Η Μόσχα και το Κίεβο ανταλλάσσουν κατηγορίες για τη μερική καταστροφή υδροηλεκτρικού φράγματος στον ποταμό Δνείπερο, το οποίο χώριζε τις αντιμαχόμενες πλευρές από τον περασμένο Νοέμβριο.
Το φράγμα έσπασε το πρωί της 6ης Ιουνίου, προκαλώντας εκτεταμένες πλημμύρες στην περιοχή της Χερσώνας και φόβους για ανθρωπιστική καταστροφή.
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έσπευσε να κατηγορήσει για το περιστατικό «Ρώσους τρομοκράτες».
Ο επικεφαλής του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ κατηγόρησε ομοίως τις ρωσικές δυνάμεις για την καταστροφή του φράγματος, η οποία, όπως είπε, «αποδεικνύει για άλλη μια φορά τη βιαιότητα του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία».
Γενική άποψη του φράγματος Νόβα Καχόβκα, που έσπασε στην περιοχή Χερσώνα της Ουκρανίας στις 6 Ιουνίου 2023, σε αυτό το στιγμιότυπο οθόνης που προέρχεται από βίντεο. (Reuters)
Ωστόσο, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ δήλωσε: «Μπορούμε να πούμε απερίφραστα ότι επρόκειτο για μια σκόπιμη πράξη δολιοφθοράς της ουκρανικής πλευράς».
Στις 6 Ιουνίου, το υδροηλεκτρικό φράγμα Νόβα Καχόβκα, το οποίο διασχίζει τον ποταμό Δνείπερο στη νότια περιοχή της Χερσώνας, έσπασε εν μέρει, προκαλώντας εκτεταμένες πλημμύρες στην περιοχή.
Το νερό από το φράγμα της σοβιετικής εποχής χρησιμοποιείται για την άρδευση γεωργικών εκτάσεων στη Χερσώνα και τη γειτονική περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, την Κριμαία. Χρησιμοποιείται, επίσης, για την ψύξη του μεγαλύτερου πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας της Ευρώπης, της πυρηνικής μονάδας Ζαπορίζια, η οποία βρίσκεται στη γειτονική ομώνυμη περιοχή.
Σπίτια κυκλωμένα από τα νερά των πλημμυρών στη μικρή ουκρανική πόλη Ντεμίντιβ. Το φράγμα του οικισμού χτυπήθηκε από ρωσικούς πυραύλους στις 30 Απριλίου 2022. (Nicolas Garcia/AFP via Getty Images)
Η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία το 2014. Ελέγχει, επίσης, επί του παρόντος, το μεγαλύτερο μέρος της Ζαπορίζια, μαζί με όλη τη Χερσώνα ανατολικά του Δνείπερου.
Αν και παραμένει ασαφές τι προκάλεσε το ρήγμα, ο Ζελένσκι έγραψε στο Telegram ότι η καταστροφή του φράγματος, «απλώς αποδεικνύει σε όλο τον κόσμο ότι πρέπει να εκδιωχθούν [οι Ρώσοι] από κάθε γωνιά της ουκρανικής γης».
Ο Ζελένσκι συνέχισε υποστηρίζοντας ότι έως και 80 οικισμοί στην περιοχή υπόκεινται πλέον σε πλημμύρες ως αποτέλεσμα του ρήγματος.
Τον περασμένο Νοέμβριο, οι ρωσικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από όλα τα εδάφη της Χερσώνας δυτικά του Δνείπερου. Η περιοχή, περιλαμβανομένης της περιφερειακής πρωτεύουσας, κατέχεται πλέον από τις ουκρανικές δυνάμεις.
Αποτυχημένη χαρακτηρίζει την ουκρανική αντεπίθεση η Μόσχα
Το Κρεμλίνο απάντησε κατηγορώντας το Κίεβο για την παραβίαση, η οποία, όπως είπε, θα οδηγήσει σε «σοβαρές συνέπειες” -τόσο για το περιβάλλον όσο και για τους κατοίκους της περιοχής.
Ο Πεσκόφ δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι η υποτιθέμενη πράξη δολιοφθοράς είχε ως στόχο να στερήσει την υπό ρωσική κατοχή Κριμαία από νερό και να αποσπάσει την προσοχή από την αποτυχημένη αντεπίθεση του Κιέβου.
«Αυτό το σαμποτάζ οφείλεται στο γεγονός ότι, έχοντας ξεκινήσει επιθετικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας πριν από δύο ημέρες, ο ουκρανικός στρατός δεν μπόρεσε να επιτύχει τους στόχους του», είπε.
Μετά τους πρόσφατους ρωσικούς ισχυρισμούς ότι μια μεγάλη ουκρανική επίθεση αποκρούστηκε στο Ντονέτσκ, παραμένει ασαφές αν η πολυαναμενόμενη αντεπίθεση του Κιέβου έχει πράγματι ξεκινήσει.
Εθελοντές Ουκρανοί στρατιώτες ετοιμάζονται να πυροβολήσουν κατά των ρωσικών θέσεων κοντά στο Μπαχμούτ, περιοχή Ντονέτσκ – Ουκρανία, 8 Μαρτίου 2023. (Libkos/AP Photo)
Το βράδυ της 5ης Ιουνίου, η αναπληρώτρια υπουργός Άμυνας της Ουκρανίας Χάνα Μαλιάρ διέψευσε τους ρωσικούς ισχυρισμούς ότι η αναμενόμενη αντεπίθεση του Κιέβου βρισκόταν πλέον σε πλήρη εξέλιξη.
Παρ’ όλα αυτά, παραδέχθηκε ότι οι ουκρανικές δυνάμεις «μεταβαίνουν σε επιθετικές ενέργειες» σε ορισμένους τομείς κατά μήκος της μετωπικής γραμμής των περίπου 600 μιλίων.
Γράφοντας στο Telegram, η Μαλιάρ δήλωσε ότι οι ισχυρισμοί της Μόσχας περί ουκρανικής αντεπίθεσης είχαν ως στόχο να «αποσπάσουν την προσοχή» από τις πρόσφατες ρωσικές απώλειες κοντά στην πόλη Μπαχμούτ, που αποτελεί σημείο ανάφλεξης.
Νωρίτερα, στις 5 Ιουνίου, η Μόσχα υποστήριξε ότι οι δυνάμεις της είχαν αποκρούσει μια «μεγάλης κλίμακας» ουκρανική επίθεση που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη ημέρα στην ανατολική περιοχή του Ντονέτσκ.
Σύμφωνα με το ρωσικό υπουργείο Άμυνας, οι ουκρανικές δυνάμεις υπέστησαν σημαντικές απώλειες στην εμπλοκή, μεταξύ των οποίων 300 άτομα μάχιμου προσωπικού, 16 άρματα μάχης και 26 τεθωρακισμένα οχήματα.
«Ψευδείς πληροφορίες»
Το Κίεβο, από την πλευρά του, κατηγόρησε τη Μόσχα ότι διαδίδει «ψευδείς πληροφορίες» σχετικά με τις εξελίξεις στο μέτωπο.
Τον περασμένο μήνα, η Μόσχα ισχυρίστηκε ότι κατέλαβε αποφασιστικά το Μπαχμούτ, βασικό κόμβο μεταφορών, μετά από εννέα μήνες μαχών. Το Κίεβο, ωστόσο, λέει ότι οι δυνάμεις του εξακολουθούν να αντέχουν – και μάλιστα να ανακαταλαμβάνουν έδαφος – στα δυτικά προάστια της πόλης.
Σύμφωνα με τον Ντένις Πουσίλιν, επικεφαλής της φιλορωσικής Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ, το Μπαχμούτ (Αρτιόμοφσκ στα ρωσικά) παραμένει σταθερά υπό ρωσικό έλεγχο.
Επιβεβαίωσε, όμως, επίσης, ότι τα περίχωρα της πόλης δέχονται πυρά από ουκρανικά μαχητικά αεροσκάφη και πυροβολικό.
«Όσον αφορά τα περίχωρα [της πόλης], η κατάσταση […] είναι δύσκολη, αλλά υπό έλεγχο», ανέφερε ο Πουσίλιν στο ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS στις 5 Ιουνίου.
Ο Πουσίλιν πρόσθεσε ότι τις τελευταίες 48 ώρες οι ουκρανικές δυνάμεις φέρονται να πραγματοποίησαν δύο ξεχωριστές επιθέσεις κοντά στην πόλη Βουχλεντάρ, περίπου 85 μίλια νότια του Μπαχμούτ.
Και οι δύο επιθέσεις αποκρούστηκαν, είπε, αφού υπέστησαν σημαντικές απώλειες.
Η Epoch Times δεν ήταν σε θέση να επαληθεύσει τους ισχυρισμούς.
Τους τελευταίους δύο μήνες, αυξάνονται οι εικασίες για μια επικείμενη μεγάλη ουκρανική αντεπίθεση, η οποία φαινομενικά αποσκοπεί στην ανάκτηση των χαμένων εδαφών.
Το Κίεβο, ωστόσο, έχει επανειλημμένα αφήσει να εννοηθεί ότι η περιβόητη «εαρινή επίθεση» θα μπορούσε να αναβληθεί -ανάλογα με τον καιρό και άλλους παράγοντες- μέχρι το φθινόπωρο.
Υπό τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το ισλαμιστικής κατεύθυνσης Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, βαδίζει σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει μετά τις 14 Μαΐου, όταν η Τουρκία θα διεξαγάγει κρίσιμες εκλογές που θα μπορούσαν να σημάνουν το τέλος της διετούς θητείας του κόμματος στο τιμόνι.
Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου – ο βασικός αντίπαλος του Ερντογάν – έχει ένα μικρό προβάδισμα έναντι του νυν προέδρου.
Απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με τη θέση του για τη Μόσχα, ο Κιλιτσντάρογλου έχει ορκιστεί να επιδιώξει μια «αξιόπιστη συνέχιση των σχέσεων Τουρκίας-Ρωσίας».
«Ο Κιλιτσντάρογλου έχει πει ρητά ότι οι σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας δεν θα υποβληθούν σε νέα δοκιμασία», δήλωσε στην Epoch Times ο Αϊντίν Σεζέρ, διακεκριμένος πολιτικός αναλυτής.
Ο επικεφαλής του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) της κύριας αντιπολίτευσης της Τουρκίας Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, η σύζυγός του Σέλβι και ο γιος του Κερέμ σε εκλογικό τμήμα κατά τη διάρκεια των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών στις 24 Ιουνίου 2018, στην Άγκυρα της Τουρκίας. (Mustafa Kirazli/Getty Images)
Στις επερχόμενες κάλπες, οι Τούρκοι θα ψηφίσουν τόσο για την προεδρία όσο και για 500 έδρες στο κοινοβούλιο.
Ο Ερντογάν θα βρεθεί αντιμέτωπος με τρεις διεκδικητές, εκ των οποίων ο Κιλιτσντάρογλου, ο 74χρονος ηγέτης του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP)- είναι μακράν ο πιο δημοφιλής.
Εάν κανένας υποψήφιος δεν κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία, θα διεξαχθεί δεύτερος γύρος ψηφοφορίας μεταξύ των δύο πρώτων επιλαχόντων δύο εβδομάδες αργότερα.
Το ΑΚΡ διατηρεί την εξουσία από το 2002, κερδίζοντας με άνεση αρκετές εκλογές, τόσο προεδρικές όσο και κοινοβουλευτικές. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην υποστήριξη που απολαμβάνει στις αγροτικές περιοχές, όπου οι ψηφοφόροι είναι συνήθως πιο συντηρητικοί.
Από το 2018, το ΑΚΡ έχει συμμαχήσει με το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος, το οποίο είναι γνωστό για τη σκληρή προσέγγισή του στα κουρδικά αυτονομιστικά κινήματα.
Υποστηρικτές του κόμματος AKP πανηγυρίζουν μπροστά από τα κεντρικά γραφεία του AKP στην Άγκυρα της Τουρκίας, στις 25 Ιουνίου 2018. (Rumit Bektas/Reuters).
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ο Ερντογάν ακολούθησε μια ακτιβιστική εξωτερική πολιτική, η οποία συχνά συγκρούστηκε με εκείνες των συμμάχων της χώρας του στο ΝΑΤΟ. Έχει επίσης καλλιεργήσει στενές σχέσεις με τη Μόσχα, παρά την εισβολή της τελευταίας στην Ουκρανία το 2022.
Αλλά τα τελευταία χρόνια, το ΑΚΡ και ο 69χρονος ηγέτης του είδαν τη δημοτικότητά τους να μειώνεται. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές από το 2021, όταν μια νομισματική κρίση οδήγησε σε ανεξέλεγκτο πληθωρισμό και σε ευρεία δυσαρέσκεια για τις οικονομικές πολιτικές του Ερντογάν.
Ο Σεζέρ αποδίδει την πτώση της δημοτικότητας του κόμματος στις «δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις» και σε αυτό που περιγράφει ως «περιβάλλον διαρκών κρίσεων».
