Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention – CDC) αναφέρουν ότι είναι πιθανό τα εμβόλια να προκαλούν αυτισμό, αλλάζοντας την πρότερη στάση τους.
«Ο ισχυρισμός ότι ‘τα εμβόλια δεν προκαλούν αυτισμό’ δεν βασίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία, καθώς οι μελέτες δεν έχουν αποκλείσει την πιθανότητα τα εμβόλια για βρέφη να προκαλούν αυτισμό», αναγράφηκε στην ιστοσελίδα τους στις 19 Νοεμβρίου. «Οι μελέτες που υποστηρίζουν μια τέτοια σύνδεση έχουν αγνοηθεί από τις υγειονομικές αρχές».
Τα CDC επικαλέστηκαν μελέτη του 2006 που ανέλυσε έρευνες σε οικογένειες με παιδιά που έχουν αυτισμό, στις οποίες είχε διαπιστωθεί ότι πολλοί γονείς πίστευαν ότι τα εμβόλια προκαλούσαν τη διαταραχή. Ανέφεραν επίσης ότι η αύξηση των κρουσμάτων αυτισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες σχετίζεται με την αύξηση του αριθμού των εμβολίων που χορηγούνται σε μικρά παιδιά.
«Αν και ο αυτισμός έχει μάλλον πολυπαραγοντική προέλευση, δεν έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά η απόρριψη ενός πιθανού παράγοντα», ανέφεραν τα CDC. «Για παράδειγμα, μια μελέτη διαπίστωσε ότι τα αλουμινικά ανοσοενισχυτικά στα εμβόλια είχαν τον υψηλότερο στατιστικό συσχετισμό με την άνοδο της συχνότητας εμφάνισης αυτισμού μεταξύ πολλών πιθανών περιβαλλοντικών αιτιών. Ο συσχετισμός δεν αποδεικνύει αιτιώδη συνάφεια, αλλά καλεί για περαιτέρω μελέτη».
Ένας μικρός αριθμός μελετών έχειδιαπιστώσει σχέση μεταξύ ορισμένων εμβολίων και του αυτισμού. Ούτε άλλες μελέτες έχουν εντοπίσει αύξηση του κινδύνου ανάπτυξης αυτισμού μετά τη χορήγηση του εμβολίου κατά της ιλαράς, της παρωτίτιδας και της ερυθράς, συμπεριλαμβανομένων δύο επιστημονικών άρθρων που αναφέρουν το υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών (HHS), τον γονικό οργανισμό των CDC, σε μια έκθεση του 2021, η οποία αναφέρει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το εμβόλιο προκαλεί αυτισμό.
Παλαιότερη έκθεση της υπηρεσίας ανέφερε ότι τα στοιχεία ήταν ανεπαρκή για να αποφανθεί για τη σχέση μεταξύ του αυτισμού και των εμβολίων κατά της διφθερίτιδας, του τετάνου, του κοκκύτη και της ηπατίτιδας Β.
«Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν ακόμη μελέτες που να υποστηρίζουν τον ισχυρισμό ότι καμία από τις είκοσι (20) δόσεις των επτά εμβολίων για βρέφη που συνιστώνται για τα βρέφη στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν από τον πρώτο χρόνο ζωής δεν προκαλεί αυτισμό», αναφέρουν τα CDC στην ιστοσελίδα τους. Επισημαίνεται δε ότι υπάρχουν προβλήματα με τις μελέτες για τον αυτισμό και το εμβόλιο της ιλαράς, μεταξύ των οποίων το γεγονός ότι αναφέρονται στο παρελθόν και όχι στο μέλλον.
Ο υπουργός Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών (HHS) ο Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζούνιορ, σε εκδήλωση στις 17 Νοεμβρίου, απάντησε σε φοιτητή που δήλωσε ότι τα εμβόλια δεν προκαλούν αυτισμό, ότι «οι άνθρωποι που το είπαν αυτό είπαν ψέματα». Τόνισε ότι οι μελέτες για το θέμα θα έπρεπε να συγκρίνουν τα αποτελέσματα μεταξύ μιας ομάδας εμβολιασμένων και μιας ομάδας μη εμβολιασμένων. Δεν το κάνουν, αλλά το υπουργείο διεξάγει αυτές τις μελέτες, υπογράμμισε.
Η έρευνα του υπουργείου Υγείας για τα αίτια του αυτισμού περιλαμβάνει την αξιολόγηση «πιθανών βιολογικών μηχανισμών μεταξύ των εμβολιασμών στην πρώιμη παιδική ηλικία και του αυτισμού», ανέφεραν τα CDC στις 19 Νοεμβρίου. Η αξιολόγηση θα περιλαμβάνει και τα άλατα αλουμινίου, τα οποία χρησιμοποιούνται ως ανοσοενισχυτικά σε πολλά παιδικά εμβόλια.
Παλαιότερα, στην ιστοσελίδα των CDC αναγραφόταν ότι «μελέτες έχουν δείξει ότι δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ της λήψης εμβολίων και της ανάπτυξης διαταραχής του φάσματος του αυτισμού». Η ενημερωμένη σελίδα διατηρεί τη φράση «τα εμβόλια δεν προκαλούν αυτισμό» βάσει συμφωνίας μεταξύ των υγειονομικών αρχών και του γερουσιαστή Μπιλ Κάσσιντυ (R-La.), προέδρου της Επιτροπής Υγείας της Γερουσίας. Εκπρόσωπος του Κάσσιντυ, ο οποίος δήλωσε κατά τη διάρκεια της ακρόασης του Κέννεντυ ότι τα εμβόλια δεν προκαλούν αυτισμό, δεν απάντησε σε αίτημα για σχόλιο.
Μια ξεχωριστή σελίδα των CDC, που ενημερώθηκε τελευταία φορά το 2024, αναφέρει ότι μελέτες δείχνουν ότι τα εμβόλια δεν σχετίζονται με τον αυτισμό.
Η Children’s Health Defense, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που δηλώνει ότι θέλει να τερματίσει τις επιδημίες που πλήττουν την υγεία των παιδιών εξαλείφοντας την έκθεση σε τοξίνες και της οποίας προήδρευε παλαιότερα ο Κέννεντυ χαιρέτισε την αλλαγή της θέσης των CDC και την ενημέρωση της ιστοσελίδας.
«Επιτέλους, τα CDC αρχίζουν να αναγνωρίζουν την αλήθεια για αυτή την πάθηση που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους, αποκηρύσσοντας το εδραιωμένο ψέμα ότι ‘τα εμβόλια δεν προκαλούν αυτισμό’», δήλωσε η Μαίρη Χόλλαντ, διευθύνουσα σύμβουλος και πρόεδρος της οργάνωσης, σε email προς την Epoch Times. «Καμία μελέτη δεν έχει αποδείξει ποτέ αυτόν τον ανεύθυνο ισχυρισμό. Αντίθετα, πολλές μελέτες υποδεικνύουν τα εμβόλια ως την πιθανή κύρια αιτία του αυτισμού».
Η επιδημιολόγος Κέιτλιν Τζετελίνα έγραψε στο BlueSky ότι «για πρώτη φορά στην καριέρα μου, δεν μπορώ να πω στους ανθρώπους να εμπιστεύονται όσα λέει ο ιστότοπος των CDC».
Ο Δρ Τζέικ Σκοτ, λοιμωξιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, δήλωσε στο blog του ότι η ενημερωμένη σελίδα «αντιφάσκει με όσα έχουμε μάθει από την παρακολούθηση εκατομμυρίων παιδιών επί δεκαετίες» και εξέφρασε τον φόβο του ότι η νέα διατύπωση θα οδηγήσει τους γονείς να καθυστερήσουν ή να παραλείψουν τα συνιστώμενα εμβόλια για τα παιδιά.
Ο πρώην πρύτανης του Χάρβαρντ, Λάρρυ Σάμμερς, αποχωρεί από το διοικητικό συμβούλιο της OpenAI, έπειτα από τη δημοσιοποίηση μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντάλλαξε με τον πλέον εκλιπόντα και καταδικασμένο για σεξουαλικά αδικήματα Τζέφρυ Έπσταϊν.
