Τρίτη, 01 Ιούλ, 2025

Η θεωρία του «σπασμένου παραθύρου»: Τα ορατά σημάδια της παραβατικότητας ευνοούν τη διάδοσή της

Οι κοινωνιολόγοι Τζέημς Κ. Ουίλσον και Τζορτζ Λ. Κέλλινγκ μετά από πειραματική έρευνα, έγραψαν σε ένα άρθρο τους στο Atlantic Monthly, το 1982, τη θεωρία των «σπασμένων παραθύρων».

Σύμφωνα με τη θεωρία τους, τα ορατά σημάδια του εγκλήματος και των παραβατικών συμπεριφορών ενθαρρύνουν και επιδεινώνουν την εγκληματικότητα. Όταν υπάρχει ένα σπασμένο παράθυρο σε ένα κτίριο είναι πολύ πιθανό να σπάσουν και τα υπόλοιπα, εάν αυτό δεν επισκευαστεί σύντομα.

Απαρχές της θεωρίας

Η θεωρία στηρίχθηκε σε ένα πείραμα. Το 1969, πήραν δύο πανομοιότυπα αυτοκίνητα και τα τοποθέτησαν σε δύο διαφορετικές μεταξύ τους περιοχές. Το ένα αμάξι τοποθετήθηκε στο Μπρονξ, μία υποβαθμισμένη περιοχή της Νέας Υόρκης, ενώ το άλλο στο Πάλο Άλτο, έναν οικισμό της Καλιφόρνιας με εύπορους κατοίκους.

Το αμάξι στο Μπρονξ μέσα σε λίγες ώρες είχε καταστραφεί και βανδαλιστεί. Αντίθετα, το αμάξι στο Πάλο Άλτο παρέμεινε άθικτο. Οι ερευνητές αποφάσισαν να πάνε το πείραμα ένα βήμα παραπέρα, έτσι μία εβδομάδα μετά αποφάσισαν να σπάσουν ένα από τα παράθυρα του αυτοκινήτου του Πάρο Άλτο. Μέσα σε λίγες μόνο ώρες, το αμάξι βανδαλίστηκε.

Αφού επανέλαβαν το ίδιο πείραμα και άλλες φορές, αμφισβήτησαν την αρχική τους άποψη ότι η εγκληματικότητα είναι αποτέλεσμα κυρίως της φτώχειας. Αυτοί που βανδάλισαν το αυτοκίνητο στο Πάλο Άλτο ήταν ντόπιοι, άτομα καλής οικονομικής κατάστασης.

Σε πανομοιότυπα πειράματα, όπως ένα σπασμένο παράθυρο σε ένα κτίριο ή ένα γκράφιτι σε ένα τοίχο, παρατηρήθηκαν παρόμοια αποτελέσματα. Επίσης, περιοχές που φαίνονταν παραμελημένες εμφάνιζαν υψηλότερα επίπεδα εγκληματικότητας.

Οι δύο κοινωνιολόγοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όταν το αίσθημα πως δεν υπάρχει νόμος και τάξη είναι ισχυρό, παρατηρείται αύξηση των παραβατικών συμπεριφορών. Όσο περισσότερο μία περιοχή ανέχεται τον βανδαλισμό τόσο περισσότερο θα τον έχει. Όταν μία πράξη που επιχειρεί να βλάψει την κοινωνία δεν δέχεται κριτική, τότε είναι το ίδιο με το να δίνεται η συγκατάθεση για την πράξη αυτή. Έτσι, όταν κάποιος σπάσει, για παράδειγμα, ένα παράθυρο, αν δεν υπάρξει κάποια κύρωση είναι σαν να δίνεται το ελεύθερο στους άλλους να σπάσουν και τα υπόλοιπα.

Παραδείγματα εφαρμογής της θεωρίας

Στην εφαρμογή της θεωρίας προτάθηκαν κυρίως μέτρα τυπικού κοινωνικού ελέγχου, με έμφαση σε μέτρα μηδενικής ανοχής, δηλαδή περισσότερη αστυνόμευση, περισσότερες προσαγωγές για μικροεγκλήματα, βανδαλισμούς κλπ, αλλά και κάποια μέτρα άτυπου κοινωνικού ελέγχου.

