Τετάρτη, 15 Μαΐ, 2024

Τουρκία και Ιράν καταδικάζουν την ισραηλινή βία στη Γάζα και την υποστήριξη της Δύσης

Ματαιώνει τα σχέδια των επισκέψεών του στο Ισραήλ ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παρά την πρόσφατη προσέγγιση των δύο χωρών, σύμφωνα με ανακοίνωσή του σήμερα.

«Είχαμε σχέδια να επισκεφθούμε το Ισραήλ, αλλά ματαιώθηκαν. Δεν θα πάμε», είπε απευθυνόμενος στην κοινοβουλευτική ομάδα της Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, κατηγορώντας το Ισραήλ ότι εκμεταλλεύθηκε τις καλές προθέσεις της Τουρκίας.

Ο Ταγίπ Ερντογάν συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο στην Νέα Υόρκη.

«Έσφιξα το χέρι αυτού του ανθρώπου, είχαμε καλές προθέσεις, αλλά μας εκμεταλλεύθηκε. Οι σχέσεις θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές, αλλά αυτό δεν θα γίνει πια, δυστυχώς», είπε, ενώ οι βουλευτές του κόμματός του φώναζαν «Κάτω το Ισραήλ!», «Αλλάχ Ακμπάρ!».

«Δεν θα βρείτε κανένα κράτος ο στρατός του οποίου συμπεριφέρεται με τέτοια απανθρωπιά», είπε αναφερόμενος στις ισραηλινές επιθέσεις στην Γάζα ως αντίποινα της αιματηρής επίθεσης της Χαμάς την 7η Οκτωβρίου.

Αναφερόμενος στην οργάνωση Χαμάς δήλωσε ότι δεν αποτελεί τρομοκρατική οργάνωση, αλλά «ομάδα απελευθερωτών που προστατεύουν τη γη τους».

Στην οργίλη ομιλία του, ο Ερντογάν ζήτησε άμεση κατάπαυση του πυρός και δήλωσε ότι οι μουσουλμανικές χώρες πρέπει να αναλάβουν δράση για βιώσιμη ειρήνη, επετέθη στις δυτικές δυνάμεις «που χύνουν δάκρυα για το Ισραήλ και δεν κάνουν τίποτε άλλο», στιγματίζοντας «την ανικανότητά τους να φρενάρουν το Ισραήλ».

«Το γεγονός ότι αυτοί που κινητοποίησαν τον κόσμο υπέρ της Ουκρανίας, δεν έχουν μιλήσει για τις σφαγές στην Γάζα είναι ο πιο κραυγαλέος μάρτυρας της υποκρισίας τους», είπε. «Οσο αθώοι θα συνεχίσουν να πεθαίνουν στην Γάζα, κανένα πλοίο ή αεροσκάφος που θα σταλεί στην περιοχή μας δεν θα φέρει την ειρήνη».

Ο Ερντογάν ζήτησε την ίδρυση «ανεξάρτητης Παλαιστίνης» και την οργάνωση διάσκεψης ανάμεσα στο Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους, προτείνοντας την Τουρκία ως «εγγυητή» οποιασδήποτε μελλοντικής συμφωνίας.

Η πύλη του περάσματος της Ράφα πρέπει να παραμείνει ανοικτή για την είσοδο της ανθρωπιστικής βοήθειας, ενώ πρέπει να συμφωνηθούν επειγόντως «ανταλλαγές κρατουμένων», είπε επίσης ο Τούρκος πρόεδρος.

Δηλώνοντας θλιμμένος από την «ανικανότητα» των Ηνωμένων Εθνών στην επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς κατά της Γάζας, ο Ερντογάν ζήτησε μεταρρύθμιση του ΟΗΕ και ειδικότερα του Συμβουλίου Ασφαλείας ώστε να γίνει περισσότερο «συμπεριληπτικό».

Ιράν: Συνένοχες οι ΗΠΑ στα εγκλήματα που διαπράττει το Ισραήλ στη Γάζα

Ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, ο αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, κατηγόρησε σήμερα τις ΗΠΑ ότι «με κάποιο τρόπο διευθύνουν» τις επιχειρήσεις του Ισραήλ εναντίον της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας.