«Σε συνέχεια της ανακοίνωσής μου ότι αποσύρομαι από τις δημόσιες υποχρεώσεις μου, αποφάσισα να παραιτηθώ και από το διοικητικό συμβούλιο της OpenAI», ανέφερε ο Σάμμερς σε ηλεκτρονικό του μήνυμα προς την Epoch Times στις 19 Νοεμβρίου. «Είμαι ευγνώμων για την ευκαιρία που μου δόθηκε να υπηρετήσω, ενθουσιασμένος για τις προοπτικές της εταιρείας και ανυπομονώ να παρακολουθήσω την πορεία της».
Ο Σάμμερς είχε δηλώσει στο παρελθόν ότι μετανιώνει για τη σχέση του με τον Έπσταϊν. «Έχω μετανιώσει για πολλά στη ζωή μου», δήλωσε αυτή την εβδομάδα σε μέσα ενημέρωσης. «Όπως έχω πει και στο παρελθόν, η σύνδεσή μου με τον Τζέφρυ Έπσταϊν ήταν ένα σοβαρό σφάλμα».
Η OpenAI, ο οργανισμός τεχνητής νοημοσύνης που δημιούργησε το ChatGPT, δεν απάντησε σε αίτημα σχολιασμού έως τη στιγμή της δημοσίευσης. Ο Σάμμερς εντάχθηκε στο διοικητικό συμβούλιο της OpenAI το 2023, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας σταθεροποίησης του μη κερδοσκοπικού οργανισμού και επαναφοράς του διευθύνοντος συμβούλου του, Σαμ Άλτμαν, μετά την αποπομπή του από το προηγούμενο Δ.Σ. λίγες ημέρες νωρίτερα.
Από τις 20.000 σελίδες που δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα από την Εποπτική Επιτροπή της Βουλής των ΗΠΑ, αρκετά έγγραφα καταδεικνύουν ότι ο Σάμμερς, πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, διατηρούσε φιλικές επαφές με τον Έπσταϊν ακόμα και μετά την καταδίκη του δεύτερου το 2008 για μαστροπεία ανήλικης. Ομοσπονδιακές αρχές απήγγειλαν κατηγορίες εις βάρος του Έπσταϊν και το 2019, για σεξουαλικές επιθέσεις και εμπορία ανηλίκων.
Σε πρόσφατα αποχαρακτηρισμένο email του Μαρτίου 2019, ο Σάμμερς αναφέρεται σε τηλεφωνική επικοινωνία με γυναίκα που τον απέφυγε: «Τη ρώτησα τι κάνει, μου είπε ‘είμαι απασχολημένη’. Της είπα ‘πολύ μυστηριώδης είσαι’».
Ο Σάμμερς είπε ότι τη ρώτησε γιατί άλλαξε τα σχέδιά τους και ότι έκλεισε λίγο μετά. «Το κλίμα δεν ήταν καλό», έγραψε. Ο Έπσταϊν απάντησε χαρακτηρίζοντας τη γυναίκα «έξυπνη» και λέγοντας ότι «σε κάνει να πληρώσεις για παλιότερα λάθη», αλλά πρόσθεσε ότι ο Σάμμερς αντέδρασε σωστά, «δείχνοντας δύναμη, χωρίς να παραπονιέται».
Σε άλλη επιστολή, το 2016, ο Σάμμερς δήλωσε ότι ήταν διαθέσιμος να προσφέρει διακριτικές συμβουλές σε όποιον θα ωφελούνταν από αυτές, αφού ο Έπσταϊν τον έφερε σε επαφή με τον Καρίμ Ουέιντ, πρώην υπουργό της Σενεγάλης.
Το Χάρβαρντ ανακοίνωσε την Τετάρτη πως διεξάγει νέα έρευνα για τους δεσμούς μεταξύ Έπσταϊν και Σάμμερς, ο οποίος διετέλεσε πρύτανης του πανεπιστημίου από το 2001 έως το 2006, μετά από τη θητεία του ως υπουργός Οικονομικών (1999-2001).
«Το πανεπιστήμιο προχωρεί σε επανεξέταση των στοιχείων που αφορούν πρόσωπα του Χάρβαρντ, όπως προκύπτουν από τα πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα για τον Τζέφρυ Έπσταϊν, ώστε να διαπιστωθεί αν υπάρχει ανάγκη να γίνουν οποιεσδήποτε ενέργειες», δήλωσε εκπρόσωπος.
Ένα αντίσωμα που προστατεύει από τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV) φαίνεται να δρα αποτελεσματικά για διάστημα ενός έτους, αλλά πιθανώς όχι περισσότερο, σύμφωνα με νέα επιστημονική έρευνα.
Το αντίσωμα nirsevimab, σύμφωνα με Ιάπωνες ερευνητές, «ενδέχεται να μην είναι αποτελεσματικό πέραν των 12 μηνών από τη χορήγησή του». Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στις 6 Νοεμβρίου στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of Infection.
Η φαρμακευτική εταιρεία Sanofi, που παρασκευάζει το nirsevimab σε συνεργασία με την AstraZeneca, δεν απάντησε σε αίτημα σχολιασμού.
Το nirsevimab, ένα μονοκλωνικό αντίσωμα, έχει εγκριθεί σε πολλές χώρες για την πρόληψη του RSV σε μικρά παιδιά. Ο ιός RSV προκαλεί συνήθως ήπια συμπτώματα παρόμοια με του κοινού κρυολογήματος, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, ακόμη και θάνατο. Οι ηλικιωμένοι και τα μικρά παιδιά είναι οι πιο ευάλωτες ομάδες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το nirsevimab κυκλοφορεί με την εμπορική ονομασία Beyfortus και έχει εγκριθεί – και συστήνεται – για όλα τα βρέφη έως 8 μηνών, καθώς και για ορισμένα ηλικίας 8-19 μηνών.
Κατά την έγκρισή του το 2023, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drug Administration – FDA) ανέφερε ότι τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών έδειξαν πως το αντίσωμα προλαμβάνει αποτελεσματικά τη λοίμωξη από RSV στα παιδιά που το έλαβαν, συγκριτικά με εκείνα που έλαβαν εικονικό φάρμακο.
Επιπλέον, δεδομένα από νοσοκομειακά συστήματα έδειξαν ότι το Beyfortus είναι αποτελεσματικό στην πρόληψη επισκέψεων στα επείγοντα και νοσηλειών που σχετίζονται με τον RSV, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention – CDC). Ωστόσο, επιστήμονας των CDC είχε επισημάνει νωρίτερα μέσα στο έτος ότι υπάρχουν ελάχιστα δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητά του πέραν των 180 ημερών.
Στη νέα έρευνα, οι Ιάπωνες επιστήμονες ανέλυσαν δεδομένα από μια παγκόσμια βάση πληροφοριών που αφορούσε παιδιά τα οποία υποβλήθηκαν σε τεστ για RSV μεταξύ Ιουλίου 2023 και Ιουνίου 2025.
Οι ερευνητές συνέκριναν παιδιά που είχαν λάβει το nirsevimab πριν από το τεστ με παιδιά που δεν το είχαν λάβει. Το δείγμα περιλάμβανε περίπου 6.000 παιδιά που είχαν λάβει το αντίσωμα και περίπου 210.626 που δεν το είχαν λάβει.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι για τα παιδιά που είχαν λάβει το nirsevimab μέσα στους έξι μήνες πριν από το τεστ ήταν περίπου κατά 50% λιγότερο πιθανό να βρεθούν θετικά στον ιό, σε σχέση με εκείνα που δεν είχαν λάβει το αντίσωμα. Ομοίως, τα παιδιά που είχαν λάβει το nirsevimab μεταξύ έξι και έντεκα μηνών πριν από τη δοκιμή επίσης παρουσίασαν μειωμένα ποσοστά θετικότητας.
Αντίθετα, για τα παιδιά που είχαν λάβει το αντίσωμα τουλάχιστον δώδεκα μήνες πριν από το τεστ ήταν πιο πιθανό να βρεθούν θετικά, σε σύγκριση με την ομάδα που δεν το είχε λάβει.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι η προληπτική δράση του nirsevimab φάνηκε όχι μόνο κατά τους πρώτους έξι μήνες, αλλά και έως και δώδεκα μήνες μετά τη χορήγησή του σε παιδιά κάτω των 24 μηνών. Υπογράμμισαν, ωστόσο, το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε αποτελεσματικότητα πέραν των δώδεκα μηνών.