Το 1985, ο Τζορτζ Λ. Κέλλινγκ, ένας από τους συγγραφείς των «Σπασμένων παραθύρων» προσελήφθη ως σύμβουλος από την Αρχή Συγκοινωνιών της Νέας Υόρκης και αργότερα ως σύμβουλος στα αστυνομικά τμήματα της Βοστώνης και του Λος Άντζελες, για να βοηθήσει στη μείωση της εγκληματικότητας. Ένα από τα σημαντικότερα εγχειρήματα του εκεί, ήταν η εκστρατεία κατά των γκράφιτι στο μετρό της Νέας Υόρκης.

Το 1993, ο νεοεκλεγείς δήμαρχος Ρούντυ Τζουλιάνι μαζί με τον Ουίλλιαμ Μπράττον, εμφανώς επηρεασμένοι από τη θεωρία των «σπασμένων παραθύρων», εφάρμοσαν αυστηρότερους νόμους κατά των λαθρεπιβατών του μετρό, της ούρησης στους δημόσιους χώρους και των γκράφιτι. Σημειώθηκε σημαντική μείωση της εγκληματικότητας, πτώση που  συνεχίστηκε για περίπου δέκα με δεκαπέντε χρόνια, με τη μείωση της ανεργίας κατά 39% στη Νέα Υόρκη, από το 1992 έως το 1999, να  λειτουργεί ενισχυτικά. Από τότε, παρά τη χαλάρωση της αστυνόμευσης και τις διακυμάνσεις της οικονομίας, δεν έχει εμφανιστεί αισθητή επιδείνωση.

Το 2007 και το 2008, στην Ολλανδία, ο Κις Κάιζερ και οι συνεργάτες του από το Πανεπιστήμιο του Groningen διεξήγαγαν μία σειρά ελεγχόμενων πειραμάτων για να προσδιορίσουν εάν τα σκουπίδια ή τα γκράφιτι ευνοούσαν την κλοπή, τη ρύπανση ή άλλες μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Επέλεξαν τοποθεσίες που επικρατούσε ένα υγιές κλίμα και τοποθεσίες που είχαν «διαταραγμένο» περιβάλλον και σύγκριναν τις διαφορές στη συμπεριφορά των κατοίκων. Τα αποτελέσματα της έρευνας τους δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Science και επιβεβαιώνουν τη θεωρία των «σπασμένων παραθύρων».

Κριτική

Η αποτελεσματικότητα και η ηθική των μέτρων μηδενικής ανοχής συζητείται μέχρι σήμερα. Μέτρα όπως η αστυνόμευση και η αυστηροποίηση της νομοθεσίας ως τρόποι αντιμετώπισης της εγκληματικότητας εγείρουν κάποια ζητήματα, όπως το ότι η αυξημένη αστυνόμευση μπορεί να προκαλέσει περισσότερο φόβο στους έννομους πολίτες παρά στους παραβάτες. Επιπλέον, η αυστηροποίηση της νομοθεσίας, έστω και αν γίνεται για την προστασία των πολιτών, δεν λειτουργεί πάντα θετικά, ενώ πολλές φορές έχει αποτύχει στην πράξη.

Επίσης, η εστίαση σε μία περιοχή που παρουσιάζει προβλήματα με τον νόμο μπορεί, αντί να οδηγήσει σε μείωση της εγκληματικότητας, να προκαλέσει απλά την μετατόπιση της.

Τέλος, για να έχει θετικό αντίκτυπο η εφαρμογή αυτής της θεωρίας θα πρέπει να δοθεί περισσότερη εστίαση στην κοινοτική αστυνόμευση (άτυπος κοινωνικός έλεγχος) από ό,τι στην αστυνομική (τυπικός κοινωνικός έλεγχος), να γίνονται διάφορες δράσεις που να ενισχύουν το αίσθημα της κοινότητας, οι περιοχές να είναι καθαρές και να γίνεται προσπάθεια άμεσης επισκευής όταν υπάρχει ζημιά. Επομένως, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μέτρα πρόληψης, τα οποία να μειώνουν  τις ευκαιρίες διάπραξης εγκλήματος και όχι να τις μετατοπίζουν.