Λέει ότι η αρχή του κράτους δικαίου «έχει καταστραφεί» υπό το ΑΚΡ, κατηγορώντας το κόμμα για εκτεταμένη διαφθορά – μια κατηγορία που προβάλλεται συχνά από τους επικριτές του ΑΚΡ.
Ενωμένοι στην αντιπολίτευση
Το ΑΚΡ, από την πλευρά του, συνήθως αγνοεί τους ισχυρισμούς, επιλέγοντας αντ’ αυτού να επικεντρωθεί στα οικονομικά και εξωτερικοπολιτικά επιτεύγματά του.
Σε πρόσφατη προεκλογική συγκέντρωση, ο Ερντογάν υποστήριξε ότι το εθνικό εισόδημα της Τουρκίας τριπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του.
Έχει επίσης υπερασπιστεί την εγκάρδια προσέγγισή του με τη Μόσχα, χωρίς την οποία, όπως έχει πει, «η Δύση θα μας είχε σύρει σε πόλεμο με τη Ρωσία».
Υποστηρικτές του κύριου αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) ζητωκραυγάζουν μπροστά από τα κεντρικά γραφεία του κόμματος καθώς γιορτάζουν τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών στην Άγκυρα της Τουρκίας, στις 31 Μαρτίου 2019. (Stringer/Reuters)
Αλλά με τη δημοτικότητα του κυβερνώντος κόμματος σε πτώση, το CHP του Κιλιτσντάρογλου βλέπει την ευκαιρία να επιστρέψει στην εξουσία μετά από δεκαετίες στην πολιτική ερημιά.
Συχνά περιγράφεται ως «κεντροαριστερό» και αφοσιωμένο στις δυτικές αρχές της κοσμικότητας, το CHP ιδρύθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος ίδρυσε την Τουρκική Δημοκρατία το 1923.
Σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις με το ΑΚΡ του Ερντογάν, το CHP έχει ηττηθεί κατά κράτος. Κατάφερε όμως να συγκεντρώσει περίπου το 20% των ψήφων, γεγονός που το καθιστά την κορυφαία δύναμη της αντιπολίτευσης στην Τουρκία.
Με την ελπίδα να ανατρέψει τον Ερντογάν αυτή τη φορά, το CHP έχει δημιουργήσει έναν ποικιλόμορφο συνασπισμό με πέντε μικρότερα κόμματα. Σε αυτά περιλαμβάνονται ένα εθνικιστικό κόμμα, ένα κόμμα με ισλαμιστικό προσανατολισμό, ένα κεντροδεξιό κόμμα και δύο συντηρητικά κόμματα με επικεφαλής πρώην συμμάχους του Ερντογάν.
Η πράξη ισορροπίας του Ερντογάν
Οι δημοσκοπήσεις έρχονται σε μια κρίσιμη στιγμή για τον Ερντογάν, υπό τον οποίο η Τουρκία έχει επιτύχει μια λεπτή ισορροπία μεταξύ της Μόσχας και των δυτικών συμμάχων της στο ΝΑΤΟ.
Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία στις αρχές του περασμένου έτους, η Άγκυρα έσπευσε να καταδικάσει την κίνηση αυτή. Επιπλέον, η Τουρκία παρείχε προηγμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη στην Ουκρανία, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από την τελευταία -με θανατηφόρο αποτέλεσμα- κατά των ρωσικών δυνάμεων.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η Τουρκία αρνήθηκε να υποστηρίξει τις κυρώσεις υπό την ηγεσία της Δύσης κατά της Ρωσίας, με την οποία μοιράζεται βαθιές εμπορικές σχέσεις και εκτεταμένα θαλάσσια σύνορα.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν συναντάται με τον Τούρκο ομόλογό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο θέρετρο Σότσι της Μαύρης Θάλασσας στις 14 Φεβρουαρίου 2019. (Sergei Chirikov/AFP via Getty Images)
Ο Ερντογάν παραμένει επίσης σε καλές σχέσεις με τον Πούτιν, με τον οποίο διατηρεί στενή σχέση. Ενώ αυτό έχει ενοχλήσει τους συμμάχους της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, έχει επιτρέψει στην Άγκυρα να παίξει τον ρόλο του μεσολαβητή -όταν λίγοι άλλοι θα μπορούσαν- μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών.
Λίγο μετά την εισβολή της Μόσχας, η Τουρκία φιλοξένησε ειρηνευτικές συνομιλίες υψηλού επιπέδου μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Βοήθησε επίσης στη διαμεσολάβηση για μια συμφωνία-ορόσημο μεταξύ Μόσχας και Κιέβου που επέτρεψε στο τελευταίο να εξάγει σιτηρά μέσω της Μαύρης Θάλασσας.
Στο παρελθόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες έβλεπαν με δυσάρεστο μάτι οτιδήποτε έμοιαζε με συνεργασία Τουρκίας-Ρωσίας.
Όταν η Άγκυρα αγόρασε ρωσικά συστήματα αεράμυνας το 2019, η Ουάσινγκτον απάντησε επιβάλλοντας κυρώσεις στην αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας και εμποδίζοντας την αγορά των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών F-35.
Κλίση προς τη Μόσχα
Ωστόσο, παρά την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ, η Άγκυρα τα τελευταία χρόνια έχει έρθει όλο και πιο κοντά στη Μόσχα.
Τον περασμένο Αύγουστο, ο Ερντογάν υπέγραψε μια σειρά συμφωνιών με τον Πούτιν με στόχο την ενίσχυση της διμερούς συνεργασίας. Εκείνη την εποχή, ο αμερικανικός Τύπος ανέφερε «αυξανόμενη ανησυχία» στις δυτικές πρωτεύουσες για την «εμβάθυνση των δεσμών» της Άγκυρας με τη Μόσχα.
Ο Ερντογάν έχει επίσης αγκαλιάσει τις ρωσικές προτάσεις, που υπέβαλε ο Πούτιν τον περασμένο Σεπτέμβριο, για τη μετατροπή της Τουρκίας σε «περιφερειακό κόμβο» για τη διανομή του ρωσικού φυσικού αερίου.
Πράγματι, η ενέργεια -της οποίας η Τουρκία παραμένει καθαρός εισαγωγέας- αποτέλεσε πυλώνα της αναπτυσσόμενης σχέσης Ρωσίας-Τουρκίας. Όπως είναι σήμερα, σχεδόν το ήμισυ των εγχώριων ενεργειακών αναγκών της Τουρκίας καλύπτεται από φυσικό αέριο που εισάγεται από τη Ρωσία.
Τον περασμένο μήνα, η Τουρκία εγκαινίασε τον πρώτο της πυρηνικό αντιδραστήρα, ο οποίος χρηματοδοτήθηκε από τη Μόσχα και κατασκευάστηκε από τον ρωσικό ενεργειακό κολοσσό Rosatom. Ο αντιδραστήρας αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου κοινού σχεδίου για την κατασκευή τεσσάρων πυρηνικών σταθμών παραγωγής ενέργειας κοντά στην τουρκική πόλη Ακουγιού.
Απευθύνοντας χαιρετισμό στα εγκαίνια μέσω βίντεο-σύνδεσης, ο Πούτιν χαιρέτισε την «πολύπλευρη εταιρική σχέση» των δύο χωρών, η οποία, όπως διαβεβαίωσε, βασίζεται στον «αμοιβαίο σεβασμό και την εξέταση των συμφερόντων του άλλου».
Στο εκλογικό του μανιφέστο, το AKP δεσμεύτηκε να διατηρήσει τις «πολιτικές και οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία», συμπεριλαμβανομένης της «συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα».
«Θεσμοθέτηση» της εξωτερικής πολιτικής
Εάν εκλεγεί, η αντιπολίτευση υπό την ηγεσία του CHP έχει υποσχεθεί να εργαστεί για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να επιστρέψει τη χώρα σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης και να μειώσει τον πληθωρισμό αντιστρέφοντας την οικονομική πολιτική του Ερντογάν.
Έχει επίσης δεσμευτεί να αντικαταστήσει την «προσωπική» προσέγγιση του Ερντογάν στην εξωτερική πολιτική με μια «θεσμική», όπως την περιγράφει, προσέγγιση.
Υπό το ΑΚΡ, σύμφωνα με τον Σεζέρ, «οι σχέσεις Ερντογάν-Πούτιν έχουν υπερισχύσει των σχέσεων Τουρκίας-Ρωσίας. Αυτό δεν θα συμβεί στη νέα περίοδο».
Υπό μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του CHP, αντίθετα, «οι σχέσεις θα διεξάγονται με τη θεσμική έννοια», εξήγησε ο ίδιος.
Ο υπουργός Υποδομών της Ουκρανίας Oleksandr Kubrakov (L), ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Antonio Guterres (2L), ο Τούρκος πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan (2R) και ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Hulusi Akar (R) παρακολουθούν την τελετή υπογραφής για την ασφαλή μεταφορά σιτηρών και τροφίμων από τα λιμάνια της Ουκρανίας, στην Κωνσταντινούπολη, στις 22 Ιουλίου 2022. (Ozan Kose/AFP via Getty Images)
Ο Ερντογάν, από την πλευρά του, υπερασπίζεται τα επιτεύγματά του στην εξωτερική πολιτική, ιδίως αυτά που αφορούν τη Ρωσία και την Ουκρανία.
«Επιστροφή στις εργοστασιακές ρυθμίσεις»
Εάν το CHP έρθει στην εξουσία, η Τουρκία θα «επιστρέψει στις εργοστασιακές της ρυθμίσεις στην εξωτερική πολιτική», δήλωσε ο Σεζέρ, ο οποίος είναι επίσης επικεφαλής του τμήματος τουρκορωσικών μελετών στην Ένωση Τουρκικής Δημοκρατίας με έδρα την Άγκυρα.
Αυτό, εξήγησε, σημαίνει τη «θεσμοθέτηση» των πολιτικών σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ, των στρατιωτικών της σχέσεων με το ΝΑΤΟ και των οικονομικών της σχέσεων με τις δυτικές χώρες.
Συνέχισε όμως να διαβεβαιώνει ότι ένας τέτοιος αναπροσανατολισμός «δεν θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία».
«Ακόμη και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Σοβιετική Ένωση ήταν εξαιρετικές, ιδίως από οικονομική άποψη», πρόσθεσε ο Σεζέρ, ο οποίος στο παρελθόν διετέλεσε εμπορικός σύμβουλος στην πρεσβεία της Τουρκίας στη Μόσχα.
Ο Φερίτ Τεμούρ, Τούρκος εμπειρογνώμονας σε θέματα Ρωσίας και Ευρασίας, εξέφρασε παρόμοια συναισθήματα.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συνεδριάζει για να συζητήσει τη σύγκρουση Ουκρανίας-Ρωσίας στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη στις 21 Οκτωβρίου 2022. (Angela Weiss/AFP via Getty Images)
«Εάν η αντιπολίτευση έρθει στην εξουσία, αναμένεται να θεσμοθετηθεί και πάλι μια φιλοδυτική πορεία εξωτερικής πολιτικής», δήλωσε ο Τεμούρ στην Epoch Times.
«Αλλά αυτός ο νέος προσανατολισμός είναι απίθανο να οδηγήσει σε απότομη ρήξη των σχέσεων με τη Μόσχα», πρόσθεσε, σημειώνοντας τη βαθιά «αλληλεξάρτηση» που χαρακτηρίζει τις εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών.
Ο ίδιος ο Κιλιτσντάρογλου έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία δεν θα επηρεαστούν αρνητικά υπό μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του CHP.
Σε ανοιχτή επιστολή που έγραψε στα τέλη του περασμένου μήνα, είπε σε μια ομάδα Ρώσων ακαδημαϊκών ότι οι «υγιείς» σχέσεις με τη Μόσχα είναι «προς το συμφέρον της Τουρκίας».
Στην επιστολή, την οποία επικαλέστηκαν ευρέως τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, επέκρινε επίσης αυτό που περιέγραψε ως «αντιρωσική θέση» που υιοθετούν ορισμένες χώρες (τις οποίες δεν κατονόμασε).
Η τουρκορωσική συνεργασία, πρόσθεσε, είναι «κρίσιμη για την περιφερειακή σταθερότητα και την παγκόσμια ειρήνη».
Ζήτημα κυρώσεων
Ορισμένοι σκληροπυρηνικοί επικριτές της Ρωσίας του Πούτιν, εν τω μεταξύ, δήλωσαν ανοιχτά ότι ελπίζουν σε μια νίκη της αντιπολίτευσης.
Τον Ιανουάριο, ο Βλαντίμιρ Μίλοφ, αξιωματούχος του αντι-Πούτιν Ιδρύματος Ελεύθερη Ρωσία, εξέφρασε την ελπίδα ότι οι επερχόμενες κάλπες θα φέρουν «πολιτική αλλαγή» στην Τουρκία.