Ως περιορισμό της μελέτης, οι επιστήμονες σημείωσαν το μικρό δείγμα παιδιών που είχαν λάβει το αντίσωμα τουλάχιστον δώδεκα μήνες πριν από το τεστ.
Στην ερευνητική ομάδα συμμετείχε και ο Δρ Ταΐτο Κιτάνο [Dr. Taito Kitano] από το Γενικό Ιατρικό Κέντρο της Νομαρχίας Νάρα. Οι δηλώσεις συγκρουόμενων συμφερόντων περιελάμβαναν επιχορηγήσεις από το Ίδρυμα Παιδιατρικής Έρευνας της Ιαπωνίας και τον Ιαπωνικό Οργανισμό για την Ιατρική Έρευνα και Ανάπτυξη. Ούτε η Sanofi ούτε η AstraZeneca συμμετείχαν στη μελέτη.
Η Moderna ανακοίνωσε στις 22 Οκτωβρίου ότι το πειραματικό της εμβόλιο κατά του κυτταρομεγαλοϊού (CMV) δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα σε κλινική δοκιμή. Σύμφωνα με την εταιρεία, το εμβόλιο δεν πέτυχε τον κύριο στόχο αποτελεσματικότητας στην πρόληψη της λοίμωξης από CMV σε υγιείς γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, δηλαδή μεταξύ 16 και 40 ετών.
Η μελέτη φάσης 3, η οποία ήταν τυχαιοποιημένη και ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, περιελάμβανε περίπου 7.500 γυναίκες σε περίπου 300 σημεία σε 13 χώρες, μεταξύ των οποίων η Φινλανδία, το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Το εμβόλιο είχε σχεδιαστεί για να προλαμβάνει τον CMV, έναν ιό που μεταδίδεται από τις εγκύους στα αγέννητα παιδιά τους. Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), περίπου ένα στα 200 βρέφη στις Ηνωμένες Πολιτείες γεννιέται με CMV, ενώ περίπου το 20% από αυτά παρουσιάζει συγγενείς ανωμαλίες ή μακροχρόνια προβλήματα υγείας, όπως απώλεια ακοής.
Το συγκεκριμένο εμβόλιο βασίζεται στην τεχνολογία αγγελιαφόρου ριβονουκλεϊκού οξέος (mRNA), την ίδια που χρησιμοποιείται και στα εγκεκριμένα εμβόλια της Moderna κατά της COVID-19.
Τον Ιανουάριο, στελέχη της Moderna είχαν δηλώσει ότι η δοκιμή του εμβολίου mRNA-1647 έπρεπε να συνεχιστεί, καθώς τα ενδιάμεσα αποτελέσματα δεν έδειχναν επαρκή αποτελεσματικότητα. Παρ’ όλα αυτά, ήλπιζαν ότι το εμβόλιο θα αποδεικνυόταν τελικά επιτυχές, επισημαίνοντας πως θα μπορούσε να είναι το πρώτο του είδους του στην αγορά, αφού προς το παρόν δεν υπάρχει εγκεκριμένο εμβόλιο για τον CMV.
Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα του σκευάσματος αποδείχθηκε περιορισμένη — κυμαινόταν μεταξύ 6 % και 23 %, ανάλογα με τον ορισμό των περιπτώσεων.
Ο πρόεδρος της Moderna, Δρ Στήβεν Χογκ (Dr. Stephen Hoge), εξέφρασε την απογοήτευσή του, δηλώνοντας ότι η αποτυχία πρόληψης της αρχικής λοίμωξης σημαίνει πως εξακολουθεί να μην υπάρχει εμβόλιο για την πρόληψη του συγγενούς CMV, παρά τις δεκαετίες ερευνητικής προσπάθειας στον τομέα αυτό.
Η εταιρεία αποφάσισε να διακόψει πλήρως το πρόγραμμα ανάπτυξης του εμβολίου για τον CMV. Όπως σημείωσε, το σκεύασμα ήταν «γενικά καλά ανεκτό» και παρουσίασε «προφίλ ασφαλείας σύμφωνο με προηγούμενες μελέτες».
Παρά τη διακοπή, η Moderna θα συνεχίσει να μελετά το mRNA-1647 σε ασθενείς που υποβάλλονται σε μεταμόσχευση μυελού των οστών. Ο Δρ Χογκ ανέφερε ότι ο CMV προκαλεί σοβαρές ασθένειες σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην επανενεργοποίηση του ιού σε ασθενείς που υποβάλλονται σε τέτοιες μεταμοσχεύσεις, προσθέτοντας πως η εταιρεία θα συνεχίσει να εξετάζει αν το mRNA-1647 έχει τη δυνατότητα να περιορίσει τη νόσο σε αυτούς τους υψηλού κινδύνου ασθενείς μέσω της εν εξελίξει μελέτης φάσης 2.
Η μελέτη αυτή ξεκίνησε το 2023 και αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2026. Περίπου 224 άτομα έχει προγραμματιστεί να λάβουν το εμβόλιο ή εικονικό φάρμακο μετά τη διακοπή της προφυλακτικής θεραπείας για CMV, που περιλαμβάνει το φάρμακο λετερμοβίρη.
Η Moderna ανέφερε ότι η αποτυχία της δοκιμής δεν αναμένεται να επηρεάσει τα οικονομικά αποτελέσματα του 2025. Η εταιρεία επεσήμανε πως είχε προβλέψει εξαρχής ελάχιστη αρχική συνεισφορά εσόδων από το mRNA-1647, δεδομένων των αναγκαίων επενδύσεων για την προετοιμασία της αγοράς και την προώθηση του προϊόντος.
Παρά την αποτυχία, η Moderna εξακολουθεί να αναμένει ότι θα επιτύχει ισοσκελισμό το 2028.
Ένα φάρμακο που έχει εγκριθεί για τη θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ φαίνεται να ενισχύει την κοινωνική λειτουργικότητα παιδιών με αυτισμό, σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη.
Τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή με 42 συμμετέχοντες έδειξε ότι η ουσία μεμαντίνη (memantine) οδήγησε σε βελτίωση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και της επικοινωνίας, όπως ανέφεραν οι ερευνητές σε άρθρο που δημοσιεύτηκε την 1η Οκτωβρίου στο Journal of the American Medical Association.
Η έρευνα, που ήταν διπλά τυφλή και ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, πραγματοποιήθηκε από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Ιούλιο του 2018. Οι συμμετέχοντες, όλοι με διάγνωση αυτισμού και δείκτη νοημοσύνης άνω του 85, προέρχονταν από ψυχιατρικές κλινικές. Από τους 42 συμμετέχοντες, ολοκλήρωσαν τη δοκιμή οι 33, εκ των οποίων οι 16 είχαν λάβει μεμαντίνη.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, 9 στους 16 που έλαβαν το φάρμακο εμφάνισαν βελτίωση στην κοινωνική λειτουργία, όπως καταγράφηκε από κλινικούς αξιολογητές και σε ειδική κλίμακα ανταπόκρισης. Το αντίστοιχο ποσοστό στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου ήταν 21%.
Μερικά άτομα με αυτισμό παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα γλουταμινικού, ενός νευροδιαβιβαστή του εγκεφάλου. Η μεμαντίνη δρα ρυθμίζοντας τη δράση του γλουταμινικού.
Ο επικεφαλής ερευνητής, Δρ Γκάγκαν Τζόσι (Dr. Gagan Joshi), διευθυντής του Bressler Program for Autism Spectrum Disorder στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασσαχουσέτης, ανέφερε ότι η ομάδα του προσπάθησε να διαπιστώσει αν οι ρυθμιστές γλουταμινικού θα μπορούσαν να βελτιώσουν την κοινωνική λειτουργία ατόμων με αυξημένα επίπεδα της ουσίας. Όπως σημείωσε, οι ασθενείς που ανταποκρίθηκαν στη μεμαντίνη έγιναν πιο κοινωνικά δραστήριοι.
Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (NIH) των ΗΠΑ. Οι ερευνητές δήλωσαν οικονομικές σχέσεις με φαρμακευτικές εταιρείες, αν και καμία από αυτές δεν παράγει τη μεμαντίνη. Ωστόσο, επεσήμαναν ότι το μικρό μέγεθος του δείγματος αποτελεί σημαντικό περιορισμό για τα συμπεράσματα.
Ο αυτισμός αποτελεί διαταραχή που χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στην επικοινωνία και την κοινωνική αλληλεπίδραση, καθώς και από στερεοτυπικές συμπεριφορές. Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν εγκεκριμένα φάρμακα για τη θεραπεία του αυτισμού.