Ηλεκτρονικές πηγές

  1. Von Christian Wickert, SozTheo, Broken Windows Theory (Wilson & Kelling)
  2. Σώτη Τριανταφύλλου, H θεωρία του «σπασμένου παραθύρου» και οι περιορισμοί της, Athens Voice,
  3. Κωνσταντίνος Λαγός, Η θεωρία των «σπασμένων παραθύρων» που συνδέει την ατιμωρησία και τους βανδαλισμούς με την αύξηση της εγκληματικότητας, Μηχανή του χρόνου

 

Επανορθωτική δικαιοσύνη: μία εναλλακτική μορφή δικαιοσύνης και η εφαρμογή της στα σχολεία

Ο όρος «επανορθωτική δικαιοσύνη» ή «αποκαταστατική δικαιοσύνη» (restorative justice) παρόλο που εισήχθη για πρώτη φορά στην εγκληματολογία το 1977 από τον Άλμπερτ Έγκλας [Albert Eglash, γεν. 1920], έχει βαθύτερες ρίζες που φθάνουν στο «επανορθωτικόν δίκαιον» του Αριστοτέλη.

Για τον Αριστοτέλη, η δικαιοσύνη αντανακλάται στην εξωτερική συμπεριφορά του ατόμου και την καθημερινή ζωή και τη διακρίνει στη διανεμητική δικαιοσύνη, που αφορά την κατανομή των αγαθών, των τιμών και του πλούτου στους πολίτες, και στην επανορθωτική δικαιοσύνη, που αφορά τις ιδιωτικές υποθέσεις.

Στο πλαίσιο της επανορθωτικής δικαιοσύνης διαχωρίζει τις άδικες πράξεις σε ακούσιες και εκούσιες. Στις ακούσιες πράξεις περιλαμβάνονται: η ανθρωποκτονία, η κλοπή, η μοιχεία, η ληστεία, η προσβολή και η λεκτική επίθεση. Αυτές οι πράξεις απειλούν την κοινωνική δικαιοσύνη στον βαθμό που απουσιάζει η βούληση του ενός μέρους, δηλαδή του θύματος. Η επανορθωτική δικαιοσύνη κατά τον Αριστοτέλη στοχεύει στην επανόρθωση των αγαθών και της βλάβης που έχουν υποστεί τα θύματα μέσω της κρίσιμης συμβολής του δικαστή.

Επίσης, ο Αριστοτέλης προβαίνει σε μία διάκριση των ποινών, μεταξύ της τιμωρίας (τιμώ+ορώ), που σηματοδοτεί το δικαίωμα και την υποχρέωση της πολιτείας να αποκαταστήσει την τιμή του θύματος, και του κολασμού, που αφορά την την τιμωρία του δράστη για το αδίκημα που διέπραξε. Ως σκοπό της ποινής θεωρούσε την έναρξη της διαδικασίας συγχώρεσης του δράστη από την οικογένεια του θύματος (αίδεσις) και την αποφυγή της αντεκδίκησης (βεντέτα).

Στην αρχαία Ελλάδα ασκούνταν διάφορες επανορθωτικές πρακτικές, όπως επίσης και σε άλλες χρονικές περιόδους και κοινωνίες.

Παρά τις πολλαπλές προσπάθειες συγκρότησης ενός κοινά αποδεκτού ορισμού της επανορθωτικής δικαιοσύνης, κάτι τέτοιο δεν έχει ακόμα επιτευχθεί, ίσως επειδή το περιεχόμενο της είναι αρκετά εμβριθές, με εύρος από την «πολιτική της ποινικής δικαιοσύνης έως την πολιτική για τη ρύθμιση της ευημερίας των παιδιών, σχολείων, εταιρειών», των αστικών υποθέσεων και για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από αυταρχικά καθεστώτα.

