Τρίτη, 04 Νοέ, 2025

Κοινό φάρμακο μειώνει στο μισό την επανεμφάνιση του καρκίνου του παχέος εντέρου

Σε πρόσφατη κλινική δοκιμή διαπιστώθηκε ότι μια χαμηλή δόση ασπιρίνης μείωσε στο μισό τον κίνδυνο επανεμφάνισης του καρκίνου του παχέος και του ορθού σε ασθενείς των οποίων οι όγκοι έφεραν συγκεκριμένη γενετική μετάλλαξη. Η ημερήσια λήψη μόλις 160 χιλιοστόγραμμων ασπιρίνης —περίπου μισό χάπι μιας τυπικής δόσης για ενήλικες— μείωσε την πιθανότητα υποτροπής του καρκίνου κατά περίπου 60 % σε μια συγκεκριμένη υποομάδα ασθενών.

Οι ασθενείς αυτοί είχαν μεταλλάξεις στο γονίδιο PI3K, το οποίο επηρεάζει περίπου το ένα τρίτο των περιστατικών καρκίνου του παχέος εντέρου. Η επικεφαλής της μελέτης, Δρ Άννα Μάρτλινγκ (Dr. Anna Martling), καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, δήλωσε ότι το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό, καθώς η ασπιρίνη είναι «ένα φάρμακο ευρέως διαθέσιμο παγκοσμίως και εξαιρετικά φθηνό σε σύγκριση με πολλές σύγχρονες αντικαρκινικές θεραπείες».

Τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη

Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο New England Journal of Medicine, παρακολούθησε περισσότερους από 600 ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου που εμφάνιζαν γενετική μεταβολή στην οδό PI3K, σε 33 νοσοκομεία της Σουηδίας, της Δανίας, της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ασθενείς που λάμβαναν ασπιρίνη είχαν μικρότερη πιθανότητα να παρουσιάσουν ανάπτυξη ή επανεμφάνιση του καρκίνου μέσα σε τρία χρόνια, σε σύγκριση με εκείνους που λάμβαναν εικονικό φάρμακο (placebo). Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για καρκίνο σταδίου 2 ή 3 του παχέος ή του ορθού εντέρου. Οι ασθενείς χωρίστηκαν τυχαία ώστε να λαμβάνουν καθημερινά είτε 160 χιλιοστόγραμμα ασπιρίνης είτε ένα εικονικό σκεύασμα για τρία χρόνια. Η μελέτη δεν περιλάμβανε ασθενείς χωρίς τη μετάλλαξη στο γονίδιο PI3K.

Ανάλογα με το σημείο του γονιδίου στο οποίο βρισκόταν η μετάλλαξη, τα οφέλη από τη συμπληρωματική λήψη ασπιρίνης διέφεραν. Στην ομάδα με μετάλλαξη στις περιοχές εξόνιο 9 ή 20, ο κίνδυνος επανεμφάνισης του καρκίνου μειώθηκε κατά 51 %, ενώ σε ασθενείς με μεταλλάξεις σε άλλα τμήματα του γονιδίου η μείωση έφτασε το 58 %. Συνολικά, οι ασθενείς που λάμβαναν ασπιρίνη είχαν περίπου 55 % μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσουν ξανά καρκίνο —λιγότερο από το μισό ποσοστό υποτροπών που καταγράφηκε στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου.

Η Δρ Μάρτλινγκ επεσήμανε ότι η θεραπεία αυτή θα μπορούσε να ωφελήσει περισσότερο από το ένα τρίτο των ασθενών με καρκίνο του παχέος εντέρου —ένα σημαντικό ποσοστό από τους πάνω από 100 000 Αμερικανούς που διαγιγνώσκονται ετησίως με τη νόσο.

Αν και ο ακριβής μηχανισμός με τον οποίο η ασπιρίνη μειώνει την επανεμφάνιση του καρκίνου παραμένει άγνωστος, μια πιθανή εξήγηση είναι ότι επηρεάζει μονοπάτια ανάπτυξης των όγκων που σχετίζονται με το PI3K. Η ασπιρίνη μπλοκάρει μια πρωτεΐνη που προάγει την ανάπτυξη όγκων, την COX-2, ενώ το PI3K αυξάνει τα επίπεδά της. Έτσι, στους ασθενείς με μεταλλάξεις σε αυτή την οδό, η ασπιρίνη φαίνεται να αναστέλλει στοχευμένα τις διεργασίες που ευνοούν τον καρκίνο. Παράλληλοι μηχανισμοί περιλαμβάνουν τη μείωση της φλεγμονής και την αναστολή της λειτουργίας των αιμοπεταλίων, παράγοντες που επίσης συμβάλλουν στην ανάπτυξη των όγκων.

Οι οδηγίες θεραπείας αλλάζουν ήδη

Οι ερευνητές ανέφεραν ότι τα ευρήματα θα μπορούσαν να αλλάξουν άμεσα τον τρόπο με τον οποίο οι γιατροί αντιμετωπίζουν πολλούς ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου.

Ο Δρ Ντέιβιντ Μπάγιορ (Dr. David Bajor), επίκουρος καθηγητής ιατρικής και μέλος του Case Comprehensive Cancer Center, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι τα αποτελέσματα έχουν ήδη οδηγήσει σε αλλαγές στα πρωτόκολλα του δικού του κέντρου, με την εισαγωγή γενετικού ελέγχου για τη μετάλλαξη αυτή σε πληθυσμούς που προηγουμένως δεν υποβάλλονταν σε τέτοιους ελέγχους. Εξήγησε ότι μέχρι πρόσφατα οι γιατροί πραγματοποιούσαν εξετάσεις για μεταλλάξεις PIK3CA μόνο σε ασθενείς με καρκίνο σταδίου 4, αλλά πλέον συνιστάται να εξετάζονται και όσοι βρίσκονται στα στάδια 2 και 3.

Η Δρ Μάρτλινγκ τόνισε ότι η έρευνα αναδεικνύει τη σημασία της ιατρικής ακριβείας και της χρήσης προηγμένων διαγνωστικών εργαλείων, τα οποία «επιτρέπουν εξατομικευμένες θεραπείες και την επαναξιοποίηση υπαρχόντων φαρμάκων για νέες εφαρμογές».

Προφίλ ασφάλειας και κίνδυνοι

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι παρενέργειες από τη μακροχρόνια λήψη χαμηλής δόσης ασπιρίνης ήταν σπάνιες. Παρ’ όλα αυτά, καταγράφηκε ένα περιστατικό σοβαρής γαστρεντερικής αιμορραγίας, ένα περιστατικό εγκεφαλικής αιμορραγίας και ένα αλλεργικής αντίδρασης.

Ο γαστρεντερολόγος Δρ Τζέισον Κόρενμπλιτ (Dr. Jason Korenblit) από το Ορλάντο της Φλόριντα, ο οποίος επίσης δεν συμμετείχε στη μελέτη, προειδοποίησε ότι ακόμη και η χαμηλή δόση ασπιρίνης ενέχει κινδύνους, όπως γαστρεντερική αιμορραγία, πεπτικά έλκη και αιμορραγικό εγκεφαλικό, καθώς και πιθανές αρνητικές αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα.

Επεσήμανε ότι «οι ασθενείς με ιστορικό ελκών, αιμορραγικών διαταραχών, χρήση αντιπηκτικών ή αυξημένο κίνδυνο αιμορραγίας» —όπως οι ηλικιωμένοι και όσοι πάσχουν από νεφρική νόσο— διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Πρόσθεσε ότι η ασπιρίνη μπορεί να ερεθίσει το γαστρικό τοίχωμα και ότι άτομα με ταυτόχρονη χρήση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (NSAID), λοίμωξη από H. pylori ή άλλους παράγοντες κινδύνου ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αυξημένες επιπλοκές.

Οι ερευνητές σκοπεύουν να συνεχίσουν την ανάλυση των δεδομένων, εξετάζοντας και παράγοντες όπως το φύλο και το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, που ενδέχεται να επηρεάζουν τα αποτελέσματα.

Ο Δρ Ρατζ Ντασγκούπτα (Dr. Raj Dasgupta), ιατρός πιστοποιημένος σε πνευμονολογία, εντατική και ιατρική ύπνου, προειδοποίησε ότι οι ασθενείς με καρκίνο δεν πρέπει να λαμβάνουν ασπιρίνη χωρίς ιατρική καθοδήγηση. Υπογράμμισε ότι τα οφέλη εμφανίστηκαν κυρίως σε ασθενείς με μεταλλάξεις στην οδό PI3K, γεγονός που σημαίνει ότι η ασπιρίνη δεν θα ωφελήσει όλους με τον ίδιο τρόπο.

Για τον λόγο αυτόν, συνέστησε οι ενδιαφερόμενοι να συζητούν πάντα πρώτα με τον ογκολόγο τους, ο οποίος μπορεί να αξιολογήσει το γενετικό προφίλ και τη συνολική υγεία τους ώστε να διαπιστώσει αν η ασπιρίνη αποτελεί κατάλληλη επιλογή θεραπείας.

Η συμβολή του καλίου στη μείωση της αρρυθμίας

Μια απλή διατροφική προσαρμογή μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα για τους καρδιοπαθείς. Σύμφωνα με νέα έρευνα, η αύξηση των επιπέδων καλίου μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης επικίνδυνων καρδιακών αρρυθμιών κατά σχεδόν ένα τέταρτο.

Στους συμμετέχοντες στην ομάδα θεραπείας αυξήθηκαν τα επίπεδα καλίου σε 4,5 έως 5,0 χιλιοστόλιτρα ανά λίτρο (mmol/L) μέσω της διατροφής, των συμπληρωμάτων ή/και των φαρμάκων.

Η θεραπεία πραγματοποιήθηκε σε ασθενείς που είχαν εμφυτευμένο καρδιομετατροπέα-απινιδωτή, μια συσκευή που τοποθετείται χειρουργικά και είναι μεγαλύτερη από έναν βηματοδότη.

Ο βηματοδότης είναι μια μικρή συσκευή που εμφυτεύεται χειρουργικά και βοηθά στη ρύθμιση του αργού ή ακανόνιστου καρδιακού παλμού, στέλνοντας ηλεκτρικά ερεθίσματα για τη διατήρηση ενός σταθερού ρυθμού.

Ο κ/μ-απινιδωτής, από την άλλη πλευρά, παρακολουθεί την καρδιά και παρέχει ηλεκτρικό σοκ για να διορθώσει τους γρήγορους καρδιακούς ρυθμούς, κάτι που μπορεί να αποτρέψει την αιφνίδια καρδιακή ανακοπή.