Πρόσφατα, οι αρχές ανακοίνωσαν ότι ένα φάρμακο με φολινικό οξύ (λευκοβορίνη) θα εγκριθεί για άτομα με ανεπάρκεια εγκεφαλικού φυλλικού οξέος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και μερικά άτομα με αυτισμό.
Η μεμαντίνη μειώνει τη δραστηριότητα του γλουταμινικού δεσμευόμενη στους υποδοχείς NMDA (N-methyl-D-aspartate). Ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) την είχε εγκρίνει ήδη από το 2003 για τη θεραπεία μέτριας έως σοβαρής άνοιας τύπου Αλτσχάιμερ.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει μικτά αποτελέσματα. Έρευνα του 2013, στο Ιράν, ανέφερε βελτίωση στα συμπτώματα του αυτισμού με τη χρήση μεμαντίνης. Αντιθέτως, μελέτη των ΗΠΑ το 2017 διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ μεμαντίνης και εικονικού φαρμάκου.
Ο Δρ Ντάνιελ Φέλσκυ (Dr. Daniel Felsky), ειδικός στη νευροαπεικόνιση και τη γενετική της νόσου Αλτσχάιμερ, σχολίασε στο Journal of the American Medical Association ότι η νέα μελέτη δείχνει τις δυνατότητες της μεμαντίνης για τα άτομα με αυτισμό, αλλά τόνισε πως απαιτείται περαιτέρω έρευνα, καθώς τα αποτελέσματα ενδέχεται να μην ισχύουν για όλες τις ομάδες – επισημαίνοντας ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες ήταν άνδρες.
Ο Τζόσι υπογράμμισε ότι οι συμμετέχοντες που ανταποκρίθηκαν στη μεμαντίνη παρουσίασαν βελτίωση στην κοινωνική επάρκεια και μείωση της σοβαρότητας των συμπτωμάτων, παρότι εξακολούθησαν να εμφανίζουν ηπιότερα χαρακτηριστικά αυτισμού. Κατέληξε ότι μεγαλύτερες κλινικές δοκιμές θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της μεμαντίνης σε ευρύτερους πληθυσμούς.
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε τα καρτέλ ναρκωτικών «παράνομους μαχητές» και ανακοίνωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται πλέον σε μια μη-διεθνή ένοπλη σύγκρουση, σύμφωνα με εσωτερικό υπόμνημα που αποκαλύφθηκε πρόσφατα.
Η κυβέρνηση Τραμπ πραγματοποίησε τρεις επιδρομές τις τελευταίες εβδομάδες σε πλοία που, όπως ανακοίνωσε, μετέφεραν ναρκωτικά στην Καραϊβική.
Η πρώτη επιδρομή, στις 2 Σεπτεμβρίου, είχε αποτέλεσμα τον θάνατο 11 μελών της ομάδας ΤRENDA ARAGUA, εγκληματικής οργάνωσης που ξεκίνησε από τη Βενεζουέλα και είχε χαρακτηριστεί νωρίτερα φέτος ως τρομοκρατική από τις ΗΠΑ.
Παρότι φιλικές ξένες χώρες έχουν καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση αυτών των οργανώσεων, πληρώνοντας βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, τα κυκλώματα αυτά έχουν πλέον διεθνοποιηθεί και δρουν ως οργανωμένα καρτέλ με επιθέσεις σε όλη την αμερικανική ήπειρο.
Το υπόμνημα, που περιγράφει τα μέλη των καρτέλ ως παράνομους μαχητές και περιήλθε στη δημοσιότητα από το Associated Press στις 2 Οκτωβρίου, αναφέρει:
«Ως εκ τούτου, ο Πρόεδρος έκρινε ότι τα καρτέλ αυτά αποτελούν ένοπλες ομάδες μη κρατικού χαρακτήρα, τα κατέταξε στις τρομοκρατικές οργανώσεις και διαπίστωσε ότι οι ενέργειές τους συνιστούν ένοπλη επίθεση κατά των Ηνωμένων Πολιτειών».
Ο Λευκός Οίκος και το Υπουργείο Πολέμου δεν απάντησαν σε αιτήματα για σχόλιο.
Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση του γερουσιαστή Τζακ Ριντ, επικεφαλής της επιτροπής ενόπλων δυνάμεων της Γερουσίας, ο οποίος σχολίασε στην πλατφόρμα Χ: «Τα καρτέλ ναρκωτικών πρέπει να σταματήσουν, αλλά η κήρυξη πολέμου και η διαταγή για θανάσιμη στρατιωτική ισχύ χωρίς τη γνώση του Κογκρέσου, του κοινού ή νομικής αιτιολόγησης είναι απαράδεκτη».
Αξιωματούχοι της κυβέρνησης υποστηρίζουν ότι οι πλήγματα αυτά είναι απαραίτητα για την προστασία των Αμερικανών, με τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο να δηλώνει τον Σεπτέμβριο:
«Δεν θα καθόμαστε πια να βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους να πηγαινοέρχονται στην Καραϊβική σαν να είναι κρουαζιερόπλοιο. Δεν θα το επιτρέψουμε».
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε στις 30 Σεπτεμβρίου συμφωνία με τη φαρμακευτική εταιρεία Pfizer, βάσει της οποίας ο αμερικανικός κολοσσός δεσμεύεται να διαθέτει ορισμένα φάρμακά του σε χαμηλότερες τιμές προς τους καταναλωτές.
«Η συμφωνία αυτή θα εξοικονομήσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια ετησίως για τους Αμερικανούς φορολογούμενους και καταναλωτές», ανέφερε ο Τραμπ κατά τη διάρκεια ενημέρωσης στον Λευκό Οίκο, στην Ουάσιγκτον.
«Σήμερα πρόκειται για μία ακόμη υπόσχεση που έδωσε ο πρόεδρος Τραμπ και μία ακόμη που εκπληρώνεται», δήλωσε ο υπουργός Υγείας, Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζ.
Οι φαρμακοβιομηχανίες επί χρόνια δέχονται επικρίσεις για το γεγονός ότι χρεώνουν τους Αμερικανούς πολύ περισσότερο σε σχέση με άλλες χώρες. Με εκτελεστικό διάταγμα του Μαΐου, ο Τραμπ κάλεσε τις εταιρείες να πωλούν τα φάρμακά τους στις ΗΠΑ με τις χαμηλότερες τιμές που ισχύουν σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες.
Η Pfizer γίνεται η πρώτη εταιρεία που συνάπτει σχετική συμφωνία υπό το νέο πλαίσιο. Ο Τραμπ εξήρε τον διευθύνοντα σύμβουλο της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά, ο οποίος παρέστη στην ανακοίνωση, λέγοντας: «Κάνει το σωστό».
Ο Αμερικανός πρόεδρος ανέφερε ακόμη ότι η κυβέρνησή του βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για αντίστοιχες συμφωνίες και με άλλες μεγάλες φαρμακευτικές, όπως η Eli Lilly.
Και οι δύο εταιρείες ήταν μεταξύ των 17 που είχαν λάβει επιστολή από τον Τραμπ το καλοκαίρι, με την οποία καλούνταν να μειώσουν τις τιμές τους, προκειμένου να αποφύγουν ομοσπονδιακά μέτρα για «την πλήρη αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων εργαλείων».
Ως απάντηση στην επιστολή αυτή, η Pfizer τόνισε σε ανακοίνωσή της: «Γυρίζουμε σελίδα και ανατρέπουμε μια άδικη κατάσταση», θέση που επανέλαβε και ο Μπουρλά κατά την ενημέρωση.
Η Pfizer παράγει, μεταξύ άλλων, το αντιπηκτικό Aliquis και το φάρμακο κατά της COVID-19 Paxlovid, ενώ τα έσοδά της για το δεύτερο τρίμηνο ανήλθαν σε 14,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Τα νέα, φθηνότερα φάρμακα θα διατίθενται μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας TrumpRx, την οποία διαχειρίζεται το αμερικανικό κράτος και, σύμφωνα με τους αξιωματούχους, θα προσφέρει τιμές έως και 80% χαμηλότερες σε σχέση με τις τρέχουσες.
Η Pfizer ανακοίνωσε ότι θα παρέχει εκπτώσεις που φθάνουν μέχρι το 85%, με μέσο ποσοστό μείωσης 50%.
