστήματα του καπιταλισμού.

Ο ανορθολογισμός του Νταντά αναδύθηκε, τουλάχιστον εν μέρει, σαν ένα χλωμό φάντασμα, μέσα από τη σκόνη και την καταστροφή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πόλεμος φαινόταν να γκρεμίζει επιτέλους τα όνειρα και τις υποσχέσεις μιας νέας εποχής ειρήνης και ευδαιμονίας που βασίστηκε στη βασιλεία της λογικής, όπως την είχαν ονειρευτεί οι ορθολογιστές φιλόσοφοι του 18ου αιώνα και το προοδευτικό πνεύμα των αρχών του 20ού αιώνα. Το πλήθος του Νταντά κοίταξε τον παραλογισμό και το χάος του πολέμου, την τραγωδία του σε μεγάλη κλίμακα, και απάντησε τόσο με μια διαμαρτυρία όσο και με μια παράδοση στη σφαγή και τον παραλογισμό του πολέμου.

Η επιμελήτρια Λήα Ντίκερμαν γράφει στον κατάλογο της Εθνικής Πινακοθήκης: «Για πολλούς διανοούμενους, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε μια κατάρρευση εμπιστοσύνης στη ρητορική — αν όχι στις αρχές — της κουλτούρας του ορθολογισμού που επικρατούσε στην Ευρώπη από την εποχή του Διαφωτισμού.»

Οι Ντανταϊστές δεν ήταν οι μόνοι καλλιτέχνες που εξέφρασαν την απογοήτευση που φέρνει συνήθως ο πόλεμος. Τρομοκρατημένος από τις αναφορές για τα δεινά και την ερήμωση που προκλήθηκε από έναν γερμανικό βομβαρδισμό της Γκουέρνικα κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου τον Απρίλιο του 1937, ο Πάμπλο Πικάσο ζωγράφισε μια μεγάλη, αποκρουστική, γκροτέσκα εικόνα των φρικτών επακόλουθων του βομβαρδισμού. Ο πίνακας είναι γεμάτος στριμμένα σχήματα, μπερδεμένες γραμμές, δυσανάλογα και διαμελισμένα σώματα και ακατέργαστα ανθρώπινα πρόσωπα που ουρλιάζουν σιωπηλά από αγωνία. Είναι ένα συνονθύλευμα πόνου που απεικονίζεται σε έντονους τόνους του γκρι. Πολλοί θεωρούν την «Γκουέρνικα» ένα αντιπολεμικό αριστούργημα.

Η ασχήμια της «Γκουέρνικα» αντανακλά την ασχήμια του πολέμου. Ορισμένοι κριτικοί τέχνης χρησιμοποιούν αυτή την εξήγηση ως δικαιολογία για την αποκρουστική μοντέρνα τέχνη από την οποία είμαστε περικυκλωμένοι. Είναι αλήθεια – όπως δείχνουν οι Ντανταϊστές και ο Πικάσο – ότι η τέχνη τείνει να αποτελεί έναν καθρέφτη της κοινωνίας. Η τέχνη δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από τη φιλοσοφία, την πολιτική, την ιστορία και τη θρησκεία. Αν η τέχνη μας είναι άσχημη, αυτό αποτελεί σύμπτωμα μιας βαθύτερης πολιτιστικής ασθένειας.

ZoomInImage
Η κλασική τέχνη απεικονίζει ιστορικά γεγονότα ευρείας εμβέλειας με το βλέμμα στραμμένο στην ανθρωπιά και την αξιοπρέπεια όλων των εμπλεκομένων. Άλμπρεχτ Άλτντορφερ, «Η μάχη του Μ. Αλεξάνδρου στην Ισσό» («Alexanderschlacht Schlacht bei Issus»), 1529. Alte Pinakothek, Μόναχο. (Public Domain)

 

Τα πολιτικά κινήματα και η αντιπολεμική αγωνία μπορεί να είναι δύο λόγοι για την ασχήμια της περισσότερης σύγχρονης τέχνης. Αλλά κάτω από τη βροχερή επιφάνεια της ριζοσπαστικής πολιτικής, καλλιτεχνικά κινήματα όπως ο Ντανταϊσμός περιέχουν πιο σκοτεινά βάθη: Δίνουν οπτική έκφραση σε μια μεταμοντέρνα φιλοσοφία του τίποτα, του μη όντος, της ανούσιας ζωής. Η θραύση των ανθρώπινων μορφών του Πικάσο εκφράζει τον κατακερματισμό του νοήματος και της τάξης που έχει βιώσει ο σύγχρονος άνθρωπος από τότε που απέρριψε τις παραδοσιακές έννοιες της αλήθειας.

Η κλασική τέχνη, από την άλλη πλευρά, είναι τακτοποιημένη, φωτεινή, κατανοητή, όμορφη και αρμονική γιατί κάποτε έτσι έβλεπε η ανθρωπότητα τον κόσμο. Αντίθετα, η σύγχρονη τέχνη αναδύεται από ένα πνεύμα απογοήτευσης και σκεπτικισμού για τον κόσμο. Ο ποιητής Μάθιου Άρνολντ διατυπώνει αυτή την ιδέα σε ένα ποίημα που σηματοδοτεί την αρχή της νεωτερικότητας:

Ο κόσμος, που μοιάζει να βρίσκεται / μπροστά μας σαν μια χώρα ονείρων / Τόσο διαφορετικός, τόσο όμορφος, τόσο νέος / Δεν έχει πραγματικά ούτε χαρά ούτε αγάπη ούτε φως / ούτε βεβαιότητα ούτε ειρήνη ούτε βοήθεια για τον πόνο. / Και βρισκόμαστε εδώ σαν σε μια σκοτεινή πεδιάδα  / σαρωμένη από συγκεχυμένους συναγερμούς αγώνα και φυγής / όπου αδαείς στρατοί συγκρούονται τη νύχτα.

Όπως η αρμονία, η τάξη και το νόημα σταδιακά πέθαναν και εξαφανίστηκαν από τις εικαστικές τέχνες τον 20ό αιώνα, δίνοντας τη θέση τους σε αφηρημένα, απροσδιόριστα σχήματα και εκρήξεις χρώματος, έτσι και η ποίηση σταδιακά διαμελίστηκε και επανήλθε σε κατακερματισμένη και άσκοπη ασυναρτησία. Ένας ντανταϊστής, ο Χιούγκο Μπωλ, έγραψε ένα ποίημα που αποτελείται εξ ολοκλήρου από ανούσιους, μπερδεμένους ήχους. Αυτό είναι το λογικό συμπέρασμα της απαισιοδοξίας που εξέφρασε ο Μάθιου Άρνολντ, η απαισιοδοξία ενός κόσμου που είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στο αντικειμενικό νόημα.