Κατά τη διάρκεια μιας μέσης παρακολούθησης 3,3 ετών, οι ασθενείς με υψηλότερα επίπεδα καλίου είχαν σημαντικά καλύτερα αποτελέσματα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο New England Journal of Medicine.

Ο κύριος στόχος ήταν να διαπιστωθεί εάν η προσέγγιση αυτή μπορούσε να μειώσει τα επεισόδια επικίνδυνων καρδιακών αρρυθμιών, τις νοσηλείες και τους θανάτους.

Κύρια ευρήματα της μελέτης

Η μελέτη επικεντρώθηκε σε ασθενείς με εμφυτευμένους κ/μ-απινιδωτές. Οι ασθενείς ξεκίνησαν τη δοκιμή με φυσιολογικά και χαμηλά αρχικά επίπεδα καλίου στα 4,3 mmol/L ή χαμηλότερα.

Στη συνέχεια, οι ασθενείς αύξησαν τα επίπεδα καλίου τους, είτε μέσω διατροφής είτε με συμπληρώματα είτε με φαρμακευτική αγωγή. Η αύξηση και η διατήρηση ενός υψηλού φυσιολογικού επιπέδου καλίου στα 4-5 mmol/L είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση κατά 24% του κινδύνου εμφάνισης σοβαρών καρδιακών αρρυθμιών. Το κάλιο είναι απαραίτητο για τη δημιουργία καρδιακών παλμών, επομένως τα χαμηλά επίπεδα καλίου μπορεί να οδηγήσουν σε ακανόνιστο καρδιακό παλμό.

Ένα σημαντικό αποτέλεσμα ήταν ότι υπήρξαν λιγότερες επείγουσες επεμβάσεις από εμφυτευμένους απινιδωτές — 15,3% στην ομάδα με υψηλότερα από το φυσιολογικό επίπεδα καλίου έναντι 20,3% στην ομάδα ελέγχου.

Οι νοσηλείες για αρρυθμίες και καρδιακή ανεπάρκεια ήταν επίσης λιγότερο συχνές μεταξύ των ατόμων με υψηλότερα επίπεδα καλίου.

Όσον αφορά την ασφάλεια, νοσηλείες λόγω πολύ υψηλών ή πολύ χαμηλών επιπέδων καλίου σημειώθηκαν στο 1% και των δύο ομάδων, ενώ θάνατοι αναφέρθηκαν στο 5,7% της ομάδας με υψηλά φυσιολογικά επίπεδα σε σύγκριση με το 6,8% της ομάδας ελέγχου, μια διαφορά που οι ερευνητές δεν θεώρησαν στατιστικά σημαντική.

Η Δρ Κάρολυν Λαμ , καρδιολόγος και ανώτερη σύμβουλος στο Εθνικό Καρδιολογικό Κέντρο της Σιγκαπούρης, η οποία πρωτοστάτησε στην ίδρυση της πρώτης Κλινικής Καρδιάς Γυναικών στη Σιγκαπούρη και η οποία δεν συμμετείχε στη δοκιμή, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι τα ευρήματα ισχύουν ειδικά για ασθενείς που έχουν εμφυτευμένους απινιδωτές, διατρέχουν υψηλό κίνδυνο αρρυθμιών και έχουν αρχικό κάλιο που δεν υπερβαίνει τα 4,3 mmol/L.

Η Δρ Λαμ είπε ότι τα επίπεδα καλίου έχουν μια σχέση σχήματος U με τα αποτελέσματα για την υγεία, που σημαίνει ότι τόσο τα υψηλά όσο και τα χαμηλά επίπεδα ενδέχεται να οδηγήσουν σε ανεπιθύμητα συμβάντα.

«Επομένως, είναι σημαντικό οι ασθενείς να γνωρίζουν το επίπεδο καλίου τους πριν εφαρμόσουν οτιδήποτε στον εαυτό τους», είπε.

Τι σημαίνουν τα ευρήματα για τους ασθενείς

Αν και η μελέτη διεξήχθη μόνο σε ασθενείς που είχαν ήδη εμφυτευμένο καρδιομετατροπέα-απινιδωτή, ο καθηγητής Χέννινγκ Μπούντγκααρντ, κύριος συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε ότι τα ευρήματα μπορεί να ισχύουν για πολλούς ασθενείς, ειδικά για όσους έχουν καρδιαγγειακή νόσο που σχετίζεται με υψηλό κίνδυνο κοιλιακής αρρυθμίας.

Ο Δρ Ίαν Τζ. Νήλαντ, αναπληρωτής καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Case Western Reserve και διευθυντής του Κέντρου Καρδιαγγειακής Πρόληψης των Πανεπιστημιακών Νοσοκομείων, ο οποίος δεν συμμετείχε στη δοκιμή, ανέφερε ότι οι ασθενείς πρέπει να συζητήσουν με τον γιατρό τους το πώς θα διατηρήσουν το κάλιο στον οργανισμό τους σε φυσιολογικά επίπεδα. Όπως παρατήρησε, οι ασθενείς πρέπει να φροντίζουν να λαμβάνουν φάρμακα που βοηθούν τον οργανισμό να διατηρεί το κάλιο, τα οποία περιλαμβάνουν τη σπιρονολακτόνη και την επλερενόνη, σύμφωνα με τις τρέχουσες κατευθυντήριες γραμμές για ασθενείς με εμφυτευμένα καρδιακά μηχανήματα.

Τρόφιμα που αυξάνουν το κάλιο είναι οι μπανάνες, οι σταφίδες, τα δαμάσκηνα, το μπρόκολο, οι πατάτες και ο τόνος.

Ο Δρ Νήλαντ πρόσθεσε ότι οι ασθενείς πρέπει επίσης να ειδοποιούν τον γιατρό τους εάν εμφανίσουν οποιαδήποτε κατάσταση που θα μπορούσε να μειώσει απότομα τα επίπεδα καλίου τους, όπως διάρροια ή έμετος.

«Πρέπει να μιλήσουν με τον γιατρό τους για να βρουν τις καλύτερες στρατηγικές για να διατηρήσουν το κάλιο στο υψηλό φυσιολογικό εύρος», τόνισε.

Η τυχαία ανακάλυψη πιθανής μεθόδου διόρθωσης της όρασης χωρίς τομές

Ένας καθηγητής χημείας που προσπαθούσε να θερμάνει χόνδρο με ηλεκτρικό ρεύμα έκανε ένα λάθος που μπορεί να αλλάξει την οφθαλμική χειρουργική. Ο Μάικλ Χιλ του Occidental College χρησιμοποίησε κατά λάθος πολύ λίγο ρεύμα στο πείραμά του και ανακάλυψε τυχαία μια μέθοδο που μπορεί να αντικαταστήσει τη μέθοδος διόρθωσης της όρασης LASIK με μια πιο ήπια θεραπεία που αναδιαμορφώνει τον κερατοειδή χιτώνα χωρίς να κόβει το μάτι.

Η ανακάλυψη μπορεί να προσφέρει ελπίδα σε εκατομμύρια ανθρώπους με προβλήματα όρασης που επιθυμούν μια εναλλακτική λύση στα γυαλιά και τους φακούς επαφής, αλλά φοβούνται τους κινδύνους της LASIK. Αν και η χειρουργική επέμβαση με λέιζερ στα μάτια είναι γενικά επιτυχής, περιλαμβάνει τομή στο μάτι και μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές, όπως ξηροφθαλμία, προβλήματα όρασης και, σε σπάνιες περιπτώσεις, σοβαρές παρενέργειες.

Η ευτυχής σύμπτωση πίσω από την ανακάλυψη

Η ανακάλυψη έγινε εντελώς τυχαία, όταν ο Χιλ και ο συνεργάτης του, ο Δρ Μπράιαν Ουόνγκ, καθηγητής ωτορινολαρυγγολογίας και χειρουργικής κεφαλής και τραχήλου στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας-Ίρβαϊν, ήταν απογοητευμένοι από τις προσπάθειές τους να αναδιαμορφώσουν τον χόνδρο χρησιμοποιώντας λέιζερ.

Ο Χιλ είπε ότι αποφάσισαν να δοκιμάσουν να θερμάνουν το υλικό χρησιμοποιώντας ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά κατά λάθος χρησιμοποίησαν πολύ μικρότερο ρεύμα από αυτό που σκόπευαν. Περίμεναν να δουν τον χόνδρο να φουσκώνει και να τρέμει. Ωστόσο, όταν ο Ουόνγκ άγγιξε τον χόνδρο, δεν ήταν ζεστός, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπήρχε κάποιο άλλο φαινόμενο.

Ενώ ο Ουόνγκ είναι ιατρός, ο Χιλ είναι φυσικός-χημικός, και η συνεργασία τους τους επέτρεψε να συνδέσουν τα σημεία.

Τα χαμηλά ηλεκτρικά ρεύματα αλλάζουν το pH του χόνδρου, χαλαρώνοντας τους μοριακούς δεσμούς και καθιστώντας τους ιστούς πιο εύπλαστους.

«Είναι σαν να πρόκειται για ηλεκτροχημεία», είπε ο Γουόνγκ. «Αυτό είναι υδρογόνο και οξυγόνο που εξελίσσονται, οπότε η ανακάλυψη έγινε εξ ολοκλήρου τυχαία στον χόνδρο — 100% τυχαία».

Εναλλακτική λύση στη χάραξη του ματιού με λέιζερ

Η ομάδα του Χιλ έχει αναπτύξει μια τεχνική που ονομάζεται ηλεκτρομηχανική αναδιαμόρφωση (EMR) και χρησιμοποιεί μικρά ηλεκτρικά ρεύματα για να κάνει τον κερατοειδή χιτώνα – το διαυγές, θολωτό μπροστινό μέρος του ματιού – πιο εύπλαστο ώστε στη συνέχεια να τον διαμορφώσει στο σωστό σχήμα.

Το ηλεκτρικό ρεύμα κάνει τον ιστό του κερατοειδούς πιο εύπλαστο, σαν πηλό. Μόλις σταματήσει το ρεύμα, ο ιστός σταθεροποιείται στη νέα του διαμόρφωση.

Σε δοκιμές σε μάτια κουνελιών, η διαδικασία διήρκεσε περίπου ένα λεπτό – συγκρίσιμη με την ταχύτητα της LASIK, αλλά χωρίς τομές, ακριβό εξοπλισμό λέιζερ ή αφαίρεση ιστού.

Ο κερατοειδής χιτώνας εστιάζει το φως στον αμφιβληστροειδή. Αν είναι παραμορφωμένος, η όραση γίνεται θολή. Η χειρουργική επέμβαση LASIK διορθώνει αυτό το πρόβλημα χρησιμοποιώντας λέιζερ για να κάψει μια μικρή ποσότητα υλικού και να αναδιαμορφώσει τον κερατοειδή χιτώνα, αλλά είναι μια επεμβατική διαδικασία με πιθανούς κινδύνους.