«Οι ΗΠΑ είναι αδιαμφισβήτητα συνένοχες στα εγκλήματα» που διαπράττονται στη Γάζα, τόνισε ο Χαμενεΐ σε ομιλία του από την Τεχεράνη.

Έχουν «στα χέρια τους (…) το αίμα των καταπιεσμένων, των παιδιών, των ασθενών, των γυναικών και άλλων», πρόσθεσε κατά τη 19η ημέρα του πολέμου μεταξύ του παλαιστινιακού κινήματος της Χαμάς, που ελέγχει τη Γάζα, και του Ισραήλ.

Σύμφωνα με τον Χαμενεΐ, «οι ΗΠΑ διευθύνουν με κάποιο τρόπο τα εγκλήματα που διαπράττονται στη Γάζα».

Ο Ιρανός πρόεδρος Εμπραχίμ Ραϊσί είχε κατηγορήσει στις 18 Οκτωβρίου, ημέρα κατά την οποία ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν επισκέφθηκε το Ισραήλ, τις ΗΠΑ ότι είναι «συνένοχες στα εγκλήματα» του Ισραήλ.

Στις 10 Οκτωβρίου, ο Χαμενεΐ είχε αρνηθεί ότι η χώρα του εμπλέκεται στην επίθεση που εξαπέλυσε η Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου εναντίον του Ισραήλ, υπογραμμίζοντας ωστόσο τη στήριξη της Τεχεράνης προς «την Παλαιστίνη».

Ο αγιατολάχ εκτίμησε σήμερα ότι «το παλαιστινιακό έθνος» θα βγει «κερδισμένο» από τη σύγκρουση. «Ο μελλοντικός κόσμος είναι αυτός της Παλαιστίνης, όχι αυτός του σιωνιστικού καθεστώτος», τόνισε.

Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν απηύθυνε χθες Τρίτη αυστηρή προειδοποίηση προς την Τεχεράνη, δηλώνοντας ότι οι ΗΠΑ θα αντιδράσουν «με αποφασιστικό» τρόπο σε οποιαδήποτε επίθεση εξαπολύσει «το Ιράν και όσοι συνεργάζονται με αυτό» στη Μέση Ανατολή.

Λι Σμιθ: Τα ΜΜΕ χειραγωγούν το κοινό σχετικά με τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς

Ανακριβείς αναφορές των μέσων ενημέρωσης έχουν τροφοδοτήσει τη φλόγα του διχασμού όσον αφορά τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς εν μέσω σύγχυσης σχετικά με μια έκρηξη σε νοσοκομείο της πόλης της Γάζας.

Αφού Αμερικανοί αξιωματούχοι υποστήριξαν τον ισχυρισμό του Ισραήλ ότι είναι αθώο σχετικά με την έκρηξη, μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία που βασίστηκαν στην εκδοχή της Χαμάς για τα γεγονότα -όπως οι New York Times- αναγκάστηκαν να εκδώσουν διορθώσεις, έστω αθόρυβα και απρόθυμα.

Όσοι περιμένουν μια ειλικρινή συγγνώμη μπορεί να απογοητευτούν, καθώς σύμφωνα με τον ερευνητή δημοσιογράφο και συγγραφέα Λι Σμιθ, τα μέσα ενημέρωσης είναι εδώ και χρόνια συνένοχα σε μια μηχανή προπαγάνδας που έχει σχεδιαστεί για να «αποπροσανατολίσει και να αποθαρρύνει» το κοινό.

«Για τους περισσότερους ανθρώπους, για την ακρίβεια, στη Δεξιά, η πρώτη τους επαφή με την πραγματική παραπληροφόρηση, τις πραγματικές επιχειρήσεις πληροφόρησης ήταν η παρακολούθηση των όσων συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή από τις αρχές του 21ου αιώνα», δήλωσε ο κ. Σμιθ στην εκπομπή “American Thought Leaders” του EpochTV στις 20 Οκτωβρίου.