Η ανακοίνωση της συμφωνίας έγινε λίγες μόνο ημέρες αφότου ο Τραμπ είχε προειδοποιήσει ότι θα επιβάλει νέους δασμούς στα φαρμακευτικά προϊόντα από την 1η Οκτωβρίου, εκτός κι αν οι εταιρείες αρχίσουν να κατασκευάζουν τα προϊόντα τους εντός των ΗΠΑ.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, η Pfizer δεσμεύτηκε να επενδύσει 70 δισ. δολάρια για την ανέγερση νέων εργοστασίων στις Ηνωμένες Πολιτείες και εξασφάλισε τριετή περίοδο χάριτος από την επιβολή των νέων δασμών.
Ο Μπουρλά δήλωσε: «Οι δασμοί είναι το ισχυρότερο κίνητρο για αλλαγή συμπεριφοράς, κύριε πρόεδρε, και ξεκάθαρα παρακίνησαν εμάς».
Ο Τραμπ εξέφρασε την ικανοποίησή του που η Pfizer ήταν η πρώτη που προχώρησε σε τέτοια συμφωνία, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Με τους δασμούς αφαιρέσαμε το πλεονέκτημα που είχαν, να λένε απλώς ‘όχι’ κι εμείς να μην μπορούμε να κάνουμε τίποτα».
Ο υπουργός υγείας Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζ. και άλλοι αξιωματούχοι ανακοίνωσαν στις 22 Σεπτεμβρίου ότι η ακεταμινοφαίνη, το δραστικό συστατικό του Tylenol, μπορεί να συνδέεται με τον αυτισμό, μια διαταραχή με ευρύ φάσμα συμπτωμάτων. Επίσης ανέφεραν ότι το φολινικό οξύ, γνωστό και ως λευκοβορίνη, φαίνεται να αποτελεί πολλά υποσχόμενη θεραπεία για τον αυτισμό.
Οι αξιωματούχοι δήλωσαν ότι τα διαθέσιμα στοιχεία είναι επαρκή όσον αφορά την ακεταμινοφαίνη (γνωστή και ως παρακεταμόλη) και τις νευροαναπτυξιακές διαταραχές, ώστε να εκδοθεί νέα προειδοποίηση κατά της χρήσης της κατά την εγκυμοσύνη.
Ο Δρ Μάρτυ Μακάρυ, επίτροπος της Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drug Administration – FDA), ανέφερε σε ενημέρωση στην Ουάσιγκτον ότι πλέον υπάρχουν δεδομένα που δεν μπορούν να αγνοηθούν. Σε αυτά περιλαμβάνεται μελέτη του 2019 από το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, η οποία ανέλυσε πλάσμα ομφάλιου λώρου και κατέληξε ότι η ενδομήτρια έκθεση σε ακεταμινοφαίνη αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης αυτισμού και διαταραχής ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ).
Μια ανασκόπηση του 2025 ανακάλυψε στοιχεία «συνεπή με σύνδεση μεταξύ της έκθεσης σε ακεταμινοφαίνη κατά την εγκυμοσύνη και αυξημένης συχνότητας» νευροαναπτυξιακών διαταραχών, σύμφωνα με τον Δρ Αντρέα Μπακαρέλι, κοσμήτορα στη Σχολή Δημόσιας Υγείας TH Chan του Χάρβαρντ, και τους συν-συγγραφείς του.
Σε ενημερωτικό σημείωμα προς τους γιατρούς στις 22 Σεπτεμβρίου, ο Μακάρυ επισήμανε ότι έχουν συσσωρευθεί στοιχεία που υποδηλώνουν πως η χρήση ακεταμινοφαίνης από εγκύους μπορεί να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο νευρολογικών παθήσεων, όπως ο αυτισμός και η ΔΕΠΥ στα παιδιά.
Υπογράμμισε ότι οι γιατροί θα πρέπει να εξετάζουν τη μείωση της χρήσης της ακεταμινοφαίνης κατά την εγκυμοσύνη, έχοντας ωστόσο υπόψη ότι παραμένει το ασφαλέστερο μη συνταγογραφούμενο φάρμακο για τον πυρετό και τον πόνο.
Άλλοι ειδικοί διαφωνούν ότι τα στοιχεία υποστηρίζουν αυτή τη σύνδεση, επικαλούμενοι μεταξύ άλλων σουηδική μελέτη του 2024, που ανέλυσε τα αρχεία σχεδόν 2,5 εκατομμυρίων παιδιών και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στην ενδομήτρια έκθεση σε ακεταμινοφαίνη και την ανάπτυξη αυτισμού ή ΔΕΠΥ.
Η Δρ Σίντου Σρινίβας, πρόεδρος της Εταιρείας Ιατρικής Μητέρας-Εμβρύου, δήλωσε πρόσφατα ότι «προς το παρόν, το βάρος των επιστημονικών στοιχείων ότι η χρήση ακεταμινοφαίνης κατά την εγκυμοσύνη προκαλεί αυξημένο κίνδυνο αυτισμού ή ΔΕΠΥ είναι απλώς ασαφές». Ο οργανισμός διατηρεί τη σύσταση ότι η ακεταμινοφαίνη είναι ασφαλής για τη θεραπεία πόνου και πυρετού στις εγκύους.
Ταμπλέτες Tylenol εκτίθενται στο Σαν Ανσέλμο, Καλιφόρνια, στις 22 Σεπτεμβρίου 2025. (Justin Sullivan/Getty Images)
Εκπρόσωπος της Kenvue, μητρικής εταιρείας του κατασκευαστή του Tylenol, δήλωσε σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην εφημερίδα The Epoch Times στις 22 Σεπτεμβρίου ότι «πάνω από μια δεκαετία αυστηρών ερευνών, τις οποίες υποστήριξαν κορυφαίοι επαγγελματίες υγείας και διεθνείς ρυθμιστικοί φορείς, επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία που να συνδέουν την ακεταμινοφαίνη με τον αυτισμό».
Αύξηση των ποσοστών αυτισμού
Ο αυτισμός είναι μια διαταραχή με συμπτώματα όπως δυσκολία στην επικοινωνία και στη διατήρηση οπτικής επαφής. Περίπου το ένα τέταρτο των ατόμων με αυτισμό δεν μπορούν να μιλήσουν ή έχουν «περιορισμένη δυνατότητα ομιλίας», σύμφωνα με ανασκόπηση στοιχείων του 2018.
Τα ποσοστά αυτισμού έχουν εκτοξευθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες τις τελευταίες δεκαετίες. Η συχνότητα ήταν ένα παιδί στα 31 το 2022, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention – CDC), αυξημένη από ένα στα 150 το 2002.
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στις 22 Σεπτεμβρίου αναφέρθηκε σε παλαιότερα στοιχεία που έδειχναν ότι το ποσοστό ήταν κάποτε πολύ χαμηλότερο. Με μια τόσο μεγάλη αύξηση, «ξέρετε ότι κάτι δεν είναι φυσιολογικό», είπε.
Ο Κέννεντυ είχε δηλώσει τον Απρίλιο ότι η γενετική μπορεί να ευθύνεται για ορισμένες περιπτώσεις, αλλά με τέτοια αύξηση «πρέπει να υπάρχει μια περιβαλλοντική τοξίνη». Το CDC έχει αναφέρει στο παρελθόν ότι αρκετοί παράγοντες μπορεί να κάνουν πιο πιθανό να εμφανίσει ένα παιδί αυτισμό, όπως η γέννηση από μεγαλύτερους σε ηλικία γονείς και η ύπαρξη ορισμένων γενετικών καταστάσεων.
Ορισμένες ομάδες, όπως η Autism Society of America, υποστηρίζουν ότι η αύξηση μπορεί να οφείλεται σε επικαιροποιημένα διαγνωστικά κριτήρια και μεγαλύτερη αναγνώριση της διαταραχής. Όπως ανέφερε τον Απρίλιο η οργάνωση, η αυξημένη ευαισθητοποίηση γύρω από τον αυτισμό διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εκπαίδευση ατόμων, γονέων, εκπαιδευτικών και επαγγελματιών υγείας για την καλύτερη αναγνώριση χαρακτηριστικών του αυτιστικού φάσματος. «Αυτό, σε συνδυασμό με την επέκταση των διαγνωστικών κριτηρίων την τελευταία δεκαετία, οδηγεί σε λιγότερες λανθασμένες διαγνώσεις και σε ευρύτερη ερμηνεία του τι εμπίπτει στο φάσμα».