«Η LASIK είναι απλώς ένας φανταχτερός τρόπος για να κάνεις παραδοσιακή χειρουργική επέμβαση. Εξακολουθεί να είναι αποκοπή ιστού – απλώς γίνεται με λέιζερ», δήλωσε ο Χιλ, ο οποίος παρουσίασε τα ευρήματά του στην φθινοπωρινή συνάντηση της Αμερικανικής Χημικής Εταιρείας, που πραγματοποιήθηκε στις 17-21 Αυγούστου.

Η ομάδα επανέλαβε τη διαδικασία στα μάτια 12 κουνελιών, εκ των οποίων τα 10 είχαν προσομοιωμένη μυωπία. Σε όλες τις περιπτώσεις, η θεραπεία ρύθμισε την εστιακή δύναμη του ματιού, υποδεικνύοντας το δυναμικό για διόρθωση της όρασης. Τα κύτταρα των ματιών επέζησαν επειδή οι ερευνητές έλεγξαν προσεκτικά τα επίπεδα οξύτητας του ιστού.

Απέδειξαν επίσης ότι η τεχνική μπορεί να αντιστρέψει κάποια θολότητα του κερατοειδούς που προκαλείται από χημική βλάβη, η οποία επί του παρόντος απαιτεί μεταμόσχευση κερατοειδούς.

Ο Χιλ και ο Ουόνγκ ερευνούν τώρα εάν ο κερατοειδής μπορεί να αναδιαμορφωθεί χωρίς τομές, χρησιμοποιώντας EMR.

Ο Δρ Τζέιμς Ρ. Κέλλυ, οφθαλμίατρος στο Kelly Vision και διευθυντής της Εκπαίδευσης Διαθλαστικής Χειρουργικής στο Northwell Health στη Νέα Υόρκη, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι η EMR θα μπορούσε θεωρητικά να εξαλείψει την μυωπία.

«Δεν υπάρχει πτερύγιο που να μετατοπίζεται, δεν γίνεται αφαίρεση ιστού με λέιζερ και υπάρχει μικρότερη διαταραχή στην παροχή νεύρων στον κερατοειδή», είπε. Αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα λιγότερα συμπτώματα ξηροφθαλμίας μετά τη χειρουργική επέμβαση.

«Επιπλέον, εάν η EMR αποδειχθεί αναστρέψιμη, αυτό θα ήταν ένα σημαντικό πλεονέκτημα ασφάλειας σε σχέση με τις τρέχουσες θεραπείες που βασίζονται στο λέιζερ», πρόσθεσε.

Μεγαλύτερη ασφάλεια και προσβασιμότητα

Ο Χιλ σημείωσε ότι ο στόχος της ομάδας ήταν να βρει μια τεχνική που να είναι πιο προσβάσιμη και ασφαλής από τις τρέχουσες θεραπείες που βασίζονται στο λέιζερ.

Ωστόσο, η EMR μεταβάλλει προσωρινά το pH του ιστού και υπάρχουν «πιθανοί κίνδυνοι», οι οποίοι μπορούν να επιλυθούν μόνο μέσω ζωντανής μελέτης, είπε.

«Έχουμε δεδομένα από ex vivo δείγματα που υποδηλώνουν ότι η ηλεκτροχημική τεχνική δεν προκαλεί οξείες αλλαγές στην υποκείμενη δομή κολλαγόνου του κερατοειδούς ούτε άμεση κυτταρική νέκρωση, αλλά αυτά τα δεδομένα είναι πάρα πολύ περιορισμένα», είπε ο Χιλ.

Ο Κέλλυ είπε ότι η μεγαλύτερη ανησυχία του είναι αν η αναδιαμόρφωση διατηρείται σε βάθος χρόνου και κατά πόσο παραμένει ομοιόμορφη.

Σημείωσε ότι ο κερατοειδής είναι «βιολογικά ενεργός» και η δομή του κολλαγόνου και η ενυδάτωσή του μπορούν να αλλάξουν με την επούλωση, τη γήρανση ή τη φλεγμονή. Χωρίς μακροπρόθεσμα δεδομένα in vivo, «δεν γνωρίζουμε αν το διαθλαστικό αποτέλεσμα θα υποχωρήσει, θα μεταβληθεί απρόβλεπτα ή θα επηρεάσει τη διαφάνεια του κερατοειδούς».

Η ανθεκτικότητα, η σταθερότητα και η οπτική ποιότητα για πολλά χρόνια θα είναι βασικά κριτήρια για την EMR προτού αυτή θεωρηθεί βιώσιμη εναλλακτική λύση της LASIK, δήλωσε, παρατηρώντας ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον είκοσι χρόνια προτού αυτή η τεχνική καταστεί εμπορικά διαθέσιμη — αν ποτέ καταστεί.

Ενώ η αβεβαιότητα για τη χρηματοδότηση έχουν προσωρινά σταματήσει την πρόοδο, ο Χιλ παραμένει αισιόδοξος, σημειώνοντας ότι υπάρχει «πολύς δρόμος» μεταξύ αυτού που έχει επιτευχθεί και της κλινικής χρήσης.

«Τα επόμενα βήματά μας είναι σίγουρα η διεξαγωγή μιας μελέτης σε ζωντανά ζώα».

Πρωινό με δημητριακά… αλλά τι δημητριακά;

Νέα έρευνα αποκαλύπτει σημαντική μείωση της διατροφικής ποιότητας των δημητριακών για το πρωινό των παιδιών τα τελευταία 13 χρόνια. Τα προϊόντα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα περιέχουν πλέον 1/3 περισσότερο λίπος και νάτριο.

Τα δημητριακά για παιδιά περιέχουν επίσης υψηλά επίπεδα ζάχαρης, με μία μερίδα να υπερβαίνει το 45% του ημερήσιου ορίου που συνιστά η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία για τα παιδιά. Οι ερευνητές σημείωσαν ότι αυτές οι τάσεις «δίνουν προτεραιότητα στη γεύση έναντι της διατροφικής ποιότητας», συμβάλλοντας στην παιδική παχυσαρκία και σε μακροπρόθεσμους κινδύνους για την καρδιαγγειακή υγεία.

Η ερευνητική επιστολή που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο JAMA Network Open ανέλυσε 1.200 νέα προϊόντα δημητριακών για παιδιά που κυκλοφόρησαν μεταξύ 2010 και 2023. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η περιεκτικότητα σε λιπαρά ανά μερίδα αυξήθηκε από 1,13 γραμμάρια το 2010 σε 1,51 γραμμάρια το 2023, σημειώνοντας αύξηση 33,6%. Τα επίπεδα νατρίου αυξήθηκαν από 156 χιλιοστόγραμμα σε 206 χιλιοστόγραμμα ανά μερίδα, σημειώνοντας αύξηση 32,1%.

Η ποσότητα ζάχαρης σε αυτά τα δημητριακά αυξήθηκε κάπως λιγότερο, κατά 10,9%, από 10,28 γραμμάρια σε 11,40 γραμμάρια ανά μερίδα.

Η περιεκτικότητα σε νάτριο και λίπος παρουσίασε τις πιο έντονες αυξήσεις κατά τη διάρκεια της μελέτης, ενώ η αύξηση της ζάχαρης ήταν λιγότερο σημαντική.

Εν τω μεταξύ, η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες μειώθηκε από 1,97 γραμμάρια το 2010 σε 1,69 γραμμάρια το 2023, ενώ οι διαιτητικές ίνες μειώθηκαν από 3,82 γραμμάρια το 2021 σε 2,94 γραμμάρια το 2023.

«Αυτές οι τάσεις υποδηλώνουν μια πιθανή προτεραιότητα της γεύσης έναντι της διατροφικής ποιότητας στην ανάπτυξη των προϊόντων, συμβάλλοντας πιθανά στην παιδική παχυσαρκία και στους μακροπρόθεσμους κινδύνους για την καρδιαγγειακή υγεία», έγραψαν οι συγγραφείς.

Οι ερευνητές σημείωσαν ότι οι περισσότερες νέες κυκλοφορίες δημητριακών αφορούσαν αλλαγές στη συσκευασία ή αναδιατυπώσεις και όχι εντελώς νέα προϊόντα, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι κατασκευαστές τροποποιούν τα υπάρχοντα προϊόντα ώστε να είναι λιγότερο θρεπτικά.

Κακό πρωινό σημαίνει κακή αρχή και κακή συνέχεια

Οι επιπτώσεις εκτείνονται πέρα από τις μεμονωμένες μερίδες. Το πρωινό καθορίζει τον «μεταβολικό τόνο» για όλη την ημέρα, σημείωσε η Κάρι Λουπόλι, διατροφολόγος, ειδικός συμπεριφοράς και ιδρύτρια της Disruptive Nutrition, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη.

«Όταν τα παιδιά ξεκινούν τη μέρα τους με ένα μπολ ζαχαρούχα δημητριακά, έχουν μία απότομη αύξηση του σακχάρου στο αίμα, η οποία ακολουθείται από πτώση, με αποτέλεσμα να νιώθουν κουρασμένα, ευερέθιστα και πεινασμένα μια ώρα αργότερα», δήλωσε η Λουπόλι στην εφημερίδα The Epoch Times.

Το διαδικτυακό περιεχόμενο που προωθεί δημητριακά πρωινού με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη παίζει επίσης ρόλο στο τι ζητούν τα παιδιά από τους γονείς τους να αγοράσουν, επιδεινώνοντας το πρόβλημα, παρατήρησε η Σωτηρία Έβερετ, διαιτολόγος και κλινική βοηθός καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Stony Brook της Νέας Υόρκης.

Ωστόσο, όπως τόνισε, οι γονείς διατηρούν τον τελικό έλεγχο. «Σκεφτόμαστε και παίρνουμε αποφάσεις για το φαγητό πολλές φορές την ημέρα. Και ως γονείς, παίρνετε αυτή την απόφαση για τον εαυτό σας και τους άλλους».

Υγιεινές εναλλακτικές λύσεις για ένα θρεπτικό πρωινό 

Η Λουπόλι διδάσκει στις οικογένειες να φτιάχνουν το πρωινό τους με βάση την ισορροπία πρωτεϊνών, λιπών και υδατανθράκων (ΠΛΥ), προσέγγιση απλή και εύκολη.

Οι γρήγορες επιλογές με ισορροπία των ΠΛΥ που προτείνει περιλαμβάνουν σάντουιτς με αυγό, αβοκάντο και ψωμί ολικής αλέσεως ή τυρί cottage με φέτες μπανάνας και σπόρους τσία.

«Αν θέλετε να ετοιμάσετε κάτι από την προηγουμένη, δοκιμάστε τα υπόλοιπα από κοτόπουλο ή γαλοπούλα με ψητές γλυκοπατάτες και μερικά κυβάκια τυρί», προτείνει.