«Το αντιπολιτευόμενο CHP δείχνει μια τάση να ενωθεί με τη Δύση σε ορισμένα μέτρα και πιθανότατα να ενταχθεί στο καθεστώς κυρώσεων [κατά της Ρωσίας]», δήλωσε ο Μίλοφ σε ένα διαδικτυακό φόρουμ που διοργανώθηκε από το Ατλαντικό Συμβούλιο, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσινγκτον.
Ωστόσο, σε συνέντευξή του στις 19 Μαρτίου, ο Κιλιτσντάρογλου φάνηκε να αποκλείει ένα τέτοιο σενάριο, λέγοντας ότι οι κυρώσεις «θα πρέπει να είναι σύμφωνες με το διεθνές δίκαιο … και μόνο στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».
Κάπως διφορούμενα, πρόσθεσε: «Πέραν αυτού, η δυναμική των ίδιων των χωρών μπαίνει στο παιχνίδι όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνονται».
Σύμφωνα με τον Σεζέρ, ο Κιλιτσντάρογλου έχει δηλώσει ρητά ότι «δεν θα επιβληθούν κυρώσεις από την Τουρκία [στη Ρωσία] εκτός των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».
Αν και αναγνώρισε ότι η Τουρκία δέχεται πιέσεις από τη Δύση να εφαρμόσει κυρώσεις στη Ρωσία, ο Σεζέρ έσπευσε επίσης να επισημάνει ότι οι οικονομικοί δεσμοί που συνδέουν τις δύο χώρες είναι «βαθύτατοι» και «βασίζονται στην αμοιβαία εξάρτηση».
Λόγω αυτής της αλληλεξάρτησης, πρόσθεσε, η Τουρκία «δεν έχει την πολυτέλεια να επιβάλει κυρώσεις [στη Ρωσία] όπως οι δυτικές χώρες».
Ο Ιρανός πρόεδρος Εμπραχίμ Ραΐσι και ο Σύρος ομόλογός του, Μπασάρ αλ Άσαντ, υπέγραψαν συμφωνία «στρατηγικής συνεργασίας» στη Δαμασκό στις 3 Μαΐου, κατά τη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού στη Συρία ενός Ιρανού αρχηγού κράτους από το 2011.
Ο Ραΐσι συνοδεύεται στη διήμερη επίσκεψη από υψηλόβαθμη αντιπροσωπεία που περιλαμβάνει τους Ιρανούς υπουργούς Εξωτερικών, Άμυνας, Ενέργειας και Τηλεπικοινωνιών.
Λίγο μετά την άφιξη του Ραΐσι, οι δύο ηγέτες είχαν συνομιλίες στην ολομέλεια του προεδρικού μεγάρου του Άσαντ στη Δαμασκό, σύμφωνα με το συριακό πρακτορείο ειδήσεων SANA.
«Οι σχέσεις Συρίας-Ιράν παρέμειναν σταθερές παρά τις σοβαρές πολιτικές προκλήσεις και τις προκλήσεις ασφαλείας που κατέκλυσαν τη Μέση Ανατολή», ανέφερε το SANA ότι ο Άσαντ δήλωσε κατά τη συνάντηση.
Ο Ραΐσι απάντησε λέγοντας ότι η Συρία «ξεπέρασε όλες αυτές τις δυσκολίες και πέτυχε τη νίκη, παρά τις απειλές και τις κυρώσεις που σας επιβλήθηκαν».
Σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων, οι δύο ηγέτες υπέγραψαν σειρά διμερών συμφωνιών, μεταξύ των οποίων και μία για «μακροπρόθεσμη στρατηγική συνεργασία» μεταξύ των δύο χωρών.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος του Ιράν, Εμπραχίμ Ραΐσι, μιλάει κατά τη διάρκεια της πρώτης συνέντευξης Τύπου στην Τεχεράνη στις 21 Ιουνίου 2021. Ο σκληροπυρηνικός κληρικός ανακηρύχθηκε νικητής των εκλογών στο Ιράν, αντικαθιστώντας τον μετριοπαθή Χασάν Ρουχανί. (Atta Kenare/AFP μέσω Getty Images)
Η Συρία εξακολουθεί να βρίσκεται υπό «κατοχή»
Κατά τα πρώτα χρόνια της συριακής σύγκρουσης, μεγάλο μέρος της χώρας βρέθηκε υπό την κυριαρχία «επαναστατικών» ομάδων -η Δαμασκός τους αποκαλεί «τρομοκράτες»- που υποστηρίζονται από τη Δύση, την Τουρκία και τα αραβικά κράτη του Κόλπου.
Αλλά από το 2015, η συριακή κυβέρνηση, με τη βοήθεια της Ρωσίας και του Ιράν, κατάφερε να επανακτήσει τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους του συριακού εδάφους.
Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι τοπικοί σύμμαχοί τους -οι αυτοαποκαλούμενες «Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις»- εξακολουθούν να διατηρούν μια σημαντική στρατιωτική παρουσία στη βορειοανατολική Συρία.
Σύμφωνα με την Ουάσινγκτον, αυτή η στρατιωτική παρουσία, η οποία περιλαμβάνει περίπου 900 στρατιώτες των ΗΠΑ, είναι απαραίτητη για να αποτραπεί η αναζωπύρωση της τρομοκρατικής ομάδας ISIS.
Το ISIS, που λέγεται ότι είναι παρακλάδι της Αλ Κάιντα, κατέλαβε το 2014 ευρείες εκτάσεις της Συρίας και του Ιράκ. Εξαλείφθηκε σε μεγάλο βαθμό έως το 2019, γεγονός που ώθησε τον τότε πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τα περισσότερα αμερικανικά στρατεύματα από τη Συρία.
Η Τουρκία, διατηρεί παρουσία στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας, η οποία, όπως λέει, είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση των συνόρων της από τις κουρδικές μαχητικές ομάδες.
Η Δαμασκός και η Τεχεράνη θεωρούν αμφότερες τη συνεχιζόμενη παρουσία των αμερικανικών και των τουρκικών δυνάμεων ως «παράνομη κατοχή» και έχουν επανειλημμένα ζητήσει την αποχώρησή τους από το συριακό έδαφος.
Ένας μαχητής των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) στέκεται πάνω σε ένα Humvee κατά τη διάρκεια κοινής στρατιωτικής άσκησης με δυνάμεις του συνασπισμού “Combined Joint Task Force-Operation Inherent Resolve” υπό την ηγεσία των ΗΠΑ κατά της ομάδας ISIS στην ύπαιθρο της πόλης al-Malikiya (Derik στα κουρδικά), στην επαρχία Hasakah, στη Συρία, στις 7 Σεπτεμβρίου 2022. (Delil Souleiman/AFP via Getty Images)
Ο Ραΐσι εκθειάζει τους «βαθύτατους, στρατηγικούς» δεσμούς
Την παραμονή του ταξιδιού του στη Δαμασκό, ο Ραΐσι χαρακτήρισε τις σχέσεις Ιράν-Συρίας «βαθιές και στρατηγικές», σημειώνοντας ότι η επίσκεψή του αποσκοπεί στην περαιτέρω εδραίωση των δεσμών.
Τόνισε επίσης την ετοιμότητα της Τεχεράνης να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων υποδομών της Συρίας μετά από μια δεκαετία και πλέον συγκρούσεων.
«Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να ξεκινήσει το συντομότερο δυνατό, καθώς οι εκτοπισμένοι επιστρέφουν στη χώρα τους και αποκαθίστανται οι κανονικές συνθήκες [στη Συρία]», δήλωσε ο Ραΐσι σε τηλεοπτικά σχόλια που επικαλείται το ιρανικό πρακτορείο ειδήσεων IRNA.
Σημειώνοντας ότι το Ιράν είχε υποστηρίξει τη Συρία καθ’ όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης, υποστήριξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ «ήλπιζαν ότι η Συρία θα κατέρρεε και ότι θα έσπαγαν το μέτωπο της αντίστασης».
Το Ισραήλ πραγματοποιεί συχνές επιθέσεις στο συριακό έδαφος, οι οποίες, όπως υποστηρίζει, στοχεύουν ιρανικά στρατιωτικά μέσα που έχουν αναπτυχθεί στη χώρα.
Τον Φεβρουάριο, μια ισραηλινή επίθεση με ρουκέτες κοντά στη Δαμασκό φέρεται να σκότωσε αρκετούς Ιρανούς στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες.
Από την ίδρυσή του το 1948, το Ισραήλ -που θεωρείται επί μακρόν βασικός σύμμαχος των ΗΠΑ- έχει εμπλακεί σε τρεις μεγάλες συγκρούσεις με τη Συρία.
Το Ισραήλ και η Συρία δεν είχαν ποτέ διπλωματικές σχέσεις και τεχνικά παραμένουν σε εμπόλεμη κατάσταση.
Καπνός υψώνεται μετά από ισραηλινή αεροπορική επιδρομή με στόχο νότια της Δαμασκού, στη Συρία, στις 20 Ιουλίου 2020. (STR/AFP μέσω Getty Images)
Πρώην εχθροί επιδιώκουν συμφιλίωση
Με τον Άσαντ να έχει πλέον εγκατασταθεί σταθερά στην εξουσία, αρκετές περιφερειακές χώρες που προηγουμένως απέφευγαν τη Δαμασκό ζητούν τώρα συμφιλίωση.
Την 1η Μαΐου, οι υπουργοί Εξωτερικών της Αιγύπτου, του Ιράκ, της Σαουδικής Αραβίας και της Ιορδανίας συναντήθηκαν με τον Σύρο ομόλογό τους για να καταρτίσουν ένα «σχέδιο δράσης» για τον τερματισμό της 12χρονης σύγκρουσης.
Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στην ιορδανική πρωτεύουσα Αμμάν όπου συζητήθηκαν επίσης τρόποι για την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Δαμασκού και πολλών αραβικών πρωτευουσών.
Ήταν η πρώτη τέτοια συνάντηση από το 2011, όταν ο Αραβικός Σύνδεσμος με έδρα το Κάιρο συμφώνησε να αναστείλει τη συμμετοχή της Συρίας στον παναραβικό οργανισμό.
Τον περασμένο μήνα, οι υπουργοί Εξωτερικών της Συρίας και της Σαουδικής Αραβίας συμφώνησαν να επαναλάβουν τις προξενικές υπηρεσίες και τις εμπορικές πτήσεις μεταξύ των χωρών τους.
Τον Μάρτιο, η Σαουδική Αραβία συμφώνησε να επαναλάβει τις διπλωματικές σχέσεις με το Ιράν -σε μια συμφωνία που διαμεσολάβησε το καθεστώς του Πεκίνου- μετά από επτά χρόνια διακοπής.
Η Τουρκία ελπίζει επίσης να συμφιλιωθεί με τη Συρία μετά από περισσότερο από μια δεκαετία αμοιβαίας εχθρότητας.
Την επόμενη εβδομάδα, οι υπουργοί Εξωτερικών της Τουρκίας, της Συρίας και του Ιράν θα συναντηθούν στη Μόσχα για συνομιλίες ορόσημο, δήλωσε ο κορυφαίος διπλωμάτης της Τουρκίας στις 3 Μαΐου.
Στόχος των συνομιλιών που θα φιλοξενηθούν στη Μόσχα είναι μια ενδεχόμενη σύνοδος κορυφής μεταξύ του Άσαντ και του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Αυξημένες είναι οι εντάσεις μεταξύ του Μπακού και του Ερεβάν τις τελευταίες εβδομάδες λόγω ενός χερσαίου διαδρόμου που περιφρουρείται από τη Ρωσία και συνδέει την Αρμενία με την γειτονική περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Αν και οι περισσότεροι από τους περίπου 120.000 κατοίκους του Ναγκόρνο-Καραμπάχ είναι Αρμένιοι, η περιοχή αναγνωρίζεται διεθνώς ως τμήμα του Αζερμπαϊτζάν.
Το Ερεβάν κατηγορεί το Αζερμπαϊτζάν ότι μπλοκάρει τη μοναδική χερσαία οδό προς την περιοχή -τον λεγόμενο διάδρομο Λατσίν- κατά παράβαση της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός του 2020 μεταξύ των δύο πρώην σοβιετικών δημοκρατιών.
Το Μπακού, από την πλευρά του, έχει δηλώσει ότι οι ενέργειές του είναι σύμφωνες με το διεθνές δίκαιο και κατηγορεί την Αρμενία ότι χρησιμοποιεί τον διάδρομο για να διοχετεύει όπλα στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ -ένας ισχυρισμός που το Ερεβάν αρνείται.
Την 1η Μαΐου, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν φιλοξένησε τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών στην Ουάσινγκτον σε μια προσπάθεια επίλυσης του αδιεξόδου.
Οι συνομιλίες, οι οποίες, σύμφωνα με πληροφορίες, περιλάμβαναν τετ α τετ συναντήσεις και στη συνέχεια μια τριμερή συζήτηση, δεν αναμενόταν να επιφέρουν άμεσες λύσεις.
