Τρίτη, 01 Ιούλ, 2025

Η Κίνα αρνείται να υποχωρήσει αφότου οι ΗΠΑ απειλούν με επιπλέον δασμούς 50%

Το Πεκίνο επέκρινε την Τρίτη την απειλή του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να επιβάλει επιπλέον δασμούς 50% στις κινεζικές εισαγωγές ως απάντηση στα αντίποινα της Κίνας κατά των αμοιβαίων δασμών των ΗΠΑ.

Το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου είπε ότι θα ήταν λάθος αν ο Τραμπ προχωρήσει με τους πρόσθετους δασμούς και υποσχέθηκε να «παλέψει μέχρι τέλους» για να προστατεύσει τα συμφέροντά του.

Το υπουργείο πρόσθεσε ότι δεν θα δεχτεί τα αιτήματα του Τραμπ και κάλεσε την κυβέρνηση των ΗΠΑ να ακυρώσει τα δασμολογικά μέτρα κατά της Κίνας, σύμφωνα με δήλωσή του.

Ο Τραμπ προειδοποίησε τη Δευτέρα ότι θα επιβάλει πρόσθετους δασμούς 50% στα κινεζικά προϊόντα εάν η Κίνα αρνηθεί να αποσύρει τους δασμούς αντιποίνων 34% στις εισαγωγές των ΗΠΑ.

Οι δασμοί του Πεκίνου ήταν μια απάντηση στην αμοιβαία δασμολογική ανακοίνωση του Τραμπ στις 2 Απριλίου, η οποία αύξησε τους συνολικούς δασμούς των ΗΠΑ στις κινεζικές εισαγωγές στο 54%.

Αυτοί οι δασμοί στις εισαγωγές των ΗΠΑ, είπε ο Τραμπ, προστέθηκαν στους «ήδη υψηλότατους δασμούς, τους μη νομισματικούς δασμούς, στις παράνομες επιδοτήσεις εταιρειών και στην τεράστια, μακροπρόθεσμη χειραγώγηση του νομίσματος».

«Εάν η Κίνα δεν αποσύρει την αύξηση του 34% πάνω από τις ήδη μακροπρόθεσμες εμπορικές καταχρήσεις της μέχρι αύριο, 8 Απριλίου 2025, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβάλουν ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ δασμούς 50% στην Κίνα, με ισχύ από τις 9 Απριλίου», έγραψε ο Τραμπ σε ανάρτησή του στο Truth Social. Αυτό θα αυξήσει τους δασμούς στα προϊόντα από την Κίνα σε πάνω από 100%.

Ο πρόεδρος προσέθεσε ότι όλες οι εμπορικές διαπραγματεύσεις με την Κίνα «σχετικά με τις συναντήσεις που ζητήθηκαν» με την κυβέρνησή του θα ακυρωθούν εάν το Πεκίνο δεν ακυρώσει τους δασμούς αντιποίνων.

Οι αμοιβαίοι δασμοί 34% στην Κίνα — με στόχο τη χειραγώγηση του νομίσματος, τις βιομηχανικές επιδοτήσεις και άλλες εμπορικές πρακτικές — προστέθηκαν στους υπάρχοντες δασμούς 20% που είχε ήδη επιβάλει ο Τραμπ στις κινεζικές εισαγωγές το τρέχον έτος, σε μια προσπάθεια να περιορίσει τη διακίνηση φαιντανύλης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Προστιθέμενοι, έφτασαν το 54%, κάτι που αντιστοιχεί σε σχεδόν 600 δισεκατομμύρια δολάρια στο ετήσιο εμπόριο.

Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι τα μέτρα είναι απαραίτητα για την αποκατάσταση του εμπορικού ισοζυγίου και έχει κατηγορήσει άλλες χώρες ότι εκμεταλλεύονται τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.

Από τον πρώτο γύρο των αμερικανικών δασμών, κατά τη δεύτερη θητεία του Τραμπ, το Πεκίνο έχει αρχίσει να εφαρμόζει μια σειρά από αντίμετρα, όπως τους αυστηρότερους ελέγχους στις εξαγωγές ορισμένων τύπων ορυκτών σπάνιων γαιών και την προσθήκη περισσότερων αμερικανικών εταιρειών στον «κατάλογο των αναξιόπιστων οντοτήτων». Η μαύρη λίστα στοχεύει ξένες επιχειρήσεις που το κινεζικό καθεστώς θεωρεί απειλή για την εθνική ασφάλεια και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Οι σαρωτικοί δασμοί του Τραμπ προκάλεσαν αστάθεια στις αμερικανικές και παγκόσμιες αγορές, με τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης των μετοχών του S&P 500 να πέφτουν κατά 4%, τον Dow Jones να υποχωρεί 3,8% στις 6 Απριλίου και ορισμένους εμπορικούς εταίρους να επιδιώκουν να διαπραγματευτούν καλύτερες εμπορικές συμφωνίες.

Στις 7 Απριλίου, ο Τραμπ δεν έδειξε κανένα σημάδι υποχώρησης όσον αφορά τη δασμολογική πολιτική του, παρά τις  αναφορές για παύση.

Την προηγουμένη δε είχε δηλώσει σε δημοσιογράφους ότι δεν επιδιώκει να κάνει μια συμφωνία με την Κίνα εάν δεν αντιμετωπίσει το «τεράστιο πρόβλημα ελλείμματος» με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Όταν κοιτάξετε το εμπορικό έλλειμμα που έχουμε με ορισμένες χώρες, πάνω από ένα δισεκατομμύριο ανά χώρα, με την Κίνα [είναι] τρισεκατομμύρια δολάρια», είπε στους δημοσιογράφους στο Air Force One. «Είμαι πρόθυμος να αντιμετωπίσω την Κίνα, αλλά πρέπει να λύσουν το πλεόνασμά τους.»

Ορισμένοι ειδικοί είπαν ότι θα ήταν δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να υποχρεώσουν την Κίνα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους.

Ο Κρίστοφερ Μπάλντινγκ, ανώτερος συνεργάτης του Henry Jackson Society, μιας δεξαμενής σκέψης με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, είπε ότι ο ηγέτης του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) Σι Τζινπίνγκ δεν θέλει να «θεωρείται ότι υποχωρεί στον Τραμπ».

«Ο Σι παρουσιάστηκε τόσο στην Κίνα όσο και διεθνώς ως ο ηγέτης που μπορεί να αντισταθεί στην Αμερική – οι άνθρωποι που θέλουν να αντισταθούν στην Αμερική θα πρέπει λοιπόν να τον ακολουθήσουν», δήλωσε ο Μπάλντινγκ στην Epoch Times. «Θα ήταν καταστροφικό για τον Σι να φανεί ότι υποχωρεί στον Τραμπ με οποιονδήποτε τρόπο.»

Με τη συμβολή των Andrew Moran και Terri Wu 

Πρώτος διαγωνισμός εκμετάλλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου στον Κόλπο της Αμερικής

Ο υπουργός Εσωτερικών των ΗΠΑ, Νταγκ Μπέργκαμ, ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι έχει δώσει οδηγία στο Γραφείο Διαχείρισης Ωκεάνιων Πόρων (Bureau of Ocean Energy Management – BOEM) για τη διενέργεια διαγωνισμού εκμετάλλευσης κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στον Κόλπο της Αμερικής εντός του τρέχοντος έτους.

«Η απελευθέρωση του ενεργειακού δυναμικού της Αμερικής θα οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές στα πρατήρια βενζίνης, στα καταστήματα τροφίμων και συνολικά στη ζωή των Αμερικανών πολιτών, ενισχύοντας παράλληλα την εθνική μας ασφάλεια», δήλωσε ο Μπέργκαμ σε σχετική ανακοίνωση.

Η επίσημη προκήρυξη του διαγωνισμού αναμένεται να δημοσιευθεί από το αρμόδιο γραφείο τον Ιούνιο, σύμφωνα με τη δήλωση του Υπουργείου Εσωτερικών.

Ο διαγωνισμός αυτός θα είναι ο πρώτος που διεξάγεται στον «Κόλπο της Αμερικής» υπό τη διοίκηση Τραμπ, ενός κόλπου που πρόσφατα μετονομάστηκε από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ – προηγουμένως γνωστός ως «Κόλπος του Μεξικού».