Παίρνοντας κάποια κοινά στοιχεία από τους ορισμούς που έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι η επανορθωτική δικαιοσύνη φαίνεται να είναι μία εναλλακτική μορφή δικαιοσύνης, η οποία, σε αντίθεση με το παραδοσιακό τιμωρητικό μοντέλο, στοχεύει στην επανόρθωση της σχέσης μεταξύ θύματος, δράστη, κοινότητας και κοινωνίας με τη βοήθεια ενός διαμεσολαβητή. Στο άρθρο αυτό θα ρίξουμε μια ματιά στα οφέλη της επανορθωτικής δικαιοσύνης στο σχολικό πλαίσιο και θα δούμε εάν τελικά, όταν εφαρμόζεται σε μεγάλη κλίμακα στην εκπαίδευση, μπορεί να συνεισφέρει μακροπρόθεσμα στη μείωση της εγκληματικότητας.

Η επανορθωτική δικαιοσύνη στα σχολεία εφαρμόζεται ως μία εναλλακτική λύση για την αντιμετώπιση της παραβίασης των σχολικών κανόνων έναντι της τετριμμένης τιμωρητικής/ανταποδοτικής αντιμετώπισης, η οποία δίνει στους μαθητές χαρακτηρισμούς και βάζει την ετικέτα του καλού ή του κακού. Σύμφωνα με την επανορθωτική δικαιοσύνη, ο καθηγητής θα πει: «ένιωσα ασέβεια από αυτό που έκανες» και όχι «είσαι ασεβής». Επίσης, βοηθάει στην επανένταξη των ανηλίκων που αντιμετωπίζουν προβλήματα με τον νόμο πίσω στο σχολικό περιβάλλον, και σε μία μεγαλύτερη κλίμακα κτίζει ηθικό χαρακτήρα.

Οι πρακτικές αποκατάστασης επικεντρώνονται στην επίλυση συγκρούσεων, στην αποκατάσταση της βλάβης και στη θεραπεία των σχέσεων. Υποστηρίζουν ένα θετικό και ασφαλές σχολικό κλίμα, αποτρέπουν τον εκφοβισμό και μειώνουν τα πειθαρχικά περιστατικά.

Για την επιτυχή εφαρμογή της επανορθωτικής δικαιοσύνης στα σχολεία χρειάζεται ένα κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό που να νοιάζεται για την ουσιαστική μόρφωση των μαθητών του, καθώς και η εφαρμογή της σε ευρεία κλίμακα και όχι μόνο σε μεμονωμένα περιστατικά.

Το εκπαιδευτικό προσωπικό καλείται να εφαρμόσει προληπτικές στρατηγικές σε όλο το σχολείο με στόχο τη δημιουργία του αισθήματος της κοινότητας, τη δημιουργία υγειών σχέσεων, την ανάπτυξη δεξιοτήτων επίλυσης συγκρούσεων και, τέλος, του αισθήματος του ανήκειν.

Το πρόγραμμα της διαμεσολάβησης συνομηλίκων αποτελεί μία μορφή διαμεσολάβησης και ειρηνικής επίλυσης των συγκρούσεων, η οποία οργανώνεται και εφαρμόζεται εντός του σχολικού πλαισίου, μεταξύ των μαθητών. Όταν δύο οι περισσότεροι μαθητές έχουν μία διαφωνία θα προβούν σε συζήτηση για την επίλυσή της με την βοήθεια ενός τρίτου και ουδέτερου μαθητή (του διαμεσολαβητή). Η διαδικασία για την επίλυση της διαφωνίας είναι δομημένη, με σαφή όρια, ενεργητική συμμετοχή και άμεση επικοινωνία των μερών για την εποικοδομητική επίλυση της διαφωνίας. Θεωρείται, επιπλέον, ως τρόπος διαπραγμάτευσης μέσα σε ένα εποικοδομητικό πλαίσιο συνεργασίας που στοχεύει στο μέγιστο κέρδος και των δύο πλευρών. Η εκπαίδευση στη διαμεσολάβηση συνομηλίκων αφορά την εκπαίδευση μαθητών στη διαχείριση των συγκρούσεων και την εκμάθηση νέων δεξιοτήτων επικοινωνίας και συμπεριφοράς.