Σύμφωνα με έναν αξιωματούχο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, οι συζητήσεις αποσκοπούσαν κυρίως στο να αφήσουν τις δύο πλευρές «να καθίσουν και να μιλήσουν μεταξύ τους».
«Είναι πολύ σημαντικό οι δύο τους να είναι σε θέση να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις τους», δήλωσε ο αξιωματούχος.
Ένας οικισμός στην περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, στις 10 Νοεμβρίου 2020. (Francesco Brembati/Reuters)
Μακροχρόνια υποβόσκουσα σύγκρουση
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, η Αρμενία κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος του Ναγκόρνο-Καραμπάχ -μια περιοχή περίπου 7070 τετραγωνικών χιλιομέτρων- από το γειτονικό Αζερμπαϊτζάν.
Η Αρμενία διατήρησε τον έλεγχο της περιοχής μέχρι τα τέλη του 2020, όταν διεξήγαγε έναν δεύτερο πόλεμο με το Αζερμπαϊτζάν, κατά τον οποίο το τελευταίο ανακατέλαβε σχεδόν όλα τα χαμένα εδάφη.
Η σύγκρουση διάρκειας έξι εβδομάδων έληξε με μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός με τη μεσολάβηση της Μόσχας, ενώ Ρώσοι ειρηνευτές αναπτύχθηκαν κατά μήκος των συνόρων Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν και κατά μήκος τμημάτων του διαδρόμου Λατσίν.
Στις 27 Απριλίου, το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε ότι καταβάλλονται προσπάθειες «από το ειρηνευτικό απόσπασμα της Ρωσίας … και σε πολιτικό επίπεδο» για να «επαναφέρουν τη διαδικασία στην πορεία που περιγράφεται στις τριμερείς συμφωνίες της 9ης Νοεμβρίου 2020».
Παρά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός του 2020, οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών συνεχίζουν να αναζωπυρώνονται κατά διαστήματα.
Στις 11 Απριλίου, επτά στρατιώτες σκοτώθηκαν -τρεις Αζερμπαϊτζανοί και τέσσερις Αρμένιοι- κατά τη διάρκεια ένοπλης σύγκρουσης κοντά στον διάδρομο Λατσίν.
Αρμένιος στρατιώτης πυροβολεί με πυροβόλο κατά τη διάρκεια των συνεχιζόμενων συγκρούσεων μεταξύ των δυνάμεων της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν για την αποσχισθείσα περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, στις 25 Οκτωβρίου 2020. (Aris Messinis/AFP via Getty Images)
Το σημείο ελέγχου αυξάνει την ένταση
Η διαμάχη οξύνθηκε στις 23 Απριλίου, όταν το Αζερμπαϊτζάν έστησε στρατιωτικό σημείο ελέγχου κοντά στο άνοιγμα του διαδρόμου Λατσίν.
Για να δικαιολογήσει την κίνηση αυτή, το Μπακού κατηγόρησε την Αρμενία ότι χρησιμοποιεί τη χερσαία οδό για να φέρει στρατιωτικό προσωπικό και εξοπλισμό -συμπεριλαμβανομένων ναρκών- στην περιοχή, κατά παράβαση της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός του 2020.
«Υπό το πρίσμα αυτών των προκλήσεων, η δημιουργία ενός μηχανισμού συνοριακού ελέγχου στο σημείο εκκίνησης του δρόμου Λατσίν θα παράσχει διαφάνεια στην οδική κυκλοφορία και θα διασφαλίσει την ασφάλεια», ανέφερε σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Εξωτερικών του Αζερμπαϊτζάν.
Συνέχισε υποστηρίζοντας ότι το σημείο ελέγχου, το οποίο λειτουργεί σε συνεργασία με το ρωσικό ειρηνευτικό απόσπασμα, δεν θα εμποδίζει την κυκλοφορία των πολιτών.
Όμως το Ερεβάν δήλωσε ότι το σημείο ελέγχου παραβιάζει τους όρους της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός για το 2020, η οποία προβλέπει ότι ο διάδρομος πρέπει να παραμείνει ανοιχτός.
Αρμένιοι αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι κάτοικοι του Ναγκόρνο-Καραμπάχ αντιμετωπίζουν τώρα ελλείψεις τροφίμων λόγω του κλεισίματος του διαδρόμου.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν (Α) κάνει χειραψία με τον πρωθυπουργό της Αρμενίας Νικολ Πασινιάν πριν από τη συνάντηση με τους ηγέτες της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν για το μέλλον της διαφιλονικούμενης περιοχής του Ναγκόρνο-Καραμπάχ στο Κρεμλίνο στη Μόσχα στις 11 Ιανουαρίου 2021. (Mikhail Klimentyev/SPUTNIK/AFP via Getty Images)
Προσπάθειες διαμεσολάβησης
Την περασμένη εβδομάδα, η υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Κατρίν Κολονά επισκέφθηκε και τις δύο πρωτεύουσες σε μια προσπάθεια διαμεσολάβησης για την κρίση.
Σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον ομόλογό της του Αζερμπαϊτζάν Τζεϊχούν Μπαϊράμοφ στις 27 Απριλίου, η Κολονά επέκρινε έντονα αυτό που χαρακτήρισε ως «μονομερή μέτρα» που έλαβε το Μπακού.
«Η ελεύθερη κυκλοφορία στον διάδρομο είναι απαραίτητη για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης», δήλωσε.
Ο Μπαϊράμοφ απάντησε λέγοντας ότι, από τα τέλη του 2020, το Μπακού είχε επανειλημμένα προειδοποιήσει ότι η Αρμενία χρησιμοποιούσε τον διάδρομο για να διοχετεύει όπλα στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
«Αλλά δεν θυμάμαι να έχει κάνει η Γαλλία κάποια δήλωση κατά της Αρμενίας», είπε.
Μία ημέρα νωρίτερα, ο πρωθυπουργός της Αρμενίας Νικολ Πασινιάν μίλησε τηλεφωνικά με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν για να συζητήσουν το θέμα.
Σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε στη συνέχεια το Κρεμλίνο, οι δύο ηγέτες «συζήτησαν τις εξελίξεις γύρω από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ με έμφαση στην επίλυση πρακτικών καθηκόντων για τη διασφάλιση της σταθερότητας και της ασφάλειας στην περιοχή».
«Στο πλαίσιο της τρέχουσας κατάστασης στον διάδρομο Λατσίν, επιβεβαίωσαν τη σημασία της αυστηρής τήρησης των … θεμελιωδών συμφωνιών που επιτεύχθηκαν [τον Νοέμβριο του 2020] από τους ηγέτες της Ρωσίας, της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν», αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Λίγο μετά την τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ Πούτιν και Πασινιάν, η Μόσχα διόρισε τον συνταγματάρχη Αλεξάντερ Λέντσοφ, αναπληρωτή διοικητή των ρωσικών χερσαίων δυνάμεων, για να ηγηθεί της ειρηνευτικής αποστολής της στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Η Αρμενία είναι μέλος του Οργανισμού του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας, μιας στρατιωτικής συμμαχίας έξι χωρών υπό την ηγεσία της Μόσχας.
Αν και το Αζερμπαϊτζάν διατηρεί καλές σχέσεις με τη Ρωσία, δεν είναι μέλος της συμμαχίας.
Καθώς η εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία εισέρχεται στο δεύτερο έτος της, οι ρωσικές δυνάμεις φαίνεται να έχουν ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, έχοντας πρόσφατα καταλάβει αρκετές θέσεις-κλειδιά στην ανατολική περιοχή του Ντονέτσκ.
Παρ’ όλα αυτά, αυτή την εβδομάδα παρατηρήθηκε μια σπάνια -και απροσδόκητα δημόσια- επίδειξη εσωτερικών διαμάχης μεταξύ των κορυφαίων αξιωματούχων της Ρωσίας και της Wagner Group, μιας ιδιωτικής στρατιωτικής εταιρείας με στενούς δεσμούς με το Κρεμλίνο.
Με επικεφαλής τον αμφιλεγόμενο επιχειρηματία Γεβγκένι Πριγκόζιν, η Wagner Group πρωτοστατεί στις μάχες στο Ντονέτσκ, ιδίως στην πόλη Μπαχμούτ (Αρτιομόφσκ στα ρωσικά) και γύρω από αυτήν.
Βασικός κόμβος μεταφορών για τις ουκρανικές δυνάμεις, η Μπαχμούτ παραμένει το επίκεντρο σφοδρών μαχών τους τελευταίους μήνες.
Στα μέσα Ιανουαρίου, μαχητές της Wagner διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατάληψη της Σολεντάρ, μιας πόλης εξόρυξης αλατιού νοτιοδυτικά της Μπαχμούτ. Ηγήθηκαν επίσης της μάχης για την κοντινή πόλη Παρασκοβίβκα, την οποία οι ρωσικές δυνάμεις ισχυρίστηκαν ότι κατέλαβαν νωρίτερα αυτή την εβδομάδα.
Ωστόσο, παρά αυτές τις αναφερόμενες νίκες στο πεδίο της μάχης, ο Πριγκόζιν κατηγόρησε αυτή την εβδομάδα κορυφαίους Ρώσους στρατιωτικούς αξιωματούχους ότι δεν παρείχαν στις μονάδες της Wagner επαρκή πυρομαχικά και εναέρια μεταφορά.
Μιλώντας μέσω Telegram στις 21 Φεβρουαρίου, ο Πριγκόζιν ισχυρίστηκε ότι οι υποτιθέμενες αποτυχίες εφοδιασμού, για τις οποίες κατηγόρησε προσωπικά τον Ρώσο υπουργό Άμυνας Σεργκέι Σόιγκου, ισοδυναμούν με «προδοσία».
Ανέβασε επίσης μια γραφική εικόνα σκοτωμένων μαχητών της Wagner, οι οποίοι, όπως ισχυρίστηκε, σκοτώθηκαν επειδή δεν είχαν επαρκή ανεφοδιασμό σε πυρομαχικά.
Επισκέπτες που φορούν στρατιωτική παραλλαγή στέκονται στην είσοδο του κέντρου PMC Wagner, που συνδέεται με τον ιδρυτή του ιδιωτικού στρατιωτικού ομίλου Wagner (PMC), Γιεβγκένι Πριγκόζιν, κατά τη διάρκεια των επίσημων εγκαινίων του κτιρίου γραφείων την Ημέρα Εθνικής Ενότητας, στην Αγία Πετρούπολη, στις 4 Νοεμβρίου 2022. (Olga Maltseva/AFP via Getty Images)
Ο Πούτιν παίρνει θέση για τις ενδοκυβερνητικές διαμάχες
Το ρωσικό υπουργείο Άμυνας έσπευσε να απαντήσει στους ισχυρισμούς του Πριγκόζιν με ανακοίνωσή του στις 21 Φεβρουαρίου.
«Όλες οι δηλώσεις που φέρονται να έγιναν εκ μέρους των μονάδων επίθεσης σχετικά με τις ελλείψεις πυρομαχικών είναι απολύτως αναληθείς”, αναφέρει η ανακοίνωση, η οποία δεν αναφέρει ονομαστικά τη Βάγκνερ-ή τον Πριγκόζιν.
«Όλα τα αιτήματα για πυρομαχικά … ικανοποιούνται άμεσα».
Το υπουργείο σημείωσε επίσης ότι 1.660 ρουκέτες, 980 πυρομαχικά αρμάτων μάχης και περισσότερες από 10.000 σφαίρες βαρέως πυροβολικού στάλθηκαν στο μέτωπο τις τελευταίες δύο ημέρες.
Υποστήριξε ότι, μέσα στην ίδια περίοδο, οι ρωσικές δυνάμεις -συμπεριλαμβανομένων των μαχητών της Wagner- είχαν προχωρήσει περισσότερο από 2 1/2 χιλιόμετρα προς τις ουκρανικές θέσεις κοντά στο Μπαχμούτ.
Αυτές οι προωθήσεις «θα ήταν αδύνατες χωρίς υποστηρικτικά πυρά από μονάδες πυροβολικού, τεθωρακισμένα οχήματα και άλλα όπλα», σύμφωνα με το υπουργείο.
Σημείωσε ότι «οι προσπάθειες να μπει σφήνα» μεταξύ διαφόρων τμημάτων των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων «παίζουν στα χέρια του εχθρού».
Ο Πριγκόζιν φάνηκε να υποχωρεί στις 23 Φεβρουαρίου, λέγοντας ότι είχε λάβει διαβεβαιώσεις ότι τα ζητούμενα πυρομαχικά βρίσκονταν καθ’ οδόν. Ευχαρίστησε επίσης «όσους μας βοήθησαν να το κάνουμε αυτό».
«Σώσατε εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες, ζωές των ανδρών που υπερασπίζονται την πατρίδα τους», είπε μέσω του Telegram.