Η σύγχρονη τέχνη αντανακλά μια κουλτούρα που έχει απορρίψει αντικειμενικές ιδέες ομορφιάς και νοήματος, και από αυτή την άποψη είναι αληθινή. Μπορούμε να πούμε ότι είναι, τουλάχιστον, αυθεντική ή ίσως δικαιολογημένη. Ένας καλλιτέχνης πρέπει να λέει την αλήθεια για την εποχή του. Ωστόσο, είναι αυτός ο μοναδικός σκοπός της τέχνης; 

Ο βαθύτερος σκοπός της τέχνης

Είναι το να μαρτυρά την αλήθεια της στιγμής το μόνο που πρέπει να κάνει ένας καλλιτέχνης; Είναι η τέχνη απλώς κοινωνικός σχολιασμός και αντανάκλαση των κυρίαρχων τάσεων, φιλοσοφιών και ιστορικών γεγονότων; Όχι, σύμφωνα με τη δυτική παράδοση. Οι στοχαστές που ανατρέχουν στον Αριστοτέλη πίστευαν ότι η τέχνη μπορούσε και έπρεπε να εκφράζει κάτι διαχρονικό και υπερβατικό, που δεν συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη εποχή ή πολιτισμό.

ZoomInImage
Οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης ανέτρεχαν στους αρχαίους Έλληνες και την πίστη τους στην αντικειμενική πραγματικότητα, την αλήθεια και τον σκοπό. Ραφαήλ, «Η Σχολή των Αθηνών», περ. 1509–1511. Αποστολικό Παλάτι, Πόλη του Βατικανού, Ιταλία. (Public Domain)

Στο Δ΄Μέρος της «Ποιητικής» του, ο Αριστοτέλης διδάσκει ότι η τέχνη είναι μια μίμηση της πραγματικότητας που μας βοηθά να κατανοήσουμε την πραγματικότητα πιο βαθιά. Βλέπουμε καθολικές, αμετάβλητες αλήθειες μέσα από την απόδοση κάτι συγκεκριμένου. Στο «Only the Lover Sings: Art and Contemplation», ο φιλόσοφος Τζόζεφ Πάιπερ δίνει φωνή σε αυτή την πανάρχαια κατανόηση της τέχνης:

«Ο καθένας μπορεί να αναλογιστεί ανθρώπινες πράξεις και γεγονότα και έτσι να κοιτάξει στα ανεξιχνίαστα βάθη του πεπρωμένου και της ιστορίας. Ο καθένας μπορεί να απορροφηθεί ατενίζοντας ένα τριαντάφυλλο ή ένα ανθρώπινο πρόσωπο και έτσι να αγγίξει το μυστήριο της δημιουργίας. Όλοι, λοιπόν, συμμετέχουν στην αναζήτηση που εξάπτει πάντα τα μυαλά των μεγάλων φιλοσόφων, από την πολύ αρχή. Βλέπουμε ακόμη μια άλλη μορφή τέτοιας δραστηριότητας στις δημιουργίες του καλλιτέχνη, ο οποίος δεν στοχεύει τόσο στην παρουσίαση αντιγράφων της πραγματικότητας όσο μάλλον στο να κάνει ορατές και απτές σε λόγο, ήχο, χρώμα και πέτρα την αρχετυπική ουσία όλων των πραγμάτων, σύμφωνα με την προνομιακή του αντίληψη».

Κάποιοι μπορεί να αντιταχθούν ότι η «Γκουέρνικα» απεικονίζει μια παγκόσμια πραγματικότητα: την ασχήμια του πολέμου. Αυτό είναι αλήθεια ως ένα σημείο. Είναι όμως ο πόλεμος η βαθύτερη, η πιο αμετάβλητη πτυχή της πραγματικότητας;

ZoomInImage
Συμμετρία, ομορφιά και ιδεαλισμός συνδυάζονται σε αυτή την απεικόνιση του Ναπολέοντα. Ο βασιλιάς της Ισπανίας ανέθεσε το έργο «Ο Ναπολέων διασχίζει τις Άλπεις», το 1801, στον Γάλλο ζωγράφο Ζακ Λουί Νταβίντ. Μουσείο του Κάστρου της Μαλμαιζόν, Ρυέι-Μαλμαιζόν, Γαλλία. (Public Domain)

 

ZoomInImage
Αν και οι μάχες κοστίζουν ζωές, η τέχνη που τις απεικονίζει δεν χρειάζεται να είναι αποκρουστική ή φανταχτερή. Ιβάν Αϊβαζόφσκι, «Η ναυμαχία της Χίου», 1848. Εθνική Πινακοθήκη Αϊβαζόφσκι, Θεοδοσία, Κριμαία. (Public Domain)

 

Θυμηθείτε ότι ο κόσμος είχε πάντα πόλεμο (αν και όχι το ιδιαίτερα απάνθρωπο μεταβιομηχανικό είδος που αποτύπωσε ο Πικάσο), ωστόσο οι κλασικές καλλιτεχνικές απεικονίσεις του δεν ήταν άσχημες με τον τρόπο της «Γκουέρνικα» του Πικάσο. Ίσως αυτό οφείλεται στο ότι, στο παρελθόν, οι καλλιτέχνες μπορούσαν να δουν ένα συγκεκριμένο νόημα και σκοπό ακόμη και σε μεγάλες καταστροφές και βάσανα, όπως ο πόλεμος. Η εικόνα του Αινεία που εγκαταλείπει τη φλεγόμενη πόλη της Τροίας, έχοντας χάσει τη γυναίκα του και τα πάντα στον πόλεμο, στην «Αινειάδα» είναι τραγική, αλλά δεν είναι παράλογη ή χαοτική. Ο ποιητής Βιργίλιος είδε πέρα ​​από τα σκοτεινά και άσχημα εξωτερικά στοιχεία της σκηνής σε μια βαθύτερη, σταθερή αλήθεια.

Στο «Iris Exiled», ο Ντένις Κουίν λέει για την οπτική του Βιργιλίου: «Αυτή δεν είναι η τραγική οπτική, ωστόσο. Δεν υπάρχει η ιδέα μιας κακής μοίρας, αλλά, αντίθετα, η ιδέα ενός καλοήθους πεπρωμένου. … Μπορεί τα χειρότερα πράγματα —η απώλεια των καλύτερων πραγμάτων, η απώλεια των πάντων— να είναι για το καλύτερο. Αν δεν είχε πέσει η Τροία, δεν θα υπήρχε η Ρώμη». Μια άποψη του κόσμου που μπορεί να βρει νόημα ακόμα και στα βάσανα θα αντανακλάται στην τέχνη που συντίθεται με αρμονία, αναλογία, τάξη, συμμετρία — δηλαδή ομορφιά — ανεξάρτητα από το θέμα.

Ποια συνιστά, λοιπόν, μια πιο αληθινή εικόνα του κόσμου; Η Γκουέρνικα ή η Αινειάδα; Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί αυτή η ερώτηση. Ίσως και οι δύο έχουν στοιχεία αλήθειας. Αλλά η τελική τους στάση απέναντι στην πραγματικότητα μοιάζει αντίθετη. Είναι τελικά ο κόσμος «μια σκοτεινή πεδιάδα/ σαρωμένη από συγκεχυμένους συναγερμούς αγώνα» ή «όλα τα πράγματα σε έναν ενιαίο τόμο δεσμεύονται από Αγάπη/ της οποίας το σύμπαν είναι τα διάσπαρτα φύλλα», όπως βεβαιώνε ο Δάντης τον Μεσαίωνα; Η άποψη του Άρνολντ είναι ότι ζούμε σε ένα είδος σκοτεινού εφιάλτη, με μόνο περιστασιακά και μισοπλασματικά φώτα, σαν πεφταστέρια. Η άποψη του Δάντη μας παραπέμπει στο απαύγασμα του ουρανού και της γης, υποδηλώνοντας ότι οι σκιές που βλέπουμε είναι μόνο το φυσικό αποτέλεσμα της εξαιρετικής φωτεινότητας της ύπαρξης.