Η οικοδόμηση μίας σχολικής κοινότητας με κοινές αξίες και κοινό λεξιλόγιο, που προωθεί το πνεύμα της συνεργασίας και της υποστήριξης και διατήρησης των κοινών ιδανικών, παίζει καθοριστικό ρόλο στη μετατόπιση από το σύστημα της ανταπόδοσης σε ένα σύστημα που δίνει έμφαση στην ανθρώπινη αξία και στο να κατανοήσει ο παραβάτης τη βλάβη που προκάλεσε και τη σημασία των κανόνων.

Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι τα τιμωρητικά μέτρα κάνουν τα σχολεία πιο ασφαλή. Επιπλέον, ίσως συχνά χρησιμοποιούνται δυσανάλογα απέναντι σε αλλοδαπούς μαθητές ή σε άτομα από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, με σοβαρές αρνητικές συνέπειες για αυτούς τους μαθητές. Οι πολιτικές τύπου μηδενικής ανοχής ωθούν και θέτουν σε περαιτέρω μειονεκτική θέση τα παιδιά εκείνα που έχουν περισσότερο ανάγκη τη μόρφωση και την ύπαρξη μίας σχολικής κοινότητας.

Χαρακτηριστικά των προγραμμάτων της επανορθωτικής δικαιοσύνης είναι η εμπλοκή ολόκληρης της κοινότητας στην επίλυση της σύγκρουσης και η ισότιμη συμμετοχή στη διαδικασία.

Σύμφωνα με όσα είδαμε παραπάνω, εάν εξετάσουμε:

α) τις τεχνικές εξουδετέρωσης των Γκρέσαμ Σάικς και Ντέηβιντ Μάτσα που εξηγούν πώς οι παραβάτες του νόμου τείνουν να εξορθολογίζουν και να δικαιολογούν τη συμπεριφορά τους,

β) τη θεωρία της ετικέτας του Χάουαρντ Σ. Μπέκερ, που λέει ότι εάν τα άτομα χαρακτηρίζονται ως εγκληματίες, ως αποτέλεσμα της μεταχείρισής τους στη διαδικασία της ποινικής δικαιοσύνης, είναι πιο πιθανό να εσωτερικεύσουν αυτήν την ετικέτα και να ενεργούν βάσει αυτής,

γ) τη θεωρία του Τζον Μπρεϊθγουέιτ της ντροπής της επανενσωμάτωσης, η οποία μάς λέει ότι εάν αποδώσουμε την ντροπή στην εγκληματική πράξη και όχι στον δράστη, τότε μπορεί να αποτραπεί η επισήμανση του δράστη ως εγκληματία. Δηλαδή εάν αντιμετωπιστεί ο δράστης με ενσυναίσθηση και σεβασμό και ως ένα καλό άτομο που έχει διαπράξει μία κακή πράξη, η υποτροπή μπορεί να αποτραπεί. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, το αίσθημα της ντροπής επιτρέπει στον δράστη να καταλάβει τι έχει κάνει λάθος και να αισθανθεί γνήσιο ενδιαφέρον για τους ανθρώπους που έβλαψε.