Ο πρώην σύμβουλος του Κρεμλίνου Σεργκέι Μαρκόφ, επίσης μιλώντας στο Telegram, υπέδειξε αργότερα ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν παρενέβη για να σπάσει το αδιέξοδο.
Σε διάγγελμα που εκφώνησε στις 21 Φεβρουαρίου, ο ίδιος ο Πούτιν απηύθυνε έκκληση κατά των «διυπουργικών» εσωκομματικών συγκρούσεων.
«Πρέπει να τερματίσουμε … όλες τις διυπουργικές αντιθέσεις, τις τυπικότητες, τις μνησικακίες, τις παρεξηγήσεις και άλλες ανοησίες», είπε.
Ένας Ουκρανός στρατιώτης πετάει κάλυκες σφαίρας από ένα τεθωρακισμένο όχημα κοντά στο Μπαχμούτ, στην περιοχή Ντονέτσκ της Ουκρανίας, στις 22 Δεκεμβρίου 2022. (Libkos/AP Photo)
«Καμία απόδειξη» για μεγάλη ρωσική επίθεση
Τα δυτικά μέσα ενημέρωσης έχουν επιληφθεί των αναφορών για εσωτερικές διαμάχες στα ανώτατα στρατιωτικά κλιμάκια της Ρωσίας. Στις 22 Φεβρουαρίου, το Newsweek έφτασε στο σημείο να προτείνει ότι ο Πριγκόζιν, με τη δυτική υποστήριξη, θα μπορούσε να προσπαθήσει να αντικαταστήσει τον Πούτιν με ένα «πραξικόπημα».
Την ίδια ημέρα, ωστόσο, ο Πριγκόζιν προέβλεψε ότι οι ρωσικές δυνάμεις θα καταλάβουν σύντομα την πόλη Μπέρκιβκα (περίπου τέσσερα μίλια βορειοδυτικά του Μπαχμούτ), όπου, όπως είπε, οι μονάδες της Wagner προελαύνουν με σταθερούς ρυθμούς.
Οι εικασίες έχουν αυξηθεί τις τελευταίες εβδομάδες ότι η πρώτη επέτειος της σύγκρουσης στις 24 Φεβρουαρίου θα μπορούσε να συμπέσει με νέες ρωσικές επιθέσεις κατά μήκος της μετωπικής γραμμής μήκους 600 μιλίων.
Ο υπουργός Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου Μπεν Γουάλας δήλωσε στους Financial Times την περασμένη εβδομάδα ότι «δεν υπάρχουν μέχρι σήμερα στοιχεία» για μια μεγάλη ρωσική επίθεση.
Ωστόσο, ο Γουάλας παραδέχθηκε ότι οι ρωσικές δυνάμεις προωθούνται στο Ντονέτσκ, αν και «σε μέτρα, όχι σε χιλιόμετρα».
Η Wagner Group του Πριγκόζιν είναι στόχος πολλών κυρώσεων από την Ουάσινγκτον, η οποία την κατηγορεί για παραβιάσεις δικαιωμάτων και «εκβιασμό φυσικών πόρων» στην Αφρική.
Τον περασμένο μήνα, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ χαρακτήρισε την Wagner Group «σημαντική διεθνική εγκληματική οργάνωση», επικαλούμενο την «διηπειρωτική απειλή» που φέρεται να αποτελεί η ομάδα.
Στις 26 Φεβρουαρίου, οι Βέλγοι αγρότες συγκεντρώθηκαν στις Βρυξέλλες, για δεύτερη φορά μέσα σε ένα μήνα, για να διαμαρτυρηθούν για τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), οι οποίες, όπως λένε, τους βγάζουν από την αγορά.
Όπως και οι συνάδελφοί τους αλλού, οι Βέλγοι αγρότες καταγγέλλουν την αύξηση του ενεργειακού κόστους και τις φθηνές εισαγωγές τροφίμων από χώρες εκτός της ΕΕ που, όπως λένε, υποβαθμίζουν τους τοπικούς παραγωγούς.
«Βρισκόμαστε και πάλι εδώ στις Βρυξέλλες σήμερα επειδή η ΕΕ δεν ακούει τα αιτήματά μας», δήλωσε στο Reuters ο Morgan Ody, γενικός συντονιστής μιας εξέχουσας ένωσης αγροτών.
«Παράγουμε τα τρόφιμα, αλλά δεν βγάζουμε τα προς το ζην – εξαιτίας των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου, της απορρύθμισης και επειδή οι τιμές είναι κάτω από το κόστος παραγωγής. Απαιτούμε από την ΕΕ να κινηθεί σε αυτό το θέμα.»
Η δεύτερη συγκέντρωση των απογοητευμένων αγροτών στις Βρυξέλλες έγινε με αφορμή την έκτακτη συνεδρίαση των υπουργών Γεωργίας της ΕΕ, στην οποία συζητήθηκαν τρόποι για την άμβλυνση των παραπόνων των διαδηλωτών.
Τις τελευταίες εβδομάδες έχουν σημειωθεί παρόμοιες διαμαρτυρίες, διαφορετικού μεγέθους και έντασης, στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Πολωνία.
Οι αγρότες σε ολόκληρη την ΕΕ καταγγέλλουν, επίσης, αυτό που θεωρούν υπερβολική γραφειοκρατία της ΕΕ και τις περιοριστικές, «φιλικές προς το κλίμα» πολιτικές που επιβάλλουν οι αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες.
«Μας αγνοούν», δήλωσε στο Associated Press η Marieke Van De Vivere, αγρότισσα από τη βόρεια Γάνδη του Βελγίου, καλώντας τους υπουργούς της ΕΕ να επισκεφθούν τους αγρότες που εργάζονται στα χωράφια τους, «για να δουν ότι δεν είναι πολύ εύκολο με τους κανόνες που μας επιβάλλουν».
Κατά την άφιξη των υπουργών Γεωργίας, δεκάδες αγρότες στάθμευσαν τα τρακτέρ τους έξω από τον χώρο της συνάντησης, ενώ εκατοντάδες άλλοι απέκλεισαν τους δρόμους προς την πόλη.
Κάποια στιγμή, αστυνομικοί των ΜΑΤ χρησιμοποίησαν κανόνια νερού για να διαλύσουν τους διαδηλωτές, αφού σωροί από ελαστικά πυρπολήθηκαν κοντά στην περιοχή όπου γινόταν η συνάντηση.
Κατά την άφιξή τους, οι υπουργοί της ΕΕ φάνηκαν να εκφράζουν τη συμπάθειά τους για την κατάσταση των αγροτών.
«Χρειάζεται […] να πούμε στους αγρότες ότι κάτι αλλάζει», δήλωσε στους δημοσιογράφους ο Γάλλος υπουργός Γεωργίας Marc Fesneau.
«Όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, αλλά και μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.»
Ο David Clarinval, υπουργός Γεωργίας του Βελγίου, επέμεινε ότι ο ίδιος και άλλοι αξιωματούχοι της ΕΕ ακούνε «σαφώς τα παράπονά τους [των αγροτών]».
«Κατανοούμε ότι ορισμένοι βρίσκονται σε δύσκολη θέση», δήλωσε, προσθέτοντας ότι «η επιθετικότητα δεν αποτελεί πηγή λύσεων», αναφερόμενος στις κλιμακούμενες αντιδράσεις των αγροτών σε ολόκληρη την ήπειρο.
Στις 30 Ιανουαρίου, εκατοντάδες αγρότες στάθμευσαν τα τρακτέρ τους έξω από το κτίριο του Κοινοβουλίου της ΕΕ, το οποίο φιλοξενούσε σύνοδο κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών.
Ενώ η σύνοδος κορυφής βρισκόταν σε εξέλιξη, οι διαδηλωτές έβαλαν φωτιά σε δεμάτια με άχυρο, πέταξαν μπουκάλια και αυγά κατά της αστυνομίας και πολιόρκησαν το μεγαλύτερο θαλάσσιο λιμάνι της χώρας.
Οι υπουργοί Γεωργίας αναμενόταν να συζητήσουν τρόπους εκτόνωσης της απογοήτευσης των αγροτών και αντιμετώπισης των πιο πιεστικών παραπόνων τους.
Οι προτάσεις περιλαμβάνουν μείωση του αριθμού και της συχνότητας των επιθεωρήσεων στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις και εξαιρέσεις από ορισμένους περιβαλλοντικούς κανόνες για τους αγρότες μικρής κλίμακας.
Οι Βρυξέλλες έχουν ήδη χαλαρώσει ορισμένους από τους πιο αυστηρούς περιορισμούς τους, μετά από μια σειρά διαμαρτυριών που είχαν λάβει χώρα σε άλλα κράτη της ΕΕ.
Για παράδειγμα, αφαιρέθηκε ο στόχος της μείωσης των εκπομπών από τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις από τον «οδικό χάρτη για το κλίμα» και αποσύρθηκε η προτεινόμενη νομοθεσία κατά της χρήσης ορισμένων φυτοφαρμάκων.
Επίσης, εγκαταλείφθηκε η απαίτηση να αφήνουν οι αγρότες ένα ορισμένο τμήμα της γης τους σε αγρανάπαυση με στόχο την «προώθηση της ‘βιοποικιλότητας’».
Νωρίτερα φέτος, οι Γερμανοί αξιωματούχοι προσπάθησαν να εκτονώσουν την κρίση υποσχόμενοι να διατηρήσουν τις φορολογικές απαλλαγές για τους αγρότες, ενώ παράλληλα θα καταργούσαν σταδιακά τις αγροτικές επιδοτήσεις, μέσα σε διάστημα τριών ετών.
Μετά από μαζικές διαμαρτυρίες στη Γαλλία, το Παρίσι απέσυρε τα σχέδιά του να καταργήσει τις επιδοτήσεις ντίζελ και δεσμεύτηκε να χαλαρώσει τους περιβαλλοντικούς κανόνες για τη γεωργική παραγωγή.
Αγρότες διαμαρτύρονται με τα τρακτέρ τους κοντά στο Sulechow της Πολωνίας, στις 20 Φεβρουαρίου 2024. (Wladyslaw Czulak/Agencja Wyborcza.pl μέσω Reuters)
Ωστόσο, οι αγρότες στη Γαλλία, τη Γερμανία και την υπόλοιπη ΕΕ λένε ότι οι παραχωρήσεις δεν είναι αρκετές και έχουν ορκιστεί να συνεχίσουν τις διαμαρτυρίες τους μέχρι να ικανοποιηθούν όλα τα αιτήματά τους.
Οι διαμαρτυρίες των Ευρωπαίων αγροτών, με χαρακτηριστική τη χρήση αγροτικών οχημάτων για τον αποκλεισμό αυτοκινητοδρόμων, δρόμων και συνοριακών διαβάσεων, ξεκίνησαν για πρώτη φορά στην Ολλανδία το 2019.
Έκτοτε, έχουν εξαπλωθεί σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι αγρότες και άλλοι εργαζόμενοι στον αγροτικό τομέα έχουν κοινά προβλήματα.
Ταυτόχρονες συγκεντρώσεις στην Ισπανία και την Πολωνία
Η διαμαρτυρία της 26ης Φεβρουαρίου στις Βρυξέλλες συνέπεσε με παρόμοιες δράσεις στη Μαδρίτη, όπου οι Ισπανοί αγρότες εξέφρασαν παρόμοια παράπονα χτυπώντας τύμπανα και αποκλείοντας δρόμους.
«Αυτοί οι κανόνες [της ΕΕ] είναι απαράδεκτοι», δήλωσε στο Reuters ο Ρομπέρτο Ροντρίγκεζ, αγρότης από την κεντρική επαρχία της ισπανικής Άβιλα, προσθέτοντας:
«Έχουμε κουραστεί από τη γραφειοκρατία. Θέλουν να δουλεύουμε στα χωράφια την ημέρα και να ασχολούμαστε με τη γραφειοκρατία τη νύχτα.»
Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, οι Ισπανοί αγρότες απέκλεισαν δρόμους σε όλη τη χώρα για να διαμαρτυρηθούν για τον αυξανόμενο πληθωρισμό και τον αθέμιτο ανταγωνισμό από παραγωγούς σε κράτη εκτός ΕΕ.
«Οι αγρότες αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα σε ολόκληρη την ΕΕ», είχε επισημάνει τότε ο αντιπρόεδρος μιας κορυφαίας ισπανικής ένωσης αγροτών.
Με τις διαμαρτυρίες να βρίσκονται σε εξέλιξη στις Βρυξέλλες και τη Μαδρίτη, οι Πολωνοί αγρότες πραγματοποίησαν επίσης διαδηλώσεις κατά της εισροής φθηνών σιτηρών από τη γειτονική Ουκρανία.
Οι Πολωνοί αγρότες έχουν καταγγείλει εδώ και καιρό την απόφαση των Βρυξελλών του 2022 για την άρση των δασμών από τις εισαγωγές τροφίμων από την Ουκρανία.