Πρόκειται επίσης για τον πρώτο διαγωνισμό που εντάσσεται σε ένα πενταετές πλάνο κεφαλαίων μικρής κλίμακας, το οποίο οριστικοποίησε η προηγούμενη κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν το 2023. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα προέβλεπε μόλις τρεις διαγωνισμούς μίσθωσης στον Κόλπο, για τα έτη 2025, 2027 και 2029 – τον μικρότερο έως τώρα αριθμό δημοπρασιών ανά πενταετία.

Η κυβέρνηση Τραμπ θεωρεί ότι η εκμετάλλευση των πετρελαϊκών και αερίων κοιτασμάτων στην εξωτερική υφαλοκρηπίδα είναι κομβικής σημασίας για τη διασφάλιση της αμερικανικής ενεργειακής κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Πέραν αυτού, το Υπουργείο υπογραμμίζει πως τα έσοδα από τη μίσθωση αδειών εξόρυξης, τα ενοίκια και τα δικαιώματα επί της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου θα ενισχύσουν το Υπουργείο Οικονομικών, αλλά και πολιτείες, μέσω ειδικών προγραμμάτων διαμοιρασμού εσόδων, τα οποία χρηματοδοτούν δράσεις προστασίας περιβάλλοντος και ανάπτυξης υποδομών αναψυχής.

Επιπλέον, όπως τονίζεται στην ανακοίνωση, η διαγωνιστική διαδικασία θα δημιουργήσει «δεκάδες χιλιάδες καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας» για τους Αμερικανούς πολίτες, τόσο κατά την εξερεύνηση και παραγωγή όσο και στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ευρύτερη αλυσίδα εφοδιασμού.

Η εξωτερική υφαλοκρηπίδα των ΗΠΑ θεωρείται σημαντική πηγή πετρελαίου και φυσικού αερίου για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Υπουργείου Εσωτερικών, οι προς εκμετάλλευση περιοχές του Κόλπου της Αμερικής περιέχουν περίπου 29,59 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου και 54,84 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου.

Η ένωση National Ocean Industries Association (NOIA), που αντιπροσωπεύει εταιρείες του κλάδου, χαιρέτισε την κίνηση της κυβέρνησης Τραμπ, υπογραμμίζοντας ότι ο Κόλπος αποτελεί «θεμέλιο λίθο της αμερικανικής ενεργειακής ασφάλειας, της οικονομικής ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας».

«Διαθέτοντας νέα συμβόλαια, η κυβέρνηση ουσιαστικά δηλώνει ότι ‘ξανανοίγει’ τον Κόλπο της Αμερικής για επιχειρήσεις—μια κίνηση που θα ωφελήσει συνολικά τη χώρα», ανέφερε ο Έρικ Μιλίτο, πρόεδρος της NOIA. «Ανυπομονούμε να συνεργαστούμε στενά με την κυβέρνηση και τους νομοθέτες για τη διατήρηση του Κόλπου στην πρώτη γραμμή μιας υπεύθυνης παραγωγής ενέργειας διεθνώς».

Η εξέλιξη αυτή ακολουθεί σχετική εκτελεστική εντολή που υπέγραψε ο Πρόεδρος Τραμπ αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στις 20 Ιανουαρίου 2025, η οποία είχε ως στόχο την ενίσχυση της ενεργειακής έρευνας και παραγωγής στην εξωτερική υφαλοκρηπίδα.

Στην εντολή επισημαίνεται ότι «οι υπερβολικές, ιδεολογικά καθοδηγούμενες ρυθμίσεις» της προηγούμενης διοίκησης εμπόδισαν την πλήρη ανάπτυξη των φυσικών πόρων στις ΗΠΑ, περιόρισαν την παραγωγή αξιόπιστης και οικονομικά προσιτής ηλεκτρικής ενέργειας και είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της δημιουργίας θέσεων εργασίας και την αύξηση του κόστους ενέργειας.

«Είναι λοιπόν εθνικό μας συμφέρον να απελευθερώσουμε τους προσιτούς και αξιόπιστους ενεργειακούς μας πόρους», ανέφερε ο Τραμπ.

Η εντολή υποδεικνύει προς όλες τις κυβερνητικές υπηρεσίες να επανεξετάσουν όλες τις κανονιστικές αποφάσεις, τις οδηγίες, τις πολιτικές και κάθε άλλη ενέργεια της προηγούμενης διοίκησης που «δημιουργεί αδικαιολόγητα βάρη στην αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πηγών». Πρόκειται ουσιαστικά για επανεξέταση δεκάδων μέτρων της κυβέρνησης Μπάιντεν που αφορούσαν ενεργειακά ζητήματα.

O πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε επικείμενη επίσκεψη στη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα

Σημαντική περιοδεία στη Μέση Ανατολή ανακοίνωσε ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε τη Δευτέρα από το Οβάλ Γραφείο, προσδιορίζοντας ως επόμενο μήνα την πιθανή ημερομηνία της πρώτης του εξωτερικής αποστολής στον δεύτερο προεδρικό του όρο. Η περιοδεία περιλαμβάνει συναντήσεις στη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ενώ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο επισκέψεων και σε άλλες χώρες της περιοχής.

Eπικέντρωση στις επενδύσεις και στη δημιουργία θέσεων εργασίας

Βασικό σημείο της επίσκεψης φαίνεται να αποτελεί η ενίσχυση των επενδύσεων της Σαουδικής Αραβίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τον πρόεδρο Τραμπ να εκτιμά ότι οι νέες συμφωνίες θα μπορούσαν να φτάσουν έως και το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. «Κατά την πρώτη μου θητεία, συμμετείχαμε σε επενδύσεις αξίας 450 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις αμερικανικές εταιρείες. Τώρα είμαστε κοντά στο ένα τρισεκατομμύριο, κάτι που υπερδιπλασιάζει το προηγούμενο ποσό», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Παρόμοια προσέγγιση αναμένεται να ακολουθηθεί και στις επισκέψεις του στο Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με τον πρόεδρο να σημειώνει ότι «τεράστιες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν μέσα σε δύο ή τρεις ημέρες» της περιοδείας.

Τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας

Η ανακοίνωση του Τραμπ έρχεται μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε στις 22 Ιανουαρίου με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Σύμφωνα με το Λευκό Οίκο, η συζήτηση επικεντρώθηκε στην ενίσχυση των εμπορικών σχέσεων, την περιφερειακή ασφάλεια καθώς και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Ο πρίγκιπας δήλωσε ότι το βασίλειο σκοπεύει να επενδύσει 600 δισεκατομμύρια δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες την επόμενη τετραετία με την προοπτική αύξησης, αναλόγως των ευκαιριών.

Ο Τραμπ είχε προηγουμένως αναφέρει ότι σκοπεύει να ζητήσει από τη Σαουδική Αραβία να αυξήσει ακόμη περισσότερο τις επενδύσεις, επισημαίνοντας: «Νομίζω ότι θα το κάνουν, γιατί έχουμε υπάρξει πολύ καλοί μαζί τους».

Συζήτηση για ειρήνη στην Ουκρανία

Αρκετά ερωτήματα εγείρονται για το αν η επίσκεψη αυτή συνδέεται με την πιθανή συνάντηση που σχεδιάζει ο πρόεδρος Τραμπ με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, έχοντας ως σκοπό συζήτηση για κατάπαυση πυρός στην Ουκρανία. Ο Τραμπ είχε δηλώσει τον Φεβρουάριο ότι υπάρχει πιθανότητα η συνάντηση με τον Πούτιν να πραγματοποιηθεί στη Σαουδική Αραβία, χωρίς ωστόσο να επιβεβαιώσει συγκεκριμένη ημερομηνία.

Η Σαουδική Αραβία διαδραματίζει ήδη μεσολαβητικό ρόλο στις συνομιλίες για την ειρήνη, φιλοξενώντας πρόσφατα κρίσιμες συναντήσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ουκρανίας, που οδήγησαν σε κατάπαυση πυρός μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.