ZoomInImage
Ο μεγάλος Λατίνος ποιητής Βιργίλιος κρατά την «Αινειάδα» πλαισιωμένος από τις Μούσες Κλειώ (Ιστορία) και Μελπομένη (Τραγωδία). Το μωσαϊκό του 3ου αιώνα μ.Χ. ανακαλύφθηκε στο ζούσε της Τυνησίας. Μουσείο Μπαρντό στην Τύνιδα, Τυνησία. (Public Domain)

 

Του Walker Larson

Επιμέλεια: Βαλεντίνα Λισάκ & Αλία Ζάε

 

Βλέποντας τον κόσμο ξανά, μέσα από τα μάτια της ποίησης

Μεγάλη ζημιά γίνεται από τη λανθασμένη αντίληψη της ποίησης ως κάτι ελιτίστικο, απρόσιτο, ακαδημαϊκό , κατάλληλο μόνο για μυημένους. Η ποίηση είναι για όλους, για τον λεγόμενο «κοινό άνθρωπο», όχι μόνο για τον μελετητή. Η ποίηση είναι ένας μεγεθυντικός φακός μέσω του οποίου βλέπουμε το γρασίδι κάτω από τα πόδια μας και ένα τηλεσκόπιο μέσω του οποίου βλέπουμε τα αστέρια πάνω από το κεφάλι μας. Η ποίηση οξύνει την όρασή μας για να μπορέσουμε να διεισδύσουμε στο θαύμα του πραγματικού, στο οποίο συχνά εθελοτυφλούμε.

Όπως αναφέρει ο καθηγητής λογοτεχνίας Τζον Σήνιορ στο «John Senior and the Restoration of Realism» («Ο Τζον Σήνιορ και η αποκατάσταση του ρεαλισμού») του Φρ. Μπέθελ, «Ο ποιητής είναι ο άνθρωπος που λέει “Κοιτάξτε! Κοιτάξτε! Δεν το έχετε ξαναδεί αυτό”. Και αν τον ακολουθήσετε, θα δείτε πολύ περισσότερα από όσα θα είχατε δει από μόνοι σας. Με αυτόν τον τρόπο, διευρύνετε την ικανότητά σας να βιώνετε τον κόσμο, δηλαδή να ζείτε».

Αυτή είναι η κλήση του ποιητή: να βλέπει αυτό που υπάρχει πραγματικά, σε όλη την ομορφιά και το μυστήριο του, και να βοηθά και τους άλλους να βλέπουν, ώστε να ζουν πιο ολοκληρωμένα.

Γιατί, όμως, χρειαζόμαστε τη βοήθεια του ποιητή για να δούμε;  Υπάρχουν πολλές απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, αλλά μια από τις σημαντικότερες είναι η παλιά παροιμία που λέει: «Η εξοικείωση γεννά περιφρόνηση». Η τριβή με τα καθημερινά θαύματα — όσο εκπληκτικά κι αν είναι — τείνει να αφανίζει την αντίληψή μας για αυτά. Πέφτουμε σε μια ρουτίνα. Κοιτάζουμε, αλλά δεν βλέπουμε πια.

Ποιητικά Θαύματα

Ο ποιητής και κληρικός της Αναγέννησης Τζον Νταν [John Donne, 1572-1631] εξήγησε την ιδέα των απονεκρωμένων αισθήσεών μας σε σχέση με τα θαύματα του φυσικού κόσμου ως εξής: «Δεν υπάρχει τίποτα που να έχει καθιερώσει ο Θεός σε μια σταθερή πορεία της φύσης,  και το οποίο επομένως γίνεται καθημερινά, που δεν θα φαινόταν σαν θαύμα, θαμπώνοντάς μας, αν γινόταν μόνο μια φορά», παρατήρησε σε ένα κήρυγμα του Πάσχα το 1627. Φανταστείτε να μην είχε βρέξει ποτέ, και μια μέρα ξαφνικά να άνοιγαν οι ουρανοί. Μεγάλα πλήθη θα συγκεντρώνονταν στους δρόμους, στρέφοντας τα αστραφτερά και κατάπληκτα πρόσωπά τους στον ουρανό με έκσταση. Πώς γίνεται να πέφτει νερό από ψηλά;!

Το ίδιο συμβαίνει και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Σκεφτείτε το θαύμα της απόκτησης ενός παιδιού. Όταν κρατάτε για πρώτη φορά το νεογέννητο στην αγκαλιά σας, αισθάνεστε ένα εντελώς νέο σύνολο νεύρων να ζωντανεύουν μέσα σας, νέα κανάλια να ανοίγονται μέσα στην καρδιά σας. Βλέπετε το παιδί ως το θαύμα που είναι. Αλλά καθώς περνούν τα χρόνια και το παιδί μεγαλώνει, αυτή η αρχική εντύπωση εξασθενεί — μέχρι που έρχεται μια από εκείνες τις σπάνιες στιγμές που το βλέμμα του παιδιού σας συναντά το δικό σας, τα μαλλιά του φέγγουν στο απογευματινό φως του ήλιου, τα άκρα του λάμπουν χρυσά και, τότε, βλέπετε ξανά αυτό που είχατε δει παλιά. Γνωρίζετε και πάλι αυτό που είχατε γνωρίσει πριν. Το θαύμα δεν έχει εξαφανιστεί — στην πραγματικότητα, έχει μεγαλώσει. Απλά το είχατε ξεχάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.

"The First Caress," 1866, by William-Adolphe Bouguereau. Oil on canvas. Lyndhurst, New York. (Public Domain)
Ουιλιάμ-Αντόλφ Μπουγκερώ, «Το πρώτο χάδι», 1866. Λάδι σε καμβά. Lyndhurst, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Μελέτη ενός ποιήματος

Η ποίηση κάνει τέτοιες στιγμές πιο συχνές. Στο ποίημά του, «Εκείνες οι κυριακές του χειμώνα», ο ποιητής Ρόμπερτ Χέιντεν διαλύει την ομίχλη ημών και των δώρων των πατεράδων και της πατρότητας:

Ακόμα και τις Κυριακές θα σηκωνόταν ο πατέρας μου νωρίς

Και θα ντυνότανε μέσα στο μαύρο κρύο,

Κι ύστερα, με χέρια ταλαιπωρημένα,

Που πόναγαν από τον μόχθο τον καθημερινό,

Άναβε μια λαμπερή φωτιά. Ποτέ δεν άκουσε ένα ευχαριστώ.

 

Ξυπνούσα κι άκουγα να σκάει το κρύο, να σπάει.