Η Έβερετ συνιστά ένα πρωινό πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά που παρέχει στα παιδιά πρωτεΐνες και αυτό που αποκαλεί «ξεχασμένο θρεπτικό συστατικό», το ασβέστιο.

Συνιστά το γιαούρτι ως μια θρεπτική εναλλακτική λύση, καθώς προσφέρει ασβέστιο και πρωτεΐνες που υποστηρίζουν την υγεία των παιδιών.

Αν και η έρευνα αυτή επικεντρώθηκε σε δημητριακά που κυκλοφόρησαν πρόσφατα και δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο της αγοράς δημητριακών, οι ερευνητές τόνισαν την ανάγκη να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στις διατροφικές ανάγκες των παιδιών, όσον αφορά την ποιότητα των επεξεργασμένων τροφίμων. Ζητούν επίσης να καταβληθούν μεγαλύτερες προσπάθειες στον τομέα της δημόσιας υγείας για την αντιμετώπιση αυτών των τάσεων και την προώθηση πιο υγιεινών επιλογών για το πρωινό των παιδιών.

Το εκχύλισμα ζυμωμένης στέβιας σκοτώνει τα καρκινικά κύτταρα του παγκρέατος

Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Χιροσίμα ανακάλυψαν ότι το εκχύλισμα ζυμωμένης στέβιας μπορεί να καταπολεμήσει τον καρκίνο του παγκρέατος χωρίς να βλάψει τα υγιή κύτταρα, καθιστώντας το πιθανώς κάτι περισσότερο από ένα υποκατάστατο ζάχαρης χωρίς θερμίδες.

Χαρακτηριστική του καρκίνου του παγκρέατος είναι η αντοχή του στις υπάρχουσες θεραπείες, όπως η χειρουργική επέμβαση, η χημειοθεραπεία και η ακτινοθεραπεία.

«Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα κρούσματα και οι θάνατοι από καρκίνο του παγκρέατος αυξάνονται, με το ποσοστό της πενταετούς επιβίωσης από τη διάγνωση να μην ξεπερνά το 10%», δήλωσε σε δήλωση Τύπου η Ναρανταλάι Ντανσιτσουντόλ (Narandalai Danshiitsoodol), μία από τους συγγραφείς της μελέτηςκαι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Χιροσίμα.

Υπάρχει ανάγκη εύρεσης νέων, αποτελεσματικών ουσιών για την καταπολέμηση του καρκίνου, ιδίως ουσιών που προέρχονται από φαρμακευτικά φυτά, δήλωσε η Ντανσιτσουντόλ.

Η ζύμωση απελευθερώνει την αντικαρκινική δύναμη

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο International Journal of Molecular Sciences, διαπίστωσε ότι όταν η στέβια ζυμώνεται με ένα προβιοτικό, το εκχύλισμα που προκύπτει σκοτώνει τα καρκινικά κύτταρα του παγκρέατος, χωρίς να βλάπτει τα υγιή κύτταρα των νεφρών. Το ζυμωμένο εκχύλισμα ανέστειλε την ανάπτυξη του καρκίνου, αλλά δεν έβλαψε τα φυσιολογικά κύτταρα.

Η ερευνητική ομάδα ζύμωσε εκχύλισμα φύλλων στέβιας χρησιμοποιώντας το προβιοτικό Lactobacillus plantarumSN13T, ένα ευεργετικό βακτήριο που βρίσκεται συνήθως σε ζυμωμένα τρόφιμα όπως τα τουρσιά και το κίμτσι. Οι ερευνητές σημείωσαν ότι η ζύμωση του εκχυλίσματος με βακτήρια μπορεί να αλλάξει τη δομή του και να παράγει ευεργετικές ενώσεις που ονομάζονται βιοδραστικοί μεταβολίτες.

«Η μικροβιακή βιομετατροπή είναι μία αποτελεσματική μέθοδος για την ενίσχυση της φαρμακολογικής αποτελεσματικότητας των φυσικών φυτικών εκχυλισμάτων», δήλωσε σε δελτίο τύπου ο Μασανόρι Σουγκιγιάμα, καθηγητής μικροβιολογίας και βιοτεχνολογίας και ένας από τους συγγραφείς της μελέτης.

Το εργαστήριο του Σουγκιγιάμα έχει μελετήσει περισσότερα από 1.200 στελέχη βακτηρίων από φρούτα, λαχανικά, λουλούδια και φαρμακευτικά φυτά, αξιολογώντας τα οφέλη τους για την υγεία.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το εκχύλισμα ζυμωμένων φύλλων στέβιας (FSLE) ήταν πιο αποτελεσματικό για την εξόντωση των καρκινικών κυττάρων από τη μη ζυμωμένη εκδοχή.

Ο Σουγκιγιάμα ανάφερε ότι το FSLE ήταν λιγότερο επιβλαβές και για τα κύτταρα HEK-293, τα οποία είναι ανθρώπινα νεφρικά κύτταρα που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη. Ακόμη και στην υψηλότερη δόση που δοκιμάστηκε, το FSLE προκάλεσε ελάχιστη βλάβη σε αυτά τα κύτταρα.

Αυτό είναι σημαντικό επειδή η συμβατική χημειοθεραπεία, με ουσίες όπως η σισπλατίνη, μπορεί να βλάψει τα νεφρά, ειδικά το αριστερό, το οποίο βρίσκεται δίπλα στο πάγκρεας.

Προσδιορίζοντας τον βασικό αντικαρκινικό παράγοντα

Περαιτέρω ανάλυση προσδιόρισε μια ένωση που ονομάζεται μεθυλεστέρας χλωρογενικού οξέος (CAME) ως τον βασικό αντικαρκινικό παράγοντα. Η ζύμωση μείωσε την ποσότητα του χλωρογενικού οξέος – ενός προδρόμου του CAME – στο εκχύλισμα κατά έξι φορές, μια αλλαγή που προκλήθηκε από βακτηριακά ένζυμα, σύμφωνα με την Ντανσιτσουντόλ.

«Αυτή η μικροβιακή μετατροπή πιθανότατα οφείλεται σε συγκεκριμένα ένζυμα του στελέχους βακτηρίων που χρησιμοποιήθηκε», σημείωσε.

Βρέθηκε ότι το CAME εμποδίζει την πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων, προκαλεί την αυτοκαταστροφή τους και αλλάζει την έκφραση βασικών γονιδίων, έτσι ώστε τα καρκινικά κύτταρα να είναι πιο ευάλωτα.

Τα πειράματα διεξήχθησαν σε καρκινικά κύτταρα που καλλιεργήθηκαν σε εργαστηριακά πιάτα και όχι σε ζωντανούς οργανισμούς. Οι ερευνητές σχεδιάζουν να διεξαγάγουν στο μέλλον δοκιμές σε ποντίκια για να κατανοήσουν καλύτερα πώς διαφορετικές δόσεις του ζυμωμένου εκχυλίσματος επηρεάζουν ολόκληρο το σώμα.

Τόνισαν ότι τα αποτελέσματα της μελέτης τους βοηθούν να εξηγηθεί πώς τα προβιοτικά βακτήρια ενισχύουν τις αντικαρκινικές επιδράσεις των φυτικών φαρμάκων. Η Ντανσιτσουστόλ σημείωσε ότι η μελέτη προάγει σημαντικά την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο το στέλεχος Lactobacillus plantarum SN13T λειτουργεί στη ζύμωση φυτικών εκχυλισμάτων και προσφέρει επίσης πληροφορίες για τη χρήση προβιοτικών ως φυσικών αντικαρκινικών παραγόντων.

Ασφάλεια και οφέλη της στέβιας

Ο Δρ Τζόζεφ Μέρκολα, πιστοποιημένος οικογενειακός γιατρός που δεν συμμετείχε στη μελέτη, χαρακτήρισε την έρευνα «ισχυρή υπενθύμιση» ότι φυτά όπως η στέβια προσφέρουν, εκτός από γλυκύτητα, ενώσεις που υποστηρίζουν τη μακροπρόθεσμη υγεία.

Ο Μέρκολα σημείωσε ότι το εκχύλισμα στέβιας είναι μια «πολύ πιο υγιεινή» εναλλακτική λύση αντί για τεχνητά γλυκαντικά όπως η ασπαρτάμη, η σουκραλόζη ή η σακχαρίνη. «Σε αντίθεση με τις συνθετικές επιλογές που τείνουν να διαταράσσουν τα βακτήρια του εντέρου ή προκαλούν μεταβολικές αλλαγές, το καθαρό εκχύλισμα στέβιας – το οποίο έχει σχεδόν μηδενικό γλυκαιμικό δείκτη – έχει ελάχιστη έως καμία επίδραση στο σάκχαρο του αίματος ή στην ινσουλίνη», πρόσθεσε.

Ωστόσο, προειδοποίησε ότι τα γλυκαντικά που αναμιγνύονται με στέβια – όπως αυτά που περιέχουν δεξτρόζη ή μαλτοδεξτρίνη – μπορεί να αυξήσουν το σάκχαρο του αίματος εάν ληφθούν σε μεγάλες ποσότητες.

Εντερικά βακτήρια ενδέχεται να βοηθούν στην αποβολή των «αιωνίων χημικών» από το σώμα

Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ ανακάλυψαν ότι εννέα είδη εντερικών βακτηρίων μπορούν να συμβάλουν στην αποτοξίνωση του οργανισμού από τα λεγόμενα «αιώνια χημικά» (PFAS), απορροφώντας ραγδαία μεγάλες ποσότητες αυτών των ενώσεων που σχετίζονται με τον καρκίνο και άλλες σοβαρές ασθένειες.

Ο επικεφαλής της μελέτης, Κιράν Πατίλ (Kiran Patil), μέλος της Μονάδας Τοξικολογίας του Ιατρικού Ερευνητικού Συμβουλίου (MRC) στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ανέφερε ότι η έρευνα αποκαλύπτει έναν νέο, ωφέλιμο ρόλο των εντερικών βακτηρίων για την ανθρώπινη υγεία, καθώς φαίνεται πως συμβάλλουν στην απομάκρυνση των τοξικών PFAS από τον οργανισμό.

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Microbiology, εντόπισε εννέα βακτηριακά είδη—μεταξύ αυτών έξι του γένους Bacteroides, καθώς και τα Odoribacter splanchnicus, Parabacteroides distasonis και Parabacteroides merdae—τα οποία μπορούν να απορροφήσουν έως και το 75% των PFAS, συγκεκριμένα των ενώσεων PFNA και PFOA.