Γεωπολιτική διάσταση της επίσκεψης

Η περιοδεία αυτή του Τραμπ ενδέχεται να ενδυναμώσει περαιτέρω τις ήδη στενές σχέσεις ΗΠΑ και κρατών του Κόλπου. Ο υπουργός Οικονομικών της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ Αλ-Τζαάνταν, δήλωσε ότι το βασίλειο έχει επενδύσει ήδη πάνω από 770 δισεκατομμύρια δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ταυτόχρονα, ο ρόλος της Σαουδικής Αραβίας στη μείωση της τιμής του πετρελαίου, ζήτημα που ο Τραμπ έχει επανειλημμένα θίξει, αποτελεί κομβικό σημείο των συζητήσεων.

Φαίνεται ότι το διπλωματικό και οικονομικό σκέλος της περιοδείας του Ντόναλντ Τραμπ στη Μέση Ανατολή θα είναι αποφασιστικής σημασίας για την ευρύτερη στρατηγική της κυβέρνησης του, με φόντο τις ενεργειακές, εμπορικές και γεωπολιτικές εξελίξεις παγκοσμίως.

Φονικός σεισμός στη Μιανμάρ: Ο αριθμός των νεκρών ξεπερνά τους 1.600 και συνεχίζει να αυξάνεται

Ένα τραγικό αποτύπωμα αφήνει πίσω της η ισχυρή σεισμική δόνηση μεγέθους 7,7 βαθμών Ρίχτερ που συγκλόνισε τη Μιανμάρ (η παλιά Βιρμανία) την Παρασκευή, με τον αριθμό των νεκρών να ξεπερνά πλέον τα 1.600 άτομα σύμφωνα με ανακοίνωση της στρατιωτικής κυβέρνησης στις 29 Μαρτίου. Το επίκεντρο του σεισμού βρίσκεται κοντά στην πόλη Μανταλέι, η οποία υπέστη εκτεταμένες καταστροφές.

Η καταστροφική δόνηση προκάλεσε την κατάρρευση δεκάδων κτιρίων και γεφυρών, ενώ σε αρκετές περιοχές, όπως το Μανταλέι, η Σαγκάινγκ και η πρωτεύουσα Ναϊπιντό, έχει κηρυχθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Περισσότερες από πέντε πόλεις έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές, ενώ κομβική γέφυρα στον αυτοκινητόδρομο που ενώνει το Μανταλέι με τη Γιανγκόν έχει επίσης καταρρεύσει, επιδεινώνοντας περαιτέρω την κατάσταση.

Ο αρχηγός της στρατιωτικής κυβέρνησης της Βιρμανίας, στρατηγός Μιν Άουνγκ Χλάινγκ, κάλεσε κάθε χώρα ή διεθνή οργανισμό «που έχει τη δυνατότητα και τη διάθεση να βοηθήσει», προειδοποιώντας πως ο τελικός αριθμός των θυμάτων ενδέχεται να μεγαλώνει όσο προχωρούν οι προσπάθειες διάσωσης.

Κτίριο που κατέρρευσε από τον σεισμό των 7,7 Ρίχτερ στην κεντρική Μιανμάρ, στις 28 Μαρτίου 2025. (STR/AFP μέσω Getty Images)

 

Η διεθνής κοινότητα ανταποκρίνεται στην έκκληση της Βιρμανίας. Η Ρωσία απέστειλε ήδη δύο αεροσκάφη με 120 διασώστες και ανθρωπιστική βοήθεια, ενώ η Ινδία έστειλε κλιμάκιο διάσωσης. Επιπλέον, το υπουργείο Εξωτερικών της Μαλαισίας ανακοίνωσε ότι θα στείλει την Κυριακή ειδική ομάδα 50 ατόμων για την εκτίμηση των ζημιών και την παροχή άμεσης βοήθειας.

Από την πλευρά του, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται ήδη σε επαφή με τις αρχές της χώρας. «Θα παρέχουμε βοήθεια. Ήδη έχουμε επικοινωνήσει με τη χώρα. Είναι τρομερό αυτό που συνέβη», ανέφερε χαρακτηριστικά. Παράλληλα, εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η Τάμι Μπρους, διαβεβαίωσε πως η διοικητική μείωση κονδυλίων στην υπηρεσία διεθνούς ανάπτυξης USAID δεν πρόκειται να επηρεάσει την ικανότητα των ΗΠΑ να προσφέρουν βοήθεια σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.

«Η USAID διατηρεί ομάδα ειδικών στη διαχείριση καταστροφών η οποία είναι έτοιμη να παρέχει άμεσα βοήθεια, συμπεριλαμβανομένων τροφής και καθαρού νερού για τη διάσωση ζωών μετά την καταστροφή», τόνισε χαρακτηριστικά η κα Μπρους.

Τα Ηνωμένα Έθνη ανακοίνωσαν ότι αποδέσμευσαν ήδη ποσό 5 εκατομμυρίων δολαρίων για τη χρηματοδότηση επειγουσών επιχειρήσεων στη Μιανμάρ, με εκπρόσωπο του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος του ΟΗΕ, Σίλα Μάθιου, να σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Η καταστροφή χτύπησε τη χειρότερη δυνατή στιγμή», καθώς η χώρα βρίσκεται ήδη σε δεινή ανθρωπιστική κατάσταση λόγω της τετραετούς αιματοχυσίας και των εσωτερικών συγκρούσεων μετά το πραξικόπημα του 2021, με περίπου 3,5 εκατ. ανθρώπους εκτοπισμένους.

Οι επιπτώσεις της σεισμικής δόνησης έγιναν αισθητές και στη γειτονική Ταϊλάνδη, όπου οι αρχές ενημέρωσαν πως οι αρχικοί δέκα αναφερόμενοι θάνατοι μειώθηκαν στους έξι, με 22 τραυματίες και 101 αγνοούμενους στη Μπανγκόκ.

Από τη δική του μεριά, το Αμερικανικό Γεωλογικό Ινστιτούτο (USGS) εκτίμησε ότι η συγκεκριμένη καταστροφή είναι πιθανό να αφήσει πίσω της περισσότερους από 10.000 νεκρούς και ότι οι οικονομικές ζημίες ενδέχεται να υπερβούν το ετήσιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας.

Την ίδια στιγμή, τα νοσοκομεία σε Μανταλέι, Σαγκάινγκ και Ναϊπιντό απευθύνουν εκ νέου εκκλήσεις για προσφορά αίματος, εν μέσω μιας ανθρωπιστικής κατάστασης που επιδεινώνεται διαρκώς όσο συνεχίζονται οι προσπάθειες διάσωσης.

Ο φονικός σεισμός που συγκλονίζει τη Μιανμάρ δοκιμάζει σκληρά τόσο τον πληθυσμό όσο και τη στρατιωτική κυβέρνηση, θέτοντάς την μπροστά σε μία ανθρωπιστική κρίση άνευ προηγουμένου. Καθώς η διεθνής βοήθεια φτάνει σταδιακά στην περιοχή, οι επιχειρήσεις διάσωσης συνεχίζονται με ένταση, έστω και αν οι ελπίδες για την ανεύρεση επιζώντων μειώνονται ώρα με την ώρα.

Ο Χέγκσεθ λέει ότι η αποτροπή είναι απαραίτητη απέναντι στις απειλές της Κίνας κατά τη διάρκεια επίσκεψης στις Φιλιππίνες

Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Πιτ Χέγκσεθ είπε ότι η αποτροπή είναι απαραίτητη στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας λαμβάνοντας υπόψη την απειλή από την κομμουνιστική Κίνα και τόνισε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Φιλιππίνες πρέπει να σταθούν «ώμο με ώμο» για να διασφαλίσουν τη σταθερότητα στην περιοχή.

Ο Χέγκσεθ έκανε τις Φιλιππίνες τον πρώτο σταθμό του ταξιδιού του στην Ασία την Παρασκευή, ακολουθούμενο από την Ιαπωνία, μια κίνηση που, όπως είπε ο πρόεδρος των Φιλιππίνων Φέρντιναντ Μάρκος Τζούνιορ, έστειλε ένα «ισχυρό μήνυμα» για τη δέσμευση της Ουάσιγκτον στη συμμαχία τους.