Όταν τα δωμάτια ήτανε πια ζεστά, θα φώναζε,

Κι εγώ αργά θα σηκωνόμουν να ντυθώ,

Φοβούμενος τους χρόνιους θυμούς εκείνου του σπιτιού,

 

Αδιάφορα μιλώντας σε εκείνον,

Που ’χε το κρύο αποδιώξει

Και τα καλά παπούτσια μου είχε γυαλίσει επίσης.

Τι ήξερα, τι ήξερα εγώ,

Για της αγάπης τους απλούς, μοναχικούς της τρόπους; [1]

 

Δεν μπορούμε να διαβάσουμε αυτό το ποίημα χωρίς να σκεφτούμε τον πατέρα μας και όλα όσα έχει κάνει για εμάς. Ίσως παρακινηθούμε να σκεφτούμε και την αχαριστία μας. Ακόμα, μικρά συνηθισμένα πράγματα όπως τα ταλαιπωρημένα χέρια, η φωτιά και τα παλιά παπούτσια αποκτούν βαθύτερη σημασία μετά την ανάγνωση του ποιήματος.

"Young Love's Shivering Limbs the Embers Warm," from the four works on the "Story of Anacreon," circa 1899, by Jean-Léon Gérôme. Oil on canvas. Private collection. (Public Domain)
Ζαν-Λεόν Ζερόμ, «Η φωτιά ζεσταίνει τα τρεμάμενα μέλη της νεαρής αγάπης». Από τα τέσσερα έργα για την «Ιστορία του Ανακρέοντα», περ. 1899. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Μπορούμε να συγκρίνουμε ένα ποίημα με μια κάμερα ή με έναν καθρέφτη τοποθετημένο σε ένα ασυνήθιστο μέρος. Παρέχει μια νέα οπτική γωνία του ίδιου, οικείου αντικείμενο, έτσι ώστε εκείνο να ξαναγίνει νέο και παράξενο.
«Η ποίηση σηκώνει το πέπλο από την κρυμμένη ομορφιά του κόσμου και κάνει τα οικεία αντικείμενα να είναι σαν να μην ήταν οικεία», γράφει ο ρομαντικός ποιητής Πέρσυ Σέλλεϋ [Percy Shelley, 1792-1822] στο « A Defense of Poetry». Μετατοπίζοντας τη γωνία του θέματος, ο ποιητής αποκαλύπτει την ουσία του. Μετά από την επαφή με ένα σπουδαίο έργο τέχνης δεν είναι ότι τα πράγματα του κόσμου έχουν αλλάξει – έχει αλλάξει, όμως, το βάθος της κατανόησής μας γι’ αυτά.

Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί τη δύναμη της όρασής του για να μας δείξει αυτό που έχουμε δει χιλιάδες φορές στο παρελθόν σαν να ήταν για πρώτη φορά — με όλη τη συγκίνηση και την κατάπληξη που συνοδεύει την πρώτη ματιά. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε την ποίηση. Ο άνθρωπος που δεν ανανεώνεται ποτέ από την τέχνη κινδυνεύει να χάσει πολλά, ίσως μάλιστα τα χάσει όλα. Τι είναι η ζωή αν δεν βλέπουμε πραγματικά, αν μας τυφλώνει η δουλειά και η ρουτίνα;

Όπως έγραψε ο βικτωριανός ποιητής Τζέραρντ Μάνλεϋ Χόπκινς [Gerard Manley Hopkins, 1844-1889] : «Γενιές έχουν βαδίσει, έχουν βαδίσει, έχουν βαδίσει/ Κι όλα έχουν καψαλιστεί απ’ το εμπόριο. Έχουν θολώσει, λερωθεί από τον μόχθο/ Και φορά τη μουντζούρα του ανθρώπου και μοιράζεται τη μυρωδιά του ανθρώπου: το χώμα/ Είναι γυμνό τώρα, ούτε το πόδι αισθάνεται, είναι πεταλωμένο» [2]. Η ρουτίνα κάνει μερικές φορές την ανθρωπότητα να αγνοεί τη λάμψη της καθημερινότητας.

Αλλά ο Χόπκινς συνεχίζει: «Και για όλα αυτά, η φύση δεν ξοδεύεται ποτέ/ Μέσα στα πράγματα βαθιά ζει η πιο αγαπημένη φρεσκάδα / Κι αν και τα τελευταία φώτα στη μαύρη Δύση σβήσαν/ Ω, το πρωινό, στο καφέ χείλος της ανατολής, φυτρώνει…»

Υπάρχουμε εμείς, υπάρχει και ο κόσμος. Ο κόσμος είναι φωτεινός. Είναι τα μάτια μας που, κατά καιρούς, είναι σκοτεινά, κουρασμένα, μισόκλειστα  από τη νύστα. Μέχρι που κάποιος — ένας ποιητής — μάς ξυπνά.

Calliope, Muse of Epic Poetry, 1798. Charles Meynier. Oil on canvas. The Cleveland Museum of Art, Severance and Greta Millikin Purchase Fund. (Public Domain)
Σαρλ Μενιέ, «Καλλιόπη, Μούσα της επικής ποίησης», 1798. Λάδι σε καμβά. The Cleveland Museum of Art, Severance και Greta Millikin Purchase Fund. (Public Domain)

 

Του Walker Larson

Επιμέλεια: Βαλεντίνα Λισάκ & Αλία Ζάε

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Μετάφραση ποιήματος: Αλία Ζάε

Those Winter Sundays 

by Robert Hayden

Sundays too my father got up early

and put his clothes on in the blueblack cold,

then with cracked hands that ached

from labor in the weekday weather made

banked fires blaze. No one ever thanked him.

 

I’d wake and hear the cold splintering, breaking.

When the rooms were warm, he’d call,

and slowly I would rise and dress,

fearing the chronic angers of that house,

 

Speaking indifferently to him,

who had driven out the cold

and polished my good shoes as well.

What did I know, what did I know

of love’s austere and lonely offices?

2. Μετάφραση ποιήματος: Αλία Ζάε

God’s Grandeur 

by Gerard Manley Hopkins
The world is charged with the grandeur of God.
    It will flame out, like shining from shook foil;
    It gathers to a greatness, like the ooze of oil
Crushed. Why do men then now not reck his rod?
Generations have trod, have trod, have trod;
    And all is seared with trade; bleared, smeared with toil;
    And wears man’s smudge and shares man’s smell: the soil
Is bare now, nor can foot feel, being shod.
And for all this, nature is never spent;
    There lives the dearest freshness deep down things;
And though the last lights off the black West went
    Oh, morning, at the brown brink eastward, springs —
Because the Holy Ghost over the bent
    World broods with warm breast and with ah! bright wings.

Τέννυσον: Οι άντρες, οι γυναίκες και ο γάμος στα «Ειδύλλια του Βασιλιά»

Η κοινωνία, προς όφελος ή εις βάρος της, περιστρέφεται γύρω από τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών όπως η πόρτα στους μεντεσέδες της.