Από τον πόλεμο στο Ιράκ μέχρι τον πόλεμο του Λιβάνου το 2006 και τώρα τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς, ο κ. Σμιθ σημείωσε ότι ο πόλεμος της πληροφόρησης είναι μια βασική τακτική που χρησιμοποιούν τα μαχητικά καθεστώτα στη Μέση Ανατολή για να κάμψουν την υποστήριξη προς τους εχθρούς τους.

Ωστόσο, υποστήριξε ότι ήταν η κυβέρνηση Ομπάμα που δημιούργησε σκόπιμα φερέφωνα όργανα των μέσων ενημέρωσης για να πλασάρει την πυρηνική της συμφωνία με το Ιράν σε ένα δύσπιστο αμερικανικό κοινό. Και αυτή η επικοινωνιακή υποδομή, κατηγόρησε, χρησιμοποιείται τώρα για τη διάδοση της παραπληροφόρησης σχετικά με τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς.

Απόηχοι του παρελθόντος

Ο κ. Σμιθ σημείωσε ότι όταν η κυβέρνηση Ομπάμα συνήψε την αμφιλεγόμενη συμφωνία με το Ιράν το 2015, οι περισσότεροι Αμερικανοί ήταν εναντίον της.

«Γνωρίζουμε ότι πήραν ομήρους τους διπλωμάτες μας το 1979», είπε. «Ξέρουμε ότι σκότωσαν Αμερικανούς στο Ιράκ. Ξέρουμε ότι σκότωσαν Αμερικανούς στον Λίβανο το 1982 και είναι υπεύθυνοι για όλους σχεδόν τους θανάτους Αμερικανών στο Ιράκ. … Έτσι, οι περισσότεροι Αμερικανοί βλέπουν αυτή τη συμφωνία με το Ιράν και λένε: “Αυτό φαίνεται τρελό”».

Εκείνη την εποχή, το «Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης» προωθήθηκε από την κυβέρνηση ως μέσο για να εμποδιστεί το Ιράν να αναπτύξει πυρηνικά όπλα. Αλλά σύμφωνα με τον κ. Σμιθ, ο πραγματικός σκοπός της συμφωνίας ήταν ακριβώς το αντίθετο.

«Δεν σχεδιάστηκε ποτέ για να εμποδίσει το Ιράν να αποκτήσει τη βόμβα», υποστήριξε. «Σχεδιάστηκε για να αποκτήσει το Ιράν τη βόμβα και να το νομιμοποιήσει στα μάτια της διεθνούς κοινότητας».

Για να πείσει το κοινό για το αντίθετο, ο κ. Σμιθ είπε ότι η κυβέρνηση βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε φιλικούς δημοσιογράφους, δεξαμενές σκέψης και τους λεγόμενους «εμπειρογνώμονες» για να αναμασούν τις θέσεις του Λευκού Οίκου.

«Ο Μπαράκ Ομπάμα είχε από πίσω του τη δύναμη των μέσων ενημέρωσης -και πάλι, αυτή είναι η επικοινωνιακή υποδομή που είχε δημιουργηθεί τότε. Και αυτό τώρα χρησιμοποιείται για να προωθήσει τα πάντα, από το Russiagate μέχρι την εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου».

Επανεξέταση της συμφωνίας με το Ιράν

Ο κ. Σμιθ είπε ότι το μήνυμα που πλασάρουν τώρα τα φερέφωνα όργανα είναι ότι δεν πρέπει να επιτραπεί στο Ισραήλ να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι σε αυτό που αποκάλεσε «παθοκρατικό» καθεστώς.

«Δεν μιλάμε για μια ολιγαρχία, δεν μιλάμε για μια δημοκρατία, μια τυραννία, μια μοναρχία», τόνισε.

«Μιλάμε για την κυριαρχία του παθολογικά κακού ή την κυριαρχία του παθολογικού. Και αυτό είναι που βλέπουμε με τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ».

Η χρήση ανθρώπινων ασπίδων από τη Χαμάς, σημείωσε, «είναι αφύσικη – αυτό είναι άρρωστο, είναι παθολογικό». Και ενώ κάποιοι έχουν ζητήσει κατάπαυση του πυρός, αυτή η πορεία, είπε, θα στερήσει τελικά από το Ισραήλ το δικαίωμά του να αμυνθεί από ένα τέτοιο καθεστώς.