Τις τελευταίες εβδομάδες, οι Πολωνοί αγρότες διέκοψαν την κυκλοφορία σε όλη την επικράτεια και επέβαλαν de facto αποκλεισμό στα σύνορα της Πολωνίας με την Ουκρανία.
Στις 26 Φεβρουαρίου, απέκλεισαν επίσης ένα συνοριακό πέρασμα με τη Γερμανία, για να προβάλλουν περαιτέρω τα αιτήματά τους.
«Πρόκειται για μια επίδειξη αλληλεγγύης», δήλωσε ο Adrian Wawrzyniak, εκπρόσωπος μιας σημαντικής πολωνικής ένωσης αγροτών.
«Οι Πολωνοί και οι Γερμανοί αγρότες δεν θα επιτρέψουν να συνεχίσουν να εισέρχονται αυτά τα προϊόντα από την Ουκρανία στην ευρωπαϊκή αγορά.»
Μιλώντας από τη Βαρσοβία, ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ δήλωσε ότι τα παράπονα των αγροτών πρέπει να αντιμετωπιστούν «σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
«Η Πολωνία είναι η πρώτη χώρα της ΕΕ [στα σύνορα με την Ουκρανία], αλλά αυτό είναι ένα πρόβλημα της ΕΕ στο σύνολό της – της γεωργίας της ΕΕ στο σύνολό της», δήλωσε στους δημοσιογράφους.
«Η ΕΕ πρέπει να επιλύσει το ζήτημα αυτό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, περιλαμβανομένης της στήριξης των Πολωνών γεωργών.»
Του Adam Morrow, με τη συμβολή του Reuters και του Associated Press
Σύμφωνα με πληροφορίες, δεκάδες ιερείς έχουν αλλάξει πίστη από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Μολδαβίας που συνδέεται με τη Μόσχα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας, πιστεύοντας ότι το μέλλον της Μολδαβίας βρίσκεται σε τελική ανάλυση στη Δύση.
«Το φαινόμενο αυτό προμηνύει ένα ξεπάγωμα στην εκκλησία», δήλωσε ο Βασίλι Μπανέσκου, εκπρόσωπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας, σε ραδιοφωνική συνέντευξη στις 25 Απριλίου.
«Οι ιερείς καταλαβαίνουν ότι … το μέλλον της Μολδαβίας είναι με την Ευρώπη, με τη Ρουμανία», πρόσθεσε.
Η Μολδαβία και η Ρουμανία είναι και οι δύο πρώην σοβιετικές σοσιαλιστικές δημοκρατίες.
Αλλά σε αντίθεση με τη Μολδαβία, η Ρουμανία έχει και τα δύο πόδια σταθερά στο δυτικό στρατόπεδο.
Το 2004, η Ρουμανία έγινε μέλος της διατλαντικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ. Τρία χρόνια αργότερα, εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Αντίθετα, η Μολδαβία, η οποία βρίσκεται σε επισφαλή θέση μεταξύ της Ρουμανίας και της Ουκρανίας, δεν είναι μέλος κανενός οργανισμού.
Πέρυσι, η Μολδαβία (μαζί με την Ουκρανία) έλαβε το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην ΕΕ, γεγονός που την έθεσε σε τροχιά ένταξης στο ευρωπαϊκό μπλοκ πριν το τέλος της δεκαετίας.
Η Μάια Σάντου, η έντονα φιλοδυτική πρόεδρος της Μολδαβίας, ζήτησε να διεξαχθεί εντός του έτους εθνικό δημοψήφισμα για την ένταξη στην ΕΕ.
Εν τω μεταξύ, οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Μολδαβίας – περίπου το 90 τοις εκατό του πληθυσμού – είναι διχασμένοι μεταξύ δύο αντίπαλων εκκλησιών με διαφορετικές πολιτικές προοπτικές: της Μητρόπολης της Μολδαβίας και της Μητρόπολης της Βεσσαραβίας.
Και οι δύο εδρεύουν στο Κισινάου, την πρωτεύουσα της Μολδαβίας, και αμφότερες ισχυρίζονται ότι ασπάζονται τα δόγματα του ορθόδοξου χριστιανισμού.
Ωστόσο, ενώ η πρώτη υπάγεται στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, η δεύτερη υπάγεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας με έδρα το Βουκουρέστι.
Στα τέλη του περασμένου έτους, η Μητρόπολη της Μολδαβίας επέλεξε να διατηρήσει τη μακροχρόνια σύνδεσή της με το Πατριαρχείο της Μόσχας, την ιστορική έδρα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
«Ο κλήρος και ο λαός παραμένουν πιστοί στην [συνδεδεμένη με τη Μόσχα] Ορθόδοξη Εκκλησία της Μολδαβίας», είχε δηλώσει τότε εκπρόσωπος της εκκλησίας.
«Δεν θα υπάρξει καμία συζήτηση για τη σύνδεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Μολδαβίας με το Πατριαρχείο της Ρουμανίας», πρόσθεσε.
Η πρόεδρος της Μολδαβίας Μάια Σάντου στην τρίτη υπουργική διάσκεψη της Πλατφόρμας Υποστήριξης της Μολδαβίας στο Παρίσι, στις 21 Νοεμβρίου 2022. (YOAN VALAT/Pool μέσω Reuters)
Πολιτική Ορθοδοξία
Από τότε, δεκάδες ορθόδοξοι ιερείς φέρονται να έχουν αλλάξει πίστη από τη μολδαβική εκκλησία στην αντίστοιχη ρουμανική.
Ο κύριος λόγος για τις αποστασίες φαίνεται να σχετίζεται με τη Ρωσία και τη συνεχιζόμενη εισβολή της στην ανατολική Ουκρανία, η οποία διανύει πλέον τον τρίτο χρόνο της.
Σε δηλώσεις που μεταδόθηκαν πέρυσι, η κ. Σάντου δήλωσε ότι η ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα της Μολδαβίας «επιθυμεί την ειρήνη και θέλει να γίνονται σεβαστά τα σύνορα όλων των χωρών».
Σε μια έμμεση αναφορά στη σύγκρουση στην Ουκρανία, πρόσθεσε: «Η εκκλησία δεν μπορεί να μένει στο περιθώριο και να προσποιείται ότι δεν βλέπει τι συμβαίνει».
Υπό την κ. Σάντου, η Μολδαβία καταδίκασε την εισβολή της Ρωσίας, σταμάτησε τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και κατηγόρησε τη Μόσχα για ανάμιξη στις εσωτερικές της υποθέσεις.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας υποστηρίζει ανοιχτά τη φιλοδοξία της Μολδαβίας, την οποία υπερασπίζεται η κ. Σάντου, να ενταχθεί στην ΕΕ έως το 2030.
Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, αντίθετα, συνήθως θεωρεί τη Δύση -και τους κορυφαίους θεσμούς της- ως παρακμιακή και διεφθαρμένη.
Υπό τον επίσκοπο Κύριλλο, τον ορθόδοξο πατριάρχη της Μόσχας, η εκκλησία παρέμεινε σταθερός υποστηρικτής της συνεχιζόμενης εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ο κ. Μπανέσκου, εκπρόσωπος της Ρουμανικής Εκκλησίας, δήλωσε ότι η εκκλησία του θα συνεχίσει να υποδέχεται Μολδαβούς ιερείς που επιδιώκουν να αποστασιοποιηθούν από τη Μόσχα.
«Η τάση των αποχωρήσεων από τη Μητρόπολη Μολδαβίας … θα συνεχίσει να εξαπλώνεται», υποστήριξε.
Σε απάντηση, η συνδεδεμένη με τη Μόσχα Μητρόπολη Μολδαβίας κάλεσε τους ιερείς που αποστατούν να «εξετάσουν τα λάθη τους, να μετανοήσουν βαθιά και να επιστρέψουν στους κόλπους της εκκλησίας».
Άνθρωποι συμμετέχουν σε διαδήλωση κατά της κυβέρνησης της Μολδαβίας και του φιλοευρωπαίου προέδρου της στο Κισινάου, στις 19 Φεβρουαρίου 2023. (Elena Covalenco/AFP via Getty Images)
Αυτόνομη περιοχή κοιτάζει προς τα ανατολικά
Ενώ η κυβέρνηση του Κισινάου παραμένει αποφασισμένη να ενταχθεί στην ΕΕ, άλλα πολιτικά πρόσωπα της Μολδαβίας είναι σαφώς λιγότερο ενθουσιώδη.
«Η ένταξη στην ΕΕ συνεπάγεται την παραίτηση από τα κρατικά συμφέροντα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία», δήλωσε αυτή την εβδομάδα η Γεβγκένια Γκουτσούλ, επικεφαλής της αυτόνομης δημοκρατίας της Γκαγκαουζίας της Μολδαβίας.
Σε αντίθεση με την υπόλοιπη Μολδαβία, η Γκαγκαουζία κατοικείται κυρίως από εθνοτικούς Τούρκους που ακολουθούν τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η περιοχή και ο λαός της, που είναι γνωστοί ως Γκαγκαούζοι Τούρκοι, βρίσκονται κοντά στη Μαύρη Θάλασσα και διατηρούν μακροχρόνιους πολιτιστικούς και θρησκευτικούς δεσμούς με τη Ρωσία.
Πέρυσι, η κ. Γκουτσούλ εξελέγη ηγέτης, ή αλλιώς μπασκάν, της δημοκρατίας των Γκαγκαούζων, προς μεγάλη απογοήτευση του Κισινάου.
Μαζί με την αντίθεσή της στην ένταξη της Μολδαβίας στην ΕΕ, η ίδια και το φιλορωσικό κόμμα Sor (προφέρεται “Shor”) υποστηρίζουν στενότερες σχέσεις με τη Μόσχα.
Τον περασμένο μήνα, η κ. Γκουτσούλ επισκέφθηκε τη Ρωσία, όπου συναντήθηκε με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, φέρεται να είπε στον κ. Πούτιν ότι φιλοδυτικές προσωπικότητες στο Κισινάου επιδιώκουν ενεργά να στερήσουν από τη Γκαγκαουζία τα συνταγματικά της δικαιώματα.
Μετά τη συνάντηση, δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι ο κ. Πούτιν υποσχέθηκε να «επεκτείνει την υποστήριξη στον λαό των Γκαγκαούζων για την προάσπιση των δικαιωμάτων, της εξουσίας και της διεθνούς θέσης του».
Μιλώντας αυτή την εβδομάδα, η κ. Γκουτσούλ επέκρινε την ΕΕ για μια σειρά θεμάτων, λέγοντας ότι η Μολδαβία θα εξυπηρετούνταν καλύτερα αν εντασσόταν στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση (ΕΑΕΕ).
Η ΕΑΕΕ, που ιδρύθηκε από τη Μόσχα το 2014, είναι μια οικονομική ένωση πέντε πρώην σοβιετικών κρατών της Ευρασίας.
Εκτός από τη Ρωσία, τα σημερινά μέλη του μπλοκ αποτελούν η Αρμενία, η Λευκορωσία, το Καζακστάν και το Κιργιστάν.
«Βλέπουμε το μέλλον μας στην ΕΑΕΕ, όπου οι σχέσεις βασίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό και όχι στις υπαγορεύσεις μιας ξένης γραφειοκρατίας», δήλωσε η κ. Γκουτσούλ σε δηλώσεις της, τις οποίες επικαλείται το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS.
Η επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Ουάσιγκτον στις 18 Ιανουαρίου, κατά τη διάρκεια της οποίας συναντήθηκε με τον Αμερικανό ομόλογό του υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, ανέδειξε την πολύπλοκη σχέση μεταξύ των δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ.
Κατά τη συνάντηση, οι δύο άνδρες επαναβεβαίωσαν τη «μακροχρόνια δέσμευσή τους στη συλλογική άμυνα ως σύμμαχοι [του ΝΑΤΟ]», σύμφωνα με κοινή δήλωση που εκδόθηκε στη συνέχεια.
Ενώ και οι δύο πλευρές χαιρέτισαν τη συνάντηση ως εποικοδομητική, επισκίασε τις μακροχρόνιες διαφορές που εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν μιλάει κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις 22 Δεκεμβρίου 2022, στην Ουάσινγκτον. (Win McNamee/Getty Images)
Πώληση F-16 σε εκκρεμότητα
Αφενός, η Τουρκία ελπίζει να αγοράσει έναν στόλο πολεμικών αεροσκαφών F-16 αμερικανικής κατασκευής -μια κίνηση στην οποία αντιτίθενται σθεναρά Αμερικανοί νομοθέτες με επιρροή.
Ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν ευνοεί τη συμφωνία ύψους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ο γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ (D-N.J.), πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών σχέσεων της Γερουσίας, παραμένει αντίθετος στην πώληση.