Στο μεγάλο αφηγηματικό ποίημά του «Ειδύλλια του βασιλιά», το οποίο αποτελεί μια διασκευασμένη εξιστόρηση των θρύλων γύρω από τον βασιλιά Αρθούρο, ο μεγάλος βικτωριανός ποιητής Άλφρεντ, Λόρδος Τέννυσον διερευνά αυτή τη σχέση από διάφορες οπτικές γωνίες. Αν και διαδραματίζονται στη θρυλική, ομιχλώδη ηρωική εποχή της Βρετανίας, οι ιστορίες που αφηγείται ο Τέννυσον περιέχουν θησαυρούς μεγάλης σοφίας και ομορφιάς, που είναι άκρως κατάλληλες για τον σύγχρονο αναγνώστη.

Με εξαίσιους και γεμάτους θαύματα στίχους, ο Τέννυσον δραματοποιεί οικουμενικές πραγματικότητες σχετικά με το πώς οι άνδρες και οι γυναίκες σχετίζονται μεταξύ τους, ιδίως στον γάμο, και πώς η φύση αυτών των σχέσεων επιφέρει είτε την πλήρη άνθηση της ανθρώπινης ζωής είτε την πλήρη διάλυση της κοινωνίας, ανάλογα με τις αρετές που ασκούνται ή παραμελούνται εντός τους.

Πατέρες και κόρες, μητέρες και γιοι

Στις δύο πρώτες ενότητες του ποιήματός του, ο Τέννυσον περιγράφει δύο πολύ διαφορετικά ζευγάρια γονέων-παιδιών.

Στον «Ερχομό του Αρθούρου», διαβάζουμε για την πρώτη συνάντηση του Αρθούρου με την Γκουίνεβιρ. Καθώς περνούσε κάτω από τις επάλξεις του κάστρου της, «ένιωσε το φως των ματιών της τη ζωή του / να χτυπάει ξαφνικά». Και η ζωή του άλλαξε για πάντα. Ονειρεύεται να την πάρει ως βασίλισσά του για να τον βοηθήσει στο όραμά του να φέρει την τάξη, την ιπποσύνη και την ευγένεια σε έναν θυελλώδη και βάρβαρο κόσμο.

"Queen Guinevere's Maying," 1900, by John Collier. Oil on canvas. Cartwright Hall Art Gallery, Bradford, England. (Public Domain)
Τζον Κόλλιερ, «H βασίλισσα Γκουίνεβιρ γιορτάζει την Πρωτομαγιά», 1900. Λάδι σε καμβά. Cartwright Hall Art Gallery, Μπράντφορντ, Αγγλία. (Public Domain)

 

Έτσι, ζητάει από τον πατέρα της το χέρι της. Ο βασιλιάς Ληοντόγκραν, ο πατέρας της Γκουίνεβιρ, βλέπει στην κόρη του τη «μοναδική του απόλαυση». Έτσι, καθυστερεί την απάντησή του, όπως πρέπει να κάνει ένας καλός πατέρας, προσπαθώντας να μάθει ό,τι μπορεί για τον Αρθούρο και για το αν θα ήταν κατάλληλος σύζυγος για το παιδί του. Η καταγωγή του Αρθούρου περιβάλλεται από μυστήριο, ωστόσο όλες οι μαρτυρίες τον δείχνουν ως τον ευγενέστερο άνθρωπο και ο Ληοντόγκραν τελικά συναινεί.

Ο ερχομός της Γκουίνεβιρ στο θρόνο θέτει σε κίνηση τόσο την άνοδο όσο και την πτώση του βασιλείου του Αρθούρου και του οράματός του.

Ο επόμενος γονέας που παρουσιάζεται στο ποίημα, η μητέρα του Σερ Γκάρεθ, δείχνει λιγότερη σοφία από τον Ληοντόγκραν. Ο Γκάρεθ έχει φτάσει στον προθάλαμο της ανδρικής ηλικίας και λαχταρά να ενταχθεί στην αυλή του Αρθούρου και να κάνει μεγάλα έργα. Όμως η μητέρα του, η Μπέλισεντ, θέλει να τον κρατήσει στο σπίτι.

Αναγνωρίζουμε αμέσως σε αυτήν έναν τύπο γονέα που εξακολουθεί να υπάρχει στις μέρες μας και χωρίς αμφιβολία θα υπάρχει δια παντός: την υπερπροστατευτική μητέρα. Η Μπέλισεντ προσπαθεί να πείσει τον γιο της ότι αντί να ρισκάρει τη ζωή του στη μάχη ή σε αποστολές για τον Αρθούρο, είναι καλύτερα να πάει για κυνήγι. Και μάλιστα θα του βρει και μία «νύφη πλούσια και ωραία».

"A Little Prince Likely in Time to Bless a Royal Throne (or Vox Populi)," 1904, Edmund Leighton. Oil on canvas. Private Collection. (Public Domain)
Έντμουντ Λέιτον, «Ένας μικρός πρίγκιπας που θα ευλογήσει εγκαίρως έναν βασιλικό θρόνο (ή Vox Populi)», 1904. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι αν ο Γκάρεθ πρόκειται να γίνει άντρας, δεν μπορεί να παραμείνει «άνετος”, επιτρέποντας στη μητέρα του να κανονίζει τα πάντα γι’ αυτόν. Και το ξέρει.

Ανδρας έχω γίνει, ανδρική δουλειά πρέπει να κάνω. Να ακολουθήσω το ελάφι; Να ακολουθήσω τον Χριστό, τον Βασιλιά, Να ζήσω αγνά, να μιλώ αληθινά, να διορθώσω το λάθος, να ακολουθήσω τον Βασιλιά – Αλλιώς, γιατί γεννήθηκα;

Το να γίνεις άντρας και να κάνεις την δουλειά ενός άντρα εμπεριέχει κινδύνους, είναι αλήθεια. Αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να πάει μια ζωή χαμένη. Η άστοχη μητρική φροντίδα της Μπέλισεντ κοντεύει να πνίξει τον ανδρισμό του Γκάρεθ. Τελικά, όμως, η μητέρα το καταλαβαίνει αυτό.

Σύζυγοι

"Sir Launcelot and Queen Guinevere," 1861–1868, by James Archer. Oil on canvas. Private collection. (Public Domain)
Τζέημς Άρτσερ, «Σερ Λάνσελοτ και βασίλισσα Γκουίνεβιρ», 1861-1868. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Η απιστία της Γκουίνεβιρ προς τον Αρθούρο διατρέχει σαν δηλητήριο τις φλέβες όλων των ιστοριών των «Ειδυλλίων του Βασιλιά». Οι ψίθυροι της ντροπής της Γκουίνεβιρ και του Λάνσελοτ αρχίζουν να αντηχούν στους διαδρόμους του Κάμελοτ, φήμες που αποτελούν την πρώτη ρωγμή στο οικοδόμημα της τάξης και του πολιτισμού που ο Αρθούρος έχτιζε μια ζωή. Κατά τη διάρκεια του ποιήματος, αυτή η ρωγμή θα διευρυνθεί, ανοίγοντας την πόρτα σε περισσότερα κακά, προδοσίες, υποψίες, απιστίες και, τελικά, στην κατάρρευση του βασιλείου.