«Δεν λέω ότι όλοι γνωρίζουν την κατάληξη αυτού του επιχειρήματος», είπε. «Αλλά εκεί καταλήγει αυτό το επιχείρημα – ότι το Ισραήλ δεν μπορεί να προστατεύσει το ίδιο του το σπίτι».

Η κυβέρνηση Μπάιντεν, από την πλευρά της, κατέβαλε προσπάθεια να δείξει την υποστήριξή της στο Ισραήλ στρατιωτικά, στέλνοντας πυρομαχικά, αεροσκάφη και αεροπλανοφόρα μετά την επίθεση.

Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ενώθηκε επίσης με αρκετούς παγκόσμιους ηγέτες στις 23 Οκτωβρίου για να επαναλάβει την υποστήριξή του προς το Ισραήλ και το δικαίωμα του έθνους να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

Ωστόσο, ο κ. Σμιθ σημείωσε ότι η κυβέρνηση υποτίμησε την πιθανότητα εμπλοκής του Ιράν στην επίθεση, παρά τις αναφορές ότι Ιρανοί αξιωματούχοι ασφαλείας βοήθησαν να σχεδιαστούν όλα αυτά.

«Έχουμε αρχεία για όλα τα είδη συναντήσεων μεταξύ υψηλόβαθμων Ιρανών αξιωματούχων και του ηγέτη της Χαμάς – του Ισμαήλ Χανίγιε – και του ηγέτη της Χεζμπολάχ – του Χασάν Νασράλα – που εκπαίδευαν πράκτορες ειδικά για αυτή την επίθεση με ανεμόπτερα. Είναι πολύ άρρωστο», είπε.

«Και ο λόγος που η κυβέρνηση Μπάιντεν το αποκρύπτει αυτό είναι επειδή η κυβέρνηση Μπάιντεν εξακολουθεί να θέλει να αποκαταστήσει την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν», δήλωσε.

Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, αποσύρθηκε από την πυρηνική συμφωνία, αποκλείοντας το Ιράν και τους πληρεξουσίους του υπέρ της ενίσχυσης των σχέσεων με τους υπάρχοντες συμμάχους της Μέσης Ανατολής μέσω των συμφωνιών του Αβραάμ.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν, υποστήριξε ο κ. Σμιθ, υπονόμευσε αυτή τη συμφωνία με την ελπίδα να «καταρρεύσει» η κυβέρνηση του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου και να επιστρέψει το Ιράν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Και αυτοί οι στόχοι, είπε, εγείρουν το ερώτημα γιατί.

«Γιατί η αμερικανική και η ευρωπαϊκή ηγεσία θέλουν να νομιμοποιήσουν το πρόγραμμα πυρηνικών όπλων ενός παθοκρατικού κράτους; Ξέρουμε ποιοι είναι αυτοί. … Γιατί εξομαλύνουν καθεστώτα όπως της Χαμάς, της Χεζμπολάχ και όπως της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, όταν πρόκειται για άρρωστα και παράλογα πολιτεύματα;»

Φθορά της εμπιστοσύνης

Ενώ τα φερέφωνα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης μπορούν ακόμη να είναι ενεργά, για πολλούς, η αποτελεσματικότητά τους έχει μειωθεί.

Από την πανδημία COVID-19 μέχρι τις ανησυχίες για την ακεραιότητα των εκλογών και την εργαλειοποίηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, πολλοί Αμερικανοί δεν εμπιστεύονται πλέον τις πηγές που κάποτε θεωρούσαν αξιόπιστες.

Και για τον κ. Σμιθ, αυτή η βαθιά δυσπιστία αποτελεί άλλη μια ανησυχία που πρέπει να αντιμετωπιστεί.

«Οι άνθρωποι που δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στις πληροφορίες που λαμβάνουν και είναι πρόθυμοι να πιστέψουν τα πάντα έχουν γίνει εξαιρετικά, εξαιρετικά ευάλωτοι», δήλωσε.