Οι PFAS είναι συνθετικές χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται σε χιλιάδες καταναλωτικά προϊόντα, από αντικολλητικά σκεύη και αδιάβροχα υφάσματα μέχρι καλλυντικά και συσκευασίες τροφίμων. Ονομάζονται «αιώνια χημικά» επειδή δεν αποδομούνται εύκολα στο περιβάλλον και συσσωρεύονται στον ανθρώπινο οργανισμό, όπου έχει διαπιστωθεί ότι συνδέονται με διάφορες μορφές καρκίνου, ηπατική βλάβη και διαταραχές του ανοσοποιητικού.

Επί του παρόντος, δεν υπάρχουν εγκεκριμένες θεραπείες για την απομάκρυνση των PFAS από το ανθρώπινο σώμα, γεγονός που καθιστά την εν λόγω ανακάλυψη δυνητικά σημαντική για τη δημόσια υγεία.

Όταν τα εν λόγω βακτήρια εισήχθησαν σε πειραματόζωα, απορρόφησαν άμεσα τις χημικές ενώσεις. Στη συνέχεια, καθώς αποβλήθηκαν μέσω του εντέρου, οι PFAS απομακρύνθηκαν μαζί τους. Η απορρόφηση κυμάνθηκε μεταξύ 25% και 74% μέσα σε λίγα λεπτά από την έκθεση, ανάλογα με τη συγκέντρωση.

Οι ερευνητές θεωρούν ότι τα βακτήρια αποθηκεύουν τις PFAS σε προστατευτικά συσσωματώματα εντός των κυττάρων τους, ως μηχανισμό επιβίωσης που τα προστατεύει από κυτταρική βλάβη. Επισημαίνεται ότι, ακόμη και όταν τα ποντίκια εκτέθηκαν σε αυξανόμενα επίπεδα PFAS, τα βακτήρια συνέχισαν να απομακρύνουν σταθερό ποσοστό τοξινών, γεγονός που υποδηλώνει πως μπορούν να λειτουργούν ως φυσικό φίλτρο στο έντερο.

Θεραπευτικές δυνατότητες

Ο καθηγητής Πατίλ διευκρίνισε ότι η αποτελεσματικότητα της μεθόδου εξαρτάται από το είδος της χημικής ένωσης. Οι PFAS μικρής αλυσίδας αποβάλλονται γρήγορα μέσω των ούρων, ενώ οι PFAS μακράς αλυσίδας παραμένουν στον οργανισμό για χρόνια και αποβάλλονται κυρίως μέσω των κοπράνων—γεγονός που καθιστά τα εντερικά βακτήρια κατάλληλα για την αντιμετώπιση των δεύτερων.

Σημαντικό εύρημα αποτελεί και το γεγονός ότι τα βακτήρια αποδείχθηκαν αποτελεσματικά ακόμη και σε πολύ χαμηλά επίπεδα έκθεσης, αντίστοιχα με εκείνα που ανιχνεύονται σε δείγματα πόσιμου νερού στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, υποδεικνύοντας πιθανές εφαρμογές στον πραγματικό κόσμο.

Οι ερευνητές σχεδιάζουν να αναπτύξουν προβιοτικά συμπληρώματα που θα ενισχύουν τα συγκεκριμένα βακτήρια, προσφέροντας έτσι μια νέα προσέγγιση για τη μείωση των επιπέδων PFAS στους ανθρώπους. Ωστόσο, τα αποτελέσματα της μελέτης δεν έχουν ακόμη δοκιμαστεί απευθείας σε ανθρώπους.

Ο Μπράιαν Κουόκ Λε (Bryan Quoc Le), επιστήμονας τροφίμων και ιδρυτής της Mendocino Food Consulting, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, σημείωσε ότι, αν και τα πειράματα έγιναν με ρεαλιστικά μικροβιακά πληθυσμιακά μοντέλα και με διάφορους τύπους PFAS, παραμένουν ανοιχτά ερωτήματα.

Όπως εξήγησε, δεν είναι σαφές πώς θα επηρεαστεί η διαδικασία σε βάθος χρόνου, πώς θα επιβιώσουν τα συγκεκριμένα βακτήρια σε διαφορετικά μικροβιώματα με διαφορετικές δίαιτες και συνθήκες υγείας, και αν θα επιτυγχάνεται σταθερά και αξιόπιστα η ίδια απορρόφηση των PFAS.

Ο ίδιος πρόσθεσε ότι, αν και η εφαρμογή στους ανθρώπους δεν είναι ακόμη βέβαιη, η μελέτη δείχνει ότι αξίζει να συνεχιστεί η σχετική έρευνα.

Προβληματισμοί για την ασφάλεια

Παρά τα ενθαρρυντικά ευρήματα, ορισμένοι ειδικοί προειδοποιούν για πιθανές παρενέργειες. Ο Δρ Τζόζεφ Μέρκολα (Dr. Joseph Mercola), ιατρός γενικής ιατρικής με πιστοποίηση οστεοπαθητικής, δήλωσε ότι χρειάζεται προσοχή στην εισαγωγή νέων βακτηριακών στελεχών στο ανθρώπινο μικροβίωμα.

Αν και τα βακτήρια που χρησιμοποιήθηκαν προέρχονται από είδη που απαντώνται φυσιολογικά στον ανθρώπινο οργανισμό, υπογράμμισε ότι ακόμα και γνωστοί μικροοργανισμοί μπορούν να συμπεριφερθούν διαφορετικά, ανάλογα με τη συνολική ισορροπία του εντέρου, το ανοσοποιητικό σύστημα και την υγεία κάθε ατόμου.

Στο ίδιο πνεύμα, ο Δρ Καμ Αλί (Dr. Kham Ali), γιατρός επειγόντων περιστατικών στο Northwell Health στη Νέα Υόρκη, επεσήμανε ότι η προσθήκη βακτηρίων που αποθηκεύουν τοξικές PFAS ενδέχεται να έχει απρόβλεπτες συνέπειες—όπως διαταραχή άλλων ωφέλιμων βακτηρίων ή παρεμβολή στον μεταβολισμό τροφών και φαρμάκων.

Η χρήση κάνναβης, σε οποιαδήποτε μορφή, φαίνεται να επιβαρύνει τα αιμοφόρα αγγεία όπως και ο καπνός

Η μακροχρόνια χρήση κάνναβης, είτε μέσω καπνίσματος είτε μέσω βρώσιμων προϊόντων με THC, ενδέχεται να προκαλεί βλάβες στα αιμοφόρα αγγεία αντίστοιχες με εκείνες που παρατηρούνται στους καπνιστές καπνού, σύμφωνα με νέα μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο (UCSF).

Όπως διαπιστώθηκε, τόσο το κάπνισμα όσο και η κατανάλωση κάνναβης με τη μορφή βρώσιμων προϊόντων επηρεάζουν αρνητικά τη λειτουργία του ενδοθηλίου — δηλαδή του εσωτερικού τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων — ακόμη και σε υγιείς ενήλικες που δεν έχουν καπνίσει ποτέ.

Ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής Ιατρικής στο Καρδιοαγγειακό Ερευνητικό Ινστιτούτο του UCSF, Μάθιου Λ. Σπρίνγκερ, ανέφερε ότι τα αιμοφόρα αγγεία «δεν φαίνεται να ξεχωρίζουν αν ο καπνός προέρχεται από ταμπάκο ή από κάνναβη», ενώ σημείωσε ότι η λειτουργία των αγγείων στους χρήστες κάνναβης μοιάζει «πολύ» με εκείνη που παρατηρείται στους χρήστες καπνού, βάσει προηγούμενων μελετών.

Διαφορετικές μορφές χρήσης, παρόμοια βλάβη

Για τους περίπου 17,7 εκατομμύρια Αμερικανούς που χρησιμοποιούν μαριχουάνα σε κάποια μορφή καθημερινά, σύμφωνα με στοιχεία δημοσκοπήσεων, η μελέτη θέτει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τους μακροπρόθεσμους κινδύνους για την υγεία, οι οποίοι παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητοι.

Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA Cardiology, παρακολούθησε 55 υγιείς ενήλικες, ηλικίας 18 έως 50 ετών, χωρισμένους σε τρεις ομάδες: καπνιστές κάνναβης, χρήστες βρώσιμων προϊόντων THC (Τετραϋδροκανναβινόλη) και άτομα που δεν έκαναν χρήση. Οι χρήστες κάνναβης χρησιμοποιούσαν το εκάστοτε προϊόν τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα για περισσότερο από έναν χρόνο, εντάσσοντάς τους στην κατηγορία των τακτικών, και όχι περιστασιακών, χρηστών.

Ο Σπρίνγκερ ανέφερε ότι η επιλογή του σχετικά μικρού δείγματος έγινε σκόπιμα, εξηγώντας ότι οι συμμετέχοντες είχαν επιλεγεί αυστηρά ώστε να αποκλειστεί κάθε εμπλοκή καπνού ή παθητικού καπνίσματος. Οι καπνιστές του δείγματος χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά κάνναβη — χωρίς ατμιστικές ή άλλες μορφές THC — ενώ οι χρήστες βρώσιμων προϊόντων απέφευγαν πλήρως την έκθεση σε καπνό.

Η αξιολόγηση της αγγειακής λειτουργίας έγινε μετρώντας την αγγειοδιαστολή εξαρτώμενη από τη ροή, ένδειξη για το πόσο καλά ανταποκρίνονται τα αιμοφόρα αγγεία στη μεταβολή της ροής του αίματος. Και οι δύο ομάδες χρηστών εμφάνισαν σημαντικά μειωμένη λειτουργία σε σχέση με τους μη χρήστες, με τη μεγαλύτερη χρήση να συνδέεται με εντονότερη βλάβη.

Ίδια επίδραση, διαφορετικοί μηχανισμοί

Αν και τόσο το κάπνισμα όσο και η κατανάλωση THC μέσω βρώσιμων προϊόντων είχαν παρόμοιες επιπτώσεις στα αιμοφόρα αγγεία, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτό συμβαίνει πιθανότατα για διαφορετικούς λόγους.

Στην περίπτωση των καπνιστών κάνναβης, διαπιστώθηκε μειωμένη παραγωγή μονοξειδίου του αζώτου — μιας ουσίας που συμβάλλει στη διατήρηση της υγείας των αγγείων. Το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρήθηκε στους χρήστες βρώσιμων προϊόντων, αν και και εκείνοι παρουσίασαν αντίστοιχη αγγειακή δυσλειτουργία. Άλλες παραμέτρους, όπως η αρτηριακή σκλήρυνση, δεν εμφάνισαν διαφορές μεταξύ των ομάδων.