Στο «Γκεράιντ και Ήνιντ», οι φήμες για την Γκουίνεβιρ και τον Λάνσελοτ καταλήγουν να απειλούν έναν άλλο γάμο.

Ο σερ Γκεράιντ, ένας από τους ιππότες του Αρθούρου, και η σύζυγός του Ήνιντ είναι αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον με πάθος – μέχρι που η φιλία της Ήνιντ με την Γκουίνεβιρ κάνει τον Γκεράιντ να υποψιάζεται ότι μπορεί να έχει υποπέσει στο ίδιο σφάλμα με τη βασίλισσα.

Η αβάσιμη ζήλια του, η θλίψη και ο θυμός του, τον κάνουν να παραμελεί τα καθήκοντά του και την επιδίωξη της τιμής, μια συμπεριφορά που ο Τέννυσον αποκαλεί «θηλυπρέπεια». Στη συνέχεια, αναγκάζει την Ήνιντ να τον συνοδεύσει στο δάσος φορώντας το χειρότερο φόρεμά της, με την εντολή να μην του μιλήσει σε καμία περίπτωση. Η Ήνιντ, που παραμένει διορατική και συγκεντρωμένη στο καλό του συζύγου της, παλεύει ανάμεσα στο να υπακούσει στην εντολή του και στο να σπάσει τη σιωπή για να προειδοποιήσει τον σύζυγό της για τους ληστές που παραμονεύουν μπροστά τους. Ο Γκεράιντ, αποτραβηγμένος στον εαυτό του, αγνοεί τους κινδύνους του δρόμου. Φυσικά, η Ήνιντ τον προειδοποιεί εγκαίρως για να σώσει τη ζωή του (και τη δική της), αλλά δέχεται ελάχιστες ευχαριστίες γι’ αυτό.

"Enid and Geraint," 1907, by Rowland Wheelwright. Oil on canvas. (Art Renewal Center)
Ρόουλαντ Γουίλραϊτ: «Ήντιντ και Γκεράιντ», 1907. Λάδι σε καμβά. (Κέντρο Ανανέωσης Τέχνης/Art Renewal Center)

 

Πολλές φορές, ο Γκεράιντ παραλίγο να ξεσπάσει και να εκφράσει το παράπονό του στην Ήνιντ. Αλλά δεν το κάνει, τα κρατάει όλα μέσα του και η ψυχολογική τους απόσταση μεγαλώνει, κάτι που εκδηλώνεται με απτό τρόπο όταν την αναγκάζει να πηγαίνει μπροστά του και όχι στο πλευρό του. Οι εικόνες του Τέννυσον είναι τέλειες εδώ: το ζευγάρι ιππεύει χωριστά μέσα σε επικίνδυνα εδάφη, διακινδυνεύοντας τη ζωή και των δύο. Παρομοίως, ο γάμος είναι ένα ταξίδι μέσα από τα «επικίνδυνα μονοπάτια» της ζωής και αν οι σύζυγοι είναι διχασμένοι και χωρισμένοι, ο κόσμος μπορεί εύκολα να τους συντρίψει.

Η Ήνιντ θα μπορούσε να είχε διαλύσει τις αμφιβολίες του Γκεράιντ στη στιγμή, αλλά εκείνος αρνείται να της ανοιχτεί. Στο τέλος, ο Γκεράιντ συνέρχεται και επιστρέφει σε εκείνη, αλλά θα πρέπει να διαβάσετε το ποίημα για να μάθετε πώς.

Όταν ο σύζυγος και η σύζυγος είναι ενωμένοι στην κοινή επιδίωξη της καλοσύνης και της αλήθειας, ούτε όλοι οι πειρασμοί και οι τρικυμίες της ζωής δεν μπορούν να τους νικήσουν. Αντιθέτως, θα είναι εκείνοι που, έστω και με κάποιο μικρό τρόπο, θα κατακτήσουν τον κόσμο. Έτσι, ο Τέννυσον βάζει τον βάρδο να τραγουδήσει για τον Αρθούρο:

Κι αν έβρισκε / Μια γυναίκα στη γυναικεία της φύση τόσο σπουδαία / Όσο ήταν αυτός στην ανδρική του φύση, τότε … Οι δυο μαζί τον κόσμο θα μπορούσαν να αλλάξουν.

Ο ίδιος ο Αρθούρος, όταν συναντά για πρώτη φορά τη μελλοντική του βασίλισσα, αναλογίζεται την αδυναμία του να ολοκληρώσει μόνος του το ευγενές όραμά του για τη ζωή και το βασίλειό του:

Εάν μαζί της / Δεν ενωθώ, που είναι η ωραιότερη κάτω από τον ουρανό, φαίνομαι σαν ένα τίποτα στον πανίσχυρο κόσμο / Και δεν μπορώ να θελήσω το θέλημά μου, ούτε να κάνω το έργο μου / Ολοκληρωτικά, ούτε να γίνω νικητής και άρχοντας στο δικό μου βασίλειο.

Αλλά ονειρεύεται τη δόξα που θα αποκτούσε αν παντρευόταν μαζί της:

Αλλά αν ήμουν ενωμένος μαζί της / Τότε θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί σαν μια ζωή / Και βασιλεύοντας με μια θέληση σε όλα, / Να έχουμε δύναμη σε αυτή τη σκοτεινή τη γη να τη φωτίσουμε / Και δύναμη σε αυτό τον κόσμο τον νεκρό για να τον κάνουμε να ζήσει.

Οι δυνατότητες του γάμου

Αυτό που περιγράφει εδώ ο Τέννυσον είναι, υπό μία έννοια, το δυναμικό κάθε γάμου. Μπορεί να μην είμαστε όλοι βασιλιάδες και βασίλισσες, αλλά είμαστε όλοι βασιλιάδες και βασίλισσες των σπιτιών μας, της μικρής μας γωνιάς του κόσμου. Και αν ένα κοινό όραμα ενώνει τους δύο συζύγους, έχουν τη δύναμη να μεταμορφώσουν αυτό τον κόσμο με τρόπους που ίσως ούτε οι ίδιοι δεν μπορούν να φανταστούν.

Φυσικά, η μεγάλη τραγωδία της ιστορίας του Αρθούρου είναι ότι η Γκουίνεβιρ πέφτει. Και με την πτώση της, ματαιώνει τις μεγαλειώδεις δυνατότητες που είχε η σχέση τους. Όταν η σχέση της με τον Λάνσελοτ γίνεται γεγονός αδιαμφισβήτητο, κλονίζει το βασίλειο μέχρι τον πυρήνα του, διχάζει τους ιππότες και δίνει την ευκαιρία στον Μόρντρεντ να προσπαθήσει να ανατρέψει τον Αρθούρο.

Σε αυτή την ιστορία, μπορούμε να διακρίνουμε μια διαχρονική αλληγορία, που μας λέει ότι όταν το βασικό δομικό στοιχείο του πολιτισμού, ο γάμος, καταρρέει, τότε ολόκληρη η κοινωνία αναπόφευκτα θα καταρρεύσει επίσης.