Κατά τη διάρκεια της βιντεο-συνάντησής τους, ο Χέγκσεθ είπε στον Μάρκος ότι ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ «σκέφτεται με μεγάλη αγάπη αυτή τη σπουδαία χώρα» και εξέφρασε την επιθυμία να ενισχύσει την αμυντική συνεργασία με τις Φιλιππίνες.

«Αυτός και εγώ θέλουμε να εκφράσουμε τη σιδερένια δέσμευση που έχουμε στη Συνθήκη Αμοιβαίας Άμυνας και στην εταιρική σχέση, οικονομικά και στρατιωτικά», είπε ο επικεφαλής του Πενταγώνου στη συνάντηση, η οποία μεταδόθηκε διαδικτυακά από τον πρόεδρο των Φιλιππίνων.

Ο Χέγκσεθ επιβεβαίωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν τη στάση των Φιλιππίνων στην αμφισβητούμενη Θάλασσα της Νότιας Κίνας —όπου το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) διεκδικεί την κυριαρχία σχεδόν σε ολόκληρη τη θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων των υφάλων και των νησιών που επικαλύπτονται με τις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες γειτονικών χωρών— και υπογράμμισε την ανάγκη να συνεργαστούν τα δύο συμμαχικά έθνη.

«Η αποτροπή είναι απαραίτητη σε όλο τον κόσμο, αλλά ειδικά σε αυτήν την περιοχή, στη χώρα σας, λαμβάνοντας υπόψη τις απειλές από τους κομμουνιστές Κινέζους και ότι οι φίλοι πρέπει να σταθούν ώμο με ώμο για να αποτρέψουν τη σύγκρουση, για να διασφαλίσουν ότι υπάρχει ελεύθερη ναυσιπλοΐα», είπε.

Ο Χέγκσεθ πρόσθεσε, «Είτε το αποκαλείτε Θάλασσα της Νότιας Κίνας, είτε Θάλασσα των Δυτικών Φιλιππίνων, αναγνωρίζουμε ότι η χώρα σας έχει παραμείνει πολύ σταθερή σε αυτή την τοποθεσία και υπερασπίζεται το έθνος σας».

Σε απάντηση, ο Μάρκος είπε ότι το κράτος του δεν θεωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες απλώς ως τον μοναδικό εταίρο στη συνθήκη, αλλά και ως «τη μεγαλύτερη δύναμη για την ειρήνη σε αυτό το μέρος του κόσμου».

Οι Φιλιππίνες ήταν αποικία των ΗΠΑ από το 1898 έως το 1946. Και οι δύο δεσμεύονται από μια συνθήκη αμοιβαίας άμυνας του 1951, η οποία υπαγορεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Φιλιππίνες θα βοηθήσουν η μία την άλλη εάν κάποιο από τα μέρη δεχθεί επίθεση.

Ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών Γκουό Τζιακούν προειδοποίησε ότι τυχόν αμυντικές συμφωνίες μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των Φιλιππίνων «δεν πρέπει να στοχεύουν σε κανένα τρίτο μέρος» ούτε να βλάπτουν τα συμφέροντά του.

«Όσοι πρόθυμα χρησιμεύουν ως πιόνια σκακιού θα εγκαταλειφθούν στο τέλος», είπε ο Γκουό σε δημοσιογράφους στις 25 Μαρτίου, καθώς προειδοποίησε τις Φιλιππίνες ενάντια σε οποιαδήποτε ανάμειξη στην αμυντική στρατηγική των ΗΠΑ.

Η Θάλασσα της Νότιας Κίνας είναι ένας ζωτικής σημασίας θαλάσσιος εμπορικός δρόμος που διεκδικείται εν μέρει από την Κίνα, τις Φιλιππίνες, το Βιετνάμ, τη Μαλαισία, το Μπρουνέι και την Ταϊβάν.

Το 2016, ένα διεθνές δικαστήριο στη Χάγη αποφάνθηκε υπέρ της νομικής δράσης που ανέλαβαν οι Φιλιππίνες, διαπιστώνοντας ότι οι εδαφικές διεκδικήσεις του Πεκίνου επί των αμφισβητούμενων υδάτων δεν είχαν νομική βάση.

Αλλά το ΚΚΚ αρνήθηκε να αποδεχθεί αυτή την απόφαση και έστελνε συνεχώς σκάφη του ναυτικού, της ακτοφυλακής και της θαλάσσιας πολιτοφυλακής σε ύδατα εντός των χωρικών υδάτων που διεκδικούν οι Φιλιππίνες. Η Μανίλα έχει κατηγορήσει κινεζικά πλοία για επανειλημμένο εμβολισμό, χρήση κανονιών νερού και εκτόξευση φωτοβολίδων κατά των πλοίων της ακτοφυλακής που μετακινούνται στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της.

Ο Μάρκος πρότεινε νωρίτερα μια συμφωνία με το ΚΚΚ, προσφέροντας την απομάκρυνση του αμερικανικού πυραυλικού συστήματος Typhoon από τη χώρα του εάν η Κίνα σταματήσει τις πιεστικές της ενέργειες στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Το Πεκίνο έχει επανειλημμένα αντιταχθεί στην παρουσία του πυραυλικού συστήματος στο έδαφος των Φιλιππίνων, το οποίο τοποθέτησε ο στρατός των ΗΠΑ τον Απρίλιο του 2024 κατά τη διάρκεια στρατιωτικής άσκησης.

«Δεν κάνουμε κανένα σχόλιο για τα πυραυλικά τους συστήματα και τα πυραυλικά τους συστήματα είναι χίλιες φορές πιο ισχυρά από αυτά που έχουμε εμείς», είπε ο Μάρκος στους δημοσιογράφους στις 30 Ιανουαρίου.

Το σύστημα Typhon είναι ένα επίγειο σύστημα εκτόξευσης που μπορεί να εκτοξεύσει το Standard Missile 6 (SM-6) και το Tomahawk Land Attack Missile. Το τελευταίο μπορεί να διανύσει περισσότερα από 1.600 χιλιόμετρα, πράγμα που σημαίνει ότι μέρη της Κίνας είναι εντός του βεληνεκούς του.

Η Λίλυ Τζόου συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.

Ο εθνικός σύμβουλος των ΗΠΑ Μάικ Γουόλτς λέει ότι αναλαμβάνει ‘πλήρη ευθύνη’ για τη διαρροή συνομιλίας στο Signal

Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, Μάικ Γουόλτς, δήλωσε την Τρίτη ότι αναλαμβάνει την «πλήρη ευθύνη» για τη διαρροή της συνομιλίας στην εφαρμογή Signal, στην οποία αξιωματούχοι φέρεται να συζήτησαν σχέδια για να χτυπήσουν τους τρομοκράτες Χούθι στην Υεμένη.

«Δεν ήταν υπεύθυνος κάποιος από το προσωπικό», είπε ο Γουόλτς σε συνέντευξή του στο Fox News. «Αναλαμβάνω την πλήρη ευθύνη. Εγώ έφτιαξα την ομάδα. Η δουλειά μου είναι να διασφαλίσω ότι όλα είναι συντονισμένα.»

Αυτό έρχεται αφότου ο αρχισυντάκτης του Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, έγραψε στις 24 Μαρτίου ότι προστέθηκε κατά λάθος σε μια συνομιλία της ομάδας Signal στην οποία αρκετοί ανώτατοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, συζήτησαν την ανανεωμένη εκστρατεία αεροπορικών επιδρομών των ΗΠΑ κατά των τρομοκρατών Χούθι.

Όταν ρωτήθηκε πώς ο αριθμός επικοινωνίας του Γκόλντμπεργκ προστέθηκε στην ομαδική συνομιλία στην εφαρμογή κρυπτογραφημένων μηνυμάτων, ο Γουόλτς είπε ότι μπορεί να υπήρξε σύγχυση στα στοιχεία επικοινωνίας.

«Είχατε ποτέ μια επαφή κάποιου που δείχνει το όνομά του αλλά έχετε τον αριθμό κάποιου άλλου εκεί;» είπε ο Γουόλτς.

«Έμοιαζε με κάποιον άλλον. Τώρα, αν το έκανε εσκεμμένα ή συνέβη με κάποιο άλλο τεχνικό μέσο είναι κάτι που προσπαθούμε να καταλάβουμε,» πρόσθεσε.