Ο Μενέντεζ επανέλαβε τις αντιρρήσεις του την περασμένη εβδομάδα, κατηγορώντας τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι επιδίδεται σε «αποσταθεροποιητική συμπεριφορά στην Τουρκία και εναντίον γειτονικών συμμάχων του ΝΑΤΟ».
Αν και το θέμα παραμένει σημείο διαφωνίας από τα τέλη του 2021, φαίνεται να έχει σημειωθεί μικρή πρόοδος στη συνάντηση Μπλίνκεν-Τσαβούσογλου.
Η κοινή δήλωση ανέφερε απλώς ότι οι δύο άνδρες συζήτησαν «την ενίσχυση της αμυντικής εταιρικής σχέσης, συμπεριλαμβανομένου του εκσυγχρονισμού του στόλου των F-16 της Τουρκίας».
Σε δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους μετά τη συνάντηση, ο Τσαβούσογλου προέτρεψε την κυβέρνηση Μπάιντεν να μην «σπαταλήσει μια σημαντική συμφωνία μεταξύ συμμάχων μόνο και μόνο επειδή ένα ή λίγα άτομα την εμποδίζουν».
Το ζήτημα της προμήθειας όπλων έχει ταλαιπωρήσει τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών εδώ και χρόνια.
Το 2017, η Άγκυρα συμφώνησε να αγοράσει συστήματα πυραυλικής άμυνας S-400 από τη Ρωσία. Η Ουάσινγκτον απάντησε με κυρώσεις στην αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας και ματαίωσε την προγραμματισμένη αγορά αμερικανικών πολεμικών αεροσκαφών F-35 από την Άγκυρα.
Ένας ελεγκτής εδάφους χαιρετά ένα μαχητικό αεροσκάφος F-16 στην αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ στην Τουρκία στις 7 Μαρτίου 2003. (Chris Hondros/Getty Images)
Το YPG: «Σύμμαχοι» εναντίον «τρομοκρατών»
Ο Μπλίνκεν και ο Τσαβούσογλου τόνισαν επίσης την επιθυμία των χωρών τους να συνεργαστούν στις «προσπάθειες καταπολέμησης των τρομοκρατικών οργανώσεων, ιδίως του ISIS/Daesh και του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK)», σύμφωνα με την κοινή δήλωση.
Ωστόσο, η δήλωση δεν περιείχε καμία αναφορά στην κουρδική ομάδα YPG, η οποία παραμένει ένας πρωταρχικός ενοχλητικός παράγοντας στις σχέσεις.
Η Ουάσινγκτον θεωρεί το YPG σύμμαχο και συνεχίζει να το χρησιμοποιεί ως δήθεν προπύργιο κατά της τρομοκρατικής ομάδας ISIS στη Συρία.
Η Τουρκία, από την πλευρά της, βλέπει το YPG -το συριακό παρακλάδι του PKK- ως τρομοκρατική ομάδα που απειλεί τα σύνορά της.
Από το 2016, η Τουρκία έχει πραγματοποιήσει τρεις χερσαίες επιθέσεις στη βόρεια Συρία -και έχει απειλήσει να εξαπολύσει και τέταρτη- με διακηρυγμένο στόχο την καταστροφή του YPG.
Τον Νοέμβριο του 2022, αρκετοί άνθρωποι σκοτώθηκαν στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης σε βομβιστική επίθεση που οι τουρκικές αρχές απέδωσαν σε μέλη του YPG.
Στην κοινή δήλωση, ο Μπλίνκεν επανέλαβε την καταδίκη της επίθεσης, λέγοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες στέκονται «πλάι-πλάι» με την Τουρκία στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας.
Οι δύο άνδρες συμφώνησαν επίσης στην ανάγκη καταπολέμησης της τρομοκρατίας «σε όλες τις μορφές και τις εκδηλώσεις της».
Ωστόσο, δεν έγινε καμία αναφορά στη συνεχή υποστήριξη της Ουάσινγκτον προς το YPG.
Τον Ιανουάριο, ο Ερντογάν προειδοποίησε ότι η Τουρκία «θα πάρει την κατάσταση στα χέρια της» εάν η Ουάσινγκτον συνεχίσει να εξοπλίζει και να υποστηρίζει την ομάδα.
Κούρδοι μαχητές των Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG) συνομιλούν με μέλη των αμερικανικών δυνάμεων στην πόλη Νταρμπασίγια, δίπλα στα σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία, στις 29 Απριλίου 2017. (Rodi Said/Reuters)
Η Τουρκία καθυστερεί την προσπάθεια ένταξης των Σκανδιναβικών χωρών στο ΝΑΤΟ
Ο Μπλίνκεν και ο Τσαβούσογλου φέρεται επίσης να συζήτησαν τρόπους ενίσχυσης του «συντονισμού και της αλληλεγγύης» μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ «ενόψει των σημερινών απειλών και προκλήσεων».
Στο πλαίσιο αυτό, συζήτησαν την εφαρμογή ενός «τριμερούς μνημονίου» με στόχο να επιτραπεί στη Σουηδία και τη Φινλανδία να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ.
Τον Μάιο του 2022, η Στοκχόλμη και το Ελσίνκι υπέβαλαν και οι δύο επίσημα αίτηση προσχώρησης στη συμμαχία. Η Τουρκία, ωστόσο, αντιτίθεται στην κίνηση αυτή και κατηγορεί και τις δύο χώρες ότι φιλοξενούν μαχητές του PKK.
Οι χώρες που επιθυμούν να γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ πρέπει να εξασφαλίσουν την έγκριση όλων των σημερινών μελών της συμμαχίας.
Το μνημόνιο που υπογράφηκε από την Τουρκία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία το περασμένο καλοκαίρι, επιδιώκει να αντιμετωπίσει τις «εύλογες ανησυχίες της Τουρκίας για την ασφάλεια», υποχρεώνοντας τα δύο σκανδιναβικά κράτη να λάβουν μέτρα κατά των τρομοκρατικών ομάδων.
Η Άγκυρα, μαζί με την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες, θεωρεί εδώ και καιρό το PKK τρομοκρατική οργάνωση.
Την περασμένη εβδομάδα, ένα αντιτουρκικό συλλαλητήριο στη Στοκχόλμη -που φέρεται να διοργανώθηκε από υποστηρικτές του PKK- προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις από την Άγκυρα.
«Τα λόγια δεν αρκούν, πρέπει να δούμε δράση», δήλωσε τότε ο Τσαβούσογλου. Η Στοκχόλμη, πρόσθεσε, «πρέπει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της».
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν (Δ) σφίγγει το χέρι με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (Α) κατά τη διάρκεια συνάντησης στο Σότσι, στις 5 Αυγούστου 2022. (Vyacheslav Prokofyev/AFP via Getty Images)
Σχέσεις με τη Μόσχα και τη Δαμασκό
Στην Ουάσιγκτον, ο Μπλίνκεν και ο Τσαβούσογλου τόνισαν επίσης την «απερίφραστη υποστήριξή τους στην κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας έναντι του απαράδεκτου πολέμου της Ρωσίας».
Παρ’ όλα αυτά, η Τουρκία διατηρεί καλές σχέσεις με τη Ρωσία και αρνήθηκε σταθερά να υποστηρίξει τις κυρώσεις κατά της Μόσχας υπό την ηγεσία της Δύσης.
Το περασμένο καλοκαίρι, η Τουρκία και η Ρωσία συμφώνησαν να επεκτείνουν τις διμερείς σχέσεις, ιδίως όσον αφορά το εμπόριο και την ενέργεια, προκαλώντας δυτικούς φόβους για μια τουρκική «κλίση προς τη Μόσχα».
Η Ουάσινγκτον έχει επίσης εκφράσει την ανησυχία της για αυτό που φαίνεται να είναι μια εκκολαπτόμενη προσέγγιση μεταξύ της Άγκυρας και της Δαμασκού μετά από 10 χρόνια εχθρότητας.
Η Τουρκία υποστηρίζει ένοπλες ομάδες ανταρτών στη Συρία που έχουν επιδιώξει την ανατροπή του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ και της κυβέρνησής του.
Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, η Μόσχα προέτρεψε τη σύμμαχο Δαμασκό να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Άγκυρα.
Στα τέλη του περασμένου μήνα, οι υπουργοί Άμυνας της Τουρκίας και της Συρίας πραγματοποίησαν συνομιλίες-ορόσημο στη Μόσχα.
Συζήτηση για τη συριακή κρίση
Σχεδιάζεται τώρα η πραγματοποίηση μιας δεύτερης συνάντησης στη Μόσχα μεταξύ του Τσαβούσογλου και του Σύρου υπουργού Εξωτερικών, η οποία θα ανοίξει το δρόμο για μια ενδεχόμενη συνάντηση μεταξύ του Ερντογάν και του Άσαντ.
Εν τω μεταξύ, η Ουάσινγκτον βλέπει με δυσάρεστο μάτι τη διαδικασία συμφιλίωσης Τουρκίας-Συρίας που υποστηρίζεται από τη Ρωσία.
«Δεν υποστηρίζουμε χώρες που αναβαθμίζουν τις σχέσεις τους με … τον βάναυσο δικτάτορα Μπασάρ αλ Άσαντ», δήλωσε εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών νωρίτερα αυτόν τον μήνα.
Η κοινή δήλωση που εκδόθηκε μετά τη συνάντηση Μπλίνκεν-Τσαβούσογλου, ωστόσο, δεν έκανε καμία αναφορά στη σχεδιαζόμενη σύνοδο κορυφής των υπουργών Εξωτερικών Τουρκίας-Συρίας.
Ανέφερε απλώς ότι οι δύο άνδρες συζήτησαν «όλες τις πτυχές της συριακής κρίσης», τονίζοντας τη δέσμευσή τους σε μια «πολιτική διαδικασία υπό την ηγεσία της Συρίας σύμφωνα με την απόφαση 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».
Το ψήφισμα 2254, που εγκρίθηκε ομόφωνα το 2015, ζητεί την παύση των εχθροπραξιών μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών στη Συρία και την πολιτική διευθέτηση της δεκαετούς κρίσης.
Την περασμένη εβδομάδα, οι τουρκικές αρχές συνέλαβαν δεκάδες άτομα για ύποπτους δεσμούς με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), το οποίο χαρακτηρίζεται ως τρομοκρατική οργάνωση από την Τουρκία, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στις 18 Φεβρουαρίου, ο υπουργός Εσωτερικών Αλί Γερλικαγιά ανακοίνωσε ότι σχεδόν 300 ύποπτοι συνελήφθησαν σε διάφορες επαρχίες, μεταξύ αυτών στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. «Είμαστε αποφασισμένοι να εξαλείψουμε την τρομοκρατία σε όλες τις μορφές της», δήλωσε, σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο Anadolu.
Επικριτές, ωστόσο, κατηγορούν την κυβέρνηση ότι χρησιμοποιεί τα μέτρα κατά της τρομοκρατίας ως πρόσχημα για την καταστολή πολιτικών αντιπάλων. Ο Ιλχάν Ουζγκέλ, αναπληρωτής πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), έκανε λόγο για αυταρχική πορεία της κυβέρνησης που πλέον έχει ξεφύγει από τον έλεγχο.
Επιθέσεις και αντίποινα
Το PKK διεξάγει ένοπλη δράση κατά της τουρκικής κυβέρνησης από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, με επιθέσεις σε στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους που έχουν στοιχίσει εκατοντάδες ζωές.
Τον Οκτώβριο του 2024, ένοπλοι του PKK επιτέθηκαν στην έδρα τουρκικής αμυντικής εταιρείας στην Άγκυρα, σκοτώνοντας πέντε άτομα. Σε αντίποινα, η τουρκική πολεμική αεροπορία εξαπέλυσε επιδρομές κατά θέσεων του PKK στο βόρειο Ιράκ, καθώς και στη Συρία, όπου δραστηριοποιείται η συμμαχική οργάνωση YPG.
Μέλη της κουρδικής πολιτοφυλακής της Συρίας YPG, στο χωριό Εσμέ στην επαρχία Χαλέπι της Συρίας, στις 22 Φεβρουαρίου 2015. (Mursel Coban/Depo Photos μέσω AP, αρχείο)
Καθαιρέσεις αξιωματούχων και αντιδράσεις
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι πρόσφατες επιχειρήσεις είναι κρίσιμες για τη διατήρηση της εθνικής ασφάλειας. Ο Γερλικαγιά δήλωσε ότι η εκστρατεία στοχεύει στη διασφάλιση της «ειρήνης, της ενότητας και της ασφάλειας» της χώρας.
Τουρκικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι μεταξύ των συλληφθέντων περιλαμβάνονται και μέλη της αντιπολίτευσης, καθώς και δημοσιογράφοι. Σύμφωνα με το Bianet, μέλη του φιλοκουρδικού Κόμματος Δημοκρατίας και Ισότητας (DEM) και μικρότερων αριστερών κομμάτων βρέθηκαν στο στόχαστρο των Αρχών.