«Και αυτό είναι ένα πολύ κακό σημάδι για τη χώρα μας, και πάλι, επειδή είναι μια ένδειξη ότι οι άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν έχουν τίποτα για να κρατηθούν. Πιστεύουν ότι τα πάντα για τη χώρα μας, τα πάντα για την πραγματικότητά μας είναι ψεύτικα», είπε. «Αλλά φυσικά, αυτό δεν είναι αλήθεια».

Για να βοηθηθούν αυτοί οι άνθρωποι να διακρίνουν την αλήθεια από τη μυθοπλασία, σημείωσε ο κ. Σμιθ, η κοινωνία πρέπει να επιστρέψει στο να «κοιτάζει τα αληθινά πράγματα και να εξηγεί τα αληθινά πράγματα όπως συμβαίνουν» – χωρίς την πρόσθετη διαστρέβλωση.

Το Ιράν καταδικάζει τις δημοσιογράφους Χαμεντί και Μοχαμάντι για «συνεργασία με τις ΗΠΑ»

Ιρανικό δικαστήριο καταδίκασε δύο γυναίκες δημοσιογράφους σε φυλάκιση με την κατηγορία της συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι δύο είναι προφυλακισμένες από τότε που κάλυψαν τον θάνατο της Μάχσα Αμίνι τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων του Ιράν IRNA, η Νιλουφάρ Χαμεντί, από τη ρεφορμιστική εφημερίδα Σαργκ, καταδικάστηκε σε επτά χρόνια φυλάκισης από το Επαναστατικό Δικαστήριο της Τεχεράνης. Η Ελαχέ Μοχαμάντι, από τη Χαμ-Μιχάν, επίσης ρεφορμιστική εφημερίδα, καταδικάστηκε σε έξι χρόνια.

Οι ρεφορμιστές στο Ιράν επιδιώκουν να επιφέρουν μεταρρυθμίσεις στην αυταρχική ισλαμική κυβέρνηση του Ιράν, η οποία δέχεται τακτικά επικρίσεις για τους σημαντικούς περιορισμούς που επιβάλλει στις πολιτικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα – αξίες που θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικές στην Αμερική, την οποία το δικαστήριο έκρινε «εχθρική» προς το Ιράν.

Και οι δύο δημοσιογράφοι καταδικάστηκαν σε επιπλέον πέντε χρόνια για δράση κατά της εθνικής ασφάλειας της χώρας και σε ένα ακόμη έτος για συμμετοχή σε «προπαγανδιστικές δραστηριότητες κατά του κράτους». Σύμφωνα με πληροφορίες, έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί εντός 20 ημερών.

Σύμφωνα με την Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ), μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που προωθεί την ελευθερία του Τύπου παγκοσμίως, αν το εφετείο επικυρώσει τις αποφάσεις, η κα Χαμεντί θα πρέπει να εκτίσει τουλάχιστον επτά χρόνια, ενώ η κα Μοχαμάντι τουλάχιστον έξι.
Η κα Χαμεντί είχε στο παρελθόν προκαλέσει την οργή των ιρανικών αρχών επειδή έκανε ρεπορτάζ για τη δολοφονία της 16χρονης Νίκα και την αυτοπυρπόληση πολλών Ιρανών γυναικών που ήλπιζαν να ξεφύγουν από την ενδοοικογενειακή βία που μαστίζει τη χώρα.

Ο Σερίφ Μανσούρ, συντονιστής του προγράμματος της CPJ για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, καταδίκασε την απόφαση κατά των δύο δημοσιογράφων.

«Οι δίκες των Νιλουφάρ Χαμεντί και Ελαχέ Μοχαμάντι αποτελούν παρωδία και χρησιμεύουν ως τρανή απόδειξη της διάβρωσης της ελευθερίας του λόγου και των απελπισμένων προσπαθειών της ιρανικής κυβέρνησης να ποινικοποιήσει τη δημοσιογραφία», δήλωσε ο κος Μανσούρ.