Ο Γουόλτς αρνήθηκε ότι γνώριζε προσωπικά τον Γκόλντμπεργκ, λέγοντας ότι δεν είχε συναντήσει ποτέ τον δημοσιογράφο. Ωστόσο, ο σύμβουλος είπε ότι γνώριζε ορισμένες από τις αναφορές του Atlantic για τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.

«Μπορώ να σας πω 100 τοις εκατό ότι δεν ξέρω αυτόν τον τύπο. Τον ξέρω από τη φρικτή φήμη του,» είπε. «Και τον ξέρω με την έννοια ότι μισεί τον πρόεδρο, αλλά δεν του στέλνω μήνυμα.»

Ο Γουόλτς είπε ότι δεν ήξερε πώς κατέληξε ο αριθμός του Γκόλντμπεργκ στο τηλέφωνό του και ότι η διοίκηση ερευνά το ζήτημα.

Ο Γκόλντμπεργκ υποστήριξε στο άρθρο του ότι η αλυσίδα μηνυμάτων στο Signal «περιείχε επιχειρησιακές λεπτομέρειες των επικείμενων χτυπημάτων στους υποστηριζόμενους από το Ιράν αντάρτες Χούθι στην Υεμένη, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για στόχους, όπλα που θα χρησιμοποιούσαν οι ΗΠΑ και αλληλουχία επιθέσεων».

Ωστόσο, ο Γουόλτς διευκρίνισε ότι δεν κοινοποιήθηκαν απόρρητες πληροφορίες στη συνομιλία.

Ο Χέγκσεθ διέψευσε επίσης αναφορές ότι είχε συζητήσει σχέδια απόρρητων στρατιωτικών επιχειρήσεων με άλλους αξιωματούχους της διοίκησης μέσω της εφαρμογής Signal.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους την Δευτέρα, ο Χέγκσεθ είπε ότι «κανείς δεν έστελνε μηνύματα για πολεμικά σχέδια» και επέκρινε τον Γκόλντμπεργκ για προηγούμενες αναφορές σχετικά με την πρώτη θητεία του Τραμπ.

Ο Γκόλντμπεργκ απάντησε στη δήλωση του Χέγκσεθ κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης στο MSNBC τη Δευτέρα, λέγοντας ότι περιέγραφε αυτό που είδε στην ομαδική συνομιλία και αμφισβήτησε τη δήλωση του Χέγκσεθ.

Άλλα φερόμενα μέλη στην ομαδική συνομιλία περιελάμβαναν τους «JD Vance», «TG» (που ο Γκόλντμπεργκ πιστεύει ότι ήταν η διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Τάλσι Γκάμπαρντ), «Scott B» (πιθανόν ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ), «Τζον Ράτκλιφ» και «MAR» (τα οποία ο Γκόλντμπεργκ σημείωσε ότι είναι τα αρχικά του υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Αντόνιο Ρούμπιο).

Αρκετοί Δημοκρατικοί της Βουλής έχουν ζητήσει την απόλυση του Γουόλτς και άλλων αξιωματούχων της διοίκησης για το περιστατικό. Ο βουλευτής Κρις Ντελούτζιο (Δ-Πεννσυλβάνια) είπε ότι οι αξιωματούχοι που είναι υπεύθυνοι για την «εξωφρενική παραβίαση της εθνικής ασφάλειας» πρέπει να λογοδοτήσουν και ζήτησε πλήρη έρευνα.

Ο Τραμπ υπερασπίστηκε τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στο NBC News την Τρίτη, λέγοντας ότι ο Γουόλτς «έχει πάρει ένα μάθημα και είναι καλός άνθρωπος».

Ο πρόεδρος είπε ότι το περιστατικό συνομιλίας της ομάδας του ήταν «το μόνο σφάλμα σε δύο μήνες», το οποίο θεωρεί ότι δεν είναι σοβαρό ζήτημα.

Η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Κάρολαϊν Λέβιτ επανέλαβε τη δήλωση του Χέγκσεθ ότι δεν στάλθηκαν σχέδια για πόλεμο στη συνομιλία. Είπε ότι δεν αποκαλύφθηκε απόρρητο υλικό.

Ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Μάικ Τζόνσον (Ρ-Λουιζιάνα) απέκλεισε τη Δευτέρα κάθε πειθαρχική δίωξη εναντίον του Γουόλτς για το περιστατικό. Όταν ρωτήθηκε εάν ο Γουόλτς και ο Χέγκσεθ θα πρέπει να αντιμετωπίσουν συνέπειες, ο Τζόνσον απάντησε: «Φυσικά όχι».

«Προφανώς, ένας αριθμός τηλεφώνου μπήκε ακούσια σε αυτό το νήμα. Θα το διερευνήσουν και θα βεβαιωθούν ότι δεν θα συμβεί ξανά», είπε στους δημοσιογράφους.

Με τη συμβολή του Jack Phillips και πληροφορίες από το Associated Press 

Η δεύτερη κυρία των ΗΠΑ επισκέπτεται τη Γροιλανδία

Η δεύτερη κυρία των ΗΠΑ, Ούσα Βανς, θα ταξιδέψει στη Γροιλανδία με τον γιο της και μια αντιπροσωπεία των ΗΠΑ αυτή την εβδομάδα, στο πλαίσιο του ενδιαφέροντος που έχει εκδηλώσει ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ για την προσάρτηση της χώρας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η άφιξή τους αναμένεται την Πέμπτη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη Γροιλανδία, που θα διαρκέσει μέχρι το Σάββατο, θα επισκεφθούν «ιστορικές τοποθεσίες, θα μάθουν για την κληρονομιά της Γροιλανδίας και θα παρακολουθήσουν τον Avannaata Qimussersu, τον εθνικό αγώνα σκυλιών της Γροιλανδίας», ανέφερε το γραφείο της, προσθέτοντας ότι είναι ενθουσιασμένοι με την προοπτική «αυτού του μνημειώδους αγώνα, με τον οποίο γιορτάζεται ο πολιτισμός και η ενότητα της Γροιλανδίας».

Στο βίντεο με το οποίο ανακοινώνει το ταξίδι της, η Βανς δηλώνει ότι η επίσκεψή της γίνεται προς τιμήν «της μακράς ιστορίας αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας» μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γροιλανδίας, και εκφράζει την ελπίδα ότι οι δεσμοί των δύο χωρών «θα ενισχυθούν τα επόμενα χρόνια».

Πρόσθεσε δε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι υπερήφανος χορηγός του εθνικού αγώνα σκυλιών της Γροιλανδίας, μία ετήσια εκδήλωση όπου 37 οδηγοί ελκήθρων, ο καθένας με μία ομάδα 12 σκύλων, διαγωνίζονται σε μία κούρσα που διασχίζει τη βόρεια Γροιλανδία.

Ο πρωθυπουργός της Γροιλανδίας, Μούτε Έγκεντε, αμφισβήτησε το κίνητρο πίσω από την επίσκεψη της Βανς.

«Είμαστε τώρα σε ένα επίπεδο που σε καμία περίπτωση [αυτή η επίσκεψη] δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία ανώδυνη επίσκεψη από τη σύζυγο ενός πολιτικού, κάτι που είναι μια προοπτική», δήλωσε ο Έγκεντε στη γροιλανδική εφημερίδα Sermitsiaq την Κυριακή.

Ο Έγκεντε εξέφρασε συγκεκριμένα ανησυχίες σχετικά με τον σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Μάικ Γουόλτς, που πιθανώς θα συμμετάσχει στην αντιπροσωπεία στη Γροιλανδία, λέγοντας ότι η παρουσία του θα μπορούσε να εδραιώσει την ιδέα εξαγοράς του Τραμπ.

«Τι κάνει ο σύμβουλος ασφαλείας στη Γροιλανδία; Ο μόνος σκοπός μπορεί να είναι μία επίδειξη δύναμης και το μήνυμα είναι σαφές», είπε ο ηγέτης της Γροιλανδίας, περιμένοντας ότι η παρουσία του θα συμβάλει στην αύξηση της πίεσης εκ μέρους των ΗΠΑ μετά την επίσκεψη.

Ο Λευκός Οίκος δεν έχει ακόμη επιβεβαιώσει την επίσκεψη του Γουόλτς στη Γροιλανδία και δεν απάντησε σε αίτημα για σχολιασμό μέχρι την ώρα της δημοσίευσης.