Το τελευταίο διάστημα, αρκετοί εκλεγμένοι αξιωματούχοι καθαιρέθηκαν από τις θέσεις τους με την κατηγορία διασυνδέσεων με το PKK. Στις 11 Φεβρουαρίου, εννέα δημοτικοί σύμβουλοι του CHP στην Κωνσταντινούπολη συνελήφθησαν για ύποπτους δεσμούς με την οργάνωση. Το CHP αρνείται τις κατηγορίες, χαρακτηρίζοντάς τις πολιτικά υποκινούμενες.
Στις 14 Φεβρουαρίου, δήμαρχος του DEM στην επαρχία Βαν απομακρύνθηκε από το αξίωμά του έπειτα από καταδίκη για «συνδρομή σε ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση». Το DEM έκανε λόγο για «πλήγμα στη λαϊκή βούληση». Από τις τοπικές εκλογές του 2023, οκτώ δήμαρχοι του DEM και δύο του CHP έχουν καθαιρεθεί με παρόμοιες κατηγορίες.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατήγγειλε τις απομακρύνσεις δημάρχων ως αυθαίρετες, ωστόσο η τουρκική κυβέρνηση επιμένει ότι η Δικαιοσύνη λειτουργεί ανεξάρτητα.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν απευθύνεται στους υποστηρικτές του στην Κωνσταντινούπολη. Τουρκία, 28 Μαΐου 2023. (Murad Sezer/Reuters)
Διαβουλεύσεις με τον Οτσαλάν
Οι τελευταίες επιχειρήσεις κατά του PKK συμπίπτουν με μυστικές συνομιλίες μεταξύ της κυβέρνησης και του φυλακισμένου ηγέτη της οργάνωσης, Αμπντουλάχ Οτσαλάν.
Τον Οκτώβριο του 2024, ο ηγέτης του Κόμματος Εθνικιστικού Κινήματος (MHP), Ντεβλέτ Μπαχτσελί, κάλεσε τον Οτσαλάν να διατάξει τα μέλη του PKK να καταθέσουν τα όπλα, προτείνοντας την πιθανή αποφυλάκισή του μετά από 25 χρόνια κράτησης. Παρότι την επόμενη ημέρα το PKK εξαπέλυσε την επίθεση στην Άγκυρα, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξέφρασε αργότερα την υποστήριξή του στη διαδικασία, κάνοντας λόγο για «ιστορική ευκαιρία» επίλυσης της σύγκρουσης.
Στα τέλη Δεκεμβρίου, ο Οτσαλάν φέρεται να δήλωσε ότι είναι διατεθειμένος να συμβάλει σε μια λύση. Τον Φεβρουάριο, ο συμπρόεδρος του DEM, Τουντσέρ Μπακίρχαν, ανέφερε ότι ο Οτσαλάν επρόκειτο να απευθύνει «ιστορικό κάλεσμα».
Μασκοφόρες γυναίκες έφιππες μεταφέρουν την κουρδική σημαία κατά τη διάρκεια εορτασμού της Ημέρας της Κουρδικής Σημαίας στο Αρμπίλ, πρωτεύουσα της βόρειας αυτόνομης κουρδικής περιοχής του Ιράκ, στις 17 Δεκεμβρίου 2024. (Safin Hamid/AFP μέσω Getty Images)
Μυστικές επαφές στο Ιράκ
Ο Οτσαλάν αναμενόταν να απευθύνει το μήνυμά του στις 15 Φεβρουαρίου, ωστόσο αυτό δεν συνέβη.
Παράλληλα, στις 16 Φεβρουαρίου, στελέχη του DEM επισκέφθηκαν την ημιαυτόνομη κουρδική περιοχή του Ιράκ, όπου παρέδωσαν μήνυμα του Οτσαλάν στον ηγέτη του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος, Μασούντ Μπαρζανί. Ο Μπαρζανί δήλωσε έτοιμος να στηρίξει την ειρηνευτική διαδικασία. Σύμφωνα με αναλυτές, η οικογένεια Μπαρζανί επιδιώκει να διαδραματίσει μεσολαβητικό ρόλο μεταξύ Άγκυρας και PKK, αλλά και να ενισχύσει τη γεωπολιτική της θέση εν όψει πιθανών εξελίξεων στη Συρία.
Παρά τις πρωτοβουλίες, παραμένουν ερωτήματα σχετικά με τις επιδιώξεις των εμπλεκόμενων πλευρών και τους όρους μιας ενδεχόμενης συμφωνίας.
Η 36ωρη μονομερής κατάπαυση του πυρός, που ανακοινώθηκε μια ημέρα νωρίτερα από τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, τέθηκε σε ισχύ το μεσημέρι (ώρα Μόσχας) κατά μήκος της μεθοριακής γραμμής 680 μιλίων μεταξύ ρωσικών και ουκρανικών δυνάμεων.
«Σήμερα το μεσημέρι τέθηκε σε ισχύ το καθεστώς κατάπαυσης του πυρός σε ολόκληρη τη γραμμή επαφής», ανέφεραν τα ρωσικά κρατικά μέσα ενημέρωσης το μεσημέρι της 6ης Ιανουαρίου. «Θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος της 7ης Ιανουαρίου».
Η μονομερής κατάπαυση του πυρός έχει σκοπό να συμπέσει με τα Χριστούγεννα, τα οποία πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί γιορτάζουν στις 7 Ιανουαρίου.
Το πρωί της 6ης Ιανουαρίου, Ουκρανοί αξιωματούχοι ανέφεραν ότι η πόλη Κραματόρσκ, που βρίσκεται στην ανατολική περιοχή Ντονέτσκ, είχε δεχθεί πυρά ρωσικού πυροβολικού.
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι απευθύνεται στο Κογκρέσο των ΗΠΑ στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον, στις 21 Δεκεμβρίου 2022. (Mandel Ngan/AFP via Getty Images)
Σύμφωνα με τον διορισμένο από το Κίεβο δήμαρχο της πόλης, τα πλήγματα προκάλεσαν ζημιές σε αρκετά κτίρια, αλλά δεν είχαν ως αποτέλεσμα θύματα.
Όμως μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές -περίπου επτά ώρες μετά την έναρξη ισχύος της εκεχειρίας- δεν είχαν αναφερθεί περαιτέρω ρωσικά πλήγματα από τις ουκρανικές αρχές.
Οι ουκρανικές δυνάμεις, αντίθετα, συνέχισαν να πλήττουν ρωσικές θέσεις σε διάφορες περιοχές κατά μήκος της μετωπικής γραμμής, σύμφωνα με ισχυρισμούς ρωσικών πηγών.
Το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS μετέδωσε ότι η πόλη Ντονέτσκ, πρωτεύουσα της περιοχής Ντονέτσκ, είχε πληγεί -ακριβώς το μεσημέρι- από σφοδρό ουκρανικό μπαράζ πυροβολικού.
Στην καθημερινή του ενημέρωση για την 6η Ιανουαρίου, το ρωσικό υπουργείο Άμυνας υποστήριξε ότι οι ουκρανικές δυνάμεις, παρά την κατάπαυση του πυρός, «συνέχισαν τον βομβαρδισμό κατοικημένων περιοχών και ρωσικών θέσεων».
Το υπουργείο επικαλέστηκε φερόμενα χτυπήματα ουκρανικών όλμων ή πυροβολικού στις περιοχές Ντονέτσκ, Λουχάνσκ και Ζαπορίζια.
Ειδικότερα, το υπουργείο πρόσθεσε ότι οι ουκρανικές μονάδες που πραγματοποίησαν τα πλήγματα «καταστέλλονται» από τα ανταποδοτικά πυρά των ρωσικών δυνάμεων.
Η Epoch Times δεν ήταν σε θέση να επαληθεύσει τους ισχυρισμούς του υπουργείου.
Στις 5 Ιανουαρίου, ο Ντένις Πούσιλιν, ένας φιλορώσος ηγέτης στο Ντονέτσκ, προειδοποίησε ότι οι ρωσικές δυνάμεις θα απαντούσαν με τον ίδιο τρόπο εάν δέχονταν πυρά κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας.
Μιλώντας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο Πούσιλιν δήλωσε ότι η κατάπαυση του πυρός ισχύει μόνο για «έναρξη του πυρός ή προέλαση από την πλευρά μας».
«Δεν σημαίνει ότι δεν θα απαντήσουμε στις προκλήσεις του αντιπάλου», πρόσθεσε.
Ούτε, σύμφωνα με τον Πούσιλιν, θα δοθεί στις ουκρανικές δυνάμεις «η ευκαιρία να βελτιώσουν τις θέσεις τους στη γραμμή εμπλοκής» κατά τη διάρκεια της 36ωρης κατάπαυσης του πυρός.
Κίεβο και σύμμαχοι απορρίπτουν την εκεχειρία ως τέχνασμα
Ο Πούτιν ανακοίνωσε τη μονομερή κατάπαυση του πυρός το βράδυ της 5ης Ιανουαρίου σε μια κίνηση που εξέπληξε πολλούς παρατηρητές.
Η πρωτοβουλία φέρεται να βασίστηκε σε αίτημα του Πατριάρχη Κύριλλου, επικεφαλής της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και ιδεολογικού συμμάχου του Πούτιν.
«Καθώς πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί διαμένουν στην περιοχή των εχθροπραξιών, καλούμε την ουκρανική πλευρά να κηρύξει κατάπαυση του πυρός για να τους επιτρέψει να παρακολουθήσουν τις εκκλησιαστικές λειτουργίες την παραμονή και την ημέρα των Χριστουγέννων», αναφέρεται σε ανακοίνωση της 5ης Ιανουαρίου που κυκλοφόρησε από το Κρεμλίνο.
Τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ουκρανία, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ασπάζεται την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, η οποία αποσχίστηκε από τη Ρώμη τον 11ο αιώνα.
Ωστόσο, η ανακοίνωση του Κρεμλίνου για μονομερή κατάπαυση του πυρός τα Χριστούγεννα έγινε δεκτή με περιφρόνηση από τους Ουκρανούς ηγέτες στο Κίεβο.
Στο νυχτερινό βιντεοσκοπημένο διάγγελμά του στις 5 Ιανουαρίου, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι κατηγόρησε τη Μόσχα ότι «χρησιμοποιεί τα Χριστούγεννα ως προκάλυμμα … για να σταματήσει την προέλαση των ανδρών μας στο Ντονμπάς και να φέρει εξοπλισμό, πυρομαχικά και κινητοποιημένα στρατεύματα πιο κοντά στις θέσεις μας».
Η ρωσόφωνη περιοχή του Ντονμπάς, η οποία περιλαμβάνει τις επαρχίες Ντονέτσκ και Λουχάνσκ, παραμένει σημείο σφοδρών χερσαίων μαχών μεταξύ ρωσικών και ουκρανικών δυνάμεων.
Η Ουάσινγκτον, εν τω μεταξύ, αντέδρασε στην ανακοίνωση της εκεχειρίας με παρόμοιο σκεπτικισμό.
«Δεν έχουμε μεγάλη εμπιστοσύνη στις προθέσεις πίσω από αυτή την ανακοίνωση», δήλωσε ο εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών Νεντ Πράις στην καθημερινή ενημέρωση της 5ης Ιανουαρίου.
«Η ανησυχία μας … είναι ότι οι Ρώσοι θα επιδιώξουν να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε προσωρινή παύση στις μάχες για να ξεκουραστούν, να ανασυγκροτηθούν, να ανασυνταχθούν και τελικά να επιτεθούν εκ νέου», πρόσθεσε.
Όταν ρωτήθηκε αν η Ουάσινγκτον συμβούλεψε τις ουκρανικές δυνάμεις να συνεχίσουν να πολεμούν παρά τη μονομερή κατάπαυση του πυρός, ο Πράις είπε: «Αυτές είναι αποφάσεις που θα πρέπει να λάβει η Ουκρανία».
Τον περασμένο Φεβρουάριο, οι ρωσικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ουκρανία με δηλωμένο στόχο να προστατεύσουν τους φιλορώσους αυτονομιστές στο Ντονμπάς από τις φερόμενες καταχρήσεις της κυβέρνησης του Κιέβου.
Το Κίεβο και οι δυτικοί σύμμαχοί του, από την πλευρά τους, θεωρούν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ως «απρόκλητη επίθεση» εναντίον ενός κυρίαρχου έθνους.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Μόσχα ενσωμάτωσε επίσημα τέσσερις περιοχές της Ουκρανίας στη Ρωσική Ομοσπονδία μετά τη διεξαγωγή αμφιλεγόμενων δημοψηφισμάτων.
Το Κίεβο, το οποίο έχει λάβει οικονομική βοήθεια δισεκατομμυρίων δολαρίων από τους συμμάχους του -και τεράστιες ποσότητες όπλων και εξοπλισμού- έχει επανειλημμένα ορκιστεί να ανακτήσει και τις τέσσερις περιοχές με τη βία των όπλων.