A trash bin is burning as anti-riot police arrive during a protest over the death of a young woman who had been detained for violating the country's conservative dress code, in downtown Tehran, Iran, on Sept. 20, 2022. (AP Photo)
Ένας κάδος απορριμμάτων καίγεται κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας για το θάνατο νεαρής γυναίκας που είχε συλληφθεί επειδή παραβίασε τον συντηρητικό ενδυματολογικό κώδικα της χώρας, στο κέντρο της Τεχεράνης. Ιράν, 20 Σεπτεμβρίου 2022. (AP Photo)

 

Το γραφείο του ειδικού απεσταλμένου των Ηνωμένων Πολιτειών για το Ιράν υπερασπίστηκε επίσης τις δύο γυναίκες με μια ανάρτηση στις 22 Οκτωβρίου στο X, την πλατφόρμα που παλαιότερα ήταν γνωστή ως Twitter.

«Η Νιλουφάρ και η Ελαχέ δεν θα έπρεπε ποτέ να έχουν φυλακιστεί και καταδικάζουμε τις ποινές τους», δήλωσε ο αναπληρωτής ειδικός απεσταλμένος Έιμπραμ Πέιλι.

«Το ιρανικό καθεστώς φυλακίζει δημοσιογράφους επειδή φοβάται την αλήθεια».

Ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για το Ιράν είναι υπεύθυνος για την ανάπτυξη, τον συντονισμό και την εφαρμογή της πολιτικής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για το Ιράν και αναφέρεται απευθείας στον υπουργό Εξωτερικών.

Νωρίτερα φέτος, η κα Χαμεντί και η κα Μοχαμάντι τιμήθηκαν στον κατάλογο του περιοδικού Time με τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο.

Μαζί με μια τρίτη φυλακισμένη δημοσιογράφο, τη Ναργκές Μοχαμάντι, έχουν επίσης βραβευτεί από τα Ηνωμένα Έθνη με το Παγκόσμιο Βραβείο Ελευθερίας του Τύπου UNESCO/Guillermo Cano «για τη δέσμευσή τους στην αλήθεια και τη λογοδοσία».

Συνελήφθησαν μετά από τα ρεπορτάζ τους για τον θάνατο της Μάχσα Αμίνι

Η κα Χαμεντί και η κα Μοχαμάντι βρίσκονται αμφότερες προφυλακισμένες από τις 22 Σεπτεμβρίου του περασμένου έτους, αφού ήταν από τους πρώτους δημοσιογράφους που έκαναν ρεπορτάζ για τη νοσηλεία και τον θάνατο υπό κράτηση της Μάχσα Αμίνι στις 16 Σεπτεμβρίου 2022.

Η αστυνομία ηθών του Ιράν στην Τεχεράνη συνέλαβε την κα Αμίνι επειδή η μαντίλα της ήταν χαλαρά φορεμένη, ένα σοβαρό αδίκημα σύμφωνα με τη σιιτική εκδοχή του νόμου της σαρία (του ισλαμικού κώδικα διαβίωσης, που έχει ισχύ νόμου σε ορισμένες μουσουλμανικές χώρες). Η αστυνομία ηθών ισχυρίζεται ότι η κα Αμίνι υπέστη καρδιακή προσβολή και πέθανε από φυσικά αίτια. Αργότερα, υποστηρίχθηκε ότι είχε νευρολογική διαταραχή που οδήγησε στο θάνατό της.

Η οικογένειά της δηλώνει ότι η κα Αμίνι δεν έπασχε από καμία ιατρική πάθηση και ισχυρίζονται ότι τους αρνήθηκαν την ευκαιρία να κάνουν ανεξάρτητη αυτοψία από γιατρό της επιλογής τους.

Οι ύποπτες συνθήκες γύρω από τον θάνατό της, συγκεκριμένα ο θάνατος μιας υγιούς 22χρονης γυναίκας χωρίς ιστορικό προβλημάτων υγείας, η οποία πέθανε υπό κράτηση, πυροδότησε πολύμηνες διαδηλώσεις σε δεκάδες πόλεις σε όλο το Ιράν. Διαδηλώσεις αλληλεγγύης ξεκίνησαν επίσης σε όλο τον κόσμο.