Συντετριμμένος και έτοιμος να βαδίσει στην τελευταία του μάχη, ο Αρθούρος λέει στη βασίλισσά του:

Δεν έκανες τη ζωή μου τόσο γλυκιά για μένα, / Ώστε εγώ ο βασιλιάς να νοιάζομαι πολύ να ζήσω, / Γιατί εσύ χάλασες τον σκοπό της ζωής μου.

Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά, ο Αρθούρος την αγαπά μέχρι το τέλος και η Γκουίνεβιρ μαθαίνει και αυτή – πολύ αργά – να αγαπά τον Αρθούρο.

Στον αποχαιρετισμό του προς τη Γκουίνεβιρ, ο Αρθούρος περιγράφει για άλλη μια φορά τον έντιμο ιπποτικό του κώδικα και τονίζει τη μεγάλη δύναμη που έχει μια γυναίκα να εμπνέει σε έναν άντρα την αγάπη για υψηλά ιδανικά και αντρικά επιτεύγματα:

Έβαλα [τους ιππότες] να βάλουν τα χέρια τους στα δικά μου και να ορκιστούν / Να σέβονται τον βασιλιά, σαν να ήταν η συνείδησή τους, και τη συνείδησή τους σαν τον βασιλιά τους, / Να συντρίβουν τους ειδωλολάτρες και να υποστηρίζουν τον Χριστό, / Να ιππεύουν μέχρι μακριά αποκαθιστώντας ανθρώπινες αδικίες, / Να μη λένε συκοφαντίες, όχι, ούτε να τις ακούνε, / Να τιμούν τον δικό τους λόγο σαν να ήταν του Θεού τους, / Να ζουν γλυκές ζωές με την αγνότερη αγνότητα, / Να αγαπούν μόνο μια κοπέλα, να προσκολλώνται σε αυτήν / Και να τη λατρεύουν με χρόνια ευγενών πράξεων / Μέχρι να την κερδίσουν, γιατί πράγματι δεν ήξερα / Κανέναν καλύτερο δάσκαλο κάτω από τον ουρανό από το κοριτσίστικο πάθος μιας κοπέλας, / Όχι μόνο για να κρατάει χαμηλά την ευτέλεια στον άντρα, αλλά και για να διδάσκει την υψηλή σκέψη και τα ευγενικά λόγια / Και την ευγένεια και την επιθυμία της φήμης / Και την αγάπη για την αλήθεια και όλα όσα κάνουν τον άντρα.

Του Walker Larson

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Η αξία της μυθολογίας και οι συνέπειες της έλλειψής της

Υπάρχουν καθόλου κοινά στοιχεία ανάμεσα στον Ποσειδώνα και τον Πωλ Μπάνυαν, μυθολογικό ήρωα της αμερικανικής κουλτούρας;

Εκτός από μια εντυπωσιακή γενειάδα, αξιόλογη σωματική διάπλαση, από ένα μπλε ζώο – συνοδό  (ένα δελφίνι και ένα βόδι αντίστοιχα) και από ένα αιχμηρό όπλο ή εργαλείο (μια τρίαινα και ένα τσεκούρι), οι δύο αυτές μυθολογικές μορφές και αυτά που εκφράζουν διαφέρουν  σε θεμελιώδες επίπεδο.

Άγαλμα του Πωλ Μπάνυαν στο Μαγεμένο Δάσος, στο Ολντ Φορτζ της Νέας Υόρκης. Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου. (Public Domain)

 

Τι είναι η μυθολογία;

Η λέξη «μυθολογία» παρουσιάζει μια δυσκολία. Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, και αυτοί οι διάφοροι ορισμοί επικαλύπτονται σε κάποιο βαθμό, θολώνοντας περαιτέρω τα νερά. Η λέξη «μυθολογία μπορεί να αναφέρεται σε λαϊκά παραμύθια και μύθους ή σε απλές παράξενες ιστορίες που αναπτύσσονται σε έναν συγκεκριμένο χρόνο και τόπο.

Μερικές φορές η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις ιστορίες ενός πολιτισμού για την προέλευση ή την ίδρυσή του. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια συνολική αφήγηση που καθοδηγεί μια κοινωνία, όπως ο μύθος της προόδου. Σήμερα, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει, απλώς, κάτι μη αληθινό.

Τέλος, η μυθολογία μπορεί να σημαίνει τη χρήση της αφήγησης και της ποίησης για την ανακάλυψη και τη διερεύνηση βασικών μυστηρίων της ζωής και την πρόσβαση σε αλήθειες που δεν μπορούν να εκφραστούν σωστά με άλλα, πιο ορθολογιστικά μέσα.

Ο Διαφωτισμός και η ίδρυση της Αμερικής

Αυτός ο τελευταίος ορισμός της μυθολογίας – ένα σύνολο ιστοριών μέσω των οποίων ένας λαός αποκτά πρόσβαση σε αλήθειες, οι οποίες μεταφέρονται από γενιά σε γενιά – είναι η μυθολογία με την αρχαιότερη, βαθύτερη έννοια της. Και είναι αυτό που η Αμερική, μαζί με άλλες νεότερες χώρες, στερείται σε μεγάλο βαθμό.

Είναι αλήθεια ότι η Αμερική έχει ορισμένους μύθους γύρω από την ίδρυσή της ή τις ημέρες των πρώτων αποίκων ή την Άγρια Δύση. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η Αμερική συνεχίζει να καθοδηγείται από μύθους με την έννοια των μεγάλων αφηγήσεων που διαμορφώνουν τον πολιτισμό μας. Αλλά όλα αυτά εμπίπτουν σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε δευτερεύουσες μυθολογικές κατηγορίες. Η Αμερική δεν διαθέτει ένα σώμα μυθολογίας με την πρωτογενή έννοια, το είδος της μυθολογίας που διαθέτει η Ελλάδα ή η Ρώμη ή η Σκανδιναβία.

Paul Bunyan and Other Tales
Εξώφυλλο του βιβλίου «Tall Tales of America», 1958, με εικονογράφηση του Αλ Σμιτ. (Guild Press, Inc.)

 

Γιατί συμβαίνει αυτό; Εν μέρει, επειδή η Αμερική είναι μια σύγχρονη χώρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν μετά την Επιστημονική Επανάσταση και τον Διαφωτισμό και επηρεάστηκαν έντονα και από τα δύο. Η διαφωτιστική σκέψη συχνά παραγνωρίζει τα ποιητικά, μυθολογικά ή θρησκευτικά μέσα ως οδηγούς για την αλήθεια. Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Φιλοσοφίας του Στάνφορντ, «οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού … τείνουν να έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στις διανοητικές δυνάμεις της ανθρωπότητας, τόσο για την επίτευξη συστηματικής γνώσης της φύσης όσο και για να χρησιμεύσουν ως έγκυρος οδηγός στην πρακτική ζωή. Αυτή η εμπιστοσύνη συνδυάζεται γενικά με καχυποψία ή εχθρότητα απέναντι σε άλλες μορφές ή φορείς εξουσίας (όπως η παράδοση, η δεισιδαιμονία, η προκατάληψη, ο μύθος και τα θαύματα).»