Η Γροιλανδία έχει τη δική της κυβέρνηση και κοινοβούλιο. Η στρατηγική της θέση κοντά στην Αρκτική καθιστά το νησί ζωτικής σημασίας όσον αφορά την παρακολούθηση της ασφάλειας στην περιοχή του Βόρειου Πόλου. Είναι επίσης η έδρα μιας μεγάλης βάσης της διαστημικής δύναμης των ΗΠΑ.

Η κυβέρνηση της Δανίας, η οποία ελέγχει τις εξωτερικές υποθέσεις και την άμυνα της Γροιλανδίας, απέρριψε την προσφορά του Τραμπ για εξαγορά του αυτοδιοικούμενου νησού.

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια συνάντησης στον Λευκό Οίκο με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε, στις 15 Μαρτίου, ο Τραμπ επανέλαβε τη θέση του σχετικά με την απόκτηση της Γροιλανδίας από τις ΗΠΑ.

«Νομίζω ότι θα συμβεί», είπε ο Τραμπ στους δημοσιογράφους. «Χρειάζεται για τη διεθνή ασφάλεια».

Η Αρκτική είναι ο συντομότερος δρόμος για διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, της Βόρειας Κορέας και της Κίνας, γεγονός που καθιστά τη Γροιλανδία ένα κρίσιμο φυλάκιο εν μέσω του κλιμακούμενου διεθνούς ανταγωνισμού ισχύος.

Η Δανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύονται από την Αμυντική Συμφωνία του 1951, η οποία παρέχει στην Ουάσιγκτον αποκλειστικό έλεγχο σε ορισμένες από τις αμυντικές ζώνες της Γροιλανδίας και τη δυνατότητα να ενισχύσουν την επιτήρηση των υδάτων της Αρκτικής, ζήτημα κεντρικής σημασίας για την αρκτική στρατηγική του ΝΑΤΟ.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ, η κυβέρνησή του προσπάθησε να ενισχύσει τους δεσμούς με τη Γροιλανδία σε μία προσπάθεια να αντιμετωπίσει την κομμουνιστική κινεζική και ρωσική δραστηριότητα στην Αρκτική.

Το φιλοεπιχειρηματικό, κεντροδεξιό κόμμα της αντιπολίτευσης Demokraatit της Γροιλανδίας κέρδισε τις γενικές εκλογές της 11ης Μαρτίου, εξασφαλίζοντας σχεδόν το 30% των ψήφων. Το κυβερνών δημοκρατικό σοσιαλιστικό κόμμα Inuit Ataqatigiit και ο εταίρος του στο συνασπισμό, Siumut, κέρδισαν συνολικά το 36% των ψήφων, ενώ το κεντρώο-λαϊκιστικό κόμμα Naleraq έλαβε το 24,5% των ψήφων.

Όλα τα πολιτικά κόμματα στη Γροιλανδία θέλουν ανεξαρτησία από τη Δανία, αλλά έχουν διαφορετικές προτάσεις για το πώς να την επιτύχουν.

Το νησί υπολογίζεται ότι έχει περισσότερους από 41.000 ψηφοφόρους, με συνολικό πληθυσμό λίγο κάτω από 56.000.

Ο Τραμπ ανακαλεί τις διαβαθμίσεις ασφαλείας των Χάρρις, Κλίντον και άλλων κορυφαίων Δημοκρατικών

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακάλεσε την Παρασκευή τις διαβαθμίσεις ασφαλείας περισσότερων από 15 επιφανών πολιτικών προσώπων, συμπεριλαμβανομένων της πρώην αντιπροέδρου Καμάλα Χάρις και της πρώην υπουργού Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον.

«Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι πλέον προς το εθνικό συμφέρον τα ακόλουθα άτομα να έχουν πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες», ανέφερε ο Τραμπ στο προεδρικό του υπόμνημα.

Ο Τραμπ είχε προηγουμένως ανακοινώσει την πρόθεσή του να ανακαλέσει τις διαβαθμίσεις ασφαλείας του πρώην προέδρου Τζο Μπάιντεν και αρκετών αξιωματούχων της προηγούμενης κυβέρνησης. Το πρόσφατο υπόμνημα επισημοποίησε αυτήν την απόφαση.

Εκτός από τη Χάρρις και την Κλίντον, ο Τραμπ ανακάλεσε επίσης τις διαβαθμίσεις ασφαλείας του πρώην υπουργού Εξωτερικών Άντονυ Μπλίνκεν, του πρώην συμβούλου εθνικής ασφάλειας Τζέηκ Σάλλιβαν και ολόκληρης της οικογένειας του Μπάιντεν.

Η λίστα περιλαμβάνει επίσης την πρώην αναπληρώτρια γενική εισαγγελέα Λίζα Μονάκο, τη γενική εισαγγελέα της Νέας Υόρκης Λετίσια Τζέιμς και τον εισαγγελέα του Μανχάταν Άλβιν Μπραγκ, οι οποίοι έχουν εμπλακεί σε νομικές υποθέσεις κατά του Τραμπ.

Ο Τραμπ ανακάλεσε επίσης τις διαβαθμίσεις ασφαλείας της πρώην βουλευτή του Γουαϊόμινγκ Λιζ Τσέινι και του πρώην βουλευτή του Ιλλινόις Άνταμ Κίνζινγκερ — και οι δύο είναι Ρεπουμπλικανοί και αποτελούσαν μέλη της επιτροπής της Βουλής που διερευνούσε την εισβολή της 6ης Ιανουαρίου 2021.

Άλλα πρόσωπα που κατονομάζονται στη λίστα είναι ο συνταξιούχος αντισυνταγματάρχης Αλεξάντερ Βίντμαν, η πρώην ειδικός του Λευκού Οίκου για τη Ρωσία Φιόνα Χιλ, ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Τσεχική Δημοκρατία Νόρμαν Άιζεν, ο πρώην ομοσπονδιακός εισαγγελέας Άντριου Βάισμαν και ο δικηγόρος Μαρκ Ζάιντ.

Στο υπόμνημά του, ο Τραμπ έδωσε εντολή στους επικεφαλής των εκτελεστικών τμημάτων και υπηρεσιών να σταματήσουν να επιτρέπουν στα κατονομαζόμενα άτομα την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες.

«Επίσης, δίνω εντολή σε όλους τους επικεφαλής των εκτελεστικών τμημάτων και υπηρεσιών να ανακαλέσουν την πρόσβαση χωρίς συνοδεία σε ασφαλείς εγκαταστάσεις της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών από αυτά τα άτομα», δήλωσε.

Ο Τραμπ είχε πει τον περασμένο μήνα ότι αποφάσισε να ανακαλέσει τις διαβαθμίσεις ασφαλείας του Μπάιντεν λόγω της προηγούμενης δράσης του και της έκθεσης του ειδικού συμβούλου Ρόμπερτ Χουρ, ο οποίος διερεύνησε την φερόμενη κακή διαχείριση διαβαθμισμένων πληροφοριών από τον Μπάιντεν.

«Δεν υπάρχει ανάγκη ο Τζο Μπάιντεν να συνεχίσει να έχει πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες», ανέφερε στο Truth Social. «Αυτός έθεσε αυτό το προηγούμενο το 2021, όταν έδωσε οδηγίες στην Κοινότητα Πληροφοριών να σταματήσει τον 45ο Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών (ΕΜΕΝΑ!) από το να έχει πρόσβαση σε στοιχεία Εθνικής Ασφάλειας, μια ευγενική χειρονομία που παρέχεται στους πρώην προέδρους».

Όταν ο Μπάιντεν ανέλαβε καθήκοντα το 2021, ανακάλεσε την πρόσβαση του Τραμπ σε ενημερώσεις πληροφοριών, επικαλούμενος την εισβολή στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ στις 6 Ιανουαρίου 2021. Ο Τραμπ αργότερα παραπέμφθηκε σε δίκη από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και αθωώθηκε από τη Γερουσία.