Υπάρχει σύνδεση με τα εμβόλια;
Ο Κέννεντυ έχει στο παρελθόν δηλώσει ότι τα εμβόλια μπορούν να προκαλέσουν αυτισμό. Είχε πει νωρίτερα φέτος ότι «πολλοί γονείς έχουν αναφέρει ότι το παιδί τους εμφάνισε αυτισμό αμέσως μετά το εμβόλιο—και αυτό είναι κάτι που εξετάζουμε τώρα». Στις 22 Σεπτεμβρίου οι αξιωματούχοι δεν ανέφεραν ότι τα εμβόλια αποτελούν αιτία, αλλά δεν απέκλεισαν το ενδεχόμενο να ανακοινώσουν κάτι τέτοιο στο μέλλον.
Ο Κέννεντυ δήλωσε ότι «ο αυτισμός είναι μια σύνθετη διαταραχή με πολυπαραγοντική αιτιολογία» και πως συνεχίζεται η διερεύνηση πολλών πιθανών αιτιών «χωρίς ταμπού». Μία περιοχή που εξετάζεται στενά είναι τα εμβόλια, με τον ίδιο να τονίζει ότι 40 έως 70 τοις εκατό των μητέρων παιδιών με αυτισμό πιστεύουν πως το παιδί τους τραυματίστηκε από εμβόλιο. Ο πρόεδρος Τραμπ, σύμφωνα με τον Κέννεντυ, πιστεύει ότι «πρέπει να ακούμε αυτές τις μητέρες αντί να τις παραπλανούμε και να τις περιθωριοποιούμε».
Ένας άνδρας κρατά τον 14 μηνών γιο του καθώς εκείνος λαμβάνει το εμβόλιο MMR σε κλινική στο Λάμποκ του Τέξας, την 1η Μαρτίου 2025. (Jan Sonnenmair/Getty Images)
Μερικοί γονείς έχουν αναφέρει ότι πιστεύουν πως ο αυτισμός μπορεί να προκληθεί από εμβόλια, συμπεριλαμβανομένου του εμβολίου ιλαράς-παρωτίτιδας-ερυθράς. Η έρευνα για πιθανή σύνδεση δεν έχει βρει κάποια σχέση. Ωστόσο, στο πλαίσιο κυβερνητικού προγράμματος, ορισμένοι έχουν λάβει αποζημιώσεις για ισχυρισμούς τραυματισμών από εμβόλια, συμπεριλαμβανομένου του αυτισμού.
Ο Τραμπ έχει εκφράσει υποστήριξη στη μεγαλύτερη χρονική απόσταση μεταξύ των δόσεων σε σχέση με το τρέχον κυβερνητικό πρόγραμμα. Στις 22 Σεπτεμβρίου ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «φορτώνουν τόσα πολλά πράγματα σε αυτά τα όμορφα μικρά μωρά» και στη συνέχεια άσκησε κριτική στη σύσταση να χορηγείται δόση ηπατίτιδας Β λίγο μετά τη γέννηση.
Σύμβουλοι του CDC εξέταζαν την καθυστέρηση της πρώτης δόσης του εμβολίου κατά της ηπατίτιδας Β, αλλά αποφάσισαν στις 19 Σεπτεμβρίου να αναβάλουν την ψήφο ώστε να συγκεντρώσουν περισσότερα δεδομένα. Παράλληλα, συμβούλευσαν το CDC να επικαιροποιήσει τις συστάσεις για τα εμβόλια COVID-19, δίνοντας έμφαση ότι οι πολίτες πρέπει να συμβουλεύονται γιατρούς και να λαμβάνουν υπόψη διάφορους παράγοντες πριν τον εμβολιασμό.
Το CDC ανακοίνωσε επίσης αυτόν τον μήνα ότι σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει ένα ινστιτούτο για να ερευνήσει «τη σύνδεση μεταξύ εμβολιασμών και συχνότητας αυτισμού», στο πλαίσιο της νέας αποστολής του.
Ο διευθυντής των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας, Δρ Τζέι Μπατατσάρια κατά τη διάρκεια ανακοίνωσης στον Λευκό Οίκο στις 22 Σεπτεμβρίου 2025. (Andrew Harnik/Getty Images)
Παράλληλα, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας διαθέτουν 50 εκατομμύρια δολάρια σε 13 έργα που θα επικεντρωθούν στις ρίζες του αυτισμού, καθώς και σε θεραπείες. Ο Δρ Τζέι Μπατατσάρια, διευθυντής των Ινστιτούτων, δήλωσε στην ενημέρωση ότι οι επιστήμονες θα χρησιμοποιήσουν «αυστηρές, προχωρημένες μεθόδους αιτιώδους ανάλυσης, μηχανικής μάθησης και άλλες νέες προσεγγίσεις». Όπως είπε, «η απότομη αύξηση της συχνότητας του αυτισμού απαιτεί άμεση αντίδραση της επιστημονικής κοινότητας».
Σύσταση για φολινικό οξύ
Το φυλλικό οξύ, ή βιταμίνη B9, προέρχεται από τροφές όπως το σπανάκι και οι ξηροί καρποί. Το φολικό και το φολινικό οξύ είναι διαφορετικές μορφές της βιταμίνης.
Οι αξιωματούχοι στις 22 Σεπτεμβρίου ανέφεραν ότι η λευκοβορίνη, ή συνταγογραφούμενο φολινικό οξύ, μπορεί να βοηθήσει τα άτομα με αυτισμό και τα συμπτώματά τους. Συνεργάζονται με τη GlaxoSmithKline, που παράγει μια μορφή λευκοβορίνης με την ονομασία Wellcovorin, για την επικαιροποίηση της ένδειξης στο φάρμακο. Ο Μακάρυ είπε ότι «εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά, κατά τη γνώμη μου, θα επωφεληθούν».
Πολλές τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο δοκιμές έχουν καταγράψει βελτίωση των συμπτωμάτων αυτισμού σε όσους έλαβαν φολινικό οξύ. Σε αμερικανική μελέτη του 2016 παρατηρήθηκε βελτίωση στη λεκτική επικοινωνία. Σε γαλλική μελέτη οι συμμετέχοντες σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις στην Κλίμακα Παρατήρησης Διαγνωστικής του Αυτισμού, ενώ σε δοκιμή στην Ινδία τα παιδιά που έλαβαν φολινικό οξύ είχαν υψηλότερες βαθμολογίες σε αντίστοιχο σύστημα αξιολόγησης. Οι ερευνητές έχουν επίσης εντοπίσει υψηλή συχνότητα αυτοαντισωμάτων υποδοχέα φυλλικού οξέος σε ορισμένα άτομα με αυτισμό, τα οποία εμποδίζουν τη μεταφορά του φυλλικού οξέος στον οργανισμό.
Ένα μπολ με σαλάτα σπανάκι που περιέχει λωτό, παντζάρι, αμύγδαλα και τυρί γκοργκοντζόλα. Το φυλλικό οξύ, ή βιταμίνη B9, προέρχεται από τροφές όπως το σπανάκι και οι ξηροί καρποί. (Kathrin Ziegler/Getty Images)
Ο Δρ Ντέιβιντ Ντάνις, ψυχίατρος και πρόεδρος του Philadelphia Integrative Psychiatry, δήλωσε μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην Epoch Times ότι το φολινικό οξύ «παρακάμπτει αυτόν τον μπλοκαρισμένο υποδοχέα—μπορεί να μεταφερθεί στον εγκέφαλο και είναι ήδη σε χρησιμοποιήσιμη μορφή». Σύμφωνα με τον Δρ Ντάνις, οι περισσότεροι ασθενείς του που έλαβαν φολινικό οξύ εμφάνισαν ουσιαστικά οφέλη μέσα σε λίγες μέρες ή εβδομάδες. Ωστόσο, πρόσθεσε ότι η λευκοβορίνη δεν θα βοηθήσει όλους, αλλά «για όσους έχουν εξασθενημένη μεταφορά φυλλικού οξέος στον εγκέφαλο, αποτελεί λογική, τεκμηριωμένη επιλογή που αποφέρει πραγματικά κλινικά οφέλη».