δ) τη θεωρία της ντροπής και της οργής των Τόμας Σεφ και Σουζάν Μ. Ρέτζινγκερ, που προτείνει ότι οι άνθρωποι έχουν διαφορετικές συναισθηματικές αντιδράσεις στις κυρώσεις και στην ντροπή, και υποστηρίζει ότι όταν ο δράστης δεν νιώθει ντροπή για την πράξη του ούτε υποβοηθείται να νιώσει, δεν θα αντιληφθεί πραγματικά την έκταση του λάθους του και είναι πιο πιθανό να αντιδράσει με θυμό, ακόμα και βία, στην ποινή, κάτι που αυξάνει την πιθανότητα υποτροπής και ελαττώνει την πιθανότητα αποκατάστασης της σχέσης του με το θύμα. Επίσης, εάν λάβουμε υπ’ όψιν τη διαδικαστική δικαιοσύνη του Τομ Ρ. Τάιλερ που μας λέει ότι εάν οι εμπειρίες και οι αντιλήψεις της κοινότητας για τον νόμο (κανόνες σχολείου) και τους φορείς επιβολής (καθηγητές) είναι δίκαιες και διαφανείς, τότε η συμμόρφωση με τη νομοθεσία είναι πιο πιθανή,

ε) τη θεωρία της περιφρόνησης του Λόρενς Σ. Σέρμαν, σύμφωνα με την οποία εάν ένας δράστης αισθάνεται ότι του φέρονται άδικα ή ότι μία κύρωση είναι παράνομη, είναι πιο πιθανό να αψηφήσει το νόμο και να συνεχίσει να προσβάλλει τα έννομα αγαθά,

στ) τη θεωρία του Ράνταλ Κόλινς, ότι σε επιτυχημένες τελετουργίες (όπως αυτή της επανορθωτικής δικαιοσύνης), οι μεμονωμένοι συμμετέχοντες βρίσκονται όλοι μαζί στον ίδιο χώρο με έναν κοινό σκοπό και διάθεση και ότι ο κάθε ένας από αυτούς έχει έναν ρόλο να παίξει στη διαδικασία και ότι αυτό δημιουργεί έναν συγχρονισμό στη συζήτηση, τη σωματική κίνηση και το συναίσθημα, που αυτή η κοινή εστίαση και κατανόηση προάγει ένα αίσθημα αλληλεγγύης μεταξύ των συμμετεχόντων, με αποτέλεσμα αισθήματα «καλής θέλησης». Η εμπειρία κοινών συναισθημάτων μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ατομική εμπιστοσύνη και την εκ νέου δέσμευση στα πρότυπα ηθικής της ομάδας,

τότε θα δούμε το πώς η εφαρμογή της επανορθωτικής δικαιοσύνης στα σχολεία σε ευρεία κλίμακα μπορεί να συνεισφέρει μακροπρόθεσμα στη μείωση της εγκληματικότητας.

Σε μία κοινωνία όπου προωθείται το αίσθημα της κοινότητας, η καλή επικοινωνία και η ουσιαστική μόρφωση από μικρή ηλικία, η αποφυγή των παραβατικών συμπεριφορών φαίνεται να είναι πιο πιθανή.

Το σχολείο θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς φορείς κοινωνικοποίησης. Ένα σχολικό περιβάλλον το οποίο καλεί τον μαθητή που εκδήλωσε παραβατική συμπεριφορά να αναλύσει την πράξη του, να συνομιλήσει με το θύμα και να συνειδητοποιήσει τη βλάβη που προκάλεσε, χωρίς να του αποδίδει τον χαρακτηρισμό του ‘κακού παιδιού’, αλλά προσφέροντάς του την ευκαιρία να μιλήσει ελεύθερα σε έναν τουλάχιστον από τους ενήλικες στο περιβάλλον του, όχι μόνο βοηθά αυτό το παιδί να κατανοήσει την αξία και τη σημασία των σχολικών κανόνων, αλλά του παρέχει επίσης τα πρώτα εφόδια μίας υγιούς κοινωνικά ζωής.

* * * * *

Πηγές:

  1. Βάσω Αρτινοπούλου. Επανορθωτική δικαιοσύνη. Η πρόκληση των σύγχρονων δικαιικών συστημάτων, Νομική βιβλιοθήκη, 2010.
  2. NGLC, Restorative Practices in Schools Designing for Equity.
  3. College of Policing, Appendix A: Theoretical mechanisms for restorative justice.
  4. Learning Policy Institute, Building a Positive School Climate Through Restorative Practices.