Παραδοσιακά, οι πρώην πρόεδροι είχαν την ευχέρεια πρόσβασης σε διαβαθμισμένες πληροφορίες στο υψηλότερο επίπεδο, καθώς και καθημερινές ενημερώσεις πληροφοριών, που τους επιτρέπει να παραμένουν ενήμεροι για ζητήματα εθνικής ασφάλειας και να παρέχουν συμβουλές στον εν ενεργεία πρόεδρο όταν τους ζητείται.

Λίγοι πρώην πρόεδροι έχουν ζητήσει τέτοιες ενημερώσεις, αν και ο εκλιπών πρόεδρος Τζορτζ Χ.Γ. Μπους — πρώην διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών κατά τη διάρκεια της διοίκησης του Τζέραλντ Ρ. Φορντ — ήταν γνωστό ότι το έκανε.

Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στις 20 Ιανουαρίου, ο Τραμπ ανακάλεσε τις διαβαθμίσεις ασφαλείας του πρώην συμβούλου εθνικής ασφάλειας Τζον Μπόλτον και 49 πρώην αξιωματούχων των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών που υπέγραψαν επιστολή που απαξίωνε αξιόπιστες αναφορές σχετικά με τα emails που βρέθηκαν στον φορητό υπολογιστή του Χάντερ Μπάιντεν.

Οι πρώην αξιωματούχοι των υπηρεσιών πληροφοριών κατηγορήθηκαν για εμπλοκή σε κομματική πολιτική με την απαξίωση των αναφορών πριν από τις εκλογές του 2020, ενώ η ενέργεια κατά του Μπόλτον προήλθε από τα απομνημονεύματά του, τα οποία η κυβέρνηση Τραμπ είπε ότι αποτελούσαν «σοβαρό κίνδυνο» έκθεσης διαβαθμισμένου υλικού.

Ξεχωριστά, ο υπουργός Άμυνας Πητ Χεγκσεθ στις 28 Ιανουαρίου ανακάλεσε την προσωπική φρουρά ασφαλείας και τη διαβάθμιση ασφαλείας του συνταξιούχου προέδρου των Αρχηγών Επιτελείων στρατηγού Μαρκ Μίλεϊ, ο οποίος υπηρέτησε ως ο υψηλότερος σε βαθμό στρατιωτικός αξιωματούχος της χώρας κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ.

Ανάλυση των επιπτώσεων

Η απόφαση του προέδρου Τραμπ να ανακαλέσει τις διαβαθμίσεις ασφαλείας σημαντικών πολιτικών προσώπων αποτελεί μια έντονη ένδειξη της νέας προσέγγισης της κυβέρνησης σε θέματα εθνικής ασφάλειας. Πρόκειται για μια κίνηση που διευρύνει ακόμη περισσότερο το χάσμα μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών, καθώς οι περισσότεροι από τους αξιωματούχους των οποίων οι διαβαθμίσεις ανακλήθηκαν είτε ανήκουν στο Δημοκρατικό κόμμα είτε έχουν έρθει σε σύγκρουση με τον Τραμπ.

Για τους πολιτικούς αναλυτές, αυτή η απόφαση εγείρει ερωτήματα σχετικά με το προηγούμενο που δημιουργείται για μελλοντικές προεδρικές μεταβάσεις και τη διαχείριση της πρόσβασης σε ευαίσθητες πληροφορίες από πρώην αξιωματούχους. Επιπλέον, υπογραμμίζει πως η πολιτική πόλωση στις ΗΠΑ έχει επεκταθεί και σε ζητήματα που παραδοσιακά αντιμετωπίζονταν με διακομματική συναίνεση.

Συμπέρασμα

Η ανάκληση των διαβαθμίσεων ασφαλείας από τον πρόεδρο Τραμπ αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας αναδιάρθρωσης της νέας κυβέρνησης και αντιπροσωπεύει μια άμεση απάντηση στις ενέργειες της προηγούμενης διοίκησης του Μπάιντεν. Ο Τραμπ δείχνει να υιοθετεί την αρχή της αμοιβαιότητας, επικαλούμενος το προηγούμενο που έθεσε ο Μπάιντεν το 2021 όταν ανακάλεσε τη δική του πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες.

Καθώς η κατάσταση συνεχίζει να εξελίσσεται, παραμένει ασαφές αν αυτή η κίνηση θα καθιερωθεί ως νέα πολιτική πρακτική ή αν πρόκειται για μια προσωρινή παρέκκλιση από την παραδοσιακή προσέγγιση που επέτρεπε στους πρώην αξιωματούχους να διατηρούν ένα επίπεδο πρόσβασης για λόγους συνέχισης και συνεκτικότητας στην εθνική ασφάλεια.

Συναγερμός στις ΗΠΑ από νέες κυβερνοεπιθέσεις Κινέζων χάκερ

Νέες κυβερνοεπιθέσεις, που αποδίδονται σε Κινέζους χάκερ που συνδέονται με το Πεκίνο, βρίσκονται στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας των ΗΠΑ, με την Επιτροπή του Αμερικανικού Κογκρέσου για την Εσωτερική Ασφάλεια να ζητά επειγόντως διαλεύκανση των γεγονότων και υπεύθυνες απαντήσεις από το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας (DHS).

Τη Δευτέρα, ο πρόεδρος της σχετικής επιτροπής, Μαρκ Γκρην, μαζί με επικεφαλής υποεπιτροπών ζήτησαν με επιστολή από την υπουργό Κρίστυ Νόεμ όλα τα έγγραφα, email και εσωτερικά έγγραφα σχετικά με τις δύο ομάδες κυβερνοεπιθέσεων, Volt Typhoon και Salt Typhoon. Το αίτημα της επιτροπής αφορά όλο το διάστημα από τις 20 Ιανουαρίου 2021 και μετά, δηλαδή από την ανάληψη καθηκόντων από τον πρώην πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και έπειτα.

Ήδη από το 2021, η ομάδα Volt Typhoon έχει προχωρήσει σε κυβερνοκατασκοπεία σε κρίσιμες υποδομές των ΗΠΑ. Σύμφωνα με έκθεση της Microsoft το 2023, οι συγκεκριμένοι χάκερς παρακολουθούσαν συστηματικά σημαντικά δίκτυα, με στόχο να δημιουργήσουν δυνατότητες διαταραχής των αμερικανικών επικοινωνιακών υποδομών μεταξύ των ΗΠΑ και της περιοχής της Ασίας, ιδιαίτερα σε περιόδους μελλοντικής κρίσης.

Η κατάσταση είναι ακόμα πιο ανησυχητική μετά από πρόσφατη προειδοποίηση της Υπηρεσίας Ασφάλειας Υποδομών και Κυβερνοασφάλειας (CISA), σύμφωνα με την οποία οι χάκερς της Volt Typhoon διατηρούσαν πρόσβαση σε δίκτυα αμερικανικών εταιρειών για τουλάχιστον πέντε χρόνια, μια διαπίστωση που ενισχύει σημαντικά τις υποψίες για μακροχρόνιο και συστηματικό κινεζικό σχέδιο κατασκοπείας.

Στο στόχαστρο κορυφαίων πολιτικών τα κινεζικά κακόβουλα λογισμικά

Εξίσου σοβαρή απειλή θεωρείται και η ομάδα Salt Typhoon, η οποία από το 2022 έχει προχωρήσει σε ευρεία εκστρατεία κατασκοπείας, στοχεύοντας κυρίως σε αμερικανικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών. Το γεγονός ότι οι χάκερς της Salt Typhoon κατάφεραν να παραβιάσουν τουλάχιστον εννέα μεγάλες εταιρείες τηλεπικοινωνιών των ΗΠΑ, αναδείχθηκε τον Δεκέμβριο του 2024 από πρώην αξιωματούχο ασφαλείας των ΗΠΑ, την Αν Νιούμπεργκερ.

Οι επιθέσεις αυτές δεν περιορίστηκαν μόνο στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με αποκαλυπτικά ντοκουμέντα, οι χάκερς της Salt Typhoon στοχοποίησαν τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον αντιπρόεδρο Τζέι Ντι Βανς τον Σεπτέμβριο του 2024, με επιτυχή μάλιστα επίθεση στο προσωπικό κινητό τηλέφωνο του τελευταίου.