Το Ίδρυμα Επιστήμης του Αυτισμού (Autism Science Foundation) δήλωσε ότι όλες οι δοκιμές ήταν μικρές και χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικές δόσεις και διαφορετικά αποτελέσματα. «Η επιστήμη βρίσκεται ακόμη σε πολύ πρώιμο στάδιο και χρειάζονται περισσότερες μελέτες πριν εξαχθεί οριστικό συμπέρασμα», ανέφερε.
Ο Δρ Ρίτσαρντ Φράι, που διεξήγαγε ορισμένες από τις δοκιμές και πρόσφατα έγραψε το βιβλίο «The Folate Fix», τόνισε μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην Epoch Times ότι τα επιστημονικά στοιχεία στηρίζουν τη χρήση του φολινικού οξέος. «Πρόκειται για μια ασφαλή, καλά ανεκτή θεραπεία που μπορεί να βελτιώσει τις ζωές πολλών ατόμων με αυτισμό. Δεν είναι θεραπεία, αλλά βελτιώνει ουσιαστικά τη λειτουργικότητα πολλών παιδιών».
Η Συμβουλευτική Επιτροπή για τις Πρακτικές Εμβολιασμού (Advisory Committee on Immunization Practices – ACIP) εισηγήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου ότι τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention – CDC) θα πρέπει να πάψουν να συνιστούν σε μικρά παιδιά το συνδυαστικό εμβόλιο ιλαράς, παρωτίτιδας, ερυθράς και ανεμοβλογιάς (MMRV).
Η επιτροπή υπογράμμισε πως η σύσταση του CDC πρέπει να αφορά αποκλειστικά το εμβόλιο ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς (MMR) και όχι το MMRV, το οποίο προσφέρει επιπλέον προστασία έναντι της ανεμοβλογιάς, για παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών. Η απόφαση ελήφθη με ψήφους 8 υπέρ και 3 κατά, ενώ ο Δρ Ρόμπερτ Μαλόουν απείχε, επειδή στο παρελθόν είχε εργαστεί ως έμμισθος εμπειρογνώμονας σε αγωγές κατά της Merck, της φαρμακοβιομηχανίας που παράγει τα εμβόλια MMR και MMRV.
Εφόσον ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας και υπηρεσιακός διευθυντής του CDC, Τζιμ Ο’Νηλ, υιοθετήσει τη σύσταση, θα υπάρξει αλλαγή στο επίσημο πρόγραμμα εμβολιασμών. Επί του παρόντος, το CDC συνιστά είτε το MMRV είτε τον συνδυασμό MMR και ξεχωριστού εμβολίου ανεμοβλογιάς για την πρώτη δόση κατά της ιλαράς. Ωστόσο, θεωρεί προτιμότερο το MMR για παιδιά ηλικίας 12 έως 47 μηνών, καθώς το MMRV «συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο πυρετού και επιληπτικών κρίσεων λόγω πυρετού».
Σύμφωνα με τα στοιχεία, περίπου 85% των παιδιών λαμβάνουν τα εμβόλια MMR και ανεμοβλογιάς, ενώ το 15% επιλέγει το MMRV για την πρώτη δόση. Ο Δρ Τζον Σου, αξιωματούχος του CDC στον τομέα των εμβολιασμών, παρουσίασε ότι μετά τον εμβολιασμό με MMR παρατηρείται μία επιπλέον επιληπτική κρίση ανά 3.000 με 4.000 παιδιά σε σχέση με τα ανεμβολίαστα. Με το MMRV, ο κίνδυνος αυτός διπλασιάζεται στα μικρότερα παιδιά. Διευκρίνισε πάντως ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για αυξημένο κίνδυνο μετά τη δεύτερη δόση του MMRV σε παιδιά ηλικίας 4 έως 6 ετών.
Στο πρόγραμμα εμβολιασμών του CDC, η δεύτερη δόση του εμβολίου κατά της ιλαράς προβλέπεται για παιδιά 4 έως 6 ετών.
Οι εταιρείες GlaxoSmithKline και Merck παράγουν εμβόλια MMR που έχουν εγκριθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ η Merck διαθέτει το μοναδικό εμβόλιο MMRV. Καμία από τις δύο εταιρείες δεν απάντησε σε αιτήματα σχολιασμού πριν τη δημοσίευση. Παρά ταύτα, εκπρόσωπος της Merck τόνισε ενώπιον της επιτροπής ότι οποιαδήποτε απόφαση πολιτικής που θολώνει τη σαφήνεια ή τη συνέπεια των οδηγιών για το MMRV θα μπορούσε να υπονομεύσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη του κοινού στον εμβολιασμό, κάνοντας αναφορά στη μείωση των ποσοστών εμβολιασμού μεταξύ μαθητών νηπιαγωγείου.
Ο Ρέτσεφ Λεβί, μέλος της ACIP που ψήφισε υπέρ της αλλαγής, επεσήμανε ότι η απόφαση θα μπορούσε να ενισχύσει τα ποσοστά εμβολιασμού, αφού θα μειωθούν οι ανεπιθύμητες ενέργειες. Αντίθετα, ο Δρ Κόντυ Μέισνερ, που καταψήφισε, τόνισε ότι θα προτιμούσε να παραμείνει η επιλογή στους γονείς, δεδομένου ότι ορισμένοι θα επιθυμούσαν μία λιγότερη ένεση για τα παιδιά τους.
Η επιτροπή είχε προγραμματίσει να ψηφίσει και για την αλλαγή των συστάσεων σχετικά με το εμβόλιο της ηπατίτιδας Β, ωστόσο ανέβαλε την απόφαση για τις 19 Σεπτεμβρίου, ημερομηνία κατά την οποία αναμένεται επίσης να εξεταστούν και οι επικαιροποιημένες οδηγίες για τα εμβόλια COVID-19.
Η πρόκληση του προέδρου της ACIP στους επικριτές του
Παράλληλα, στη συνεδρίαση της ίδιας ημέρας, ο πρόεδρος της ACIP, Μάρτιν Κούλντορφ, κάλεσε τους επικριτές του σε δημόσιο διάλογο. Εξήγησε ότι οι πολίτες πρέπει να εμπιστεύονται μόνο επιστήμονες που είναι διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σε ανοιχτές αντιπαραθέσεις με συναδέλφους που εκφράζουν διαφορετικές απόψεις. Χωρίς τέτοιες συζητήσεις, όπως υπογράμμισε, δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθούν σωστά τα επιχειρήματα.
Ο Κούλντορφ απηύθυνε την πρόκληση προς τους εννέα πρώην διευθυντές του CDC – μεταξύ αυτών και τη ΔραΜάντυ Κοέν – οι οποίοι πρόσφατα υποστήριξαν ότι τα νέα μέλη της ACIP είναι ανεπαρκώς καταρτισμένα και εκφράζουν «επικίνδυνες και αντιεπιστημονικές απόψεις».
Επικαλέστηκε το εκτενές επιστημονικό του έργο, καθώς και πολυάριθμες μελέτες που συνυπέγραψε με κυβερνητικούς και πανεπιστημιακούς ερευνητές, σημειώνοντας ότι στις περισσότερες δεν εντοπίστηκαν προβλήματα ασφάλειας στα εμβόλια. Υποστήριξε ότι οι χαρακτηρισμοί περί «αντιεπιστημονικών» αμφισβητούν όχι μόνο τους ίδιους, αλλά και την ασφάλεια πολλών παιδικών εμβολίων.
Ο ίδιος απομακρύνθηκε το 2021 από υποεπιτροπή της ACIP επειδή είχε ταχθεί υπέρ της διατήρησης του εμβολίου Johnson & Johnson για την COVID-19, όταν το CDC είχε επιβάλει προσωρινή αναστολή. Το σκεύασμα αποσύρθηκε τελικά από την αγορά, αν και η αναστολή είχε αρθεί νωρίτερα.
Τον Ιούνιο, ο υπουργός Υγείας Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζ.διόρισε τον Κούλντορφ και άλλα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων τον Δρα Ρόμπερτ Μαλόουν, στην ACIP, μετά την απομάκρυνση και των δεκαεπτά παλαιών μελών. Στην πρώτη συνεδρίαση της νέας σύνθεσης εγκρίθηκε η συνέχιση της ετήσιας σύστασης για το εμβόλιο γρίπης και ψηφίστηκε η απομάκρυνση του συντηρητικού θειομερσάλης από τα εμβόλια. Σε κοινή δήλωση, τα μέλη υπογράμμισαν ότι στηρίζουν σθεναρά τα εμβόλια με βάση την τεκμηριωμένη ιατρική και τα αξιόπιστα επιστημονικά δεδομένα.