Ο Σπρίνγκερ εκτίμησε ότι ο βασικός παράγοντας για τη βλάβη στους καπνιστές είναι ο ίδιος ο καπνός, υπενθυμίζοντας ότι παρόμοια προβλήματα εμφανίζονται και στους χρήστες καπνού, παρά την απουσία THC στον τελευταίο. Ανέφερε επίσης ότι πειραματικές μελέτες σε αρουραίους έχουν δείξει ότι ακόμη και ο καπνός μαριχουάνας χωρίς καμία δραστική ουσία προκαλεί καρδιαγγειακή δυσλειτουργία.

Για τους χρήστες βρώσιμων προϊόντων, ο μηχανισμός παραμένει ασαφής, αν και η βλάβη φαίνεται να είναι εξίσου υπαρκτή.

Ο ίδιος επισήμανε ότι, τόσο το κάπνισμα μαριχουάνας όσο και η συχνή χρήση βρώσιμων προϊόντων THC δεν φαίνεται να αποφεύγουν τις αγγειακές βλάβες που προκαλεί ο καπνός. Αναγνώρισε ότι η μελέτη είχε ορισμένους περιορισμούς, όπως η μεταβλητότητα των ποικιλιών κάνναβης και η αυτοαναφερόμενη χρήση, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα.

«Η μελέτη είναι σχετικά μικρή», δήλωσε, «παρ’ όλα αυτά, οι διαφορές μεταξύ των ομάδων είναι σαφείς και τα στατιστικά ευρήματα ισχυρά, με υψηλό βαθμό αξιοπιστίας».

Πιθανές επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία

Τα ευρήματα δημοσιοποιούνται σε μια περίοδο που η νομιμοποίηση της κάνναβης επεκτείνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκαλώντας συζητήσεις για την επικαιροποίηση των μηνυμάτων δημόσιας υγείας και των σχετικών κανονισμών.

Ο Δρ Ράιαν Σάλταν (Dr. Ryan Sultan), επίκουρος καθηγητής Ψυχιατρικής στο Columbia University και ειδικός στις διαταραχές χρήσης κάνναβης, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, σχολίασε ότι τα ευρήματα ενισχύουν το αυξανόμενο σώμα αποδείξεων που συνδέουν τη χρόνια χρήση κάνναβης με καρδιαγγειακές επιπτώσεις. Όπως ανέφερε, αντίστοιχες επιδημιολογικές μελέτες στο παρελθόν οδήγησαν σε αυστηρότερες ρυθμίσεις για τον καπνό, όπως προειδοποιητικές ετικέτες και περιορισμούς στο δημόσιο κάπνισμα.

Ο Δρ Σάλταν υποστήριξε ότι, αν συνεχιστούν οι επιστημονικές ενδείξεις για βλαβερές επιπτώσεις, ίσως χρειαστεί να επανεξεταστούν ζητήματα όπως η επισήμανση προϊόντων κάνναβης, η επικοινωνία κινδύνου προς το κοινό και οι περιορισμοί σε προϊόντα υψηλής δραστικότητας ή εισπνεόμενης χρήσης.

Από την πλευρά της βιομηχανίας, ωστόσο, διατυπώνονται ενστάσεις ως προς το εύρος και τις επιπτώσεις των ευρημάτων.

Ο Άβις Μπουλμπουγιάν (Avis Bulbulyan), διευθύνων σύμβουλος της SIVA Enterprises — μιας αμερικανικής εταιρείας επενδύσεων στην κάνναβη — αμφισβήτησε την επάρκεια του δείγματος των 55 ατόμων για την εξαγωγή ιατρικών συμπερασμάτων. Όπως δήλωσε, με λιγότερους από 20 καπνιστές κάνναβης να συμμετέχουν, τα αποτελέσματα της μελέτης δεν θα έπρεπε να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις.

Τα γαλακτοκομικά προϊόντα μπορεί να βοηθήσουν στη σταθεροποίηση του σακχάρου στο αίμα καλύτερα από τη φυτική διατροφή

Καθώς οι φυτικές δίαιτες συνεχίζουν να αυξάνονται σε δημοτικότητα, νέα έρευνα υποδηλώνει ότι οι vegans μπορεί να χάσουν ένα αξιοσημείωτο όφελος για το σάκχαρο στο αίμα που συνδέεται με τα γαλακτοκομικά προϊόντα.

Τα άτομα που περιλαμβάνουν γαλακτοκομικά στη διατροφή τους μπορεί να έχουν πιο σταθερά επίπεδα σακχάρου στο αίμα από εκείνα που ακολουθούν ένα αυστηρά φυτικό σχήμα.

Βασικές διαφορές στη χημεία του αίματος

Η κλινική δοκιμή δύο εβδομάδων, που δημοσιεύθηκε στις 22 Απριλίου στο Clinical Nutrition, περιελάμβανε 30 υγιείς ενήλικες στους οποίους ανατέθηκε να ακολουθήσουν είτε μια χορτοφαγική διατροφή που περιελάμβανε γαλακτοκομικά είτε μια αυστηρά vegan διατροφή που αποτελείται μόνο από φυτικές τροφές.

Όσοι ακολουθούσαν χορτοφαγική διατροφή μείωσαν περισσότερο σωματικό λίπος, ενώ όσοι ακολουθούσαν αυστηρά vegan διατροφή έχασαν περισσότερο βάρος.

Οι εξετάσεις αίματος αποκάλυψαν αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων. Οι συμμετέχοντες που κατανάλωναν γαλακτοκομικά έδειξαν υψηλότερα επίπεδα ακετυλο-L-καρνιτίνης, μιας ένωσης που βοηθά τα κύτταρα να χρησιμοποιούν το λίπος για ενέργεια και μειώνει την κυτταρική βλάβη που προκαλείται από το αυξημένο σάκχαρο στο αίμα.

Οι ερευνητές δήλωσαν ότι αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί το σάκχαρο στο αίμα αυτών των συμμετεχόντων παρέμεινε χαμηλότερο και πιο σταθερό.

«Τα άτομα που ακολουθούσαν τη vegan διατροφή είχαν περισσότερη ουσία που ονομάζεται φαινυλαλανίνη μετά τα γεύματα», δήλωσε σε δήλωσή του ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Vimal Karani, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Reading, προσθέτοντας ότι όταν υπάρχει υπερβολική ποσότητα αυτής της ουσίας, «μπορεί να δυσκολέψει το σώμα να χρησιμοποιήσει σωστά τη ζάχαρη».

Είπε ότι τα άτομα που συμπεριλάμβαναν γαλακτοκομικά στη διατροφή τους είχαν ευεργετικές ενώσεις στο αίμα τους, γεγονός που μπορεί να εξηγήσει γιατί τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους παρέμειναν πιο σταθερά καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.

Όλοι οι συμμετέχοντες φορούσαν συνεχείς μετρητές γλυκόζης για 14 ημέρες για την παρακολούθηση των συγκεντρώσεων γλυκόζης. Αυτό παρείχε λεπτομερή δεδομένα σχετικά με το πώς τα επίπεδα γλυκόζης κυμαίνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και στα δύο διατροφικά πρότυπα.

Σε μια υποομάδα 13 συμμετεχόντων, οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα αίματος νηστείας και μετά το γεύμα τις ημέρες 1 και 15 για να αναλύσουν τα επίπεδα μεταβολιτών τους — μικρά μόρια που παράγονται κατά τη διάρκεια του μεταβολισμού και μπορούν να προσφέρουν πληροφορίες για το πώς το σώμα επεξεργάζεται τα θρεπτικά συστατικά.

Η δοκιμή έλεγξε προσεκτικά τις μεταβλητές διασφαλίζοντας ότι και οι δύο δίαιτες περιείχαν τον ίδιο αριθμό θερμίδων, πρωτεϊνών και υδατανθράκων. Η ομάδα των γαλακτοκομικών κατανάλωνε περίπου 558 γραμμάρια γαλακτοκομικών προϊόντων καθημερινά, κυρίως γάλα με λίγο γιαούρτι και τυρί, ενώ η ομάδα των vegan χρησιμοποίησε φυτικές εναλλακτικές λύσεις όπως γάλα σόγιας και τόφου.

Μετρημένη επίδραση στο σάκχαρο του αίματος

Αφού λήφθηκαν υπόψη παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, το σωματικό βάρος και τα αρχικά επίπεδα σακχάρου στο αίμα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες στη λακτο-χορτοφαγική δίαιτα διατήρησαν χαμηλότερα μέσα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα σε σύγκριση με εκείνους που ακολούθησαν τη vegan δίαιτα.

Και οι δύο ομάδες είχαν αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα κατά την έναρξη της δίαιτάς τους, αν και αυτή η αύξηση άρχισε να μειώνεται στην λακτο-χορτοφαγική ομάδα μέχρι την έβδομη ημέρα, ενώ τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα συνέχισαν να αυξάνονται στην vegan ομάδα. Η vegan ομάδα είχε περισσότερες περιόδους υψηλού σακχάρου στο αίμα όλες τις ημέρες με εξαίρεση την 12η ημέρα.

Οι ερευνητές σημείωσαν ότι αυτά τα ευρήματα μπορεί να βοηθήσουν στην εξήγηση προηγούμενης επιδημιολογικής έρευνας που έδειξε χαμηλότερα ποσοστά διαβήτη τύπου 2 μεταξύ των ατόμων που καταναλώνουν τακτικά γαλακτοκομικά προϊόντα.

Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι τα γαλακτοκομικά υποστηρίζουν τον γλυκαιμικό έλεγχο, πιθανώς μέσω βιοδραστικών ενώσεων όπως η ακετυλο-L-καρνιτίνη, δήλωσε η Ντεζιρέ Κρέτσμαρ, εγγεγραμμένη διαιτολόγος-διατροφολόγος στην Eternal Glow Nutrition and Pilates, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη.

Άλλες έρευνες δείχνουν ότι η ακετυλο-L-καρνιτίνη ενισχύει την ευαισθησία στην ινσουλίνη, πράγμα που σημαίνει ότι τα κύτταρα του σώματος ανταποκρίνονται περισσότερο στην ινσουλίνη, η οποία βοηθά στη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα.

Επιλογές για καταναλωτές που δεν καταναλώνουν γαλακτοκομικά

Η Κρέτσμαρ είπε ότι τα άτομα που δεν περιλαμβάνουν γαλακτοκομικά στη διατροφή τους — όπως οι vegan ή όσοι έχουν δυσανεξία στη λακτόζη — μπορούν αντ’ αυτού να επικεντρωθούν σε εμπλουτισμένα γάλατα φυτικής προέλευσης, όπως μπιζελιού, σόγιας ή φάβας, που προσφέρουν παρόμοια προφίλ πρωτεϊνών για να αποκομίσουν συγκρίσιμα οφέλη.

Η Έμιλυ Φέιβορ, εγγεγραμμένη διαιτολόγος στο Northwell Health στη Νέα Υόρκη, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη, τόνισε τις ποιοτικές επιλογές ανεξάρτητα από την προτίμηση.