Εμπλοκή του DHS και αδρανείς χειρισμοί της κυβέρνησης Μπάιντεν;

Η Επιτροπή της Βουλής αφήνει σαφείς αιχμές για τα αντανακλαστικά της προηγούμενης κυβέρνησης Μπάιντεν, αναφέροντας καθυστέρηση στην ενημέρωση για τις επιθέσεις της ομάδας Salt Typhoon. Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζεται στην επιστολή, η κυβέρνηση Μπάιντεν μεταβίβασε σχετική ενημέρωση μόνο όταν η κατάσταση δημοσιοποιήθηκε από τη Wall Street Journal περίπου έναν μήνα μετά.

«Η έλλειψη διαφάνειας της προηγούμενης κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την αντίδραση των αρμόδιων υπηρεσιών στις κυβερνοεπιθέσεις των Volt και Salt Typhoon είναι απαράδεκτη και προκαλεί σοβαρή ανησυχία», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι γερουσιαστές.

Επιπλέον, ο νέος υπηρεσιακός υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας Μπέντζαμιν Χάφμαν, αποφάσισε την κατάργηση των συμβουλευτικών επιτροπών του DHS, μεταξύ των οποίων και το Συμβούλιο Κυβερνοασφάλειας που είχε αναλάβει τη διερεύνηση των σχετικών απειλών.

Ζητούνται ξεκάθαρες απαντήσεις ως τις 31 Μαρτίου

Η επιτροπή απαιτεί από την υπουργό Κρίστυ Νόεμ να καταθέσει ως τις 31 Μαρτίου αναλυτικά στοιχεία για τις ενέργειες του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας από τη στιγμή της πρώτης ενημέρωσης σχετικά με τις επιθέσεις, καθώς και το χρονοδιάγραμμα αντίδρασης της κυβέρνησης σε όλες τις ανάλογες επιθέσεις των κινεζικών αυτών ομάδων.

Στην ατζέντα βρίσκονται επίσης οι πρωτοβουλίες που ανελήφθησαν για τη διαχείριση της κρίσης, η συνεργασία με άλλες συναρμόδιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις και οργανισμούς, καθώς και η αντιμετώπιση των επιπτώσεων των κινεζικών κυβερνοεπιθέσεων.

Η υπόθεση δημιουργεί έντονο ενδιαφέρον στις ΗΠΑ και διεθνώς, καθώς η αντιμετώπιση των συνεχών κυβερνοεπιθέσεων από κινεζικές, κρατικά υποστηριζόμενες ομάδες έχει κρίσιμες διαστάσεις για την ασφάλεια των δυτικών χωρών. Όλοι περιμένουν με αγωνία τη συνέχεια και αναμένουν διαφανείς απαντήσεις από την Ουάσιγκτον.

Οι G7 υιοθετούν σκληρή στάση απέναντι στα σχέδια της Κίνας για ένωση με την Ταϊβάν

Οι υπουργοί Εξωτερικών που συμμετείχαν στη σύνοδο των G7, την Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου, στον Καναδά, συμφώνησαν στην υιοθέτηση σκληρής γραμμής απέναντι στην Κίνα όσον αφορά την πρόθεσή της να ενσωματώσει την Ταϊβάν. Εμφανής η παράλειψη αναφοράς στην πολιτική της «Μίας Κίνας», που απουσίαζε  από τη χθεσινή δήλωση των υπουργών, αν και είχε περιληφθεί στη δήλωσή τους του Νοεμβρίου.

Επισημαίνεται ότι η πολιτική της «Μίας Κίνας» αποτελεί έως τώρα τον πυλώνα των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Κίνας και άλλων κρατών, η οποία ουσιαστικά συνίσταται στην αναγνώριση των εδαφικών διεκδικήσεων της Κίνας επί της Ταϊβάν, χωρίς όμως να αποδέχεται τις διεκδικήσεις αυτές. Οι χώρες που υιοθετούν αυτήν την πολιτική δεν αναγνωρίζουν επισήμως την Ταϊβάν ως ανεξάρτητο κράτος, ωστόσο διατηρούν διπλωματικές και άλλες σχέσεις μαζί της.

Στην κοινή δήλωσή τους, οι υπουργοί καλούν για εξεύρεση ειρηνικής λύσης των ζητημάτων που απασχολούν τις δύο χώρες, υποστηρίζοντας την επιθυμία της Ταϊβάν να «συμμετέχει ουσιαστικά» σε διεθνείς οργανισμούς.

Παράλληλα, προειδοποιούν την Κίνα να αποφύγει δραστηριότητες που θα μπορούσαν να απειλήσουν τους «δημοκρατικούς θεσμούς» και εκφράζουν την ανησυχία τους για την στρατιωτική και πυρηνική ανάπτυξη του Πεκίνου. Με την Κίνα να επιδιώκει την κυριαρχία σε όλη την περιοχή της Ανατολική και Νότια Θάλασσα της Κίνας, κάθε μονόπλευρη απόπειρα εκ μέρους της να μεταβάλει την υφιστάμενη κατάσταση της περιοχής, περιλαμβάνοντας τους υφάλους και κοραλλιογενείς ζώνες που επικαλύπτονται με τις ΑΟΖ όμορων χωρών, καταδικάζεται:

«Καταδικάζουμε τις παράνομες, προκλητικές, καταναγκαστικές και επικίνδυνες ενέργειες της Κίνας που επιδιώκουν μονομερώς να μεταβάλουν το status quo κατά τρόπο που να κινδυνεύει να υπονομεύσει τη σταθερότητα των περιοχών, μεταξύ άλλων μέσω της διεκδίκησης εδαφών και της οικοδόμησης φυλακίων, καθώς και της χρήσης τους για στρατιωτικούς σκοπούς.»

Στη δήλωση γίνεται επίσης αναφορά στους προκλητικούς ναυτικούς ελιγμούς της Κίνας και τα οπλικά συστήματα που στρέφει κατά φιλιππινέζικων και βιετναμέζικων σκαφών που πλέουν στη Νότια Θάλασσα, καθώς και στις προσπάθειες του κινεζικού καθεστώτος να περιορίσει την ελευθερία πλεύσης και εναέριας κυκλοφορίας στη επίμαχη περιοχή.

Σε ξεχωριστή δήλωση για τη ναυτική ασφάλεια, οι G7 επισημαίνουν ότι η βασική τους πολιτική για την Ταϊβάν «παραμένει ίδια», τονίζοντας ότι «η ειρήνη και η σταθερότητα στο Στενό της Ταϊβάν είναι απαραίτητες για τη διεθνή ασφάλεια και ευημερία».

Στη συνάντηση συμμετείχαν οι υπουργοί Εξωτερικών του Καναδά, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς επίσης και η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η απάντηση της Κίνας

Μέσω της πρεσβείας του στο Καναδά, το κινεζικό καθεστώς απέρριψε τη δήλωση των G7 για τη θαλάσσια ασφάλεια ως «αβάσιμες κατηγορίες», δηλώνοντας ότι η κατάσταση στη Νότια και Ανατολική Θάλασσα της Κίνας είναι «γενικά σταθερή».

Για το ζήτημα της Ταϊβάν, δήλωσε ότι αποτελεί «εσωτερικό ζήτημα».

Η αντίδραση της Ταϊβάν

Το υπουργείο Εξωτερικών της Ταϊβάν χαιρέτισε τη δήλωση των G7, δεσμευόμενο ότι θα συσφίξει τη συνεργασία με τα μέλη των G7 και άλλους «φιλικούς συμμάχους», ώστε να διασφαλιστεί η ελευθερία του Ινδο-Ειρηνικού.

Σύμφωνα με αναφορές του υπουργείου Αμύνης της Ταϊβάν, η κινεζική στρατιωτική παρουσία και δραστηριότητα κοντά στην Ταϊβάν παρουσιάζει αύξηση. Στις 12 Μαρτίου συγκεκριμένα, εντοπίστηκαν 20 πολεμικά αεροπλάνα, επτά σκάφη και ένα επίσημο πλοίο να επιχειρούν γύρω από το νησί. Έντεκα από τα κινεζικά αεροσκάφη εισήλθαν στη ζώνη αναγνώρισης της αεράμυνας της Ταϊβάν, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη αεροσκαφών της πολεμικής αεροπορίας της Ταϊβάν για την παρακολούθηση των κινήσεών τους.