Ο Κούλντορφ δήλωσε στις 17 Σεπτεμβρίου ότι τα μέλη της ACIP έχουν δεσμευθεί να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη στον εμβολιασμό, απομακρύνοντας περιττούς κινδύνους, κάτι που χαρακτήρισε «φιλο-εμβολιαστική ατζέντα». Αναφέρθηκε επίσης στη διαφορετικότητα των διεθνών προγραμμάτων εμβολιασμού, σημειώνοντας ότι μόνο μία σκανδιναβική χώρα συνιστά το εμβόλιο ηπατίτιδας Β κατά τη γέννηση, ενώ κάποιες χώρες δεν το συνιστούν καθόλου.
Τόνισε ότι η επιτροπή είναι ανοιχτή σε επιστημονική κριτική, αλλά οι ψευδείς κατηγορίες πως τα μέλη είναι «αντιεμβολιαστές» ενισχύουν άθελά τους τις θέσεις των αρνητών, πλήττοντας τη δημόσια υγεία και την εμπιστοσύνη στα εμβόλια. Υπογράμμισε ότι οι πολίτες δεν πρέπει να εμπιστεύονται όσους αρνούνται να συμμετάσχουν σε δημόσιο διάλογο.
Απηύθυνε την ίδια πρόσκληση και στη Σούζαν Μονάρες, που αποπέμφθηκε πρόσφατα από τη θέση της διευθύντριας του CDC, καθώς και σε άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους που παραιτήθηκαν. Ο πρώην διευθυντής του CDC Τομ Φρίντεν δήλωσε γραπτώς ότι είναι «ανοιχτός σε μια λογική συζήτηση». Αντίθετα, η Μονάρες και άλλοι πρώην διευθυντές δεν απάντησαν.
Ο Κούλντορφ, που είχε συμμετάσχει και στο παρελθόν σε δημόσιες αντιπαραθέσεις για τα εμβόλια – μεταξύ άλλων με τον Δρα Πολ Όφιτ, υποστηρικτή όλων των τρεχουσών συστάσεων – απολύθηκε το 2024 από την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ επειδή αρνήθηκε να εμβολιαστεί κατά της COVID-19.
Η Μονάρες κατέθεσε στις 17 Σεπτεμβρίου ενώπιον επιτροπής της Γερουσίας ότι αποπέμφθηκε, επειδή αρνήθηκε τις απαιτήσεις του Κέννεντυ να απολύσει επιστήμονες του CDC και να προεγκρίνει τις εισηγήσεις της ACIP. Ο Κέννεντυ δήλωσε ότι η Μονάρες τού είπε πως δεν ήταν αξιόπιστη και ότι είχε δεσμευθεί να μην εγκρίνει τις συστάσεις της επιτροπής.
Η ίδια υπογράμμισε ότι ήταν «ανοιχτή στην επιστήμη», αλλά δεν μπορούσε να δεσμευθεί προκαταβολικά ότι θα ενέκρινε όλες τις εισηγήσεις της ACIP χωρίς επιστημονικά δεδομένα.
Στις 17 Σεπτεμβρίου, το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) ανακοίνωσε τις νέες προτεραιότητές του, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην έρευνα για τον αυτισμό και την ασφάλεια των εμβολίων.
Ο οργανισμός υπογράμμισε τη δέσμευσή του να ανακτήσει την εμπιστοσύνη του κοινού και να αξιολογήσει σε βάθος την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των εμβολίων.
Σε σχετική ανακοίνωση, το CDC ανέφερε: «Δεσμευόμαστε να προωθήσουμε τους στόχους του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του υπουργού Υγείας Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζούνιορ».
Έπειτα από την απομάκρυνση της πρώτης διευθύντριας του οργανισμού που είχε επικυρωθεί από τη Γερουσία, η οποία απολύθηκε από τον Κέννεντυ τον Αύγουστο, το CDC δήλωσε ότι «ο Τραμπ και ο Κέννεντυ έχουν ως προτεραιότητα την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, της διαφάνειας και της αξιοπιστίας στον οργανισμό».
Ο βασικός στόχος του CDC παραμένει η προστασία των Αμερικανών από ασθένειες, μέσω της έγκαιρης ανίχνευσης και της αποτελεσματικής αντίδρασης. Οι ειδικότερες προτεραιότητες που γνωστοποιήθηκαν περιλαμβάνουν:
– Ταχείες απαντήσεις στις κρίσεις, βασισμένες σε αποδείξεις
– Έρευνα για την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των εμβολίων
– Προώθηση της γνώσης γύρω από τον αυτισμό και άλλες νευροαναπτυξιακές διαταραχές
Το CDC δεσμεύθηκε επιπλέον να διασφαλίσει την πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων για τα εμβόλια και σχετικά σύνολα δεδομένων, μέσω των πιο απλών δυνατών συμφωνιών δημόσιας χρήσης, με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας, της λογοδοσίας, της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας. Εξέφρασε ακόμη πρόθεση να συνδράμει σε ευρύτερες κυβερνητικές προσπάθειες για τη διερεύνηση των αιτιών του αυτισμού.
Πρόσφατα, το CDC δήλωσε ότι θα χρηματοδοτήσει ερευνητές που εξετάζουν τυχόν συνδέσεις μεταξύ εμβολίων και αυτισμού.
Τόσο ο Τραμπ όσο και ο Κέννεντυ έχουν ασκήσει έντονη κριτική για τη διαχείριση του CDC κατά την πανδημία COVID-19. Ο Κέννεντυ , μιλώντας σε επιτροπή της Γερουσίας, ανέφερε: «Το CDC δεν θα έπρεπε να έχει συστήσει τη χρήση μάσκας σε παιδιά από την ηλικία των δύο ετών, ούτε να στηρίζει το κλείσιμο των σχολείων».
Στην επικαιροποιημένη διακήρυξη αποστολής του, το CDC παραδέχθηκε ότι η εμπιστοσύνη στον οργανισμό και στο δημόσιο σύστημα υγείας έχει διαβρωθεί, επικαλούμενο «αντιφατικά μηνύματα, έλλειψη διαφάνειας και δυσκολία στην κατάλληλη διαχείριση νέων υγειονομικών απειλών».
Όπως υπογράμμισε το CDC: «Αυτές οι αδυναμίες υπονόμευσαν την αποτελεσματική ηγεσία μας κατά τη διάρκεια κρίσεων και αποδυνάμωσαν τη συμμόρφωση του κοινού με τις υγειονομικές συστάσεις».
Για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, το CDC δεσμεύθηκε να βελτιώσει τη διαφάνεια των δεδομένων και να διασφαλίσει ότι όλες οι συστάσεις του θα βασίζονται σε αποδείξεις, παροτρύνοντας τα στελέχη του να ενισχύουν την επικοινωνία με το κοινό.
Στην ίδια διακήρυξη, γίνεται αναφορά στη σχετική εντολή του Τραμπ για «αποκατάσταση της επιστημονικής ακεραιότητας», στην οποία τονίζεται η ανάγκη για:
– Διαφάνεια στα δεδομένα
– Αναγνώριση αβεβαιοτήτων στην επιστήμη
– Διαφάνεια σε υποθέσεις και πιθανά σενάρια
– Αντικειμενική προσέγγιση στα επιστημονικά ευρήματα
– Ακριβή επικοινωνία των επιστημονικών δεδομένων
Τέλος, το CDC επανέλαβε ότι δεν θα χρησιμοποιεί δημόσιους πόρους για την προώθηση αμβλώσεων, τη διευκόλυνση της παράνομης χρήσης ναρκωτικών ή την ενθάρρυνση παράνομης μετανάστευσης.
Η αποστολή αυτή επικαιροποιήθηκε τελευταία φορά τον Φεβρουάριο του 2024, ενώ στην προηγούμενη εκδοχή της διακήρυξης είχε δοθεί έμφαση στη δίκαιη προστασία της υγείας, της ασφάλειας και της ασφάλειας του πληθυσμού, μέσω δράσεων όπως η αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού και η μείωση της κατανάλωσης καπνού στους εφήβους.