Εκείνη την εποχή, η ιρανική κυβέρνηση προσπαθούσε να περιορίσει την αυξανόμενη αναταραχή. Σύντομα ακολούθησαν φήμες για υπερβολική χρήση βίας από τις αρχές, οι οποίες προσπαθούσαν να ανακτήσουν τον έλεγχο. Λέγεται ότι περισσότεροι από 500 διαδηλωτές έχασαν τη ζωή τους σε συγκρούσεις με τις ιρανικές αρχές, ενώ δεκάδες χιλιάδες συνελήφθησαν.

Exile Iranians of the National Council of Resistance of Iran gather in front of the embassy of Iran in Berlin, Germany, on Sept. 20, 2022, after the death of an Iranian woman held by the country's morality police. (Michael Sohn/AP Photo)
Εξόριστοι Ιρανοί του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης του Ιράν συγκεντρώνονται μπροστά από την πρεσβεία του Ιράν στο Βερολίνο της Γερμανίας, στις 20 Σεπτεμβρίου 2022, μετά τον θάνατο της Ιρανής που κρατούνταν από την αστυνομία ηθικής τάξης της χώρας. (Michael Sohn/AP Photo)

 

Ο θάνατος της κας Αμίνι και η βίαιη καταστολή των διαδηλωτών καταδικάστηκαν άμεσα από πολλούς παγκόσμιους ηγέτες. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανακοίνωσε τον περασμένο Σεπτέμβριο κυρώσεις στην αστυνομία ηθικής του Ιράν «για την κακοποίηση και τη βία κατά των Ιρανών γυναικών και την παραβίαση των δικαιωμάτων των ειρηνικών Ιρανών διαδηλωτών».

Σύμφωνα με τη CPJ, τουλάχιστον 95 δημοσιογράφοι έχουν συλληφθεί στον απόηχο των διαδηλώσεων. Το Ιράν κατατάσσεται ως ο χειρότερος «εχθρός» των δημοσιογράφων παγκοσμίως, όπως προέκυψε από την απογραφή φυλακών του 2022 της οργάνωσης, η οποία κατέγραψε όσους βρίσκονταν πίσω από τα κάγκελα την 1η Δεκεμβρίου.

Η Ελνάζ Μοχαμάντι, επικεφαλής του γραφείου κοινωνικών θεμάτων της εφημερίδας Χαμ-Μιχάν και δίδυμη αδελφή της Ελάχε Μοχαμάντι, συνελήφθη τον Φεβρουάριο για άγνωστους λόγους. Αφέθηκε ελεύθερη μια εβδομάδα αργότερα με εγγύηση. Οι κατηγορίες και η δικάσιμος δεν έχουν κοινοποιηθεί προς το παρόν.

Έφηβη κηρύσσεται εγκεφαλικά νεκρή μετά από συνάντηση με την αστυνομία

Νωρίτερα αυτό το μήνα, μια έφηβη Ιρανή έπεσε σε κώμα σε σιδηροδρομικό σταθμό της Τεχεράνης. Σύμφωνα με δημοσίευμα των ιρανικών κρατικών μέσων ενημέρωσης της 22ας Οκτωβρίου, έχει κηρυχθεί εγκεφαλικά νεκρή, προκαλώντας φόβους ότι ένας νέος γύρος αναταραχών και διαδηλώσεων θα μπορούσε να είναι προ των πυλών.

Σύμφωνα με τη Hengaw, μια οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η Αρμίτα Γκαραγουάντ υπέστη σοβαρή σωματική επίθεση από την αστυνομία ηθών επειδή δεν συμμορφώθηκε με τους εθνικούς κανόνες για το χιτζάμπ.

Αντίθετα, τα κρατικά μέσα ενημέρωσης ισχυρίζονται ότι η κοπέλα λιποθύμησε μετά από πτώση της αρτηριακής της πίεσης, με αποτέλεσμα να χτυπήσει στο πλάι του βαγονιού του τρένου.

Το Fars, το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων του Ιράν, δημοσίευσε συνέντευξη με τους γονείς της κοπέλας, στην οποία λένε ότι δεν δέχθηκε επίθεση. Ωστόσο, υπήρξαν καταγγελίες ότι η οικογένεια εξαναγκάστηκε να κάνει αυτές τις δηλώσεις.

Του Stephen Katte

Επιμέλεια: Αλία Ζάε