«Είναι προτιμότερο να επιλέξετε μια επιλογή που έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά και νάτριο, υψηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνη D, δεν περιέχει πρόσθετα σάκχαρα και έχει ζωντανές και ενεργές καλλιέργειες, όπως γιαούρτι ή κεφίρ», δήλωσε στην Epoch Times. «Όταν εξετάζουμε τα φυτικά, ισχύουν οι ίδιοι κανόνες», είπε, σημειώνοντας ότι οι επιλογές με βάση τη σόγια είναι προτιμότερες.

Η μελέτη τόνισε τη σημασία αυτών των ευρημάτων για την Ινδία, η οποία έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο αριθμό ατόμων με διαβήτη στον κόσμο.

Ισορροπώντας μια υγιεινή διατροφή για τον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα

Οι ειδικοί τονίζουν ότι τόσο η vegan όσο και η χορτοφαγική δίαιτα μπορούν να υποστηρίξουν την καλή υγεία όταν σχεδιάζονται σωστά, αλλά ορισμένες προσεγγίσεις μπορεί να υποστηρίξουν καλύτερα τη σταθερότητα του σακχάρου στο αίμα.

Εάν είστε vegan ή χορτοφάγος, είναι καλή ιδέα να αποφεύγετε τα επεξεργασμένα τρόφιμα, τα οποία μπορούν εύκολα να αυξήσουν το σάκχαρο στο αίμα και να προκαλέσουν φλεγμονή στο σώμα, δήλωσε η Στέφανι Σιφ, εγγεγραμμένη διαιτολόγος-διατροφολόγος στο Νοσοκομείο Huntington στη Νέα Υόρκη, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη. «Δεν θα κάνουν κανένα καλό στην υγεία σας».

Μια ισορροπημένη διατροφή που βοηθά στη διατήρηση υγιών επιπέδων σακχάρου στο αίμα, δήλωσε η Κρέτσμαρ, θα πρέπει να επικεντρώνεται σε επιλογές πλούσιες σε πρωτεΐνες, ελάχιστα επεξεργασμένες, είτε αυτές βασίζονται σε φυτικά είτε σε γαλακτοκομικά προϊόντα.

Συνιστά την επιλογή γιαουρτιών χωρίς ζάχαρη, γάλακτος σόγιας, τυριού cottage ή τόφου, φακών και tempeh ως φυτικών επιλογών για άτομα που αποφεύγουν ή ελαχιστοποιούν τα γαλακτοκομικά.

«Ο συνδυασμός πρωτεΐνης με υδατάνθρακες υψηλής περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες, όπως φασόλια ή βρώμη, βοηθά στην ισοπέδωση των καμπυλών γλυκόζης», είπε.
«Αποφύγετε την παράλειψη γευμάτων και δημιουργήστε γεύματα με βάση τον συνεπή χρόνο, τις φυτικές ίνες και την πρωτεΐνη. Αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία από το αν η πρωτεΐνη προέρχεται από αγελαδινό γάλα ή σόγια».

Η Κρέτσμαρ δήλωσε ότι τόσο η vegan όσο και η χορτοφαγική δίαιτα μπορούν να υποστηρίξουν την υγεία όταν σχεδιάζονται προσεκτικά. Ωστόσο, είπε ότι αυτή η μελέτη δείχνει ότι η αφαίρεση όλων των ζωικών προϊόντων μπορεί να μην είναι πάντα καλύτερη.

«Μια χορτοφαγική δίαιτα που περιλαμβάνει μέτριες ποσότητες γαλακτοκομικών προϊόντων, ειδικά ζυμωμένες ή καλλιεργημένες μορφές, μπορεί να προσφέρει μοναδικά μεταβολικά πλεονεκτήματα», είπε η Κρέτσμαρ. Ωστόσο, σημείωσε ότι κάθε σώμα είναι διαφορετικό. «Δεν πρόκειται για ιδεολογία. πρόκειται για το τι υποστηρίζει τη σταθερότητα, την ενέργεια και τη μακροπρόθεσμη προσήλωση».

Τα οφέλη της θεραπείας ενσυνειδητότητας στην κατάθλιψη

Η θεραπεία που βασίζεται στην ενσυνειδητότητα προσφέρει σημαντική ανακούφιση σε ασθενείς που παραμένουν καταθλιπτικοί μετά από αποτυχία ανταπόκρισης σε συμβατικές θεραπείες, σύμφωνα με μια νέα κλινική μελέτη.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι εξ αποστάσεως συνεδρίες ενσυνειδητότητας βελτίωσαν τα συμπτώματα της κατάθλιψης, προσφέροντας ενδεχομένως νέα ελπίδα σε εκατοντάδες χιλιάδες ασθενείς που βρίσκονται επί του παρόντος στο «τέλος του δρόμου» για επιλογές ψυχολογικής θεραπείας.

Μετρήσιμα οφέλη συγκρίσιμα με τη φαρμακευτική αγωγή

Η μελέτη διαπίστωσε ότι η γνωσιακή θεραπεία που βασίζεται στην ενσυνειδητότητα (MBCT), μια μορφή θεραπείας ψυχικής υγείας που συνδυάζει πρακτικές διαλογισμού με αρχές από τη γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία (CBT), βελτίωσε σημαντικά τα συμπτώματα κατάθλιψης σε σύγκριση με τη συνήθη θεραπεία.

Η MBCT συνδυάζει πρακτικές διαλογισμού και ενσυνειδητότητας, όπως η αυτοσυμπόνια, με την CBT, η οποία βοηθά τα άτομα να αλλάξουν αρνητικά πρότυπα σκέψης.

Στη δοκιμή συμμετείχαν περισσότεροι από 200 ασθενείς σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο που είχαν ήδη λάβει θεραπεία ομιλίας και αντικαταθλιπτικά, αλλά εξακολουθούσαν να παλεύουν με την κατάθλιψη.

Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η ομάδα παρέμβασης έλαβε συνεδρίες MBCT εκτός από την τυπική θεραπεία. Αυτές οι συνεδρίες επικεντρώθηκαν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων ενσυνειδητότητας και στη διαχείριση δύσκολων συναισθημάτων. Η άλλη ομάδα συνέχισε με τη συνήθη φροντίδα της, η οποία περιελάμβανε συνδυασμό αντικαταθλιπτικών και ψυχοθεραπείας.

Έξι μήνες αργότερα, όσοι έλαβαν MBCT εμφάνισαν μεγαλύτερες βελτιώσεις στις βαθμολογίες κατάθλιψής τους από όσους έλαβαν τυπική φροντίδα.

Η ομάδα που έλαβε MBCT συν τη συνήθη θεραπεία είχε βαθμολογίες κατάθλιψης που ήταν περίπου 2,5 μονάδες χαμηλότερες κατά μέσο όρο στο Ερωτηματολόγιο Υγείας Ασθενών-9, ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο εργαλείο ελέγχου για την κατάθλιψη.

Η εξ αποστάσεως παροχή MBCT μπορεί να είναι «πραγματικά αποτελεσματική», ειδικά για άτομα που ενδέχεται να μην μπορούν να παρακολουθήσουν συνεδρίες αυτοπροσώπως λόγω τοποθεσίας, χρόνου ή προβλημάτων ψυχικής υγείας, δήλωσε στην Epoch Times η Σανάμ Χαφίζ, νευροψυχολόγος και διευθύντρια του Comprehend the Mind στη Νέα Υόρκη, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη.

«Η δυνατότητα συμμετοχής από το σπίτι θα μπορούσε στην πραγματικότητα να βοηθήσει ορισμένους ανθρώπους να αισθάνονται πιο άνετα να ανοιχτούν», είπε. Εάν οι συνεδρίες είναι καλά δομημένες και η ομάδα είναι αφοσιωμένη, ο αντίκτυπος θα μπορούσε να είναι εξίσου ισχυρός».

Γιατί το MBCT λειτουργεί για την επίμονη κατάθλιψη

Το MBCT είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για άτομα με υποτροπιάζουσα ή επίμονη κατάθλιψη, ειδικά εάν εξακολουθούν να έχουν συμπτώματα μετά από τυπική θεραπεία, δήλωσε στην Epoch Times ο Έρικ Λάρσον, πιστοποιημένος νοσηλευτής ψυχιατρικής-ψυχικής υγείας, ιδιοκτήτης του Larson Mental Health που δεν συμμετείχε στη μελέτη.

Αρχικά αναπτύχθηκε για την πρόληψη υποτροπών σε άτομα με πολλαπλά επεισόδια κατάθλιψης, επειδή διδάσκει στους ανθρώπους πώς να σχετίζονται διαφορετικά με τις αρνητικές σκέψεις και τα συναισθήματα αντί να προσπαθούν να τα ξεφορτωθούν.

Ενώ η MBCT λειτουργεί καλύτερα για όσους σκέφτονται ή αισθάνονται καταβεβλημένοι από το άγχος, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι απαιτεί συναισθηματική σταθερότητα και συνεπή πρακτική, καθιστώντας την ακατάλληλη για ασθενείς σε οξεία κρίση ή με ψυχωτικά συμπτώματα.

«[Η MBCT] βοηθά τους ανθρώπους να αναγνωρίζουν τις αρνητικές, αυτοκριτικές σκέψεις ως σκέψεις και όχι ως γεγονότα και έτσι βοηθά στη μείωση του συναισθηματικού τους αντίκτυπου», δήλωσε η συν-συγγραφέας καθηγήτρια Κλάρα Στράους από το Πανεπιστήμιο του Σάσσεξ. «Βοηθά τους ανθρώπους να είναι πιο αποδεκτοί στις δύσκολες εμπειρίες τους και να είναι πιο ευγενικοί με τον εαυτό τους».

Η Χαφίζ είπε ότι η MBCT θα μπορούσε να συνδυαστεί με άλλες θεραπείες.

«Πολλοί άνθρωποι λαμβάνουν ήδη φάρμακα και αυτό θα μπορούσε να τους δώσει επιπλέον υποστήριξη», είπε. «Δεν αντικαθιστά τη θεραπεία όπως η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία, αλλά προσθέτει ένα άλλο επίπεδο. Κάποιοι μπορεί ακόμη και να διαπιστώσουν ότι τους βοηθά να βασίζονται λιγότερο στη φαρμακευτική αγωγή με την πάροδο του χρόνου».

Η κατάθλιψη που δεν παρουσιάζει βελτίωση μετά από θεραπεία επηρεάζει περίπου το 30% όλων των ανθρώπων που έχουν διαγνωστεί με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή.