Η έμφαση που έδωσε ο Διαφωτισμός στην ορθολογική και επιστημονική γνώση δεν επέτρεψε να αναπτυχθούν οι πιο μυστικιστικοί τρόποι γνώσης, περιλαμβανομένης της ποίησης και του μύθου. Ως κληρονόμοι αυτού του νέου τρόπου σκέψης, οι Αμερικανοί δεν έχουν πρόσβαση στο μυστικιστικό πνεύμα από το οποίο επωφελούνται παλαιότεροι πολιτισμοί, όπως ο ελληνικός, ο ρωμαϊκός και ο σκανδιναβικός. Η μυθολογία δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε μια κοινωνία που διαπνέεται από τη διαφωτιστική σκέψη.

Allegory of the sciences, Minerva and Chronos protecting the sciences against envy and ignorance
«Αλληγορία των επιστημών: η Αθηνά και ο Χρόνος προστατεύουν τις επιστήμες από τον Φθόνο και την Άγνοια» του Γιάκομπ Γιόρντενς (Jacob Jordaens), 1614-1616. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Αν και η μυθολογία μπορεί να μην είναι αληθινή με την κυριολεκτική έννοια, εντούτοις εκφράζει ορισμένες διαχρονικές και οικουμενικές αλήθειες με έναν συναρπαστικό τρόπο – και ίσως πολύ καλύτερα από ό,τι θα έκαναν η επιστήμη ή η λογική από μόνες τους. Όπως γράφει ο καθηγητής λογοτεχνίας Τζον Σήνιορ (John Senior, 1923-1999), «στα περισσότερα από τα σοβαρά ζητήματα της ζωής, η επιστήμη, η διαλεκτική και η ρητορική είναι τυφλές – ο λόγος τους δεν μπορεί να διεισδύσει σε μυστήρια όπως ο έρωτας και ο πόλεμος ή γιατί ένας αμαρτωλός ελπίζει στη λύτρωση». Παρ’ όλες τις χρήσεις και τις δυνάμεις της, η επιστήμη δυσκολεύεται να εξερευνήσει αυτά τα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Όπως έγραψε πρόσφατα ο Τζέημς Σέηλ στην Epoch Times, η επιστήμη και η μυθολογία (ή ο Λόγος και ο Μύθος) θα έπρεπε να αλληλοσυμπληρώνονται, σαν δύο πυλώνες που συγκρατούν τον πολιτισμό. «Υπάρχει κάτι δραματικά ελλιπές στις γνώσεις μας, συνεπώς και στη ζωή μας, όταν αγνοούμε τη μία θεμελιώδη μορφή της ύπαρξής μας και υπερτονίζουμε την άλλη», λέει.

Η Αμερική πάσχει εδώ και πολύ καιρό από αυτό το είδος της «μονόφθαλμης» θεώρησης. Σε άρθρο του για το «The American Mind», ο φιλόσοφος Έντουαρντ Φήζερ (Edward Feser, γεν. 1968) υποστήριξε ότι η επιστήμη έχει γίνει ο μόνος παραδεκτός τρόπος θεώρησης των πραγμάτων στην αμερικανική ζωή – από την οικονομία, την ηθική μέχρι τα μέτρα δημόσιας υγείας – σαν να ήταν η ίδια μια ολοκληρωμένη θρησκεία. «Ο Διαφωτισμός απλώς αντικατέστησε τον δογματισμό της θρησκείας με τον δογματισμό της επιστήμης», υποστηρίζει. Και αυτός, όπως και ο Σέηλ, καταλαβαίνει πόσο μονόπλευρη γίνεται η άποψή μας για την πραγματικότητα όταν χρησιμοποιούμε μόνο ένα μέσο για την εύρεση της αλήθειας. Γινόμαστε στενόμυαλοι. (Πόσο συχνά ακούμε το «εμπιστευτείτε την επιστήμη», λες και η επιστήμη είναι ένας αλάθητος οδηγός για όλες τις πτυχές της ζωής; Και πόσο σπάνια ακούμε το «εμπιστευτείτε τη φιλοσοφία» ή «εμπιστευτείτε τη μυθολογία»;)

Η επιτάχυνση των τεχνολογικών εξελίξεων από τον 16ο αιώνα και έπειτα έχει ενισχύσει αυτή τη στενότητα πνεύματος. Από τότε, ξεγελάμε τους εαυτούς μας με τα τεχνολογικά μας επιτεύγματα σε τέτοιο βαθμό, που αρχίζουμε να πιστεύουμε ότι κρατάμε στα χέρια μας το κλειδί του σύμπαντος, μέσω της δύναμης της εφαρμοσμένης επιστήμης. Δεν χρειαζόμαστε τίποτε άλλο.

Diogenes in search of an honest man
Σχέδιο του Γιάκομπ Γιόρντενς (Jacob Jordaens), που απεικονίζει τον Διογένη (Έλληνα φιλόσοφο του 4ου αιώνα π.Χ.) να αναζητά έναν τίμιο άνθρωπο (1642). Εθνική Πινακοθήκη της Βικτώριας, Αυστραλία. (Public Domain)

 

Ωστόσο, κατά καιρούς, ο σύγχρονος τεχνολογικός πολιτισμός μας αποζητά εν τέλει τον μύθο και τον θρύλο. Σε ένα τραγούδι με τίτλο «We Need a Myth» (Χρειαζόμαστε έναν μύθο), ο Αμερικανός τραγουδιστής της εναλλακτικής φολκ ροκ Γουίλ Σεφ (Will Sheff, γεν. 1976) θρηνεί: «We need a myth / We need a path through the mist … Scrape away grey cement / Show me the world as it was again / As it was in a myth … And if all we’re taught is a trick / Why would this feeling persist?» *

Η ίδια επιθυμία εκφράζεται και στα λόγια του Ράσελ Κερκ (Russell Kirk, 1918-1994), Αμερικανού θεωρητικού και ηθικολόγου: «Η εποχή μας, άρρωστη σχεδόν μέχρι θανάτου από τον ωφελιμισμό και την κυριολεξία, αποζητά τον μύθο και την παραβολή. Οι μεγάλοι μύθοι δεν είναι απλώς επιδεκτικοί ορθολογικής ερμηνείας: είναι αλήθεια, υπερβατική αλήθεια.»

Κατά έναν μυστηριώδη τρόπο, η παραμέληση του μυθικού τρόπου αντίληψης και γνώσης μπορεί να μας κάνει να ξεχάσουμε κάτι βασικό σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.

Και η επανεύρεσή του μπορεί να μας βοηθήσει να ξαναβρούμε και τους εαυτούς μας.

Του Walker Larson

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* «Χρειαζόμαστε έναν μύθο / Χρειαζόμαστε ένα μονοπάτι μέσα στην ομίχλη … Ξύσε το γκρίζο τσιμέντο / Ξαναδείξε μου τον κόσμο όπως ήταν / Όπως ήταν σ’ έναν μύθο … Κι αν δεν μαθαίνουμε παρά ένα κόλπο / Γιατί το αίσθημα αυτό να επιμένει;» (Σ.τ.Μ)