Η Μέρυ Ράυαν, σύμβουλος ασθενών και συγγραφέας που συνεργάστηκε με την ερευνητική ομάδα από την αρχή, τόνισε σε μια δήλωση τη σημασία αυτών των ευρημάτων για ασθενείς που έχουν προηγουμένως εξαντλήσει τις επιλογές θεραπείας τους.

Είπε ότι συχνά λέγεται σε ανθρώπους ότι έχουν φτάσει στο «τέλος του δρόμου» για ψυχολογική θεραπεία και ότι δεν υπάρχουν άλλες επιλογές για αυτούς.

«Τα ευρήματα αυτής της δοκιμής είναι εξαιρετικά σημαντικά επειδή λέμε σε αυτήν την ομάδα ανθρώπων ότι εξακολουθούν να έχουν σημασία — ότι υπάρχει κάτι άλλο που μπορούμε να δοκιμάσουμε που μπορεί να λειτουργήσει γι’ αυτούς», δήλωσε.

Η έκθεση σε κοινή χημική ουσία στα πλαστικά συνδέεται με θανάτους από καρδιακές παθήσεις

Η καθημερινή έκθεση σε έναν τύπο φθαλικού άλατος — χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται συνήθως σε προϊόντα πολυβινυλοχλωριδίου όπως σωληνώσεις, ιατρικούς σωλήνεςμ σακούλες, και διαφανείς μεμβράνες κουζίνας — μπορεί να συνδέεται με περισσότερο από 13% των θανάτων από καρδιακές παθήσεις παγκοσμίως το 2018, σύμφωνα με νέα μελέτη.

Η έρευνα εμπλέκει συγκεκριμένα τον φθαλικό δι-2-αιθυλεξυλεστέρα (DEHP), έναν τύπο χημικής ουσίας που χρησιμοποιείται για να κάνει τα πλαστικά πιο εύκαμπτα, ως σημαντική απειλή για τη δημόσια υγεία, ο οποίος αποδόθηκε σε περισσότερους από 350.000 θανάτους από καρδιακές παθήσεις μεταξύ ατόμων ηλικίας 55 έως 64 ετών παγκοσμίως.

Παρόλο που οι συγγραφείς της μελέτης σημειώνουν σε δελτίο τύπου ότι τα ευρήματά τους υποδηλώνουν ότι αυτές οι χημικές ουσίες μπορεί να είναι επιβλαβείς για την ανθρώπινη υγεία, προειδοποιούν ότι τα αποτελέσματα δεν αποδεικνύουν σχέση αιτίου-αποτελέσματος.

«Το γεγονός ότι οι φθαλικές ενώσεις είναι τόσο διαδεδομένες και μπορούν να επηρεάσουν πολλαπλά συστήματα οργάνων τις καθιστά σοβαρή ανησυχία για τη δημόσια υγεία», δήλωσε η Τζαννέτα Μπρύσκιν, διευθύντρια κλινικής χημείας και τοξικολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Έμορυ, σε συνέντευξή της στην Epoch Times.

Κρυμμένος δολοφόνος

Η μελέτη, που διεξήχθη από ερευνητές του NYU Langone και δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Lancet eBiomedicine, χρησιμοποίησε δεδομένα υγείας και περιβάλλοντος από διάφορες έρευνες πληθυσμού παγκοσμίως για να αξιολογήσει την έκθεση σε DEHP σε 200 χώρες. Αυτά τα δεδομένα στη συνέχεια συνδέθηκαν με τις παγκόσμιες τάσεις θνησιμότητας.
Οι αναπτυσσόμενες περιοχές επωμίστηκαν το μεγαλύτερο βάρος των θανάτων που συνδέονται με την έκθεση σε DEHP. Η Νότια Ασία και η Μέση Ανατολή αντιπροσώπευαν μαζί περίπου το 42% των θανάτων από καρδιακές παθήσεις που συνδέονται με το DEHP, ενώ η Ανατολική Ασία και ο Ειρηνικός συνέβαλαν σχεδόν στο 32%.

Μαζί, η Μέση Ανατολή, η Νότια Ασία, η Ανατολική Ασία και ο Ειρηνικός παρουσίασαν ένα δυσανάλογα υψηλό μερίδιο αυτών των θανάτων — περίπου τα τρία τέταρτα του συνόλου.

Τα άτομα με τα υψηλότερα επίπεδα φθαλικών ενώσεων είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία, ειδικά καρδιαγγειακή θνησιμότητα, σύμφωνα με τη μελέτη.

Οι συγγραφείς σημείωσαν ότι αυτές οι περιοχές πιθανότατα αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη έκθεση σε φθαλικές ενώσεις λόγω της αυξανόμενης παραγωγής πλαστικών και των λιγότερο αυστηρών κανονισμών κατασκευής.

Η έκθεση στο DEHP συνδέεται με αυξημένη φλεγμονή στις αρτηρίες της καρδιάς, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακές προσβολές ή εγκεφαλικά επεισόδια με την πάροδο του χρόνου, δήλωσαν οι ερευνητές.

Ο Λεονάρντο Τρασάντε, καθηγητής υγείας πληθυσμού στο NYU Langone Health και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, τόνισε την επείγουσα ανάγκη για κανονισμούς για τη μείωση της έκθεσης σε αυτές τις επιβλαβείς χημικές ουσίες, ιδιαίτερα σε περιοχές που βιώνουν ταχεία βιομηχανική ανάπτυξη.

«Χώρες με ταχεία βιομηχανική ανάπτυξη και λιγότερους κανονισμούς ασφαλείας — όπως η Ινδία, η Κίνα και η Ινδονησία, επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος των καρδιακών παθήσεων που σχετίζονται με τις φθαλικές ενώσεις», δήλωσε στην Epoch Times ο Τζόζεφ Μέρκολα, πιστοποιημένος οστεοπαθητικός ιατρός που ειδικεύεται στην οικογενειακή ιατρική. «Αυτό θα πρέπει να αποτελεί έκκληση για δράση. Είτε ζείτε σε μια μεγάλη πόλη είτε σε μια αγροτική πόλη, έχετε το δικαίωμα σε καθαρά τρόφιμα, ασφαλή προϊόντα και ένα περιβάλλον χωρίς τοξίνες».

Κοιτάζοντας μπροστά, οι ερευνητές σχεδιάζουν να διερευνήσουν πώς η μείωση της έκθεσης σε φθαλικές ενώσεις μπορεί να επηρεάσει τα ποσοστά θνησιμότητας με την πάροδο του χρόνου και να εξετάσουν άλλα προβλήματα υγείας που συνδέονται με αυτές τις χημικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένου του πρόωρου τοκετού.

Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι οι οικονομικές επιπτώσεις των θανάτων που συνδέονται με την έκθεση σε DEHP έφτασαν τα 3,74 τρισεκατομμύρια δολάρια. Μια προηγούμενη μελέτη από την ίδια ομάδα διαπίστωσε ότι οι φθαλικές ενώσεις ευθύνονται για περισσότερους από 90.000 πρόωρους θανάτους κάθε χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, πολλοί από τους οποίους συνδέονται με καρδιακές παθήσεις.

Κίνδυνοι για την υγεία πέρα ​​από τις καρδιαγγειακές παθήσεις

Οι φθαλικές ενώσεις, που ταξινομούνται ως χημικές ουσίες που προκαλούν ενδοκρινικές διαταραχές, έχουν ευρείες επιπτώσεις στην υγεία επειδή παρεμβαίνουν στα ορμονικά συστήματα του σώματος, δήλωσε η Μπρύσκιν.

Στα παιδιά, οι φθαλικές ενώσεις έχουν συσχετιστεί με αναπτυξιακά και συμπεριφορικά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένης της μειωμένης γνωστικής λειτουργίας και των διαταραχών προσοχής, σημείωσε. Στους ενήλικες, έχουν συνδεθεί με αναπαραγωγικά προβλήματα, όπως χαμηλότερη ποιότητα σπέρματος και διαταραγμένους κύκλους εμμήνου ρύσεως, καθώς και με αυξημένους κινδύνους για παχυσαρκία, αντίσταση στην ινσουλίνη, διαβήτη τύπου 2 και ορμονοευαίσθητους καρκίνους όπως ο καρκίνος του μαστού.

Ο Μέρκολα είπε ότι μία από τις πιο ανησυχητικές επιπτώσεις αφορά την ανάπτυξη του εγκεφάλου των παιδιών.

«Εάν είστε έγκυος, η έκθεση σε φθαλικές ενώσεις μπορεί να βλάψει τις γνωστικές ικανότητες του παιδιού σας πριν από τη γέννηση», είπε. «Η ζημιά φαίνεται να είναι ιδιαίτερα έντονη όταν η έκθεση συμβαίνει κατά τη διάρκεια βασικών αναπτυξιακών παραθύρων όπως το δεύτερο τρίμηνο».

«Υπάρχει επίσης ανησυχία για τον ρόλο τους στη διαταραχή του θυρεοειδούς και στην πρόωρη εφηβεία», πρόσθεσε η Μπρύσκιν.

Είπε ότι υπάρχουν ουσιαστικοί τρόποι για τη μείωση της έκθεσης σε φθαλικές ενώσεις, αλλά σημείωσε ότι η ευθύνη επί του παρόντος βαρύνει περισσότερο τα άτομα παρά τα ρυθμιστικά συστήματα.

Για τη μείωση της προσωπικής έκθεσης, η Μπρύσκιν συνέστησε τα ακόλουθα βήματα:

Περιορισμός της χρήσης πλαστικών προϊόντων, ειδικά εκείνων που φέρουν την ετικέτα με τον κωδικό ανακύκλωσης αρ. 3 πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC).

Επιλογή εναλλακτικών λύσεων όπως γυαλί, ανοξείδωτο χάλυβα ή υλικά χωρίς φθαλικές ενώσεις για την αποθήκευση τροφίμων και παιδικών παιχνιδιών.
Επιλογή προϊόντων προσωπικής φροντίδας με την ετικέτα «χωρίς φθαλικές ενώσεις» και αποφυγή εκείνων με γενικό «άρωμα» που αναφέρεται ως συστατικό.

Μειώστε την κατανάλωση επεξεργασμένων και συσκευασμένων τροφίμων και καταναλώστε αντ΄αυτών φρέσκα, φυσικά τρόφιμα.

Καθαρισμός συχνά για την ελαχιστοποίηση της οικιακής σκόνης, όπου μπορούν να συσσωρευτούν οι φθαλικές ενώσεις.

Είπε ότι, «τελικά, η μείωση της έκθεσης σε ολόκληρο τον πληθυσμό θα εξαρτηθεί από αλλαγές πολιτικής που περιορίζουν τη χρήση φθαλικών ενώσεων και επιβάλλουν σαφέστερη επισήμανση, προσπάθειες που ακόμα δεν συμβαδίζουν με την επιστήμη».